Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0091

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 8ης Οκτωβρίου 1986.
Anne-Marie Clemen και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλοι αμειβόμενοι από τις πιστώσεις για έρευνες και επενδύσεις - Αποδοχές - Δυσμενής διάκριση.
Υπόθεση 91/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -02853

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:373

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 91/85 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

1.

Ο κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) 2615/76 του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 1976, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 όσον αφορά το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [ ΕΕ ειδ. έκδ. 01/004( Σ ), σ. 21 ], συμπληρώνει, με το άρθρο 1, παράγραφος 2, το άρθρο 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής: ΚΛΠ) συγκεκριμένα, προστίθεται ένα τέταρτο εδάφιο υπό στοιχείο δ ), σύμφωνα με το οποίο ο υπάλληλος που προσλαμβάνεται για να καταλάβει προσωρινά μόνιμη θέση, η οποία περιλαμβάνεται στον προσαρτημένο στον προϋπολογισμό του ενδιαφερόμενου οργάνου πίνακα θέσεων, και αμείβεται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων θεωρείται ως έκτακτος υπάλληλος κατά την έννοια του ΚΛΠ. Παλαιότερα, οι εν λόγω υπάλληλοι προσλαμβάνονταν ως τοπικοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι εγκαταστάσεων. Με την τελευταία αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2615/76 διευκρινίζεται ότι το προβλεπόμενο από τον κανονισμό αυτό καθεστώς ισχύει μόνο για το προσωπικό που αμείβεται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο για τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Με το άρθρο 1, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού συμπληρώνεται το άρθρο 20 του ΚΛΠ με την προσθήκη ενός πέμπτου εδαφίου, το οποίο ορίζει ότι, όσον αφορά τους υπαλλήλους που αναφέρει το άρθρο 2, στοιχείο δ ), οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί καθορίζονται για κάθε βαθμό και κλιμάκιο σύμφωνα με το συνημμένο πίνακα. Ο εν λόγω πίνακας διέφερε από τους πίνακες που ίσχυαν για τους μονίμους υπαλλήλους ως προς το ότι προέβλεπε για τις κατηγορίες C και D αποδοχές κατώτερες κατά 5 ο/ο από τις αποδοχές των μονίμων υπαλλήλων των αντίστοιχων κατηγοριών.

2.

Στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1578/85 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1985, που τροποποιεί το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 154, σ. 1 ), ορίζεται ότι το πέμπτο εδάφιο και ο σχετικός πίνακας των βασικών μηνιαίων μισθών του άρθρου 20 του ΚΛΠ καταργούνται. Σύμφωνα με το άρθρο 13, ο κανονισμός 1578/85 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 1985 στους έκτακτους υπαλλήλους οι οποίοι ήταν εν ενεργεία κατά την έναρξη ισχύος του κανονισμού αυτού. Ο εν λόγω κανονισμός θεσπίστηκε μετά την άσκηση της παρούσας προσφυγής, η οποία κατατέθηκε στις 5 Απριλίου 1985.

3.

Η Επιτροπή προσέλαβε ως έκτακτες υπαλλήλους για να καταλάβουν θέσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στον προσαρτημένο στον προϋπολογισμό κάθε οργάνου πίνακα θέσεων και στις οποίες οι αρμόδιες επί του προϋπολογισμού αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα [ άρθρο 2, στοιχείο α ), του ΚΛΠ ] τις τρεις προσφεύγουσες, και συγκεκριμένα την Anne-Marie Clemen την 1η Ιουλίου 1979, την Olga Schneider στις 4 Ιουλίου 1979 και την Elizabeth Mc Donnell την 1η Ιουλίου 1979, και τις κατέταξε στην κατηγορία C

4.

Το 1983 οι προσφεύγουσες τοποθετήθηκαν σε προσωρινές θέσεις ( ερευνητικό πρόγραμμα FAST ), οι οποίες από την 1η Ιανουαρίου 1984 μετατράπηκαν σε μόνιμες.

5.

Στις 30 Μαρτίου 1984 η Επιτροπή πρότεινε στις προσφεύγουσες τροποποιητική ρήτρα της συμβάσεως εργασίας τους, σύμφωνα με την οποία από την 1η Ιανουαρίου 1984 θα αναλάμβαναν υπηρεσία ως έκτακτες υπάλληλοι κατά το άρθρο 2, στοιχείο δ ), του ΚΛΠ, στις διατάξεις του οποίου και θα υπήγοντο. Περί τα τέλη Απριλίου 1984η Anne-Marie Clemen και η Elizabeth Mc Donnell υπέγραψαν την τροποποιητική ρήτρα, ενώ η Olga Schneider την υπέγραψε στις αρχές Μαΐου 1984.

