EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61986CJ0058

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 26ης Μαρτίου 1987.
Coopérative agricole d'approvisionnement des Avirons κατά Receveur des douanes de Saint-Denis και Directeur régional des douanes de la Réunion.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal d'instance de Saint-Denis (La Réunion) - Γαλλία.
Γεωργικές εισφορές - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Παραγραφή των αιτήσεων επιστροφής.
Υπόθεση 58/86.

Συλλογή της Νομολογίας 1987 -01525

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:164

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 58/86 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Α — Νομικό πλαίσιο και ιστορικό της όια-φοράς

Η Coopérative agricole ď approvisionnement της Avirons ( στο εξής: η Coopérative agricole ) εισήγαγε αραβόσιτο προελεύσεως Νότιας Αφρικής το 1980, 1981, 1982 και 1983. Οι εισφορές που η περιφερειακή διεύθυνση των τελωνείων της Réunion της ζήτησε λόγω των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τα προαναφερθέντα έτη ανέρχονται σε 9533870 φράγκα ( FF ).

Με δικόγραφο της 20ής Ιουνίου 1984, η ενάγουσα ενήγαγε τον Receveur des douanes του Saint-Denis και τον Directeur régional des douanes της Réunion ενώπιον του Tribunal d'instance του Saint-Denis ζητώντας, ως κύριο αίτημα, την επιστροφή του ποσού των εισφορών που καταβλήθηκαν, εντόκως, επιπλέον δε 100000 FF κατ' εφαρμογή του άρθρου 700 του γαλλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας και, επικουρικώς, την αναβολή εκδόσεως αποφάσεως επί της ουσίας ώστε να υποβληθούν στο Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα.

Η ενάγουσα δήλωσε ότι οι εισφορές δεν οφείλονταν διότι δεν ανταποκρίνονταν στη βούληση των συντακτών του κανονισμού 2727/75 της 29ης Οκτωβρίου 1975. Πράγματι, η ενάγουσα θεωρεί ότι ο λόγος υπάρξεως του κανονισμού είναι να επιβαρύνει τους υπηκόους των κρατών μελών, οι οποίοι επιλέγουν να αγοράσουν φτηνότερα ένα εμπόρευμα από τρίτη χώρα, με ρυθμιστική εισφορά που επιτρέπει να καλυφθεί η διαφορά μεταξύ της τιμής η οποία ισχύει στο εξωτερικό Kat της υψηλότερης κοινοτικής τιμής. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Coopérative agricole βρέθηκε σε κατάσταση εξομοιούμενη με ανώτερη βία διότι δεν μπορούσε να προμηθευτεί στη Réunion (λόγω ανεπαρκούς καλλιέργειας) ούτε στη μητρόπολη ούτε σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας (λόγω του κόστους του ναύλου ).

Εξάλλου, τηρήθηκαν οι στόχοι της κοινοτικής πολιτικής περί τιμών εφόσον οι εισαγωγές προελεύσεως Νότιας Αφρικής ήταν μεν ασφαλώς λιγότερο δαπανηρές σε πραγματική αξία από τις εισαγωγές από ευρωπαϊκή χώρα, πλην όμως πραγματοποιήθηκαν σε τιμή αναχωρήσεως υψηλότερη από την κοινοτική τιμή.

Οι διατάξεις του τίτλου Ι, κεφάλαιο Α ( άρθρο 2 ), και του τίτλου Ι, κεφάλαιο Ε ( άρθρο 13 ), του κανονισμού 1430/79, οι οποίες επιτρέπουν την επιστροφή των γεωργικών εισφορών όχι μόνο σε περίπτωση τελωνειακής οφειλής αλλά ακόμα σε καταστάσεις που ανακύπτουν από ιδιαίτερες συνθήκες για τις οποίες δεν υπήρξε καμιά αμέλεια ή δόλος από μέρους του ενδιαφερομένου, έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.

Ο εναγόμενος προέβαλε ουσιαστικά το απαράδεκτο της αγωγής της Coopérative agricole. Προέβαλε, επίσης, την ετήσια παραγραφή που θεσπίζει το άρθρο 25 του κανονισμού 1430/79. Επί της ουσίας, η Direction régionale des douanes θεώρησε ότι το γενικό σύστημα των τιμών των γεωργικών προϊόντων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας δεν αποσκοπεί στη διασφάλιση ειδικής προστασίας των επιχειρηματιών που έχουν συνάψει ειδικές συμβάσεις προμήθειας προϊόντων τα οποία υπάγονται στην κοινή γεωργική πολιτική, όπως συμβαίνει με τον αραβόσιτο.

Το Tribunal ď instance του Saint-Denis, αφού έκρινε την αγωγή της Cooperative agricole παραδεκτή, θεώρησε ότι η υπόθεση έθετε ζητήματα ερμηνείας της σχετικής κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης και αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αναβάλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Κατά το μέτρο που η εισφορά επί των εισαγωγών που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2727/75 του Συμβουλίου νοείται ως μεταβλητή επιβάρυνση ίση με τη διαφορά μεταξύ της τιμής που ισχύει εκτός Κοινότητας και της τιμής που ισχύει εντός της Κοινότητας και έχει ως σκοπό τη σταθεροποίηση της αγοράς συμψηφίζοντας τη διαφορά μεταξύ της χαμηλότερης διεθνούς τιμής και της υψηλότερης κοινοτικής τιμής, η επιβολή μιας τέτοιας εισφοράς σε ορισμένο προϊόν δεν είναι αντίθετη προς το πνεύμα της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως και ασυμβίβαστη με τη φύση της εισφοράς όταν η πραγματική τιμή αγοράς δεν αντιστοιχεί στην πλασματική τιμή αναφοράς και είναι υψηλότερη όχι μόνο από την τιμή αυτή, αλλά και από την κοινοτική τιμή;

2)

Δεν είναι αντίθετο προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα προς την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που καθιερώνει για τη γεωργία το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, κατά το οποίο η κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών “πρέπει να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός της Κοινότητας ”, το να αντιμετωπίζονται κατά ομοιόμορφο τρόπο καταστάσεις αντικειμενικά διαφορετικές;

3)

Κατά το μέτρο που έχει αποδειχτεί ότι οι εισαγωγείς αραβόσιτου στη Réunion είναι υποχρεωμένοι, λόγω της γεωγραφικής τους θέσεως, να προμηθεύονται εκτός της Κοινότητας σε υψηλότερη τιμή από την κοινοτική·

