Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61986CJ0104

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1988.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
    Εθνικές επιβαρύνσεις αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο - Απαίτηση αποδόσεως του αχρεωστήτως καταβληθέντος - Απόδειξη περί του ότι οι επιβαρύνσεις δεν μετακυλίστηκαν στην τιμή των εμπορευμάτων - Μερική παραίτηση μετά τη λήξη της προφορικής διαδικασίας.
    Υπόθεση 104/86.

    Συλλογή της Νομολογίας 1988 -01799

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:171

    61986J0104

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 24ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1988. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΕΘΝΙΚΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΙΣ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟΔΟΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΕΥ ΝΟΜΙΜΟΥ ΑΙΤΙΑΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΟΣ - ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΟΤΙ ΟΙ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ - ΜΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 104/86.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 01799


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1 . Κοινοτικό δίκαιο - 'Αμεσο αποτέλεσμα - Εθνικές επιβαρύνσεις ασυμβίβαστες με το κοινοτικό δίκαιο - Απόδοση - Κανόνες εφαρμογής - Εφαρμογή εθνικού δικαίου - Λήψη υπόψη ενδεχόμενης επίρριψης της επιβάρυνσης σε άλλα πρόσωπα - Επιτρέπεται - Δεν επιτρέπεται η εφαρμογή ορισμένων αποδεικτικών κανόνων κατά τους οποίους ο φορολογούμενος φέρει το βάρος αποδείξεως της μη επίρριψης .

    2 . Κράτη μέλη - Υποχρεώσεις - Παράβαση - Διατήρηση σε ισχύ εθνικής διατάξεως ασυμβίβαστης με το κοινοτικό δίκαιο .

    Περίληψη


    1 . Σε περίπτωση που δεν υφίσταται κοινοτική ρύθμιση σχετικά με την απόδοση εθνικών επιβαρύνσεων που έχουν επιβληθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, στα κράτη μέλη εναπόκειται να διασφαλίσουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού τους δικαίου, την επιστροφή αυτών των επιβαρύνσεων . Εξάλλου, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει την απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων υπό συνθήκες που θα συνεπάγονταν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των ελκόντων δικαίωμα έτσι, δεν αποκλείεται να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι επιβαρύνσεις αυτές επιρρίφθηκαν σε άλλους επιχειρηματίες ή στους καταναλωτές .

    Είναι, όμως, ασυμβίβαστοι με το κοινοτικό δίκαιο όλοι οι κανόνες περί αποδείξεως που έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται σχεδόν αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη η επίτευξη της επιστροφής επιβαρύνσεων που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου . Αυτό ισχύει, ιδίως, προκειμένου για τεκμήρια ή αποδεικτικούς κανόνες που αποσκοπούν στο να μεταθέσουν στον φορολογούμενο το βάρος αποδείξεως ότι οι επιβαρύνσεις που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως δεν επιρρίφθησαν σε άλλα πρόσωπα ή, προκειμένου για ιδιαίτερους περιορισμούς, όσον αφορά το είδος της αποδείξεως που πρέπει να προσκομιστεί, όπως ο αποκλεισμός κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου εκτός από την έγγραφη απόδειξη .

    2 . Η υπεροχή και το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που αναγνωρίζουν τα δικαστήρια κράτους μέλους δεν απαλλάσσουν το τελευταίο από την υποχρέωση της εξαλείψεως από την εσωτερική του έννομη τάξη των ασυμβίβαστων με το κοινοτικό δίκαιο διατάξεων πράγματι, η διατήρηση σε ισχύ τέτοιων διατάξεων γεννά μια διφορούμενη πραγματική κατάσταση, καθώς τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα δικαίου βρίσκονται σε αβεβαιότητα όσον αφορά τις δυνατότητες που τους έχουν επιφυλαχθεί για να επικαλούνται το κοινοτικό δίκαιο .

