EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0234

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 8ης Οκτωβρίου 1986.
Εισαγγελική Αρχή του Fribourg κατά Franz Keller.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Amtsgericht Breisach am Rhein - Γερμανία.
Κύρος κανονισμών του Συμβουλίου και της Επιτροπής - Σήμανση των επιτραπέζιων οίνων.
Υπόθεση 234/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -02897

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:377

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 234/85 ( *1 )

Ι — Κανονιστικό πλαίσιο της διαφοράς στην κύρια δίκη και προσβαλλόμενες διατάξεις

Ο κανονισμός 355/79 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1979, περί των γενικών κανόνων για την περιγραφή και την παρουσίαση οίνων και γλευκών σταφυλής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3456/80 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/032, σ. 124) και τον κανονισμό 3685/81 του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1981 ( ΕΕ L 369, σ. 1 ), ορίζει στο άρθρο 3 ότι:

« οι ενδείξεις που αναγράφονται στο άρθρο 2 είναι οι μόνες αποδεκτές ( επιτρεπόμενες ) για την περιγραφή των επιτραπέζιων οίνων στο ετικετάρισμα ( την ετικέτα ) ».

Τα άρθρα 13 και 30 του ίδιου κανονισμού περιλαμβάνουν παρόμοιους κανόνες όσον αφορά αντίστοιχα τους οίνους ποιότητας (ν. q. ρ. r. d. ) και τους οίνους καταγωγής τρίτων χωρών.

Στο άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, αφού ορίζονται οι ενδείξεις που πρέπει να αναγράφονται υποχρεωτικά στην ετικέτα επιτραπέζιου οίνου, απαριθμείται στην παράγραφο 2 ένα σύνολο ενδείξεων που μπορούν να προστεθούν στην ετικέτα επιτραπέζιου οίνου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ιδίως, σύμφωνα με το στοιχείο η):

« επακριβείς ενδείξεις που αφορούν:

τον τύπο του προϊόντος,

το ιδιαίτερο χρώμα του επιτραπέζιου οίνου,

εφόσον οι ενδείξεις αυτές ρυθμίζονται από τις λεπτομέρειες εφαρμογής ή, ελλείψει τούτων, από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος... ».

Βάσει των διατάξεων του ανωτέρω κανονισμού 355/79, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 997/81 της 26ης Μαρτίου 1981, περί των λεπτομερειών εφαρμογής για το χαρακτηρισμό- και την παρουσίαση οίνων και γλευκών σταφυλής. Το άρθρο 13, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

« Κατ' εφαρμογή, του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο η), του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο κ ), και του άρθρου 28, παράγραφος 2, στοιχείο, κ.), του κανονισμού (ΕΟΚ) 355/79, είναι δυνατόν να αναγράφονται ανάλογα με την περίπτωση, οι ενδείξεις:

“ demi-sec ”, “ halbtrocken ”...,

“moelleux.”, “lieblich”...,

“doux”, “«süß”...

Οι ενδείξεις “ sec ”, “ trocken ”, “ secco ”... δεν δύνανται να αναγράφονται παρά μόνον εάν ο εν λόγω οίνος έχει περιεκτικότητα σε αζύμωτα σάκχαρα:

το ανώτερο μέχρι 4 γραμμάρια ανά λίτρο

ή

το ανώτερο μέχρι 9 γραμμάρια ανά λίτρο, όταν η ολική οξύτητα, εκπεφρασμένη σε γραμμάρια τρυγικού οξέος ανά λίτρο, δεν είναι μικρότερη της περιεκτικότητας σε αζύμωτα σάκχαρα κατά περισσότερο των δύο γραμμαρίων ανά λίτρο. »

Ο κανονισμός 997/81 της Επιτροπής τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1011/84 της Επιτροπής, της 10ης Απριλίου 1984, που άρχισε να ισχύει στις 16 Απριλίου 1984 (ΕΕ L 101, σ. 17).

