This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61987CC0302
Opinion of Mr Advocate General Darmon delivered on 26 May 1988. # European Parliament v Council of the European Communities. # Capacity of the European Parliament to bring an action for annulment. # Case 302/87.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 26ης Μαΐου 1988.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αναγνώριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.
Υπόθεση 302/87.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 26ης Μαΐου 1988.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αναγνώριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως.
Υπόθεση 302/87.
Συλλογή της Νομολογίας 1988 -05615
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:263
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 26ης Μαΐου 1988. - ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΝΑ ΖΗΤΗΣΕΙ ΑΚΥΡΩΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 302/87.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 05615
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00739
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00589
++++
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
1. Κατά της προσφυγής που άσκησε, στις 2 Οκτωβρίου 1987, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 1987 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, γνωστής ως απόφασης "comitologie" (1) , το Συμβούλιο πρότεινε, στις 5 Νοεμβρίου 1987, βάσει του άρθρου 91 του κανονισμού διαδικασίας, ένσταση απαραδέκτου, ζητώντας, ταυτόχρονα, από το Δικαστήριο να αποφανθεί επειγόντως επί του ζητήματος αυτού. Η διαδικασία συνεχίστηκε με αδιάλειπτο ρυθμό. Στις 9 Δεκεμβρίου 1987, το Κοινοβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως. Στις 20 Ιανουαρίου 1988, το Δικαστήριο αποφάσισε να ακούσει τις απόψεις των διαδίκων επί του παραδεκτού της προσφυγής σε συνεδρίαση που ορίστηκε να λάβει χώρα δύο μήνες αργότερα, στις 24 Μαρτίου του 1988. 'Ηλθε τώρα η στιγμή να αναπτύξω τις προτάσεις μου.
2. Η ουσία της υπόθεσης είναι ότι το Συμβούλιο αμφισβητεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως. Αυτό, ακριβώς, είναι το πρόβλημα αρχής, του οποίου η σημασία, όσον αφορά το κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο, από κανένα δεν διαφεύγει πρέπει δε να επιλυθεί, για πρώτη φορά, από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά την εξέταση του ζητήματος αυτού λαμβάνω ως αφετηρία το νομολογιακό κεκτημένο σχετικά με "το καθεστώς που διέπει τη θέση ως διαδίκου" του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εν γνώσει, ταυτόχρονα, του ότι αυτό το κεκτημένο εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο αμφισβητήσεων και να γίνεται νοητό κατά τρόπο κάπως διαφορετικό από τους διαδίκους της παρούσας δίκης και τη νομική επιστήμη, ιδίως όσον αφορά τις δυνατές του προεκτάσεις. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, αφού υποστήριξαν διαφορετικές θέσεις, που μεταβάλλονταν ανάλογα με τις συνθήκες των προηγούμενων διαφορών, δεν θέτουν πλέον υπό αμφισβήτηση αυτό το κεκτημένο. Συγκεκριμένα, στην υπό κρίση προσφυγή, το Συμβούλιο περιορίζεται στο να αμφισβητεί τις συνέπειες που το Κοινοβούλιο αντλεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου. 'Οσον αφορά το Κοινοβούλιο, με ψήφισμα της 9ης Οκτωβρίου του 1986 (2) εξέφρασε την ικανοποίησή του γι' αυτό το κεκτημένο, θεωρώντας το ότι συνεπαγόταν την αναγνώριση του δικαιώματός του να ασκεί προσφυγές δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης και, ως εκ τούτου, το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής.
3. Αφήνοντας κατά μέρος τις σχετικές με την ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση διαφορές καθώς και αυτές που έχουν επιλυθεί βάσει της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ποιο είναι αυτό το κεκτημένο;
- Οι πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (3)
- Με τις αποφάσεις για την "ισογλυκόζη" της 29ης Οκτωβρίου 1980 (4) , το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το Κοινοβούλιο, χωρίς να υποχρεούται να δικαιολογήσει οποιοδήποτε συμφέρον από την επίλυση μιας διαφοράς, αντλεί από το άρθρο 37, πρώτο εδάφιο, του οργανισμού του Δικαστηρίου γενικό δικαίωμα παρεμβάσεως (5)
- Με την απόφασή του της 22ας Μαΐου 1985 "κοινή πολιτική μεταφορών" (6) , το Δικαστήριο δέχτηκε ότι το άρθρο 175 της Συνθήκης ΕΟΚ αφορά, στο πλαίσιο της προσφυγής κατά παραλείψεως, (7) και το Κοινοβούλιο ως προνομιούχο προσφεύγοντα
- Κατά το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του οργανισμού του, το Δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από το Κοινοβούλιο να του παράσχει πληροφορίες τόσο στο πλαίσιο της ευθείας πρσφυγής (8) όσο και σ' αυτό της αίτησης για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (9).
- Τέλος, με την απόφασή του της 23ης Απριλίου 1986 στην υπόθεση Κόμμα Οικολόγων "Les Verts" κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (10) , το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ήταν δυνατό να ασκηθεί κατά του εν λόγω οργάνου προσφυγή ακυρώσεως ερειδόμενη στο άρθρο 173 της Συνθήκης (11) .
4. Ας παρατηρήσω ότι, όσον αφορά την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την παρέμβαση, την προσφυγή κατά παραλείψεως και την κατάθεση παρατηρήσεων κατόπιν κλήσεως του Δικαστηρίου - η τελευταία περίπτωση ουδέποτε αμφισβητήθηκε - η δοθείσα από το Δικαστήριο λύση στηρίζεται σε μια κατά γράμμα ερμηνεία των κοινοτικών κειμένων.
5. Πράγματι:
- Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για το άρθρο 177 της Συνθήκης, κατά το οποίο "το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις,... β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της Κοινότητος". Καίτοι εκφράστηκαν ορισμένες αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό μιας τέτοιας αίτησης όσον αφορά την εκτίμηση του κύρους μιας πράξεως, λόγω της ομοιότητας και της συγγένειας που αυτή παρουσιάζει με τον έλεγχο της νομιμότητας στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως (12) , οι αμφιβολίες αυτές διαλύθησαν μετά την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση "Les Verts" (13) .
- 'Οσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, το άρθρο 37, πρώτο εδάφιο, του οργανισμού του Δικαστηρίου προβλέπει ότι "Τα κράτη μέλη και τα όργανα της Κοινότητος δύνανται να παρεμβαίνουν στις διαφορές που υποβάλλονται στο Δικαστήριο."
- Στην τρίτη περίπτωση, το άρθρο 175, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ ορίζει: "Αν το Συμβούλιο ή η Επιτροπή, κατά παράβαση της παρούσης Συνθήκης, παραλείπουν να αποφασίσουν, τα κράτη μέλη και τα άλλα όργανα της Κοινότητος δύνανται να ασκήσουν προσφυγή στο Δικαστήριο και να ζητήσουν τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής."
- Τέλος, στην τέταρτη περίπτωση, το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του οργανισμού του Δικαστηρίου προβλέπει: "Το Δικαστήριο δύναται να ζητήσει από τα κράτη μέλη και τα όργανα που δεν είναι διάδικοι κάθε πληροφορία που κρίνει αναγκαία για τους σκοπούς της δίκης."
6. Σ' όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, η έννοια του "οργάνου" νοήθηκε ως περιλαμβάνουσα και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Καίτοι καμιά αμφισβήτηση δεν προβλήθηκε εν προκειμένω, όσον αφορά την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και την κατάθεση παρατηρήσεων κατόπιν κλήσεως του Δικαστηρίου, προβλήθηκαν, αντιθέτως, αντιρρήσεις όσον αφορά την παρέμβαση και την προσφυγή κατα παραλείψεως. Το Δικαστήριο, όμως, με τις αποφάσεις "Ισογλυκόζη", σύμφωνα και με τις σχετικές προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Reischl, δέχτηκε ότι:
"το πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού προβλέπει το ίδιο δικαίωμα παρεμβάσεως για όλα τα όργανα της Κοινότητας. Δεν μπορεί να περιοριστεί, όσον αφορά ένα εξ αυτών, η άσκηση αυτού του δικαιώματος χωρίς να θιγεί η θεσμική του θέση, όπως τη θέλησε η Συνθήκη και, ιδίως, παράγραφος 1 του άρθρου 4" (14) .
Ομοίως, με την απόφασή του "Κοινή πολιτική μεταφορών", το Δικαστήριο δέχτηκε, σύμφωνα με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz:
"Πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά ότι το άρθρο 175, παράγραφος 1, αναγνωρίζει ρητώς τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής επί παραλείψει κατά του Συμβουλίου και της Επιτροπής, μεταξύ άλλων, στα 'άλλα όργανα της Κοινότητας' . Επομένως, η διάταξη αυτή προβλέπει εξίσου για όλα τα όργανα της Κοινότητας το δικαίωμα ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής. Δεν μπορεί να περιοριστεί η άσκηση αυτού του δικαιώματος ως προς ένα από τα κοινοτικά όργανα χωρίς να θιγεί η θεσμική του θέση όπως τη θέλησε η Συνθήκη και ιδίως το άρθρο της 4, παράγραφος 1" (15) .
7. 'Ετσι, κάθε φορά που οι σχετικές διατάξεις περιείχαν την έκφραση "όργανο", το Δικαστήριο την ερμήνευε κατά τρόπο που να περιλαμβάνεται σ' αυτή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Και η λύση αυτή ενισχύθηκε από τη λήψη υπόψη της φύσεως του Κοινοβουλίου ως κοινοτικού οργάνου το οποίο, όπως ακριβώς και το Συμβούλιο, η Επιτροπή και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι επιφορτισμένο με την "πραγματοποίηση του έργου που έχει ανατεθεί στην Κοινότητα" (16) . Πάντως, δεν θα μπορούσε να γίνει προσφυγή στην κατά γράμμα ερμηνεία στην περίπτωση που θα επρόκειτο να κριθεί η δυνατότητα προσβολής ενώπιον του Δικαστηρίου πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μέσω προσφυγής ακυρώσεως. Πράγματι, το άρθρο 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ προβλέπει ότι το Δικαστήριο μπορεί να ελέγχει τη νομιμότητα μόνο των πράξεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής. 'Ετσι, ακολουθήθηκε άλλος δρόμος.
8. Επ' ευκαιρία, ακριβώς, αυτής της διαφοράς εμφανίστηκαν οι εκφράσεις "ενεργητική νομιμοποίηση" και "παθητική νομιμοποίηση", οι οποίες και ενσωματώθηκαν στο κοινοτικό νομικό λεξιλόγιο για να χαρακτηρίσουν, η μεν πρώτη, την ικανότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να είναι προσφεύγων, η δε δεύτερη, τη δυνατότητά του να αποτελεί τον καθού ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά συνέπεια, ήταν προβλέψιμο, και όντως αναπόφευκτο, οι πρωταγωνιστές ενδεχόμενων διαφορών μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και η νομική επιστήμη να προβληματιστούν επί του ζητήματος αν η "τριλογία", που αποτελείται από την παρέμβαση, την "ενεργητική νομιμοποίηση" όσον αφορά την προσφυγή κατά παραλείψεως και η "παθητική νομιμοποίηση" όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως, έπρεπε να μετατραπεί, δοθείσης ευκαιρίας, σε "τετραλογία", διά της αναγνωρίσεως της "ενεργητικής νομιμοποίησης" του κοινοβουλευτικού οργάνου στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως.
9. Για την επίλυση του προβλήματος αυτού, θεωρώ ως όλως σχετικής σημασίας την αναγνώριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του δικαιώματος παρεμβάσεως, όπως αυτό προκύπτει από τις αποφάσεις "Ισογλυκόζη". Καίτοι υποστηρίχτηκε από ορισμένους ότι, εφόσον έχει απονεμηθεί στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα αυτό, θα ήταν παράλογο να μην του παρέχεται και το δικαίωμα της άσκησης προσφυγής ακυρώσεως ώστε να επιτυγχάνει, κατά τρόπο άμεσο, εκείνο στου οποίου τη διαπίστωση μπορεί εμμέσως να συντελέσει (17) , πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ευχέρεια παρεμβάσεως δεν εξαρτάται, κατ' ανάγκη, από την αυτόνομη ευχέρεια της ασκήσεως ένδικης προσφυγής (18) .
10. Αντιθέτως, ορισμένα "τεχνικής φύσεως" χαρακτηριστικά της θέσπισης της προσφυγής κατά παραλείψεως, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου "κοινή πολιτική των μεταφορών", μπορεί να ασκηθεί από το Κοινοβούλιο, καθώς και ορισμένες από τις σκέψεις στις οποίες στηρίχτηκε η λύση που δόθηκε με την απόφαση "Les Verts" συνηγορούν υπέρ της αναγνωρίσεως στο όργανο αυτό του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένες πτυχές του προανεφερθέντος νομολογιακού κεκτημένου θεωρούνται αρκούντως πειστικές ώστε να υιοθετηθεί λύση επιτρέπουσα στο Κοινοβούλιο να υπεραμύνεται των ιδίων του θεσμικών προνομιών ως προσφεύγον στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως.
11. Ως γνωστόν, η διαδικασία ασκήσεως προσφυγής κατά παραλείψεως άρχεται με όχληση προς το Συμβούλιο ή την Επιτροπή που, σύμφωνα με το άρθρο 175 της Συνθήκης, διαθέτουν προθεσμία δύο μηνών για "να λάβουν θέση" όσον αφορά το αίτημα που τους υποβλήθηκε. Εφόσον δεν ληφθεί τέτοια θέση εντός της προθεσμίας αυτής, ο αιτών μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο εντός των δύο επομένων μηνών ζητώντας τη διαπίστωση της παραλείψεως. Αντιθέτως, σε περίπτωση που το κληθέν προς ενέργεια όργανο έλαβε θέση εντός της οριζόμενης προθεσμίας, προσφυγή κατά παραλείψεως δεν είναι δυνατή. Αλλ' αυτή η λήψη θέσεως μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, τουλάχιστον εφόσον η αιτηθείσα πράξη, σε περίπτωση εκδόσεως της, θα είχε και η ίδια αποτελέσει αντικείμενο τέτοιας προσφυγής (19) . Πράγματι, προκειμένου να χαρακτηριστεί, για τον σκοπό της σχετικής δίκης, η λήψη θέσεως σχετικά με μια παράλειψη, η νομολογία του Δικαστηρίου έχει καθιερώσει έναν παραλληλισμό μεταξύ της νομικής φύσεως του ζητηθέντος μέτρου και αυτής της πράξεως με την οποία το κοινοτικό όργανο έλαβε θέση όσον αφορά το πρώτο: εφόσον η πράξη της οποίας ζητήθηκε ο έκδοση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, το ίδιο ισχύει και για τη λήψη θέσεως. Αντιθέτως, όταν η επιδιωχθείσα πράξη δεν πληροί τα κριτήρια ώστε να μπορεί να προσβληθεί, η σχετική με αυτήν λήψη θέσεως δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.
12. Εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διευκολύνεται να ασκήσει προσφυγή κατά παραλείψεως και να ζητήσει από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δυνάμει του άρθρου 175 της Συνθήκης να αποφανθεί, η ευχέρεια αυτή δεν πρέπει να στερείται αποτελεσματικότητας. Δύσκολα γίνεται αντιληπτό πώς είναι δυνατό το Κοινοβούλιο να ασκήσει κατά τρόπο αποτελεσματικό και επωφελή το δικαίωμα αυτό, εφόσον αρκεί για το οχλούμενο όργανο η ρητή λήψη αρνητικής θέσεως επί του υποβληθέντος σ' αυτό αιτήματος, εμποδίζοντας, απ' αυτό και μόνο το λόγο, οποιαδήποτε κατ' αυτού προσφυγή στο Δικαστήριο (20) . Η συνοχή των ένδικων μέσων προστασίας που έχει οργανώσει η Συνθήκη δεν συμβιβάζεται με μια τέτοια κατάσταση. Και το Δικαστήριο, με την απόφασή τουστην υπόθεση Chevalley (21) , αποφάνθηκε ότι τα άρθρα 173 και 175 της Συνθήκης αποτελούν την έκφραση ενός και μόνο ενδίκου βοηθήματος. Αλλά η παρατήρηση αυτή, που διατυπώθηκε σε σχέση με την έννοια της υποκείμενης σε προσφυγή πράξεως, δεν αφορά τη φύση των δύο ένδικων βοηθημάτων ή τον μεταξύ αυτών υφιστάμενο δεσμό.
13. Η κάποια ομοιότητα που υφίσταται μεταξύ της προσφυγής κατά παραλείψεως και της προσφυγής ακυρώσεως μπορεί βεβαίως να δικαιολογήσει την αναγνώριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά των αρνητικών θέσεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά τα προς τα όργανα αυτά αιτήματα του Κοινοβουλίου, εφόσον η πράξη της οποίας ζητήθηκε η έκδοση θα αποτελούσε δεκτική προσβολής πράξη. Αλλά από το "μηχανισμό" της προσφυγής κατά παραλείψεως δεν είναι δυνατό να συναχθεί γενικό δικαίωμα του Κοινοβουλίου για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως, έστω και αν προκύπτει ότι θα ήταν ευκταίο να του αναγνωριστεί τέτοιο δικαίωμα σε περίπτωση διακυβεύσεως των ιδίων του προνομιών.
14. Ορισμένοι νομικοί υποστηρίζουν ότι η αναγνώριση της "παθητικής νομιμοποίησης" του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει κατ' ανάγκη να συνεπάγεται και την αναγνώριση της "ενεργητικής του νομιμοποίησης". Υιοθετώντας την άποψη αυτή, ο γενικός εισαγγελέας Mancini, μολονότι δεν δέχτηκε, με τις προτάσεις του στην υπόθεση "Les Verts", την ύπαρξη του αναγκαίου συνδέσμου μεταξύ των δύο αυτών μορφών νομιμοποιήσεως, είπε ωστόσο ότι οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να αναγνωριστεί η παθητική νομιμοποίηση "συνηγορούν κατ' αναλογία" υπέρ της "ενεργητικής νομιμοποίησης" (22) .
15. Νομίζω ότι το πρόβλημα της "ενεργητικής νομιμοποίησης" καίτοι, βεβαίως, συνδέεται προς αυτό της "παθητικής νομιμοποίησης", δεν τίθεται, εντούτοις, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Για την εξέτασήτου, πρέπει να επανέλθω στην αιτιολογία της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση "Les Verts" και να ελέγξω σε πιο βαθμό μπορεί αυτή η αιτιολογία να ισχύει και για την "ενεργητική νομιμοποίηση".
16. Πρωτ' απ' όλα, υπενθυμίζω, όπως έπραξε και ο γενικός εισαγγελέας Mancini ότι, με την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1983, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (έδρα και τόπος εργασίας του Κοινοβουλίου), το Δικαστήριο δέχτηκε ότι από τις αντίστοιχες διατάξεις των Συνθηκών ΕΟΚ και ΕΚΑΕ όσον αφορά τις προσφυγές ακυρώσεως: (23)
"δεν προβλέπεται ρητά ενεργητική ή παθητική συμμετοχή του Κοινοβουλίου στις διαφορές ενώπιον του Δικαστηρίου"
και συμμερίζομαι την άποψη του Mancini όσον αφορά την ειδικότερη σημασία που πρέπει να δοθεί στην παρατήρηση αυτή και, ιδίως, στο επίρρημα "ρητά" (24) .
17. 'Οσον αφορά την "παθητική νομιμοποίηση" , η ίδια αυτή διαπίστωση προκύπτει από την απόφαση "Les Verts", όπου το Δικαστήριο είπε ότι:
"Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν περιλαμβάνεται ρητά μεταξύ των θεσμικών οργάνων, οι πράξεις των οποίων υπόκεινται σε προσφυγή" (25) .
'Ομως αν, στην πρώτη απ' αυτές τις περιπτώσεις, η ένσταση απαραδέκτου του καθού Κοινοβουλίου, το οποίο υποστήριξε τότε την έλλειψη "παθητικής νομιμοποίησης" απορρίφθηκε λόγω της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 38, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, πράγμα που απάλλαξε το Δικαστήριο από την ερμηνεία των άρθρων 173 της Συνθήκης ΕΟΚ και 146 τηςΣυνθήκης ΕΚΑΕ (26) , κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση. Πράγματι, η προσφυγή του Κόμματος των Οικολόγων "Les Verts" ασκήθηκε αποκλειστικά βάσει του άρθρου 173, διατάξεως η οποία, όπως έχω ήδη επισημάνει, δεν αφορά το Κοινοβούλιο, πράγμα που ώθησε το Δικαστήριο στο να ερευνήσει κατά πόσον η "παθητική του νομιμοποίηση" μπορούσε να συναχθεί από άλλα στοιχεία.
18. Το Δικαστήριο, αφού υπογράμμισε ότι το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν περιλαμβανόταν στην απαρίθμηση των καθών διαδίκων στην προσφυγή ακυρώσεως εξηγείται ιστορικώς από το ότι, αρχικώς, δεν του είχε παρασχεθεί η εξουσία εκδόσεως πράξεων ικανών να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων (27) , αναγνώρισε την "παθητική του νομιμοποίηση" για δύο βασικούς, κατά τη γνώμη μου, λόγους.
19. Καταρχάς, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι:
"Ερμηνεία του άρθρου 173 κατά τρόπο που να εξαιρούνται οι πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από εκείνες κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή θα κατέληγε σε αποτέλεσμα αντίθετο τόσο προς το πνεύμα της Συνθήκης, όπως εκφράζεται με το άρθρο 164, όσο και προς το σύστημά της. Πράγματι, οι εκδιδόμενες από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πράξεις στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΟΚ θα μπορούσαν να αντιποιούνται τις αρμοδιότητες των κρατών μελών ή των λοιπών θεσμικών οργάνων ή να βαίνουν πέραν των ορίων που έχουν χαραχθεί στις αρμοδιότητες αυτών που τις εξέδωσαν."
'Ετσι:
"η προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να στρέφεται κατά των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων" (28) .
20. Δεύτερον, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι:
"Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα συνιστά Κοινότητα δικαίου υπό την έννοια ότι ούτε τα κράτη μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα διαφεύγουν τον έλεγχο της συμφωνίας των πράξεών τους προς το βασικό καταστατικό χάρτη που αποτελεί η Συνθήκη" (29) .
21. Με άλλα λόγια, προκύπτει ότι οι επιταγές της διασφαλίσεως αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και διαφυλάξεως της τήρησης της νομιμότητας στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης αποτελούν τους καθοριστικούς λόγους που ώθησαν το Δικαστήριο στην αναγνώριση της "παθητικής νομιμοποίησης" του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
22. Στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση "Les Verts" πρυτάνευσαν άλλες σκέψεις, οι οποίες, καίτοι προβλήθηκαν από τους διαδίκους της υπό κρίση υποθέσεως, δεν είμαι βέβαιος ότι ασκούν, εν προκειμένω, επιρροή . Αφενός, καίτοι είναι αληθές ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του "ΑΕΤΡ" - πρώτη υπόθεση σε διαφορά μεταξύ των θεσμικών οργάνων που ήχθη ενώπιόν του - δέχτηκε ότι:
"κατά το άρθρο 173 θεωρούνται ως υποκείμενες σε προσφυγή πράξεις όλες οι θεσπιζόμενες από τα κοινοτικά όργανα διατάξεις με τις οποίες αποσκοπείται η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων" (30) ,επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε τότε να λάβει υπόψη την ταυτότητα του καθού οργάνου. Στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο όφειλε να επιλύσει το πρόβλημα αν μια προσφυγή ακυρώσεως μπορούσε να στραφεί κατά πράξεως - εν προκειμένω αποφάσεως του Συμβουλίου - η οποία δεν περιλαμβανόταν στην ονοματολογία του άρθρου 189 της Συνθήκης. Βάσει αυτής ακριβώς της σκέψεως, στην οποία προστίθεται η παρατήρηση ότι ενόψει της αποστολής του Δικαστηρίου, όπως αυτή ορίζεται από το άρθρο 164, δεν είναι δυνατό
"να ερμηνεύονται στενώς οι όροι του παραδεκτού μιας προσφυγής διά του περιορισμού του εύρους της μόνο στις κατηγορίες των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 189" (31) .
το Δικαστήριο προέβη στο χαρακτηρισμό της επίμαχης απόφασης του Συμβουλίου χωρίς να προδικάσει, στο πλαίσιο της αποφάσεως αυτής, τη δυνατότητα του Κοινοβουλίου προς άσκηση προσφυγών. Κατά συνέπεια, στην απόφαση "ΑΕΤR" δεν είναι δυνατός ο εντοπισμός αληθινού ερείσματος υπέρ της "ενεργητικής νομιμοποιήσεως" του Συμβουλίου κατά το άρθρο 173 της Συνθήκης.
23. Εξάλλου, είναι αληθές ότι, με την απόφασή του στην υπόθεση "Les Verts", το Δικαστήριο δέχτηκε ότι με τη Συνθήκη
"καθιερώνεται πλήρες σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών, το οποίο αποσκοπεί να αναθέσει στο Δικαστήριο τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων" 29.
Αλλά, η παρατήρηση αυτή αφορούσε τη διάρθρωση των ένδικων βοηθημάτων βάσει των οποίων μπορούν οι ιδιώτες να τυγχάνουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Δεν είχε σχέση με το πρόβλημα της ικανότητας του Κοινοβουλίου να είναι προσφεύγον σε διαφορές ενώπιοντου Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Foto-Frost (32) , όπου επαναλαμβάνεται η ίδια αυτή παρατήρηση, ενισχύει ακόμα περισσότερο το συμπέρασμα αυτό.
24. Η από τη νομολογία του Δικαστηρίου αναγνώριση της "παθητικής νομιμοποίησης" του Κοινοβουλίου είναι εντελώς γενική και δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι παρέχει λύσεις αποκλειστικά στην περίπτωση εκλογικών ή σχετικών με τον προϋπολογισμό διαφορών, οποιοσδήποτε και αν είναι, άλλωστε, ο χαρακτήρας τέτοιων διαφορών.
25. Ενόψει του τρόπου επιλύσεως τέτοιου είδους διαφορών, όπως αυτός προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, σε τι συνίσταται η ένσταση του Συμβουλίου όσον αφορά το δικαίωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως;
26. 'Οπως θα ενθυμείται το Δικαστήριο, η επιχειρηματολογία του Συμβουλίου διαρθρώνεται γύρω από δύο σημεία. Πρώτον, το Συμβούλιο φρονεί ότι το νομολογιακό κεκτημένο δεν επιτρέπει να αναγνωριστεί στο Κοινοβούλιο δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173. Δεύτερον, θεωρεί ότι ούτε το πνεύμα ούτε το σύστημα της Συνθήκης συνηγορούν υπέρ μιας ερμηνείας του άρθρου 173 που να επιτρέπει να συμπεριληφθεί το Κοινοβούλιο μεταξύ των ενδεχόμενων προσφευγόντων.
27. 'Ομως, από τις ίδιες αυτές σκέψεις, το Κοινοβούλιο αντλεί εκ διαμέτρου αντίθετες συνέπειες. Κατ' αυτό, η ενεργητική του νομιμοποίηση απορρέει κατ' ανάγκη από τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά το διέπον τη συμμετοχή του σε δίκες καθεστώς. Κατά τα λοιπά, θεωρεί ότι ούτε το πνεύμα ούτε το σύστημα της Συνθήκης αντιτίθενται στο να του αναγνωριστεί μια τέτοια νομιμοποίηση.
28. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ύπαρξη διαφορών με διάδικο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί αποκλειστικό σχεδόν φαινόμενο της δεκαετίας του 1980, δηλαδή μετά την εκλογή του Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Δεν ισχυρίζομαι, ωστόσο, ότι "post hoc, ergo propter hoc". Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιθυμία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για ενεργότερη συμμετοχή του στη σχετική με την έκδοση αποφάσεων κοινοτική διαδικασία προσέλαβε νέες διαστάσεις με την ορμή που του προσέδωσαν οι νέες του θεσμοθετημένες εξουσίες.