α)

Η επιβολή εισφοράς επί των εισαγωγών όπως θεσπίστηκε κατ' εφαρμογή του προαναφερόμενου κανονισμού 2727/75 δεν είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα του εν λόγω κειμένου και δεν παραβιάζει την πιο πάνω αναφερόμενη αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων;

β)

Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να αποδοθούν οι αχρεωστήτως εισπραχθείσες επιβαρύνσεις, όπως προβλέπει το άρθρο 13, πρώτη παράγραφος, του κανονισμού 1430/79 του Συμβουλίου, εφόσον δεν μπορεί να καταλογιστεί καμία αμέλεια ή δόλος στους εισαγωγείς;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα [ στοιχείο β ) ],

α)

Η παραγραφή που εφαρμόζεται στις αιτήσεις αποδόσεως των εισφορών είναι η δωδεκάμηνη που ορίζει το άρθρο 2 του κανονισμού 1575/80 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2640/82 της Επιτροπής, ή η τριετής παραγραφή που ορίζει ο τίτλος Ι, κεφάλαω Α ( άρθρο 2, παράγραφος 2), του κανονισμού 1430/79 του Συμβουλίου;

β)

Ποια τιμή ή ποια αξία πρέπει να ληφθεί ως βάση για να εκτιμηθεί αν η εισφορά είναι ή όχι σύμφωνη ( με το κοινοτικό δίκαιο); »

Β — Eyygaqnj όιαόικασία

1.

Η απόφαση του Tribunal d'instance του Saint-Denis περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Μαρτίου 1986.

2.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας κατέθεσαν γραπτές προτάσεις στις 26 Μαΐου 1986 η Coopérative agricole ď approvisionnement της Avirons, ενάγουσα, εκπροσωπούμενη από τον C de Guardia, δικηγόρο, και στις 27 Μαΐου 1986 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Christine Bėrardis-Kayser, μέλος της νομικής της υπηρεσίας.

3.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Κάλεσε, ωστόσο, την Επιτροπή να αποφανθεί επί της ερμηνείας του όρου « ιδιαίτερες συνθήκες » που προβλέπεται στο άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79.

Με απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1986, το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, αποφάσισε να αναθέσει την υπόθεση στο τρίτο τμήμα.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

Α — Παρατηρήσεις πον κατέθεσε η Coopérative agricole ď approvisionnement της Avirons

H Coopérative agricole θεώρησε χρήσιμο να διευκρινίσει το πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η διαφορά της κύριας δίκης, περιορίζοντας τις παρατηρήσεις της στην έκθεση ορισμένων πραγματικών περιστατικών που δεν αναφέρονταν στην απόφαση περί παραπομπής.

Παρατηρεί ότι η νήσος Réunion της οποίας η έκταση είναι 2500 τετραγωνικά χιλιόμετρα διαθέτει ωφέλιμη γεωργική επιφάνεια 65000 εκταρίων.

Η γεωργική οικονομία της νήσου ασχολείται κυρίως με την καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου, αλλά εδώ και ορισμένα χρόνια προσανατολίζεται προς τη διαφοροποίηση των καλλιεργειών και την κτηνοτροφία. Η ανάπτυξη της τελευταίας απαιτεί τη χρησιμοποίηση σημαντικής ποσότητας σιτηρών φορβής και ιδίως αραβόσιτου.

Εντούτοις, οι οικολογικές (κυκλώνας) και αγροοικονομικές απαιτήσεις δεν επιτρέπουν την επέκταση της καλλιέργειας του αραβόσιτου προς ικανοποίηση των αναγκών υπό συνθήκες αποδεκτής αποδοτικότητας.

Πράγματι, δεδομένου ότι η τοπική παραγωγή ανέρχεται σε 13000 τόνους περίπου ενώ οι σημερινές ανάγκες ανέρχονται σε πλέον των 60000 τόνων, η εισαγωγή αραβόσιτου που είναι αναγκαία για να καλύψει αυτό το έλλειμμα ανέρχεται σε περίπου 50000 τόνους.

Όμως, η νήσος Réunion βρίσκεται σε αδυναμία να εισαγάγει από τη μητρόπολη, καθώς και από τις ΗΠΑ, διότι τα μεταφορικά έξοδα είναι υπερβολικά, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η νήσος δεν διαθέτει σιλό σιτηρών, και ως εκ τούτου ο αραβόσιτος πρέπει να παραδίδεται σε σάκους. Αυτή η αδυναμία υφίσταται επίσης όσον αφορά την προμήθεια από χώρες ΑΚΕ διότι οι εν λόγω χώρες πρέπει και αυτές να καταφεύγουν σε εισαγωγή.

Ενόψει αυτών των στοιχείων, η Coopérative agricole αναφέρει ότι αναγκάστηκε να εισαγάγει αραβόσιτο από τη Νότια Αφρική, σε τιμή caf, καθαρώς ανώτερη από την κοινοτική τιμή κατωφλίου και ότι, παρά αυτή την ειδική κατάσταση, αναγκάστηκε να καταβάλει στα γαλλικά τελωνεία εισφορά, ενώ σκοπός της εισφοράς είναι να φέρει την τιμή caf του εισαχθέντος προϊόντος στο επίπεδο της τιμής κατωφλίου.

Β — Παρατηρήσεις πον κατέθεσε η Επιτροπή

1. Επί τον πρώτον ερωτήματος

Αναφερόμενη στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, η Επιτροπή υπενθυμίζει το σύστημα των εισφορών, του οποίου αναλύει τους στόχους και τον τρόπο υπολογισμού.

Καταρχάς, όπως προκύπτει από το άρθρο 9 και τη δέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2727/75, η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των σιτηρών περιλαμβάνει δύο σκέλη ( ένα σκέλος « εσωτερικό » που διέπει την αγορά στο εσωτερικό της Κοινότητας και ένα σκέλος « εξωτερικό » που εφαρμόζεται στο εμπόριο με τις τρίτες χώρες) τα οποία είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους και πρέπει να είναι ενιαία κατά την πραγματοποίηση της κοινής αγοράς.