II — Περιστατικά και διαδικασία

Στις 9 Φεβρουαρίου 1984, η εισαγγελική αρχή του Freiburg προσέφυγε ενώπιον του Amtsgericht Breisach am Rhein βάσει των ποινικών διατάξεων του Weingesetz ( νόμος περί οίνου ), κατά τη διατύπωση του τέταρτου τροποποιητικού νόμου της 27ης Αυγούστου 1982 ( BGBl. 1982, τμήμα Ι, σ. 1196 και επ. ) και ζήτησε την καταδίκη του Franz Keller λόγω παραβάσεως των διατάξεων του ανωτέρω κανονισμού 997/81 της Επιτροπής, διότι ο Keller ανέγραψε στην ετικέτα που έχει επιτεθεί στις φιάλες επιτραπέζιου οίνου δικής του παραγωγής την ένδειξη « durchgegoren » ( έχει υποστεί πλήρη ζύμωση), ενώ επιτρέπεται μόνο η αναγραφή της ενδείξεως « trocken » ( ξηρός ) ως ένδειξη της περιεκτικότητας, σε αζύμωτα σάκχαρα.

Κατόπιν αιτήματος του κατηγορουμένου, το Amtsgericht του Breisach am Rhein ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

« Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο η ), του κανονισμού 355/79 του Συμβουλίου και το άρθρο 13, παράγραφος 6, του κανονισμού 997/81 της Επιτροπής είναι έγκυρα βάσει του δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων; »

Το εθνικό δικαστήριο φρονεί ότι οι διατάξεις αυτές, που επιβάλλουν στους γερμανούς παραγωγούς την υποχρέωση να χαρακτηρίζουν τους οίνους τους αποκλειστικά με τις ενδείξεις που απαριθμούνται σ' αυτές, περιορίζουν την ευχέρεια ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας των παραγωγών και προσβάλλουν την επαγγελματική τους ελευθερία την οποία εγγυάται το άρθρο 12 του γερμανικού συντάγματος.

Το Amtsgericht του Breisach am Rhein αναφέρει στη Διάταξη περί παραπομπής ότι μετά την έκδοση της προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου προτίθεται να υποβάλει στο Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ) το ερώτημα αν οι εν λόγω κοινοτικές διατάξεις συμβιβάζονται με το γερμανικό σύνταγμα.

Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Ιουλίου 1985.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο Franz Keller, εκπροσωπούμενος από τον Η. Tröscher, δικηγόρο Freiburg, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Peter Karpenstein και το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Arthur Bräutigam, κύριο υπάλληλο διοικήσεως στη νομική του υπηρεσία.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Με απόφαση της 2ας Μαΐου 1986, το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, αποφάσισε να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο τρίτο τμήμα.

III — Σύνοψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

Ο Keller φρονεί ότι η απαγόρευση της αναγραφής άλλων ενδείξεων από εκείνες που προβλέπονται ρητά στην επίδικη ρύθμιση δεν είναι ισχυρά για δύο λόγους:

διότι αντίκειται προς την ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, ελευθερία την οποία εγγυάται το άρθρο 12 του γερμανικού συντάγματος και που περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων το σεβασμό εξασφαλίζει το Δικαστήριο,

διότι δεν δικαιολογείται από τους στόχους της ρυθμίσεως περί χαρακτηρισμού των οίνων, δηλαδή το δικαίωμα σαφούς και μη παραπλανητικής πληροφορήσεως των καταναλωτών, την ανταγωνιστική παραγωγή και το δημόσιο συμφέρον γενικότερα.

Ο Keller προβάλλει επί του πρώτου σημείου ότι οι κανόνες περί χαρακτηρισμού των οίνων κατατείνουν στην προστασία των καταναλωτών και των αμπελουργών. Σύμφωνα με το άρθρο 12 του γερμανικού συντάγματος, πρόκειται για επιτακτικούς κανόνες σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος αυτού στα πλαίσια ανταγωνιστικής αγοράς. Σύμφωνα με το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, οι εν λόγω κανόνες έχουν ως πρακτική συνέπεια ότι η ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος μπορεί να περιοριστεί από το νομοθέτη μόνο προς το δημόσιο συμφέρον το οποίο εγγυάται το σύνταγμα και τηρούμενης της αρχής της αναλογικότητας.

