EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CC0262

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Van Gerven της 30ής Ιανουαρίου 1990.
Douglas Harvey Barber κατά Guardian Royal Exchange Assurance Group.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of appeal (England) - Ηνωμένο Βασίλειο.
Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων - Απόλυση για οικονομικούς λόγους - Πρόωρη συνταξιοδότηση.
Υπόθεση C-262/88.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-01889

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:34

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΊΑ

WALTER VAN GERVEN

της 30ής Ιανουαρίου 1990 ( *1 )

Περιεχόμενα

Σελίδα
 

Εισαγωγή

 

Παρουσίαση του προβλήματος

 

Το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα

 

— Η αποζημίωση λόγω απολύσεως

 

— Οι συνταξιοδοτικέςπαροχές

 

Ενδιάμεσο ερώτημα

 

Το τρίτο και το πέμπτο ερώτημα

 

— Το τρίτο ερώτημα, στοιχείο α ), και το πέμπτο ερώτημα

 

1. Περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 119

 

2. Περίπτωση εφαρμογής των οδηγιών σχετικά με την ισότητα μεταχειρίσεως

 

— Το τρίτο ερώτημα, στοιχείο β )

 

Το τέταρτο ερώτημα

 

Πρόταση

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. 

Τα ερωτήματα που υπέβαλε στο Δικαστήριο το Court of Appeal ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Douglas Harvey Barber (στο εξής: Barber) και του Guardian Royal Exchange Assurance Group (στο εξής: Guardian), που αφορούσε το αν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είχε απολυθεί ο Barber ήταν σύμφωνες με τον Sex Discrimination Act 1975 και το κοινοτικό δίκαιο.

Παρουσίαση του προβλήματος

2.

Ο Barber ανέλαβε υπηρεσία στην Car & General Insurance Corporation Limited (στο εξής: C & G) το 1948. Στη συνέχεια η C & G απορροφήθηκε από την Guardian. Από το 1970 ο Barber ήταν αναπληρωτής διευθυντής της υπηρεσίας ατυχημάτων από το South Yorkshire έως Sheffield. Η Guardian κατάργησε την υπηρεσία αυτή. Στις 31 Δεκεμβρίου 1980, ο Barber απολύθηκε όπως και αρκετοί άλλοι εργαζόμενοι. Ο Barber ήταν τότε 52 ετών.

3.

0 Barber ήταν αρχικά ασφαλισμένος στο ταμείο συντάξεων του ομίλου C & G και στη συνέχεια ήταν ασφαλισμένος στο Guardian Royal Exchange Pension Fund (στο εξής: ταμείο συντάξεως). Το ταμείο αυτό αποτελούσε τμήμα του « Pension Scheme » ( στο εξής: συνταξιοδοτικό σύστημα) που είχε καθιερώσει η Guardian για τους υπαλλήλους της. Πρόκειται για ένα «non contributory occupational pension scheme », δηλαδή για ένα ιδιωτικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα που χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τις εισφορές του εργοδότη. Το συνταξιοδοτικό σύστημα της Guardian αναγνωρίστηκε από την αρμόδια βρετανική αρχή ( « Occupational Pension Board») ως σύστημα «contracted out» (δηλαδή σύστημα συμβατικώς αποκλεισθέν του εκ του νόμου προβλεπομένου συστήματος), κατά την έννοια του τρίτου τμήματος του Social Security Pensions Act 1975. Κατόπιν αυτού, το σύστημα αυτό αντικαθιστά το τμήμα του εθνικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος που αφορά τα εισοδήματα ( 1 ).

4.

Η κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως για τους υπαλλήλους της Guardian που δεν υπάγονται σε ειδικό τμήμα του συνταξιοδοτικού καθεστώτος καθορίστηκε στο 65ο έτος για τους άνδρες και 60ό έτος για τις γυναίκες. Για τους ασφαλισμένους όμως στο ταμείο συντάξεως της Guardian που, όπως ο Barber, ήταν προηγουμένως ασφαλισμένοι στο ταμείο συντάξεως του ομίλου C & G, κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως καθορίστηκε το 62ο έτος για τους άνδρες και το 57ο έτος για τις γυναίκες. Το συνταξιοδοτικό σύστημα ορίζει εξάλλου ότι όλοι οι εργαζόμενοι που είναι ασφαλισμένοι στο ταμείο συντάξεως δικαιούνται άμεση συνταξιοδότηση όχι μόνον όταν έχουν συμπληρώσει την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως, αλλά και όταν « συνταξιοδοτούνται» από την Guardian οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια των 10 ετών που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία συμπληρώνουν αυτή την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως ( 2 ).

5.

Το εγχειρίδιο του προσωπικού που διανέμει η Guardian αναφέρει ότι ειδικές διατάξεις έχουν εφαρμογή σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας πριν από την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Το εγχειρίδιο αναφέρεται σχετικά σε ένα ιδιαίτερο έγγραφο με τον τίτλο « Guide to Severance Terms » ( στο εξής: οδηγός για τους όρους απολύσεως) που ορίζει ότι οι όροι απολύσεως που αναφέρει αποτελούν τμήμα της συμβάσεως εργασίας των μελών του τακτικού προσωπικού που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας.

Οι αναφερόμενοι ιδιαίτεροι όροι απολύσεως εφαρμόζονται σε όλα τα μέλη του προσωπικού, οι συμβάσεις εργασίας των οποίων λύθηκαν έπειτα από πρόωρη συνταξιοδότηση ( « early retirement » ) ή κατάργηση της θέσεως εργασίας ( « redundancy » ) και που δεν έχουν υπερβεί το 65ο έτος (για τους άνδρες) ή το 60ό έτος (για τις γυναίκες). Δύο κατηγορίες αυτών των ειδικών όρων ενδιαφέρουν την παρούσα υπόθεση: αυτές που αφορούν το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως ( « pension entitlement») (βλέπε κατωτέρω σημείο 6) και αυτές που αφορούν την αποζημίωση λόγω απολύσεως («terminal payment») (βλέπε κατωτέρω σημείο 7).

6.

Κατά τους όρους απολύσεως χορηγείται δικαίωμα άμεσης σύνταξης, που υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες του ταμείου συντάξεως, στους εργαζόμενους που είναι ασφαλισμένοι στο ταμείο συντάξεως και έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος ( για τους άνδρες ) ή το 50ό έτος (για τις γυναίκες) — δηλαδή στους εργαζομένους που απέχουν 10 έτη ή, στην περίπτωση των πρώην εργαζομένων του ομίλου C & G, 7 έτη από την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Σε περίπτωση απολύσεως, οι εργαζόμενοι αυτοί θεωρούνται από την Guardian ως « συνταξιοδοτηθέντες ». Επομένως, ο ήδη αναφερθείς (στο σημείο 4) κανόνας που χορηγεί στους υπαλλήλους το δικαίωμα άμεσης συνταξιοδότησης όταν « συνταξιοδοτούνται » οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια των 10 ετών που προηγούνται της συμπληρώσεως της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, υποχρεώνει το ταμείο συντάξεως να καταβάλει σύνταξη στους εν λόγω υπαλλήλους. Στους ασφαλισμένους του ταμείου συντάξεως που εργάστηκαν 10 έτη ή περισσότερο στην Guardian, δεν έχουν όμως συμπληρώσει το 55ο έτος (για τους άνδρες) και το 50ό έτος ( για τις γυναίκες ) χορηγείται, σύμφωνα με τους όρους απολύσεως, μόνο δικαίωμα ετεροχρονισμένης συντάξεως, που υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες του ταμείου συντάξεως. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η Guardian δεν θεωρεί τους εν λόγω απολυθέντες υπαλλήλους ως « συνταξιοδοτηθέντες», οπότε δεν μπορούν (δεν θα μπορούσαν) να επικαλεστούν τον προαναφερθέντα κανόνα, που αφορά τη συνταξιοδότηση σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια των 10 ετών που προηγούνται της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, για να επιτύχουν με τον τρόπο αυτό την άμεση συνταξιοδότηση τους από το ταμείο συντάξεως. Για τον λόγο αυτό, αυτοί οι απολυθέντες υπάλληλοι δεν λαμβάνουν στην πραγματικότητα συνταξιοδοτικές παροχές παρά μόνον όταν συμπληρώσουν την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

7.

Οι όροι απολύσεως προβλέπουν εξάλλου την καταβολή στους απολυθέντες εργαζομένους αποζημιώσεως το ύψος της οποίας διαφέρει αναλόγως του αν έχουν δικαίωμα άμεσης συνταξιοδότησης ή όχι. Όταν ο απολυθείς εργαζόμενος δικαιούται άμεσης συνταξιοδότησης λαμβάνει αποζημίωση λόγω απολύσεως ίση με τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως, προσαυξημένη κατά ποσοστό που κυμαίνεται ανάλογα με την αρχαιότητα του στην υπηρεσία. Όταν δεν δικαιούται άμεσης συνταξιοδότησης λαμβάνει, πέραν της νόμιμης αποζημίωσης λόγω απολύσεως, ποσό ίσο με τις αποδοχές τεσσάρων ή πέντε εβδομάδων — ανάλογα με την αρχαιότητα του στην υπηρεσία — για κάθε έτος υπηρεσίας στην επιχείρηση με ανώτατον όριο τις αποδοχές 104 εβδομάδων.

8.

Όπως ανέφερα ήδη, ο Barber απολύθηκε από την Guardian σε ηλικία 52 ετών. Δεν έτυχε άμεσης συνταξιοδότησης. Η Guardian του κατέβαλε καθαρή αποζημίωση λόγω απολύσεως 18597 λίρες στερλίνες (UKL), ποσό που περιλαμβάνει τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως ύψους 3060 UKL. Είχε εξάλλου δικαίωμα για ετεροχρονισμένη σύνταξη, καταβαλλόμενη με τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, δηλαδή με τη συμπλήρωση του 62ου έτους. Εάν ο Barber ήταν γυναίκα 52 ετών, θα εθεωρείτο από την Guardian ως « συνταξιοδοτηθείς » και επομένως θα είχε δικαίωμα άμεσης συνταξιοδότησης. Θα ελάμβανε όμως μικρότερη αποζημίωση λόγω απολύσεως.

9.

Ο Barber θεώρησε ότι απολύθηκε υπό συνθήκες που δημιουργούν δυσμενή διάκριση εις βάρος του. Προσέφυγε κατά της Guardian ενώπιον του Industrial Tribunal, επικαλούμενος παράβαση του Sex Discrimination Act του 1975 και του κοινοτικού δικαίου. Κατόπιν της απορρίψεως της προσφυγής του άσκησε έφεση κατά της Guardian ενώπιον του Employment Appeal Tribunal. Το τελευταίο παρατήρησε ότι ο Barber μπορούσε ίσως να ζητήσει άμεση συνταξιοδότηση από το διοικητικό συμβούλιο του ταμείου συντάξεως, διότι κατά τη στιγμή της απολύσεως του απείχε λιγότερο από 10 έτη από την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως ( βλέπε ανωτέρω σημείο 4 ) και διότι η περίπτωση του μπορούσε να εξομοιωθεί με αυτή του « συνταξιοδοτηθέντος » εργαζομένου, παρόλον ότι είχε απολυθεί. Εντούτοις, το Employment Appeal Tribunal έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να αποφανθεί επί του ερωτήματος αυτού εφόσον η ενώπιον του προσφυγή δεν στρεφόταν κατά του διοικητικού συμβουλίου του ταμείου συντάξεως.

Το Employment Appeal Tribunal έκρινε εξάλλου ότι η προσφυγή του Barber ήταν αβάσιμη, και αυτό για τους ακόλουθους λόγους: 1 ) ακόμη και αν υπήρχε δυσμενής διάκριση στη προκειμένη περίπτωση, η προσφυγή του Barber δεν μπορούσε να στηριχθεί στην απαγόρευση των διακρίσεων του Sex Discrimination Act 1975, διότι το άρθρο 6, παράγραφος 4, του νόμου αυτού αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως αυτής τις διατάξεις «τις σχετικές με τον θάνατο ή τη σύνταξη » ( « provision in relation to death or retirement»)· 2) στην υπόθεση Burton ( 3 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το ζήτημα αν ένα πρόσωπο δικαιούται παροχή καταβαλλόμενη στο πλαίσιο συνταξιοδοτικού καθεστώτος είναι ζήτημα που αφορά τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών και πρέπει να κριθεί όχι βάσει της αρχής της ισότητας των αμοιβών, αλλά βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως· 3) τέλος, όσον αφορά την οδηγία 76/207 περί της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, το Employment Appeal Tribunal έκρινε ότι η οδηγία αυτή δεν έχει άμεση εφαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο και εξάλλου δεν μπορεί να προσφέρει στοιχεία χρήσιμα για την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 4, του Sex Discrimination Act, διότι δεν μπορούσε να είναι γνωστό το αποτέλεσμα της αποφάσεως Burton σε συνδυασμό με την οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο προσφυγής που αφορά ιδιωτικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

10.

Ο Barber άσκησε αναίρεση κατ' αυτής της αποφάσεως του Employment Appeal Tribunal. Στο πλαίσιο της αναιρέσεως αυτής το Court of Appeal υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Όταν ορισμένοι υπάλληλοι απολύονται από τον εργοδότη τους υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υπόθεσης και λαμβάνουν γι' αυτόν τον λόγο ορισμένα οφέλη, αποτελούν τα οφέλη αυτά “αμοιβή” κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών (75/117/ΕΟΚ) ή εμπίπτουν στην οδηγία περί ίσης μεταχείρισης (76/207/ΕΟΚ) ή δεν εμπίπτουν σε κανένα από τα νομοθετήματα αυτά;

2)

Για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, ασκεί επιρροή το ότι ένα από τα εν λόγω οφέλη είναι η σύνταξη που καταβάλλεται στο πλαίσιο ιδιωτικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως μισθωτών που λειτουργεί υπό τη διαχείριση του εργοδότη (“σύνταξη από ιδιωτικό φορέα ” );

3)

Παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των αμοιβών του άρθρου 119 και της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως στην περίπτωσην όπου:

α)

ένας άνδρας και μία γυναίκα της ίδιας ηλικίας απολύονται υπό τις ίδιες συνθήκες και λόγω της απολύσεως αυτής η γυναίκα λαμβάνει αμέσως ιδιωτική σύνταξη ενώ στον άνδρα χορηγείτα μόνο ετεροχρονισμένη ιδιωτική σύνταξη· ή

β)

η συνολική αξία των παροχών που λαμβάνει η γυναίκα είναι μεγαλύτερη από τη συνολική αξία των πλεονεκτημάτων που λαμβάνει ο άνδρας;

4)

Έχουν το άρθρο 119 και η οδηγία περί ισότητας των αμοιβών άμεσο αποτέλεσμα υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως;

5)

Για την απάντηση στο τρίτο ερώτημα, ασκεί επιρροή το ότι το δικαίωμα της γυναίκας για άμεση συνταξιοδότηση, όπως προβλέπουν οι όροι απολύσεως, ισχύει μόνο αν η γυναίκα πληρούσε τις προϋποθέσεις για άμεση συνταξιοδότηση, κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως, κατά το ότι η Guardian την αντιμετώπισε ως συνταξιο-δοτηθείσα δεδομένου ότι απολύθηκε εντός περιόδου επτά ετών πριν συμπληρώσει την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως κατά το οικείο σύστημα; »

11.

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περισταστικά και η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι παρατηρήσεις των διαδίκων περιληπτικώς. Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθεται επίσης το κανονιστικό πλαίσιο που έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Είναι επομένως αρκετό να αναφέρω εδώ τις τέσσερις οδηγίες του Συμβουλίου τις οποίες επικαλέστηκαν οι διάδικοι με τις παρατηρήσεις τους:

την οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 1975 ( 4 )

την οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Φεβρουαρίου 1976 ( 5 )

την οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1978 ( 6

την οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1986 ( 7 ).

Το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα

12.

Με το πρώτο ερώτημα, το Court of Appeal ζητεί να μάθει αν όλα τα οφέλη, που λαμβάνουν οι απολυθέντες εργαζόμενοι κατ' εφαρμογήν όρων απολύσεως παρόμοιων με αυτούς που ισχύουν στην Guardian, πρέπει να θεωρηθούν ως « αμοιβή » κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας (75/117) ή εμπίπτουν στην οδηγία ( 76/207 ) ή σε άλλο κοινοτικό κανόνα. Το δεύτερο ερώτημα εφιστά απλώς την προσοχή στο γεγονός ότι το πρώτο ερώτημα αφορά συγκεκριμένα ονντφοδοηκές παροχές που χορηγούνται κατ' εφαρμογήν επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Για τον λόγο αυτό δεν θα εξετάσω αυτό το δεύτερο ερώτημα χωριστά.

Το πρώτο ερώτημα δεν αφορά το αν μια συγκεκριμένη διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο. Το ζήτημα αυτό θίγεται μόνο στο τρίτο ερώτημα. Το πρώτο ερώτημα αφορά αποκλειστικά τον χαρακτηρισμό κατά το κοινοτικό δίκαιο των δύο παροχών που προβλέπουν οι όροι απολύσεως: 1 ) της καταβολής αποζημιώσεως λόγω απολύσεως σε όλους τους απολυθέντες εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένης της κατωτάτης αποζημιώσεως που προβλέπει ο νόμος σε περίπτωση απολύσεως· 2) της (άμεσης) καταβολής συντάξεως στους απολυθέντες εργαζόμενους που έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος ( για τους άνδρες ) ή το 50ό έτος ( για τις γυναίκες ).