Η Επιτροπή τονίζει περαιτέρω ότι, όσον αφορά το σύστημα του κοινοτικού εμπορίου με τις τρίτες χώρες, οι διακυμάνσεις των τιμών στη διεθνή αγορά λαμβάνονται υπόψη και ότι σκοπός του συστήματος είναι να αποφευχθεί ώστε οι διαφορές τιμών μεταξύ της κοινοτικής τιμής (ενιαίας) και των τιμών που ισχύουν στη διεθνή αγορά να έχουν αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα επί της κοινοτικής αγοράς.

Γι' αυτό το λόγο ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε « την είσπραξη εισφοράς κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες και την καταβολή επιστροφής κατά την εξαγωγή προς τις ίδιες χώρες, που να τείνουν και οι δύο στην κάλυψη της διαφοράς μεταξύ των τιμών που ισχύουν εντός και εκτός της Κοινότητας » ( προαναφερθείσα δέκατη αιτιολογική σκέψη ).

Η Επιτροπή καταλήγει στο ότι το σύστημα των εισφορών είναι ενιαίο σύστημα αόριστο που καθορίζεται για όλη την Κοινότητα, προορίζεται να διασφαλίσει στο σύνολο της την κοινοτική προτίμηση και δεν μπορεί, επομένως, να λάβει υπόψη ειδικές συναλλαγές. Αναφέρει την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1967 [Firma Max Neumann κατά Hauptzollamt Hof ( Saale ), 17/67, Rec. σ. 572 και επ. ] και ιδίως τη σκέψη της σελίδας 589 που περιγράφει το μηχανισμό της εισφοράς και έχει ως εξής: « επειδή η εισφορά, υπαγόμενη στη-Συνθήκη και όχι στον εθνικό νόμο, εφαρμοστέα ταυτόχρονα σε όλα τα κράτη μέλη και όχι στο πλαίσιο ενός μόνο κράτους μέλους, διαδραματίζουσα ρνθμιστικό της αγοράς ρόλο, όχι μέσα σε εθνικό πλαίσιο αλλά μέσα στο πλαίσιο οργανώσεως κοινής αγοράς, οριζόμενη αναφορικά με επίπεδο τιμής που καθορίζεται λόγω των στόχων της κοινής αγοράς, ... φαίνεται έτσι ως ρυθμιστική εισφορά του εξωτερικού εμπορίου συνδεόμενη με την κοινή πολιτική περί τιμών... ».

Εξετάζοντας τον τρόπο υπολογισμού της εισφοράς, η Επιτροπή υπενθυμίζει πρώτον ότι η εισφορά είναι ίση με τη διαφορά μεταξύ της τιμής του προϊόντος εντός της Κοινότητας (τιμή κατωφλίου) και της τιμής στη διεθνή αγορά (τιμή caf).

Η τιμή κατωφλίου, που αντιπροσωπεύει επομένως το επίπεδο τιμών το οποίο πρέπει να γίνει δεκτό ως αναφορά της κοινοτικής τιμής και που ισχύει για το σύνολο της Κοινότητας, αποτελεί το σημείο ενώσεως των δύο κλάδων της κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών, δηλαδή το εσωτερικό σύστημα και το εφαρμοστέο έναντι των τρίτων χωρών σύστημα.

Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 2727/75, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1151/77 tou Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/018, σ. 94 και επ. ), για να υπολογιστεί η τιμή κατωφλίου αφαιρούνται από την ενδεικτική τιμή της μικρότερης δαπάνης μεταφοράς μεταξύ Rotterdam και Duisbourg, οι δαπάνες μεταφορτώσεως στο Rotterdam και περιθώριο διαθέσεως στο εμπόριο. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού ( όπως τροποποιήθηκε από τους κανονισμούς 1143/76 του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1976, ΕΕ ειδ. έκδ. 03/015, σ. 95,1870/80 του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1980, ΕΕ ειδ. έκδ. 03/029, σ. 165 και 1579/86 του Συμβουλίου της 23ης Μαρτίου 1986, ΕΕ L 139, σ. 29 ), οι ενδεικτικές τιμές καθορίζονται για το Duisbourg λόγω του ότι είναι « το κέντρο της πλέον ελλειμματικής ζώνης στην Κοινότητα για όλα τα σιτηρά ». Η επιλογή του Rotterdam δικαιολογείται λόγω της σπουδαιότητας του για το εμπόριο των σιτηρών μεταξύ των λιμένων που εξυπηρετούν την ελλειμματική βορειοδυτική ζώνη της Ευρώπης.

Οι τιμές caf σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2727/75 υπολογίζονται για το Rotterdam με βάση τις ευνοϊκότερες δυνατότητες αγοράς στην παγκόσμια αγορά.

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 156/67 της Επιτροπής της 23ης Ιουνίου 1967, περί καθιερώσεως των λεπτομερειών για τον καθορισμό των τιμών caf και των εισφορών για τα σιτηρά, τα άλευρα, τα πλη-γούρια και τα σιμιγδαλια ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 87 και επ. ), « η Επιτροπή καθορίζει τις τιμές caf, βάσει των ευνοϊκότερων πραγματικών δυνατοτήτων αγοράς, σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιέρχονται εις γνώση της...· προβαίνει στις αναγκαίες διορθώσεις για τις προσφορές που δεν γίνονται στο Rotterdam, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές του ναύλου μεταξύ του λιμένα φορτώσεως και του λιμένα προορισμού, αφενός, και μεταξύ του λιμένα φορτώσεως και του Rotterdam, αφετέρου ».

Όταν κατόπιν των πληροφοριών που έχει στη διάθεση της η Επιτροπή φαίνεται ότι ορισμένες προσφορές δεν είναι αντιπροσωπευτικές της πραγματικής τάσεως της αγοράς, η Επιτροπή μπορεί να μην τις λάβει υπόψη της (παράγραφος 2 του προαναφερθέντος άρθρου ).

Τέλος, η Επιτροπή δηλώνει ότι η εισφορά, η οποία είναι επομένως ίση με την τιμή κατωφλίου μειωμένη κατά την τιμή caf, δεν μεταβάλλεται σε συνάρτηση με κάθε διακύμανση των στοιχείων υπολογισμού της ( άρθρο 6 του κανονισμού 156/67).