6.

Με έγγραφο της 27ης Απριλίου 1984, γνωστοποιήθηκε στη Schneider ότι, λόγω εφαρμογής του νέου μισθολογίου από τον Ιανουάριο του 1984, όφειλε στην Επιτροπή για το χρονικό διάστημα από 1η Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου 1984 ποσό 11388 βελγικών φράγκων, το οποίο της είχε καταβληθεί αχρεω-στήτως και ως εκ τούτου επρόκειτο να παρακρατηθεί από τις αποδοχές της του Ιουνίου 1984.

Από τα εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών τους για το μήνα Μάιο 1984η Schneider και η Mc Donnell διαπίστωσαν ότι ο βασικός μισθός τους είχε μειωθεί.

Με έγγραφο της 7ης Ιουνίου 1984, η Mc Donnell ειδοποιήθηκε ότι ποσό 10748 βελγικών φράγκων της είχε καταβληθεί αχρεωστήτως για το χρονικό διάστημα από 1η Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου 1984 και ότι επρόκειτο να παρακρατηθεί από τις αποδοχές της των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου 1984.

Όσον αφορά την Clemen, το νέο μισθολόγιο εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην περίπτωση της κατά την πληρωμή των αποδοχών της για το μήνα Ιούλιο 1984 με ταυτόχρονη παρακράτηση ποσού 20262 βελγικών φράγκων, το οποίο κατά την Επιτροπή της είχε καταβληθεί αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 1η Ιανουαρίου μέχρι 30 Ιουνίου 1984.

Ύστερα από διοικητική ένσταση των προσφευγουσών, η ΑΔΑ παραιτήθηκε από την απαίτηση της να αναζητήσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, μόνο όμως όσον αφορά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο 1984, δεδομένου ότι η τροποποιητική ρήτρα στη σύμβαση εργασίας έφερε ημερομηνία 30 Μαρτίου 1984.

7.

Με έγγραφα της 25ης, 26ης και 20ής Ιουλίου 1984, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως σχετικά με την τροποποιητική της συμβάσεως εργασίας τους ρήτρα, «η οποία θίγει το βασικό τους μισθό ( -5 ο/ο λόγω του ότι η σύμβαση εργασίας τους ως έκτακτων υπαλλήλων δεν διέπεται πλέον από το άρθρο 2, στοιχείο α) (αρχική σύμβαση), αλλ' από το άρθρο 2, στοιχείο δ ), του ΚΛΠ ».

8.

Η Επιτροπή απέρριψε την ένσταση της Clemen με αιτιολογημένη απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 1985, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1985, και τις ενστάσεις της Schneider και της Mc Donnell με απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 1985, η οποία κοινοποιήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1985 στη Schneider και στις 21 Ιανουαρίου 1985 στη Mc Donnell.

9.

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 1985, οι Anne-Marie Clemen, Olga Schneider και Elizabeth Mc Donnell άσκησαν προσφυγή κατά της Επιτροπής, με την οποία ζητούν από το Δικαστήριο:

1)

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη

2)

να ακυρώσει τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών που απέστειλε η Επιτροπή στις Schneider και Mc Donnell για το μήνα Μάιο 1984 και στην Clemen για το μήνα Ιούλιο 1984, καθώς και όλα όσα ακολούθησαν, στο μέτρο που συνιστούν εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) 2615/76, που θέσπισε το Συμβούλιο στις 21 Οκτωβρίου 1976, και με τον οποίο προστέθηκε το εδάφιο 4 του άρθρου 20 του ΚΛΠ καθώς και το σχετικό μισθολόγιο'

3)

να καταδικάσει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, καθώς και στα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες λόγω της δίκης και ιδίως στα έξοδα μετακινήσεως, διαμονής και τα έξοδα αμοιβής δικηγόρου, κατ' εφαρμογή του άρθρου 73, στοιχείο β), του ίδιου κανονισμού.

Με το απαντητικό υπόμνημα που κατέθεσαν στις 13 Δεκεμβρίου 1985, οι προσφεύγουσες περιόρισαν το αίτημά τους, επειδή εν τω μεταξύ θεσπίστηκε ο κανονισμός 1578/85, και ζητούν τελικά από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει τα εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών που απέστειλε η Επιτροπή στις Schneider και Mc Donnell για το χρονικό διάστημα από Μάιο μέχρι Δεκέμβριο 1984 και στην Clemen για το χρονικό διάστημα από Ιούλιο μέχρι Δεκέμβριο 1984, στο βαθμό που συνιστούν εφαρμογή του επίδικου κανονισμού 2615/76 του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 1976, με τον οποίο προστέθηκε το εδάφιο 5 του άρθρου 20 του ΚΛΠ, καθώς και το σχετικό μισθολόγιο·

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

10.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή αλλά αβάσιμη·

να επιδικάσει κατά νόμο τα δικαστικά έξοδα.

11.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Λόγοι και επιχειρήματα των διαδίκων κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας

Οι λόγοι και τα επιχειρήματα των διαδίκων επικεντρώνονται κατ' ουσία σε τρία σημεία:

Α —

Την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 2615/76.

Β —

Τους ιστορικούς λόγους και τους λόγους σχετικά με τον προϋπολογισμό, οι οποίοι δικαιολογούν την έκδοση του επίδικου κανονισμού.

Γ —

Το γεγονός ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο έχουν γνώση της ελλείψεως νομιμότητας.

Α — Ή έλλειψη νομιμότητας τov κανονισμού 2615/76

1.

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν καταρχάς ότι ο κανονισμός 2615/76 είναι παράνομος επειδή προσθέτει ένα πέμπτο εδάφιο στο άρθρο 20 του ΚΛΠ, δεδομένου ότι ορίζει τις αποδοχές των κατηγοριών C και D σε επίπεδο κατώτερο κατά 5 o/ο περίπου από εκείνο που προβλέπεται για τους μονίμους και τους λοιπούς έκτακτους υπαλλήλους των αντίστοιχων κατηγοριών. Ελλείψει οιασδήποτε αντικειμενικής αιτιολογίας, ο εν λόγω κανονισμός αντίκειται προφανώς στην υπέρτερη αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία έχει καθιερώσει το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του της 31ης Μαΐου 1979 (υπόθεση 156/78, Newth κατά Επιτροπής, Rec. σ. 1921 ) και της 2ας Δεκεμβρίου 1982 ( υποθέσεις 198 μέχρι 202/81, Micheli και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. 4145 ). Οι προσφεύγουσες υφίστανται αναδρομικά από την 1η Απριλίου 1984 δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους λοιπούς μονίμους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό που εκπληρούν τα ίδια καθήκοντα και βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση. Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η νομική φύση της σχέσης στο πλαίσιο της οποίας εκτελείται η εργασία είναι ακριβώς η ίδια τόσο για τους υπαλλήλους των κατηγοριών C και D που προσλαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο δ ), του ΚΛΠ όσο και για εκείνους των κατηγοριών Α και Β που αμείβονται από τις ίδιες πιστώσεις. Ισχυρίζονται ότι η πρόσληψη τους έγινε σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια που ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι η Επιτροπή δεν αιτιολογεί την απόκλιση των αποδοχών βάσει διαφοράς στο χρόνο υπηρεσίας, ή στην ηλικία ή βάσει οιουδήποτε άλλου αντικειμενικού λόγου.

Οι αποδοχές των προσφευγουσών μειώθηκαν κατά 5 % περίπου, μολονότι τα καθήκοντά τους είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα που ασκούσαν πριν από την αλλαγή της υπηρεσιακής τους κατάστασης και τη μετάταξη τους από την κατηγορία των έκτακτων υπαλλήλων του άρθρου 2, στοιχείο α), στην κατηγορία των έκτακτων υπαλλήλων του άρθρου 2, στοιχείο δ ), του ΚΛΠ.

2.

Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονταν για να καταλάβουν προσωρινά μόνιμη θέση και αμείβονταν από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων και των οποίων οι θέσεις συμπεριλαμβάνονταν στον προσαρτημένο στον προϋπολογισμό του οικείου οργάνου πίνακα θέσεων δεν ανήκαν αρχικά στην κατηγορία των έκτακτων υπαλλήλων αλλά σε εκείνη των τοπικών υπαλλήλων ή στο προσωπικό εγκαταστάσεων και ότι, μολονότι ο κανονισμός 2615/76 προσέδωσε σε όλο το προσωπικό των κέντρων ερευνών την ιδιότητα των έκτακτων υπαλλήλων (αυτό δε παρά τη διατύπωση ορισμένων επιφυλάξεων) ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία ανήκε ο υπάλληλος, προέβλεψε πάντως ότι οι εν λόγω υπάλληλοι θα αποτελούσαν μια χωριστή υποκατηγορία των έκτακτων υπαλλήλων: την υποκατηγορία στην οποία αναφέρεται το άρθρο 2, στοιχείο δ ), του ΚΛΠ.