Στις επόμενες παραγράφους θα εξετάσω σε ποιο μέτρο τα δύο αυτά είδη παροχών υπάγονται στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ. Δεν θα εξετάσομε χωριστά την οδηγία (75/117), εφόσον το υποβληθέν ερώτημα αφορά την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119 και όχι τη συγκεκριμένη εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών την οποία αφορά η οδηγία ( 75/117 ) ( 8 ).

Η αποζημίωση λόγω απολύσεως

13.

Κατά το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ άλλα οφέλη, πλην του κανονικού μισθού ή των αποδοχών, θεωρούνται ως «αμοιβή» όταν παρέχονται άμεσα ή έμμεσα σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας. Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας VerLoren van Themaat στις προτάσεις που ανέπτυξε επί της υποθέσεως Burton ( 9 ), η έκφραση «λόγω της σχέσεως εργασίας» προϋποθέτει αδιάρρηκτο αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αμοιβής και της σχέσεως εργασίας.

14.

Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι το τμήμα της αποζημιώσεως λόγω απολύσεως που καταβλήθηκε από την Guardian και υπερβαίνει την κατώτατη νόμιμη αποζημίωση πρέπει να θεωρηθεί ως « αμοιβή » κατά την έννοια του άρθρου 119. Συμφωνώ με την άποψη αυτή για τους ακόλουθους λόγους.

Ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αποζημιώσεως λόγω απολύσεως και της σχέσεως εργασίας προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι το ποσό της αποζημιώσεως αυτής εξαρτάται από την αρχαιότητα στην υπηρεσία του απολυθέντος εργαζομένου. Ο σύνδεσμος αυτός δεν αίρεται από το γεγονός ότι η αποζημίωση καταβάλλεται αφού λήξει η σχέση εργασίας. Αποτελεί πάγια νομολογία, κατόπιν της αποφάσεως επί της υποθέσεως Garland ( 10 ) που αφορούσε διευκολύνσεις στις συγκοινωνίες παρεχόμενες στους άρρενες εργαζομένους μετά τη συνταξιοδότηση τους, ότι τα οφέλη που χορηγούνται μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας μπορούν να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119. Στην απόφαση Worringham ( 11 ), επιβεβαιώνεται εξάλλου — αν όχι ρητώς, τουλάχιστον σιωπηρώς — η διαπίστωση ότι οι αποζημιώσεις λόγω απολύσεως αποτελούν « αμοιβή » κατά την έννοια του άρθρου 119. 'Ετσι στη σκέψη 15 της αποφάσεως αυτής το Δικαστήριο αναφέρει ότι:

«ποσά ..., τα οποία περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του ακαθάριστου μισθού που οφείλεται στον εργαζόμενο και τα οποία προσδιορίζουν αμέσως τον προσδιορισμό άλλων οφελών, συνδεομένων με τον μισθό, όπως οι αποζημιωθείς που καταβάλλονται ovo προσωπικό πον καθίσταται υπεράριθμο..., αποτελούν μέρος της αμοιβής του εργαζομένου, κατά την έννοια του άρθρου 119, παράγραφος 2, της Συνθήκης, ακόμη και όταν αφαιρούνται αμέσως από τον εργοδότη για να καταβληθούν, επ' ονόματι του εργαζομένου, σε ταμείο συντάξεως» (η υπογράμμιση δική μου).

Το χωρίο αυτό έχει νομίζω την έννοια ότι, όταν ο εργοδότης καταβάλλει αμέσως κάποια ποσά στους εργαζομένους που απολύθηκαν στο πλαίσιο του κοινωνικού προγράμματος απελευθερώσεως θέσεων εργασίας, το Δικαστήριο θεωρεί κατά μείζονα λόγο τα ποσά αυτά ως « αμοιβή » ( 12 ).

15.

Ισχύει το συμπέρασμα αυτό και όταν πρόκειται για το τμήμα της αποζημιώσεως λόγω απολύσεως που αντιστοιχεί στην κατώτατη νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως; Κατά την αγόρευση του στην προφορική συζήτηση ο εκπρόσωπος του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσε ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν εφαρμόζεται στο προαναφερθέν τμήμα της αποζημιώσεως λόγω απολύσεως. Το τμήμα αυτό αποτελεί όφελος που έχει χαρακτήρα παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως. Σύμφωνα με την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Defrenne I ( 13 ), αυτό το καθοριζόμενο από τον νόμο τμήμα της αποζημιώσεως λόγω απολύσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμοιβή καταβαλλόμενη από τον εργοδότη.

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την άποψη αυτή. Μια αμοιβή δεν παύει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 για τον μόνο λόγο ότι επιβάλλεται από τον νόμο. Με την απόφαση Defrenne Π ( 14 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε στο σημείο 1 του διατακτικού ότι μπορεί να γίνεται επίκληση του άρθρου 119 ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων « ιδίως σε περίπτωση διακρίσεων που πηγάζουν άμεσα από νομοθετικές διατάξεις». Το γεγονός ότι ο δικαιολογητικός λόγος της επιβολής της υποχρεώσεως αποζημιώσεως που υπέχει ο εργοδότης αναγόταν στην κοινωνική ασφάλιση δεν είναι, νομίζω, ούτε και αυτό αρκετό για να αποκλειστεί η κατώτατη αποζημίωση από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις νομοθετικές διατάξεις που αφορούν τον κατώτατο μισθό. Είναι όμως, νομίζω, προφανές ότι ο μισθός που καταβάλλει ο εργοδότης υπάγεται στο σύνολο του στο άρθρο 119, ακόμη και αν, εν όλω ή εν μέρει, συνδέεται με νομοθετικές διατάξεις που αφορούν τον κατώτατο μισθό.

Όπως ανέφερα προηγουμένως, καθοριστικό είναι το αν υπάρχει αδιάρρηκτος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παροχής και της σχέσεως εργασίας: ο σύνδεσμος αυτός υπάρχει από τη στιγμή που ο εργοδότης καταβάλλει με δικά του έξοδα αποζημίωση στους εργαζομένους που χρησιμοποιεί ή χρησιμοποίησε, και αυτό λόγω της εργασίας που παρείχαν και επομένως « λόγω της σχέσεως εργασίας », ακόμη και αν η χορήγηση της αποζημιώσεως αυτής οφείλεται σε νομοθετικές διατάξεις, ο δικαιολογητικός λόγος των οποίων ανάγεται στην κοινωνική ασφάλιση.

16.

Τέλος, θεωρώ ότι η αποζημίωση λόγω απολύσεως, συμπεριλαμβανομένης της κατωτάτης νόμιμης αποζημιώσεως, που καταβάλλεται βάσει επαγγελματικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος από τον εργοδότη στους εργαζομένους τους οποίους απολύει, συνιστά « αμοιβή » κατά την έννοια του άρθρου 119, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ.

Οι ουνταξιοδονικές παροχές

17.

Προτού χαρακτηρίσω, υπό το πρίσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, τις συνταξιοδοτικές παροχές όπως εμφανίζονται στη διαφορά της κυρίας δίκης, είναι νομίζω χρήσιμο να διευκρινίσω τα χαρακτηριστικά του συνταξιοδοτικού καθεστώτος της Guardian.

Όπως ανέφερα ήδη προηγουμένως πρόκειται για ένα επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα που αναγνωρίστηκε από την αρμόδια αρχή ως σύστημα « contracted out » . Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να ασχοληθεί με ένα τέτοιο συνταξιοδοτικό σύστημα « contracted out » στο πλαίσιο δύο προηγουμένων υποθέσεων, συγκεκριμένα των υποθέσεων Worringham και Newstead ( 15 ). Στην απόφαση που εξέδωσε επί της υποθέσεως Newstead ( σκέψη 3 ), το Δικαστήριο περιέγραψε το σύστημα αυτό ως εξής:

« Το σύστημα αυτό υποκαθιστά, σύμφωνα με τη σχετική ισχύουσα νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, το εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα ως προς το τμήμα των παροχών αυτών του οποίου το ύψος συναρτάται προς το ύψος του μισθού που εισπράττει κάθε υπάλληλος. Οι υπαγόμενοι σε ένα τέτοιο σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζεται “συμβατικώς αποκλεισθέν ” σύστημα (“ contracted out ” ) καταβάλλουν στο εθνικό σύστημα μόνο μειωμένες εισφορές, αντιστοιχούσες στη βασική σύνταξη με πάγιο συντελεστή, την οποία το εθνικό σύστημα προβλέπει για όλους τους εργαζομένους, ανεξάρτητα από τον μισθό τους. Υποχρεούνται, παράλληλα, να εισφέρουν στο επαγγελματικό σύστημα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που αυτό προβλέπει ».

Το συνταξιοδοτικό σύστημα της Guardian στοιχεί προς την περιγραφή αυτή, εκτός από ένα σημείο: το συνταξιοδοτικό σύστημα της Guardian είναι σύστημα « μη βασιζόμενο στην καταβολή εισφορών », δηλαδή σύστημα στο οποίο οι εργαζόμενοι δεν οφείλουν εισφορές.

Το συνταξιοδοτικό σύστημα της Guardian χαρακτηρίζεται εξάλλου από την ύπαρξη ενός ναμείον συντάξεως. Στις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση Worringham, ο γενικός εισαγγελέας Warner εξέθεσε λεπτομερώς τη λειτουργία ενός τέτοιου ταμείου συντάξεως ( 16 ). Το ταμείο διοικείται από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ( trustees ). Εκτός από ένα ή περισσότερους εκπροσώπους του εργοδότη, στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανήκουν κατά γενικό κανόνα ένας ή περισσότεροι εκπρόσωποι της ενώσεως του προσωπικού και/ή του συνδικαλιστικού οργάνου. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι πρόσωπα εμπιστοσύνης υποχρεωμένα να ασκούν τα καθήκοντα τους διατηρώντας την ανεξαρτησία τους έναντι του εργοδότη και των εργαζομένων. Ο εργοδότης καταβάλλει στο ταμείο συντάξεως εισφορές που υπολογίζονται από ειδικευμένο στατιστικολόγο βάσει των υφισταμένων και μελλοντικών υποχρεώσεων του ταμείου.

Οι εισφορές δεν αφορούν κάθε ασφαλισμένο χωριστά. Το διοικητικό συμβούλιο καταβάλλει τις παροχές απο τους πόρους του ταμείου συμφωνά με τους κανόνες που το διέπουν.

Για να εξεταστεί αν οι συντάξεις που καταβάλλονται βάσει ενός τέτοιου συστήματος σε περίπτωση απολύσεως υπάγονται στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των υποθέσεων Defrenne Ι, Bilka ( 17 ) και Newstead.

18.

Στην υπόθεση Defrenne Ι το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν η σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου υπηρεσίας που καθιερώνεται στο πλαίσιο εκ του νόμου προβλεπομένου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, αποτελεί όφελος κατά την έννοια του άρθρου 119. Έδωσε αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό, δικαιολογώντας την στις σκέψεις 7 έως 9 ως εξής:

«7

παρόλον ότι οφέλη συμμετέχοντα της φύσεως παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν είναι, συνεπώς, καταρχήν, ξένα προς την έννοια της αμοιβής, δεν είναι δυνατό ωστόσο να περιληφθούν σ' αυτή την έννοια, όπως ορίζεται στο άρθρο 119, τα συστήματα ή παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, ιδίως οι συντάξεις λόγω αποχωρήσεως (λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας ), που ρυθμίζονται απευθείας από τον. νόμο αποκλείοντας κάθε στοιχείο διαβουλεύσεως στους κόλπους της επιχείρησης του ενδιαφερόμενου επαγγελματικού κλάδου, και που έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων

8

πράγματι, τα εν λόγω συστήματα διασφαλίζουν στους εργαζόμενους το ευεργέτημα νομίμου ( εκ του νόμου ) συστήματος στη χρηματοδότηση του οποίου συμβάλλουν εργαζόμενοι, εργοδότες και ενδεχομένως οι δημόσιες αρχές κατά ένα μέτρο που τελεί σε συνάρτηση λιγότερο με τη σχέση εργασίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου παρά με λόγους κοινωνικής πολιτικής·

9

Συνεπώς, η μερίδα συμμετοχής των εργοδοτών στη χρηματοδότηση παρόμοιων συστημάτων δεν συνιστά άμεση ή έμμεση καταβολή προς τον εργαζόμενο. »

Με την απάντηση αυτή το Δικαστήριο δήλωσε ότι οι συνταξιοδοτικές εισφορές που καταβάλλει ένας εργοδότης κατ' εφαρμογήν eie νου νόμου προβλεπομένου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως οεν υπάγονται στο άρθρο 119, διότι οι εισφορές αυτές δεν αποτελούν μάλλον συνάρτηση της σχέσεως εργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου παρά ανάγονται στην κοινωνική ασφάλιση.

19.

Το ερώτημα που ανέκυψε κατόπιν αυτής της αποφάσεως ήταν αν μπορεί να συναχθεί από αυτή a contrario ότι οι καταβολές στις οποίες προβαίνει άμεσα ή έμμεσα ο εργοδότης κατ' εφαρμογήν επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος συμβατικής προελεύσεως εμπίπτουν, αντίθετα, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού.

Στην απόφαση που εξέδωσε επί της υποθέσεως Bilka, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι πράγματι ήταν δυνατός ο συλλογισμός a contrario. Στην υπόθεση αυτή επρόκειτο για επικουρική σύνταξη επιχειρήσεως η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας, είχε καθιερωθεί με συλλογική σύμβαση και εχρη-ματοδοτείτο αποκλειστικά από τον εργοδότη. Οι εργαζόμενοι με πλήρες ωράριο είχαν δικαίωμα τέτοιας συντάξεως, ενώ οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο — γυναίκες κατά πλειοψηφία — δεν είχαν το δικαίωμα αυτό. Αφού διαπίστωσε ότι το αμφισβητούμενο συνταξιοδοτικό σύστημα πηγάζει από συμφωνία η οποία συνήφθη μεταξύ του εργοδότη και του συμβουλίου της επιχειρήσεως και ότι επιπλέον αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των συμβάσεων εργασίας που συνάπτονται με τους εργαζομένους, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι παροχές που καταβάλλονται στους εργαζομένους κατ' εφαρμογήν του συστήματος αυτού εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 ( βλέπε τις σκέψεις 20 έως 22 ).

Νομίζω ότι η απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Bilka έχει την έννοια ότι οι συντάξεις που χορηγούνται σύμφωνα με τον συμβατικής προελεύσεως κανονισμό της επιχειρήσεως και χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τον εργοδότη πρέπει να θεωρηθούν ως αμοιβή — έστω και αν παρουσιάζουν ομοιότητες με τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως — διότι ( κατά γενικό κανόνα ) καθιερώθηκαν έπειτα από εσωτερικές διαβουλεύσεις στους κόλπους της οικείας επιχειρήσεως υπέρ ορισμένης κατηγορίας εργαζομένων, δηλαδή αυτών που εργάζονται στη συγκεκριμένη επιχείρηση, και επομένως οι συντάξεις αυτές συνδέονται με τη σχέση εργασίας μεταξύ συγκεκριμένου εργοδότη και των εργαζομένων σ' αυτόν.

20.

Οι αποφάσεις Defrenne Ι και Bilka οριοθέτησαν σαφώς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά συστήματα που στηρίζονται αποκλειστικώς στον νόμο και τα συνταξιοδοτικά συστήματα που στηρίζοναι αποκλειστικώς σε σύμβαση. Τι ισχύει όμως για τα καλούμενα « contracted out » συστήματα;

Στις προτάσεις που ανέπτυξε επί της υποθέσεως Worringham ( 18 ), ο γενικός εισαγγελέας Warner παρατήρησε ότι το σύστημα « contracted out » είναι ένα ιδιωτικό σύστημα συνταξιοδοτήσεως που έχει ως προορισμό όχι να συμπληρώνει το εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως αλλά να το υποκαθιστά εν όλω ή εν μέρει. Για τον λόγο αυτό, ο γενικός εισαγγελέας έκρινε ότι ένα τέτοιο σύστημα εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119. Εντούτοις στην απόφαση που εξέδωσε επί της υποθέσεως αυτής το Δικαστήριο ακολούθησε, για το πρόβλημα ερμηνείας που του υποβλήθηκε, διαφορετική προσέγγιση απ' αυτή του γενικού εισαγγελέα, οπότε δεν χρειάστηκε να αποφανθεί για το αποτέλεσμα αυτής της σχέσεως μεταξύ του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος και του εκ του νόμου συνταξιοδοτικού συστήματος.

Το ζήτημα αυτό τέθηκε εκ νέου στην υπόθεση Newstead. Όπως και ο Barber, ο Newstead ήταν ασφαλισμένος σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα που είχε αναγνωριστεί ως σύστημα « contracted out ». Σύμφωνα με τους όρους αναγνωρίσεως που είχαν τεθεί από τον Social Security Pensions Act 1975, το σύστημα αυτό προέβλεπε τη χορήγηση συντάξεως για τις χήρες (αλλά όχι συντάξεως για τους χήρους) σε περίπτωση θανάτου εγγάμου άρρενος εργαζομένου. Αυτές οι συντάξεις για τις χήρες καταβάλλονταν από πόρους που προέρχονταν από τις εισφορές των αρρένων εργαζομένων. Ο εργοδότης παρακρατούσε τις εισφορές αυτές από τον ακαθάριστο μισθό. Δεδομένου ότι οι εργαζόμενες δεν όφειλαν να καταβάλλουν εισφορές στο ταμείο, ελάμβαναν υψηλότερο καθαρό μισθό απ' ό,τι οι άρρενες εργαζόμενοι.