29. Πράγματι, είναι αξιοθαύμαστος ο δρόμος που διανύθηκε μετά το 1958. Με το ψήφισμα που ενέκρινε κατά την πρώτη της συνεδρίαση, η Συνέλευση υπογράμμισε "την ανάγκη εξευρέσεως δηλωτικού ονόματος", και επέλεξε την ονομασία "Assemblee Parlementaire" (Κοινοβουλευτική Συνέλευση) (33) , ονομασία που έδωσε τη θέση της, τέσσερα έτη αργότερα, σ' αυτήν του "Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου" (34) . Η νέα αυτή ονομασία επρόκειτο να καθιερωθεί με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (35) , η οποία ενίσχυσε το ρόλο του οργάνου αυτού, ιδίως με την καθιέρωση των διαδικασιών συνεργασίας και συναποφάσεως σε ορισμένους τομείς.
30. 'Εστω και αν εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία (36) , το Κοινοβούλιο δεν αποτελεί πραγματικό νομοθετικό σώμα. Απλώς η συμμετοχή του στην εκπόνηση των κοινοτικών αποφάσεων καθίσταται προοδευτικά, ολονέν και περισσότερο , έντονη. Εν προκειμένω επιβάλλεται να υπομνηστούν οι σχετικές με τον προϋπολογισμό Συνθήκες του 1970 και του 1975, και οι κοινές δηλώσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 4ης Μαρτίου 1975 (37) και της 30ής Ιουνίου 1982 σχετικά, η πρώτη, με τη θέσπιση διαδικασίας διαβουλεύσεως, και η δεύτερη, με διάφορα μέτρα προς διασφάλιση καλύτερης λειτουργίας της διαδικασίας του προϋπολογισμού (38) . Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να μνημονευθούν η επίσημη δήλωση για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση που υπογράφτηκε στη Στουτγκάρδη στις 19 Ιουνίου 1983 (39) , με την οποία διευρύνθηκε ο κύκλος των περιπτώσεων κατά τις οποίες το Κοινοβούλιο ενημερώνεται όσον αφορά διεθνείς συμφωνίες, πρακτική που είχε εγκαινιαστεί το 1964 με τη διαδικασία Luns (40) και διευρυνθεί με τη διαδικασία Westerterp το 1973 (41) .
31. Στο Κοινοβούλιο, που αποτελεί ένα από τα θεσμικά όργανα στα οποία έχει ανατεθεί, κατά το άρθρο 4 της Συνθήκης ΕΟΚ, η πραγματοποίηση των στόχων της τελευταίας και σύγκειται από εκπροσώπους των ευρωπαϊκών λαών, δεν προσδόθηκε αρχικά παρά ένας συμβουλευτικός ρόλος καθώς και εξουσίες διαβουλεύσεως και ελέγχου. Το Κοινοβούλιο, το οποίο, αρχικά, είχε σαφώς τεθεί στο περιθώριο όσον αφορά την κοινοτική διαδικασία λήψεως αποφάσεων, διεκδικούσε ανέκαθεν περισσότερο ενεργή συμμετοχή στην τελευταία. Η προοδευτική, αλλά ουσιαστική, μέσω διαδοχικών μεταρρυθμίσεων, ενίσχυση του ρόλου του Κοινοβουλίου, έστω και αν δεν ικανοποιεί πλήρως τις φιλοδοξίες του, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση.
32. Αυτή η εξέλιξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν μπορούσε παρά να έχει επιπτώσεις όσον αφορά τις προοπτικές του σχετικά με τη συμμετοχή του στις ενώπιον του Δικαστηρίου εκδικαζόμενες διαφορές. Στην εξέλιξη αυτή ερείδεται, σε σημαντικό βαθμό, η λύση της "παθητικής νομιμοποίησης". Αλλά καίτοι η υπαγωγή των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον έλεγχο της νομιμότητας μέσω της προσφυγής ακυρώσεως αποτελεί την αναγκαία συνέπεια της αύξησης των εξουσιών του, το γεγονός αυτό δεν μπορεί, αυτό καθαυτό, να δικαιολογήσει την "ενεργητική νομιμοποίηση" του οργάνου αυτού. Αντιθέτως, καθοριστικής σημασίας είναι η επιταγή της δικαστικής προστασίας. Και επιβάλλεται, ενόψει της θεσμικής διαρθρώσεως της Κοινότητας και του αντίστοιχου ρόλου των οργάνων που τη συνθέτουν, να αποφεύγεται οποιαδήποτε αναλογία, η οποία θα ήταν, εν προκειμένω, αλυσιτελής, με τα εθνικά κοινοβούλια.
33. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως συμμετέχον στην κοινοτική νομοθετική διαδικασία, πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίζει το σεβασμό των ιδίων του προνομιών. Εναλλάσσοντας, μεταξύ τους, τους όρους που περιέχονται στη σκέψη 25 της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση "Les Verts" , καταλήγω στο αποτέλεσμα ότι:
"Πράγματι, οι εκδιδόμενες από το Συμβούλιο ή την Επιτροπή πράξεις στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΟΚ θα μπορούσαν να αντιποιούνται τις αρμοδιότητες των κρατών μελών ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή να βαίνουν πέραν των ορίων που έχουν χαραχθεί στις αρμοδιότητες αυτών που τις εξέδωσαν."
Ασφαλώς, ο έλεγχος της νομιμότητας που ασκεί το Δικαστήριο επί των βλαπτικών πράξεων μπορεί πάντοτε να κινηθεί από κάθε προνομιούχο προσφεύγοντα, πλην όμως η προστασία των αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου δεν πρέπει να εξαρτάται από ένδικη προσφυγή την οποία δεν θα μπορούσε να ασκήσει κύριος ενδιαφερόμενος.
34. Είναι αληθές ότι το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να παρεμβαίνει στις διαφορές που εκδικάζονται απο το Δικαστήριο καθώς και το δικαίωμα του να κινεί την προσφυγή κατά παραλείψεως δεν εξαρτώνται από την απαίτηση της προάσπισης κάποιου ιδιαιτέρου συμφέροντός του. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται περί δικαιώματος ρητώς προβλεπομένου από τις σχετικές διατάξεις. Το γεγονός αυτός μπορεί να δικαιολογήσει την αναγνώριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως , δικαιώματος υποκειμένου σε αυστηρότερες προϋποθέσεις, δηλαδή στην προϋπόθεση ότι η σχετική προσφυγή αποσκοπεί στο σεβασμό των ιδίων του προνομιών. Ακόμα και όταν πρόκειται για "θέση που πρέπει να λάβει" το οχλούμενο από το Κοινοβούλιο όργανο, πρέπει το δικαίωμά του προς άσκηση προσφυγής ακυρώσεως να περιορίζεται στην προαναφερθείσα περίπτωση. 'Οντως, προκαλώντας τη λήψη θέσεως στο πλαίσιο της προηγούμενης της ασκήσεως προσφυγής φάσεως, το Κοινοβούλιο επιτελεί μια από τις ουσιώδεις λειτουργίες της προσφυγής κατά παραλείψεως, δηλαδή αυτή που συντελεί στο να εξέλθει το οικείο όργανο από την αδράνεια στην οποία θεωρείται ότι βρίσκεται.
35. Ο καθορισμός του αν οι αιτιάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά της βαλλομένης αποφάσεως αφορούν μια από τις προνομίες του εμπίπτει στην εξέταση στην οποία θα πρέπει να προβεί κατόπιν το Δικαστήριο.
36. Επομένως, προτείνω να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου του Συμβουλίου και να αναγνωριστεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης σε περίπτωση προσβολής των ιδίων του προνομιών. Το ζήτημα αν κάτι τέτοιο συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση πρέπει να κριθεί κατά την εξέταση της ουσίας της υποθέσεως.
(*) Μετάφραση από τα γαλλικά.
(1) 87/373/ΕΟΚ, ΕΕ L 197 της 18.7.1987, σ. 33.
(2) ΕΕ C 283 της 10.11.1986, σ. 85.
(3) Απόφαση της 12ης Μαΐου 1964 στην υπόθεση 101/63, Wagner, Rec. 1964, σ. 383 απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1981 στην υπόθεση 208/80, Lord Bruce of Donington, Συλλογή 1981, σ. 2205 απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986 στην υπόθεση 149/85, Wybot, Συλλογή 1986, σ. 2391 υπόθεση 131/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, βλέπε Διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 1987.
(4) Υπόθεση 138/79, SA Roquette Freres κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Rec. 1980, σ. 3333 υπόθεση 139/79, Maizena GmbH κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Rec. 1980, σ. 3393.
(5) Πράγματι, το Κοινοβούλιο άσκησε παρέμβαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 281, 283, 284, 285 και 287/85, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Μεταναστευτική πολιτική - Αρμοδιότητα της Κοινότητας), απόφαση της 9ης Ιουλίου 1987, Συλλογή 1987, σ. 3203 και στις υποθέσεις 131/87 και 16/88, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 1989 και 24ης Οκτωβρίου 1989, που δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί.
(6) Υπόθεση 13/83, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1985, σ. 1556.
(7) Το Κοινοβούλιο έχει ασκήσει και άλλη προσφυγή κατά παραλείψεως κατά του Συμβουλίου στην υπόθεση 377/87, απόφαση της 12ης Ιουλίου 1988, Συλλογή 1988, σ. 4017.
(8) Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986 στην υπόθεση 270/84, Assunta Licata κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2305 η προαναφερθείσα υπόθεση 149/85, απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, Συλλογή 1986, σ. 2391 απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987 στην υπόθεση 152/85, Misset, Συλλογή 1987, σ. 223.
(9) Προαναφερθείσες υποθέσεις 101/63 και 208/80 υπόθεση 20/85, Roviello, απόφαση της 7ης Ιουλίου 1988, Συλλογή 1988, σ. 2805. Υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 20, δεύτερο εδάφιο, του οργανισμού του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων, μόνον "οι διάδικοι, τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και, ενδεχομένως, το Συμβούλιο έχουν το δικαίωμα να καταθέσουν στο Δικαστήριο υπομνήματα ή έγγραφες παρατηρήσεις"
(10) Υπόθεση 294/83, Συλλογή 1986, σ. 1339, λύση που επιβεβαιώθηκε με τη Διάταξη της 4ης Ιουνίου 1986 επί της προσφυγής της Ομάδας των Κομμάτων της Ευρωπαϊκής Δεξιάς (78/85, Συλλογή 1986, σ. 1753) και με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986 στην υπόθεση Συμβούλιο κατά Κοινοβουλίου (34/86, Συλλογή 1986, σ. 2155, "προϋπολογισμός").
(11) Σημειώνεται ότι εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου δύο υποθέσεις, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου, 51 και 358/85, των οποίων η συνεκδίκαση αποφασίστηκε με Διάταξη της 8ης Ιουλίου 1987.
(12) Vandersanden, G. και Barav, A.: Contentieux Communautaire, Βρυξέλλες, E. Buylant, 1977, σ. 304 Joliet, R.: Le droit institutionnel des Communautes europeennes, le Contentieux, Faculte de droit, d' economie et de sciences sociales της Λιέγης, 1981, σ. 196.
(13) Isaac, G.: "L' insertion du Parlement europeen dans le systeme juridictionnel des Communautes europeennes", Annuaire francais de droit international, 1986, σ. 794, 797.
(14) Οι προαναφερθείσες υποθέσεις 138/79 και 139/79, σκέψη 19.
(15) Η προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση 13/83, σκέψη 17.
(16) 'Αρθρο 4, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ.
(17) Βλέπε, κατ' επέκταση, Lenaerts, K.: "La position du Parlement europeen devant la Cour de justice a la lumiere de la position du Congres americain devant le juge federal", έκθεση που υποβλήθηκε στο Συνέδριο που οργάνωσε το Institut d' etudes europeennes του Universite Libre των Βρυξελλών, από τις 14 μέχρι 26 Σεπτεμβρίου 1987, με θέμα: "Le Parlement europeen dans l' evolution institutionnelle", πολυγραφημένο κείμενο, σ. 10.
(18) Βλέπε, κατ' επέκταση, Masclet, J.-C.: "Le Parlement europeen devant ses juges", Revue du marche commun, 1983, σ. 518, 521.
(19) Βλέπε, κατ' επέκταση απόφαση της 8ης Μαρτίου 1972 στην υπόθεση 42/71, Nordgetreide GmbH & Co. KG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Rec. 1972, σ. 105, 111:
"αυτή η εκ μέρους της Επιτροπής λήψη θέσεως, που έχει το χαρακτήρα αρνήσεως, πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με το αντικείμενο του αιτήματος ως προς το οποίο αποτελεί απάντηση."
Βλέπε, Vandersanden, G. και Barav, A.: Contentieux communautaire, Βρυξέλλες, Bruylant, 1977, σ. 229 και επόμενες Joliet, R.: Le droit institutionnel des Communautes europeennes, le contentieux, Faculte de droit, d' economie et de sciences sociales της Λιέγης 1981, σ. 150. Βλέπε επίσης, Megret, J., Waelbroeck, W., Louis, J.-V., Vignes, D., Dewost, J.-L., και Vandersanden, G.: Le droit de la Communaute economique europeenne, τόμος 10: La Cour de justice, les actes des institutions, βιβλίο 1, edition de l' universite de Bruxelles, 1983, σ. 171.
(20) Βλέπε το προαναφερθέν άρθρο του Isaac, G., Annuaire francais de droit international, 1986, σ. 794, 809. Βλέπε επίσης τις παρατηρήσεις, υπ' αυτήν την έννοια, του M. Waelbroeck επ' ευκαιρία της στρογγυλής τραπέζης που οργανώθηκε από το Centre d' etudes internationales et europeennes του universite Robert Schuman του Στρασβούργου στις 10 Απριλίου 1987 με θέμα: "Le Parlement europeen et la Cour de justice des Communautes europeennes", σ. 24. Σημειώνεται επίσης ότι το έτερο κοινοτικό όργανο και τα κράτη μέλη, ως προνομιούχοι προσφεύγοντες, θα μπορούσαν να προσφύγουν στο Δικαστήριο ζητώντας να διαπιστωθεί η παράλειψη του οργάνου που είχε προηγουμένως κληθεί από το Κοινοβούλιο να ενεργήσει. Το άρθρο 175 της Συνθήκης δεν απαιτεί, τουλάχιστον ρητώς, ο προσφεύγων στο Δικαστήριο (τουλάχιστον τα κοινοτικά όργανα και τα κράτη μέλη) να είναι, κατ' ανάγκη, ο ίδιος με αυτόν που είχε οχλήσει αρχικά το σχετικό κοινοτικό όργανο.
(21) Apevarg tgs 18gs Noelbqiou 1970 rtgm upeherg 15/70, Rec. 1970, σ. 975, σκέψη 6.
(22) Προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση 294/83, σ. 1351.
(23) Υπόθεση 230/81, Συλλογή 1983, σ. 255, σκέψη 17.
(24) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mancini στην προαναφερθείσα υπόθεση 294/83, σ. 1349.
(25) Η προαναφερθείσα απόφαση, σκέψη 24.
(26) Η προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση 230/81, σκέψη 20.
(27) Η προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση 294/83, σκέψη 24.
(28) Η προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση 294/83, σκέψη 25.
(29) Η προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση 294/83, σκέψη 23.
(30) Απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971 στην υπόθεση 22/70, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Rec. 1971, σ. 263, ειδικότερα σκέψη 39, μέρος της οποίας έχει επαναληφθεί στη σκέψη 24 της απόφασης στην υπόθεση "Les Verts".
(31) Η προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση 22/70, σκέψη 41. Σε άλλο πλαίσιο, για την απόρριψη του επιχειρήματος ότι οι στρεφόμενες κατά των κρατών μελών πράξεις κατά των κρατών μελών δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται από ιδιώτη, το Δικαστήριο είχε ήδη πει, μεταξύ άλλων, με την απόφασή του της 15ης Ιουλίου 1963 στην υπόθεση 25/62, Plaumann & Co. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Rec. 1963, σ. 197, 222: "ότι, άλλωστε, οι διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής από τους πολίτες δεν μπορούν να ερμηνεύονται στενώς".
(32) Apevarg tgs 22as Ojtybqiou 1987 rtgm upeherg 314/85, uukkocue 1987 r. 4199, rjaxg 16.
(33) Ouevirla tgs 20ues Maqtiou 1958, JO 1 της 20.4.1958, σ. 6.
(34) Ψήφισμα της 30ής Μαρτίου 1962, JΟ 31 της 26.4.1962, σ. 1045.
(35) ΕΕ L 169 της 29.6.1987.
(36) Πράξη εκδοθείσα στις 20 Σεπτεμβρίου 1976 σχετικά με την εκλογή των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση και καθολική ψηφοφορία, JΟ L 278 της 8.10.1976.
(37) JΟ C 89 της 22.4.1975.
(38) JΟ C 194 της 28.7.1982.
(39) Δελτίο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 6-1983, σ. 26.
(40) Eqajtijae tou uulboukiou 24 jai 25 Uebqouaqiou 1964, r. 26.
(41) 'Εγγραφο του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1973.