Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0152

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 1987.
    Rudolf Misset κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Υπάλληλοι - Παραδεκτό - Προθεσμία για την άσκηση προσφυγής.
    Υπόθεση 152/85.

    Συλλογή της Νομολογίας 1987 -00223

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:10

    'ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση 152/85 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1.

    Ο προσφεύγων, Rudolf Misset, μεταφραστής με το βαθμό LA 7 στη γλωσσική υπηρεσία του Συμβουλίου, στις Βρυξέλλες, απουσίασε από τον τόπο της εργασίας του κατά την περίοδο από 18 Ιουλίου μέχρι 3 Αυγούστου 1984. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1984 ο διευθυντής προσωπικού και διοικήσεως της γενικής γραμματείας του Συμβουλίου, Gueben, πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι δεν μπορούσε πλέον να προσκομίσει ιατρική βεβαίωση για να δικαιολογήσει την απουσία του.

    2.

    Με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 1984, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Η ένσταση απορρίφθηκε ρητά με σημείωμα της 18ης Φεβρουαρίου 1985 του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου, Ersböll. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα αυθημερόν.

    3.

    Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαΐου 1985, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με την οποία ζητεί από το Δικαστήριο:

    να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη ·

    κατά συνέπεια, να ακυρώσει την απόφαση που κοινοποιήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1984 από τον Gueben και, επικουρικώς, την απόφαση του γενικού γραμματέα Ersböll, της 18ης Φεβρουαρίου 1985·

    να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

    4.

    Με παρεμπίπτουσα αίτηση, το Συμβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου λόγω εκπροθέσμου της προσφυγής και ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της αιτήσεως χωρίς να εισέλθει στην ουσία.

    5.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων μόνο ως προς το ζήτημα του παραδεκτού χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Το τμήμα κάλεσε πάντως το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να διευκρινίσουν την πρακτική που ακολουθούν ως προς τον υπολογισμό της ημερομηνίας κατά την οποία εκπνέει η προθεσμία για την άσκηση διοικητικής ενστάσεως δυνάμει του άρθρου 90 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και να εκθέσουν την άποψη τους όσον αφορά τη σημασία του κανονισμού 1182/71 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες ( ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 131 ), για τον εν λόγω υπολογισμό καθώς και για τον υπολογισμό των προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής. Οι απαντήσεις των τριών οργάνων εκτίθενται κατωτέρω στο τμήμα IV.

    6.

    Με διάταξη της 27ης Φεβρουαρίου 1986, το δεύτερο τμήμα αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον της ολομελείας όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής.

    II — Αιτήματα των διαδίκων

    1.

    Το ΣνμβονΑιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη ·

    να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

    2.

    Ο προσφεύγωνζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

    κατά συνέπεια, να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή του και να εξετάσει την υπόθεση κατ' ουσία.

    III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    1.

    Κατά το Συμβούλιο, η προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας, η προθεσμία που προβλέπεται για την άσκηση της προσφυγής υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της, δηλαδή από τις 19 Φεβρουαρίου 1985. Άρα η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής θα εξέπνεε κανονικά τρεις μήνες αργότερα, δηλαδή στις 18 Μαΐου 1985. Ο προσφεύγων που είναι όμως κάτοικος Βελγίου, είχε δύο επιπλέον ημέρες ( παρέκταση λόγω αποστάσεως, δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας). Ωστόσο, η προσφυγή ασκήθηκε στις 21 Μαΐου 1985, δηλαδή εκπροθέσμως κατά μία ημέρα.

    2.