Ο Keller προβάλλει σχετικά ότι ο γερμανικός νόμος περί οίνου του 1930 παρέχει στους αμπελουργούς ελευθερία χαρακτηρισμού των οίνων τους και αποκλείει τη χρήση ενδείξεων που οδηγούν σε σύγχυση. Κατ' εφαρμογή των κοινοτικών διατάξεων, η ελευθερία αυτή θυσιάστηκε για κανόνες που βαρύνονται με υπερβολική αυστηρότητα και με άσκοπες λεπτομέρειες. Κατά την άποψη του Keller, ο οποίος αναφέρει ως παράδειγμα τις διατάξεις σχετικά με το μέγεθος των χαρακτήρων που αναγράφονται στις ετικέτες, τέτοιοι κανόνες δεν μπορούν παρά να προκαλούν σύγχυση στο πνεύμα τόσο του καταναλωτή όσο και του παραγωγού και είναι κατά συνέπεια απρόσφοροι για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκουν, δηλαδή την προάσπιση του δικαιώματος σαφούς και μη παραπλανητικής πληροφορήσεως των καταναλωτών και την εξασφάλιση ανταγωνιστικής αμπελουργικής παραγωγής.

Ο Keller παρατηρεί καταρχάς επί του δευτέρου σημείου ότι η διαφοροποίηση και εξειδίκευση των προϊόντων, στο μέτρο που διενεργούνται με τον κατάλληλο τρόπο, δεν μπορούν παρά να συμβάλλουν στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων.

Δεύτερον, ο Keller προβάλλει ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο όρος « ξηρός », που επιβάλλεται από τις κοινοτικές διατάξεις, ανταποκρίνεται προς την κατηγορία οίνου για την οποία πρόκειται.

Τρίτον, ο Keller φρονεί ότι ο όρος « ξηρός » δεν επιτρέπει την ακριβή πληροφόρηση των καταναλωτών στο μέτρο που, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 6, του κανονισμού 997/81, αντιστοιχεί σε περιεκτικότητα του οίνου σε αζύμωτα σάκχαρα που μπορεί να ποικίλλει στα πλαίσια κλίμακας που αναφέρεται στη διάταξη αυτή και η οποία επεκτάθηκε ακόμη με τον ανωτέρω κανονισμό 1011/84 της Επιτροπής, της 10ης Απριλίου 1984. Παραπέμποντας στο προσαρτημένο στις γραπτές παρατηρήσεις του έγγραφο, ο Keller προβάλλει ότι ο όρος « durchgegoren » ( έχει υποστεί πλήρη ζύμωση ) μαρτυρεί σαφώς ότι ο οικείος οίνος δεν αποτέλεσε το αντικείμενο καμιάς προσθήκης ζαχάρεως. Αναγραφόμενος μαζί με τον όρο « ξηρός », ο εν λόγω όρος επιτρέπει κατά συνέπεια πλήρη και σαφή πληροφόρηση η οποία, ευνοώντας τη διαφάνεια των εμπορικών σχέσεων, ανταποκρίνεται καλύτερα στους στόχους της ρυθμίσεως περί χαρακτηρισμού των οίνων.

Ο Keller φρονεί ότι, έστω και αν εμπίπτει στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας του κοινοτικού νομοθέτη, η απαγόρευση αναγραφής άλλων ενδείξεων από εκείνες που προβλέπονται ρητά στην ανωτέρω ρύθμιση αποτελεί γραφειοκρατικό μέτρο διευθυνόμενης οικονομίας και δεν είναι ισχυρά διότι αντίκειται προς την ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, χωρίς να δικαιολογείται από το συμφέρον των καταναλωτών ή από το δημόσιο συμφέρον.

Η Επιτροπή, η οποία αναφέρεται στη σκέψη 3 της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 1970 (Internationale Handelsgesellschaft, 11/70, Sig. σ. 1125 ) και στη σκέψη 14 της αποφάσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1979 (Hauer, 44/79, Sig. σ. 3727 ), υπογραμμίζει ότι το κύρος των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να εκτιμηθεί βάσει του συντάγματος κράτους μέλους.

Η Επιτροπή παρατηρεί στη συνέχεια ότι, και αν ακόμη γίνει δεκτό κάτι τέτοιο, δεν συντρέχει παράβαση του άρθρου 12 του γερμανικού συντάγματος από την αμφισβητούμενη κοινοτική ρύθμιση, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη προβαίνει σε διάκριση μεταξύ της ελεύθερης επιλογής επαγγέλματος, η οποία δεν αμφισβητείται εν προκειμένω, και της ασκήσεως του επαγγέλματος αυτού. Η άσκηση όμως ενός επαγγέλματος μπορεί, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του γερμανικού συντάγματος, να υποβληθεί από το νομοθέτη σε περιορισμούς κάθε είδους εμπνεόμενους από λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων της κοινοτικής νομιμότητας, η Επιτροπή παρατηρεί, βάσει ιδίως της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 1974 ( Noid, 4/73, Slg. σ. 491 ), ότι ναι μεν τα κοινοτικά όργανα είναι υποχρεωμένα να σέβονται το σύνολο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και το δικαίωμα επαγγελματικής ελευθερίας, τα δικαιώματα αυτά όμως δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά μπορούν αντίθετα να αποτελέσουν το αντικείμενο περιορισμών που δικαιολογούνται επίσης από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή συνδέονται με την επίτευξη των στόχων της κοινής αγοράς.

Η Επιτροπή παρατηρεί καταρχάς επί του σημείου αυτού ότι, σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του ανωτέρω κανονισμού 997/81, οι κοινοτικοί κανόνες περί χαρακτηρισμού των οίνων εμπνέονται από τις απαιτήσεις μιας « ενιαίας αγοράς » οι οποίες, δυνάμει του άρθρου 38 της Συνθήκης ΕΟΚ, αφορούν ιδίως το εμπόριο των γεωργικών προϊόντων. Από το κεφάλαιο 22 του παραρτήματος II της Συνθήκης προκύπτει ότι μεταξύ των προϊόντων αυτών περιλαμβάνεται ο οίνος. Επομένως, μόνο μία ομοιόμορφη ρύθμιση, που καλύπτει τους αναρίθμητους εθνικούς κανόνες και τις ακολουθούμενες πρακτικές, ήταν ικανή να εξαλείψει τα εμπόδια στις εμπορικές συναλλαγές και να προαγάγει τις τελευταίες στο μέτρο που οι καταναλωτές εύρισκαν στις φιάλες οίνου προερχόμενου από άλλα κράτη μέλη χαρακτηρισμούς και εκφράσεις παρόμοιους με εκείνους που αναγράφονται στις ετικέτες επί των φιαλών των οίνων οι οποίοι παράγονται στη χώρα τους.

Δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει ότι η ομοιόμορφη παρουσίαση των στοιχείων που μπορούν να αναγράφονται στις ετικέτες των φιαλών οίνου διευκολύνει σημαντικά τον έλεγχο των οίνων που κυκλοφορούν στο εσωτερικό της Κοινότητας. Ο έλεγχος αυτός, που προβλέπεται στο άρθρο 64 του βασικού κανονισμού περί οίνου 337/79 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1979 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 112) και του οποίου η άσκηση διέπεται από τον κανονισμό 359/79 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 237 ), αποσκοπεί στην προάσπιση των συμφερόντων των καταναλωτών, όπως διευκρινίζεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του ανωτέρω κανονισμού 997/81.

Αναφερόμενη στη διατύπωση του ερωτήματος που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι μόνο. το κύρος του άρθρου 13, παράγραφος 6, του κανονισμού της 997/81, όπως τροποποιήθηκε με τον ανωτέρω κανονισμό 1011/84, μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση, δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο η), του κανονισμού 355/79 του Συμβουλίου περιορίζεται να εξουσιοδοτήσει την Επιτροπή ή, ενδεχομένως, τα κράτη μέλη να θεσπίσουν τους απαιτούμενους κανόνες για το χαρακτηρισμό των οίνων.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, το κύρος των κανονισμών αυτών δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Προς υποστήριξη της απόψεως αυτής, υπογραμμίζει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 6, του κανονισμού 997/81 παρέχει στους οινοπαραγωγούς τέσσερις δυνατότητες χαρακτηρισμού του τύπου των προϊόντων τους, οι οποίες καλύπτουν όλες τις προτιμήσεις και επιτρέπουν έτσι την ακριβέστερη δυνατή πληροφόρηση. Αντίθετα λοιπόν προς τον όρο « durchgegoren », που είναι κατανοητός και χρησιμοποιείται μόνο στη Γερμανία, ο όρος « trocken » ( ξηρός ) έχει επιβληθεί στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις στο σύνολο των κρατών μελών για να δηλωθεί η περιεκτικότητα οίνου σε αζύμωτα σάκχαρα.

Η Επιτροπή προβάλλει επιπλέον ότι ο όρος « durchgegoren » δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, στο μέτρο που δεν υπάρχει κατ' ουσία οίνος ο οποίος « έχει υποστεί πλήρη ζύμωση » η διατύπωση αυτή σημαίνει ότι όλα τα μόρια σακχάρου που περιλαμβάνονται στο γλεύκος σταφυλής έχουν μετατραπεί σε οινόπνευμα. Για ορισμένα όμως είδη σακχάρου, όπως η αραβινόζη και η ραμε-νόζη, που περιλαμβάνονται στη σταφυλή, δεν είναι δυνατή τέτοια μετατροπή.

Η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο εθνικό δικαστήριο:

« Από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος των κανονισμών (ΕΟΚ) 355/79 και 997/81. »

Το Συμβούλιο, το οποίο διατυπώνει παρατηρήσεις παρόμοιες με εκείνες της Επιτροπής, υπογραμμίζει ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν έχει ως αντικείμενο να περιορίσει την πρόσβαση στο επάγγελμα του εμπόρου οίνων, αλλά περιορίζεται στην επιβολή κανόνων σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος αυτού με σκοπό να εξασφαλίσει την προάσπιση δύο ειδών εννόμων συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου, δηλαδή, αφενός, την προστασία των καταναλωτών με την πλήρη και ακριβή αναγραφή ενδείξεων στην ετικέτα έτσι ώστε να αποφεύγεται κάθε σύγχυση και, αφετέρου, την εγγύηση αποτελεσματικού ελέγχου της ακρίβειας των επιτρεπομένων ενδείξεων. 'Ενας τέτοιος στόχος μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον περιορισμό του συνόλου των ενδείξεων που επιτρέπεται να αναγράφονται στην ετικέτα.

Το Συμβούλιο προτείνει να δοθεί στο εθνικό δικαστήριο η απάντηση που διατύπωσε η Επιτροπή, για το λόγο ότι οι επίμαχοι κανόνες ανταποκρίνονται προς το δημόσιο συμφέρον της Κοινότητας και οι αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας των όρων του ανταγωνισμού τηρήθηκαν πλήρως.

Υ. Galrnot

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( τρίτο τμήμα )

της 8ης Οκτωβρίου 1986 ( *1 )

Στην υπόθεση 234/85,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Amtsgericht Breisach am Rhein προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Εισαγγελικής αρχής του Freiburg

και

Franz Keller,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος διατάξεων του κανονισμού 355/79 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1979, περί των γενικών κανόνων για την περιγραφή και την παρουσίαση οίνων και γλευκών σταφυλής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 200) και του κανονισμού 997/81 της Επιτροπής, της 26ης Μαρτίου 1981, περί των λεπτομερειών εφαρμογής για το χαρακτηρισμό και την παρουσίαση οίνων και γλευκών σταφυλής ( ΕΕ L 106, σ. 1 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Υ. Galmot, πρόεδρο τμήματος, U. Everling και J. C Moitinho de Almeida, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

ο Keller, εκπροσωπούμενος από τον Tröscher, δικηγόρο Freiburg,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Ρ. Karpenstein,

το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Α. Brautigam, κύριο υπάλληλο διοικήσεως στη νομική υπηρεσία του,

την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 12ης Ιουνίου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιουνίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

1

Με Διάταξη της 2ας Ιουλίου 1985, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Ιουλίου 1985, το Amtsgericht Breisach am Rhein υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς το κόρος διατάξεων του κανονισμού 355/79 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1979, περί των γενικών κανόνων για την περιγραφή και την παρουσίαση οίνων και γλευκών σταφυλής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 200) και του κανονισμού 997/71 της Επιτροπής, της 26ης Μαρτίου 1981, περί των λεπτομερειών εφαρμογής για το χαρακτηρισμό και την παρουσίαση οίνων και γλευκών σταφυλής ( ΕΕ L 106, σ. 1 ).

