This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61985CJ0145
Judgment of the Court (Second Chamber) of 5 February 1987. # Denkavit België NV v Belgian State. # Reference for a preliminary ruling: Rechtbank van eerste aanleg Brussel - Belgium. # Payment of monetary compensatory amounts - Force majeure. # Case 145/85.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 5ης Φεβρουαρίου 1987.
Denkavit België NV κατά Βελγικού Δημοσίου.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Rechtbank van eerste aanleg Brussel - Βέλγιο.
Καταβολή νομισματικών εξισωτικών ποσών - Ανώτερη βία.
Υπόθεση 145/85.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 5ης Φεβρουαρίου 1987.
Denkavit België NV κατά Βελγικού Δημοσίου.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Rechtbank van eerste aanleg Brussel - Βέλγιο.
Καταβολή νομισματικών εξισωτικών ποσών - Ανώτερη βία.
Υπόθεση 145/85.
Συλλογή της Νομολογίας 1987 -00565
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:63
ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ
στην υπόθεση 145/85 ( *1 )
Ι — Κανονιστικό πλαίσιο
Μέχρι τις 4 Οκτωβρίου 1981, η Οικονομική Ένωση Βελγίου-Λουξεμβούργου (UEBL) και οι Κάτω Χώρες είχαν αποφασίσει να διατηρήσουν τις διακυμάνσεις των νομισμάτων τους εντός των ορίων που ίσχυαν πριν από τις 9 Μαΐου 1971. Το γεγονός ότι δεν είχαν μεταβάλει τη σχέση μεταξύ των νομισμάτων τους καθιστούσε δυνατή την αποφυγή εφαρμογής νομισματικών εξισωτικών ποσών μεταξύ της UEBL και των Κάτω Χωρών. Σε αντιστοιχία με αυτή την κατάσταση, το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 1371/81 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 1981, περί λεπτομερειών διοικητικής εφαρμογής των νομισματικών εξισωτικών ποσών ( ΕΕ L 138, σ. 1 ), όπως αρχικώς ίσχυε, όριζε ότι, για την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, «το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία θεωρούνται ως ένα κράτος μέλος ».
Κατόπιν των προσαρμογών των κεντρικών τιμών των νομισμάτων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος με έναρξη ισχύος την 5η Οκτωβρίου 1981, μεταβλήθηκε η υφιστάμενη σχέση μεταξύ του βελγικού και λουξεμβουργιανού φράγκου και του ολλανδικού φιορινίου. Χρειάστηκε έτσι να εισαχθούν θετικά ΝΕΠ για τις Κάτω Χώρες, πράγμα που έγινε με τον κανονισμό 2901/81 της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 1981, περί καθορισμού των νομισματικών εξισωτικών ποσών καθώς και ορισμένων συντελεστών απαραίτητων για την εφαρμογή τους ( ΕΕ L 288, σ. 1 ), τα οποία εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στις εμπορικές ανταλλαγές με το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο. Από τις 8 Οκτωβρίου 1981, επομένως, τα κράτη της Μπενελούξ δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται σαν ένα κράτος μέλος στο πλαίσιο του συστήματος των ΝΕΠ. Το προαναφερθέν άρθρο του κανονισμού 1371/81 προσαρμόστηκε κατά συνέπεια αναλόγως από τον κανονισμό 2898/81 της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 1981 ( ΕΕ L 287, σ. 1 ), ορίζει δε ότι εφεξής, για την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, « το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο (UEBL) θεωρούνται ως ένα κράτος μέλος ». Αργότερα, μετά την υποτίμηση του βελγικού και λουξεμβουργιανού φράγκου στις 22 Φεβρουαρίου 1982, εισήχθησαν αρνητικά ΝΕΠ για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο με τον κανονισμό 396/82 της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 1982, περί τροποποιήσεως των νομισματικών εξισωτικών ποσών ( ΕΕ L 52, σ. 1 ), που ίσχυσαν για πρώτη φορά και στις εμπορικές ανταλλαγές με τις Κάτω Χώρες.
Προκύπτει επομένως ότι εφαρμόζονται τόσο ολλανδικά όσο και βελγικά ΝΕΠ στις εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ Κάτω Χωρών και Βελγίου από τις 24 Φεβρουαρίου 1982 (ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 396/82). Κατά την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων από τις Κάτω Χώρες προς το Βέλγιο, χορηγούνταν ολλανδικό ΝΕΠ στον ολλανδό εξαγωγέα και ταυτόχρονα χορηγούνταν βελγικό ΝΕΠ στο βέλγο εισαγωγέα. Η ρύθμιση αυτή διήρκεσε μέχρι τις 23 Μαΐου 1983. Από την ημερομηνία αυτή, κατέστη δυνατή η πλήρης κατάργηση των ΝΕΠ που ίσχυαν για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο με τον κανονισμό 1245/83 της Επιτροπής, της 20ής Μαΐου 1983 (ΕΕ L 135, σ. 3) κατόπιν της προσαρμογής της αντιπροσωπευτικής τιμής του βελγικού και λουξεμβουργιανού φράγκου. Έκτοτε, μόνο τα ολλανδικά ΝΕΠ εφαρμόζονται στις εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ Κάτω Χωρών και Βελγίου.
