This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61986CC0257
Opinion of Mr Advocate General Darmon delivered on 1 March 1988. # Commission of the European Communities v Italian Republic. # Exemption from value-added tax for imports f free samples of low value - Transposition into national law of Directive 77/388/EEC. # Case 257/86.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 1ης Μαρτίου 1988.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Απαλλαγή από τον ΦΠΑ της εισαγωγής δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων ευτελούς αξίας - Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ.
Υπόθεση 257/86.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 1ης Μαρτίου 1988.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Απαλλαγή από τον ΦΠΑ της εισαγωγής δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων ευτελούς αξίας - Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ.
Υπόθεση 257/86.
Συλλογή της Νομολογίας 1988 -03249
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:105
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 1ης Μαρτίου 1988. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΠΑ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΔΩΡΕΑΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΑΣΗΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΑΣ - ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 77/388/ΕΟΚ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 257/86.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 03249
++++
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
1. Το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του ΦΠΑ στα χορηγούμενα δωρεάν δείγματα τίθεται στην Ιταλία, διαφορετικά διατυπωμένο αφότου εκδόθηκε το διάταγμα της 29ης Ιανουαρίου 1979 ακριβώς δε τη θέση σε εφαρμογή της τελευταίας αυτής ρυθμίσεως αμφισβητεί η Επιτροπή με την παρούσα προσφυγή.
2. Πριν από το διάταγμα αυτό, η ιταλική νομοθεσία απήλλασσε από τον ΦΠΑ τις "εκχωρήσεις δωρεάν δειγμάτων ευτελούς αξίας ρητώς χαρακτηριζομένων ως τοιούτων", εφαρμόζοντας συγχρόνως την ίδια απαλλαγή στις εισαγωγές παρόμοιων δωρεάν δειγμάτων. Το διάταγμα του 1979 κατάργησε τη διάταξη που επέκτεινε την απαλλαγή στις εισαγωγές χορηγούμενων δωρεάν δειγμάτων.
3. 'Εχοντας υπόψη την κατάργηση αυτή, ο ιταλός Υπουργός των Οικονομικών θεώρησε ότι οι εισαγωγές χορηγούμενων δωρεάν δειγμάτων υπόκεινταν στο εξής στον ΦΠΑ και επιβεβαίωσε επισήμως την άποψη αυτή με τις αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1979 και της 10ης Δεκεμβρίου 1982, που απαντούσαν αντιστοίχως σε αιτήσεις της πρεσβείας του Ηνωμένου Βασιλείου και μιας εταιρίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή θεώρησε ότι, από της δημοσιεύσεως του διατάγματος της 29ης Ιανουαρίου 1979, η εφαρμογή εκ μέρους της Ιταλίας του συστήματος ΦΠΑ επί των εισαγωγών χορηγούμενων δωρεάν δειγμάτων ευτελούς αξίας συνιστούσε παράβαση του άρθρου 95 της Συνθήκης ΕΟΚ (στο εξής άρθρο 95) και του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο α) (στο εξής: άρθρο 14) της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (1) , οπότε κίνησε την παρούσα διαδικασία λόγω παραβάσεως.
4. Το άρθρο 95 εμπλέκεται εδώ καθόσον απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους υψηλότερους από εκείνους που επιβαρύνουν τα ομοειδή εθνικά προϊόντα (εδάφιο 1) ή που μπορούν να προστατεύσουν έμμεσα άλλα προϊόντα (εδάφιο 2). 'Οσον αφορά το άρθρο 14, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, απαλλάσσουν "τις οριστικές εισαγωγές αγαθών, των οποίων η παράδοση από υποκειμένους στο φόρο απαλλάσσεται οπωσδήποτε του φόρου στο εσωτερικό της χώρας". Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εισαγωγές από κάθε κράτος, είτε αυτό είναι είτε δεν είναι μέλος της ΕΟΚ.