Σημαντικές για την υπόθεση που μας απασχολεί σήμερα θεωρώ τις σκέψεις 14 και 15:

«14

Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι το στοιχείο στο οποίο οφείλεται η επίμαχη ανισότητα δεν συνιστά ούτε παροχή καταβαλλόμενη στους εργαζομένους, ούτε εισφορά που καταβάλίει ο ίδιος ο εργοδότης για λογαριασμό του υπαλλήλου σε συνταξιοδοτικό σύστημα, οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως “ οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα στον εργαζόμενο ” κατά την έννοια του άρθρου 119.

15

Η επίμαχη ανισότητα προκύπτει, αντιθέτως, από την κράτηση εισφοράς σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Το σύστημα αυτό περιέχει ορισμένες διατάξεις ευνοϊκότερες απ' ό,τι το γενικής ισχύος σύστημα που προβλέπεται από τον νόμο, το οποίο και υποκαθιστά. Επομένως, μια τέτοια εισφορά πρέπει, όπως ακριβώς και μια εισφορά σε εκ του νό μου προβλεπόμενο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, να θεωρείται ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 118 και όχι στο του άρθρου 119 της Συνθήκης. »

21.

Η βρετανική κυβέρνηση θεωρεί ότι η απόφαση Newstead επιβεβαιώνει την άποψη της, σύμφωνα με την οποία τα συστήματα « contracted out » όπως αυτό της Guardian εκφεύ-γουν του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΕΟΚ, διότι υποκαθιστούν το σύστημα που προβλέπεται από νόμο. Θεωρώ ότι το συμπέρασμα αυτό είναι πολύ γενικό.

Κατά την ανάγνωση της αποφάσεως Newstead, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο ακαθάριστος μισθός που κατέβαλλε ο εργοδότης στους άνδρες και στις γυναίκες ήταν ίσος. Δεν υπήρχε επομένως διάκριση όσον αφορά τις ( ακαθάριστες ) αποδοχές. Η διαφορά που διαπιστώθηκε αφορούσε τον καθαρό μισθό και οφειλόταν αποκλειστικά στο συνταξιοδοτικό σύστημα για τις χήρες που επέβαλε η βρετανική νομοθεαία στο πλαίσιο των όρων αναγνωρίσεως των συστημάτων «contracted out», βάσει του οποίου ο εργοδότης έπρεπε να παρακρατά εισφορά για το σύστημα αυτό από τον μισθό που κατέβαλλε στους άρρενες εργαζομένους. Η απόφαση του Δικαστηρίου αφορούσε αυτές τις ειδικές διατάξεις για τις χήρες που επέβαλε η νομοθεσία και ακολούθησε το πνεύμα της αποφάσεως που εκδόθηκε επί της υποθέσεως Defrenne Ι, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα που προβλέπεται επίσης από τον νόμο εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119.

Το να αποκλειστεί επίσης από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 το σύστημα της προκειμένης υποθέσεως λόγω αναλογίας προς την απόφαση Defrenne Ι, όπως προτείνει η βρετανική κυβέρνηση, αποτελεί, νομίζω, υπερβολική γενίκευση της αποφάσεως Newstead. Η κατάσταση, αντίθετα, την οποία αντιμετωπίζουμε στην προκειμένη περίπτωση μοιάζει με εκείνη επί της οποίας αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην υπόθεση Bilka. Το δικαίωμα άμεσης συνταξιοδότησης σε περίπτωση απολύσεως, για το οποίο πρόκειται στην παρούσα υπόθεση, osv πηγάζει από νομοθετική διάταξη που θα καθιστούσε το προαναφερθέν δικαίωμα υποχρεωτικό, για να εξασφαλιστεί ο παραλληλισμός με ανάλογη διάταξη που προβλέπει το εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως υπέρ των απολυθέντων εργαζομένων γενικά. Πράγματι, το δικαίωμα αυτό στηρίζεται στην προκειμένη περίπτωση στους όρους απολύσεως της Guardian που είναι καθαρά συμβατικής φύσεως, όπως συνέβαινε στην υπόθεση Bilka. Επιπλέον εδώ δεν πρόκειται, όπως στην υπόθεση Newstead, για σύστημα χρηματοδοτούμενο από εισφορές που παρακρατούνται από τον μισθό των εργαζομένων, αλλά, όπως στην υπόθεση Bilka, για σύστημα που χρηματοδοτείται από εισφορές που καταβάλλει από δικούς του πόρους ο εργοδότης ως συμπληρωματικά οφέλη που χορηγούνται στους εργαζομένους επιχειρήσεως διά του συνταξιοδοτικού συστήματος. Για τον λόγο αυτό, το συνταξιοδοτικό σύστημα που εφαρμόζει η Guardian στους απολυθέντες εργαζομένους της υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, όπως ακριβώς και η αποζημίωση λόγω απολύσεως με την οποία συνδέεται στενά στην προκειμένη περίπτωση και την οποία μπορεί εν μέρει να υποκαταστήσει.

22.

Επισήμανα προηγουμένως (στο σημείο 17 ) ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα της Guardian παρουσιάζει δύο χαρακτηριστικά: αφενός, χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από εισφορές εργοδότη και, αφετέρου, οι εισφορές καταβάλλονται σε ταμείο συντάξεως από το διοικητικό συμβούλιο που εξασφαλίζει την καταβολή των συντάξεων.

Νομίζω ότι κανένα από αυτά τα δύο χαρακτηριστικά δεν μεταβάλλει την άποψη που μόλις δέχθηκα. Το πρώτο χαρακτηριστικό επιβεβαιώνει την άποψη αυτή διότι το εν λόγω σύστημα πλησιάζει έτσι την απόφαση Bilka (που αφορούσε επίσης σύνταξη χρηματοδοτούμενη αποκλειστικώς από τον εργοδότη ).

Το δεύτερο χαρακτηριστικό εξάλλου ουδόλως εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 119. Πράγματι, αυτό το άρθρο της Συνθήκης αφορά κάθε όφελος που ο εργοδότης καταβάλλει άμεσα ή έμμεσα στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας του τελευταίου. Είναι σαφές ότι οι εισφορές που καταβάλλει ο εργοδότης στο διοικητικό συμβούλιο του ταμείου συντάξεως προορίζονται για τους εργαζομένους, τα συμφέροντα των οποίων πρέπει να υπερασπίζονται τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Επομένως, τα ποσά που καταβάλλει ο εργοδότης στο διοικητικό συμβούλιο και που αυτό καταβάλλει στους εργαζομένους πρέπει να θεωρηθούν ως οφέλη που καταβάλλονται έμμεσα στους εργαζομένους. Νομίζω εξάλλου ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την άποψη αυτή στην απόφαση που εξέδωσε επί της υποθέσεως Worringham.

23.

Τέλος, θεωρώ ότι οι συντάξεις που καταβάλλονται στους απολυθέντες εργαζομένους διά του διοικητικού συμβουλίου ενός ταμείου συντάξεως που χρηματοδοτείται από εισφορές των εργοδοτών βάσει επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος που έχει αναγνωριστεί ως σύστημα « contracted out » αποτελούν « αμοιβή » κατά την έννοια του άρθρου 119, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ.

Ενδιάμεσο ερώτημα

24.

Στις παρατηρήσεις της η Επιτροπή υποστήριξε ότι, με την απόφαση που εξέδωσε επί της υποθέσεως Bilka, το Δικαστήριο ήρε τη διάκρίση που είχε κάνει προηγουμένως στην απόφαση Burton μεταξύ του « ύψους » της μισθολογικής παροχής ( αμοιβής αναφερόμενης στο άρθρο 119 ) και των « όρων χορηγήσεως » της παροχής αυτής ( όρου εργασίας που δεν εμπίπτει στο άρθρο 119 αλλά στα άρθρα 117 και 118 ). Αν αυτό δεν συνέβη, πάντως η διάκριση αυτή δεν μπορούσε πλέον να γίνει παρά μόνο στην περίπτωση εθελουσίας εξόδου, διότι σε περίπτωση απολύσεως δεν τίθεται πρόβλημα « όρων χορηγήσεως » της αποζημιώσεως λόγω απολύσεως.

Πριν απαντήσω στα ερωτήματα του Court of Appeal σχετικά με το αν το απαιτούμενο σύστημα δημιουργεί διακρίσεις, θα εξετάσω αν ευσταθούν αυτοί οι ισχυρισμοί της Επιτροπής. Αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή έχει δίκαιο και ότι οι όροι χορηγήσεως του μισθού (συμπεριλαμβανομένων των όρων χορηγήσεως αποζημιώσεως ή συντάξεως σε περίπτωση απολύσεως) εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, τότε στο τρίτο και στο πέμπτο ερώτημα, καθώς και στο τέταρτο ερώτημα θα πρέπει να δοθεί απάντηση, όπως επισήμανε το εθνικό δικαστήριο στα ερωτήματα που υπέβαλε, υπό το πρίσμα του άρθρου 119. Στην αντίθετη περίπτωση, στα ερωτήματα θα πρέπει να δοθεί απάντηση υπό το πρίσμα των οδηγιών που αφορούν την ίση μεταχείριση, οι οποίες έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή.

25.

Είναι νομίζω χρήσιμο να υπενθυμιστούν συνοπτικά τα πραγματικά περιστασιακά της υποθέσεως Burton. Ο Burton βρισκόταν στην υπηρεσία του British Railways Board ( BR ), που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Στο πλαίσιο εσωτερικής αναδιοργανώσεως το BR προσέφερε σε ορισμένα μέλη του προσωπικού του τη δυνατότητα εθελουσίας εξόδου από την επιχείρηση υπό προϋποθέσεις που καθορίστηκαν με συλλογική σύμβαση εργασίας που συνήφθη μεταξύ της διευθύνσεως και των αναγνωρισμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η συλλογική αυτή σύμβαση προέβλεπε ότι μόνο τα μέλη του προσωπικού που είχαν συμπληρώσει το 60ό έτος ( για τους άνδρες ) ή το 55ο έτος ( για τις γυναίκες ) μπορούσαν να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής. Σε περίπτωση εθελουσίας εξόδου τα μέλη του προσωπικού θα ελάμβαναν πρόωρη σύνταξη και επιπλέον αποζημίωση λόγω αποχωρήσεως καταβαλλόμενη τοις μετρητοίς. Ο Burton που ήταν 58 ετών ζήτησε να αποχωρήσει από την επιχείρηση και να επωφεληθεί από τους όρους αυτούς. Η αίτηση του απορρίφθηκε από το BR, διότι δεν είχε συμπληρώσει το κατώτατο όριο ηλικίας που απαιτείται για τους άρρενες εργαζομένους.

Στη σκέψη 8 το Δικαστήριο αποφάνθηκε:

« Κατά συνέπεια το περί ερμηνείας ερώτημα που υπεβλήθη στο Δικαστήριο δεν αφορά την αποζημίωση αυτή καθαυτήν, αλλά το αν οι όροι υπαγωγής στο σύστημα εθελουσίας εξόδου συνιστούν διάκριση. Το θέμα αυτό διέπεται από τις διατάξεις της οδηγίας 76/207, η οποία ανεφέρθη από το εθνικό δικαστήριο, και όχι από το άρθρο 119 της Συνθήκης ή την οδηγία 75/117.»

26.

Η σκέψη αυτή της αποφάσεως έχει την έννοια ότι, όσον αφορά την « αποζημίωση αυτή καθαυτήν », εφαρμόζεται το άρθρο 119. Αντίθετα, όσον αφορά τους « όρους υπαγωγής» στο σύστημα εθελουσίας εξόδου δεν εφαρμόζεται το άρθρο 119, αλλά η οδηγία 76/207, ακόμη και όταν οι όροι αυτοί έχουν ( βλέπε κατωτέρω ) οικονομικές συνέπειες για τον εργαζόμενο. Το Δικαστήριο δεν διευκρίνισε όμως την έννοια της « αποζημιώσεως » ούτε την έννοια των « όρων υπαγωγής » σε συγκεκριμένο σύστημα.

Στην υπόθεση Burton το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί ενός συγκεκριμένου όρου υπαγωγής, δηλαδή επί της προϋποθέσεως της ηλικίας, διαφορετικής ανάλογα με το φύλο, που απαιτείται να έχει συμπληρωθεί για να γεννηθεί δικαίωμα επί των πλεονεκτημάτων που προβλέπει το κοινωνικό σχέδιο ελευθερώσεως των θέσεων εργασίας σε περίπτωση λήξεως της σχέσεως εργασίας με εθελουσία έξοδο. Η απόφαση του Δικαστηρίου που υπήγαγε αυτή την προϋπόθέση ηλικίας στην υπόθεση 76/207, και όχι στο άρθρο 119, αποτελεί συνέχεια της αποφάσεως Defrenne III ( 19 ), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε, σχετικά με ρήτρα βάσει της οποίας η σύμβαση εργασίας αεροσυνοδού λύεται όταν η ενδιαφερόμενη συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος, ότι:

« ειδικότερα, το γεγονός ότι ο προσδιορισμός ορισμένων όρων εργασίας — όπως ο καθορισμός ιδιαίτερου ορίου ηλικίας — μπορεί να έχει χρηματικές συνέπειες, δεν αποτελεί επαρκή λόγο ώστε να εφαρμόζεται στους όρους αυτούς το άρθρο 119, το οποίο στηρίζεται στη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ της φύσεως της παρεχόμενης εργασίας και του ύψους του μισθού » (σκέψη 21 ).

Εκτός από την απόφαση Burton, το Δικαστήριο έκρινε ακόμη με τρεις μεταγενέστερες' αποφάσεις (Roberts ( 20 ), Marshall ( 21 ) και Beets-Proper ( 22 )) ότι το όριο ηλικίας που εφαρμόζεται στη λήξη μιας σχέσεως εργασίας αποτελεί όρο εργασίας και ειδικότερα όρο απολύσεως, η νομιμότητα του οποίου πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της οδηγίας 76/207.

27.

Στην υπόθεση Bilka το Δικαστήριο δεν είχε να εξετάσει όριο ηλικίας κυμαινόμενο ανάλογα με το φύλο, αλλά, όπως ανέφερα προηγουμένως (στο σημείο 19), προϋπόθεση χορηγήσεως επικουρικής συντάξεως επιχειρήσεως που θεσπίστηκε με συλλογική σύμβαση. Βάσει της προϋποθέσεως αυτής, μόνον οι εργαζόμενοι με πλήρες ωράριο μπορούσαν να λάβουν τη σύνταξη αυτή. Στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής το Δικαστήριο έκρινε ότι οι παροχές που καταβάλλονται κατ' εφαρμογήν του συστήματος αυτού εμπίπτουν στο άρθρο 119 και ότι είναι δυνατόν να πρόκειται για διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο αυτό, διότι το σύστημα αποκλείει τελείως γυναίκες εργαζόμενες με μειωμένο ωράριο ( 23 ).

Το ερώτημα που τίθεται είναι επομένως αν η απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Bilka συμβιβάζεται με αυτή που είχε προηγουμένως εκδώσει στην υπόθεση Burton και, σε αρνητική περίπτωση, αν και σε ποιο μέτρο η απόφαση Bilka αναθεώρησε τη νομολογία που δημιούργησε η απόφαση Burton.

28.

Πράγματι, εκ πρώτης όψεως, τίθεται το πρόβλημα του συμβιβαστού. Δεν βλέπω αλήθεια για ποιο λόγο η προϋπόθεση της ηλικίας, από την οποία εξαρτάται η χορήγηση συνταξιοδοτικού πλεονεκτήματος να μη μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, ενώ η προϋπόθεση που αφορά την εργασία με πλήρες ωράριο, από την οποία εξαρτάται η χορήγηση συνταξιοδοτικού πλεονεκτήματος, εμπίπτει στο άρθρο αυτό. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση πρόκειται για προϋπόθεση αναγόμενη στους« όρους υπαγωγής » σε συνταξιοδοτικό σύστημα ( 24 ). Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να διακρίνονται από τις υπό στενή έννοια μισθολογικές προϋποθέσεις που διέπουν, για παράδειγμα, το ύψος, τα συστα-στικά στοιχεία και τον τρόπο υπολογισμού του μισθού ή, εν προκειμένω, της συντάξεως, δηλαδή τις προϋποθέσεις που διέπουν τις ίδιες τις « παροχές ».

Οι όροι που διέπουν την υπαγωγή σε μισθολογικά πλεονεκτήματα (ή πλεονεκτήματα που παρέχονται σε περίπτωση απολύσεως ) επηρεάζουν χωρίς αμφιβολία τις « παροχές » υπό την έννοια ότι απ' αυτούς εξαρτάται η ύπαρξη ή ο χρόνος γενέσεως του δικαιώματος επί της παροχής. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία του Δικαστηρίου στην απόφαση Defrenne III αυτό « δεν αποτελεί επαρκή λόγο ώστε να εφαρμόζεται στους όρους αυτούς το άρθρο 119, το οποίο στηρίζεται στη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ της φύσεως της παρεχόμενης εργασίας και του ύψους του μισθού » ( σκέψη 21 που αναφέρθηκε ήδη στο σημείο 26). Φαίνεται ότι η απόφαση Burton είναι σύμφωνη προς τη νομολογία αυτή, ενώ η απόφαση Bilka αποτελεί απόκλιση από αυτή.