2

Ο ανωτέρω κανονισμός 355/79 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 3456/80 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/032, σ. 124) και τον κανονισμό 3681/81 του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1981 (ΕΕ L 369, σ. 1 ), ορίζει στο άρθρο 3 ότι « οι ενδείξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 είναι οι μόνες αποδεκτές ( επιτρεπόμενες ) για την περιγραφή των επιτραπέζιων οίνων στο ετικετάρισμα (στην ετικέτα) ». Στο άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, αφού ορίζονται οι ενδείξεις που πρέπει να αναγράφονται υποχρεωτικά στην ετικέτα επιτραπέζιου οίνου, απαριθμείται στην παράγραφο 2 ένα σύνολο ενδείξεων που μπορούν να προστεθούν στην ετικέτα τέτοιου οίνου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, σύμφωνα με το στοιχείο η ) της εν λόγω παραγράφου:

« επακριβείς ενδείξεις που αφορούν:

τον τύπο του προϊόντος,

ιδιαίτερο χρώμα του επιτραπέζιου οίνου,

εφόσον οι ενδείξεις αυτές ρυθμίζονται από τις λεπτομέρειες εφαρμογής ή, ελλείψει τούτων, από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος... ».

3

Βάσει των διατάξεων αυτών, η Επιτροπή εξέδωσε τον ανωτέρω κανονισμό 997/81, του οποίου το άρθρο 13, παράγραφος 6, ορίζει τα εξής:

« Κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο η ), του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο κ ), και του άρθρου 28, παράγραφος 2, στοιχείο κ ), του κανονισμού ( ΕΟΚ) 355/79, είναι δυνατόν να αναγράφονται ανάλογα με την περίπτωση, οι ενδείξεις:

“ demi-sec ”, “ halbtrocken ”...,

“ moelleux ”, “ lieblich ”...,

“ doux ”, “ süß ”...

Οι ενδείξεις “ sec ”, “ trocken ”, “ secco ”... δεν δύνανται να αναγράφονται παρά μόνον εάν ο εν λόγω οίνος έχει περιεκτικότητα σε αζύμωτα σάκχαρα:

το ανώτερο μέχρι 4 γραμμάρια ανά λίτρο,

ή

το ανώτερο μέχρι 9 γραμμάρια ανά λίτρο, όταν η ολική οξύτητα, εκπεφρασμένη σε γραμμάρια τρυγικού οξέος ανά λίτρο, δεν είναι μικρότερη της περιεκτικότητας σε αζύμωτα σάκχαρα κατά περισσότερο των 2 γραμμαρίων ανά λίτρο. »

4

Το προδικαστικό ερώτημα υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε από την εισαγγελική αρχή του Freiburg κατά του Keller λόγω παραβάσεως των διατάξεων του ανωτέρω κανονισμού 997/81 της Επιτροπής, διότι ο Keller ανέγραψε στην ετικέτα που έχει επιτεθεί στις φιάλες επιτραπέζιου οίνου δικής του παραγωγής την ένδειξη « durchgegoren » ( έχει υποστεί πλήρη ζύμωση ), ενώ η ανωτέρω κοινοτική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπει την αναγραφή της ενδείξεως « trocken » ( ξηρός ) ως ένδειξη της περιεκτικότητας των οίνων αυτού του τύπου σε αζύμωτα σάκχαρα.

5

Κατόπιν αιτήματος του κατηγορουμένου, το Amtsgericht Breisach am Rhein ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε το ακόλουθο ερώτημα προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

« Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο η ), του κανονισμού 355/79 του Συμβουλίου και το άρθρο 13, παράγραφος 6, του κανονισμού 997/81 της Επιτροπής είναι έγκυρα βάσει του δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων; »

6

Το εθνικό δικαστήριο εκκινεί στη Διάταξη περί παραπομπής από την άποψη ότι οι ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες περιορίζουν στις ενδείξεις που περιλαμβάνονται σ' αυτές τη δυνατότητα των γερμανών παραγωγών να χαρακτηρίζουν τους επιτραπέζιους οίνους τους, προσβάλλουν την ελεύθερη άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των παραγωγών αυτών την οποία εγγυάται το άρθρο 12 του γερμανικού συντάγματος.

