This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61985CJ0193
Judgment of the Court of 7 May 1987. # Cooperativa Co-Frutta Srl v Amministrazione delle finanze dello Stato. # Reference for a preliminary ruling: Tribunale civile e penale di Milano - Italy. # Tax on the consumption of bananas. # Case 193/85.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987.
Cooperativa Co-Frutta Srl κατά Amministrazione delle finanze dello Stato.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale civile e penale di Milano - Ιταλία.
Φόρος καταναλώσεως στις μπανάνες.
Υπόθεση 193/85.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987.
Cooperativa Co-Frutta Srl κατά Amministrazione delle finanze dello Stato.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale civile e penale di Milano - Ιταλία.
Φόρος καταναλώσεως στις μπανάνες.
Υπόθεση 193/85.
Συλλογή της Νομολογίας 1987 -02085
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:210
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 7ΗΣ ΜΑΙΟΥ 1987. - COOPERATIVA CO-FRUTTA S. R. L. ΚΑΤΑ AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ TRIBUNALE CIVILE E PENALE ΤΟΥ ΜΙΛΑΝΟΥ. - ΦΟΡΟΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΕΩΣ ΣΤΙΣ ΜΠΑΝΑΝΕΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 193/85.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1987 σελίδα 02085
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00089
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00089
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1 . Φορολογικές διατάξεις - Εσωτερικοί φόροι - Φόρος καταναλώσεως σε εισαγόμενα προϊόντα επί οιονεί ελλείψεως εγχώριας παραγωγής - Νομικός χαρακτηρισμός επιβάρυνσης ισοδυνάμου αποτελέσματος προς τελωνειακό δασμό - Προϋποθέσεις
( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 9, 12 και 95 )
2 . Φορολογικές διατάξεις - Εσωτερικοί φόροι - Φόροι καταναλώσεως επί εισαγομένων φρούτων - Προστασία της εγχώριας παραγωγής - Απαράδεκτο
( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 95 )
3 . Φορολογικές διατάξεις - Εσωτερικοί φόροι - Διατάξεις της Συνθήκης - Πεδίο εφαρμογής - Προϊόντα καταγωγής τρίτων χωρών που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα - Συμπεριλαμβάνονται
( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 95 )
1 . Η φορολογική επιβάρυνση που χαρακτηρίζεται ως φόρος καταναλώσεως και επιβάλλεται τόσο στα εισαγόμενα όσο και στα εγχώρια προϊόντα, στην πραγματικότητα όμως πλήττει σχεδόν αποκλειστικά τα εισαγόμενα προϊόντα, επειδή η εγχώρια παραγωγή είναι εξαιρετικά περιορισμένη, δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό κατά την έννοια των άρθρων 9 και 12 της Συνθήκης, αν εντάσσεται σε ένα γενικό σύστημα εσωτερικών τελών που επιβάλλονται πάγια σε κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και ανεξαρτήτως της προελεύσεως των προϊόντων . Ως εκ τούτου εμφανίζει το χαρακτήρα εσωτερικού φόρου κατά την έννοια του άρθρου 95 .
2 . Το άρθρο 95, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης απαγορεύει την επιβολή φόρου καταναλώσεως σε ορισμένα εισαγόμενα φρούτα, εφόσον ο φόρος αυτός μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την προστασία της εγχώριας παραγωγής φρούτων . Πράγματι, η διάταξη αυτή έχει ως στόχο να πλήξει κάθε μορφή έμμεσου φορολογικού προστατευτισμού στην περίπτωση προϊόντων, τα οποία, χωρίς να είναι ομοειδή κατά την έννοια της πρώτης παραγράφου, βρίσκονται ωστόσο μεταξύ τους σε σχέση ανταγωνισμού, έστω και μερικού, έμμεσου ή δυνητικού .
3 . Το άρθρο 95 της Συνθήκης αφορά όλα τα προϊόντα που προέρχονται από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη . Πράγματι, η ερμηνεία του άρθρου 95 που θα απέκλειε την εφαρμογή του στα προϊόντα που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία, θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα αντίθετο τόσο προς το πνεύμα της Συνθήκης, όπως διατυπώνεται στα άρθρα 9 και 10, όσο και προς την οικονομία της, σύμφωνα με την οποία η εμπορική πολιτική έναντι των τρίτων χωρών υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας, με την επιφύλαξη των αναγκαίων μέτρων προστασίας που μπορούν να ληφθούν υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 115 .
