Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61987CJ0323

Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1989.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Φορολογικό καθεστώς που διέπει το ρούμι.
Υπόθεση 323/87.

Συλλογή της Νομολογίας 1989 -02275

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1989:305

61987J0323

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 11ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1989. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΓΕΩΡΓΙΑ - ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΕΙ ΤΟ ΡΟΥΜΙ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 323/87.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 02275


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Φορολογικές διατάξεις - Εσωτερικοί φόροι - Διατάξεις της Συνθήκης - Αντικείμενο - Επιβαρύνσεις, η φύση των οποίων έγκειται στην έμμεση προστασία άλλων προϊόντων - Ανταγωνιστικά προϊόντα - Ρούμι και αποστάγματα από οίνο και γλεύκος - Φορολογικό καθεστώς επιφυλάσσον ευνοϊκότερη μεταχείριση στα εγχώρια προϊόντα από τα ανταγωνιστικά εισαγόμενα - Απαράδεκτο

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 95)

Περίληψη


Το άρθρο 95, στο σύνολό του, αποσκοπεί στην κατοχύρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών υπό ομαλές συνθήκες ανταγωνισμού με την εξάλειψη κάθε μορφής προστασίας που μπορεί να προκύψει από την επιβολή εσωτερικών φόρων συνιστώντων διάκριση σε βάρος προϊόντων άλλων κρατών μελών και στην εξασφάλιση της πλήρους ουδετερότητας των εσωτερικών φόρων έναντι του ανταγωνισμού μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων.

Στα πλαίσια της εφαρμογής του άρθρου αυτού πρέπει να παρατηρηθεί ότι, λόγω των κοινών ιδιοτήτων που εμφανίζουν, το ρούμι και τα αποστάγματα από οίνο και γλεύκος είναι, ως προϊόντα αποστάξεως, ανταγωνιστικά.

Κατόπιν των ανωτέρω, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος υπάγει το ρούμι προελεύσεως άλλων κρατών μελών σε φορολογικό καθεστώς επαχθέστερο από εκείνο που πλήττει τα λοιπά αποστάγματα γεωργικής προελεύσεως, όπως τα παραγόμενα από οίνο και γλεύκος, συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που το κράτος αυτό υπέχει δυνάμει του άρθρου 95, στο βαθμό που η διαφορετική φορολόγηση επηρεάζει την αγορά των εν λόγω προϊόντων, μειώνοντας την κατανάλωση των εισαγομένων.

Διάδικοι


Στην υπόθεση 323/87,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Giuliano Marenco, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον καθηγητή Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου των Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Μarcello Conti, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie Adelaide,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, υπάγοντας την προερχόμενη από ζαχαροκάλαμο αποσταγμένη αλκοόλη και τα προϊόντα που την περιέχουν σε φορολογικό καθεστώς επαχθέστερο από εκείνο που ισχύει για τις λοιπές αλκοόλες και τα λοιπά αποστάγματα γεωργικής προελεύσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΟΚ.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, R. Joliet και Τ. F. Ο' Ηiggins, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodriguez Iglesias και Μ. Ζuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: J. Α. Ρompe, βοηθός γραμματέας

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 15ης Μαρτίου 1989,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Απριλίου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Οκτωβρίου 1987, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, υπάγοντας την προερχόμενη από ζαχαροκάλαμο αποσταγμένη αλκοόλη και τα προϊόντα που την περιέχουν σε φορολογικό καθεστώς επαχθέστερο από εκείνο που ισχύει για τις λοιπές αλκοόλες και τα λοιπά αποστάγματα γεωργικής προελεύσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης.