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση 104/86,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Giuliano Marenco, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών, επικουρούμενο από τον Franco Favara, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την ενταύθα ιταλική πρεσβεία,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, καθιστώντας ουσιαστικά αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την επιστροφή των εθνικών φορολογικών επιβαρύνσεων που είχαν εισπραχθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου και εκδίδοντας νομοθετικές διατάξεις όσον αφορά την επιστροφή των προβλεπόμενων από την κοινοτική ρύθμιση δασμών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους G . Bosco, πρόεδρο τμήματος, εκτελούντα καθήκοντα προέδρου, T . Koopmans, U . Everling, K . Bahlmann, Y . Galmot, K . Κακούρη, R . Joliet, T . F . O' Higgins και F . Schockweiler, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας : Sir Gordon Slynn

    γραμματέας : B . Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και ύστερα από την προφορική διαδικασία της 25ης Ιουνίου 1987,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1987,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Μαΐου 1986, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι :

    α ) η Ιταλική Δημοκρατία, μεταθέτοντας στον φορολογούμενο το βάρος της αποδείξεως ότι οι εθνικοί δασμοί και επιβαρύνσεις που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, καθόσον ήταν αντίθετοι προς τα άρθρα 9 και επ . και 95 της Συνθήκης, δεν επιρρίφθηκαν σε άλλα υποκείμενα δικαίου,

    - κάνοντας, εν προκειμένω, δεκτή μόνο την έγγραφη απόδειξη,

    - προσδίδοντας στις διατάξεις αυτές αναδρομική ισχύ,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5, 9 και επόμενα και 95 της Συνθήκης

    β ) η Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας νομοθετικές διατάξεις όσον αφορά την επιστροφή των καθορισμένων με το κοινό δασμολόγιο δασμών, καθώς και των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών που έχουν καθοριστεί στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης και τον κανονισμό 1430/79 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1979 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 11/015, σ . 162 ).

    2 Μετά τη λήξη της προφορικής διαδικασίας, η Επιτροπή, με έγγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Φεβρουαρίου 1988, δήλωσε ότι παραιτείται από το δεύτερο σκέλος των αιτημάτων της προσφυγής της . Διευκρίνισε πάντως ότι εμμένει στις απόψεις της όπως εκφράζονται με τα λοιπά αιτήματα του δικογράφου της, περιλαμβανομένου και αυτού με το οποίο ζητείται η καταδίκη της καθής στα δικαστικά έξοδα .

    3 Κληθείσα από το Δικαστήριο να καταθέσει τις παρατηρήσεις της επ' αυτής της μερικής παραιτήσεως, η Ιταλική Δημοκρατία, με τηλετύπημα της 18ης Φεβρουαρίου 1988, δήλωσε ότι είναι σύμφωνη ως προς τη μερική παραίτηση της Επιτροπής και διευκρίνισε ότι, όσον αφορά το μη αποτελούν αντικείμενο της παραίτησης μέρους της διαφοράς, εμμένει σε όλα τα επιχειρήματα που είχε προβάλει με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως, περιλαμβανομένων και αυτών ενόψει των οποίων η Επιτροπή δήλωσε ότι παραιτείται μερικώς της προσφυγής της . Κατά συνέπεια, δεν μένει παρά να εξεταστεί η πρώτη από τις αιτιάσεις της προσφυγής .

    4 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς οι επίμαχες εθνικές και κοινοτικές διατάξεις καθώς και οι ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων . Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

    5 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά το άρθρο 19 του decreto legge 688 της 30ής Σεπτεμβρίου 1982 ( GURI αριθ . 270 της 30.9.1982 ) που κατέστη ο νόμος 873 της 27ης Νοεμβρίου 1982 ( GURΙ αριθ . 328 της 29.11.1982 ), ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι οι αχρεωστήτως καταβληθείσες επιβαρύνσεις δεν επιρρίφθηκαν σε άλλα υποκείμενα δικαίου, τα δε αποδεικτικά μέσα περιορίζονται μόνο στην έγγραφη απόδειξη . Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η αναδρομικότητα της εν λόγω διατάξεως επιδεινώνει την κατάσταση των φορολογουμένων για τον προ της ενάρξεως της ισχύος της χρόνο . Κατ' αυτό τον τρόπο, αυτή η διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, με το να επιβάλλει υποχρεώσεις ως προς την απόδειξη οι οποίες είναι ουσιαστικά αδύνατο να τηρηθούν, είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα προς τα άρθρα 9 και επόμενα και 95 της Συνθήκης .