Στην υπόθεση 193/85,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunale του Μιλάνου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Cooperativa Co-Frutta SRL
και
Amministrazione delle Finanze dello Stato,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, 12 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου ΙΙΙ της συμφωνίας GΑΤΤ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
συγκείμενο από τους Y . Galmot, πρόεδρο τμήματος και προεδρεύοντα, Κ . Κακούρη, T . F . O' Higgins και F . Schockweiler, προέδρους τμήματος, G . Bosco, T . Koopmans, O . Due, U . Everling, K . Bahlmann, R . Joliet και G . C . Rodriguez Iglesias, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας : C.O . Lenz
γραμματέας : H.A . Roehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν :
- η Cooperativa Co-Frutta SRL, προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από τη δικηγόρο Πάδουας Wilma Viscardini Dona,
- η ιταλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών, επικουρούμενο από τον Sergio Laporta, avvocato dello Stato,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Johannes Foens Buhl, νομικό σύμβουλο της Επιτροπής, και τον Enrico Traversa, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 17ης Ιουνίου 1986,
αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Οκτωβρίου 1986,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με Διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 1985, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιουνίου 1985, το Tribunale του Μιλάνου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, πέντε προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, 12 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και του άρθρου ΙΙΙ της συμφωνίας GΑΤΤ ( Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου ).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανεφύησαν στο πλαίσιο διαφοράς η οποία εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού μεταξύ της Cooperativa Co-Frutta SRL ( εφεξής : Co-Frutta ), συνεταιρισμού ωριμάνσεως μπανανών, και της Amministrazione delle finanze dello Stato και αφορά την απόδοση χρηματικών ποσών που καταβλήθηκαν ως φόρος καταναλώσεως νωπών μπανανών, εν προκειμένω μπανανών καταγωγής Κολομβίας που εισήγαγε η Co-Frutta από τις χώρες Μπενελούξ στην Ιταλία .
3 Το Tribunale του Μιλάνου, εκτιμώντας ότι η διαφορά θέτει προβλήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, ανέστειλε τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων :
"1 ) Συνιστά επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδύναμου με δασμό, την οποία απαγορεύουν τα άρθρα 9 και 12 της Συνθήκης ΕΟΚ, ο φόρος που ονομάζεται imposta erariale di consumo ( φόρος καταναλώσεως υπέρ του Δημοσίου ) και επιβάλλεται τυπικά τόσο στα εισαγόμενα όσο και στα εγχώρια προϊόντα, στην πραγματικότητα όμως πλήττει μόνο τα εισαγόμενα, επειδή λόγω των κλιματολογικών συνθηκών δεν υφίσταται εγχώρια παραγωγή ( στην προκειμένη περίπτωση μπανανών );
2 ) Πρέπει μήπως ο φόρος αυτός να θεωρηθεί αντίθετα ως εσωτερικός φόρος κατά την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την ονομασία του, πλήττει την κατανάλωση του αγαθού και όχι την εισαγωγή του, μολονότι στην πράξη εισπράττεται κατά τον εκτελωνισμό του, πλήττει δε μόνο τις μπανάνες και κανένα άλλο είδος φρούτου;
3 ) Σε περίπτωση που θεωρηθεί ως εσωτερικός φόρος, μήπως ο εν λόγω φόρος αντίκειται προς το άρθρο 95, παράγραφος 2, και επομένως απαγορεύεται, επειδή αποσκοπεί στην προστασία της παραγωγής άλλων φρούτων, και ειδικότερα όλων των εγχώριων;
4 ) Σε περίπτωση που το ερώτημα θεωρηθεί ουσιώδες, ισχύει το άρθρο 95 μόνο για τα προϊόντα καταγωγής κρατών μελών της Κοινότητας ή και για τα προϊόντα που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα;
5 ) Σε περίπτωση που το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν ισχύει για τα προϊόντα καταγωγής τρίτων χωρών, ο φόρος που αντίκειται στο άρθρο 95, όταν αφορά προϊόντα κρατών μελών, αντίκειται και στο άρθρο ΙΙΙ της GΑΤΤ, όταν αφορά προϊόντα προερχόμενα από το έδαφος συμβαλλόμενων στη Συμφωνία αυτή μερών;"
4 Από τη δικογραφία συνάγεται ότι η ιταλική παραγωγή μπανάνας, που περιορίζεται στη Σικελία, ανερχόταν το 1985 σε 120 τόνους και ότι, τον ίδιο χρόνο, οι εισαγωγές μπανανών στην Ιταλία έφθασαν τους 357 500 τόνους .