2 Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, μετά την έκδοση των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1982 και της 15ης Μαρτίου 1983 (υπόθεση 216/81, Cogis, Συλλογή 1982, σ. 2701 και υπόθεση 319/81, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1983, σ. 601), η Ιταλική Δημοκρατία τροποποίησε τη φορολογική της νομοθεσία σχετικά με τα οινοπνευματώδη ποτά. Με το νομοθετικό διάταγμα 232 της 15ης Ιουνίου 1984 (GURΙ της 18ης Ιουνίου 1984, αριθ. 166), καταργήθηκε το δημόσιο τέλος που έπληττε αποκλειστικά όσα οινοπνευματώδη δεν προέρχονταν από την απόσταξη του οίνου και των οινωδών ουσιών, ενώ καθορίστηκε ενιαίος συντελεστής 350 000 λιρεττών (LΙΤ) ανά εκατόλιτρο άνυδρης αλκοόλης ως τέλος παραγωγής για τις ιταλικές αλκοόλες και ως μεθοριακός επίφορος για τις εισαγόμενες αλκοόλες. Πάντως, με την πράξη μετατροπής του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος σε νόμο, και συγκεκριμένα με το νόμο 408 της 28ης Ιουλίου 1984 (GURΙ της 2ας Αυγούστου 1984, αριθ. 212), το τέλος παραγωγής και ο μεθοριακός επίφορος ορίστηκαν στις 420 000 LΙΤ, ενώ θεσπίστηκε και παρέκκλιση, δυνάμει της οποίας μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1988 τα εν λόγω τέλη και ο επίφορος επί των αλκοολών των λαμβανομένων από την απόσταξη οίνου, υποπροϊόντων οινοποιήσεως, πατάτας, φρούτων, σόργου, σύκων, χαρουπιών και δημητριακών καθορίστηκαν στις 340 000 LΙΤ ανά εκατόλιτρο άνυδρης αλκοόλης. Κατά τη διάρκειας της έγγραφης διαδικασίας, η Ιταλική Δημοκρατία διευκρίνισε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι προαναφερθέντες πλήρης και μειωμένος φορολογικοί συντελεστές καθορίστηκαν αντίστοιχα σε 546 000 και 442 000 LΙΤ ανά εκατόλιτρο άνυδρης αλκοόλης και ότι η περίοδος ισχύος του μειωμένου συντελεστή παρατάθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992.

3 Η Επιτροπή θεωρεί ιδίως ότι ο φορολογικός διαφορισμός του νόμου 408 "διαφοροποιημένη φορολογία" δημιουργεί με τεχνητό και μη αντικειμενικό τρόπο κατηγορίες οινοπνευματωδών ποτών με σκοπό την έμμεση προστασία των εγχωρίων προϊόντων που φορολογούνται ελαφρότερα από την προερχόμενη από ζαχαροκάλαμο αποσταγμένη αιθυλική αλκοόλη και τα προϊόντα που την περιέχουν, όπως για παράδειγμα το ρούμι, τα οποία, επειδή δεν παράγονται στην Ιταλία και δεν μπορούν να τύχουν φορολογικών μειώσεων, διέπονται από το ισχύον για τις αλκοόλες φορολογικό καθεστώς με την εφαρμογή ολοκλήρου του συντελεστή. Απαντώντας στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η προσφυγή της αφορά όχι μόνο τη φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στο ρούμι, αλλά και τη μεταχείριση της φυσικής αλκοόλης από ζαχαροκάλαμο, των αρωματισμένων αλκοολών, όπως το τζιν και η βότκα, και των ηδυπότων και λοιπών οινοπνευματωδών ποτών στο μέτρο που παρασκευάζονται από την προερχόμενη από ζαχαροκάλαμο αποσταγμένη αλκοόλη.

4 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας, οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί της φορολογικής μεταχειρίσεως που επιφυλάσσεται στο ρούμι

5 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το ρούμι και τα λοιπά αποστάγματα είναι ομοειδή προϊόντα κατά την έννοια του άρθρου 95, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Επικουρικώς, διατείνεται ότι εν πάση περιπτώσει πρόκειται για ανταγωνιστικά, κατά την έννοια του άρθρου 95, παράγραφος 2, προϊόντα.

6 Η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί ότι το ρούμι μπορεί να θεωρηθεί ως ομοειδές προς τα παραγόμενα από οίνο και δημητριακά αποστάγματα προϊόν, αν ληφθούν υπόψη τα αντίστοιχα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων αυτών. Πάντως, δέχεται ότι το ρούμι και τα λοιπά αποστάγματα είναι ανταγωνιστικά κατά την έννοια του άρθρου 95, παράγραφος 2, προϊόντα.

7 Οπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 95, στο σύνολό του, αποσκοπεί στην κατοχύρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών υπό ομαλές συνθήκες ανταγωνισμού με την εξάλειψη κάθε μορφής προστασίας που μπορεί να προκύψει από την επιβολή εσωτερικών φόρων συνιστώντων διάκριση σε βάρος προϊόντων άλλων κρατών μελών και στην εξασφάλιση της πλήρους ουδετερότητας των εσωτερικών φόρων έναντι του ανταγωνισμού μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων (βλέπε απόφαση της 9ης Ιουλίου 1987 στην υπόθεση 356/85, Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου, Συλλογή 1987, σ. 3299).