Οι κανόνες σχετικά με τη διαδικασία χορηγήσεως των ΝΕΠ απορρέουν από το άρθρο 17 του εκτελεστικού κανονισμού 1371/81. Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, το προς χορήγηση ΝΕΠ καταβάλλεται μόνο κατόπιν γραπτής αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Κατά το άρθρο 2, και εκτός περιπτώσεων ανώτερης βίας, το δικαίωμα χορηγήσεως νομισματικών εξισωτικών ποσών χάνεται, εάν τα σχετικά έγγραφα δεν υποβληθούν εντός των δώδεκα μηνών που ακολουθούν την ημέρα κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές αποδέχθηκαν τη διασάφηση εισαγωγής ή τη διασάφηση εξαγωγής. Το κείμενο του άρθρου 17, παράγραφος 3, έχει ως εξής:
« Η καταβολή των νομισματικών εξισωτικών ποσών γίνεται από τις αρμόδιες αρχές εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα καταθέσεως πλήρους φακέλου, εκτός:
α) |
περιπτώσεων ανωτέρας βίας· |
β) |
περιπτώσεων κατά τις οποίες αναλαμβάνεται (έχει αρχίσει) διοικητική έρευνα σχετικά με το δικαίωμα ως προς τα νομισματικά εξισωτικά ποσά. Στην περίπτωση αυτή, η πληρωμή λαμβάνει χώρα μόνο μετά την αναγνώριση του δικαιώματος ως προς τα νομισματικά εξισωτικά ποσά. » |
Ο κανονισμός 1380/75 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 1975, περί του τρόπου εφαρμογής των νομισματικών εξισωτικών ποσών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 14), ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον ήδη ισχύοντα κανονισμό 1371/81, περιείχε στο άρθρο 16 διάταξη αντίστοιχη με εκείνη του άρθρου 17, παράγραφος 3, του ήδη ισχύοντος κανονισμού ( εκτός από τη διαφορετική διατύπωση του σημείου β):
« Στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές πρέπει να χορηγήσουν νομισματικά εξισωτικά ποσά, η καταβολή πραγματοποιείται εντός προθεσμίας δύο μηνών, υπολογιζόμενης από την ημέρα της καταθέσεως του πλήρους φακέλου, πλην:
— |
των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, |
— |
των περιπτώσεων στις οποίες υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια του καταρτισθέντος φακέλου και αν η διοίκηση προέβη σε ανάκριση ( κίνησε τη διαδικασία εξετάσεως ). » |
Η διάταξη αυτή ανάγεται στις 18 Φεβρουαρίου 1974, οπότε εισήχθη στον κανονισμό 1463/73 της Επιτροπής, της 30ής Μαΐου 1973 ( PB 1973, L 146, σ. 1 ) — ο οποίος αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από τον προαναφερθέντα κανονισμό 1380/75 — με τον κανονισμό 343/74 της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 1974 (PB 1974, L 40, σ. 4 ). Η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του τελευταίου αυτού κανονισμού είναι διατυπωμένη ως εξής: «για να αποφεύγεται στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών των κρατών μελών, πρέπει να καθορισθεί μια προθεσμία για την καταβολή των χορηγηθέντων εξισωτικών ποσών·... πρέπει, πάντως, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή δεν είναι δυνατό να τηρηθεί». Η ίδια αιτιολογική σκέψη επαναλαμβάνεται στον κανονισμό 1380/75.
II — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου
Κατά το χρονικό διάστημα από 24 Φεβρουαρίου 1982 μέχρι 23 Μαΐου 1983, έπρεπε να χορηγούνται βελγικά ΝΕΠ κατά την εισαγωγή γεωργικών προϊόντων στο Βέλγιο, ακόμη και όταν τα προϊόντα αυτά ήταν καταγωγής Κάτω Χωρών. Δεδομένου ότι η Denkavit Belgie NV εισάγει από τις Κάτω Χώρες ζωοτροφές που υπόκεινται στο σύστημα των ΝΕΠ, έπρεπε κατά συνέπεια να εισπράξει βελγικά ΝΕΠ για όλες αυτές τις εισαγωγές που πραγματοποίησε κατά το υπό κρίση χρονικό διάστημα.
Η διαφορά μεταξύ των διαδίκων στην κύρια δίκη αναφέρεται ουσιαστικά στην προθεσμία εντός της οποίας το καθού πρέπει να καταβάλει στον ενδιαφερόμενο εισαγωγέα τα ΝΕΠ που του οφείλει λόγω εισαγωγής στο Βέλγιο. Παρά το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 3, του υπό κρίση κανονισμού, η καταβολή των ΝΕΠ που χορηγούνται πρέπει να γίνει εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα καταθέσεως πλήρους φακέλου δικαιολογητικών, η Denkavit διαπίστωσε ότι καθ' όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ίσχυαν τα σχετικά ΝΕΠ το Βελγικό Δημόσιο προέβαινε στην καταβολή των ΝΕΠ μόνο τέσσερις έως πέντε μήνες μετά την εν λόγω κατάθεση.
Από την παραπεμπτική Διάταξη προκύπτει ότι η αγωγή την οποία άσκησε η Denkavit κατά του Βελγικού Δημοσίου, με δικόγραφο που επέδωσε στις 2 Φεβρουαρίου 1983, είχε αρχικά ως αίτημα την καταβολή των ΝΕΠ λόγω της εισαγωγής ζωοτροφών από τις Κάτω Χώρες στο Βέλγιο. Δεδομένου ότι τα ΝΕΠ καταβλήθηκαν μετά την επίδοση, η αγωγή έχει πλέον ως μοναδικό αίτημα την καταβολή τόκων υπερημερίας και δικονομικών τόκων λόγω εκπρόθεσμης καταβολής των εν λόγω ΝΕΠ.
Το Βελγικό Δημόσιο δικαιολόγησε την υπέρβαση της δίμηνης προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 3, του επίδικου κανονισμού, προβάλλοντας την ένσταση που προβλέπει η διάταξη αυτή για τις περιπτώσεις ανώτερης βίας και, επικουρικώς, αναφερόμενο στη διενέργεια διοικητικής εξετάσεως για την ύπαρξη ή μη δικαιώματος επί των ΝΕΠ. Η Denkavit αποκρούει τους ισχυρισμούς αυτούς, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 3, στην οποία στηρίζονται.
Το Rechtbank van Eerste Aanleg των Βρυξελλών ( δωδέκατο τμήμα ) κατέληξε έτσι στο να υποβάλει στο Δικαστήριο, με Διάταξη της 8ης Μαΐου 1985 και σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου 17, παράγραφος 3:
« 1) |
Το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1371/81 της Επιτροπής έχει την έννοια ότι η προθεσμία δύο μηνών που τάσσει η εν λόγω διάταξη για την καταβολή των νομισματικών εξισωτικών ποσών αρχίζει την επομένη της ημέρας καταθέσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου στην αρμόδια εθνική αρχή της αίτησης καταβολής των ΝΕΠ και των λοιπών εγγράφων τα οποία οφείλει να προσκομίσει ή μήπως η εν λόγω προθεσμία αρχίζει μόνο αφού η αρμόδια εθνική αρχή πιστοποιήσει, κατόπιν εξετάσεως των προσκομισθέντων εγγράφων, ότι ο κατατεθείς φάκελος είναι πλήρης και ότι ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να λάβει τα νομισματικά εξισωτικά ποσά; |
2) |
Μπορεί να γίνει επίκληση ανωτέρας βίας κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο α), του κανονισμού (ΕΟΚ) 1371/81 της Επιτροπής, όταν, λόγω του πολυπλόκου της ρύθμισης περί της χορηγήσεως νομισματικών εξισωτικών ποσών σε συγκεκριμένο γεωργικό τομέα, καθώς και του συνακόλουθου περίπλοκου χαρακτήρα της εξέτασης του κατατεθέντος φακέλου και του υπολογισμού των εφαρμοστέων ποσών, η αρμόδια εθνική αρχή κράτους μέλους αδυνατεί να τηρήσει την προθεσμία των δύο μηνών, που ορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 3, παρά την ενεργοποίηση όλου του διαθέσιμου προσωπικού, σε περίπτωση αισθητής και απότομης αυξήσεως των αιτήσεων χορηγήσεως ΝΕΠ; |
3) |
Μπορεί η αρμόδια εθνική αρχή να επικαλεστεί ανώτερη βία κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο α), του κανονισμού (ΕΟΚ) 1371/81, όταν, λόγω περιορισμών που επιβάλλονται στον προϋπολογισμό από τον εθνικό νόμο, ο αριθμός του προσωπικού της δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε μια σημαντική και απότομη αύξηση του αριθμού των αιτήσεων χορηγήσεως νομισματικών εξισωτικών ποσών; » |
Η Διάταξη παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Μαΐου 1985.
Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις η Denkavit België NV, προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενη από τον M. Gheysen, δικηγόρο Αμβέρσας, το Βελγικό Δημόσιο εκπροσωπούμενο από τον L. Delwaide, δικηγόρο Αμβέρσας, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον R. Fischer, μέλος της νομικής της υπηρεσίας.
Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.
Με απόφαση της 14ης Απριλίου 1986 κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, το Δικαστήριο ανέθεσε την υπόθεση στο δεύτερο τμήμα.
III — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου
Α — Αφετηρία της προθεσμίας των δύο μηνών (πρώτο ερώτημα)
Οι απόψεις των διαδίκων στην κύρια δίκη διίστανται ως προς το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία των δύο μηνών, την οποία τάσσει το άρθρο 17, παράγραφος 3, του υπό κρίση κανονισμού, προθεσμία εντός της οποίας τα ΝΕΠ που χορηγούνται πρέπει να καταβληθούν στον ενδιαφερόμενο από την αρμόδια εθνική αρχή, εν προκειμένω την Centrale Dienst voor contingenten en vergunningen (κεντρική υπηρεσία ποσοστώσεων και αδειών, στο εξής: CDCV).
Η Denkavit, καθώς και η Επιτροπή, υποστηρίζουν ότι το κρίσιμο χρονικό σημείο, από το οποίο αρχίζει η προθεσμία, είναι η στιγμή της καταθέσεως του πλήρους φακέλου της αίτησης του ενδιαφερομένου στην αρμόδια αρχή και όχι το πέρας των ενεργειών στις οποίες προβαίνει η αρμόδια εθνική αρχή για τον έλεγχο. Ισχυρίζονται ότι η δεύτερη αυτή ερμηνεία, την οποία υποστηρίζει το Βελγικό Δημόσιο, όχι μόνο δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο γράμμα του νόμου, αλλά και αντιφάσκει προς το στόχο και τη λογική του άρθρου 17, που είναι να υποχρεωθεί η εθνική αρχή να προβεί στην καταβολή εντός ορισμένης προθεσμίας (δύο μηνών) από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ενδιαφερομένου, που συνίστανται στην κατάθεση πλήρους φακέλου δικαιολογητικών εντός της σχετικής προθεσμίας (δώδεκα μηνών από την επομένη της ημέρας κατά την οποία το τελωνείο αποδέχτηκε τη διασάφηση εισαγωγής ή εξαγωγής, βλέπε παράγραφο 2 του άρθρου 17).
Σχετικώς, η Denkavit υποστηρίζει ότι ο σκοπός της προθεσμίας, που είναι να αποφεύγεται στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών των κρατών μελών, όπως προκύπτει από τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του κανονισμού 1380/75, δεν μπορεί να επιτευχθεί, παρά μόνον εφόσον η οικεία προθεσμία αρχίζει να τρέχει με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη από μια χρονική στιγμή που ορίζεται αντικειμενικά και δεν εξαρτάται από οποιαδήποτε δυνατότητα επίδρασης εκ μέρους των εθνικών αρχών. Το χρονικό σημείο που ορίζεται από το κείμενο της σχετικής διάταξης, ήτοι ο χρόνος κατά τον οποίο ο ενδιαφερόμενος καταθέτει τον πλήρη φάκελο του στην αρμόδια αρχή, ανταποκρίνεται στο κριτήριο αυτό.
Εξάλλου, η Denkavit τονίζει το σημαντικό συμφέρον που έχουν οι επιχειρηματίες να εφαρμόζονται αυστηρά οι προθεσμίες καταβολής που τάσσονται από την κοινοτική νομοθεσία, όπως είναι η επίμαχη προθεσμία που περιέχεται στο άρθρο 17, παράγραφος 3. Στην προκειμένη περίπτωση, από τις νέες νομισματικές ρυθμίσεις προέκυψε μια τεχνητή διαφορά μεταξύ των γεωργικών τιμών στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο, οι πρώτες δηλαδή είναι υψηλότερες από τις δεύτερες. Αν δεν χορηγούνταν τα ισχύοντα ΝΕΠ, θα ήταν αδύνατη η πώληση ολλανδικών γεωργικών προϊόντων στο Βέλγιο, διότι, λόγω της τεχνητής αυτής διαφοράς, θα ήταν ακριβότερα από τα ανταγωνιστικά τους προϊόντα τα προερχόμενα από το ίδιο το Βέλγιο. 'Ετσι λοιπόν, τα χορηγούμενα ΝΕΠ είναι ένα στοιχείο αναγκαίο για τον υπολογισμό του κόστους και του κέρδους, βάσει του οποίου ο επιμελής επιχειρηματίας αποφασίζει να προβεί στις εμπορικές του συναλλαγές. Για να μπορεί ο επιχειρηματίας να πραγματοποιήσει ορθό υπολογισμό των μελλοντικών του εμπορικών συναλλαγών, πρέπει να γνωρίζει τι ποσό μπορεί να αξιώσει να του καταβληθεί και πότε θα του καταβληθεί. Και τούτο διότι κάθε καθυστέρηση στην καταβολή των ΝΕΠ συνεπάγεται πρόσθετο κόστος και επιφέρει έτσι αύξηση της τιμής κόστους του προϊόντος.