29.

Για να αντιμετωπιστεί αυτό το « αδιέξοδο », υπάρχουν τρεις λύσεις. Θέλω όμως προκαταρκτικά να παρατηρήσω ότι ο λόγος για τον οποίο ανακύπτουν τόσο συχνά προβλήματα οριοθετήσεως μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119 και του πεδίου εφαρμογής των οδηγιών που αφορούν την ίση μεταχείριση ( αν γίνει δεκτό ότι τα δύο αυτά πεδία εφαρμογής τέμνονται) είναι φυσικά το γεγονός ότι η νομολογία του Δικαστηρίου αναγνωρίζει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στο άρθρο 119 άμεσο αποτέλεσμα μεταξύ των ιδιωτών, δεν αναγνωρίζει όμως το ίδιο αποτέλεσμα στις προαναφερθείσες οδηγίες (βλέπε κατωτέρω σημεία 47 και 49). Αν εξέλειπε ή έχανε τη σημασία της η σημαντική αυτή διαφορά, τα προαναφερθέντα προβλήματα οριοθετήσεως θα καθίσταντο πιο σπάνια, αν δεν εξαφανίζονταν τελείως.

Οι τρεις λύσεις είναι οι ακόλουθες: είτε ο περιορισμός, όπως στην απόφαση Burton, του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119 στις υπό στενή έννοια μισθολογικές προϋποθέσεις που αφορούν το ύψος του μισθού, δηλαδή στις ίδιες τις παροχές, οπότε η απόφαση Bilka δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί προηγούμενο στον τομέα αυτό· είτετδιεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119 σε όλους τους όρους εργασίας που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα το όψος του μισθού, δηλαδή που έχουν οικονομικές συνέπειες για τον εργαζόμενο, οπότε η απόφαση Bilka πρέπει να θεωρηθεί ως πρόδρομος μιας αντιλήψεως αντίθετης προς την περιοριστική στο σημείο αυτό αντίληψη της αποφάσεως Defrenne III* είτεχ\συναγωγή ενός κοινού παρονομαστή της αποφάσεως Bilka και της αποφάσεως Defrenne III, στον οποίο θα στηριχθεί μια ερμηνεία του άρθρου 119 που θα εκφράζει ολόκληρη την έκταση εφαρμογής του, λαμβανομένων υπόψη των ζητημάτων που ρυθμίζονται από τα άρθρα 117 και 118.

Θα εξετάσω σύντομα καθεμία από τις λύσεις αυτές.

30.

Η πρώτη λύση παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι συνδέεται με την αντίληψη του Δικαστηρίου όπως αυτή εκφράστηκε στην απόφαση Defrenne III στις σκέψεις 19 και 20 (που προηγούνται της σκέψεως που ανέφερα ανωτέρω στο σημείο 26). Το Δικαστήριο έκρινε ότι:

« σε αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρων 117 και 118 οι οποίες έχουν ουσιαστικά προγραμματικό χαρακτήρα, το άρθρο 119 που περιορίζεται στο πρόβλημα των μισθολογικών διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων αποτελεί ειδικό κανόνα, η εφαρμογή του οποίου συνδέεται με συγκεκριμένα δεδομένα·

υπό τις συνθήκες αυτές, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού δεν μπορεί να επεκταθεί σε στοιχεία της σχέσης εργασίας άλλα από εκείνα τα οποία αφορά ρητά ».

Στις εν συνεχεία σκέψεις το Δικαστήριο εκθέτει άλλους λόγους (πέρα απ' αυτούς που ήδη ανέφερα ανωτέρω στο σημείο 26), που επιβάλλουν την υιοθέτηση μιας τέτοιας μη διασταλτικής ερμηνείας: το άρθρο 119 αφορά συγκεκριμένο παράγοντα, δηλαδή ίσο μισθό για παροχή ίσης εργασίας, και όχι τους υπόλοιπους όρους προσλήψεως ή εργασίας που μπορεί να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη θέση της γυναίκας στη διαδικασία της εργασίας· η διεύρυνση του γράμματος του άρθρου 119 μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την άμεση εφαρμογή του άρθρου αυτού και να οδηγήσει σε επέμβαση σε περιοχές οι οποίες υπόκεινται, σύμφωνα με τα άρθρα 117 και 118, στην εκτίμηση των αρχών που αναφέρονται στα άρθρα αυτά.

Δύο στοιχεία συνηγορούν κατά της λύσεως αυτής, ήτοι το γεγονός ότι, σε τελευταία ανάλυση, ερμηνεύει το άρθρο 119 κατά τρόπο περιορίζοντα το πεδίο εφαρμογής του — ενώ το Δικαστήριο, στο πλαίσιο αυτού του πεδίου εφαρμογής, αντιμετωπίζει με ευρύτητα τα στοιχεία που υπάγονται στην έννοια της « αμοιβής » — καθώς και το γεγονός ότι αυτή η ερμηνεία είναι λιγότερο σύμφωνη προς την αρχή της από πάσης πλευράς ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, αρχή της οποίας τη θεμελιώδη σημασία τόνισε επανειλημμένα το Δικαστήριο ( 25 ) και στην οποία στηρίχτηκε ( 26 ) για να ερμηνεύσει, κατά περίπτωση, στενως ή ευρέως έννοιες κοινοτικές.

31.

Μια δεύτερη λύση που θα ελάμβανε την απόφαση Bilka ως αφετηρία και θα ενέτασσε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 όλους τους όρους εργασίας που μπορούν να έχουν οικονομικές συνέπειες και επομένως μπορούν να επηρεάσουν άμεσα ή έμμεσα την αμοιβή των εργαζομένων εμφανίζει προφανώς τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η λύση αυτή παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι αναγνωρίζει, συμφωνά με την αρχή της ισότητας, όσο το δυνατό μεγαλύτερη έκταση εφαρμογής στο άρθρο 119, τονίζοντας όχι τον « ειδικό » ή « εξαιρετικό » χαρακτήρα του άρθρου 119, σε σύγκριση με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 117 και 118, αλλά τον νομικώς δεσμευτικό χαρακτήρα του άρθρου 119 σε σύγκριση (βλέπε Defrenne III) με τις « ουσιαστικά προγραμματικού χαρακτήρα διατάξεις » των άρθρων 117 και 118, έτσι ώστε να αναγνωρίζεται στο άρθρο 119 όσο το δυνατόν ευρύτερο περιεχόμενο.

Η λύση αυτή παρουσιάζει, αντίθετα, δύο μειονεκτήματα. Αφενός, δεν παρέχει, όπως άλλωστε και η προηγούμενη λύση, αποφασιστικό κριτήριο για την οριοθέτηση του άρθρου 119 σε σχέση με τα άρθρα 117 και 118, δεδομένου ότι το κριτήριο της άμεσης ή έμμεσης επίδρασης επί της αμοιβής δεν είναι τόσο σαφές, έστω κι αν η εφαρμογή του είναι ίσως ευκολότερη από αυτή της διακρίσεως μεταξύ της « αποζημιώσεως καθαυτής » και των « όρων υπαγωγής » στην αμοιβή. Αφετέρου, αυτή η δεύτερη λύση συνεπάγεται σφετερισμό αρμοδιοτήτων σε τομείς που τα άρθρα 117 και 118 επιφυλάσσουν στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

32.

Όσον αφορά την τρίτη λύση, αυτή συνίσταται στη θέση της αποφάσεως Bilka και της προηγούμενης νομολογίας υπό κοινό παρονομαστή.

Υπενθυμίζω ότι οι αποφάσεις που εκδόθηκαν επί των υποθέσεων Defrenne III, Burton, Marshall, Beets-Proper και, όπως φαίνεται, επί της υποθέσεως Roberts, αφορούν όλες προϋπόθεση (ηλικίας) ή όριο (ηλικίας) σχετικά με τη Αή§η της σχέσεως εργασίας. Αυτή η προϋπόθεση ή το όριο αποσκοπούσαν στον καθορισμό των εργαζομένων, οι συμβάσεις εργασίας των οποίων θα λύονταν υπό ορισμένους οικονομικούς όρους. Από την άποψη αυτή η προϋπόθεση ή το όριο ηλικίας εμφανίζεται σαφώς ως όρος εργασίας ή, ακριβέστερα, ως όρος απολύσεως ή, ευρύτερα, ως όρος λύσεως της συμβάσεως εργασίας ή απασχολήσεως, δηλαδή ως όρος δυνάμει του οποίου επιλέγονται οι εργαζόμενοι των οποίων η σχέση εργασίας λήγει ( 27 ). Αντίθετα, όταν η προϋπόθεση ή το όριο ηλικίας δεν επιτελεί τη λειτουργία αυτή, αλλά καθορίζει, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τη χορήγηση της αποζημιώσεως λόγω απολύσεως ή της συντάξεως για τους εργαζομένους η σχέση εργασίας των οποίων έχει ήδη αποφασισθεί ότι θα τερματιστεί βάσει άλλων παραγόντων ( που καθ' υπόθεση δεν δημιουργούν διάκριση), τότε πρόκειται για μισθολογικό όρο που εμπίπτει στο άρθρο 119 ( 28 ). Στην υπόθεση Bilka που δεν αφορούσε προϋπόθεση ηλικίας, επρόκειτο όμως επίσης για όρο σχετικό με τη χορήγηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος (το ίδιο συμβαίνει στην περίπτωση της αποφάσεως που εκδόθηκε πρόσφατα επί της υποθέσεως Rinner-Kühn, κατά την οποία ο σχετικός με τη χορήγηση αμοιβής σε περίπτωση ασθενείας όρος υπάγεται στο άρθρο 119).

Η διάκριση που μόλις έγινε συνίσταται στην ουσία στην υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 των όρων εργασίας (συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως ή των λοιπών όρων παραιτήσεως) που καθορίζουν άμεσα την πρόσβαση, δηλαδή τη χορήγηση μισθολογικής παροχής ( συμπεριλαμβανομένης της αποζημιώσεως ή της συντάξεως σε περίπτωση απολύσεως), κατ' αποκλεισμό των προηγουμένων όρων που διέπουν τη δημιουργία, τη συνέχιση ή τη λήξη της σχέσεως εργασίας, ακόμη και αν οι όροι αυτοί έχουν χρηματικές συνέπειες ή συνοδεύονται από οικονομικές διατάξεις ( όπως οι αποζημιώσεις λόγω απολύσεως ή οι παροχές συντάξεως ).

Αυτή η μέση λύση παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι αναγνωρίζει ολόκληρη την έκταση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119 περιλαμβάνοντας σ' αυτό όλους τους όρους αμοιβής υπό ευρεία (όχι όμως υπερβολικά ευρεία ) έννοια και ότι δεν το περιορίζει μόνο στους όρους που ρυθμίζουν το ύψος της αμοιβής, τα συστατικά της στοιχεία ή τον τρόπο υπολογισμού της, ότι ακολουθεί το πνεύμα των αποφάσεων του Δικαστηρίου και δεν επεμβαίνει υπέρμετρα στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 117 και 118. Πράγματι, αυτή η μέση λύση μετριάζει τη δεύτερη λύση που είναι υπερβολικά ευρεία — και δεν στηρίζεται, νομίζω, επαρκώς στο κείμενο της Συνθήκης — με το να μην εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 όλους τους όρους εργασίας που μπορούν να επηρεάσουν την αμοιβή άμεσα ή έμμεσα, αλλά μόνο τους όρους που διέπουν τη χορήγηση ( ενός τμήματος ) της αμοιβής και που πρέπει επομένως να διακρίνονται από τους όρους που διέπουν στοιχείο διαφορετικό της αμοιβής (για παράδειγμα τη λήξη της σχέσεως εργασίας), ακόμη και αν αυτό το διαφορετικό στοιχείο συνεπάγεται την εφαρμογή οικονομικής διατάξεως.

33.

Όπως συνάγεται από τα προηγούμενα προτιμώ την τρίτη (μέση) λύση: αναγνωρίζει ευρύ, αλλά όχι υπερβολικό πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 119, και ακολουθεί το πνεύμα των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Η λύση αυτή έχει ως συνέπεια ότι η περίπτωση που μας απασχολεί σήμερα εμπίπτει στο άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και ότι η προϋπόθεση της ηλικίας δεν αποσκοπεί στην περίπτωση αυτή στον καθορισμό των εργαζομένων των οποίων η σχέση εργασίας θα λήξει ( οπότε θα επρόκειτο για όρο απολύσεως που θα υπαγόταν στην οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως, βλέπε κατωτέρω σημεία 38 επ. ), αλλ' αποτελεί πράγματι όρο χορηγήσεως αποζημιώσεως ή συντάξεως σε περίπτωση απολύσεως που παράγει τα αποτελέσματα του αφού λήξει η σχέση εργασίας (στην προκειμένη περίπτωση με το κλείσιμο του γραφείου στο οποίο εργαζόταν ο Barber και αυτό για όλους όσους εργάζονταν σ' αυτό, χωρίς διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών ) ( 29 ).

Για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμμεριστεί την άποψη μου και θεωρήσει ότι όλες οι προϋποθέσεις χορηγήσεως αμοιβής — συμπεριλαμβανομένης της προϋποθέσεως της ηλικίας την οποία αφορά η παρούσα υπόθεση — πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικά υπό το πρίσμα των οδηγιών περί ίσης μεταχειρίσεως (και ότι καμία από αυτές δεν εμπίπτει στο άρθρο 119), θα αναπτύξω στη συνέχεια δύο ειδών συλλογισμούς: ήτοι, θα εξετάσω τόσο την περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 119 όσο και την περίπτωση εφαρμογής των οδηγιών περί ίσης μεταχειρίσεως. Η διπλή εξέταση θα καταστήσει εξάλλου δυνατόν να εκτιμηθούν οι συνέπειες της επιλογής της μίας ή της άλλης περιπτώσεως. Στην ανάπτυξη μου θα αναφερθώ σύντομα στο ζήτημα των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ενδεχομένης αποφάσεως στην οποία το Δικαστήριο θα έκρινε ότι το άρθρο 119 εφαρμόζεται πράγματι σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη (βλέπε κατωτέρω σημείο 37 ).

34.

Συνοψίζοντας την απάντηση μου στο ενδιάμεσο ερώτημα, θεωρώ ότι οι όροι εργασίας ( και ειδικότερα η προϋπόθεση ηλικίας ) που διέπουν άμεσα την πρόσβαση σε αμοιβή, δηλαδή τη χορήγηση της αμοιβής αυτής (συμπεριλαμβανομένης της αποζημιώσεως ή της συντάξεως σε περίπτωση απολύσεως) εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, ενώ οι όροι εργασίας (όπως η προϋπόθεση ηλικίας), που διέπουν (ιδίως) τη λήξη της σχέσεως εργασίας, εμπίπτουν στις οδηγίες περί ίσης μεταχειρίσεως, ακόμη και αν η λήξη αυτή έχει χρηματικές συνέπειες ή συνεπάγεται την εφαρμογή οικονομικών διατάξεων.

Το τρίτο και το πέμπτο ερώτημα

35.

Το τρίτο ερώτημα αφορά τη διαπίστωση ότι στην προκειμένη περίπτωση άνδρας και γυναίκα της ίδιας ηλικίας, που απολύθηκαν υπό τις ίδιες συνθήκες, αποτελούν αντικείμενο διαφορετικής μεταχειρίσεως. Το πρώτο σκέλος α) του ερωτήματος αφορά το γεγονός ότι η γυναίκα συνταξιοδοτείται άμεσα ενώ ο άνδρας δικαιούται μόνο ετεροχρονισμένη σύνταξη. Το δεύτερο σκέλος β ) δεν αφορά πλέον αυτή την πρώτη διαφορά, αλλά το γεγονός ότι η συνολική αξία όλων των σωρευομένων παροχών είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση γυναίκας που απολύθηκε απ' ό,τι στην περίπτωση άνδρα που εθίγη από το ίδιο μέτρο. Το Court of Appeal επιθυμεί να μάθει αν αυτές οι διαφορές μεταχειρίσεως συμβιβάζονται με την αρχή της ισότητας των αμοιβών του άρθρου 119.

Είναι δύσκολο να κατανοηθεί το πέμπτο ερώτημα. Έχει νομίζω την έννοια ότι το Court of Appeal θα ήθελε να μάθει αν η διαπιστωθείσα διαφορά μεταχειρίσεως εξακολουθεί να δημιουργεί διακρίσεις όταν προκύπτει από διάταξη του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος της Guardian που, στην περίπτωση απολύσεως, εξομοιώνει τον εργαζόμενο με εργαζόμενο που συνταξιοδοτήθηκε όταν η απόλυση λάβει χώρα εντός των επτά ετών που προηγούνται της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως του (ηλικίας που, εννοείται, διαφέρει ανάλογα με το φύλο, σύμφωνα με την ηλικία συνταξιοδοτήσεως που προβλέπει η βρετανική νομοθεσία που διέπει τις συντάξεις που χορηγεί το κράτος, δεδομένου ότι οι γυναίκες συνταξιοδοτούνται νωρίτερα). Το Court of Appeal ζητεί επομένως κατ' ουσίαν να μάθει αν ένα επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, το οποίο, σε περίπτωση απολύσεως, εξαρτά την άμεση συνταξιοδότηση από την προϋπόθεση συμπληρώσεως ηλικίας διαφορετικής ανάλογα με το φύλο, αποτελεί ρύθμιση που δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, όταν αυτή η προϋπόθεση ηλικίας αντικατοπτρίζει την προϋπόθεση διαφορετικής ηλικίας ανάλογα με το φύλο που προβλέπει το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, αλλά και, όπως προκύπτει από τη βρετανική νομοθεσία, το εθνικό σύστημα χορηγήσεως συντάξεως γήρατος ή λόγω συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας.

