This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61987CJ0302
Judgment of the Court of 27 September 1988. # European Parliament v Council of the European Communities. # Capacity of the European Parliament to bring an action for annulment. # Case 302/87.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αναγνώριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.
Υπόθεση 302/87.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αναγνώριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.
Υπόθεση 302/87.
Συλλογή της Νομολογίας 1988 -05615
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:461
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 27ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1988. - ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΝΑ ΖΗΤΗΣΕΙ ΑΚΥΡΩΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 302/87.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 05615
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00739
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00589
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Προσφυγή ακυρώσεως - Δικαίωμα προσφυγής που αναγνωρίζεται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα από το άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης ΕΟΚ - Χρήση από το Κοινοβούλιο - Αποκλείεται
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 4 και 173, δεύτερο εδάφιο)
2. Προσφυγή κατά παραλείψεως - Δικαίωμα προσφυγής των Οργάνων - Κοινοβούλιο - Σύνδεσμος με το δικαίωμα προσφυγής ακυρώσεως - Δεν υφίσταται
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, πρώτο εδάφιο και 175, πρώτο εδάφιο)
3. Προσφυγή κατά παραλείψεως - 'Οχληση του Οργάνου - Ρητή άρνηση προς ενέργεια που έχει ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη - Επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 175)
4. Διαδικασία - Παρέμβαση - Δικαίωμα προβλεπόμενο για το Κοινοβούλιο - Σύνδεσμος με το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως - Δεν υφίσταται
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 17, πρώτο εδάφιο Οργανισμός του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, άρθρο 37)
5. Προσφυγή ακυρώσεως - Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή - Πράξεις του Κοινοβουλίου που αποσκοπούν στην παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων έναντι τρίτων - Αποτελέσματα ως προς το δικαίωμα του Κοινοβουλίου για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά των πράξεων των άλλων Οργάνων - Δεν υφίσταται
(Συνθήκη ΕΚΑΧ, άρθρα 33 και 38 Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, πρώτο εδάφιο)
6. Προσφυγή ακυρώσεως - Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή - Πράξεις του Κοινοβουλίου που αποσκοπούν στην παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων έναντι τρίτων - Διαπίστωση από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου της οριστικής εγκρίσεως του προϋπολογισμού - Αποτελέσματα ως προς το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να ασκεί προσφυγές ακυρώσεως κατά των πράξεων των άλλων Οργάνων - Δεν υφίστανται
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 173, πρώτο εδάφιο και 203)
7. Προσφυγή ακυρώσεως - Δικαίωμα προσφυγής του Κοινοβουλίου - Δεν υφίσταται
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, πρώτο εδάφιο)
1. Δεν μπορεί να αναγνωριστεί στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.
Πράγματι, το άρθρο 173 αντιδιαστέλλει το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής των Κοινοτικών Οργάνων, το οποίο ρυθμίζει στο πρώτο του εδάφιο, από το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής των φυσικών ή νομικών προσώπων, του οποίου τις προϋποθέσεις καθορίζει στο δεύτερό του εδάφιο. Το Κοινοβούλιο,που είναι ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 4 της Συνθήκης όργανα της Κοινότητας, δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο.
Εξάλλου, το σύστημα του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, δεν προσφέρεται, οπωσδήποτε, ως βάση για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως εκ μέρους του Κοινοβουλίου. Πράγματι, σχετικά με τους αναφερόμενους στο άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο, προσφεύγοντες, πρέπει το ίδιο το περιεχόμενο της βαλλόμενης πράξης να τους αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν είναι το περιεχόμενο της πράξης αυτό που μπορεί να βλάψει το Κοινοβούλιο, αλλά η μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων που επιβάλλουν την παρέμβασή του. Εξάλλου, το άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο, δεν αναφέρεται παρά σε μιά περιορισμένη κατηγορία πράξεων, δηλαδή των πράξεων ατομικού χαρακτήρα, ενώ το Κοινοβούλιο ζητεί να του αναγνωριστεί δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά πράξεων γενικής ισχύος.