Το Βελγικό Δημόσιο, αντιθέτως, φρονεί ότι ο φάκελος είναι πλήρης μόνον αφότου η CDCV ολοκληρώσει τη διοικητική διαδικασία, δηλαδή (κατά χρονολογική σειρά): παραλαβή της αίτησης· πρωτοκόλληση της αίτησης και σημείωση αύξοντος αριθμού· γνωστοποίηση αυτού του αριθμού αναφοράς στον αιτούντα· φωτοτύπηση του τελωνειακού εγγράφου· εξέταση των διασαφήσεων που περιέχονται στο φύλλο ελέγχου και διενέργεια εξετάσεως από την τελωνειακή διοίκηση. Η δίμηνη προθεσμία αρχίζει μόνο από τη στιγμή που λήγει αυτή η προθεσμία, που έχει ως σκοπό να διαπιστωθεί αν ο κατατεθείς φάκελος είναι πλήρης.
Β — Ανώτερη βία (δεννερο και τρίτο ερώτημα)
Κατά το Βελγικό Δημόσιο, η συνδρομή τριών εξαιρετικών περιστάσεων, ήτοι του πολύπλοκου χαρακτήρα του συστήματος των ΝΕΠ στον τομέα των ζωοτροφών, της σημαντικής και αιφνίδιας αύξησης του αριθμού των αιτήσεων χορηγήσεως ΝΕΠ και της ύπαρξης δεσμευτικών κανόνων που περιορίζουν την πρόσληψη προσωπικού, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά ανώτερη βία κατά την έννοια του υπό κρίση κανονισμού. Υποστηρίζει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου (παραπέμπει δε στη νομολογία που σχολιάζεται σε ένα άρθρο του Β. Loyant, « La force majeure et l'organisation commune des marchés agricoles », Revue trimestrielle de droit européen, Απρίλιος-Ιούνιος 1980, σ. 256 και επ. ) δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι τρεις αυτές περιστάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως περίπτωση ανώτερης βίας κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο α), του υπό κρίση κανονισμού. Παρατηρεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου που σχολιάζεται στο προαναφερθέν άρθρο αφορά αποκλειστικά την ανώτερη βία την οποία επικαλείται ένας συγκεκριμένος εισαγωγέας ή εξαγωγέας σε σχέση με συγκεκριμένη συναλλαγή και δεν έχει τίποτα το κοινό με την. αξιολόγηση της περίπτωσης ανώτερης βίας την οποία αντιμετωπίζει ένα κράτος μέλος, το οποίο είναι επιφορτισμένο με την εξέταση 600000 φακέλων ετησίως, που αφορούν αιτήσεις χορηγήσεως ΝΕΠ προερχόμενες από ολόκληρο το Βέλγιο.
Προκαταρκτικώς, η Denkavit υποστηρίζει ότι η αυστηρότητα των κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται για να μπορεί επιτυχώς να γίνει επίκληση ανώτερης βίας εξαρτάται, κατά πρώτο λόγο, από το σκοπό της οικείας κανονιστικής ρύθμισης. Προς στήριξη της άποψης της, παραπέμπει στις αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 30 Ιανουαρίου 1974 ( υπόθεση 158/73, Kampffmeyer, Jurispr. 1974, σ. 101), στις 15 Μαΐου 1974 (υπόθεση 186/73, Norddeutsches Vieh- und Fleischkontor, Jurispr. 1974, σ. 533 ), στις 13 Δεκεμβρίου 1979 ( υπόθεση 42/79, Milch-, Fett- und Eierkontor κατά BALM, Jurispr. 1979, σ. 3703 ) και στις 3 Ιουλίου 1985 (υπόθεση 20/84, De Jong κατά VIB, Συλλογή 1985, σ. 2061 ). Φρονεί, εξάλλου, ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της αυστηρότητας των κριτηρίων της ανώτερης βίας, αφενός, και του ζητήματος πώς η μη τήρηση της επίμαχης υποχρέωσης προξενεί ζημία, αφετέρου. Ισχυρίζεται σχετικώς ότι, όταν η εθνική αρχή δεν καταβάλλει τα ΝΕΠ στον ενδιαφερόμενο εντός της τασσόμενης προθεσμίας, όπως συνέβη εν προκειμένω, η αρχή αυτή προκαλεί ζημία σε τρίτους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι αναγκαία η στενή ερμηνεία της έννοιας της ανώτερης βίας. Μια ευρύτερη ερμηνεία θα άρμοζε ίσως σε περιπτώσεις, όπου ο επικαλούμενος την ανώτερη βία προκαλεί ζημία μόνο στον εαυτό του. Κατά την προσφεύγουσα, ο σκοπός του άρθρου 17, παράγραφος 3, που είναι να αποφεύγεται η στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών των κρατών μελών, συνεπάγεται την εφαρμογή των αυστηρότερων δυνατών κριτηρίων πριν επιτραπεί η επίκληση ανώτερης βίας. Εξάλλου, ο λόγος εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο α ), του υπό κρίση κανονισμού δεν μπορεί να προβληθεί για να δικαιολογηθεί η συστηματική υπέρβαση της δίμηνης προθεσμίας καταβολής, πράγμα που αποτελεί, κατά την προσφεύγουσα, και το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς.
Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ένσταση της ανώτερης βίας που προβλέπεται από το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο α), είναι περιορισμένης εκτάσεως. Δεν αναιρεί την υποχρέωση καταβολής, αλλά αποσκοπεί στην προστασία του κράτους μέλους από τις συνέπειες, αστικού κυρίως δικαίου, της εκπρόθεσμης καταβολής των οφειλομένων ΝΕΠ. Ως προς το περιεχόμενο της έννοιας της ανώτερης βίας, παραπέμπει στην απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 9 Φεβρουαρίου 1984 (υπόθεση 284/82, Busseni κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 557), στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Reischl στην ίδια υπόθεση ( Συλλογή 1984, σ. 571 ), καθώς και στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Capotarti στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 154/78 κ.ά. (Valsabbia κατά Επιτροπής, Jurispr. 1980, σσ. 907, 1067 ).
1) Πολύπλοκος χαρακτήρας του νομέα των ζωοτροφών
Το Βελγικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι στον τομέα των ζωοτροφών η διοικητική διαδικασία που ακολουθείται για τη βεβαίωση του δικαιώματος επί των ΝΕΠ και την εκκαθάριση του σχετικού ποσού είναι πολύπλοκη και ιδιόρρυθμη. Παραπέμποντας σχετικά στον κανονισμό 481/82 της Επιτροπής της 26ης Φεβρουαρίου 1982, περί τροποποιήσεως των νομισματικών εξισωτικών ποσών ( ΕΕ L 57, σ. 1 ), υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι λεπτομερείς και εκτενείς ρυθμίσεις τις οποίες περιέχει ο κανονισμός αυτός.