Έχοντας ως αφετηρία τον προπεριγραφέντα τρόπο υπολογισμού της εισφοράς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτή η « οφειλή » έχει θεσπιστεί για όλη την Κοινότητα, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο τόπος εισαγωγής, ότι είναι ενιαία και ότι αποσκοπεί στην προστασία της κοινοτικής αγοράς του αραβόσιτου έναντι ευνοϊκότερων εισαγωγών οποιεσδήποτε και αν είναι στην πραγματικότητα οι συγκεκριμένα οριζόμενες τιμές για κάθε μεμονωμένη εισαγωγή.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, το σύστημα των εισφορών πρέπει και δεν μπορεί να είναι παρά αφηρημένο και ο κάθε επιχειρηματίας οφείλει να προβλέπει τις εισαγωγές του σε συνάρτηση με το ποσό της εισφοράς που ορίζεται κάθε εργάσιμη ημέρα με κανονισμό της Επιτροπής δημοσιευόμενο στο τμήμα « νομοθεσία » της Επίσημης Εφημερίοας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η Επιτροπή προτείνει, συνεπώς, στο Δικαστήριο να δοθεί στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το παραπέμπον δικαστήριο η ακόλουθη απάντηση:

« Η εφαρμογή της εισφοράς που αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ της κατωτάτης διε θνούς τιμής και της ανωτάτης κοινοτικής τιμής δεν είναι αντίθετη προς το πνεύμα της κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης ούτε ασυμβίβαστη προς τη φύση της εισφοράς όταν η πραγματική τιμή αγοράς δεν αντιστοιχεί στην πλασματική τιμή αναφοράς και είναι ανώτερη όχι μόνο από την τελευταία, αλλά επίσης και από την κοινοτική τιμή. »

2. Επί τον δευτέρου ερωτήματος

Η Επιτροπή αναφέρει ότι το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ορίζει ότι η κοινή οργάνωση αγοράς αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός της Κοινότητας και ότι το τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου δίδει παράδειγμα εφαρμογής αυτής της αρχής στην περίπτωση κοινής πολιτικής τιμών, της οποίας συνέπεια είναι το αμφισβητούμενο στην προκειμένη περίπτωση σύστημα των εισφορών.

Από αυτό έπεται ότι οι ίδιες επιταγές που προβλέπονται για τις τιμές στην κοινοτική αγορά — « κοινά κριτήρια » και « ενιαίες μέθοδοι υπολογισμού » — εφαρμόζονται στο σύστημα που ρυθμίζει το εμπόριο με τις τρίτες χώρες.

Η Επιτροπή τονίζει ότι το άρθρο 227, παράγραφος 2, της Συνθήκης προβλέπει την εφαρμογή στα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα των διατάξεων περί της γεωργίας από της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης και, κατά συνέπεια, στους επιχειρηματίες της νήσου Réunion εφαρμόστηκαν από την αρχή όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κοινής γεωργικής πολιτικής.

Έτσι οι στόχοι δίκαιου βιοτικού επιπέδου για το γεωργικό πληθυσμό και σταθεροποιήσεως της αγοράς μεταφράζονταν συχνά για τον εισαγωγέα γεωργικών προϊόντων προελεύσεως τρίτων χωρών με την καταβολή της εισφοράς.

Η απαλλαγή από την εισφορά που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 435/80 του Συμβουλίου της 18ης Φεβρουαρίου 1980, περί του εφαρμοστέου συστήματος σε γεωργικά προϊόντα και σε ορισμένα εμπορεύματα παραγόμενα από τη (ΐετατροπή γεωργικών προϊόντων καταγωγής κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού ή υπερπόντιων χωρών και διαμερισμάτων ( JO L 55, σ. 4 ), απορρέει από τις υποχρεώσεις που η Κοινότητα έλαβε έναντι ορισμένων κρατών στα οποία παραχωρεί καθεστώς ευνοουμένου κράτους.

Κατά την Επιτροπή, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έκρινε, επομένως, ότι η αντικειμενική κατάσταση της νήσου Réunion απαιτούσε παρέκκλιση για τον αραβόσιτο οποιαδήποτε και αν ήταν η καταγωγή του. Παρόλον ότι ασφαλώς ήταν δυνατόν να προβλεφθεί γενική παρέκκλιση λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης της Réunion — πράγμα που άλλωστε συνέβη με την όρυζα (κανονισμός 594/78 του Συμβουλίου της 20ης Μαρτίου 1978, ΕΕ ειδ. έκδ. 03/020, σ. 167 ), αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια παρέκκλιση ήταν απαραίτητη.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι στα λοιπά εδάφη της Κοινότητας ο αραβόσιτος πρέπει επίσης σε μεγάλο μέτρο να εισάγεται από τρίτες χώρες με καταβολή της πλήρους εισφοράς και, όπως προκύπτει από τη σύγκριση αυτών των εισαγωγών σε σχέση με το ενδοκοινοτικό εμπόριο, η Κοινότητα βρίσκεται σε μεγάλη εξάρτηση από αυτές τις εισαγωγές.

Για τα κρίσιμα έτη στη διαφορά της κύριας δίκης, η Επιτροπή αναφέρει τους ακόλουθους αριθμούς:

Εισαγωγές στην Κοινότητα εκφραζόμενες σε τόνους

1980:

9 885 192

1981:

9 471 301

1982:

7 185 509

1983:

5 642 055

Ενδοκοινοτικό εμπόριο εκφραζόμενο σε τόνους

1980:

4 701 305

1981:

3 865 391

1982:

5 025 779

1983:

5 983 100

Εξάλλου, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κύριοι προμηθευτές της Κοινότητας ήταν οι χώρες για τις οποίες καμία μείωση της εισφοράς δεν εφαρμόζεται και για τις οποίες τα μεταφορικά έξοδα είναι επίσης υψηλά λόγω της μεγάλης αποστάσεως στην οποία βρίσκονται.

Σχετικώς, η Επιτροπή αναφέρει τους αριθμούς που αφορούν τις εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αργεντινή, διευκρινίζοντας επίσης ότι η Κοινότητα εισήγαγε το 1982 και 1983 αραβόσιτο από τη Σαουδική Αραβία ( 64656 και 26100 τόνους ) και το 1983 από την Ταϊλάνδη (43724 τόνους).