5. Η άμυνα της Ιταλικής Δημοκρατίας συνδέεται κυρίως με τη λήψη υπόψη των αποτελεσμάτων, στο εσωτερικό δίκαιο, των διεθνών συμβάσεων. Η Ιταλία θεωρεί ότι οι αποφάσεις του 1979 και του 1982, με τις οποίες ο Υπουργός της των Οικονομικών ερμήνευσε την ισχύουσα νομοθεσία υπό την έννοια της εφαρμογής του ΦΠΑ στις εισαγωγές χορηγούμενων δωρεάν δειγμάτων, δεν έλαβαν υπόψη το άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης της 7ης Νοεμβρίου 1952 (Διεθνής Σύμβαση για τη διευκόλυνση της εισαγωγής εμπορικών δειγμάτων και διαφημιστικού υλικού), η οποία επικυρώθηκε και τέθηκε σε ισχύ στην Ιταλία με νόμο της 26ης Νοεμβρίου 1957 κατ' αυτόν, τα δείγματα ευτελούς αξίας απαλλάσσονται των εισαγωγικών δασμών. Λόγω της διατάξεως αυτής, τα δωρεάν χορηγούμενα δείγματα που προέρχονται από όλα τα κράτη τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως, μεταξύ των οποίων όλα τα κράτη μέλη, πρέπει να απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ. Η απαλλαγή αυτή πρέπει επίσης να εφαρμόζεται στις εισαγωγές χορηγούμενων δωρεάν δειγμάτων που προέρχονται από κράτη τα οποία δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως, αλλά ως προς τα οποία εφαρμόζεται στην Ιταλία η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους.
6. Επίσης, η Ιταλία θεωρεί ότι από την εξέταση όλων των κανόνων που έχουν νομική ισχύ στο έδαφός της αποδεικνύεται ότι η απαλλαγή από τον ΦΠΑ δεν υφίσταται - μόνο - για τα δωρεάν δείγματα που εισάγονται από κράτη τα οποία δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης και ως προς τα οποία δεν εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους και ότι μόνο έναντι των εισαγωγών αυτών υφίσταται παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 14. Η ίση μεταχείριση, προκειμένου για τα δωρεάν χορηγούμενα δείγματα που εισάγονται από πολλά κράτη τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης ή ως προς τα οποία εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους, έχει διασφαλιστεί με την απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών της 18ης Ιουνίου 1984, η οποία υπενθυμίζει τα αποτελέσματα της Συμβάσεως της Γενεύης, και με τις οδηγίες του εν λόγω Υπουργού προς όλες τις Διευθύνσεις Τελωνείων που υπενθυμίζουν, επιπλέον, τα αποτελέσματα της ρήτρας του πλέον ευνοουμένου κράτους και ορίζουν την επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών. 'Οσον αφορά την είσπραξη του ΦΠΑ για τα δωρεάν δείγματα που έχουν εισαχθεί από τα ολίγα λοιπά κράτη, το κείμενο του ενιαίου νόμου περί ΦΠΑ - υπό ψήφιση στην Ιταλία - θα τερματίσει την κατάσταση αυτή και θα θεσπίσει έτσι μια απόλυτα σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο νομοθεσία.
7. Η επιχειρηματολογία αυτή με οδηγεί στη διαπίστωση, συμφωνώντας με την Επιτροπή, ότι η παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 14 αναγνωρίζεται καθόσον αφορά τις εισαγωγές δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων από κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης και ως προς τα οποία δεν εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους. Επομένως, εξακολουθεί να είναι συζητήσιμο το αν η κατάσταση, όσον αφορά τις εισαγωγές δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων από τα κράτη που έχουν προσυπογράψει τη Σύμβαση της Γενεύης ή ως προς τα οποία εφαρμόζεται η ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους, αποτελεί, παρά τις εξηγήσεις που δόθηκαν από την Ιταλία, συστατικό στοιχείο της προβαλλόμενης παράβασης.
8. Προς σαφήνεια της συζητήσεως αυτής, θεωρώ σημαντικό να αναφέρω ότι, κατά την ίδια τη νομολογία της Ιταλικής Δημοκρατίας, η επικρινόμενη διάταξη του διατάγματος του 1972, όπως τροποποιήθηκε το 1979, εξεταζόμενη μεμονωμένα, αντίκειται ευθέως προς το κοινοτικό δίκαιο, το δε ουσιώδες της αμυντικής επιχειρηματολογίας έγκειται στον ισχυρισμό ότι κακώς λαμβάνεται υπόψη μεμονωμένα η εν λόγω διάταξη και εφαρμόζεται μεμονωμένα από το 1979 μέχρι το 1984.
9. Με το υπόμνημα απαντήσεώς της, η Επιτροπή ενέμεινε στα αιτήματά της, στηριζόμενη σε δύο σειρές επιχειρημάτων.