Η Denkavit, αντιθέτως, φρονεί ότι το επιχείρημα του Βελγικού Δημοσίου δεν βρίσκει κανένα πραγματικό έρεισμα, είναι αλυσιτελές, από νομική άποψη, αλλά και δεν ανταποκρίνεται στον πραγματικό λόγο της συμπεριφοράς του Βελγικού Δημοσίου. Ισχυρίζεται ότι ο τομέας των ζωοτροφών δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσχέρεια ως προς την εφαρμογή του συστήματος των ΝΕΠ σε σύγκριση με άλλους τομείς ή σε σύγκριση με τα συνήθη δασμολογικά προβλήματα του καθορισμού ενός καταβλητέου τέλους ή επιδοτήσεως εν γένει. Το επιχείρημα, επομένως, που συνίσταται στον πολύπλοκο χαρακτήρα του τομέα αυτού προς δικαιολόγηση της πρακτικής του καθού δεν βρίσκει πραγματικό έρεισμα. Εξάλλου, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι σύμφωνα με τις υπό κρίση διατάξεις η προθεσμία είναι δύο μηνών για όλα τα προϊόντα χωρίς διάκριση. Ο κοινοτικός νομοθέτης, δηλαδή, δεν έκρινε αναγκαίο να καθορίσει διαφορετικές προθεσμίες αναλόγως των χαρακτηριστικών των διαφόρων τομέων. Επιπλέον, ο φερόμενος πολύπλοκος χαρακτήρας του τομέα των ζωοτροφών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γεγονός εξαιρετικό και απρόβλεπτο, όπως απαιτείται για να μπορεί να γίνει επίκληση ανώτερης βίας. Τέλος, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η επικρινόμενη συμπεριφορά του καθού, που συνίσταται στην εκπρόθεσμη καταβολή, δεν οφειλόταν πράγματι στο φερόμενο πολύπλοκο χαρακτήρα του τομέα των ζωοτροφών, για τον απλό λόγο ότι η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν και σε άλλους τομείς. Η καθυστέρηση, που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς, ανάγεται στην.εξέλιξη των έξι φάσεων της διοικητικής διαδικασίας, στην οποία αναφέρεται το Βελγικό Δημόσιο και η οποία συνιστά την αιτία καθυστερήσεως της καταβολής ομοίως σε όλους τους τομείς.
Η Επιτροπή, εξάλλου, τονίζει ότι είναι σχεδόν απίθανο να θέλησε ο κοινοτικός νομοθέτης να καθορίσει μια προθεσμία καταβολής, της οποίας η τήρηση θα ήταν αντικειμενικά αδύνατη σε ορισμένο γεωργικό τομέα, ακόμη και υπό ομαλές συνθήκες. Ακόμη πιο απίθανο είναι να θέλησε ο κοινοτικός νομοθέτης να καλύψει μια τέτοια αντικειμενική αδυναμία με την ένσταση ανώτερης βίας που προβλέπεται από το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο α).
2) Η σημαντική και αιφνίδια αύζηση του αριθμού των αιτήσεων χορηγήσεως ΝΕΠ
Κατά το Βελγικό Δημόσιο, η μετάβαση από τα θετικά στα αρνητικά ΝΕΠ, κατόπιν της υποτιμήσεως του βελγικού φράγκου στις 21 Φεβρουαρίου 1982, και η εφαρμογή τους στις εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ Κάτω Χωρών ( που είναι ο κυριότερος εμπορικός εταίρος του Βελγίου ως προς τις εισαγωγές γεωργικών προϊόντων ) και Βελγίου, στις οποίες δεν εφαρμόζονταν προηγουμένως, οδήγησαν σε αιφνίδια και σημαντική αύξηση του αριθμού των αιτήσεων χορηγήσεως ΝΕΠ. Θεωρεί ότι μπορεί να επικαλεστεί ανώτερη βία λόγω του ότι ο αριθμός των αιτήσεων τετραπλασιάστηκε, φτάνοντας περίπου τις 600000 κατ' έτος.
Η Denkavit και η Επιτροπή προτείνουν και οι δύο να δοθεί αρνητική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Ισχυρίζονται ότι η αύξηση του αριθμού των αιτήσεων χορηγήσεως ΝΕΠ εν προκειμένω δεν συνιστά εξαιρετικό και απρόβλεπτο γεγονός αλλά τη λογική ακριβώς συνέπεια του συστήματος των ΝΕΠ. Κατά την άποψη τους, η επέλευση μιας τέτοιας συνέπειας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περίπτωση ανώτερης βίας κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο α), του υπό κρίση κανονισμού. Σχετικώς, η Επιτροπή τόνισε ότι, αν υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες για την ύπαρξη καταδολιεύσεων στις συναλλαγές που έχουν σχέση με ΝΕΠ, τα κράτη μέλη μπορούν να προβούν στη διενέργεια διοικητικής εξετάσεως σχετικά με την ύπαρξη ή μη δικαιώματος επί των_ αιτηθέντων ΝΕΠ, στην περίπτωση δε αυτή δεν υποχρεούνται πλέον να τηρήσουν τη δίμηνη προθεσμία καταβολής [ άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο β)]. Παρατηρεί, ωστόσο, ότι τα υποβαλλόμενα προδικαστικά ερωτήματα δεν αφορούν εν προκειμένω την ερμηνεία του στοιχείου β ) της επίμαχης διάταξης.
3) Επιτακτικοί κανόνες που περιορίζουν την πρόσληψη προσωπικού
Το Βελγικό Δημόσιο φρονεί ότι μπορεί να επικαλεστεί ανώτερη βία λόγω του ότι δεν υπήρξε δυνατή η προσαρμογή του αριθμού του διαθέσιμου προσωπικού στην αύξηση του αριθμού των αιτήσεων χορηγήσεως ΝΕΠ, λόγω των περιορισμών που επιβάλλονται στον προϋπολογισμό από το νόμο. Δεν αντιλαμβάνεται γιατί δεν μπορεί να γίνει επίκληση της περίστασης αυτής ως λόγου ανώτερης βίας για το λόγο και μόνο ότι δεν είναι εντελώς άσχετη με εκείνον που επικαλείται την ανώτερη βία. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι οι δύο άλλες περιστάσεις, τις οποίες προβάλλει ως περιπτώσεις ανώτερης βίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι βρίσκονται εκτός της σφαίρας επιρροής του Βελγικού Δημοσίου.