1980

1981

1982

1983

Ηνωμένες Πολιτείες

9 045 093

8 751 000

6 561 062

4 432 226

Αργεντινή

 

 

 

460 898

462 912

319 672

611 502

Επιπλέον, η Επιτροπή θέτει το ερώτημα γιατί ο εισαγωγέας της νήσου Reunion δεν προμηθεύτηκε από μια χώρα ΑΚΕ, ενώ έτσι θα είχε απαλλαγεί της εισφοράς.

Οι στατιστικές που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή αποδεικνύουν ότι οι χώρες ΑΚΕ που βρίσκονται κοντά στη νήσο Reunion εξήγαγαν αραβόσιτο κατά τα έτη 1980 έως 1983.

Η Επιτροπή αναφέρει σχετικώς τους ακόλουθους αριθμούς (τόνους):

 

1980

1981

1982

1983

Ζιμπάμπουε

68 000

242 000

352 000

495 000

Κένυα

20

991

949

122 514

Μαδαγασκάρη

177

 

899

 

Τανζανία

251

 

 

 

Ακτή του Ελεφαντοστού

1 024

6 567

1 336

 

Έχει, επομένως, η Επιτροπή τη γνώμη ότι θα ήταν ίσως δυνατό η Coopérative agricole να προμηθευτεί απ' αυτές τις χώρες και διερωτάται κανένας αν η αγορά από τη Νότια Αφρική δεν υπαγορεύθηκε περισσότερο λόγω ευκολίας (κανονικότητα στον εφοδιασμό, συσκευασία σε σάκους και λοιπά ).

Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή αναφέρει ότι, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ο κοινοτικός νομοθέτης μπόρεσε ορθώς να θεωρήσει ότι η κατάσταση της νήσου Réunion δεν ήταν τόσο δραματική και διαφορετική από την κατά στάση των λοιπών εδαφών της Κοινότητας για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «η ίση μεταχείριση θα δημιουργούσε διακρίσεις λόγω καταστάσεως αντικειμενικώς διαφορετικής » και ότι θα έπρεπε, συνεπώς, να προβλέψει απαλλαγή από την εισφορά για τον αραβόσιτο ακόμα και προελεύσεως από τρίτες χώρες, θέτοντας μ' αυτό τον τρόπο τις εν λόγω χώρες στο ίδιο επίπεδο με τις χώρες ΑΚΕ τις οποίες η Κοινότητα ανέλαβε την υποχρέωση να ευνοεί.

Εν συμπεράσματι, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο η ακόλουθη απάντηση:

« Ορθώς ο κοινοτικός νομοθέτης μπόρεσε να κρίνει ότι η νήσος Réunion δεν βρισκόταν σε αντικειμενική κατάσταση τέτοια που καθιστούσε απαραίτητη παρέκκλιση από το σύστημα της ενιαίας εισφοράς για τον αραβόσιτο προελεύσεως τρίτων χωρών και, συνεπώς, τηρήθηκε η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. »

3. Εαί τον τρίτον ερωτήματος

Η Επιτροπή δηλώνει καταρχάς ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 1430/70 εννοεί με τον όρο « εισαγωγικοί δασμοί » μεταξύ άλλων τις γεωργικές εισφορές και ότι το άρθρο 13 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα επιστροφής αυτών των δασμών « σε καταστάσεις που ανακύπτουν από ιδιαίτερες συνθήκες για τις οποίες δεν υπήρξε καμία αμέλεια ή δόλος από μέρους του ενδιαφερομένου ».

Ωστόσο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, και αν ακόμα υποτεθεί ότι ο εισαγωγέας ενήργησε κατά τρόπο που δεν ενέχει αμέλεια ή δόλο, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη « ιδιαιτέρων συνθηκών» στην προκειμένη περίπτωση. Θεωρεί ότι η ισχύουσα κανονιστική ρύθμιση περί γεωργικών εισφορών θα ετίθετο εκ νέου σε συζήτηση μέσω του κανονισμού 1430/79 και ότι, ειδικότερα, αυτό θα οδηγούσε στο να εφαρμόζεται η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση, στην πρακτική, κατά τρόπο διάφορο ανάλογα με το τμήμα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας στο οποίο πραγματοποιείται η εισαγωγή ή ανάλογα με την τιμή αγοράς που πέτυχε ο κάθε εισαγωγέας ατομικά.

Στην απάντηση της στο ερώτημα που έθεσε το Δικαστήριο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι στις περιπτώσεις που της υποβλήθηκαν από την έναρξη ισχύος του προαναφερθέντος κανονισμού, ο όρος « ιδιαίτερες συνθήκες » πάντοτε συνδέθηκε με την ειδική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν οι αιτούντες έναντι των τελωνειακών αρχών κατά τη διεξαγωγή των διατυπώσεων που αφορούσαν μία ή περισσότερες συγκεκριμένες πράξεις.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο όρος « ιδιαίτερες συνθήκες » δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται ως αντιφάρμακο, εκ των υστέρων, της εφαρμογής μιας κοινοτικής νομοθεσίας. Μια τέτοια επέκταση αυτού του όρου θα κατέληγε στο να καταστήσει εν μέρει κενή περιεχομένου κάθε γενική κανονιστική ρύθμιση στο μέτρο που θα επέτρεπε σε ακαθόριστο αριθμό επιχειρηματιών να αμφισβητούν τη ρύθμιση υπό το πρόσχημα ότι είναι ανεπιεικής.

Εξάλλου, αυτή η άποψη είναι αντίθετη όχι μόνο προς το πνεύμα του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79 του Συμβουλίου, αλλά θα επέφερε σοβαρό πλήγμα και στη μεταξύ των θεσμικών οργάνων ισορροπία στο μέτρο που αυτή η διάταξη θα παρείχε στην Επιτροπή ευρεία διακριτική εξουσία για να παρεκκλίνει από τη θεσπιζόμενη από το Συμβούλιο νομοθεσία.

Εν συμπεράσματι, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79 του Συμβουλίου δεν πρέπει να απομακρύνεται από το σκοπό του και να χρησιμεύει για την αμφισβήτηση του βάσιμου μιας κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης. Δεν πρέπει, ιδίως, να ερμηνεύεται ως διάταξη επιτρέπουσα στην Επιτροπή να τροποποιεί ως προς την εδαφική της εφαρμογή μια κοινοτική κανονιστική ρύθμιση που θεσπίστηκε κανονικά από το Συμβούλιο.