10. Καταρχάς, αναφέρει ότι οι διοικητικές οδηγίες τις οποίες επικαλείται η ιταλική κυβέρνηση βελτίωσαν μεν την κατάσταση σε σχέση προς την πρώτη περίοδο που ακολούθησε την επελθούσα το 1979 τροποποίηση της νομοθεσίας, πλην όμως η νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Ιταλία με την εν λόγω τροποποίηση προκάλεσε σημαντική σύγχυση, την οποία μαρτυρούν εξάλλου οι πρώτες θέσεις τις οποίες έλαβε ο Υπουργός των Οικονομικών. Με τον τρόπο αυτό, το εσωτερικό ιταλικό δίκαιο κατέστη γενεσιουργό αβεβαιοτήτων για τους ενδιαφερομένους, οι οποίοι, ενόψει ενός κειμένου που καταργούσε την προηγούμενη εξομοίωση των εισαγωγών με τις εσωτερικές συναλλαγές, είναι δυνατό να αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στην επίκληση των δικαιωμάτων που η θεμελίωσή τους τους φαίνεται αμφίβολη. Η Επιτροπή αναφέρει, ιδίως, ότι η ύπαρξη της Συμβάσεως της Γενεύης του 1952 δεν μπορεί να είναι περισσότερο εμφανής για τους ενδιαφερομένους απ' όσο ήταν, κατά την πρώτη περίοδο, για την αρμόδια διοίκηση.
11. Εν συνεχεία, επικουρικώς, παρατηρεί ότι η απαίτηση για ομοιόμορφη εφαρμογή της απαλλαγής όλων των εισαγωγών ανταποκρίνεται στη μέριμνα για ίση μεταχείριση που εμφανίζει ενωτικό χαρακτήρα και ότι είναι δυνατό η εν λόγω απαίτηση να ικανοποιηθεί μερικώς. Επομένως, στην περίπτωση αυτή κατ' ανάγκη υπάρχει παράβαση κατά τρόπο ενιαίο και καθολικό.
12. Η πρώτη σειρά επιχειρημάτων της Επιτροπής αναφέρεται στην απαίτηση για σαφήνεια, επαναλαμβανόμενη από το άρθρο 14, καθώς και στη νομολογία που προκύπτει από τις αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1974, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (2), και της 25ης Οκτωβρίου 1979, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (3). Κατά τη νομολογία αυτή, η διατήρηση ή η θέση σε ισχύ διατάξεως που δημιουργεί διφορούμενη πραγματική κατάσταση διατηρώντας, για τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα δικαίου, μια κατάσταση αβεβαιότητας όσον αφορά τις δυνατότητες που τους επιφυλάσσονται προκειμένου να επικαλεστούν το κοινοτικό δίκαιο, μπορεί να συνιστά παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 169 της Συνθήκης.
13. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεώς της, η Ιταλική Δημοκρατία θεώρησε ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, βασιζόμενη στο διφορούμενο της διατηρήσεως της διατάξεως όπως τροποποιήθηκε το 1979 και στις αβεβαιότητες που προκαλεί στους ενδιαφερομένους, αποτελούσε "απαράδεκτη μεταβολή της causa petendi" σε σχέση με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη.
14. Η εν λόγω ένσταση απαραδέκτου δεν νομίζω ότι πρέπει να γίνει δεκτή. Το Δικαστήριο έχει διακρίνει από μακρού χρόνου μεταξύ της προβολής νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, καταρχήν απαγορευόμενης, εκτός αν οι εν λόγω ισχυρισμοί βασίζονται σε νομικά στοιχεία που έχουν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας, και της αναπτύξεως νέων επιχειρημάτων. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι τίποτε δεν αντιτίθεται στην εξέταση όσων επιχειρημάτων αναπτύσσονται προς στήριξη ισχυρισμών που έχουν ήδη αναφερθεί στο δικόγραφο.