5 Από τη δικογραφία συνάγεται ακόμη ότι η ιταλική φορολογική νομοθεσία προβλέπει δεκαεννέα συνολικά φόρους καταναλώσεως, τρεις από τους οποίους πλήττουν τα τροπικά προϊόντα, δηλαδή ο φόρος στον καφέ, ο φόρος στο κακάο και ο φόρος στις μπανάνες . Μεταξύ των άλλων φόρων καταναλώσεως που επιβάλλονται στα είδη διατροφής συγκαταλέγονται οι φόροι καταναλώσεως στα οινοπνευματώδη, στην μπύρα, στις ζάχαρες, στις γλυκαντικές ουσίες, στα σπορέλαια και στη μαργαρίνη . Υπάρχουν ακόμη άλλοι δέκα φόροι καταναλώσεως που πλήττουν άλλα αγαθά που δεν είναι είδη διατροφής, μεταξύ των οποίων ο βιομηχανοποιημένος καπνός, τα σπίρτα, το μεθάνιο και τα ορυκτά και λοιπά έλαια .
6 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται τα πραγματικά περιστατικά, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας . Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .
Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος
7 Το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα αφορούν την οριοθέτηση μεταξύ φορολογικής επιβάρυνσης ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό κατά την έννοια των άρθρων 9 και 12 της Συνθήκης και εσωτερικού φόρου κατά την έννοια του άρθρου 95 και σκοπός τους είναι να δώσουν στο παραπέμπον δικαστήριο τη δυνατότητα να εντάξει το φόρο καταναλώσεως μπανανών στη μία ή την άλλη κατηγορία . Πρέπει επομένως να δοθεί ενιαία απάντηση σε αυτά τα δύο ερωτήματα .
8 Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η απαγόρευση των άρθρων 9 και 12 της Συνθήκης σχετικά με τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμούς αφορά κάθε φόρο που επιβάλλεται επ' ευκαιρία ή λόγω της εισαγωγής και ο οποίος, πλήττοντας ειδικά το εισαγόμενο μόνο προϊόν και όχι το ομοειδές εγχώριο προϊόν, συνεπάγεται την αλλοίωση του κόστους του και έχει τις ίδιες περιοριστικές επιπτώσεις στην ελεύθερη κυκλοφορία του εμπορεύματος όπως και ο δασμός .
9 Το ουσιώδες λοιπόν χαρακτηριστικό που διακρίνει την επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό από τον εσωτερικό φόρο έγκειται στο ότι η πρώτη πλήττει αποκλειστικά το εισαγόμενο προϊόν, ενώ ο δεύτερος πλήττει τόσο τα εισαγόμενα όσο και τα εγχώρια προϊόντα .
10 Το Δικαστήριο πάντως έχει δεχτεί ότι η επιβάρυνση που πλήττει προϊόν που εισάγεται από άλλο κράτος μέλος δεν συνιστά, εφόσον δεν υφίσταται όμοιο ή ομοειδές εγχώριο προϊόν, επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμό, αλλά εσωτερικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης, αν εντάσσεται σε ένα γενικό σύστημα εσωτερικών τελών που επιβάλλονται πάγια σε κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και ανεξαρτήτως προελεύσεως των προϊόντων .
11 Από τις σκέψεις αυτές συνάγεται ότι, ακόμη και αν σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει, ενόψει του χαρακτηρισμού μιας επιβάρυνσης που πλήττει εισαγόμενα προϊόντα, η εξαιρετικά περιορισμένη εγχώρια παραγωγή να εξομοιωθεί προς την έλλειψη τέτοιας παραγωγής, δεν είναι αυτονόητο ότι το επίδικο τέλος πρέπει οπωσδήποτε να θεωρηθεί ως επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμό . Αυτό δεν μπορεί να συμβεί ιδίως αν το τέλος αυτό εντάσσεται σε ένα γενικό σύστημα εσωτερικών τελών που επιβάλλονται πάγια σε κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με τα προαναφερθέντα κριτήρια .