    Ο προσφεύγων φρονεί ότι η τρίμηνη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 91, παράγραφος 3, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περιλαμβάνει την τελευταία ημέρα, την « dies ad quem », και κατά συνέπεια, η προσφυγή ασκήθηκε εμπροθέσμως. Ο προσφεύγων ομολογεί ότι ούτε ο κανονισμός διαδικασίας ούτε ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως επέλυσαν αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, ο τρόπος υπολογισμού που προτείνει ο ίδιος συνάδει προς τις διατάξεις του προαναφερθέντος κανονισμού 1182/71. Συγκεκριμένα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι « αν η προθεσμία που προσδιορίζεται κατά ... μήνες... υπολογίζεται από τη στιγμή που συμβαίνει κάποιο γεγονός ή πραγματοποιείται κάποια ενέργεια, η ημέρα κατά την οποία συμβαίνει το γεγονός αυτό ή πραγματοποιείται η ενέργεια αυτή δεν υπολογίζεται στην προθεσμία », σύμφωνα δε με την παράγραφο 2, στοιχείο γ ), του εν λόγω άρθρου, η προθεσμία « αρχίζει με την έναρξη της πρώτης ώρας της πρώτης ημέρας και λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ώρας της ημέρας... του τελευταίου μήνα... που είναι κατά ... τον αριθμό αντίστοιχη με την ημέρα ενάρξεως της προθεσμίας ». Καίτοι ο κανονισμός αυτός έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, δηλαδή ισχύει για τις πράξεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής, μπορεί να εφαρμοστεί κατ' αναλογία και σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες δεν προβλέπονται ειδικότερες διατάξεις για τον υπολογισμό των προθεσμιών. Εξάλλου, με την κατ' αναλογία εφαρμογή επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

    Ο προσφεύγων υποστηρίζει περαιτέρω ότι το Δικαστήριο φαίνεται να λαμβάνει υπόψη την « dies ad quem » για τον υπολογισμό των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής. Ο προσφεύγων παραπέμπει ενδεικτικά στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1981 ( Michel κατά Κοινοβουλίου, 195/80, Συλλογή σ. 2861 ) και της 2ας Μαΐου 1985 (J. Κ. κατά Κοινοβουλίου, 38/84, Συλλογή 1985, σ. 1267).

    Εάν, πάντως, υπάρχει αμφιβολία ως προς το παραδεκτό της προσφυγής και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφυγή κατατέθηκε εκπρόθεσμα κατά μία ημέρα, ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο να την κρίνει παρ' όλ αυτά παραδεκτή και να εξετάσει την υπόθεση κατ' ουσία για λόγους δικαιοσύνης.

    IV — Απαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου

    Οι απαντήσεις των οργάνων στις ερωτήσεις που υπέβαλε το δεύτερο τμήμα, είναι οι ακόλουθες.

    Το Συμβούλιο δήλωσε ότι η γενική γραμματεία του υπολογίζει την ημερομηνία παρελεύσεως της προθεσμίας για την υποβολή ενστάσεως βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως σύμφωνα με το γράμμα της διάταξης αυτής, δηλαδή «τρεις μήνες από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση της αποφάσεως». Το Συμβούλιο φρονεί περαιτέρω ότι ο κανονισμός 1182/71 δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των προθεσμιών, εκτός αν πρόκειται για τις πράξεις που αναφέρει στο άρθρο 1 και, επομένως, δεν αφορά τις προθεσμίες που τάσσει η Συνθήκη, ο Οργανισμός του Δικαστηρίου ή ο κανονισμός διαδικασίας.

    Η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν έχει καθιερωμένη πρακτική για τον υπολογισμό της ημερομηνίας εκπνοής της προθεσμίας για την υποβολή ενστάσεως καθόσον μάλιστα απαντά σε κάθε ένσταση, έστω και εκπρόθεσμη, επισημαίνοντας τον κίνδυνο απαραδέκτου σε περίπτωση προσφυγής στο Δικαστήριο. Η Επιτροπή ομολογεί ότι δεν υπάρχει στο κοινοτικό δίκαιο διάταξη που να ρυθμίζει ρητά τον υπολογισμό της ημέρας παρελεύσεως της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής. Παρατηρεί όμως ότι ο κανονισμός 1182/71 ορίζει στο άρθρο 1 ότι « εκτός αντιθέτων διατάξεων, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις πράξεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής που εξεδό-θησαν ή θα εκδοθούν δυνάμει της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος ή της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας ». Η γενική διατύπωση του άρθρου αυτού στηρίζει την άποψη ότι ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, ως κανονισμός του Συμβουλίου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και ότι η διατύπωση αυτή καλύπτει και τις διατάξεις που αφορούν τις δικονομικές προθεσμίες. Εν πάση περιπτώσει, κατά την Επιτροπή, είναι δυνατό να γίνει λόγος για ανάλογη εφαρμογή του κανονισμού.