Το τρίτο ερώτημα, στοιχείο α), και το πέμπτο ερώτημα.

36.

Η διαφορετική μεταχείριση για την οποία πρόκειται στην προκειμένη περίπτωση οφείλεται στη προϋπόθεση της διαφορετικής ανάλογα με το φύλο ηλικίας που προβλέπεται στους όρους απολύσεως. Σύμφωνα με την άποψη που μόλις δέχθηκα, μια τέτοια προϋπόθεση ηλικίας εμπίπτει στο άρθρο 119 όταν αφορά, όπως στην προκειμένη περίπτωση, άμεσα τη χορήγηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. 'Οπως ανέφερα στο σημείο 33, θα εξετάσω πάντως και την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα θεωρούσε ότι η προϋπόθεση αυτή πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των οδηγιών περί ίσης μεταχειρίσεως.

1. Περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 119

37.

Αν όπως υποστήριξα προηγουμένως (στο σημείο 34) το άρθρο 119 εφαρμόζεται επί προϋποθέσεως ηλικίας διαφορετικής ανάλογα με το φύλο, όπως αυτή που προβλέπουν οι εξεταζόμενοι όροι απολύσεως, η διαπίστωση απα-γορευομένης διακρίσεως δεν γεννά δυσκολίες. Πράγματι, είναι σαφές ότι, στην περίπτωση αυτή, προϋπόθεση ηλικίας διαφέρουσα ανάλογα με το φύλο αποτελεί προφανή διάκριση.

Αν όμως το Δικαστήριο δεχόταν ως σωστή την περίπτωση αυτή, θα μπορούσε να ανακύψει πρόβλημα διαχρονικής ισχύος όσον αφορά την ηλικία του δικαιούχου κατά τη γένεση των δικαιωμάτων συντάξεως γήρατος ή λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας. Πράγματι το Συμβούλιο, όταν εξέδωσε την οδηγία 86/378 για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ήταν πεπεισμένο ότι αυτή η προϋπόθεση ηλικίας δεν ενέπιπτε στο άρθρο 119 και, κατά συνέπεια, δέχθηκε στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α ), της οδηγίας αυτής προσωρινά ηλικία συνταξιοδοτήσεως διαφορετική ανάλογα με το φύλο (βλέπε κατωτέρω σημείο 38). Αυτό μπορεί να αποτελέσει λόγο για να διατυπωθούν, για λόγους ασφαλείας δικαίου, στο πνεύμα όσων δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση Defrenne II, επιφυλάξεις σχετικά με τη διαχρονική ισχύ της νέας υποστηριζόμενης ερμηνείας όσον αφορά ειδικά την προϋπόθεση ηλικίας την οποία αφορά η προαναφερθείσα διάταξη. Εντούτοις, δεν υπάρχει λόγος να διατυπωθούν τέτοιες επιφυλάξεις στην προκειμένη περίπτωση, διότι από την εξέταση του προαναφερθέντος άρθρου 9 θα φανεί ότι το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση απολύσεως ( βλέπε κατωτέρω σημείο 39 ).

2. Περίπτωση εφαρμογής των οδηγιών περί ίσης μεταχειρίσεως

38.

Ποια οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως πρέπει λοιπόν να εφαρμοστεί; το ερώτημα αυτό τίθεται λόγω της δυνατότητας αποκλίσεως που παρέχεται στα κράτη μέλη με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας 79/7 και το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α ), της οδηγίας 86/378 — πρόκειται για οδηγίες που αφορούν την ίση μεταχείριση στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως — όσον αφορά τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος και λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας [όσον αφορά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας 86/378, βλέπε ανωτέρω σημείο 37 ]. Αντίθετα, η οδηγία 76/207, που αφορά την εφαρμογή την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στις συνθήκες εργασίας, δεν προβλέπει τη δυνατότητα τέτοιας αποκλίσεως.

Νομίζω ότι η προϋπόθεση ηλικίας που προβλέπουν οι λόγοι απολύσεως που ισχύουν στην Guardian εμπίπτουν στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, που ορίζει τα εξής:

« Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο » ( η υπογράμμιση δική μου).

Το Δικαστήριο διευκρίνισε το άρθρο αυτό κυρίως στην απόφαση που εξέδωσε επί της υποθέσεως Roberts. Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος « απόλυση » της διατάξεως αυτής πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως, ώστε να περιλαμβάνει και την ομαδική απόλυση και ιδίως το όριο ηλικίας για τη χορήγηση συντάξεως σε περίπτωση τέτοιας απολύσεως ( βλέπε ανωτέρω υποσημείωση 28 καθώς και κατωτέρω σημεία 42 και 43 ) ( 30 ).

39.

Η Guardian υποστηρίζει στις παρατηρήσεις της ότι οι εν λόγω όροι απολύσεως εμπίπτουν στην οδηγία 86/378, δηλαδή στην οδηγία κοινωνικής ασφαλίσεως που αφορά τα επαγγελματικά συστήματα, η οποία είναι επομένως η μόνη οδηγία για την οποία μπορεί να γίνει λόγος στην προκειμένη περίπτωση (η οδηγία 79/7 αφορά τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπονται από τον νόμο ). Η Guardian επικαλείται σχετικά το άρθρο 4, στοιχείο α), τρίτη περίπτωση, όπου το Συμβούλιο ορίζει ότι η οδηγία εφαρμόζεται

«α)

στα επαγγελματικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακολούθων κινδύνων:

...

...

γήρας, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης προώρου συνταξιοδοτήσεως,

...

... » ( η υπογράμμιση δική μου ).

Η Guardian υποστηρίζει ότι το άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της δυνατότητας αποκλίσεως που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α), της ίδιας οδηγίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο έκανε χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο άρθρο αυτό, επιτρέποντας έτσι την απόκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τον καθορισμό ορίου ηλικίας διαφορετικού ανάλογα με το φύλο για τη χορήγηση συντάξεως σαν αυτή που προβλέπουν οι επίδικοι όροι απολύσεως.

Τι πρέπει να σκεφθεί κανείς γι' αυτό; πρέπει καταρχάς να υπενθυμιστεί ότι το Συμβούλιο ενέκρινε την οδηγία 86/378 πολύ αργότερα σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κυρίας δίκης. Επιπλέον, η αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 4 δεν εφαρμόζεται σε καμία περίπτωση σε κατάσταση όπως αυτή της προκειμένης περιπτώσεως, στην οποία ο εργαζόμενος απολύθηκε από τον εργοδότη. Ο όρος « πρόωρη συνταξιοδότηση » αναφέρεται αποκλειστικά σε συστήματα που εφαρμόζονται σε περίπτωση εκούσιας λύσεως συμβάσεως εργασίας και δεν ισχύει στην περίπτωση απολύσεως: επομένως, στο ζήτημα αυτό ( που αποτελεί προφανώς όρο απολύσεως και, επομένως, όρο εργασίας που διέπεται από την οδηγία 76/207, σε αντίθεση προς το πρώτο ζήτημα που εμπίπτει περισσότερο στη κοινωνική ασφάλιση ), δεν μπορεί να γίνει επίκληση της δυνατότητας αποκλίσεως που αναφέρεται στο άρθρο 9 της οδηγίας 86/378. Τούτο δε προπάντων διότι, όπως αποφάνθηκε ρητά το δικαστήριο σχετικά με τη « δίδυμη » διάταξη του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, τα θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως αποτελούν εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207 και επομένως πρέπει να ερμηνεύονται στενώς ( βλέπε την παραπομπή κατωτέρω στο σημείο 42). Η άποψη αυτή ισχύει και για το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 86/378, που πρέπει, για τους ίδιους λόγους, να ερμηνεύεται στενώς.

Εξακολουθώ επομένως να υποστηρίζω ότι — στην υπό κρίση περίπτωση — η διαφορετική μεταχείριση την οποία αφορά η παρούσα υπόθεση πρέπει να κριθεί βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207. Η διάταξη αυτή απαιτεί την εφαρμογή των ίδιων όρων απολύσεως στους άνδρες και στις γυναίκες.

40.

Πρέπει ακόμη να εξεταστεί το ζήτημα αν — στην υπό κρίση περίπτωση — η απαγόρευση των διακρίσεων του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 εφαρμόζεται όταν η προϋπόθεση διαφορετικής ανάλογα με το φύλο ηλικίας, που περιλαμβάνεται στους όρους απολύσεως, αντικατοπτρίζει την προϋπόθεση διαφορετικής ανάλογα με το φύλο ηλικίας, που προβλέπει τόσο το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα όσο και το εκ του νόμου συνταξιοδοτικό σύστημα για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος ή λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου. Αυτό είναι το αντικείμενο του πέμπτου ερωτήματος, όπως το αντιλαμβάνομαι. Για να απαντήσω στο ερώτημα αυτό, θα στηριχθώ στις αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Burton και στην υπόθεση Roberts, από τις οποίες όμως προκύπτει κάποια εξέλιξη στο σημείο αυτό.

41.

Στις σκέψεις 10 έως 16 της αποφάσεως Burton το Δικαστήριο ακολούθησε μια συλλογιστική που μπορεί να συνοψιστεί ως εξής. Το Δικαστήριο λαμβάνει ως αφετηρία την άποψη ότι, για να καθοριστεί αν η διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το φύλο συνιστά διάκριση, πρέπει να ληφθεί υπόψη η σχέση μεταξύ των επιδίκων μέτρων και των εθνικών διατάξεων περί κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, κατά τη βρετανική νομοθεσία, το κατώτατο όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως από το κράτος είναι το 60ό έτος για τις εργαζόμενες γυναίκες και το 65ο έτος για τους εργαζόμενους άνδρες και ότι αυτί] η διαφορά μεταχειρίσεως είναι σύμφωνη προς το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας 79/7. Οι επίδικοι κανόνες περί εθελουσίας εξόδου, τους οποίους εφαρμόζει η British Railways Board, επιτρέπουν στον εργαζόμενο, που τερματίζει στη σχέση εργασίας του κατά τη διάρκεια των 5 ετών που προηγούνται από τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, να λάβει ορισμένες παροχές. Επομένως, η μόνη διαφορά μεταξύ των παροχών για τους άνδρες και των παροχών για τις γυναίκες αποτελεί συνέπεια του γεγονότος ότι το σύστημα εθελουσίας εξόδου συνδέεται με το συνταξιοδοτικό σύστημα της βρετανικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι από τις συνθήκες αυτές η ρύθμιση περί της εθελουσίας εξόδου δεν πρέπει' να θεωρείται ότι δημιουργεί διακρίσεις κατά την έννοια της οδηγίας 76/207.

42.

Η κατάσταση ήταν διαφορετική στην υπόθεση Roberts. Η υπόθεση αυτή αφορούσε ένα σχέδιο πρόωρης συνταξιοδοτήσεως που κατάρτισε η Tate & Lyle Industries Ltd σε συνεργασία με τη συνδικαλιστική οργάνωση, κατόπιν ομαδικής απολύσεως μετά το κλείσιμο της εγκαταστάσεως. Το σύστημα αυτό προέβλεπε την άμεση συνταξιοδότηση και επιπλέον τη χορήγηση αποζημιώσεως καταβαλλομένης εφάπαξ σε όλους τους εργαζομένους που απολύθηκαν και είχαν συμπληρώσει το 55ο έτος, δηλαδή τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Η Roberts, που είχε συμπληρώσει το 53ο έτος κατά τη στιγμή της απολύσεως της, θεώρησε ότι η ρύθμιση αυτή συνιστούσε διάκριση, διότι ο απολυθείς εργαζόμενος μπορούσε να απαιτήσει την άμεση συνταξιοδότηση του δέκα έτη πριν συμπληρώσει την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες, ενώ η απολυθείσα γυναίκα εργαζομένη δεν εδικαιούτο το ίδιο όφελος παρά μόνο πέντε έτη πριν συμπληρώσει την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως για τις γυναίκες.

Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο δέχθηκε την ακόλουθη αρχή ( σκέψη 33 ):

« Μολονότι, εκ πρώτης όψεως, δεν υπάρχει διαφορετική μεταχείριση, κατά το επίμαχο συνταξιοδοτικό σύστημα, όσον αφορά τους όρους απολύσεως που ισχύουν για τις γυναίκες, αφενός, και για τους άνδρες, αφετέρου, θα πρέπει, εντούτοις, να εξεταστεί αν ο καθορισμός της ίδιας ηλικίας για την πρόωρη συνταξιοδότηση αποτελεί, παρ' όλα αυτά, διάκριση βασιζόμενη στο φύλο, λαμβανομένου υπόψη του ότι, σύμφωνα με το εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, η ηλικία συνταξιοδοτήσεως διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών. »

Η συλλογιστική του Δικαστηρίου συνεχίζει ως εξής (σκέψη 34 έως και 36). Όπως ακριβώς στην υπόθεση Burton, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η εθνική νομοθεσία μπορεί να αποκλίνει από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 79/7. Στηριζόμενο στη θεμελιώδη σημασία της αρχής αυτής και αναφερόμενο στο άρθρο 1 της οδηγίας 76/207, το Δικαστήριο αποφαίνεται όμως ότι τα θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως ρυθμίζονται στην οδηγία 79/7, αποτελούν εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207 και επομένως πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Η δυνατότητα αποκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας 79/7 ισχύει μόνο για:

«τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και συντάξεων εν γένει και τις συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως» (οι υπογραμμισμένες λέξεις προστέθηκαν στο κείμενο της εν λόγω διατάξεως από το Δικαστήριο ).

Στην προκειμένη όμως περίπτωση, συμπεραίνει το Δικαστήριο, δεν πρόκειται για παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά για « απόλυση » κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 76/207:

« Υπό τις συνθήκες αυτές η χορήγηση συντάξεως σε απολυόμενους της ίδιας ηλικίας συνιστά απλώς συλλογικό μέτρο, το οποίο θεσπίστηκε ασχέτως του φύλου των απολυομένων προς εξασφάλιση των ίδιων δικαιωμάτων σε όλους τους απολυόμενους. »

43.

Επομένως στην απόφαση Roberts το Δικαστήριο αποφαίνεται ρητά ότι ένα σύστημα το οποίο, σε περίπτωση απολύσεως, εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως λόγω απολύσεως από τη συμπλήρωση της ίδιας ηλικίας για τους άνδρες και τις γυναίκες δεν συνιστά διάκριση, ακόμα κι αν στο οικείο κράτος μέλος το ισχύον εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα προβλέπει διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως αναλόγως του φύλου. Με άλλα λόγια, ο σύνδεσμος μεταξύ του εκ του νόμου προβλεπομένου συστήματος και του συστήματος απολύσεως στο οποίο αφορά η υπόθεση Burton οεν είναι υποχρεωτικός. Το μόνο ερώτημα που παραμένει ανοικτό μετά την απόφαση Roberts είναι αν το κοινοτικό δίκαιο επιτρέπει τον σύνδεσμο αυτόν.

Νομίζω ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση για τους ίδιους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η απόφαση Roberts, ήτοι διότι η δυνατότητα παρεκκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 79/7 πρέπει να ερμηνεύεται στενά και διότι παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μπορεί να υπάρξει μόνον όσον αφορά τον καθορισμό της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και τις συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, οπότε δεν μπορεί να υπάρξει απόκλιση όσον αφορά τους όρους απολύσεως για τους οποίους γίνεται λόγος στο άρθρο 5 της οδηγίας 76/207. Αυτό ισχύει, νομίζω, για όλους τους όρους απολύσεως, συμπεριλαμβανομένου — στην εξεταζόμενη περίπτωση εφαρμογής της οδηγίας αυτής — του ορίου ηλικίας από τη συμπλήρωση της οποίας εξαρτάται η χορήγηση συντάξεως σε περίπτωση απολύσεως. Η απάντηση επομένως στο ερώτημα που τέθηκε προηγουμένως στο σημείο 40 είναι η ακόλουθη: το γεγονός ότι το εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα προβλέπει διαφορετική ηλικία συνταξιοδοτήσεως — σύμφωνα με την απόκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 79/7 — και ότι, με βάση το εθνικό σύστημα, ένα επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα θεσπίζει επίσης διαφορετικό όριο ηλικίας, δεν μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207.

44.

Συνοψίζοντας, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος και στο πέμπτο ερώτημα:

«1)

Στην περίπτωση που έχει εφαρμογή, όπως υποστηρίζω, το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ: το άρθρο αυτό δεν επιτρέπει σε επαγγελματικό σύστημα να προβλέπει, σε περίπτωση απολύσεως, διαφορετική προϋπόθεση ηλικίας ανάλογα με το φύλο για τη χορήγηση άμεσης σύνταξης που πρέπει να θεωρεί ως “ αμοιβή ” .

2)

Στην επικουρική περίπτωση μη εφαρμογής του άρθρου 119: όταν επαγγελματικό σύστημα προβλέπει διαφορετική προϋπόθεση ηλικίας ανάλογα με το φύλο για τη χορήγηση άμεσης σύνταξης σε περίπτωση απολύσεως, η προϋπόθεση αυτή αποτελεί απαγορευόμενη από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 προϋπόθεση απολύσεως που δημιουργεί διακρίσεις. »

Το τρίτο ερώτημα, στοιχείο β)

45.