Κατά τη Denkavit, η ανώτερη βία προϋποθέτει γεγονός κείμενο εκτός της σφαίρας ευθύνης εκείνου ο οποίος επικαλείται την ανώτερη βία. Υποστηρίζει ότι, αν το κράτος μέλος αμελεί να διαθέσει το αναγκαίο προσωπικό,πρόκειται για οργανωτική παράλειψη που εμπίπτει στη δική του σφαίρα ευθύνης. Δεν πληρούνται επομένως οι προϋποθέσεις για να μπορέσει να επικαλεστεί ανωτέρα βία. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί διατάξεις, την ακολουθούμενη πρακτική ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξης, για να δικαιολογήσει τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από κοινοτικές διατάξεις (παραπέμπει στην απόφαση που εκδόθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1982 επί της υποθέσεως 148/81, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1982, σ. 3555 ). Το ζήτημα ποιο κρατικό όργανο ευθύνεται για την παράβαση, με τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1970, υπόθεση 8/70, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Jurispr. 1970, σ. 961· απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1976, υπόθεση 52/75, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Jurispr. 1976, σ. 277). Δεν είναι δυνατό, επομένως, ένα όργανο κράτους μέλους να επικαλείται τους κανόνες λειτουργίας ενός άλλου οργάνου του ίδιου κράτους μέλους για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των κοινοτικών διατάξεων.
Κατά την Επιτροπή επίσης, δεν τίθεται ζήτημα ανώτερης βίας, όταν οι προβαλλόμενες περιστάσεις προκλήθηκαν από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο, όπως είναι εν προκειμένω οι περιορισμοί που επιβάλλονται από το νόμο στον προϋπολογισμό, οι οποίοι εμπόδισαν την προσαρμογή του αριθμού του προσωπικού στην έντονη και αιφνίδια αύξηση των αιτήσεων χορηγήσεως ΝΕΠ. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται τέτοια εθνικά νομοθετικά μέτρα για να απαλλαγούν από την υποχρέωση τους να λαμβάνουν, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, κάθε αναγκαίο μέτρο για να εφαρμόσουν ορθά το σύστημα των ΝΕΠ και, πιο συγκεκριμένα, να τηρήσουν την προθεσμία καταβολής που τίθεται από το άρθρο 17, παράγραφος 3, ούτε για να αποδεσμευτούν από την ευθύνη που έχουν από τις συνέπειες της μη εκτέλεσης της υποχρέωσης αυτής. Προς στήριξη της άποψης της, η Επιτροπή παραπέμπει στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1970 (υπόθεση 8/70, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Jurispr. 1970, σ. 961 ) και της 5ης Μαΐου 1970 ( υπόθεση 77/69, Επιτροπή κατά Βελγίου, Jurispr. 1970, σ. 237 ). Με τις δύο αυτές αποφάσεις, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι το κράτος μέλος ευθύνεται, έστω και αν η παράβαση του προκλήθηκε από συνταγματικώς ανεξάρτητο όργανο. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, το ίδιο πρέπει κατά μείζονα λόγο να ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον πρόκειται για παράλειψη υπηρεσιών που υπάγονται άμεσα στην κυβέρνηση.
Γ — Αιοικητική εξέταση
Μολονότι ο εθνικός δικαστής δεν έθεσε προδικαστικό ερώτημα ειδικά για την ερμηνεία της παρέκκλισης που περιέχεται στο άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο β), του υπό κρίση κανονισμού, κατά το οποίο η δίμηνη προθεσμία καταβολής δεν ισχύει όταν κινηθεί η διενέργεια διοικητικής εξέτασης σχετικά με το δικαίωμα επί των ΝΕΠ, οι διάδικοι στην κύρια δίκη έλαβαν ωστόσο θέση ως προς την παρέκκλιση αυτή.
Επικουρικώς, το Βελγικό Δημόσιο επικαλείται το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο β ), ισχυριζόμενο ότι η εξέταση ορισμένων φακέλων της Denkavit καθυστέρησε, διότι η διενέργεια ( συμπληρωματικής ) διοικητικής εξετάσεως κρίθηκε αναγκαία στο πλαίσιο άλλων υπηρεσιών ( μεταξύ άλλων, των τελωνείων ).
Σχετικώς, η Denkavit υποστηρίζει ότι δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να γίνει επίκληση της παρέκκλισης αυτής για να δικαιολογηθεί η συστηματική υπέρβαση της δίμηνης προθεσμίας καταβολής. Οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να επικαλεστούν την παρέκκλιση του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο β), για να δικαιολογήσουν παράταση της προθεσμίας παρά μόνο αν χρειαστεί συγκεκριμένα να πραγματοποιηθεί συμπληρωματική διοικητική εξέταση, πέρα από τις συνήθεις διοικητικές ενέργειες που απαιτούνται για κάθε φάκελο. Υποστηρίζει, τέλος, ότι δεν τέθηκε καν ζήτημα
υπάρξεως συγκεκριμένων λόγων για να διεξαχθεί συμπληρωματική διοικητική εξέταση, πριν από την καταβολή των ΝΕΠ, σχετικά με τους φακέλους που κατέθεσε η Denkavit στο Βελγικό Δημόσιο για να λάβει τα ΝΕΠ. Δεν χωρεί, επομένως, επίκληση της εν λόγω παρεκκλίσεως για κανέναν από τους φακέλους που κατέθεσε η Denkavit.
Η Επιτροπή, εξάλλου, υποστηρίζει ότι η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο β ), δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα.
Τ. F. Ο' Higgins
εισηγητής δικαστής
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 5ης Φεβρουαρίου 1987 ( *1 )
Στην υπόθεση 145/85,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Rechtbank van Eerste Aanleg των Βρυξελλών προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Denkavit België NV, Αμβέρσα,
και
Βελγικού Δημοσίου,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 1371/81 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 1981, περί λεπτομερειών διοικητικής εφαρμογής των νομισματικών εξισωτικών ποσών ( ΕΕ L 138, σ. 1 ),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)
συγκείμενο από τους Τ. F. Ο' Higgins, πρόεδρο τμήματος, Ο. Due και Κ. Bahlmann, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Mischo
γραμματέας: Κ. Riechenberg, εκτελών καθήκοντα υπαλλήλου διοικήσεως
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
— |
η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, Denkavit België NV, εκπροσωπούμενη από τον M. Gheysen, δικηγόρο Αμβέρσας, |
— |
το καθού στην κύρια δίκη, το Βελγικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον L. Delwaide, δικηγόρο Αμβέρσας, |
— |
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον R. C Fischer, νομικό σύμβουλο, |
την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 10ης Ιουνίου 1986,
αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1986,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με Διάταξη της 8ης Μαΐου 1985, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Μαΐου 1985, το Rechtbank van Eerste Aanleg των Βρυξελλών υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 1371/81 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 1981, περί λεπτομερειών διοικητικής εφαρμογής των νομισματικών εξισωτικών ποσών ( ΕΕ L 138, σ. 1 ). |
2 |
Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Denkavit België ( στο εξής: Denkavit) και του Βελγικού Δημοσίου, που αναφέρεται κατ' ουσίαν στην προθεσμία εντός της οποίας το Βελγικό Δημόσιο έπρεπε να καταβάλει τα νομισματικά εξισωτικά ποσά (στο εξής: τα ΝΕΠ) τα οποία όφειλε λόγω εισαγωγής ζωοτροφών, που πραγματοποίησε η Denkavit από τις Κάτω Χώρες στο Βέλγιο. |
3 |
Το άρθρο 17, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού 1371/81 ορίζει ότι « η καταβολή των νομισματικών εξισωτικών ποσών γίνεται από τις αρμόδιες αρχές εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα καταθέσεως πλήρους φακέλου, εκτός: α) περιπτώσεων ανωτέρας βίας ή β) περιπτώσεων κατά τις οποίες αναλαμβάνεται διοικητική έρευνα... ». Η Denkavit ισχυρίστηκε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ότι το Βελγικό Δημόσιο προέβη στην καταβολή των επίδικων ΝΕΠ μόλις τέσσερις έως πέντε μήνες μετά την εν λόγω κατάθεση. Το Βελγικό Δημόσιο δικαιολογεί την υπέρβαση της δίμηνης προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 3, του υπό κρίση κανονισμού, επικαλούμενο την εξαίρεση που προβλέπει η διάταξη αυτή για την περίπτωση ανώτερης βίας και, επικουρικώς, αναφέροντας τη διενέργεια διοικητικής εξετάσεως σχετικά με την ύπαρξη δικαιώματος επί των ΝΕΠ. Η Denkavit αμφισβητεί αυτούς τους ισχυρισμούς, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 3, στην οποία στηρίζονται. |
4 |
Το Rechtbank van Eerste Aanleg των Βρυξελλών, ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση, αποφάσισε έτσι να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:
|
5 |
Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται οι σχετικές κοινοτικές διατάξεις και τα επιχειρήματα των μερών. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω, παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο. |
Ως προς την αφετηρία της προθεσμίας των δύο μηνών ( πρώτο ερώτημα )
6 |
Πρέπει καταρχάς να παρατηρηθεί ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη του Βελγικού Δημοσίου, ότι η προθεσμία δύο μηνών που τάσσεται από το άρθρο 17, παράγραφος 3, του υπό κρίση κανονισμού αρχίζει μόνον όταν η αρμόδια εθνική αρχή, εν προκειμένω η κεντρική υπηρεσία ποσοστώσεων και αδειών, ολοκληρώσει τη διοικητική διαδικασία που αποσκοπεί στον έλεγχο της πληρότητας του κατατεθέντος φακέλου. Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 3, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει « από την ημέρα καταθέσεως πλήρους φακέλου ». Επομένως, το χρονικό σημείο της κατάθεσης στην αρμόδια αρχή της αίτησης του ενδιαφερομένου με τα σχετικά δικαιολογητικά είναι το κρίσιμο χρονικό σημείο, από το οποίο αρχίζει να τρέχει η εν λόγω προθεσμία. Πρέπει να τονιστεί ότι, ως προς τις εισαγωγές από τις Κάτω Χώρες, επρόκειτο στην πραγματικότητα για ένα μόνο έγγραφο που επισυνάπτεται στην αίτηση, δηλαδή το αντίτυπο διασαφήσεως Χ-10. Αν το έγγραφο αυτό έλειπε, η αίτηση θα επιστρεφόταν και η προθεσμία δεν θα άρχιζε να τρέχει. |
7 |
Στην προκειμένη περίπτωση, ο στόχος που επιδιώκεται με την εν λόγω προθεσμία διατυπώνεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 343/74 της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 1974 ( PB 1974, L 40, σ. 4), κατά την οποία σκοπός της διάταξης αυτής είναι « να αποφεύγεται στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών των κρατών μελών », ενώ ο λόγος για τον οποίο χωρούν εξαιρέσεις από αυτή την προθεσμία καταβολής ήταν να δοθεί η δυνατότητα να ληφθεί υπόψη το ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ενδέχεται να συντρέχει αδυναμία τηρήσεως της εν λόγω προθεσμίας. Η ίδια αιτιολογία επαναλαμβάνεται και στη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1380/75 της Επιτροπής της 29ης Μαΐου 1975 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 14), του οποίου το μέρος σχετικά με τις λεπτομέρειες διοικητικής εφαρμογής των ΝΕΠ αντικαταστάθηκε από τον υπό κρίση κανονισμό. Ο στόχος αυτός, όμως, θα διακυβευόταν αν το χρονικό σημείο της έναρξης της προθεσμίας διέφερε από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, η διάταξη του άρθρου 17, παράγραφος 3, ορίζει ότι σε όλα τα κράτη μέλη η εν λόγω προθεσμία αρχίζει να τρέχει από τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος καταθέτει τον πλήρη του φάκελο στην αρμόδια αρχή. |
8 |
Πρέπει επίσης να υπομνηστεί ότι η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου 17 του υπό κρίση κανονισμού επιβάλλει στους αιτούντες την υποχρέωση να καταθέτουν τα σχετικά με τη χορήγηση των ΝΕΠ έγγραφα « εντός των δώδεκα μηνών που ακολουθούν την ημέρα κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές αποδέχτηκαν τη διασάφηση εισαγωγής ή τη διασάφηση εξαγωγής » αλλιώς, « το δικαίωμα χορηγήσεως νομισματικών εξισωτικών ποσών χάνεται ». Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986 (υπόθεση 266/84, Denkavit France κατά Forma, Συλλογή 1986, σ. 149), η καθιέρωση δεσμευτικής προθεσμίας για την κατάθεση της αίτησης αποτελεί αναγκαίο μέτρο. Δεδομένου ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 17 συμπληρώνει το σύστημα επιβάλλοντας, καταρχήν, την καταβολή των ΝΕΠ εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα καταθέσεως πλήρους φακέλου, έπεται ότι έχει, και μάλιστα κατά μείζονα λόγο, τον ίδιο δεσμευτικό και αντικειμενικό χαρακτήρα όπως η παράγραφος 2. |
9 |
Πρέπει επομένως να δοθεί στο εθνικό δικαστήριο η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 1371/81 της Επιτροπής έχει την έννοια ότι η προθεσμία των δύο μηνών που τάσσεται για την καταβολή των ΝΕΠ αρχίζει την επομένη της ημέρας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος καταθέτει στην αρμόδια εθνική αρχή την αίτηση περί καταβολής τους και τα λοιπά δικαιολογητικά έγγραφα που οφείλει να προσκομίσει. |
Η έννοια της ανώτερης βίας ( δεύτερο και τρίτο ερώτημα )
10 |
Κατά το Βελγικό Δημόσιο, η συνδρομή τριών εξαιρετικών περιστάσεων, ήτοι του πολύπλοκου χαρακτήρα του συστήματος των ΝΕΠ στον τομέα των ζωοτροφών, της σημαντικής και απότομης αύξησης του αριθμού των αιτήσεων ΝΕΠ και της ύπαρξης δεσμευτικών κανόνων που περιορίζουν την πρόσληψη προσωπικού, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά ανώτερη βία κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο α ), του κανονισμού 1371/81. |
11 |
Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ως ανώτερη βία πρέπει να νοούνται περιστάσεις που είναι ξένες προς τη βούληση του ενδιαφερομένου, ασυνήθεις και απρόβλεπτες και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν όση επιμέλεια και αν είχε καταβληθεί. Η έννοια αυτή πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο των διατάξεων κάθε κανονισμού στον οποίο υπάρχει ο όρος « ανωτέρα βία ». |
12 |
Από το στόχο του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 1371/81, που είναι να αποφεύγεται η στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών των διαφόρων κρατών μελών, προκύπτει ότι οι εθνικές αρχές οφείλουν, κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, να καταβάλλουν τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια. |
13 |
Πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί ότι ο πολύπλοκος χαρακτήρας μιας κοινοτικής ρύθμισης, στην κατάρτιση της οποίας έχει συμμετάσχει κράτος μέλος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά εξαιρετική και απρόβλεπτη δυσχέρεια, που θα ήταν ανυπέρβλητη για τις υπηρεσίες του, παρ' όλες τις προσπάθειες που θα μπορούσαν να καταβληθούν. Πρέπει σχετικώς να σημειωθεί ότι το άρθρο 6 του υπό κρίση κανονισμού ορίζει, προς διευκόλυνση του έργου των αρμοδίων αρχών, ότι « ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παράσχει... όλες τις ενδείξεις που είναι αναγκαίες για τον υπολογισμό του νομισματικού εξισωτικού ποσού », ιδίως δε « κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για τον υπολογισμό του ( ΝΕΠ ), τη σύνθεση των αντιστοίχων προϊόντων ». |
14 |
Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 3, η προθεσμία είναι δύο μηνών για όλα τα προϊόντα αδιακρίτως. Όπως τόνισαν η Επιτροπή και η Denkavit, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έκρινε πράγματι αναγκαίο να καθορίσει διαφορετικές προθεσμίες ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των διαφόρων τομέων. Όπως προκύπτει άλλωστε από την τελευταία αιτιολογική σκέψη του, ο κανονισμός 1371/81 εκδόθηκε αφού ελήφθη η σύμφωνη γνώμη όλων των οικείων επιτροπών διαχειρίσεως· τούτο δε σημαίνει ότι η πλειονότητα τουλάχιστον των κρατών μελών ήταν της γνώμης ότι η προθεσμία των δύο μηνών μπορούσε να τηρηθεί και στον τομέα των ζωοτροφών. |
15 |
Ως προς το επιχείρημα περί σημαντικής και απότομης αυξήσεως του αριθμού των αιτήσεων καταβολής ΝΕΠ, πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί ότι η επανεισαγωγή στο Βέλγιο του συστήματος των ΝΕΠ αποτέλεσε προβλέψιμη συνέπεια της υποτίμησης του βελγικού φράγκου, που έγινε στις 22 Φεβρουαρίου 1982. Η δε αύξηση του αριθμού των αιτήσεων χορηγήσεως ΝΕΠ αποτελεί πράγματι το φυσικό και προβλέψιμο επακόλουθο της επανεισαγωγής του συστήματος των ΝΕΠ. Σχετικώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, αν υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες περί της διαπράξεως καταδολιεύσεων που έχουν σχέση με ΝΕΠ, τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, σημείο β), να προβούν στη διενέργεια διοικητικής εξετάσεως σχετικά με την ύπαρξη του δικαιώματος επί των αιτηθέντων ΝΕΠ' στην περίπτωση δε αυτή, δεν υποχρεούνται πλέον να τηρήσουν τη δίμηνη προθεσμία καταβολής. |
16 |
Τέλος, το Βελγικό Δημόσιο φρονεί ότι μπορεί να επικαλεστεί την ανώτερη βία λόγω του ότι δεν κατέστη δυνατή η προσαρμογή του αριθμού του διαθέσιμου προσωπικού στην αύξηση του αριθμού των αιτήσεων χορηγήσεως ΝΕΠ συνεπεία των περιορισμών που επιβάλλονται κατά νόμο στον προϋπολογισμό. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανώτερη βία προϋποθέτει γεγονός κείμενο εκτός της σφαίρας ευθύνης εκείνου ο οποίος επικαλείται την ανώτερη βία. Η ανεπάρκεια όμως του αριθμού του προσωπικού που οφείλεται στους περιορισμούς που επιβάλλει ο νόμος στον κρατικό προϋπολογισμό είναι περίσταση που προκλήθηκε από το ίδιο το Βελγικό Δημόσιο και δεν είναι επομένως κατά κανένα τρόπο άσχετο με αυτό. |
17 |
Πρέπει επομένως στο δεύτερο και το τρίτο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν μπορούν να επικαλεστούν ανώτερη βία κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο α), του κανονισμού 1371/81 λόγω ανεπάρκειας του διαθέσιμου προσωπικού, παρά τη σημαντική και απότομη αύξηση του αριθμού των αιτήσεων καταβολής ΝΕΠ και παρά τα προβαλλόμενα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου γεωργικού τομέα. |
Επί των δικαστικών εξόδων
18 |
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. |
Για τους λόγους αυτούς ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα), κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 8ης Μαίου 1985 το Rechtbank van Eerste Aanleg των Βρυξελλών, αποφαίνεται: |
|
|
O'Higgins Due Bahlmann Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Φεβρουαρίου 1987. Ο γραμματέας Ρ. Heim Ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος Τ. F. O'Higgins |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.