    6 'Οπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο ( βλέπε απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1980, Just, 68/79, Raccolta 1980, σ . 501 ), σε περίπτωση που δεν υφίσταται κοινοτική ρύθμιση σχετικά με την απόδοση εθνικών επιβαρύνσεων που έχουν επιβληθεί κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, στα κράτη μέλη εναπόκειται να διασφαλίσουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού τους δικαίου, την επιστροφή αυτών των επιβαρύνσεων . Εξάλλου, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει την απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθεισών επιβαρύνσεων υπό συνθήκες που θα συνεπάγονταν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των ελκόντων δικαίωμα έτσι, δεν αποκλείεται να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι επιβαρύνσεις αυτές επιρρίφθηκαν σε άλλους επιχειρηματίες ή στους καταναλωτές .

    7 Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 9ης Νοεμβρίου 1983 ( San Giorgio, 199/82, Συλλογή 1983, σ . 3595 ), που εκδόθηκε με αφορμή ακριβώς το άρθρο 19 του επίδικου νομοθετικού διατάγματος, είναι ασυμβίβαστοι με το κοινοτικό δίκαιο όλοι οι κανόνες περί αποδείξεως που έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται σχεδόν αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη η επίτευξη της επιστροφής επιβαρύνσεων που εισπράχθηκαν κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, και ότι αυτό ισχύει ιδίως προκειμένου για τεκμήρια ή αποδεικτικούς κανόνες που αποσκοπούν στο να μεταθέσουν στον φορολογούμενο το βάρος αποδείξεως ότι οι επιβαρύνσεις που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως δεν επιρρίφθησαν σε άλλα πρόσωπα ή, προκειμένου για ιδιαίτερους περιορισμούς, όσον αφορά το είδος της αποδείξεως που πρέπει να προσκομιστεί, όπως ο αποκλεισμός κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου εκτός από την έγγραφη απόδειξη .

    8 Η ιταλική κυβέρνηση δεν αμφισβητεί τις προαναφερθείσες αρχές όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου . Φρονεί όμως ότι οι διατάξεις του άρθρου 19 του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος 688 δεν εμποδίζουν τις αρχές αυτές να αναπτύξουν τα αποτελέσματά τους εντός της εθνικής έννομης τάξης .

    9 Σχετικά, η ιταλική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, λόγω δύο πρόσφατων αποφάσεων του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η βαλλόμενη διάταξη δεν μπορεί να παραγάγει αποτελέσματα αντίθετα προς τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου . Με την πρώτη απόφαση ( υπ' αριθ . 170 ), της 8ης Ιουνίου 1984, το δικαστήριο αυτό αναγνώρισε ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν, λόγω της υπεροχής και της άμεσης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, να θεωρούν ως μη εφαρμοστέο ένα εθνικό νόμο αντίθετο προς κανόνα του κοινοτικού δικαίου . Με τη δεύτερη απόφαση ( υπ' αριθ . 113 ), της 23ης Απριλίου 1985, που εκδόθηκε επί παρεμπίπτοντος ζητήματος συνταγματικότητας, του οποίου αντικείμενο ήταν ακριβώς το άρθρο 19 του επίδικου νομοθετικού διατάγματος, το Συνταγματικό Δικαστήριο επεξέτεινε την αρχή αυτή και επί των κανόνων που απορρέουν από τις σχετικές με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΟΚ . Η ιταλική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι οι αποφάσεις αυτές εισήγαγαν μια ριζική καινοτομία στην ιταλική εσωτερική έννομη τάξη, πράγμα που είχε ακριβώς ως συνέπεια ότι το επίδικο άρθρο 19 θεωρήθηκε ως μη εφαρμοστέο από τα εθνικά δικαστήρια, μεταξύ των οποίων και το ιταλικό Ακυρωτικό ( απόφαση 5129 της 18ης Οκτωβρίου 1985 ), για το λόγο ότι ήταν ασυμβίβαστο με την κοινοτική νομοθεσία . Λόγω της καινοτομίας αυτής, εθνικός νόμος με τον οποίο θα τροποποιούνταν το άρθρο 19 δεν θα μπορούσε να προσθέσει τίποτα περισσότερο και θα αποτελούσε ένα είδος "αποδοχής", περιττής και αντίθετης προς την αρχή της άμεσης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου .

    10 Εξάλλου, η ιταλική κυβέρνηση παρατηρεί ότι η επίδικη διάταξη είναι σύμφωνη προς τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου υπό την έννοια ότι οι εθνικές διοικητικές αρχές φέρουν πάντοτε το βάρος της αποδείξεως ότι οι επιβαρύνσεις όντως επιρρίφθηκαν σε άλλα πρόσωπα . Οι οικείοι επιχειρηματίες υποχρεούνται να αποδείξουν μόνοι τους δικούς τους ισχυρισμούς, κατά τους οποίους η επιβάρυνση δεν επιρρίφθηκε σε άλλα πρόσωπα, πράγμα που μπορεί να γίνει μέσω των εγγράφων που κάθε επιχείρηση οφείλει, κατ' ανάγκη, να έχει στην κατοχή της .

    11 Η επιχειρηματολογία της ιταλικής κυβερνήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή . Η επίδικη διάταξη της ιταλικής νομοθεσίας ορίζει ότι οι επιχειρηματίες φέρουν το βάρος της αποδείξεως ενός αρνητικού γεγονότος, εφόσον οι τελευταίοι οφείλουν να αποδείξουν, προς αντίκρουση και μόνο των ισχυρισμών της διοικήσεως, ότι η αχρεωστήτως καταβληθείσα επιβάρυνση δεν επιρρίφθηκε σε άλλα υποκείμενα δικαίου, και αυτό μόνο μέσω έγγραφης απόδειξης . Μια τέτοια διάταξη είναι αντίθετη προς τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτοί απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου .

    12 Παρά τις προαναφερθείσες αποφάσεις που επικαλέστηκε η ιταλική κυβέρνηση, και έστω και αν πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εξέλιξη της νομολογίας του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου έχει ως συνέπεια τη διευκόλυνση της εφαρμογής των αρχών του αμέσου αποτελέσματος και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η επίδικη διάταξη εξακολουθεί πάντοτε να αποτελεί μέρος της εθνικής νομοθεσίας . 'Οπως έχει επανειλημμένα δεχθεί το Δικαστήριο, η υπεροχή και το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου δεν απαλλάσσουν τα κράτη μέλη από την υποχρέωση της εξαλείψεως από την εσωτερική τους έννομη τάξη των ασυμβίβαστων με το κοινοτικό δίκαιο διατάξεων πράγματι, η διατήρηση σε ισχύ τέτοιων διατάξεων γεννά μια διφορούμενη πραγματική κατάσταση, καθώς τα υποκείμενα δικαίου βρίσκονται σε αβεβαιότητα όσον αφορά τις δυνατότητες που τους έχουν επιφυλαχθεί για να επικαλούνται το κοινοτικό δίκαιο .

    13 Ενόψει των προηγούμενων σκέψεων, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιβάλλοντας στους φορολογουμένους, μέσω του άρθρου 19 του νομοθετικού διατάγματος 688, της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, που κατέστη ο νόμος 873, της 27ης Νοεμβρίου 1982, το βάρος της αποδείξεως, και μόνο δι' εγγράφων, ότι οι εθνικοί δασμοί και επιβαρύνσεις, των οποίων ζητούν την επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, καθόσον ήταν αντίθετοι προς τα άρθρα 9 και επόμενα και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν επιρρίφθηκαν σε άλλα υποκείμενα δικαίου και προσδίδοντας στις διατάξεις αυτές αναδρομικό αποτέλεσμα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5, 9 και επόμενα και 95 της Συνθήκης .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    14 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα . Δεδομένου ότι η καθής ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα .

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει :

    1 ) Η Ιταλική Δημοκρατία, επιβάλλοντας στους φορολογουμένους, μέσω του άρθρου 19 του νομοθετικού διατάγματος 688, της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, που κατέστη ο νόμος 873 της 27ης Νοεμβρίου 1982, το βάρος της αποδείξεως, και μόνο δι' εγγράφων, ότι οι εθνικοί δασμοί και επιβαρύνσεις, των οποίων ζητούν την επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθέντων καθόσον ήταν αντίθετοι προς τα άρθρα 9 και επόμενα και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν επιρρίφθηκαν σε άλλα υποκείμενα δικαίου και προσδίδοντας στις διατάξεις αυτές αναδρομικό αποτέλεσμα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 5, 9 και επόμενα και 95 της Συνθήκης .

    2 ) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα .

    Top