Ας υπενθυμιστεί ότι οι όροι απολύσεως που εφαρμόζει η Guardian προβλέπουν τη χορήγηση μεγαλύτερης αποζημιώσεως λόγω απολύσεως στους απολυθέντες εργαζομένους που δεν δικαιούνται άμεση συνταξιοδότηση. Οι διάδικοι της κυρίας δίκης αναγνωρίζουν όμως ότι η αξία της άμεσης συνταξιοδότησης — δηλαδή το αναλογιστικό ποσό — είναι ανώτερο του ύψους της αυξημένης αποζημιώσεως λόγω απολύσεως. Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος το Court of Appeal ζητεί να μάθει αν το γεγονός ότι η συνολική αξία των παροχών που λαμβάνει απολυθείσα γυναίκα εργαζομένη είναι ανώτερη της συνολικής αξίας των παροχών που λαμβάνει ο άνδρας εργαζόμενος, συνιστά διάκριση που δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο.

46.

Στο μέτρο που το ερώτημα αφορά τη διαφορά του συνολικού ύψους των παροχών που χορηγούνται στους άνδρες και στις γυναίκες της ίδιας ηλικίας, μπορεί να δοθεί η ίδια απάντηση με το πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος ( βλέπε ανωτέρω σημείο 44 ).

Το ερώτημα αυτό θέτει όμως ένα πρόσθετο πρόβλημα, στο μέτρο που μπορεί να εννοεί ότι, στην περίπτωση που έχει εφαρμογή το άρθρο 119, η αρχή της ισότητας των αμοιβών που προβλέπει το άρθρο αυτό δεν παραβιάζεται όταν η συνολική αξία των παροχών είναι η ίδια, ακόμη και αν τα στοιχεία που την αποτελούν, διαφέρουν ανάλογα με το φύλο, αλλά αντισταθμίζονται αμοιβαία.

Θεωρώ ότι η αρχή της ισότητας των αμοιβών επιβάλλει την ισότητα όλων των στοιχείων της αμοιβής, διότι διαφορετικά θίγεται σημαντικά η δυνατότητα του δικαστή να εξασφαλίσει την τήρηση της αρχής αυτής. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή ο δικαστής θα πρέπει να εκτιμήσει και να συγκρίνει μεταξύ τους τα πιο διαφορετικά οφέλη που παρέχουν οι εργοδότες στους εργαζομένους. Μια τέτοια εξέταση θα απαιτούσε τόσο πολύπλοκη ανάλυση των πραγματικών περιστατικών ώστε δεν θα εξασφάλιζε την ισότητα της συνολικής αμοιβής κατά τόσο αποτελεσματικό τρόπο όσο ο ευκολότερος έλεγχος της ισότητας κάθε χωριστού στοιχείου που αποτελεί την αμοιβή ( 31 ).

Προτείνω επομένως να συμπληρωθεί ως εξής η απάντηση που ήδη έδωσα στο προηγούμενο ερώτημα: η αρχή της ισότητας των αμοιβών συνεπάγεται ισότητα όλων των στοιχείων που συνιστούν την αμοιβή.

Το τέταρτο ερώτημα

47.

Με το τέταρτο ερώτημα το Court of Appeal ζητεί να μάθει αν το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και η οδηγία περί της αρχής της ισότητας των αμοιβών αναπτύσσουν άμεσο αποτέλεσμα υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης.

Έτσι διατυπωμένο — όσον αφορά το άρθρο 119 (και την εκτελεστική οδηγία) — το ερώτημα δεν γεννά ιδιαίτερες δυσκολίες. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου μετά την απόφαση Defrenne II, εφόσον πρόκειται για άμεσες διακρίσεις που μπορούν να διαπιστωθούν βάσει των κριτηρίων του άρθρου 119, με τη βοήθεια καθαρών νομικών αναλύσεων, το άρθρο 119 έχει άμεσο αποτέλεσμα και μεταξύ ιδιωτών (σκέψη 21 της αποφάσεως). Όπως φάνηκε ανωτέρω, η διαπιστωθείσα διάκριση προσδιορίζεται πλήρως με τη βοήθεια των κριτηρίων του άρθρου 119, όπως αυτά διευκρινίστηκαν με τη νομολογία του Δικαστηρίου, και επομένως βάσει νομικής αναλύσεως. Το γεγονός ότι η διαπιστωθείσα διάκριση αφορά προϋπόθεση προσβάσεως (συγκεκριμένα προϋπόθεση ηλικίας) στην αμοιβή δεν καθιστά τη διάκριση αυτή έμμεση, δεδομένου ότι στηρίζεται σαφώς και προδήλως στη διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών.

48.

Όπως εξέθεσα ανωτέρω (στα σημεία 24 επ. ), κατά την εξέταση του ενδιαμέσου ερωτήματος, θεωρώ ότι η επίδικη προϋπόθεση ηλικίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119. Για την περίπτωση πάντως που το Δικαστήριο δεν συμφωνήσει με την άποψη αυτή, και επομένως επικουρικώς, θα εξετάσω το ζήτημα αν το άρθρο 5 της οδηγίας 76/207 που, νομίζω, έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή ( βλέπε ανωτέρω τα σημεία 38 επ. ) αναπτύσσει ανάλογο άμεσο αποτέλεσμα. Καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα έχει ως συνέπεια να καταστεί δυνατό στον Barber να επικαλεστεί, στη διαφορά του με τον τέως εργοδότη του Guardian ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 5 της οδηγίας, υποχρεώνοντας έτσι το εθνικό δικαστήριο να μη λάβει υπόψη το άρθρο 6, παράγραφος 4, του Sex Discrimination Act του 1975, που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως της διακρίσεως του νόμου αυτού τις διατάξεις « που αφορούν τον θάνατο ή τη σύνταξη ».

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η επίδικη άνιση μεταχείριση ανήκει στους όρους απολύσεως που εμπεριέχονται στις συμβάσεις εργασίας που συνάπτει η Guardian με τους υπαλλήλους της και αναφέρεται στο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα της Guardian που αναγνωρίστηκε από την αρμόδια βρετανική δημόσια αρχή ( την « Occupational Pensions Board » ) ως σύστημα « contracted out » κατά την έννοια του Social Security Pensions Act του 1975 (βλέπε ανωτέρω στα σημεία 3 επ). Εξάλλου, οι δημόσιες αρχές (στην περίπτωση αυτή η « Inland Revenue », εφορία ) παρέχουν και φορολογικά πλεονεκτήματα στα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα όταν αυτά πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις ( 32 ).

49.

Στην απόφαση επί της υποθέσεως Marshall, το Δικαστήριο έκρινε, ακριβώς όσον αφορά την οδηγία 76/207, την οποία επίσης αφορά η υπόθεση:

« ότι η οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να δημιουργήσει υποχρέωση για τους ιδιώτες, και ότι, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών καθαυτών των διατάξεων οδηγίας κατά των προσώπων αυτών. Θα πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν, στην προκειμένη περίπτωση, η εφεσίβλητη πρέπει να θεωρηθεί ότι ενήργησε ως ιδιώτης » ( σκέψη 48 της αποφάσεως ).

Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο στήριξε τη νομολογία του στην αρχή του « estoppel » ή στην αρχή « nenio auditur » ( 33 ) ( 34 ), υποδηλώνοντας έτσι ότι το κράτος μέλος ( στο οποίο η οδηγία επέβαλε υποχρεώσεις ), το οποίο παρέλειψε να μεταφέρει την οδηγία στο εθνικό του δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή το έπραξε ακατάλληλος, δεν μπορεί να επικαλεστεί την παράλειψη του έναντι των ιδιωτών που του αντιτάσσουν διατάξεις της οδηγίας. Στην ίδια όμως απόφαση το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ως κράτος μέλος νοείται όχι μόνο το κράτος ως δημόσια αρχή αλλά και ως εργοδότης και ότι το κράτος περιλαμβάνει και τις (αυτόνομες) δημόσιες αρχές ( 35 ) (χωρίς όμως να διευκρινίζει τι εννοεί με αυτό) ( 36 ). Δεδομένου ότι (κατά την άποψη του αιτούντος Δικαστηρίου) η υπόθεση Marshall αφορούσε δημόσια αρχή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, επειδή η διάταξη του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας ήταν « επαρκώς σαφής, ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να την επικαλεστούν» ( σκέψη 52 της αποφάσεως ), ανέπτυσσε πράγματι στην περίπτωση αυτή άμεσο αποτέλεσμα.

Σε μεταγενέστερες αποφάσεις το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να δημιουργήσει υποχρέωση για τους ιδιώτες και ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών καθαυτών των διατάξεων οδηγίας κατά των προσώπων αυτών ( 37 ). Εντούτοις αν είναι επαρκώς σαφής, οι ιδιώτες μπορούν να την επικαλεστούν κατά κράτους μέλους, αλλά και κατά των δημοσίων αρχών. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εξεταστεί το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών.

50.

Προτού προβώ στην εξέταση αυτή, θέλω να επισημάνω ότι, ακόμη και στην περίπτωση που το προαναφερθέν άρθρο δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα μεταξύ των ιδιωτών, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Von Colson και Kamann ( 38 ), το εθνικό δικαστήριο οφείλει:

« εξαντλώντας τα περιθώρια εκτίμησης που του παρέχει το εθνικό του δίκαιο, ... να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τον νόμο που έχει εκδοθεί σε εκτέλεση της οδηγίας — (επρόκειτο και πάλι για την οδηγία 76/207/ΕΟΚ) — σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου » ( σημείο 3 του διατακτικού ).

Πολλές μεταγενέστερες αποφάσεις επιβεβαιώνουν αυτή την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων ( 39 ).

Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για άμεσο αποτέλεσμα της εν λόγω οδηγίας μεταξύ των ιδιωτών, αλλά για τη φυσιολογική εφαρμογή του εθνικού νόμου τον οποίο τα δικαστήρια ερμηνεύουν σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο ( 40 ). Νομίζω ότι αυτό έχει ως συνέπεια ότι αυτή η σύμφωνη με την οδηγία ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας δεν μπορεί να περιορίζεται στην ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας που θεσπίστηκε μετά την έκδοση της εν λόγω οδηγίας ή της εθνικής νομοθεσίας που θεσπίστηκε ειδικά για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο ( 41 ). Θα αφορά συχνά εθνική νομοθεσία μεταφοράς οδηγίας— έτσι συμβαίνει και στην απόφαση Von Colson — αλλά όχι αναγκαστικά. Δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί το ότι η απαίτηση σύμφωνης προς την οδηγία ερμηνείας περιορίζεται στην κατά κυριολεξία νομοθεσία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο ( ακόμη κι αν δεν ληφθεί υπόψη η δυσκολία καθορισμού του αν η συγκεκριμένη εθνική διάταξη θεσπίστηκε ή όχι για τη μεταφορά μιας οδηγίας ), δεδομένου ότι, από της εκδόσεως της και ακόμη περισσότερο από της παρελεύσεως της προθεσμίας μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, η οδηγία κατέστη αναπόσπαστο τμήμα του κοινοτικού δικαίου και, υπό την ιδιότητα της αυτή, υπερτερεί ό/Ιωνταν διατάξεων του εθνικού δικαίου.

Εξάλλου, η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Von Colson είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστική στην παρούσα υπόθεση, όχι μόνο διότι αφορούσε, και αυτή, την οδηγία 76/207, αλλά και διότι το γερμανικό δικαστήριο συνήγαγε από την απόφαση ότι δεν μπορούσε να ερμηνεύσει μια ειδική διάταξη του γερμανικού δικαίου σύμφωνα με τις συνήθεις μεθόδους ερμηνείας της έννομης τάξης του και ότι έπρεπε αντίθετα να την ερμηνεύσει αυστηρώς κατά γράμμα, ώστε να δοθεί λύση περισσότερο σύμφωνη προς την οδηγία, στηριζόμενη σε γενική διάταξη του εθνικού δικαίου ( 42 ). Απ' αυτό προκύπτει ότι το κοινοτικό δίκαιο μπορεί να επιβάλει όρια σε ορισμένες μεθόδους ερμηνείας που εφαρμόζονται στην εθνική έννομη τάξη, χωρίς βέβαια να υποχρεώσει τα εθνικά δικαστήρια σε « contra legem » ερμηνεία ( 43 ).

51.

Κατά την εξέταση του ζητήματος της παραγωγής αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 μεταξύ ιδιωτών, θα συγκεντρώσω την προσοχή μου σε δύο σημεία. Θα εξετάσω, καταρχάς, το αν πρέπει να αναγνωριστεί οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα στην αναφερθείσα διάταξη υπό τις ειδικές συνθήκες της παρούσας διαφοράς (βλέπε ανωτέρω στο σημείο 48, δεύτερη και τρίτη παράγραφο ), δεδομένου ιδίως του ρόλου που παίζουν οι δημόσιες αρχές όσον αφορά τα συστήματα « contracted out » ( κατωτέρω σημείο 52 ). Στη συνέχεια, θα εξετάσω το, διαφορετικό από το προηγούμενο ερώτημα, αν η αναφερθείσα διάταξη αναπτύσσει, εν πάση περιπτώσει, άμεσο αποτέλεσμα μεταξύ των ιδιωτών δυνάμει άλλων κανόνων, δηλαδή διατάξεων διεθνούς δικαίου που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του κοινοτικού δικαίου ( κατωτέρω σημείο 53 ). Πριν εξετάσω τα ζητήματα αυτά θα αναφερθώ καταρχάς στην έννοια του « οριζοντίου αμέσου αποτελέσματος ».

Η παραγωγή αμέσου αποτελέσματος μιας διατάξεως μεταξύ των ιδιωτών, το οποίο καλείται οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα, συνιστά ακαθόριστη και διφορούμενη έννοια που δεν θα επιχειρήσω να καθορίσω εδώ. Όσον αφορά το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, στην απόφαση Defrenne II, το Δικαστήριο έκρινε προφανώς ότι μια διάταξη αναπτύσσει οριζόντιο αποτέλεσμα όταν δημιουργεί υποχρεώσεις όχι μόνο για τα κράτη μέλη, αλλά και για τους ιδιώτες, στην προκειμένη περίπτωση για τους εργοδότες, στις οποίες αντιστοιχούν δικαιώματα άλλων ιδιωτών, των εργαζομένων. Πράγματι το Δικαστήριο έκρινε ότι:

« ( το εν λόγω άρθρο ) επεκτείνεται επίσης σε όλες τις συμβάσεις που έχουν σκοπό να ρυθμίσουν κατά συλλογικό τρόπο την έμμισθη εργασία, όπως και στις συμβάσεις μεταξύ ιδιωτών » ( σκέψη 39 της αποφάσεως ).

Απ' αυτό προκύπτει ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω του « επιτακτικού » του χαρακτήρα (όπ.π. ), το άρθρο 119 επιβάλλει στους ιδιώτες την υποχρέωση να τηρούν στις συμβατικές σχέσεις την απαγόρευση διακρίσεων του άρθρου αυτού. Στην υπόθεση Marshall το Δικαστήριο αναγνώρισε στο οριζόντιο αποτέλεσμα την ίδια έννοια, αλλά αρνήθηκε το αποτέλεσμα αυτό στη διάταξη μιας οδηγίας λόγω του ότι, όσο σαφής και να είναι, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να επιβάλει υποχρεωθείς σε ιδιώτες και επομένως άλλοι ιδιώτες δεν μπορούν να την επικαλεστούν έναντι τέτοιων προσώπων.

Στηρίζοντας εντούτοις, στην υπόθεση Marshall, το άμεσο αποτέλεσμα οδηγίας έναντι κράτους μέλους στη μη μεταφορά της οδηγίας εκ μέρους του κράτους αυτού στην εθνική του νομοθεσία (βλέπε ανωτέρω σημείο 49), το Δικαστήριο έδωσε άλλη διάσταση στο ζήτημα του οριζοντίου αμέσου αποτελέσματος των διατάξεων των οδηγιών, επιβάλλοντας επίσης τη διαφορετική διατύπωση αυτού του ίδιου ερωτήματος στο πλαίσιο των σχέσεων των ιδιωτών, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, το ερώτημα δεν συνίσταται πλέον στο αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 επιβάλλει στην Guardian υποχρεώσεις στις οποίες αντιστοιχούν δικαιώματα του Barber — η διάταξη δεν το πράττει από μόνη της — αλλά στο αν ο Barber μπορεί να αντιτάξει στην Guardian την παράλειψη κράτους μέλους που παρέβη την υποχρέωση νου να μεταφέρει κοινοτικό δίκαιο στο δίκαιο του, όταν η παράλειψη αυτή προσβάλει τα δικαιώματα του.

52.

Το ζήτημα του οριζοντίου αμέσου αποτελέσματος της διατάξεως μιας οδηγίας ανάγεται επομένως στο ζήτημα της δυνατότητας ενός ιδιώτη ( στην προκειμένη περίπτωση του Barber) να επικαλεστεί στη διαφορά του με άλλο ιδιώτη (στην προκειμένη περίπτωση: την Guardian) τη μη τήρηση από κράτος μέλος οδηγίας που το δεσμεύει ή, αντίστροφα, στο ζήτημα αν ο δεύτερος ιδιώτης μπορεί να επωφεληθεί της παραλείψεως κράτους μέλους για να αρνηθεί σε άλλον ιδιώτη (τον υπάλληλο του) θεμιτό όφελος, στηριζόμενος στο κοινοτικό δίκαιο. Πρόκειται για το ζήτημα του αποτελέσματος των διατάξεων των οδηγιών έναντι των τρίτων ( 44 ).