15. Στο εισαγωγικό της παρούσας δίκης έγγραφο αναφέρεται ότι, κατά την Επιτροπή, η κατάσταση των εισαγωγέων δωρεάν χορηγούμενων δειγμάτων από κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμβάσεως της Γενεύης αποτελεί απλώς μία "εκ των πραγμάτων λύση που δεν διασφαλίζει τα δικαιώματα των εισαγωγέων οι οποίοι, αν φορολογούνταν, μπορούσαν να έχουν δυσχέρειες στην επίκληση του δικαίου τους ενώπιον των δικαστηρίων". Ο χαρακτηρισμός της "εκ των πραγμάτων λύσεως", τον οποίο χρησιμοποίησε η Επιτροπή σχετικά με την κατάσταση που αναλύει, δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στη νομική κατάσταση που αναλύεται, στο υπόμνημα απαντήσεως, ως διφορούμενη και γενεσιουργός αβεβαιοτήτων, αλλά παρατηρείται ότι η Επιτροπή απλώς επανέλαβε, στο εισαγωγικό της δικόγραφο, το χαρακτηρισμό που δόθηκε από την ίδια την Ιταλική Δημοκρατία με το τηλετύπημά της. Θεωρώ ότι τα αναπτυχθέντα στο από 8 Ιουλίου 1985 υπόμνημα απαντήσεως σχετικά με τη διφορούμενη νομική κατάσταση - γενεσιουργό αβεβαιοτήτων - δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ανάπτυξη νέου ισχυρισμού σε σχέση προς τα αναπτυχθέντα στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Στο τελευταίο αυτό έγγραφο, όπως εξάλλου στη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, ο ισχυρισμός εκτίθεται συνοπτικώς, επειδή στο στάδιο αυτό είναι επικουρικός. 'Ομως, νομίζω ότι στο υπόμνημα απαντήσεως επεξηγείται ο προηγουμένως αναφερθείς ισχυρισμός και δεν εκτίθεται εντελώς νέος ισχυρισμός.
16. Για το λόγο αυτό πρέπει, τώρα, να εξεταστεί η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, εν σχέσει προς την ανασκευή που η Ιταλική Δημοκρατία επιδιώκει να επιφέρει επί της ουσίας. Η σύγκριση των στοιχείων της παρούσας διαδικασίας με αυτά που οδήγησαν στην προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1979, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τους "εκτελωνιστές" μου φαίνεται ιδιαίτερα πειστική υπό την έννοια του βασίμου της ασκηθείσας από την Επιτροπή προσφυγής. Ενόψει μιας νομοθετικής διατάξεως η οποία εξαρτά τη χορήγηση της άδειας εκτελωνιστή από την ιταλική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια κράτους το οποίο προβλέπει στον τομέα αυτό την ύπαρξη αμοιβαιότητας ως προς τους Ιταλούς, και της οποίας τη διατήρηση η Επιτροπή έκρινε ως παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 52 της Συνθήκης, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά την οποία η υπό κρίση διάταξη ερμηνευόταν μόνο υπό την επιφύλαξη του άρθρου αυτού, το οποίο έχει απευθείας εφαρμογή στην ιταλική έννομη τάξη, και δεν μπορούσε έτσι, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχύοντες κανόνες στην ιταλική έννομη τάξη, να δεχθεί ότι η διατήρησή της συνιστά παράβαση. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, αν η αντικειμενική κατάσταση ήταν σαφής λόγω της απευθείας εφαρμογής του άρθρου 52, η διατήρηση διατάξεως ασυμβίβαστης με τη Συνθήκη δημιουργεί μια διφορούμενη πραγματική κατάσταση, διατηρώντας τα υποκείμενα δικαίου σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς τις δυνατότητες που τους επιφυλάσσονται να επικαλούνται το κοινοτικό δίκαιο και έχει καταλήξει στην ύπαρξη παραβάσεως.
17. Η γειτνίαση, στην ιταλική έννομη τάξη, των διατάξεων του 1972, όπως τροποποιήθηκαν το 1979, με τις διατάξεις διεθνών συμβάσεων όπως η Σύμβαση της Γενεύης ή με τις συμβάσεις που προβλέπουν τη ρήτρα του πλέον ευνοουμένου κράτους δεν μου φαίνεται, εν προκειμένω, ότι δημιουργεί μία λιγότερο διφορούμενη πραγματική κατάσταση οδηγούσα τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα δικαίου σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής κανόνων συμφώνων με το κοινοτικό δίκαιο από αυτή που οδήγησε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση. Μου είναι ακόμη δυσκολότερο να το σκεφθώ, καθόσον από το 1979 μέχρι το 1984 η θέση του ιταλού Υπουργού των Οικονομικών ενείχε όχι μια αβεβαιότητα ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής των συμφώνων με το κοινοτικό δίκαιο κανόνων, αλλά μάλλον μια εσφαλμένη βεβαιότητα ως προς την εφαρμογή κανόνων ασυμβίβαστων με το εν λόγω δίκαιο. Αυτό μαρτυρεί βεβαίως το διφορούμενο χαρακτήρα που έχει καταγγείλει η Επιτροπή.
18. Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η "φερομένη σύγχυση" δεν υφίσταται πλέον, αφότου δόθηκαν ακριβείς οδηγίες αρχικά με μία εγκύκλιο του 1984, εν συνεχεία δε με υπόμνημα του Υπουργού των Οικονομικών της 5ης Νοεμβρίου 1986.
19. Σ' αυτό πρέπει κατά τη γνώμη μου να αντιταχθεί η απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 1986, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (4), που αναφέρει ότι το ασυμβίβαστο της εθνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της Συνθήκης, ακόμη και με αυτές που έχουν απευθείας εφαρμογή, μπορεί να αρθεί οριστικά μόνο με εσωτερικές διατάξεις αναγκαστικού χαρακτήρα που έχουν την ίδια τυπική ισχύ με τις διατάξεις που πρέπει να τροποποιηθούν και ότι απλή διοικητική πρακτική, που από τη φύση της μπορεί να τροποποιηθεί κατά βούληση από τη διοίκηση και που στερείται της προσήκουσας δημοσιότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά έγκυρη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη. Η ανεπάρκεια των διοικητικών εγκυκλίων ως διαδικασίας "αίρουσας το διφορούμενο" έχει επίσης αποδειχθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1985, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (5).
20. Οι υπουργικές οδηγίες, τις οποίες επικαλείται η Ιταλική Δημοκρατία, δεν συνιστούν επομένως την κατάλληλη διαδικασία για την εξαφάνιση της συγχύσεως που έχει προκληθεί από την κατάσταση της ιταλικής νομοθεσίας μετά την τροποποίηση του 1979. Είναι αληθές ότι η ιταλική κυβέρνηση ανήγγειλε, από το 1985, την προσεχή θέσπιση ενός ενιαίου νόμου περί ΦΠΑ που θα αποκαταστήσει, όσον αφορά την απαλλαγή από τον ΦΠΑ έναντι των εκχωρήσεων χορηγούμενων δωρεάν δειγμάτων, την ίση μεταχείριση μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων. 'Ομως, απ' όσα γνωρίζω, το κείμενο αυτό δεν θεσπίστηκε και επομένως δεν τερματίστηκε με την ενδεδειγμένη νομική διαδικασία η κατάσταση συγχύσεως. Προσθέτω ότι η σύζητηση που διεξήχθη κατά την προφορική διαδικασία σχετικά με το αν οι οδηγίες που περιλαμβάνονταν στο υπόμνημα της 5ης Νοεμβρίου 1986 απέβλεπαν μόνο στην απαλλαγή των ιατρικών δειγμάτων ή έπρεπε, με μία αναφερόμενη στην απόφαση της 18ης Ιουνίου 1984 ερμηνεία, να θεωρηθούν ότι απέβλεπαν στην απαλλαγή των εισαγωγών όλων των δωρεάν δειγμάτων ευτελούς αξίας, δεν συνέβαλε στη μείωση των αμφιβολιών μου ως προς την αποσαφήνιση που προκύπτει από τις εγκυκλίους τις οποίες επικαλέστηκε η Ιταλική Δημοκρατία.
21. Η ιταλική κυβέρνηση ισχυρίζεται επίσης ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν είναι δυνατό να βρίσκονται σε κατάσταση αβεβαιότητας, έναντι της ισχύουσας νομοθεσίας στην Ιταλία, καθόσον οι εισαγωγές πραγματοποιούνται από ειδικούς που δεν αγνοούν τα φορολογικά συστήματα, ακόμη και αυτά που απορρέουν από την εφαρμογή διεθνών συμβάσεων.