7

Όσον αφορά την επίκληση του γερμανικού συντάγματος εκ μέρους του παραπέ-μποντος δικαστηρίου, πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου το κύρος των πράξεων των κοινοτικών οργάνων μπορεί να κριθεί μόνο βάσει του κοινοτικού δικαίου. Επομένως, η επίκληση της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά διατυπώνονται στο σύνταγμα κράτους μέλους, δεν μπορεί αυτή και μόνη να επηρεάσει το κύρος κοινοτικής πράξεως ή την ισχύ της στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους ( βλέπε σχετικά την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970 στην υπόθεση 11/70, Internationale Handelsgesellschaft, Sig. 1970, σσ. 1125 και 1135 ).

8

Εντούτοις, όπως δέχτηκε ήδη το Δικαστήριο, το δικαίωμα της ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του δικαίου, των οποίων την τήρηση εξασφαλίζει το Δικαστήριο. Όπως στα κράτη μέλη η άσκηση του δικαιώματος αυτού υπόκειται σε περιορισμούς για λόγους δημοσίου συμφέροντος, έτσι και στην κοινοτική έννομη τάξη η άσκηση αυτή εξασφαλίζεται μόνο εντός των ορίων που δικαιολογούνται από τους στόχους γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Κοινότητα, στο μέτρο που τα όρια αυτά δεν προσβάλλουν το ουσιαστικό περιεχόμενο του δικαιώματος ( βλέπε σχετικά την απόφαση της 14 Μαΐου 1974 στην υπόθεση 4/73, Nold, Slg. 1974, σσ. 491 και 508 ).

9

Πρέπει καταρχάς να τονιστεί σχετικά ότι αν και η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση περί σημάνσεως των οίνων επιβάλλει, σε σαφώς καθορισμένο τομέα, ορισμένους περιορισμούς στην επαγγελματική δραστηριότητα των οικείων επιχειρηματιών, δεν επιφέρει εντούτοις καμία προσβολή στην ίδια την υπόσταση του δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής.

10

Για να κριθεί το κύρος των διατάξεων στις οποίες αναφέρεται το παραπέμπον δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια κατά πόσο, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος στην κύρια δίκη, η προσβολή που επέρχεται στην ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος δεν βρίσκει καμία δικαιολογία στους στόχους γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Κοινότητα.

11

Κατά την άποψη του κατηγορουμένου στην κύρια δίκη, κάθε ρύθμιση σχετικά με το χαρακτηρισμό των οίνων αποσκοπεί κατ' ουσία στην εξασφάλιση της παραγωγής και στη διασφάλιση του δικαιώματος των καταναλωτών για ακριβή και μη παραπλανητική πληροφόρηση. Ο Keller υποστηρίζει ότι ο όρος « trocken » ( ξηρός ) δεν επιτρέπει τέτοια πληροφόρηση, στο μέτρο που αντιστοιχεί σε περιεκτικότητα του οίνου σε αζύμωτα σάκχαρα που μπορεί να ποικίλλει σε ευρεία κλίμακα, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 6, του ανωτέρω κανονισμού 997/81. Ο όρος « durchgegoren » (έχει υποστεί πλήρη ζύμωση ), αναγραφόμενος μαζί με τον όρο « trocken », επιτυγχάνει αντίθετα πλήρη και σαφή πληροφόρηση η οποία προάγει τη διαφάνεια των εμπορικών σχέσεων και ανταποκρίνεται καλύτερα στους στόχους της εν λόγω ρυθμίσεως.

12

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι κανονισμοί 355/79 του Συμβουλίου και 997/81 της Επιτροπής σχετικά με το χαρακτηρισμό και την παρουσίαση των οίνων και γλευκών σταφυλής εντάσσονται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές τους σκέψεις, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς η οποία συνεστήθη με τον κανονισμό 337/79 του Συμβουλίου, της 5ης Φεβρουαρίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 112).

13

Στο πλαίσιο αυτό, οι επίμαχες διατάξεις αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στην εξάλειψη των εμποδίων στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, εισάγοντας ιδίως μία ομοιόμορφη ρύθμιση περί αμπελοοινικής αγοράς που συμβιβάζεται με την έννοια της ενιαίας αγοράς και περιορίζοντας προς το σκοπό αυτό τη χρήση των προαιρετικών ενδείξεων που αναγράφονται στις ετικέτες των φιαλών, όπως προκύπτει αντίστοιχα από την τέταρτη και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 997/81 της Επιτροπής.