8 Οσον αφορά τις αλκοόλες που καταναλίσκονται από τον άνθρωπο, έχει ήδη διευκρινιστεί με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 1980 (υπόθεση 169/78, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Racc. 1980, σ. 385) και της 15ης Ιουλίου 1982 (προαναφερθείσα υπόθεση 216/81), τα αποστάγματα δημητριακών και το ρούμι, ως προϊόντα αποστάξεως, έχουν αρκετά κοινές ιδιότητες με τα αποστάγματα οίνου και στεμφύλων, ώστε να αποτελούν, τουλάχιστον υπό ορισμένες περιστάσεις, εναλλακτική επιλογή για τον καταναλωτή. Η διαπίστωση αυτή αρκεί για να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω προϊόντα είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους και ότι αντίστοιχη φορολογική επιβάρυνσή τους δεν μπορεί να έχει προστατευτικό αποτέλεσμα για την εγχώρια παραγωγή.

9 Στο σημείο αυτό, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το ιταλικό φορολογικό καθεστώς για τα αποστάγματα προορίζεται να καλύψει τη διαφορά μεταξύ του κόστους παραγωγής των προερχόμενων από οινώδεις ύλες και φρούτα αλκοολών και του κόστους των αλκοολών από μελάσσα. Θεωρεί ότι ο σκοπός της εν λόγω φορολογικής διακρίσεως αρκεί, αυτός καθαυτός, για να καταδείξει την έλλειψη ουδετερότητας, δεδομένου ότι οι οικονομικές δραστηριότητες που αφορούν την αμπελουργία είναι απείρως σημαντικότερες για την ιταλική οικονομία από την παραγωγή αλκοόλης από μελάσσα.

10 Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, προς απόδειξη του ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 2, της Συνθήκης, δεν αρκεί να συγκρίνονται απλώς οι φορολογικές επιβαρύνσεις επί των αντιστοίχων επιδίκων προϊόντων, αλλά ότι πρέπει να αποδεικνύεται συγκεκριμένα ότι η διαφορά μεταξύ των επιβαρύνσεων αυτών μπορεί να έχει επιπτώσεις προστατευτικού χαρακτήρα. Η Επιτροπή δεν προσκόμισε προς τούτο κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

11 Περαιτέρω, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το επίδικο φορολογικό σύστημα πληροί τα κριτήρια που, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου, επιτρέπουν στα κράτη μέλη να θεσπίζουν σύστημα φορολογικού διαφορισμού. Αναφέρεται ιδίως στην απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Μαρτίου 1986 (υπόθεση 243/84, Walker, Συλλογή 1986, σ. 875) και διατείνεται ότι σημαντική παραγωγή αλκοολών υπόκειται στον υψηλότερο συντελεστή του επίδικου τέλους, ειδικότερα όσον αφορά τις προερχόμενες από μελάσσα ζαχαροτεύτλων και εισαγομένου ζαχαροκαλάμου αλκοόλες.

12 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, πριν από την έκδοση του νόμου 408, το ιταλικό φορολογικό σύστημα χαρακτηριζόταν από το γεγονός ότι τα πλέον τυπικά εγχώρια προϊόντα, και συγκεκριμένα τα προερχόμενα από οίνο και γλεύκος αποστάγματα, κατατάσσονταν στην πλέον ευνοϊκή φορολογική κατηγορία, ενώ δύο προϊόντα, εισαγόμενα σχεδόν εξ ολοκλήρου από άλλα κράτη μέλη, και συγκεκριμένα τα αποστάγματα από δημητριακά και το ρούμι, φορολογούνταν βαρύτερα. Με τις αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 1980 και της 15ης Ιουλίου 1982 (προαναφερθείσες υποθέσεις 169/78 και 216/81), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η φορολογική αυτή διαφορά επηρέαζε την αγορά των επιδίκων προϊόντων, μειώνοντας την κατανάλωση των εισαγομένων.

13 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο νέος νόμος 408 κατάργησε τη διαφορετική φορολογία όσον αφορά το ουίσκι, ενώ το ρούμι εξακολουθεί να πλήττεται με υψηλότερη φορολογία. Υπό τις περιστάσεις αυτές, αρκεί η αναδρομή στις σκέψεις του Δικαστηρίου επ' ευκαιρία των ανωτέρω αποφάσεων, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω να στοιχειοθετηθεί, με σύγκριση των επιπτώσεων των διαφόρων φορολογικών επιβαρύνσεων επί των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ των επίδικων προϊόντων, η ύπαρξη της προστατευτικού χαρακτήρα επιπτώσεως του ιταλικού φορολογικού συστήματος όσον αφορά το ρούμι.