Εν συμπεράσματι, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να δοθεί στο παραπέμπον δικαστήριο η ακόλουθη απάντηση:

« Στο μέτρο που οι εισφορές κατά την εισαγωγή εισπράχθηκαν βάσει ισχυόντων κοινοτικών κειμένων, ο κανονισμός 1430/79 δεν μπορούσε να παράσχει νομική βάση για την επιστροφή αυτών των δασμών. »

4. Επί τον τετάρτου ερωτήματος

Το τέταρτο ερώτημα που υπέβαλε ο εθνικός δικαστής ως προς την προθεσμία παραγραφής δεν υποβλήθηκε παρά για την περίπτωση που ο κανονισμός 1430/79 θα είχε εφαρμογή. Στο μέτρο που θεωρεί ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο τρίτο ερώτημα, η Επιτροπή φρονεί ότι το τέταρτο ερώτημα στερείται αντικειμένου.

J. C. Moitinho de Almeida

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΣΤΗΡΊΟΥ ( τρίτο τμήμα)

της 26ης Μαρτίου 1987 ( *1 )

Στην υπόθεση 58/86,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal d' instance του Saint-Denis (νήσος Reunion ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Cooperative agricole d'approvisionnement της Avirons ( νήσος Réunion )

και

Receveur des douanes του Saint-Denis

και

Directeur régional des douanes της Réunion,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων των κανονισμών του Συμβουλίου 2727/75 της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 158 ), και 1430/79 της 2ας Ιουλίου 1979, περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 011/015, σ. 162), του κανονισμού 1575/80 της Επιτροπής της 20ής Ιουνίου 1980, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1430/79 του Συμβουλίου « περί της επιστροφής ή της διαγραφής των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών» (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/029, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2640/82 της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 1982 ( ΕΕ L 279, σ. 67 ), καθώς και το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα )

συγκείμενο από τους Y. Galmot, πρόεδρο τμήματος, U. Everling και J. C Moitinho de Almeida, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Coopérative agricole ď approvisionnement της Avirons, ενάγουσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από τον C. de Guardia, δικηγόρο στο Εφετείο του Παρισιού,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Christine Berardis-Kayser, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 27ης Νοεμβρίου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Φεβρουαρίου 1987

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1986, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Μαΐου 1986, το Tribunal ď instance του Saint-Denis (νήσος Réunion) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, διάφορα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων των κανονισμών του Συμβουλίου 2727/75 της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 158 και επ. ), και 1430/79 της 2ας Ιουλίου 1979, περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 011/015, σ. 162 και επ.), του κανονισμού 1575/80 της Επιτροπής της 20ής Ιουνίου 1980, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού ( ΕΟΚ) αριθ. 1430/79 του Συμβουλίου « περί της επιστροφής ή της διαγραφής εξαγωγικών ή εισαγωγικών δασμών » ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/029, σ. 73 και επ. ) όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2640/82 της Επιτροπής της 30ης Σεπτεμβρίου 1982 ( ΕΕ L 279, σ. 67 ), καθώς και του άρθρου 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

2

Τα εν λόγω ερωτήματα ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Coopérative agricole d'approvisionnement της Avirons ( στο εξής: η Coopérative agricole ), του Receveur des douanes του Saint-Denis και του Directeur régional des douanes της Réunion, που αφορά την επιστροφή του ποσού των εισφορών που κατέβαλε η Coopérative agricole σχετικά με εισαγωγές αραβόσιτου προελεύσεως Νότιας Αφρικής οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 1980, 1981, 1982 και 1983.

3

Προκειμένου να επιλύσει την εν λόγω διαφορά το Tribunal ď instance του Saint-Denis ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1)

Κατά το μέτρο που η εισφορά επί των εισαγωγών που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2727/75 του Συμβουλίου νοείται ως μεταβλητή επιβάρυνση ίση με τη διαφορά μεταξύ της τιμής που ισχύει εκτός Κοινότητας και της τιμής που ισχύει εντός της Κοινότητας και έχει ως σκοπό τη σταθεροποίηση της αγοράς συμψηφίζοντας τη διαφορά μεταξύ της χαμηλότερης διεθνούς τιμής και της υψηλότερης κοινοτικής τιμής, η επιβολή μιας τέτοιας εισφοράς σε ορισμένο προϊόν δεν είναι αντίθετη προς το πνεύμα της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως και ασυμβίβαστη με τη φύση της εισφοράς όταν η πραγματική τιμή αγοράς δεν αντιστοιχεί στην πλασματική τιμή αναφοράς και είναι υψηλότερη όχι μόνο από την τιμή αυτή, αλλά και από την κοινοτική τιμή ;

2)

Δεν είναι αντίθετο προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα προς την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που καθιερώνει για τη γεωργία το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, κατά το οποίο η κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών “ πρέπει να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός της Κοινότητας”, το να αντιμετωπίζονται κατά ομοιόμορφο τρόπο καταστάσεις αντικειμενικά διαφορετικές;

3)

Κατά το μέτρο που έχει αποδειχτεί ότι οι εισαγωγείς αραβόσιτου στη Réunion είναι υποχρεωμένοι, λόγω της γεωγραφικής τους θέσεως, να προμηθεύονται εκτός της Κοινότητας σε υψηλότερη τιμή από την κοινοτική

α)

Η επιβολή εισφοράς επί των εισαγωγών όπως θεσπίστηκε κατ' εφαρμογή του προαναφερόμενου κανονισμού 2727/75 δεν είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα του εν λόγω κειμένου και δεν παραβιάζει την πιο πάνω αναφερόμενη αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων;

β )

Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να αποδοθούν οι αχρεωστήτως εισπραχθείσες επιβαρύνσεις, όπως προβλέπει το άρθρο 13, πρώτη παράγραφος, του κανονισμού 1430/79 του Συμβουλίου, εφόσον δεν μπορεί να καταλογιστεί καμία αμέλεια ή δόλος στους εισαγωγείς;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα [ στοιχείο β ) ],

α)

Η παραγραφή που εφαρμόζεται στις αιτήσεις αποδόσεως των εισφορών είναι η δωδεκάμηνη που ορίζει το άρθρο 2 του κανονισμού 1575/80 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2640/82 της Επιτροπής, ή η τριετής παραγραφή που ορίζει ο τίτλος Ι, κεφάλαιο Α ( άρθρο 2, παράγραφος 2 ), του κανονισμού 1430/79 του Συμβουλίου;

β )

Ποια τιμή ή ποια αξία πρέπει να ληφθεί ως βάση για να εκτιμηθεί αν η εισφορά είναι ή όχι σύμφωνη ( με το κοινοτικό δίκαιο ); »

4

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς οι παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι στην κύρια δίκη και η Επιτροπή. Αυτές οι παρατηρήσεις δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα

5

Με το πρώτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν η εισφορά επί των εισαγωγών που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2727/75 του Συμβουλίου περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών εφαρμόζεται όταν η πραγματική τιμή αγοράς δεν αντιστοιχεί με την πλασματική τιμή αναφοράς και είναι υψηλότερη όχι μόνο από την τιμή αυτή, αλλά και από την κοινοτική τιμή.