Όπως εξέθεσα ανωτέρω (στο σημείο 49), η νομολογία του Δικαστηρίου ορίζει ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί την παράλειψη του έναντι των ιδιωτών. Το Δικαστήριο όμως ερμηνεύει ευρέως την παράλειψη αυτή: αφενός, αναγνωρίζοντας επίσης αποτελέσματα στην παράλειψη αυτή όταν το κράτος μέλος επεμβαίνει ως εργοδότης και επομένως στην πραγματικότητα υπό «ιδιότητα ιδιωτικού δικαίου », δηλαδή στο πλαίσιο οριζόντιας σχέσεως έναντι των εργαζομένων, και, αφετέρου, επιτρέποντας στους ιδιώτες, στην προκειμένη περίπτωση στους εργαζομένους, να επικαλούνται την παράλειψη αυτή μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και έναντι αυτονόμων δημοσίων αρχών που δεν είναι οι ίδιες υπεύθυνες για την παράλειψη του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται. Επομένως, στην αρχή «nemo auditur» αναγνωρίζεται ευρύ πεδίο εφαρμογής ( και μη συνδεόμενο με την ίδια την παράλειψη του εν λόγω προσώπου), οπότε αναγνωρίζεται στην οδηγία κάποιο αποτέλεσμα έναντι των τρίτων, δηλαδή των προαναφερθεισών δημοσίων αρχών.

Πρέπει η νομολογία αυτή να επεκταθεί υπό την έννοια ότι ο ιδιώτης που δεν έχει καμία σχέση με τις δημόσιες αρχές δεν μπορεί να επικαλεστεί προς όφελος του, στις σχέσεις του με άλλους ιδιώτες, την παράλειψη του κράτους μέλους και δεν μπορεί επομένως να επικαλεστεί μία διάταξη ( νόμιμη ή συμβατική ) αντίθετη προς την οδηγία; Δεν αποκλείεται, πράγματι, η αρχή « nemo auditur » ( ή η αρχή του « estoppel » ) να ερμηνευθεί ως γενική απαγόρευση αντλήσεως οφέλους από την αμέλεια άλλου προσώπου, εφόαον, όπως στην προαναφερθείσα νομολογία, η αρχή αυτή έχει αποκτήσει τόσο ευρύ πεδίο εφαρμογής ώστε δεν συνδέεται πια με « προσωπική » παράλειψη του κράτους μέλους ως νομοθέτη.

Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, δεν είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει αυτό το επιπλέον βήμα. Πράγματι, μέχρι τώρα, το Δικαστήριο περιόρισε την ισχύ της αρχής « nemo auditur » και/ή της αρχής του « estopell » ( και επομένως και την ισχύ των διατάξεων των οδηγιών έναντι των τρίτων ) στα πρόσωπα που εμπίπτουν στη σφαίρα των δημοσίων αρχών και για τα οποία επομένως το κράτος φέρει κάποια ευθύνη. Αν βέβαια επρόκειτο στην προκειμένη περίπτωση για ιδιαίτερο σύστημα απολύσεων που δημιουργεί διακρίσεις, το οποίο είχαν εγκρίνει οι δημόσιες αρχές αυτό καθαυτό, ή ακόμη περισσότερο στο οποίο είχαν προσδώσει γενική κανονιστική ισχύ, τότε νομίζω ότι η νομολογία αυτή θα έπρεπε να εφαρμοστεί και στην περίπτωση αυτή, διότι οι δημόσιες αρχές θα ήταν τότε ( συν )υπεύθυνες για το σύστημα αυτό. Στην προκειμένη όμως περίπτωση πρόκειται για ιδιαίτερο σύστημα απολύσεων, που αναφέρεται βέβαια σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα που αναγνωρίστηκε από τις δημόσιες αρχές ως σύστημα « contracted out » και με το οποίο συνδέθηκαν φορολογικά πλεονεκτήματα, το οποίο όμως δεν εγκρίθηκε από τις δημόσιες αρχές. Εξάλλου οι δημόσιες αρχές δεν εξάρτησαν την αναγνώριση του εν λόγω επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος και τη χορήγηση φορολογικών πλεονεκτημάτων από όρους που δημιουργούν διακρίσεις, αλλ' απλώς τους ανέχθηκαν ως προς αυτό η παρούσα υπόθεση διαφέρει από τις υποθέσεις Marshall και Johnston, διότι οι τοπικές δημόσιες αρχές στις υποθέσεις αυτές είχαν πράγματι λάβει μέτρα που δημιουργούσαν διακρίσεις.

Δεν νομίζω ότι πρέπει κανείς να προχωρήσει στην εφαρμογή και σε σχέσεις καθαρά ιδιωτικού δικαίου της αρχής « nemo auditur propriani turpitudinem allegane » που στηρίζεται στη παράλειψη ενός κράτους μέλους, η οποία κατά τον τρόπο αυτό χάνει τελείως τη συνήθη έννοια της — εκτός αν το Δικαστήριο επιθυμεί να αναθεωρήσει πλήρως τη νομολογία της αποφάσεως Marshall —, διότι αυτό θα πλησίαζε πολύ την αναγνώριση πλήρους οριζοντίου αμέσου αποτελέσματος σε διατάξεις οδηγιών ( αν και μια τέτοια εφαρμογή μπορεί να διακριθεί από θεωρητική άποψη ( 45 )). Βέβαια, μια τέτοια άποψη θα καθιστούσε δυνατή την αποφυγή μεγάλου αριθμού προβλημάτων που ανακύπτουν τώρα στον εξεταζόμενο τομέα: θα εξουδετέρωνε την ανισότητα στη μεταχείριση των εργοδοτών του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα (οικονομικό επιχείρημα) και ιδίως των εργαζομένων σε εργοδότες του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα ( κοινωνικό επιχείρημα ) και θα αποφεύγονταν επίσης ορισμένα λεπτά προβλήματα οριοθετήσεως, όσον αφορά την έννοια του « κράτους », του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, προβλήματα που καθίστανται ακόμη δυσκολότερα λόγω του γεγονότος ότι εργαζόμενοι του ίδιου οργανισμού ή επιχειρήσεως δημόσιας ωφέλειας μπορεί, αναλόγως του αν ο οργανισμός ή η επιχείρηση είναι ιδιωτικοποιημένοι ή εθνικοποιημένοι, να υπάγονται πότε στον ιδιωτικό και πότε στον δημόσιο τομέα. Υπενθυμίζω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν θα έπρεπε πάντως να ανακύψουν τα προβλήματα αυτά, αν το Δικαστήριο δεχόταν, όπως υποστηρίζω κατά κύρω λόγο, ότι το άρθρο 119 έχει εφαρμογή στην άνιση μεταχείριση για την οποία πρόκειται στην παρούσα υπόθεση.

53.

Το δεύτερο ερώτημα που προαναφέρθηκε ( στο σημείο 51 ) συνίσταται στο αν η διάταξη μιας οδηγίας, που, αυτή καθαυτή, δεν δημιουργεί υποχρεώσεις για τους ιδιώτες, αναπτύσσει πάντως αποτέλεσμα μεταξύ των ιδιωτών λαμβανομένης υπόψη μιας θεμελιώδους αρχής· στην προκειμένη περίπτωση της ισότητας των δύο φύλων που καθιερώνεται από διατάξεις διεθνούς δικαίου που περιλαμβάνουν την απαγόρευση διακρίσεων βασισμένων ( κυρίως ) στη διαφορά φύλου, στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης. Αναφέρομαι σχετικά ιδίως στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών της 4ης Νοεμβρίου 1950 και στα διεθνή σύμφωνα της 19ης Δεκεμβρίου 1966, που συνηφθησαν στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και αφορούν αντίστοιχα τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα ( 46 ).

Οι διάδικοι δεν έθιξαν καθόλου το πρόβλημα αυτό στις γραπτές τους παρατηρήσεις και το έθιξαν ελάχιστα κατά την προφορική συζήτηση. Θα περιοριστώ επομένως στη θέση του προβλήματος. Αν το Δικαστήριο αποφανθεί ότι θα πρέπει να δοθεί απάντηση το ερώτημα αυτό, θα πρέπει να δοθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους σχετικά με το ζήτημα αυτό.

Ορθότερα, το ζήτημα δεν είναι αν η οδηγία αναπτύσσει οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα, ή καλύτερα: αποτέλεσμα έναντι των τρίτων, χάρη σε διάταξη διεθνούς δικαίου: αν μία διάταξη διεθνούς δικαίου αναπτύσσει τέτοιο αποτέλεσμα μεταξύ των ιδιωτών στην κοινοτική έννομη τάξη, αυτό οφείλεται στην έκταση εφαρμογής της μία οδηγία μπορεί όμως να συμβάλει στη διευκρίνιση διατάξεως, διεθνούς δικαίου εντός της Κοινότητας, εξουδετερώνοντας κατά τον τρόπο αυτό εντός της Κοινότητας και σε συγκεκριμένο τομέα ενδεχόμενο εμπόδιο ( την ασάφεια της διατάξεως ) για το αποτέλεσμα της διατάξεως διεθνούς δικαίου έναντι των τρίτων.

Το ζήτημα του αποτελέσματος έναντι των τρίτων, ιδίως της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών έχει εξεταστεί σε βάθος από τη θεωρία στα κράτη μέλη και ιδίως στα κράτη μέλη όπου έχει καθιερωθεί ακριβής διάκριση μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου δικαίου. Θα ήθελα να περιοριστώ σε μία μόνο παραπομπή ( χωρίς να επαναλάβω τις υποσημειώσεις ) σχετικά με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, διότι νομίζω ότι ακόμη και σήμερα αποτελεί ακριβή περίληψη της προβληματικής ( 47 ):

« Συνοπτικά συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ισχύς έναντι των τρίτων δεν απορρέει αναγκαστικά από τη σύμβαση. Εξάλλου καμία διάταξη της συμβάσεως δεν εμποδίζει τα συμβαλλόμενα κράτη να αναγνωρίσουν, στις εθνικές έννομες τάξεις τους, ότι τα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες, ισχύουν έναντι των τρίτων εφόσον αυτό είναι δυνατόν. Σε ορισμένα συμβαλλόμενα κράτη έχει ήδη αναγνωριστεί η ισχύς των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που εξασφαλίζει η σύμβαση έναντι των τρίτων, ενώ σε άλλα συμβαλλόμενα κράτη δεν αποκλείεται, τουλάχιστον καταρχήν, αυτή η ισχύς έναντι των τρίτων. Αυτή η τάση αντιστοιχεί στην αντίληψη ότι, από την εξέλιξη των συνθηκών και των αντιλήψεων της κοινωνίας, μπορεί να συναχθεί ότι η σύμβαση θα αποκτήσει ισχύ που θα εξασφαλίζει στο άτομο μια ελάχιστη εγγύηση και στις σχέσεις του με τα άλλα πρόσωπα. Υπό το πνεύμα της συμβάσεως, πολλοί λόγοι συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής, έστω και αν, εφόσον πρόκειται για τέτοια “ εκ των υστέρων ερμηνεία ”, πρέπει φυσικά πάντοτε να τίθεται το ερώτημα μήπως με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζεται στη σύμβαση αποτέλεσμα που είναι απαράδεκτο για τα συμβαλλόμενα κράτη (ή για έναν αριθμό συμβαλλομένων κρατών) και, κατά συνέπεια, δεν στηρίζεται επαρκώς στη σιωπηρή συμφωνία της βουλήσεως των συμβαλλομένων κρατών. »

Γίνεται γενικά δεκτό, και από τους συγγραφείς που προαναφέρθηκαν, ότι το ζήτημα αν ένα δικαίωμα ισχύει έναντι των τρίτων εξαρτάται από τη φύση και τη μορφή του κάθε δικαιώματος. Νομίζω ότι η ισότητα μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών στην εργασία αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα που τείνουν, περισσότερο από άλλα, να αναπτύσσουν τέτοιο αποτέλεσμα. Πράγματι, το δικαίωμα αυτό δεν ολοκληρώνεται παρά μόνον αν δεν περιορίζεται στις κάθετες σχέσεις, δηλαδή στις σχέσεις μεταξύ των υπαλλήλων και των δημοσίων αρχών στις οποίες εργάζονται, αλλά εφαρμόζεται και σε όλες τις οριζόντιες σχέσεις. Αντίθετα, αν και διαπιστώνεται κάποια εξέλιξη, έχει αποδειχτεί ότι η γενική αρχή της απαγορεύσεως του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών θεωρείται ότι δεν αποτελεί αυτόνομη διάταξη και προσφέρει έννομη προστασία μόνο σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις της Συμβάσεως ( 48 ). Αντίθετα, το άρθρο 26 του διεθνούς συμφώνου περί ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων έχει χαρακτήρα αυτόνομο ( 49 ).

Τέλος, τα συμβαλλόμενα κράτη φέρουν την ευθύνη για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο θα τηρήσουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τη Σύμβαση ή το σύμφωνο (η ευθύνη αυτή επισύρει κυρώσεις κατά το διεθνές δίκαιο). Ενόψει της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, της οποίας την ιδιαίτερη σημασία για την ερμηνεία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του κοινοτικού δικαίου αναγνωρίζει το Δικαστήριο, είναι έργο του Δικαστηρίου, διά της ομοιόμορφης ερμηνείας που εφαρμόζεται σε όλη τη Κοινότητα ( 50 ), να καθορίζει το περιεχόμενο και την έκταση εφαρμογής των διατάξεων της Συμβάσεως και επομένως να καθορίζει επίσης αν πρέπει να αναγνωρίζεται αποτέλεσμα έναντι των τρίτων στα θεμελιώδη δικαιώματα που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, οτονς νομείς πον καλύπτονται από το κοινοτικό οίκαιο. Βέβαια, το Δικαστήριο θα λάβει προς τούτο υπόψη, αφενός, τη σημασία του οικείου εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος, στην προκειμένη περίπτωση της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών στην κοινοτική έννομη τάξη, και αφετέρου, τη συνταγματική παράδοση ( και το περί δικαίου αίσθημα ) των κρατών μελών. Νομίζω ότι το ίδιο ισχύει όσον αφορά το διεθνές σύμφωνο περί ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων ( και το διεθνές σύμφωνο περί των οικονομικών, κοινωνικών, και μορφωτικών δικαιωμάτων), τη σημασία των οποίων για την ερμηνεία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κοινοτικό δίκαιο αναγνώρισε το Δικαστήριο με πρόσφατες αποφάσεις ( 51 ).

Πέραν των προεκτεθέντων, τίθεται το ζήτημα σε ποιο μέτρο μπορεί να γίνει επίκληση του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος ενώπιον του Δικαστηρίου, όχι μόνο για να εξεταστεί το κύρος πράξεων των κοινοτικών αρχών — πράγμα που είναι αυτονόητο ( 52 ) —, αλλά και πράξεων των εθνικών δημόσιων αρχών, που εκδόθηκαν για την εκτέλεση διατάξεων του κοινοτικού δικαίου ή στους τομείς που καλύπτονται από τέτοιες διατάξεις ( 53 ).

Όπως ανέφερα, δεν θα συνεχίσω την εξέταση του ζητήματος αυτού, για τον λόγο που εξέθεσα στην αρχή του σημείου τούτου.

54.

Συνοψίζοντας, νομίζω ότι στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 119 έχει εφαρμογή, η διάταξη αυτή αναπτύσσει επίσης, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, άμεσο αποτέλεσμα μεταξύ των ιδιωτών, αλλά σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι εφαρμογή έχουν οι διατάξεις της οδηγίας 76/207, οι διατάξεις αυτές δεν αναπτύσσουν τέτοιο αποτέλεσμα υπό τις συνθήκες της προκειμένης υποθέσεως, πράγμα που δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να ερμηνεύσει την εθνική του νομοθεσία, στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 6, παράγραφος 4, του Sex Discrimination Act του 1975, σύμφωνα με το διατακτικό της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο όσον αφορά την έκταση εφαρμογής της οδηγίας 76/207 και ειδικότερα το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

Πρόταση

55.

Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Αποζημίωση λόγω απολύσεως, περιλαμβανομένης της νόμιμης κατώτατης αποζημίωσης, που καταβάλλεται βάσει επαγγελματικού συστήματος από τον εργοδότη στους εργαζόμενους που αυτός απολύει, αποτελεί “αμοιβή” κατά την έννοια του άρθρου 119, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ.

2)

Οι συντάξεις που καταβάλλονται στους απολυόμενους εργαζομένους με τη μεσολάβηση του διοικητικού συμβουλίου ενός ταμείου συντάξεων που χρηματοδοτείται από τις εισφορές των εργοδοτών, σύμφωνα με επαγγελματικό σύστημα συντάξεων που έχει αναγνωριστεί ως σύστημα “contracted out”, συνιστούν αμοιβή κατά την έννοια του άρθου 119, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ.

3)

Η αρχή της ισότητας των αμοιβών του άρθρου 119, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ συνεπάγεται ισότητα όλων των στοιχείων που συνιστούν την αμοιβή.

Κυρίως

4)

Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν επιτρέπει σε επαγγελματικό σύστημα να προβλέπει, σε περίπτωση απολύσεως, διαφορετική προϋπόθεση ηλικίας ανάλογα με το φύλο, για τη χορήγηση άμεσης σύνταξης που πρέπει να θεωρηθεί ως “ αμοιβή ”.

5)

Στην παρούσα υπόθεση το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ παράγει άμεσα αποτελέσματα μεταξύ των ιδιωτών.

Επικουρικώς

4)

Στην περίπτωση κατά την οποία επαγγελματικό σύστημα προβλέπει διαφορετική προϋπόθεση ηλικίας, ανάλογα με το φόλο, για τη χορήγηση άμεσης σύνταξης σε περίπτωση απολύσεως, η προϋπόθεση αυτή αποτελεί απαγορευόμενη από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ προϋπόθεση απολύσεως που δημιουργεί διακρίσεις.

5)

Στην παρούσα υπόθεση, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα μεταξύ των ιδιωτών ωστόσο, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία της χώρας του, στην παρούσα περίπτωση το άρθρο 6, παράγραφος 4, του Sex Discrimination Act το 1975, βάσει του διατακτικού της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο όσον αφορά την έκταση εφαρμογής του προαναφερθέντος άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207. »


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.

( 1 ) Βλέπε επίσης, σχετικά, το σημείο 17 κατωτέρω.

( 2 ) Βλέπε την απόφαση του Employment Appeal Tribunal στην οποία ορίζεται ότι: «Under Rule 32 Mr Barber became entitled to an immediate payment on retirement at age 62 or on being retired by the Participating Company at any time during the 10 years preceding normal pension date» (το άρθρο 32 δίνει στον Barber το δικαίωμα άμεσης καταβολής συντάξεως σε ηλικία 62 ετών ή οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια των 10 ετών που προηγούνται της κανονικής ημερομηνίας συνταξιοδοτήσεως εψαοον ουνταξιοδοτηθεί από την εταιρία στην οποία είναι ασφαλισμένος ).

( 3 ) Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1982, Burton ( 19/81, Συλλογή 1982, σ. 555).

( 4 ) Οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42 ).

( 5 ) Οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70).

( 6 ) Οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160).

( 7 ) Οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης ( ΕΕ 1986, L 225, σ. 40 ).

( 8 ) Βλέπε την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1981, Jenkins, σκέψεις 19 έως 22 ( 96/80, Συλλογή 1981, σ. 911 ).

( 9 ) Συλλογή 1982, σ. 589.

( 10 ) Απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1982, Garland ( 12/81, Συλλογή 1982, σ. 359).

( 11 ) Απόφαση της 11ης Μαρτίου 1981, Worringham (69/80, Συλλογή 1981, σ. 767).

( 12 ) Την ίδια κατεύθυνση ακολουθεί η νομολογία του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην απόφαση Hammersmith and Queen Charlotte's Special Health Authority κατά Cato, CMLR, Ιανουάριος 1988, το Employment Appeal Tribunal αποφάνθηκε ρητά ότι η αποζημίωση λόγω απολύσεως αποτελεί « αμοιβή » κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ.

( 13 ) Απόφαση της 25ης Μαΐου 1971, Defrenne (80/70, Rec. 1971, σ. 445).

( 14 ) Απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, Defrenne ( 43/75, Rec. 1976, 455 ).

( 15 ) Απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1987, Newstead ( 192/85, Συλλογή 1987, σ. 4753 ).

( 16 ) Συλλογι'ι 1981, σσ. 796 έως 798.

( 17 ) Απόφαση της 13ης Μαΐου 1986, Bilka ( 170/84, Συλλογή 1986, σ.1607).

( 18 ) Συλλογή 1981, σσ. 801 έως 806.

( 19 ) Απόφαση της 15ης Ιουνίου 1978, ^Defrenne ( 149/77, Jurispr. 1978, σ. 1365 ).

( 20 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Roberts ( 151/84, Συλλογή 1986, σ. 703 ).

( 21 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall ( 152/84, υλλογή 1986, σ. 723 ).

( 22 ) Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Beets-Proper ( 262/84, Συλλογή 1986, σ. 773 ).

( 23 ) Βλέπε επίσης την απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Rinner-Kühn ( 171/88, Συλλογή 1989, σ. 2743 ), όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που επιτρέπει στους εργοδότες να μην καταβάλουν την αμοιβή σε περίπτωση ασθενείας στους εργαζομένους (κυρίως γυναίκες) που εργάζονται με μειωμένο ωράριο αντίκειται στο άρθρο 119.

( 24 ) Υπάρχουν βέβαια διαφορές: η προϋπόθεση σχετικά με την εργασία πλήρους ωραρίου αφορά την ίδια τη χορήγηση της συντάξεως, ενώ η προϋπόθεση ηλικίας αφορά τον χρόνο χορηγήσεως της συντάξεως. Η διαφορά αυτή είναι σχετική: η « αναβολή γενέσεως του δικαιώματος », όσον αφορά τις συντάξεις γήρατος ή αποχωρήσεως, καθίσταται « απώλεια του δικαιώματος » σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου. Εξάλλου, η διαφορά αυτή δεν είναι κρίσιμη στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως: και η μία και η άλλη προϋπόθεση αφορούν τους όρους υπαγωγής στο σύστημα.

( 25 ) Βλέπε ιδίως την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1984, Razzouk και Beydoun, σκέψη 16 (75/82 και 117/82, Συλλογή 1984, σ. 1509).

( 26 ) Βλέπε ιδίως την απόφαση Marshall (που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 21 ), σκέψη 36.

( 27 ) Βλέπε ιδίως την απόφαση Marshall (που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 21 ), σκέψη 32.

( 28 ) Και στην υπόθεση Roberts επρόκειτο στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 33, για προϋπόθεση (Ιδιας) ηλικίας για τη χορήρηαη πρόωρης σύνταξης ( και όχι, όπως θα μπορούσε να συναχθεί από τις σκέψεις 30 και 32, για όριο ηλικίας βάσει του οποίου θα καθοριζόταν ποιοι εργαζόμενοι έπρεπε υποχρεωτικά να αποχωρήσουν). Είναι αλήθεια ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτή την προϋπόθεση ( ίδιας ) ηλικίας υπό το πρίσμα του άρθρου 119. Τη χαρακτήρισε όρο απολύσεως κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, διότι το ερώτημα που του είχε τεθεί αφορούσε αποκλειστικά το αν η Roberts αντιμετωπίστηκε κατά τρόπο αντίθετο προς την οδηγία αυτί). Πράγματι, η εφαρμογή του άρθρου 119 ουδόλως θα οφελούσε τη Roberts, εφόσον έλαβε την ίδια αποζημίωση λόγω απολύσεως με την αποζημίωση λόγω απολύσεως που έλαβαν οι άρρενες συνάδελφο! της της αυτής ηλικίας ( βλέπε κατωτέρω τα σημεία 42 και 43 ). Εντούτοις, το άρθρο 119 και η οδηγία 76/207/ΕΟΚ δεν αποκλείονται αμοιβαία (βλέπε την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ ). Επομένως, από την απόφαση σύμφωνα με την οποία η προϋπόθεση ηλικίας για την οποία επρόκειτο στην υπόθεση Roberts εμπίπτει στην οδηγία 76/207/ΕΟΚ, δεν μπορεί να συναχθεί ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί συγχρόνως το άρθρο 119.

( 29 ) Η υιοθετηθείσα άποψη έχει ως συνέπεια ότι δεν χρειάζεται πλέον να εξετασθεί ο επικουρικός ισχυρισμός της Επιτροπής (βλέπε ανωτέρω σημείο 24), σύμφωνα με τον οποίο, αν γινόταν δεκτό ότι η προϋπόθεση της ηλικίας δεν υπάγεται στο άρθρο 119 — συμπέρασμα που δεν συνάγεται στην προκειμένη περίπτωση — η απόφαση αυτή θα έπρεπε τότε να περιοριστεί στις περιπτώσεις της εθελουσίας εξόδου και επομένως δεν θα εφαρμοζόταν στις περιπτώσεις απολύσεως, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα υπήρχε πρόβλημα «όρων υπαγωγής » ( βλέπε όμως το σημείο 39 κατωτέρω, όπου η διάκριση αυτή παίζει πράγματι ρόλο, όχι για την περίπτωση που αφορά την παρούσα υπόθεση, αλλά για την εφαρμογή του άρθρου 4, στοιχείο α), της οδηγίας 86/378). Όπως προκύπτει από τις προτάσεις μου, θεωρώ ότι η διάκριση που πρέπει να γίνει πρέπει να διατυπωθεί διαφορετικά και ότι, αντίθετα προς τον ισχυρισμό της Επιτροπής, δεν αφορά το αν η πρωτοβουλία για τη λύση της συμβάσεως εργασίας ανήκει στον εργοδότη ή στον εργαζόμενο.

( 30 ) Στην υπόθεση Burton ( nou προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 3 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι στην έννοια της « απολύσεως » εμπίπτει και η εθελουσία έξοδος. Κατόπιν αυτού, το Συμβούλιο ενέκρινε την οδηγία 86/378/ΕΟΚ, που εφαρμόζεται επί των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων που εξασφαλίζουν την προστασία σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης ( βλέπε το σημείο 39).

( 31 ) Την Ιδια κατεύθυνση ακολουθεί η βρετανική νομολογία. Στην υπόθεση Hayward κατά Cammell Laird ( αριθμός 2), ICR 1988, 464, το House of Lords αποφάνθηκε ότι το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 δεν έχει την έννοια ότι, όταν η παρεχόμενη αμοιβή έχει συνολικά το ίδιο αποτέλεσμα για τους άνδρες και τις γυναίκες, το γεγονός ότι ορισμένα στοιχεία της αμοιβής αυτής αποτελούν αντικείμενο διακρίσεως υπέρ της γυναίκας, στερείται σημασίας στο μέτρο που η διάκριση αυτή αντισταθμίζεται από στοιχεία της αμοιβής που περιλαμβάνουν πλεονεκτήματα υπέρ του άνδρα, τα οποία επίσης δημιουργούν διάκριση.

( 32 ) Βλέπε την απάντηση της βρετανικής κυβερνήσεως σε ερώτηση του Δικαστηρίου σχετικά με τα φορολογικά πλεονεκτήματα που συνδέονται με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα, η οποία αναφέρεται στο τμήμα III της εκθέσεως για την επ' ακροατηρίου συζήτηση.

( 33 ) Morris, Ρ. Ε.: « The Direct Effect of Directives — Some recent Developments in the European Court» (Το άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών — Πρόσφατες εξελίξεις της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ), Journal oj'Business Law, 1989, σσ. 233 επ. και 3Û9 επ., και ιδίως σ. 310.

( 34 ) Η αρχή « nemo audilur propriani turpitudinem allegane » είναι πιο διαδομένη απ' ό,τι η αρχή του « estoppel », που προέρχεται από το αγγλοαμερικανικό δίκαιο. Η αρχή « nemo auditur » αναφέρεται σαφέστερα σε παράλειψη, ενώ η αρχή του «estoppel» μπορεί, μεταξύ άλλων, να υποδηλώσει «επίσης» την ύπαρξη αντιφάσεως μεταξύ της συμπεριφοράς ενός προσώπου και της εμπιστοσύνης που η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε σε άλλο πρόσωπο, εμπιστοσύνη στην οποία το τελευταίο στήριξε τη συμπεριφορά του.

( 35 ) Βλέπε επίσης την απόφαση της 15ης Μαΐου 1986, Johnston, σκέψη 56 ( 222/84, Συλλογή 1986, σ. 1651 ).

( 36 ) Αυτό είναι το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-188/89, Foster και λοιποί κατά British Gas, απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, Συλλογή 1990, σ. I-3313.

( 37 ) Βλέπε την απόφαση της 12ης Μαΐου 1987, Traen, σκέψη 24 ( 372/85 έως 374/85, Συλλογή 1987, σ. 2141 ), την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1987, Pretore di Salò, σκέψη 19 ( 14/86, Συλλογή 1987, σ. 2545 ), και την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1987, Kolpinghuis Nijmegen, σκέψη 9 ( 80/86, Συλλογή 1987, σ. 3969 ).

( 38 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 1984, Von Colson και Kamann ( 14/83, Συλλογή 1984, σ. 1891 ). Βλέπε επίσης την απόφαση της ιδίας ημερομηνίας Harz ( 79/83, Συλλογή 1988, σ. 1921 ).

( 39 ) Βλέπε τις προαναφερθείσες αποφάσεις Johnston (σκέψη 53) και Kolpinghuis Nijmegen (σκέψη 12), καθώς και την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, Gebroeders Beentjes, σκέψη 39 (31/87, Συλλογή 1988, σ. 4635) και την απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 1989, Nijman, σκέψη 6 ( 125/88, Συλλογή 1989, σ. 3533)

( 40 ) Βλέπε τις προτάσεις που ανέπτυξε στις 14 Νοεμβρίου 1989 ο γενικός εισαγγελέας Darmon επί των υποθέσεων 177/88 και 179/88.

( 41 ) Βλέπε, πάντως, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Gordon Slynn επί της υποθέσεως Marshall ( που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 21 ).

( 42 ) Βλέπε Arbeitsgericht Hamm, 6 Σεπτεμβρίου 1984, Der Betrieb, 1984, σ. 2700.

( 43 ) Βλέπε Galmot, Υ., και Bonichol, J.-C: « La Cour de Justice des Communautés européennes et la transposition des directives en droit national », Revue française de droit administratif, 1988, σσ. 1 επ., και ιδίως σ. 22.

( 44 ) Με τον όρο οριζόντιο αποτέλεσμα « έναντι των τρίτων » ( « Drittwirkung » ) νοείται γενικά ότι η εξεταζόμενη διάταξη ( είτε πρόκειται για συμβατική διάταξη ή για διάταξη της Συνθήκης είτε για διάταξη οδηγίας) μπορεί να θίξει την έννομη σφαίρα κάποιου « τρίτου », δηλαδή προσώπου διαφορετικού από αυτό στο οποίο η διάταξη αυτή επιβάλλει άμεσα (ιδαίτερες ) υποχρεώσεις ή στο οποίο παρέχει (ιδιαίτερα) δικαιώματα ( επιβάλλοντας του για παράδειγμα γενική υποχρέωση αποχής από πράξη).

( 45 ) Όπως ανέφερα ανωτέρω, στο σημείο 51, αυτί'] μπορεί να διακριθεί διότι πρόκειται αποκλειστικά για γενικευμένο αποτέλεσμα « έναντι των τρίτων » ( το οποίο, προς το παρόν, δεν γίνεται δεκτό από το Δικαστήριο παρά μόνο εις ράρος προσώπων δημοσίου δικαίου) και όχι για άμεσο αποτέλεσιια υπό στενή έννοια στηριζόμενο στην ύπαρξη υποχρεώσεως επιβαλλόμενης στον εργοδότη/ιδιώτη.

( 46 ) Τα άρθρα 2 και 26 και 3 και 7, αντιστοίχως, των συμφώνων αυτών αναφέρονται στο θεμελιώδες δικαίωμα για το οποίο γίνεται λόγος. Τα σύμφωνα αυτά επικυρώθηκαν, από το 1976 μέχρι σήμερα, από όλα τα κράτη μέλη ( μόνες εξαιρέσεις είναι η Ελλάδα όσον αφορά το πρώτο σύμφωνο και η Ιρλανδία όσον αφορά το δεύτερο ).

( 47 ) Van Dijk, P., και van Hoof, G. J. H.: De Europese conventie in theorie en praktijk ( η Ευρωπαϊκή Σύμβαση στη θεωρία και στην πράξη), 1979 (δεύτερη έκδοση: 1982), σσ. 15 και 16. Το 1984 εκδόθηκε αγγλική μετάφραση της εκδόσεως του 1982 με τον τίτλο Theory and Practice of the European Convention on Human Rights. Η παραπομπή βρίσκεται στις σσ. 16 και 17.

( 48 ) Βλέπε το έργο που αναφέρεται στην υποσημείωση 47, σσ. 339 επ. (ολλανδικό κείμενο)' σσ. 386 επ. (αγγλικό κείμενο ).

( 49 ) Βλέπε τις αποφάσεις της 7ης Απριλίου 1987, 172/1984, 180/1984 και 182/1984 της αρμόδιας επιτροπής, που δημοσιεύτηκαν στο Report of lhe Human Rights Committee (Έκθεση της Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), UN/GAOR^ Σύνοδος, συμπλ. 40 (Α/42/40) 1987, σσ. 139 έως 169 (και ιδίως σημείο 12.1 έως 12.5 της πρώτης αποφάσεως ).

( 50 ) Βλέπε, όσον αφορά τις διατάξεις του GATT, την απόφαση της 16ης Μαρτίου 1983, SIOT, σκέψη 28 (266/81, Συλλογή 1983, σ. 731).

( 51 ) Βλέπε τις αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1989, Orkem, σκέψεις 18 και 31 ( 374/87, Συλλογή 1989, σ. 3283 ), και Solvay, σκέψεις 15 και 28 (27/88, Συλλογή 1989, σ. 3355).

( 52 ) Αυτό υποστηρίζει ο γενικός εισαγγελέας Capotarti στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Defrenne III ( Jurispr. 1978, σσ. 1381 επ. και 1386).

( 53 ) Βλέπε σχετικά, ήδη, Pescatore, P.: « Bestand und Bedeutung der Grundrechte im Recht der Europäischen Gemeinschaften », Europarecht, 1979, σσ. 1 επ. και ιδίως σ. 10. Βλέπε άλλες παραπομπές στις προτάσεις μου της 5ης Δεκεμβρίου 1989 επί της υποθέσεως Hansen, σημείο 11 (απόφαση της 10ης Ιουλίου 1990, C-326/88, Συλλογή 1990, σ. I-2911).

Top