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δήλωσε ότι, κατά τον υπολογισμό των προθεσμιών υποβολής ενστάσεως, ακολουθεί την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση της 26ης Νοεμβρίου. 1981. 'Οσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού 1182/71, το Κοινοβούλιο εφαρμόζει μόνο τις διατάξεις του άρθρου 90 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

    Ο. Due

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 15ης Ιανουαρίου 1987 ( *1 )

    Στην υπόθεση 152/85,

    Rudolf Misset, μεταφραστής, αποσπασμένος στο ολλανδικό τμήμα της γλωσσικής υπηρεσίας του Συμβουλίου, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος και επικουρούμενος από τους J. Putzeys και Χ. Leurquin, δικηγόρους Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nickts, 87, avenue Guillaume,

    προσφεύγων,

    κατά

    Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενου από τον G. Peeters, επικουρούμενο από τον J. Carbery, αμφότερους μέλη της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον J. Käser, διευθυντή της νομικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad-Adenauer,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, το παραδεκτό της προσφυγής,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Υ. Galraot, Κ. Κακούρη και T. F. Ο' Higgins, προέδρους τμήματος, Τ. Koopmans, Ο. Due, U. Everling, Κ. Bahlmann και J. C. Moitinho de Almeida, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. F. Mancini

    γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφο-^ ρικής διαδικασίας της 17ης Σεπτεμβρίου 1986, κατά την οποία ο προσφεύγων εκπροσωπήθηκε από τον J. Putzeys, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τους G. Peeters και J. Carbery, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από τον J. De Wachter και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τον Δ. Γκουλούση,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Νοεμβρίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαΐου 1985, ο Rudolf Misset, υπάλληλος τότε του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και κάτοικος Βελγίου, άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως της οποίας έλαβε γνώση στις 25 Σεπτεμβρίου 1984 και με την οποία πληροφορήθηκε ότι δεν μπορούσε πλέον να προσκομίσει ιατρική βεβαίωση προκειμένου να δικαιολογήσει την απουσία του από τις 18 Ιουλίου μέχρι τις 3 Αυγούστου 1984 και, αφετέρου, επικουρικώς, την ακύρωση της αποφάσεως του γενικού γραμματέα του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 1985 που του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση την οποία είχε υποβάλει κατά της προαναφερθείσας απόφασης της 25ης Σεπτεμβρίου 1984, δυνάμει του άρθρου 90 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

    2

    Με παρεμπίπτουσα αίτηση, το Συμβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου λόγω εκπροθέσμου της προσφυγής. Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 3, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, ο προσφεύγων όφειλε να ασκήσει την προσφυγή του εντός προθεσμίας τριών μηνών. Δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου, η προθεσμία αυτή υπολογίζεται από την επομένη της κοινοποιήσεως της απορρίψεως της ενστάσεως, δηλαδή από τις 19 Φεβρουαρίου 1985. Άρα η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής θα έληγε κανονικά στις 18 Μαΐου 1985. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο προσφεύγων διαθέτει δύο επιπλέον ημέρες ( παρέκταση λόγω προθεσμίας δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας), η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής εξέπνευσε τελικά στις 20 Μαΐου 1985. Η προσφυγή όμως ασκήθηκε στις 21 Μαΐου 1985, εκπροθέσμως δηλαδή κατά μία ημέρα.

    3

    Ο προσφεύγων φρονεί ότι η προσφυγή του ασκήθηκε εμπροθέσμως. Υποστηρίζει δε ότι ούτε ο κανονισμός διαδικασίας ούτε ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων καθορίζουν τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να υπολογίζεται η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής. Αλλά ο τρόπος υπολογισμού που ο ίδιος υποστηρίζει, κατά τον οποίο η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 91, παράγραφος 3, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως περιλαμβάνει την τελευταία ημέρα, εν προκειμένω την 21η Μαΐου 1985 συνάδει προς τις διατάξεις του κανονισμού 1182/71 του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 1971 περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες ( ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 131 ). Καίτοι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται μόνο στις πράξεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής που εκδίδονται δυνάμει των Συνθηκών ΕΟΚ και ΕΚΑΧ και εφόσον δεν υπάρχουν αντίθετες διατάξεις, μπορεί να εφαρμοστεί κατ' αναλογία και σε άλλες περιπτώσεις για τις οποίες δεν προβλέπονται ειδικότερες διατάξεις σχετικά με τον υπολογισμό των προθεσμιών.

    4

    Επικουρικώς, ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή για λόγους δικαιοσύνης, δεδομένου ότι η προθεσμία παραβιάστηκε το πολύ κατά μία ημέρα.

    5

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, οι σχετικές κοινοτικές διατάξεις, τα επιχειρήματα των διαδίκων και τα στοιχεία που προσκόμισαν στο Δικαστήριο η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

    6

    Σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών η οποία αρχίζει από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ενστάσεως, εν προκειμένω από τις 18 Φεβρουαρίου 1985.

    7

    Η διάταξη αυτή συμπληρώνεται από το άρθρο 81, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας που προβλέπει ότι οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής εναντίον πράξεως οργάνου αρχίζουν να τρέχουν, σε περίπτωση κοινοποιήσεως, από την επομένη της ημέρας της κοινοποιήσεως της πράξεως στον ενδιαφερόμενο. Η τελευταία αυτή διάταξη καθώς και ο γενικός κανόνας του άρθρου 80, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας κατά τον οποίο οι δικονομικές προθεσμίες υπολογίζονται από την επομένη της ημέρας του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας, έχει ως στόχο να εξασφαλίσει για κάθε διάδικο την πλήρη χρησιμοποίηση των προθεσμιών. Ανεξαρτήτως της ώρας κατά την οποία πραγματοποιείται η κοινοποίηση της συγκεκριμένης πράξης, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από το τέλος της ημέρας κοινοποιήσεως.

    8

    Όταν, όπως εν προκειμένω, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής εκφράζεται σε ημερολογιακούς μήνες, εκπνέει στο τέλος της ημέρας η οποία φέρει, στο μήνα που προκύπτει από την προθεσμία, τον ίδιο αριθμό με την ημέρα ενάρξεως της προθεσμίας, δηλαδή την ημέρα της κοινοποιήσεως. Αν ληφθεί υπόψη η παρέκταση λόγω αποστάσεως των δύο ημερών που είχε στη διάθεση του ο προσφεύγων, η προθεσμία εξέπνευσε στις 20 Μαΐου 1985. Αν η προσφυγή είχε ασκηθεί εκείνη την ημέρα, θα ήταν εμπρόθεσμη ενώ, ασκηθείσα στις 21 Μαΐου, είναι εκπρόθεσμη.

    9

    Το Δικαστήριο δέχτηκε τον ίδιο τρόπο υπολογισμού όσον αφορά την προθεσμία για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως με τις αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο προσφεύγων (αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1981, Michel κατά Κοινοβουλίου, 195/80, Συλλογή σ. 2861, και της 2ας Μαΐου 1985, J. Κ. κατά Κοινοβουλίου, 38/84, Συλλογή 1985, σ. 1267 ). Σημειωτέον εξάλλου ότι αυτός ο τρόπος υπολογισμού συνάδει προς τον εφαρμοζόμενο κατά το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

    10

    Δεδομένου λοιπόν ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την προθεσμία για την άσκηση προσφυγής από υπαλλήλους αποτελούν πλήρη ρύθμιση που επιτρέπει να προσδιορίζεται όχι μόνο η έναρξη της προθεσμίας αλλά και η λήξη της, δεν τίθεται θέμα ανάλογης εφαρμογής του προαναφερθέντος κανονισμού 1182/71. Παρέλκει επομένως η εξέταση του ζητήματος αν συνάδει πράγματι προς τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού ο υπολογισμός του προσφεύγοντος κατά τον οποίο ο τελευταίος είχε στη διάθεση του προθεσμία τριών μηνών και μιας ημέρας.

    11

    Όσον αφορά το επιχείρημα που προβάλλει επικουρικώς ο προσφεύγων, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αυστηρή εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων περί δικονομικών προθεσμιών ανταποκρίνεται στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε αυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλέπε ιδίως απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1985, Cockerill-Sambre SA κατά Επιτροπής, 42/85, Συλλογή 1985, σ. 3749 ). Ο προσφεύγων δεν απέδειξε, ούτε καν επικαλέστηκε ότι συντρέχει τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία βάσει των οποίων το Δικαστήριο θα μπορούσε να παρεκκλίνει από τη σχετική προθεσμία δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ.

    12

    Από τις προαναφερθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαΐου 1985 υπήρξε εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    13

    Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 70 του κανονισμού διαδικασίας, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

     

    2)

    Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

     

    Mackenzie Stuart

    Galmot

    Κακούρης

    O'Higgins

    Koopmans

    Due

    Everling

    Bahlmann

    Moitinho de Almeida

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιανουαρίου 1987.

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος

    Α. J. Mackenzie Stuart


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top