6

Η Coopérative agricole υποστηρίζει ότι η οικονομική και γεωγραφική θέση της νήσου Réunion καθιστά αναγκαία την εισαγωγή αραβόσιτου από τη Νότια Αφρική, σε τιμή caf καθαρώς ανώτερη από τις κοινοτικές τιμές κατωφλίου. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η εφαρμογή της εισφοράς είναι αντίθετη προς το πνεύμα της κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης.

7

Η Επιτροπή υποστηρίζει αντιθέτως ότι, λαμβάνοντας υπόψη τους επιδιωκόμενους απ' αυτή την κανονιστική ρύθμιση στόχους, το σύστημα των εισφορών δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη τιμές καθοριζόμενες συγκεκριμένα για κάθε μεμονωμένη εισαγωγή.

8

Υπενθυμίζεται ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1967 ( Neumann, 17/67, Rec. σ. 571 ) « ... η εισφορά, διεπόμενη από τη Συνθήκη και από τον εθνικό νόμο, εφαρμοστέα ταυτόχρονα σε όλα τα κράτη μέλη και όχι στο πλαίσιο ενός μόνο κράτους μέλους, διαδραματίζοντας ρυθμιστικό ρόλο της αγοράς, όχι εντός του εθνικού πλαισίου αλλά στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγοράς, οριζόμενη με αναφορά σε επίπεδο τιμής καθοριζόμενο λόγω των στόχων της κοινής αγοράς, ... εμφανίζεται έτσι ως ρυθμιστική εισφορά του εξωτερικού εμπορίου συνδεόμενη με την κοινή πολιτική τιμών... ».

9

Οι εισφορές αποσκοπούν, με την κατάργηση των διαφορών των τιμών που εφαρμόζονται εκτός και εντός της Κοινότητας, στο να διασφαλίσουν την τήρηση της κοινοτικής προτίμησης καθώς και την πραγμάτωση των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής. Πρόκειται περί συστήματος που δεν λαμβάνει υπόψη τις τιμές που συμφωνούνται σε ειδικές συναλλαγές και, κατά συνέπεια, οι επιχειρηματίες οφείλουν να κατευθύνουν τις εισαγωγές τους σε συνάρτηση με την ισχύουσα κανονιστική ρύθμιση.

10

Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι η εισφορά κατά την εισαγωγή που προβλέπει ο κανονισμός 2727/75 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών εφαρμόζεται ακόμα και όταν η πραγματική τιμή αγοράς δεν αντιστοιχεί στην πλασματική τιμή αναφοράς και είναι ανώτερη όχι μόνον από την τελευταία αυτή τιμή, αλλά επίσης και από την κοινοτική τιμή.

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα και το πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος

11

Με το δεύτερο ερώτημα καθώς και με το πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, αν η εφαρμογή της εισφοράς που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2727/75 στις εισαγωγές αραβόσιτου που προορίζονται για τη νήσο Réunion συνιστά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ.

12

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η νήσος Réunion δεν είναι διαφορετική αντικειμενικά από την κατάσταση των λοιπών εδαφών της Κοινότητας και ότι, κατά συνέπεια, η ίση μεταχείριση δεν δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις.

13

Το Δικαστήριο παρατηρεί καταρχάς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 227, παράγραφος 2, της Συνθήκης, οι ειδικές και γενικές διατάξεις της Συνθήκης περί γεωργίας, εξαιρέσει των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφος 4, εφαρμόζονται, από τη θέση της σε εφαρμογή, στα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα και ότι μπορούν να γίνουν δεκτές εξαιρέσεις όταν το απαιτεί η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των εν λόγω περιοχών.

14

Στον κοινοτικό νομοθέτη εναπόκειται να αποφασίσει αν οι οικονομικές, γεωγραφικές ή κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη νήσο Reunion απαιτούν τη λήψη μέτρων εισαγόντων παρεκκλίσεις. Κάνοντας χρήση αυτής της εξουσίας εκτιμήσεως του ο κοινοτικός νομοθέτης θέσπισε τον κανονισμό 594/78 της 20ής Μαρτίου 1978 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/020, σ. 167 και επ. ), που απήλλαξε από την εισφορά τις εισαγωγές όρυζας προοριζόμενης για τη νήσο Reunion με την αιτιολογία ότι αυτό το προϊόν δεν παράγεται στη Reunion και ότι η κατά κεφαλή κατανάλωση της όρυζας υπερβαίνει κατά πολύ την κατανάλωση της Κοινότητας.

15

Παρατηρείται περαιτέρω ότι το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ορίζει ότι η κοινή οργάνωση πρέπει να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός της Κοινότητας. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διάκριση συνίσταται στη διαφορετική μεταχείριση ταυτόσημων καταστάσεων ή στην ίδια μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων ( απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1983, Wagner, Συλλογή σ. 371 ).

16

Όσον αφορά τον αραβόσιτο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αφενός, όπως το τονίζει η Επιτροπή, και τα λοιπά εδάφη της Κοινότητας έχουν έλλειμμα αυτού του σιτηρού και πρέπει να το εισαγάγουν από τρίτες χώρες υφιστάμενα υψηλά μεταφορικά έξοδα Kat χωρίς μείωση της εισφοράς. Επιπλέον, αν η νήσος Reunion δεν εισάγει τον αραβόσιτο του οποίου έχει ανάγκη από ορισμένες χώρες ΑΚΕ που εξάγουν αυτό το σιτηρό, επωφελούμενη της απαλλαγής από την εισφορά που προβλέπει ο κανονισμός 435/80 της 18ης Φεβρουαρίου 1980 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/020, σ. 167 και επ. ) και λιγότερο δαπανηρών μεταφορικών εξόδων, αυτό οφείλεται απλώς στο ότι τα λιμάνια της δεν διαθέτουν σιλό ( σιλό δημητριακών ) και στο ότι ο αραβόσιτος πρέπει να εισαχθεί σε σάκους.