2. 'Οπως προκύπτει από το άρθρο 175, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, στο Κοινοβούλιο έχει απονεμηθεί το δικαίωμα να ζητεί τη διαπίστωση παραλείψεων της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, συντελώντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, στην παύση της παραλύσεως των μηχανισμών λήψεως αποφάσεων, πράγμα που θα μπορούσε να το εμποδίζει στην άσκηση των εξουσιών του. Απ' αυτό το δικαίωμα, του να ζητείται η διαπίστωση παραλείψεως, δεν απορρέει ότι πρέπει να αναγνωριστεί στο Κοινοβούλιο η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.
Δεν υφίσταται ο αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ της προσφυγής ακυρώσεως και της προσφυγής κατά παραλείψεως. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η προσφυγή κατά παραλείψεως επιτρέπει στο Κοινοβούλιο να προκαλέσει την έκδοση πράξεων οι οποίες δεν μπορούν πάντοτε να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. 'Ετσι, εφόσον το Συμβούλιο δεν έχει καταθέσει σχέδιο προϋπολογισμού, το Κοινοβούλιο μπορεί να προκαλέσει απόφαση διαπιστώνουσα την παράλειψη του Συμβουλίου, μολονότι το σχέδιο, το οποίο αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη, δεν θα μπορούσε να προσβληθεί δυνάμει του άρθρου 173.
3. Κατά αρνήσεως προς ενέργεια, οσονδήποτε ρητής και αν είναι, η οποία προβλήθηκε ύστερα από σχετική πρόσκληση προς το Συμβούλιο ή την Επιτροπή κατ' εφαρμογή του άρθρου 175 της Συνθήκης, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει του εν λόγω άρθρου, εφόσον με την άρνηση αυτή δεν τίθεται τέρμα στην παράλειψη.
4. Από το δικαίωμα, που έχει απονεμηθεί στο Κοινοβούλιο με το άρθρο 37 του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, της ασκήσεως παρεμβάσεως σε διαφορές που έχουν αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν απορρέει ότι έχει αναγνωριστεί στο εν λόγω 'Οργανο το δικαίωμα της ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.
Πράγματι, δεν υφίσταται ο αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ του δικαιώματος παρεμβάσεως και της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής. Αφενός, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, του προαναφερθέντος άρθρου, το δικαίωμα παρεμβάσεως των ιδιωτών προϋποθέτει απλώς "συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς" που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο, ενώ το παραδεκτό της εκ μέρους τους ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι είναι αποδέκτες της πράξεως της οποίας ζητούν την ακύρωση ή ότι η εν λόγω πράξη τους αφορά, τουλάχιστον, άμεσα και ατομικά. Εξάλλου, κατά το πρώτο εδάφιο του ιδίου άρθρου το Κοινοβούλιο δύναται να παρεμβαίνει σε διαφορές όπως αυτές που αφορούν παραβάσεις κρατών, ενώ η πρωτοβουλία για την άσκηση της σχετικής προσφυγής στο Δικαστήριο επιφυλάσσεται στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη.
5. Καίτοι, για την τήρηση του συστήματος της Συνθήκης με το οποίο επιδιώχθηκε να τεθεί σε εφαρμογή ένα σύστημα πλήρους δικαστικής προστασίας έναντι των πράξεων των Κοινοτικών Οργάνων που μπορούν να συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα, οι πράξεις του Κοινοβουλίου που παράγουν τέτοια αποτελέσματα έναντι τρίτων μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, αυτό ουδόλως συνεπάγεται ότι πρέπει να αναγνωριστεί στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα να ασκεί το ίδιο τέτοια προσφυγή κατά των πράξεων του Συμβουλίου ή της Επιτροπής.
Πράγματι, στο πλαίσιο του συστήματος των Συνθηκών, και όπως καταφαίνεται από τη σύγκριση μεταξύ των άρθρων 33 και 38 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, οσάκις οι πράξεις του Κοινοβουλίου υποβλήθηκαν σε έλεγχο νομιμότητας, δεν παρασχέθηκε, παρ' όλ' αυτά, στο τελευταίο η δυνατότητα να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της ασκήσεως ευθείας προσφυγής κατά των πράξεων των άλλων οργάνων.
6. Η διαδικασία επί του προϋπολογισμού, όπως έχει οργανωθεί από το άρθρο 203 της Συνθήκης ΕΟΚ, περιλαμβάνει μια σειρά προπαρασκευαστικών πράξεων που προέρχονται απο τα δύο όργανα της αρμόδιας επί του προϋπολογισμού αρχής και διά των οποίων εκπονείται ο προϋπολογισμός, ληφθέντος υπόψη ότι ο τελευταίος δεν καθίσταται νομικά δεσμευτικός παρά μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας, δηλαδή όταν ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου, υπό την ιδιότητά του ως οργάνου αυτού, διαπιστώσει, ότι ο προϋπολογισμός έχει οριστικώς εγκριθεί.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι, όσον αφορά την έγκριση του προϋπολογισμού, η μόνη πράξη που μπορεί να ακυρωθεί προέρχεται από όργανο του Κοινοβουλίου και πρέπει, ως εκ τούτου, να αποδοθεί στο ίδιο το Κοινοβούλιο. Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να επικαλεστεί τις σχετικές με την έγκριση του προϋπολογισμού εξουσίες του προκειμένου να ζητήσει να του αναγνωριστεί δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά των πράξεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου.
7. Οι εφαρμοστέοι κανόνες του κοινοτικού δικαίου, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να αναγνωρίσει στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.
Στην υπόθεση 302/87,
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον F. Pasetti Bombardella, Jurisconcultus του Κοινοβουλίου, επικουρούμενο από τους C. Pennera και J. Schoo, μέλη της νομικής υπηρεσίας του Κοινοβουλίου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, plateau του Kirchberg,
προσφεύγον,
κατά
Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενου από τους A. A. Dashwood, διευθυντή, F. Van Craeyenest, κύριο υπάλληλο διοικήσεως, και την B. Laloux, μέλος της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον J. Kaeser, διευθυντή της νομικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad- Adenauer,
καθού,
που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της απόφασης 87/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1987, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, G. Bosco, O. Due, J. C. Moitinho de Almeida και G. C. Rodriguez Iglesias, προέδρους τμήματος, T. Koopmans, U. Everling, K. Bahlmann, Y. Galmot, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliet, T. F. O' Higgins και F. Α. Schockweiler, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Darmon
γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας
έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και ύστερα από την προφορική διαδικασία της 24ης Μαρτίου 1988,
αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Μαΐου 1988,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 1987, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της απόφασης87/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1987 (ΕΕ L 197, σ. 33), για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή.
2 Με την απόφαση αυτή, η οποία ερείδεται στο άρθρο 143 της Συνθήκης ΕΟΚ, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 10 της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως, το Συμβούλιο καθόρισε τους όρους ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που εκχωρεί στην Επιτροπή για την εφαρμογή των κανόνων που αυτό θέτει και θέσπισε τις διατάξεις που διέπουν τη σύνθεση, τη λειτουργία και το ρόλο των επιτροπών των αντιπροσώπων των κρατών μελών που καλούνται να παρέμβουν.
3 Το Συμβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά το άρθρο 91, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου και ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ενστάσεως αυτής χωρίς να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως.
4 Προς στήριξη της ενστάσεώς του, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι το άρθρο 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης δεν προβλέπει ρητώς ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως. Ούτε, άλλωστε, μπορεί να του αναγνωριστεί αυτή η ικανότητα βάσει συλλογιστικής ερειδόμενης στην ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής των μέσων παροχής έννομης προστασίας. 'Οντως, όπως το Δικαστήριο έχει δεχτεί με τις αποφάσεις του της 29ης Οκτωβρίου 1980 (Roquette freres κατά Συμβουλίου, 138/79, Rec. 1980, σ. 3333 και Maizena GmbH κατά Συμβουλίου, 139/79, Rec. 1980,σ. 3393), και της 22ας Μαΐου 1985 (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, "Μεταφορές", 13/83, Συλλογή 1985, σ. 1513), η άσκηση παρεμβάσεως και η προσφυγή κατά παραλείψεως είναι ανεξάρτητες της προσφυγής ακυρώσεως.
5 Το Συμβούλιο υποστηρίζει, επιπλέον, ότι ούτε από την απόφαση της 23ης Απριλίου 1986 (Κόμμα Οικολόγων "Les Verts" κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 294/83, Συλλογή 1986, σ. 1339), ούτε από την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986 (Συμβούλιο κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, "Προϋπολογισμός", 34/86, Συλλογή 1986, σ. 2155), συνάγεται ότι το Δικαστήριο έχει εμμέσως αναγνωρίσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως. Η προαναφερθείσα απόφαση "Les Verts", της 23ης Απριλίου 1986, ερείδεται στην ανάγκη διασφαλίσεως δικαστικής προστασίας από οποιαδήποτε πράξη δυνάμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, ανεξαρτήτως του οργάνου από το οποίο προέρχεται. Εξ αυτού δεν προκύπτει ότι πρέπει να υφίσταται παραλληλισμός μεταξύ ενεργητικής και παθητικής συμμετοχής του Κοινοβουλίου στην εκδίκαση διαφορών σχετικά με τη νομιμότητα. Κατά μείζονα λόγο, ο παραλληλισμός αυτός δεν μπορεί να συναχθεί από την προαναφερθείσα απόφαση "Προϋπολογισμός", της 3ης Ιουλίου 1986, δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει όλες οι πράξεις που το Συμβούλιο εκδίδει στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού δεν είναι παρά προπαρασκευαστικής φύσεως.
6 Στις 20 Ιανουαρίου 1988, το Δικαστήριο αποφάσισε να αποφανθεί επί της ενστάσεως του Συμβουλίου χωρίς να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως.
7 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
8 Πρέπει ευθύς εξαρχής να σημειωθεί ότι ορθώς οι διάδικοι τοποθέτησαν τη διαφωνία τους στο πλαίσιο του πρώτου εδαφίου του άρθρου 173 της Συνθήκης.
9 Πράγματι, το άρθρο 173 αντιδιαστέλλει το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής των Κοινοτικών Οργάνων, το οποίο ρυθμίζει στο πρώτο του εδάφιο, από το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής των φυσικών ή νομικών προσώπων, του οποίου τις προϋποθέσεις καθορίζει στο δεύτερό του εδάφιο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που είναι ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 4 της Συνθήκης όργανα της Κοινότητας, δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο.
10 Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το σύστημα του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, δεν προσφέρεται, οπωσδήποτε, ως βάση για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πράγματι, σχετικά με τους αναφερόμενους στο άρθρο 175, δεύτερο εδάφιο, προσφεύγοντες, πρέπει το ίδιο το περιεχόμενο της βαλλόμενης πράξης να τους αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν είναι το περιεχόμενο της πράξης αυτό που μπορεί να βλάψει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά η μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων που επιβάλλουν την παρέμβασή του. Εξάλλου, το άρθρο 173, δεύτερο εδάφιο, δεν αναφέρεται παρά σε μια περιορισμένη κατηγορία πράξεων, δηλαδή των πράξεων ατομικού χαρακτήρα, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί να του αναγνωριστεί δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά πράξεων γενικής ισχύος.
11 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν μπορεί να αναγνωριστεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μέσω ερμηνείας του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά των πράξεων του Συμβουλίου ή της Επιτροπής.
12 'Οπως προκύπτει από τα άρθρα 143 και 144 της Συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει την εξουσία να ελέγχει πολιτικώς την Επιτροπή, η οποία, κατά το άρθρο 155, "μεριμνά για την εφαρμογή της παρούσης Συνθήκης καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα όργανα" και να αποφασίζει τη λήψη συγκεκριμένου κατ' αυτής μέτρου σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν επιτελεί προσηκόντως αυτό το έργο. Επιπλέον, ο πολιτικός έλεγχος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ασκείται μέσω των συζητήσεων που μπορεί αυτό να οργανώνει επί ζητημάτων ειδικού ή γενικού χαρακτήρα, από τις οποίες συζητήσεις μπορεί να του καταστεί δυνατή η υποβολή αιτήσεων όσον αφορά την ακολουθούμενη από το Συμβούλιο ή την Επιτροπή πολιτική.
13 Εξάλλου, ανεξαρτήτως των σχετικών με την κατάρτιση του προϋπολογισμού εξουσιών που του έχουν αναγνωριστεί με τις Συνθήκες του Λουξεμβούργου της 22ας Απριλίου 1970 και των Βρυξελλών της 22ας Ιουλίου 1975 και της εξουσίας συναποφάσεως που διαθέτει βάσει της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως όσον αφορά ζητήματα προσχωρήσεως και συμφωνιών συνδέσεως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να επηρεάζει το περιεχόμενο των κανονιστικών πράξεων του Συμβουλίου είτε μέσω των γνωμών που διατυπώνει στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβουλεύσεως είτε μέσω των θέσεων που λαμβάνει στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας.
14 Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 175, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει απονεμηθεί το δικαίωμα να ζητεί τη διαπίστωση παραλείψεων της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, συντελώντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, στην παύση της παραλύσεως των μηχανισμών λήψεως αποφάσεων, πράγμα που θα μπορούσε να το εμποδίζει στην άσκηση των εξουσιών του. 'Οπως προκύπτει από το άρθρο 37 του Οργανισμού του Δικαστηρίου,στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρέχεται επίσης η δυνατότητα να ακούγεται η φωνή του από το Δικαστήριο μέσω της ασκήσεως παρεμβάσεως στις εκδικαζόμενες από το Δικαστήριο διαφορές.
15 Απ' αυτό το δικαίωμα, το οποίο συνίσταται στο να ζητείται η διαπίστωση παραλείψεως και στο να ασκείται παρέμβαση στις διαφορές που έχουν αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν απορρέει, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ότι πρέπει να του αναγνωριστεί η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.
16 Δεν υφίσταται ο αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ της προσφυγής ακυρώσεως και της προσφυγής κατά παραλείψεως. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η προσφυγή κατά παραλείψεως επιτρέπει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να προκαλέσει την έκδοση πράξεων οι οποίες δεν μπορούν πάντοτε να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. 'Ετσι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1988 (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, 377/87, Συλλογή 1988, σ. 4017), εφόσον το Συμβούλιο δεν έχει καταθέσει σχέδιο προϋπολογισμού, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να προκαλέσει απόφαση διαπιστώνουσα την παράλειψη του Συμβουλίου, μολονότι το σχέδιο, το οποίο αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη, δεν θα μπορούσε να προσβληθεί δυνάμει του άρθρου 173.
17 Προβλήθηκε επιπλέον το επιχείρημα ότι, σε περίπτωση αδυναμίας ασκήσεως της προσφυγής ακυρώσεως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει, αφού είχε προηγουμένως καλέσει το Συμβούλιο ή την Επιτροπή να ενεργήσουν κατά την έννοια του άρθρου 175, τη ρητή άρνηση προς ενέργεια που θα του αντιτασσόταν. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό ερείδεται επί μη ευσταθούντος συλλογισμού . Πράγματι, βάσει του άρθρου 175, κατά αρνήσεως προς ενέργεια, οσοδήποτε ρητή και αν είναι, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον με την άρνηση αυτή δεν τίθεται τέρμα στην παράλειψη.
18 Ούτε, άλλωστε, υφίσταται ο αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ του δικαιώματος παρεμβάσεως και της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής. Αφενός, κατά το άρθρο 37, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, το δικαίωμα παρεμβάσεως των ιδιωτών προυποθέτει απλώς "συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς" που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο, ενώ το παραδεκτό της εκ μέρους τους ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι είναι αποδέκτες της πράξεως της οποίας ζητούν την ακύρωση ή ότι η εν λόγω πράξη τους αφορά, τουλάχιστον, άμεσα και ατομικά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 37, πρώτο εδάφιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να παρεμβαίνει σε διαφορές όπως αυτές που αφορούν παραβάσεις κρατών, ενώ η πρωτοβουλία για την άσκηση της σχετικής προσφυγής στο Δικαστήριο επιφυλάσσεται στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη.
19 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ακόμη ότι το άρθρο 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, αποτελεί έκφραση της αρχής της ισότητας μεταξύ των ρητώς αναφερομένων σ' αυτήν κοινοτικών οργάνων, υπό την έννοια ότι καθένα απ' αυτά μπορεί να ασκεί προσφυγές κατά των πράξεων του άλλου, όπως, αντιστρόφως, είναι δυνατό και οι δικές του πράξεις να υποβάλλονται από άλλο όργανο στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Εφόσον το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που μπορούν να παράγουν έννομα αποτελέσματα είναι δυνατό να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, οφείλει, στο πλαίσιο της μέριμνας για τη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των κοινοτικών οργάνων, να αναγνωρίσει και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το δικαίωμα προσβολής των πράξεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής.
20 Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνηστεί ότι, καίτοι το Δικαστήριο έχει κρίνει με την απόφασή του της 23ης Απριλίου 1986 (η προαναφερθείσα υπόθεση, Κόμμα Οικολόγων "Les Verts" κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) ότι οι πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, αυτό οφείλεται στο ότι ερμηνεία με την οποία οι πράξεις αυτές θα απεκλείονταν από το πεδίο αυτής της προσφυγής θα κατέληγε σε αποτέλεσμα αντίθετο προς το σύστημα της Συνθήκης με το οποίο επιδιώχθηκε η θέσπιση πλήρους συστήματος δικαστικής προστασίας από τις πράξεις των κοινοτικών οργάνων που μπορούν να παράγουν έννομα αποτελέσματα.
21 Ωστόσο, από τη σύγκριση του άρθρου 38 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, στο οποίο ειδικώς αναφέρθηκε το Δικαστήριο με την απόφασή του στην υπόθεση "Les Verts" , προς το άρθρο 33 της ίδιας Συνθήκης, αποδεικνύεται ότι στο πλαίσιο του συστήματος των Συνθηκών, οσάκις οι πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υποβλήθηκαν σε έλεγχο νομιμότητας, δεν παρασχέθηκε, παρ' όλ' αυτά, στο τελευταίο η δυνατότητα να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της ασκήσεως ευθείας προσφυγής κατά των πράξεων των άλλων οργάνων. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντλεί από το γεγονός ότι θα έπρεπε να υφίσταται, στο πλαίσιο διαφορών σχετικά με τη νομιμότητα, παραλληλισμός μεταξύ της ιδιότητας του καθού και της ιδιότητας του προσφεύγοντος.
22 Στη συνέχεια, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 3ης Ιουλίου 1986 (η προαναφερθείσα υπόθεση: Συμβούλιο κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, "Προϋπολογισμός" ), του έχει εμμέσως αναγνωρίσει το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.
23 Σχετικά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η περιγραφόμενη στις παραγράφους 4, 5 και 6 του άρθρου 203 της Συνθήκης διαδικασία επί του προϋπολογισμού χαρακτηρίζεται από διαδοχικές αποφάσεις των δύο οργάνων της αρμόδιας επί του προϋπολογισμού αρχής, κατά τις οποίες καθένα από τα όργανα αυτά μπορεί, τηρώντας τους όρους ψηφοφορίας που έχουν καθοριστεί από τη Συνθήκη, να εναντιώνεται στις θέσεις του άλλου. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν ωσαύτως προπαρασκευαστικές πράξεις συντελούσες στην κατάρτιση του προϋπολογισμού, ο οποίος, όπως προκύπτει από την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986 (η προαναφερθείσα υπόθεση: Συμβούλιο κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, "Προϋπολογισμός"), δεν καθίσταται νομικά δεσμευτικός παρά μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας, δηλαδή όταν ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υπό την ιδιότητά του ως οργάνου αυτού, διαπιστώσει, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 203 της Συνθήκης, ότι ο προϋπολογισμός έχει οριστικώς εγκριθεί.
24 Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι, όσον αφορά την έγκριση του προϋπολογισμού, η μόνη πράξη που μπορεί να ακυρωθεί προέρχεται από όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πρέπει, ως εκ τούτου, να αποδοθεί στο ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κατά συνέπεια, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να επικαλεστεί τις σχετικές με την έγκριση του προϋπολογισμού εξουσίες που του έχουν παρασχεθεί από τις προαναφερθείσες Συνθήκες του Λουξεμβούργου και των Βρυξελλών και που δεν τίθενται, άλλωστε, υπό αμφισβήτηση στην υπό κρίση υπόθεση, προκειμένου να ζητήσει να του αναγνωριστεί δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά των πράξεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου.
25 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανέφερε ακόμη ότι, σε περίπτωση που δεν θα του αναγνωριζόταν το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως, δεν θα ήταν σε θέση να προασπίσει τις δικές του προνομίες που έχει έναντι των άλλων κοινοτικών οργάνων.
26 Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, καίτοι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει αναγνωριστεί, από της συστάσεώς του, η εξουσία συμμετοχής, ως συμβουλευτικού οργάνου, στη διαδικασία καταρτίσεως των κανονιστικών πράξεων, δεν του έχει ωστόσο παρασχεθεί η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγών. Οι προνομίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αυξήθηκαν με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, με την οποία επικυρώθηκε η αναγνώριση στο τελευταίο εξουσίας συναποφάσεως όσον αφορά ζητήματα προσχωρήσεως και συμφωνιών συνδέσεως και θεσπίστηκε διαδικασία συνεργασίας σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, χωρίς όμως να τροποποιηθεί το άρθρο 173 της Συνθήκης.
27 Η Συνθήκη, εκτός από τα πιο πάνω δικαιώματα που με το άρθρο της 175 αναγνωρίζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του παρέχει τα μέσα να υποβάλει στον έλεγχο του Δικαστηρίου τις πράξεις που το Συμβούλιο εκδίδει χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις προνομίες του Κοινοβουλίου. Καίτοι με το άρθρο 173, πρώτο εδάφιο, παρέχεται, κατά γενικό τρόπο, σ' όλα τα κράτη μέλη το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά τέτοιων πράξεων, με το άρθρο 155 της Συνθήκης ανατίθεται, ειδικότερα, στην Επιτροπή η ευθύνη της μέριμνας του σεβασμού των προνομιών του Κοινοβουλίου και της ασκήσεως, προς τούτο, των αναγκαίων προσφυγών ακυρώσεως. Εξάλλου, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, σε περίπτωση που θίγονται οι προνομίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να επικαλεστεί την παράβαση ουσιωδών τύπωνή παραβίαση της Συνθήκης και να ζητήσει από το Δικαστήριο την ακύρωση της εκδοθείσας πράξης ή την υπ' αυτού αναγνώριση, στο πλαίσιο εκδικάσεως άλλης διαφοράς, και σύμφωνα με το άρθρο 184 της Συνθήκης, της μη δυνατότητας εφαρμογής αυτής της πράξεως. Ομοίως, ο παράνομος χαρακτήρας μιας πράξεως λόγω προσβολής των προνομιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να προβληθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, η δε εν λόγω πράξη να αποτελέσει την αιτία υποβολής προς το Δικαστήριο αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος της πράξεως αυτής.
28 Από το σύνολο των προεκτεθέντων απορρέει ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες του κοινοτικού δικαίου, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να αναγνωρίσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.
29 Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να γίνει δεκτή και η προσφυγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Επί των δικαστικών εξόδων
30 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.
2) Καταδικάζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.