12 'Ενας φόρος καταναλώσεως όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη αποτελεί τμήμα ενός γενικού συστήματος εσωτερικών φόρων . Οι δεκαεννέα φόροι καταναλώσεως διέπονται από κοινούς δημοσιονομικούς κανόνες και επιβαρύνουν κατηγορίες προϊόντων με βάση ένα αντικειμενικό κριτήριο, αν δηλαδή ένα προϊόν ανήκει σε ορισμένη κατηγορία εμπορευμάτων, κριτήριο ανεξάρτητο της προελεύσεως του σχετικού προϊόντος . 'Ενα μέρος των φόρων αυτών, μεταξύ των οποίων και ο φόρος καταναλώσεως στις μπανάνες, πλήττει είδη διατροφής . Το γεγονός ότι τα αγαθά αυτά είναι εγχώριας ή αλλοδαπής παραγωγής δεν φαίνεται να έχει επίδραση ούτε στο συντελεστή ούτε στη φορολογική βάση ούτε στη μέθοδο είσπραξης του φόρου . Ο προορισμός του προϊόντος των φόρων αυτών δεν είναι συγκεκριμένος συνιστά δημοσιονομικό έσοδο όμοιο με τα άλλα και συμβάλλει, όπως και τα άλλα, στη χρηματοδότηση γενικά των κρατικών δαπανών σε όλους τους τομείς .
13 Κατά συνέπεια, ο επίδικος φόρος καταναλώσεως πρέπει να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα ενός γενικού συστήματος εσωτερικών φόρων κατά την έννοια του άρθρου 95 της Συνθήκης, το κατά πόσο συμβιβάζεται δε με το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να κριθεί μέσα στο πλαίσιο του άρθρου αυτού και όχι των άρθρων 9 και 12 .
14 Η απάντηση συνεπώς που αρμόζει στα δύο πρώτα ερωτήματα είναι ότι η φορολογική επιβάρυνση που χαρακτηρίζεται ως φόρος καταναλώσεως και επιβάλλεται τόσο στα εισαγόμενα όσο και στα εγχώρια προϊόντα, στην πραγματικότητα όμως πλήττει σχεδόν αποκλειστικά τα εισαγόμενα προϊόντα, επειδή η εγχώρια παραγωγή είναι εξαιρετικά περιορισμένη, δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό κατά την έννοια των άρθρων 9 και 12 της Συνθήκης ΕΟΚ, αν εντάσσεται σε ένα γενικό σύστημα εσωτερικών τελών που επιβάλλονται πάγια σε κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και ανεξαρτήτως της προελεύσεως των προϊόντων . Ως εκ τούτου εμφανίζει το χαρακτήρα εσωτερικού φόρου κατά την έννοια του άρθρου 95 .
Επί του τρίτου ερωτήματος
15 Με το τρίτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν ο επίμαχος φόρος, σε περίπτωση που θεωρηθεί ως εσωτερικός φόρος, αντίκειται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 95, καθόσον αποσκοπεί στην προστασία της παραγωγής άλλων φρούτων, και ειδικότερα των αντιπροσωπευτικών φρούτων της εγχώριας παραγωγής .
16 Από την άποψη αυτή έχει καταρχάς σημασία η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο με σημερινή του απόφαση ( υπόθεση 184/85, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας ) αποφάνθηκε ότι "η Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ φόρο καταναλώσεως στις νωπές μπανάνες καταγωγής άλλων κρατών μελών, ιδίως δε σ' εκείνες που προέρχονται από τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 95, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ ".
17 Το Δικαστήριο στάθμισε τον ομοειδή χαρακτήρα στον οποίο στηρίζεται η απαγόρευση του άρθρου 95, πρώτη παράγραφος, λαμβάνοντας υπόψη αφενός ένα σύνολο αντικειμενικών χαρακτηριστικών δύο κατηγοριών προϊόντων, δηλαδή των μπανανών και των αντιπροσωπευτικών επιτραπέζιων φρούτων της ιταλικής παραγωγής, όπως οι οργανοληπτικές τους ιδιότητες και η περιεκτικότητά τους σε νερό, και, αφετέρου, το κατά το πόσον οι δύο κατηγορίες φρούτων μπορούν να καλύψουν τις ίδιες ανάγκες των καταναλωτών .