17

Υπ' αυτές τις συνθήκες, δεν φαίνεται η Επιτροπή, κρίνουσα ότι η κατάσταση της νήσου Reunion δεν διαφέρει αντικειμενικά από την κατάσταση των λοιπών εδαφών της Κοινότητας και ότι δεν δικαιολογεί, εν αντιθέσει προς ό,τι αποφάσισε για την όρυζα, την απαλλαγή από τις εισφορές όσον αφορά τις εισαγωγές αραβόσιτου σ' αυτό το έδαφος, να υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει σ' αυτό τον τομέα.

18

Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα και στο πρώτο σκέλος του τρίτου ερωτήματος η απάντηση ότι η εφαρμογή της εισφοράς που έχει θεσπίσει ο κανονισμός 2727/75 κατά την εισαγωγή αραβόσιτου προοριζόμενου για τη νήσο Réunion δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος

19

Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, μήπως οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιούνται οι εισαγωγές αραβόσιτου στη Réunion συνιστούν « ιδιαίτερες συνθήκες », κατά την έννοια του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1430/79 του Συμβουλίου που δικαιολογούν την επιστροφή των εισφορών οι οποίες εισπράχθησαν γι' αυτές τις εισαγωγές.

20

Η Coopérative agricole υποστηρίζει ότι στην περίπτωση της νήσου Réunion οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιούνται οι αγορές αραβόσιτου πρέπει να θεωρηθούν ως ιδιαίτερες συνθήκες που δικαιολογούν, κατά το άρθρο 13 του κανονισμού 430/79, την επιστροφή ή τη διαγραφή των εισαγωγικών δασμών.

21

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτό το άρθρο δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση. Κατά την άποψη της ο όρος « ιδιαίτερες συνθήκες » αφορά την ειδική κατάσταση του ενδιαφερομένου ενώπιον των τελωνείων και όχι αντικειμενικές καταστάσεις των οποίων μπορεί να γίνει επίκληση από ακαθόριστο αριθμό επιχειρηματιών. Το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 δεν πρέπει να ανοίγει νέα οδό που να καταλήγει σε τροποποίηση κανονισμού του Συμβουλίου με αποφάσεις της Επιτροπής. Αν αυτό συνέβαινε, η Επιτροπή θα διέθετε ευρεία διακριτική εξουσία που θα επέφερε σοβαρό πλήγμα στην ισορροπία μεταξύ θεσμικών οργάνων.

22

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 αποτελεί « γενική ρήτρα επιεικείας, προοριζόμενη να καλύψει τις καταστάσεις που είναι διαφορετικές από εκείνες οι οποίες διαπιστώνονταν συνηθέστερα στην πράξη και μπορούσαν, κατά τη θέσπιση του κανονισμού, να αποτελέσουν αντικείμενο ειδικής ρυθμίσεως» (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1983, Papierfabrik, 283/82, Συλλογή σ. 4219' απόφαση της 15ης Μαΐου 1986, Ορυζόμυλοι, 160/84, Συλλογή σ. 1633 ). Αυτό το άρθρο έχει προορισμό να εφαρμόζεται όταν οι συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ επιχειρηματία και διοικήσεως είναι τέτοιες ώστε δεν είναι δίκαιο να επιβληθεί σ' αυτό τον επιχειρηματία ζημία την οποία υπό ομαλές συνθήκες δεν θα υφίστατο. Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η γεωγραφική θέση και η οικονομική κατάσταση της νήσου Reunion είναι αντικειμενικής φύσεως και αφορά ακαθόριστο αριθμό επιχειρηματιών, πράγμα που αποκλείει οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιούνται οι εισαγωγές αραβόσιτου σε αυτό το έδαφος να μπορούν να θεωρηθούν ως « ιδιαίτερες συνθήκες » κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 13.

23

Πρέπει, επομένως, να δοθεί στο δεύτερο σκέλος του τρίτου ερωτήματος η απάντηση ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιούνται οι εισαγωγές αραβόσιτου που προορίζονται για τη νήσο Reunion δεν αποτελούν « ιδιαίτερες συνθήκες », κατά την έννοια του άρθρου 13, πρώτη παράγραφος, του κανονισμού 1430/79 του Συμβουλίου, που να δικαιολογούν την επιστροφή των εισφορών οι οποίες εισπράχθηκαν λόγω αυτών των εισαγωγών.

24

Δεδομένου ότι το τέταρτο ερώτημα υποβλήθηκε μόνο για την περίπτωση κατά την οποία θα είχε εφαρμογή το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79, δεν έχει πλέον αντικείμενο.

Επί των δικαστικών εξόδων

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, που κατέθεσε προτάσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tribunal d'instance του Saint-Denis (νήσος Réunion), με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1986, αποφαίνεται:

 

1)

Η εισφορά κατά την εισαγωγή που προβλέπει ο κανονισμός 2727/75 του Συμβουλίου της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών, εφαρμόζεται ακόμα και όταν η πραγματική τιμή αγοράς δεν αντιστοιχεί στην πλασματική τιμή αναφοράς και είναι ανώτερη όχι μόνο από την τελευταία αυτή τιμή, αλλά επίσης και από την κοινοτική τιμή.

 

2)

H εφαρμογή της εισφοράς που έχει θεσπίσει ο κανονισμός 2727/75 κατά την εισαγωγή αραβόσιτου προοριζόμενου για τη νήσο Réunion δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ.

 

3)

Οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιούνται οι εισαγωγές αραβόσιτου που προορίζονται για τη νήσο Réunion δεν αποτελούν « ιδιαίτερες συνθήκες », κατά την έννοια του άρθρου 13, πρώτη παράγραφος, του κανονισμού 1430/79 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1979, που να δικαιολογούν την επιστροφή των εισφορών οι οποίες εισπράχθηκαν λόγω αυτών των εισαγωγών.

 

Galmot

Everting

Moitinho de Almeida

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Μαρτίου 1987.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

Υ. Galmot


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top