14

Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν επίσης στην εναρμόνιση του σκοπού αυτού με την προσπάθεια επιτεύξεως « όσο το δυνατό καλύτερης πληροφορήσεως » των καταναλωτών, δηλαδή « σαφέστερης και πληρέστερης πληροφορήσεως, όσο είναι δυνατό, στα πλαίσια του περιεχομένου της ετικέτας », όπως προκύπτει αντίστοιχα από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 355/79 του Συμβουλίου και από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 997/81 της Επιτροπής.

15

Συνεπώς, ο περιορισμός των επιτρεπομένων ενδείξεων όσον αφορά τη σήμανση των οίνων δικαιολογείται κατ' αρχήν από τους γενικούς στόχους της κοινής οργανώσεως της αμπελοοινικής αγοράς.

16

Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα αν ο αποκλεισμός του όρου « durchgegoren » από τον κατάλογο των επιτρεπομένων ενδείξεων βαίνει πέρα από ό,τι απαιτεί η σαφής και αναγκαία πληροφόρηση που επιδιώκεται με την επίμαχη ρύθμιση, πρέπει καταρχάς να τονιστεί ότι η έκφραση αυτή είναι κατανοητή μόνο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η μετάφρασή της δεν αντιστοιχεί σε καμία ένδειξη χρησιμοποιούμενη στα λοιπά κράτη μέλη της Κοινότητας.

17

Πρέπει επιπλέον να διαπιστωθεί, όπως ορθά παρατηρεί η Επιτροπή, ότι ο όρος « durchgegoren » δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα, στο μέτρο που δεν υπάρχει κατ' ουσία οίνος ο οποίος « έχει υποστεί πλήρη ζύμωση ». Ο κατηγορούμενος στην κύρια δίκη δέχτηκε άλλωστε ότι η διατύπωση αυτή σημαίνει ότι όλα τα μόρια σακχάρου που περιλαμβάνονται στο γλεύκος σταφυλής έχουν μετατραπεί σε οινόπνευμα και δεν αμφισβήτησε ότι για ορισμένα είδη σακχάρου που περιλαμβάνονται στη σταφυλή δεν είναι δυνατή τέτοια μετατροπή.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι ο αποκλεισμός της ενδείξεως « durchgegoren » δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος και δεν συνιστά αντίθετο προς το κοινοτικό δίκαιο περιορισμό της ελευθερίας ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας των οινοπαραγωγών.

19

Το γεγονός ότι μετά την κίνηση της ποινικής διώξεως κατά του κατηγορουμένου, η Επιτροπή, με τον κανονισμό 1011/84 της 10ης Απριλίου 1984, τροποποίησε το άρθρο 13, παράγραφος 6, του κανονισμού 997/81 παρέχοντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιτρέπουν, για τους οίνους που διατίθενται στο εμπόριο στο έδαφός τους, να αναφέρεται η περιεκτικότητα σε αζύμωτα σάκχαρα που χαρακτηρίζει τον τύπο του οίνου με ένα αριθμό ή μία άλλη ένδειξη στα πλαίσια διαβαθμισμένης κλίμακας, δεν είναι ικανό να μεταβάλει την κρίση επί του άρθρου 13, παράγραφος 6, υπό την προγενέστερη διατύπωσή του.

20

Στο εθνικό δικαστήριο πρέπει συνεπώς να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο η ), του κανονισμού 355/79 του Συμβουλίου και του άρθρου 13, παράγραφος 6, του κανονισμού 997/81 της Επιτροπής.

Επί των δικαστικών εξόδων

21

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Amtsgericht Breisach am Rhein με Διάταξη της 2ας Ιουλίου 1985, αποφαίνεται:

 

Από την εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο η ), του κανονισμού 355/79 του Συμβουλίου και του άρθρου 13, παράγραφος 6, του κανονισμού 997/81 της Επιτροπής.

 

Galmot

Everling

Moitinho de Almeida

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Οκτωβρίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

Υ. Galmot


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top