22. Η εξέταση της νομολογίας του Δικαστηρίου καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι το γεγονός ότι οι αποδέκτες μιας νομοθεσίας είναι συνηθισμένοι από επαγγελματική άποψη να την εφαρμόζουν δεν εξαφανίζει, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τη σύγχυση που κατά το Δικαστήριο η εν λόγω νομοθεσία συνεπάγεται. Επιπλέον, το επιχείρημα που κατ' αυτό τον τρόπο έχει επικαλεστεί η Ιταλική Δημοκρατία δεν νομίζω ότι μπορεί να πείσει το Δικαστήριο. Πράγματι, δεν αποτελεί γεγονός ότι από το 1979 μέχρι το 1984 ο Υπουργός της των Οικονομικών συνάντησε τις δυσχέρειες που παρουσιάζει η κατανόηση της νομοθεσίας περί ΦΠΑ, ως προς τις οποίες αποτελεί, a priori, με τις υπηρεσίες του, τον πλέον ειδικό σε εθνικό επίπεδο; Γιατί λοιπόν οι ιδιώτες, ακόμη και οι ειδικοί στις εισαγωγές, θα κατανοούσαν καλύτερα, στον τομέα αυτό, απ' ό,τι οι εθνικές φορολογικές αρχές;
23. Εξάλλου, έναντι των ασαφειών αυτών της ιταλικής νομοθεσίας και της αβεβαιότητας που απορρέει από αυτές για τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα δικαίου, το επιχείρημα που αναφέρθηκε κατά την προφορική διαδικασία και σύμφωνα με το οποίο η άρνηση απαλλαγής εφαρμοζόταν πραγματικά μόνο στις εισαγωγές που προέρχονταν από ελάχιστο αριθμό - και μη διευκρινισθέντα - χωρών, μεταξύ των οποίων κανένα κράτος μέλος, δεν μου φαίνεται λυσιτελές. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, για παράδειγμα με την απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας της 7ης Φεβρουαρίου 1984 (6), ότι το γεγονός ότι μία διάταξη εφαρμόστηκε σε ελάχιστες περιπτώσεις δεν αρκεί για να εξαλειφθεί η παράβαση την οποία συνιστά.
24. Τελικώς, δεν μπορεί να αποφευχθεί η ακόλουθη ερώτηση: πώς να υπάρξει ικανοποίηση από τη μετάβαση από την κατάσταση κατά την οποία η τήρηση του κοινοτικού δικαίου ήταν εξασφαλισμένη, μέχρι το 1979, με μια σαφή και χωρίς αμφιβολίες εθνική διάταξη, σε μία άλλη κατάσταση κατά την οποία, έκτοτε, η τήρηση, εξάλλου ατελής, του κοινοτικού δικαίου προκύπτει μόνο από τον επίπονο συνδυασμό σποραδικών διατάξεων με δύσκολο χειρισμό, όπως το έχουν αποδείξει τα σφάλματα της πρώτης περιόδου;
25. Για τους διαφόρους αυτούς λόγους, θεωρώ ότι, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο ισχυρισμός τον οποίο επικαλέστηκε επικουρικώς η Επιτροπή, με τη θέσπιση και εν συνεχεία με τη διατήρηση ενός κειμένου, όπως τροποποιήθηκε το 1979, ασυμβίβαστου με το άρθρο 95, εφόσον υπάγει στον ΦΠΑ τα εισαγόμενα από τα κράτη μέλη δωρεάν χορηγούμενα δείγματα και με το άρθρο 14, εφόσον υπάγει στον ίδιο φόρο τα εισαγόμενα από άλλα κράτη δωρεάν χορηγούμενα δείγματα, η Ιταλική Δημοκρατία, παρά την αντικειμενική κατάσταση που προκύπτει από διατάξεις διεθνών συμβάσεων που εφαρμόζονται στην ιταλική έννομη τάξη και που είναι σύμφωνες με το κοινοτικό δίκαιο, δημιούργησε για τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα δικαίου μια κατάσταση αβεβαιότητας ως προς τις δυνατότητες που τους επιφυλάσσονται για να επικαλούνται το εν λόγω δίκαιο.
26. Συνεπώς, προτείνω:
- να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και εν συνεχεία διατηρώντας το κείμενο αυτό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ και από το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο α), της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977,
- να καταδικαστεί η Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
(*) Μετάφραση από τα γαλλικά.
(1) ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49.
(2) Υπόθεση 167/73, Rec. 1974, σ. 359.
(3) Υπόθεση 159/78, Rec. 1979, σ. 3247.
(4) Υπόθεση 168/85, Συλλογή 1986, σ. 2945.
(5) Υπόθεση 173/83, Συλλογή 1985, σ. 491.
(6) Υπόθεση 166/82, Συλλογή 1984, σ. 459.