14 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς την απόφαση της 4ης Μαρτίου 1986 (προαναφερθείσα υπόθεση Walker). Πράγματι, όπως προκύπτει από την εν λόγω απόφαση, το σύστημα φορολογικού διαφορισμού δεν παράγει προστατευτικό αποτέλεσμα υπέρ της εγχώριας παραγωγής, εφόσον σε κάθε μία από τις φορολογικές κατηγορίες περιλαμβάνεται σημαντικό τμήμα της εγχώριας παραγωγής των οινοπνευματωδών ποτών.

15 Επ' αυτού, η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι στην πληττόμενη με υψηλότερο φόρο κατηγορία περιλαμβάνεται όλη η εγχώρια παραγωγή αλκοολών, πλην εκείνων που προέρχονται από οίνο, φρούτα ή δημητριακά, και ιδίως οι αλκοόλες από μελάσσα. Πάντως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι αλκοόλες αυτές είναι καθαρές και, επειδή υπό τη μορφή αυτή δεν είναι καταναλώσιμες από τον άνθρωπο, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού έναντι των αποσταγμάτων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Ιταλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι σημαντικό τμήμα της εγχώριας παραγωγής οινοπνευματωδών ποτών ανήκει στην ίδια φορολογική κατηγορία με το ρούμι.

16 Κατόπιν αυτού, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, υπάγοντας το ρούμι προελεύσεως άλλων κρατών μελών σε φορολογικό καθεστώς επαχθέστερο από εκείνο που πλήττει τα λοιπά αποστάγματα γεωργικής προελεύσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Επί της φορολογικής μεταχειρίσεως των λοιπών οινοπνευματωδών προϊόντων

17 Οσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση των λοιπών οινοπνευματωδών προϊόντων εκτός από το ρούμι, τα οποία πλήττονται με υψηλό φόρο, η Επιτροπή δέχθηκε ότι από τις στατιστικές εισαγωγών που διαθέτει δεν αποδεικνύεται ότι υφίσταται διάκριση, αφενός μεν, μεταξύ των αρωματικών αλκοολών και των ηδυπότων που παράγονται από αλκοόλη ζαχαροκαλάμου, αφετέρου δε, μεταξύ προϊόντων από λοιπές αλκοόλες γεωργικής προελεύσεως.

18 Οσον αφορά τις εισαγωγές φυσικής αλκοόλης από ζαχαροκάλαμο, η Επιτροπή ανέφερε ότι στους αυτούς αριθμούς περιλαμβάνονταν η αλκοόλη βιομηχανικής προελεύσεως (συνθετική αλκοόλη) και η αλκοόλη γεωργικής προελεύσεως, χωρίς διάκριση ανάλογα με τη βασική γεωργική ύλη. Πράγματι, η σαφής διάκριση της προελεύσεως της αλκοόλης είναι αδύνατη από ορισμένο αλκοομετρικό τίτλο και ορισμένη καθαρότητα και πάνω.

19 Κατά πάγια νομολογία (βλέπε τις πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Απριλίου 1989 και 30ής Μαΐου 1989 στις υποθέσεις 141/87 και 340/87, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1989, σ.943, ιδίως σ. 1483), στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνωρίσεως παραβάσεως βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης, εναπόκειται στην Επιτροπή η απόδειξη ότι συντρέχει η προσβαλλόμενη παράβαση.

20 Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν απέδειξε αν, και ενδεχομένως σε ποιο βαθμό τα εισαγόμενα προϊόντα παράγονται από αλκοόλη προερχόμενη από ζαχαροκάλαμο και αν, συνακόλουθα, φορολογούνται επαχθέστερα. Ελλείψει της αποδείξεως αυτής, το Δικαστήριο αδυνατεί να αποφανθεί τόσο επί της σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ των εγχωρίων και των εισαγομένων προϊόντων, όσο και επί του προστατευτικού χαρακτήρα του επιδίκου φορολογικού καθεστώτος. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφυγή είναι απορριπτέα όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση των οινοπνευματωδών προϊόντων εκτός από το ρούμι.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

21 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα όμως με την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, του ιδίου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει τα έξοδα ολικώς ή μερικώς σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

22 Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε μερικώς, συντρέχει περίπτωση συμψηφισμού των εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφαίνεται:

1) Η Ιταλική Δημοκρατία, υπάγοντας το ρούμι προελεύσεως άλλων κρατών μελών σε φορολογικό καθεστώς επαχθέστερο από εκείνο που ισχύει για τα αποστάγματα γεωργικής προελεύσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3) Κάθε δικάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Top