18 Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι δύο κατηγορίες προϊόντων παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, τόσο λόγω των οργανοληπτικών τους ιδιοτήτων όσο και από την άποψη του αν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ίδιες ανάγκες των καταναλωτών . 'Ετσι το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι δύο αυτές κατηγορίες προϊόντων δεν είναι ομοειδείς κατά την έννοια του άρθρου 95 .
19 Εφόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση του ομοειδούς που απαιτείται από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 95, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου αυτού, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα σημερινή του απόφαση, έχει ως στόχο να πλήξει κάθε μορφή έμμεσου φορολογικού προστατευτισμού στην περίπτωση προϊόντων τα οποία, χωρίς να είναι ομοειδή κατά την έννοια της πρώτης παραγράφου, βρίσκονται ωστόσο μεταξύ τους σε σχέση ανταγωνισμού, έστω και μερικού, έμμεσου ή δυνητικού .
20 Με τη διάταξη αυτή επιδιώκεται συνεπώς ο γενικός σκοπός της εξασφάλισης της φορολογικής ουδετερότητας καθώς και να παρεμποδιστούν τα κράτη μέλη από το να δημιουργούν διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων με το να ευνοούν, μέσω της εσωτερικής φορολογικής νομοθεσίας, τα εγχώρια προϊόντα και να παρακωλύουν έτσι την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών .
21 Το Δικαστήριο έκρινε με την παραπάνω απόφαση ότι οι μπανάνες παρέχουν στους καταναλωτές φρούτων εναλλακτική επιλογή . Ως εκ τούτου πρέπει να θεωρηθεί ότι οι μπανάνες βρίσκονται εν μέρει σε σχέση ανταγωνισμού προς τα φρούτα αυτά . Κατά συνέπεια η επιβολή φόρου σ' αυτές δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την έμμεση προστασία των επιτραπέζιων φρούτων ιταλικής κατ' εξοχήν παραγωγής .
22 Η ίδια απόφαση έκανε δεκτό, ως προς το ζήτημα του προστατευτισμού που δημιουργεί το φορολογικό καθεστώς του νόμου 986, ότι το καθεστώς αυτό χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο επίδικος φόρος καταναλώσεως δεν επιβάλλεται στα αντιπροσωπευτικότερα εγχώρια φρούτα . Ο προστατευτισμός που δημιουργεί η φορολογική αυτή επιβάρυνση εντείνεται από το γεγονός ότι ο συντελεστής της είναι 525 λίρες Ιταλίας ανά κιλό, δηλαδή ισούται με το μισό σχεδόν της τιμής εισαγωγής του 1985 . Η διαφορά αυτή φορολογίας επηρεάζει την αγορά των επίμαχων προϊόντων μειώνοντας τις πιθανότητες καταναλώσεως των εισαγομένων προϊόντων .
23 Η απάντηση λοιπόν που αρμόζει στο τρίτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 95, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ απαγορεύει την επιβολή φόρου καταναλώσεως σε ορισμένα εισαγόμενα φρούτα, εφόσον ο φόρος αυτός μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την προστασία της εγχώριας παραγωγής φρούτων .
Επί του τέταρτου ερωτήματος
24 Το τέταρτο ερώτημα αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 95 εφαρμόζεται σε όλα τα προϊόντα που προέρχονται από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών τα οποία βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη .
25 Είναι αλήθεια ότι, αντίθετα από το άρθρο 9 της Συνθήκης, το οποίο αφορά ρητώς τα προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη, το άρθρο 95 δεν αναφέρει παρά τα προϊόντα "άλλων κρατών μελών ". Από την πάγια όμως νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η πρώτη και δεύτερη παράγραφος του άρθρου 95 συμπληρώνουν, κατά την οικονομία της Συνθήκης, τις διατάξεις περί καταργήσεως των τελωνειακών δασμών και των επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος . 'Εχουν ως σκοπό να εξασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού εξαλείφοντας κάθε είδους προστατευτισμό τον οποίο μπορεί να συνεπάγεται η επιβολή εσωτερικών φόρων που εισάγουν διακρίσεις σε βάρος των προϊόντων άλλων κρατών μελών . Υπό την έννοια αυτή, το άρθρο 95 εγγυάται την πλήρη ουδετερότητα της εσωτερικής φορολογίας από άποψη ανταγωνισμού μεταξύ εγχωρίων προϊόντων και προϊόντων που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη .
26 Το άρθρο 95 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό έννοια αντίθετη προς το σκοπό που αναφέρεται παραπάνω . Πράγματι, κατά το άρθρο 9, πρώτη παράγραφος, της Συνθήκης, η Κοινότητα βασίζεται επί τελωνειακής ενώσεως που εκτείνεται στο σύνολο των εμπορευματικών συναλλαγών και περιλαμβάνει την υιοθέτηση κοινού δασμολογίου . 'Οπως υπέμνησε το Δικαστήριο στην απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1976 ( Donckerwolcke, 41/76, Racc . σ . 1921 ), κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 9, τα μέτρα που λαμβάνονται για την απελευθέρωση των εμπορευματικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών εφαρμόζονται πανομοιότυπα τόσο στα προϊόντα καταγωγής κρατών μελών, όσο και στα προϊόντα που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα σύμφωνα με το άρθρο 10 . Το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά ότι, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μέσα στην Κοινότητα, τα προϊόντα που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εξομοιώνονται οριστικά και πλήρως προς τα προϊόντα καταγωγής κρατών μελών .
27 Με την απόφαση της 1ης Ιουλίου 1969 ( Sociaal Fonds voor de Diamantarbeiders, 2 και 3/69, Racc . σ . 211 ) το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αυστηρότητα των απαγορεύσεων των άρθρων 9 και 12 της Συνθήκης είναι τέτοια ώστε η Συνθήκη θέλησε να προλάβει κάθε ενδεχόμενο κενό κατά την εφαρμογή τους, προκειμένου ν' αποφευχθεί η καταστρατήγησή τους λόγω της ποικιλίας των τελωνειακών και φορολογικών μεθόδων . Υπογράμμισε ότι σκοπός του άρθρου 95 είναι να καλύψει τα ρήγματα που θα μπορούσε ένα φορολογικό μέτρο να προκαλέσει στις εν λόγω απαγορεύσεις .
28 Επομένως, η ερμηνεία του άρθρου 95 που θα απέκλειε την εφαρμογή του στα προϊόντα που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα αντίθετο τόσο προς το πνεύμα της Συνθήκης, όπως διατυπώνεται στα άρθρα 9 και 10, όσο και προς την οικονομία της . Πράγματι η εμπορική πολιτική έναντι των τρίτων χωρών υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας, με την επιφύλαξη των αναγκαίων μέτρων προστασίας που μπορούν να ληφθούν υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 115 της Συνθήκης . Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν είναι ελεύθερα να επιβάλλουν φόρους που προκαλούν διακρίσεις στα προϊόντα καταγωγής τρίτων χωρών που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία .
29 'Αρα στο τέταρτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ αφορά όλα τα προϊόντα που προέρχονται από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη .
30 Ενόψει της απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο πέμπτο ερώτημα .
Επί των δικαστικών εξόδων
31 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .
Για τους λόγους αυτούς
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 1985 το Tribunale του Μιλάνου, αποφαίνεται :
1 ) Η φορολογική επιβάρυνση που χαρακτηρίζεται ως φόρος καταναλώσεως και επιβάλλεται τόσο στα εισαγόμενα όσο και στα εγχώρια προϊόντα, στην πραγματικότητα όμως πλήττει σχεδόν αποκλειστικά τα εισαγόμενα προϊόντα, επειδή η εγχώρια παραγωγή είναι εξαιρετικά περιορισμένη, δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδύναμου αποτελέσματος προς εισαγωγικό δασμό κατά την έννοια των άρθρων 9 και 12 της Συνθήκης ΕΟΚ, αν εντάσσεται σε ένα γενικό σύστημα εσωτερικών τελών που επιβάλλονται πάγια σε κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και ανεξαρτήτως προελεύσεως των προϊόντων . Ως εκ τούτου εμφανίζει το χαρακτήρα εσωτερικού φόρου κατά την έννοια του άρθρου 95 .
2 ) Το άρθρο 95, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ απαγορεύει την επιβολή φόρου καταναλώσεως σε ορισμένα εισαγόμενα φρούτα, εφόσον ο φόρος αυτός μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την προστασία της εγχώριας παραγωγής φρούτων .
3 ) Το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ αφορά όλα τα προϊόντα που προέρχονται από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών που βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη .