Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0309

Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1988.
Bruno Barra κατά Βελγικού δημοσίου και Δήμου Λιέγης.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de première instance de Liège - Βέλγιο.
Απαγόρευση των διακρίσεων - Πρόσβαση σε μη πανεπιστημιακή εκπαίδευση - Απόδοση αχρεωστήτου.
Υπόθεση 309/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1988 -00355

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1988:42

61985J0309

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 2ΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1988. - BRUNO BARRA ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ ΒΕΛΓΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΛΙΕΓΗΣ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ TRIBUNAL DE PREMIERE INSTANCE ΤΗΣ ΛΙΕΓΗΣ. - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ - ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΜΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΑΠΟΔΟΣΗ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 309/85.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 00355
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00325
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00327


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1 . Προδικαστικά ερωτήματα - Ερμηνεία - Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας - Αναδρομικό αποτέλεσμα - 'Ορια - Ασφάλεια δικαίου - Εξουσία εκτιμήσεως του Δικαστηρίου η οποία ασκείται μέσω της ίδιας της προδικαστικής απόφασης - Μεταγενέστερος περιορισμός - Δεν επιτρέπεται

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 177 )

2 . Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - 'Ιση μεταχείριση - Διάκριση λόγω ιθαγένειας - Επαγγελματική εκπαίδευση που παρέχεται εντός κράτους μέλους - Δικαίωμα εγγραφής ή "δίδακτρα" απαιτούμενα μόνο από τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών - Απαγορεύονται - Αναγνώριση μέσω προδικαστικής απόφασης - Ερμηνεία δυνάμενη να εφαρμοστεί επί των αιτήσεων για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης που υποβλήθηκαν πριν από την έκδοση της απόφασης

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 7 και 177 )

3 . Κοινοτικό δίκαιο - 'Αμεσο αποτέλεσμα - Είσπραξη δικαιώματος εγγραφής για κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης κατά παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας - Απόδοση - Σχετικές λεπτομέρειες - Εφαρμογή του εθνικού δικαίου - 'Ορια

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 7 )

Περίληψη


1 . Η ερμηνεία που το Δικαστήριο δίνει, ασκώντας την αρμοδιότητα που του έχει αναγνωριστεί με το άρθρο 177, σε κανόνα κοινοτικού δικαίου διαφωτίζει και διευκρινίζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ . Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο κανόνας που έχει κατ' αυτό τον τρόπο ερμηνευτεί μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια ακόμα και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και συστάθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον, εξάλλου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου η σχετική με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα διαφορά .

Μόνο κατ' εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή της συμφυούς με την κοινοτική έννομη τάξη γενικής αρχής της ασφάλειας του δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη τις σοβαρές διαταραχές που η απόφασή του θα μπορούσε να συνεπάγεται για το παρελθόν στις καλή τη πίστει δημιουργηθείσες έννομες σχέσεις, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας επικλήσεως από κάθε ενδιαφερόμενο της κατ' αυτό τον τρόπο ερμηνευθείσας διάταξης προκειμένου να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι έννομες αυτές σχέσεις . Ωστόσο παρόμοιος περιορισμός μπορεί να επιτραπεί μόνο με την ίδια την απόφαση με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της αιτηθείσας ερμηνείας .

2 . Η ερμηνεία του άρθρου 7 της Συνθήκης, κατά την οποία η επιβολή τελών, δικαιώματος εγγραφής ή διδάκτρων, ως προϋποθέσεως για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στους σπουδαστές υπηκόους άλλων κρατών μελών, ενώ η ίδια επιβάρυνση δεν επιβάλλεται στους εντόπιους σπουδαστές, συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας που απαγορεύεται από το εν λόγω άρθρο, έχει εφαρμογή επί των αιτήσεων για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης οι οποίες υποβλήθηκαν πριν από την έκδοση της απόφασης με την οποία το Δικαστήριο έδωσε την ερμηνεία αυτή .

3 . Το δικαίωμα απαιτήσεως της απόδοσης των ποσών που έχουν εισπραχτεί από κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί στα υποκείμενα δικαίου με τις κοινοτικές διατάξεις όπως έχουν ερμηνευτεί από το Δικαστήριο . Καίτοι είναι αληθές ότι η απόδοση μπορεί να επιδιωχθεί μόνο σύμφωνα με τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που ορίζονται από τις διάφορες σχετικές εθνικές νομοθεσίες, εντούτοις, οι προϋποθέσεις αυτές δεν μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν σχεδόν αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμονται από την κοινοτική έννομη τάξη .

Μια νομοθετική διάταξη με την οποία, προκειμένου περί πρόσθετων δικαιωμάτων εγγραφής ή "διδάκτρων" που, κατά παράβαση του άρθρου 7 της Συνθήκης, απαιτούνται μόνο από τους σπουδαστές υπηκόους των άλλων κρατών μελών για να μπορέσουν οι τελευταίοι να παρακολουθήσουν μαθήματα επαγγελματικής εκπαίδευσης, η απόδοση περιορίζεται μόνο στους αιτούντες που έχουν ασκήσει προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίστηκε αυτή η παράβαση στερεί τα άτομα που δεν πληρούν την προϋπόθεση αυτή από το δικαίωμα να ζητήσουν την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και καθιστά επομένως αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί από τη Συνθήκη . Τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόσουν μια τέτοια διάταξη .

Διάδικοι


Στην υπόθεση 309/85,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του προέδρου του Τribunal de premiere instance της Λιέγης, δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Bruno Barra, σπουδαστή, κατοίκου Bonnetable ( Γαλλία ), και δεκαέξι άλλων σπουδαστών, αφενός,

και

1 ) Βελγικού δημοσίου,

2 ) Δήμου Λιέγης, αφετέρου,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία, ιδίως, του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, G . Bosco, O . Due, J . C . Moitinho de Almeida και G . C . Rodriguez Iglesias, προέδρους τμήματος, T . Koopmans, U . Everling, K . Bahlmann, Y . Galmot, Κ . Κακούρη, R . Joliet, T . F . O' Higgins και F . Schockweiler, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας : Sir Gordon Slynn

γραμματέας : D . Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν :

- οι αιτούντες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενοι από τον L . Misson, δικηγόρο Λιέγης,

- το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τον P . Deltenre, δικηγόρο Βρυξελλών,

- το Ηνωμένο Βασίλειο, εκπροσωπούμενο από τον McHenry καθώς και το δικηγόρο Mummery,

- η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J . Griesmar,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 18ης Φεβρουαρίου 1987,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1987,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με Διάταξη της 9ης Οκτωβρίου 1985, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Οκτωβρίου 1985, ο πρόεδρος του Τribunal de premiere instance της Λιέγης υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ορισμένων αρχών του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να εκτιμηθεί το συμβιβαστό προς τις αρχές αυτές ενός νόμου με τον οποίο περιορίζεται η δυνατότητα αποδόσεως τελών εγγραφής, των οποίων η αντίθεση προς το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ προκύπτει από προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου .

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο εκδικάσεως μιας κλήσεως κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του Barra και δεκαέξι άλλων αιτούντων της κύριας δίκης ( εφεξής : αιτούντες ) κατά της αρνήσεως του βελγικού δημοσίου, καθού της κύριας δίκης, να τους αποδώσει τα πρόσθετα τέλη εγγραφής ( εφεξής : δίδακτρα ) που είχαν καταβάλει πριν από τις 13 Φεβρουαρίου 1985, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως Gravier ( 293/83, Συλλογή 1985, σ . 606 ). Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, οι αιτούντες προσεπικάλεσαν στη δίκη το Δήμο Λιέγης .

3 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι αιτούντες είναι όλοι γάλλοι υπήκοοι οι οποίοι έχουν παρακολουθήσει σπουδές μέσης τεχνικής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στο τμήμα οπλοποιίας του Institut communal d' enseignement technique de la fine mecanique, de l' armurerie et de l' horlogerie ( δημοτικό ινστιτούτο τεχνικής εκπαιδεύσεως λεπτομηχανουργίας, οπλοποιίας και ωρολογοποιίας ) του Δήμου Λιέγης . Κατά τη διάρκεια των σπουδών τους στο ινστιτούτο αυτό, οι αιτούντες υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν ετήσια δίδακτρα τα οποία δεν απαιτούνταν από τους βέλγους σπουδαστές . Ανάλογα με τις περιστάσεις και τα έτη πραγματοποιηθεισών σπουδών, καθένας από τους αιτούντες κατέβαλε ως δίδακτρα ποσού μεταξύ 21 000 και 136 558 βελγικών φράγκων ( ΒFR ).

4 Ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου δεν αμφισβητήθηκε ότι το περί ου ο λόγος ινστιτούτο εκπαιδεύσεως, και ειδικότερα το τμήμα του οπλοποιίας, είναι επαγγελματική σχολή . Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο έκρινε, υπό το φως της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1985, ότι οι αιτούντες είχαν καταβάλει δίδακτρα τα οποία δεν όφειλαν .

5 Πράγματι, με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επιβολή τελών, δικαιώματος εγγραφής ή διδάκτρων ως προϋποθέσεως για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στους σπουδαστές υπηκόους άλλων κρατών μελών, συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας που απαγορεύεται από το άρθρο 7 της Συνθήκης εφόσον η ίδια επιβάρυνση δεν επιβάλλεται και στους ημεδαπούς σπουδαστές .

6 Εντούτοις, σύμφωνα με το βελγικό νόμο περί εκπαιδεύσεως της 21ης Ιουνίου 1985 ( Moniteur belge της 6.7.1985 ) τα καταβληθέντα μεταξύ της 1ης Σεπτεμβρίου 1976 και της 31ης Δεκεμβρίου 1984 δίδακτρα κατ' ουδένα τρόπο αποδίδονται, εκτός αυτών που καταβλήθηκαν από μαθητές και σπουδαστές υπηκόους κράτους μέλους της Κοινότητας, οι οποίοι είχαν τύχει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως τα δίδακτρα αυτά αποδίδονται βάσει δικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν κατόπιν σχετικής αγωγής ασκηθείσας ενώπιον των δικαστηρίων πριν από τις 13 Φεβρουαρίου 1985, ημερομηνία εκδόσεως της προαναφερθείσας απόφασης Gravier .

7 Υπό τις περιστάσεις αυτές και προκειμένου να κριθεί το συμβιβαστό της άρνησης αποδόσεως των καταβληθέντων διδάκτρων με το κοινοτικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα :

"Με την απόφαση Gravier της 13ης Φεβρουαρίου 1985 στην υπόθεση 293/83, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβολή τελών, δικαιωμάτων εγγραφής ή διδάκτρων ως προϋποθέσεως για την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, στους σπουδαστές υπηκόους άλλων κρατών μελών, όταν η ίδια επιβάρυνση δεν επιβάλλεται και στους ημεδαπούς σπουδαστές, συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας, που απαγορεύεται από το άρθρο 7 της Συνθήκης .

1 ) Περιορίζεται η ερμηνεία αυτή της Συνθήκης στις αιτήσεις εγγραφής στους κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως οι οποίες είναι μεταγενέστερες της εκδόσεως της αποφάσεως ή εφαρμόζεται και για την περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1976 και 31ης Δεκεμβρίου 1984;

2 ) Αν η ερμηνεία ισχύει και για την προγενέστερη της εκδόσεως της αποφάσεως περίοδο, είναι σύμφωνο προς το κοινοτικό δίκαιο να στερούνται, με εθνικό νόμο, οι μαθητές και σπουδαστές των άλλων κρατών μελών, οι οποίοι κατέβαλαν αχρεωστήτως τέλη, δικαιώματα εγγραφής ή δίδακτρα, του δικαιώματος να ζητήσουν την απόδοσή τους, αν δεν άσκησαν προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής;"

8 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης καθώς και οι κατατεθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις . Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

Επί του πρώτου ερωτήματος

9 Οι αιτούντες της κύριας δίκης και η Επιτροπή αναγνωρίζουν ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως έχουν, καταρχήν, αναδρομικό αποτέλεσμα . Κατά συνέπεια, η δοθείσα με την προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1985 ερμηνεία του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ακολουθείται από τα εθνικά δικαστήρια και όσον αφορά την πρόσβαση σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως για την περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1976 και 31ης Δεκεμβρίου 1984 . Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εκδίδουν νόμους περιορίζοντες τα διαχρονικά αποτελέσματα μιας τέτοιας απόφασης εφόσον το Δικαστήριο έχει άλλως αποφανθεί με την πιο πάνω απόφαση .

10 Το Βασίλειο του Βελγίου, χωρίς να αμφισβητεί την αρχή του αναδρομικού αποτελέσματος των προδικαστικών αποφάσεων, υποστηρίζει ότι συντρέχουν, εν προκειμένω, όλες οι προϋποθέσεις για το διαχρονικό περιορισμό των αποτελεσμάτων της απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1985 .

11 Σχετικά, πρέπει να τονιστεί η νομολογία του Δικαστηρίου ( βλέπε, ιδίως, απόφαση της 27ης Μαρτίου 1980, Amministrazione delle finanze dello Stato κατά Denkavit italiana, 61/79, Rec . 1980, σ . 1205 ), κατά την οποία η ερμηνεία που το Δικαστήριο δίνει, ασκώντας την αρμοδιότητα που του έχει αναγνωριστεί με το άρθρο 177, σε κανόνα κοινοτικού δικαίου διαφωτίζει και διευκρινίζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ . Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο κανόνας που έχει κατ' αυτό τον τρόπο ερμηνευτεί μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια ακόμα και επί εννόμων σχέσεων που γεννήθηκαν και συστάθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον, εξάλλου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου η σχετική με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα διαφορά .

12 Μόνο κατ' εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, όπως το ίδιο έχει δεχτεί με την απόφασή του της 8ης Απριλίου 1976 ( Defrenne κατά Sabena, 43/75, Rec . 1976, σ . 455 ), κατ' εφαρμογή της συμφυούς με την κοινοτική έννομη τάξη γενικής αρχής της ασφάλειας του δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη τις σοβαρές διαταραχές που η απόφασή του θα μπορούσε να συνεπάγεται για το παρελθόν στις καλή τη πίστει δημιουργηθείσες έννομες σχέσεις, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας επικλήσεως από κάθε ενδιαφερόμενο της κατ' αυτό τον τρόπο ερμηνευθείσας διάταξης προκειμένου να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι έννομες αυτές σχέσεις .

13 Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, παρόμοιος περιορισμός μπορεί να επιτραπεί μόνο με την ίδια την απόφαση με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της αιτηθείσας ερμηνείας . Η θεμελιώδης υποχρέωση της ομοιόμορφης και γενικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου σημαίνει ότι μόνο στο Δικαστήριο εναπόκειται να αποφασίζει ως προς τους διαχρονικούς περιορισμούς που πρέπει να τίθενται στην ερμηνεία που αυτό δίνει .

14 Κατά τη Διάταξη περί παραπομπής το Δικαστήριο οφείλει, στην αλληλουχία αυτή, να αποφανθεί επί του ζητήματος αν το εύρος της ερμηνείας του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ που έδωσε με την προαναφερθείσα απόφασή του της 13ης Φεβρουαρίου 1985 καλύπτει και τον προ της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως χρόνο . Εφόσον το Δικαστήριο δεν περιόρισε τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του της 13ης Φεβρουαρίου 1985, την οποία εξέδωσε στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως, τέτοιος περιορισμός δεν μπορεί να τεθεί με την παρούσα απόφαση .

15 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το εύρος της ερμηνείας του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ που έδωσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφασή του της 13ης Φεβρουαρίου 1985 δεν περιορίζεται μόνο στις αιτήσεις προσβάσεως σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως οι οποίες υποβλήθηκαν μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, αλλά καλύπτει επίσης τον προ της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως χρόνο .

Επί του δεύτερου ερωτήματος

16 Με το δεύτερο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσία, να πληροφορηθεί αν το κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει να αντιταχθεί στους μαθητές και σπουδαστές από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι έχουν καταβάλει αχρεωστήτως πρόσθετο τέλος εγγραφής, εθνικός νόμος με τον οποίο στερούνται του δικαιώματος να ζητήσουν την απόδοση του σχετικού τέλους σε περίπτωση που δεν έχουν ασκήσει προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1985 .

17 Σχετικά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το δικαίωμα απαιτήσεως της απόδοσης των ποσών που έχουν εισπραχτεί από κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί στα υποκείμενα δικαίου με τις κοινοτικές διατάξεις όπως έχουν ερμηνευτεί από το Δικαστήριο .

18 Καίτοι είναι αληθές ότι η απόδοση μπορεί να επιδιωχθεί μόνο σύμφωνα με τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που ορίζονται από τις διάφορες σχετικές εθνικές νομοθεσίες, εντούτοις, οι προϋποθέσεις αυτές, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( βλέπε, ιδίως, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, San Giorgio, 199/82, Συλλογή 1983, σ . 3595 ), δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις προϋποθέσεις που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις οι οποίες στηρίζονται στο εσωτερικό δίκαιο ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν σχεδόν αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμονται από την κοινοτική έννομη τάξη .

19 Εφόσον μια νομοθετική διάταξη, όπως η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με την οποία η απόδοση περιορίζεται μόνο στους αιτούντες που έχουν ασκήσει προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1985, στερεί απολύτως στα άτομα που δεν πληρούν την προϋπόθεση αυτή το δικαίωμα να ζητήσουν την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, μια τέτοια διάταξη καθιστά αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ .

20 Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο υποχρεούται να εφαρμόζει πλήρως το κοινοτικό δίκαιο και να προστατεύει τα δικαιώματα που το τελευταίο απονέμει στους ιδιώτες οφείλει να μην εφαρμόσει μια τέτοια διάταξη του εθνικού νόμου .

21 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει να αντιταχθεί στους μαθητές και σπουδαστές από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι έχουν καταβάλει αχρεωστήτως πρόσθετο τέλος εγγραφής, εθνικός νόμος με τον οποίο στερούνται του δικαιώματος να ζητήσουν την απόδοση του σχετικού τέλους σε περίπτωση που δεν άσκησαν προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1985 .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

22 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Βασίλειο του Βελγίου, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ζητημάτων που του υπέβαλε ο πρόεδρος του Tribunal de premiere instance της Λιέγης με διάταξη της 9ης Οκτωβρίου 1985, αποφαίνεται :

1 ) Το εύρος της ερμηνείας του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 13ης Φεβρουαρίου 1985 ( Gravier, 293/83, Συλλογή 1985, σ . 606 ) δεν περιορίζεται μόνο στις αιτήσεις προσβάσεως σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως οι οποίες υποβλήθηκαν μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, αλλά καλύπτει επίσης τον προ της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως χρόνο .

2 ) Το κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει να αντιταχθεί στους μαθητές και σπουδαστές από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι έχουν καταβάλει αχρεωστήτως πρόσθετο τέλος εγγραφής, εθνικός νόμος με τον οποίο στερούνται του δικαιώματος να ζητήσουν την απόδοση του σχετικού τέλους σε περίπτωση που δεν άσκησαν προς τούτο αγωγή πριν από την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης της 13ης Φεβρουαρίου 1985 .

Top