Η άποψη των προσφευγουσών, η οποία ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι οι εν λόγω υπάλληλοι είχαν εξαρχής το δικαίωμα να υπαχθούν σε υπηρεσιακό καθεστώς έκτακτων υπαλλήλων πανομοιότυπο με εκείνο των λοιπών υπαλλήλων, στερείται οιασδήποτε βάσεως.

Παραπέμποντας στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon στην υπόθεση 326/82 ( απόφαση της 30ής Μαΐου 1984, Helga Aschermann και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 2268), η Επιτροπή θεωρεί ότι:

« Η διάκριση συνίσταται στην ίδια αντιμετώπιση καταστάσεων που είναι διαφορετικές ή στη διαφορετική μεταχείριση καταστάσεων που είναι ίδιες. Οι προσφεύγοντες όμως, έκτακτοι υπάλληλοι αμειβόμενοι από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων, δεν προσλαμβάνονται βάσει των ίδιων κριτηρίων ούτε αμείβονται από τις ίδιες πιστώσεις όπως και οι μόνιμοι ή οι έκτακτοι υπάλληλοι στους οποίους αναφέρονται τα στοιχεία α), β) και γ ) του άρθρου 2 του ΚΛΠ. Οι προσφεύγοντες υπάγονται σε ειδικές διατάξεις. Κατά συνέπεια, καίτοι ανήκουν στις ίδιες κατηγορίες, δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους μόνιμους και τους έκτακτους υπαλλήλους ούτε από πλευράς κανονισμού ούτε από πλευράς προϋπολογισμού. »

Κατά την Επιτροπή, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι:

«Δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση το διαφορετικό καθεστώς που ισχύει μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών προσώπων που προσλαμβάνουν οι Κοινότητες είτε ως μόνιμους υπαλλήλους είτε ως υπαλλήλους των διαφόρων κατηγοριών που διέπονται από το καθεστώς του λοιπού προσωπικού ... Ο καθορισμός καθεμιάς από τις κατηγορίες αυτές ανταποκρίνεται σε νόμιμες ανάγκες της κοινοτικής διοίκησης και στη φύση των εργασιών, μόνιμων ή έκτακτων, που έχει την αποστολή να εκτελεί. Δεν μπορεί συνεπώς να θεωρείται ως διάκριση το γεγονός ότι, από άποψη εγγυήσεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και από άποψη παροχών κοινωνικής ασφάλισης, ορισμένες κατηγορίες προσώπων που προσλαμβάνονται από τις Κοινότητες απολαύουν εγγυήσεων ή παροχών που δεν παρέχονται σε άλλες κατηγορίες... » ( απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1983 στις συνεκδικα-σθείσες υποθέσεις 118 μέχρι 123/82, Celant και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. 3012, σκέψη 22, και απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 1986 στην υπόθεση 171/84, Soraa κατά Επιτροπής, σκέψη 30, Συλλογή 1986, σ. 192).

Στηριζόμενη στη νομολογία αυτή, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ορισμός καθεμιάς από τις κατηγορίες έκτακτων υπαλλήλων του άρθρου 2 του ΚΛΠ ανταποκρίνεται σε νόμιμες ανάγκες της κοινοτικής διοίκησης και στη φύση των εργασιών, μόνιμων ή έκτακτων, που έχει την αποστολή να εκτελεί, για το λόγο δε αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά διάκριση το γεγονός ότι οι διάφορες κατηγορίες έκτακτων υπαλλήλων διέπονται από διατάξεις που ενδέχεται να διαφέρουν από τη μία κατηγορία στην άλλη. Αυτό ισχύει ιδίως για τους έκτακτους υπαλλήλους στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 2, στοιχείο α ), του ΚΛΠ καθώς και για εκείνους στους οποίους αναφέρεται το στοιχείο δ ) του ίδιου άρθρου.

Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι πρόσωπα εργαζόμενα για λογαριασμό των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και ασκούντα τα αυτά καθήκοντα έχουν διαφορετικές αποδοχές δεν είναι, αυτό καθεαυτό,παράνομο. Η νομική φύση της σχέσης, στο πλαίσιο της οποίας εκτελείται η εργασία, τα διπλώματα, τα προσόντα και η επαγγελματική πείρα, η αρχαιότητα στην υπηρεσία, η ηλικία, επιπλέον δε και ιστορικοί λόγοι μπορεί να δικαιολογούν διαφορετικές αποδοχές για την ίδια εργασία.

Η Επιτροπή προσθέτει ότι, αν και αληθεύει ότι οι κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δ ), υπάλληλοι, τουλάχιστον εκείνοι των κατηγοριών C και D, λαμβάνουν μηνιαίο βασικό μισθό κατώτερο κατά 5 % περίπου σε σχέση με το μισθό των έκτακτων υπαλλήλων κατά την έννοια του στοιχείου α ), το γεγονός αυτό πάντως δεν αποτελεί τη μόνη διαφορά.

'Ετσι, μέχρι πρόσφατα το άρθρο 39 του ΚΛΠ αναγνώριζε στους έκτακτους υπαλλήλους του άρθρου 2, στοιχεία α ) και β ), του ΚΛΠ μόνο το δικαίωμα εφάπαξ αποζημιώσεως λόγω εξόδου από την υπηρεσία, όχι όμως και δικαίωμα συντάξεως, ενώ στους υπαγόμενους στο άρθρο 2, στοιχεία γ) και δ), έκτακτους υπαλλήλους αναγνωριζόταν κατά περίπτωση και υπό τις αυτές προϋποθέσεις με τους μόνιμους υπαλλήλους δικαίωμα συντάξεως ή δικαίωμα εφάπαξ αποζημιώσεως λόγω εξόδου από την υπηρεσία. Πρόσφατα μόλις, και συγκεκριμένα στις 27 Σεπτεμβρίου 1985, το Συμβούλιο θέσπισε κανονισμό δυνάμει του οποίου καταργήθηκαν οι διαφορές σε θέματα εφάπαξ αποζημιώσεως λόγω εξόδου από την υπηρεσία των έκτακτων υπαλλήλων του άρθρου 2 του ΚΛΠ και παρέχεται στο εξής το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως και στους έκτακτους υπαλλήλους του άρθρου 2, στοιχείο α ), του ΚΛΠ.

Περαιτέρω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι με τις έγγραφες παρατηρήσεις τους οι προσφεύγουσες παραπονούνται ότι υπέστησαν μείωση του μισθού τους λόγω της μετατάξεώς τους από την κατηγορία των έκτακτων υπαλλήλων του άρθρου 2, στοιχείο α), του ΚΛΠ στην κατηγορία των έκτακτων υπαλλήλων του στοιχείου δ ) του ίδιου άρθρου, παρέλειψαν όμως να επισημάνουν ότι η εν λόγω μεταβολή της υπηρεσιακής τους κατάστασης τους παρέχει δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως, το οποίο δεν είχαν προηγουμένως. Παρέλειψαν ακόμη να αναφέρουν ότι η μεταβολή αυτή τους ανοίγει την προοπτική της ασφαλέστερης απασχόλησης, στο βαθμό που η θέση την οποία κατέχουν είναι μόνιμη και όχι πλέον προσωρινή, όπως συνέβαινε προηγουμένως.

Κατά την Επιτροπή, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες επέλεξαν ελεύθερα, μέσω συμβάσεως, τη νέα υπηρεσιακή τους κατάσταση ως έκτακτων υπαλλήλων, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δ ), του ΚΛΠ, έχοντας επίγνωση των υφιστάμενων τόσο θετικών όσο και αρνητικών διαφορών σε σχέση με την προηγούμενη υπηρεσιακή τους κατάσταση ως έκτακτων υπαλλήλων κατά την έννοια του στοιχείου α ) του ίδιου άρθρου.

Το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες εξακολουθούν στην πραγματικότητα να ασκούν τα ίδια καθήκοντα δεν έχει καμία σημασία.

Β — Οι ιστορικοί λόγοι και οι λόγοι σχετικά με τον προϋπολογισμό, οι οποίοι δικαιολογούν την έκδοση τον επίδικου κανονισμού

1.

Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να προβάλλει ιστορικούς λόγους ή λόγους που άπτονται του προϋπολογισμού για να δικαιολογήσει το άρθρο 20, πέμπτο εδάφιο, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2615/76.

Στην αιτιολογική έκθεση της προτάσεώς της της 14ης Ιουλίου 1983 για τη θέσπιση του κανονισμού, η Επιτροπή αναγνώριζε ρητά ότι « η αρχή της ισότητας πρέπει να υπερισχύσει των ιστορικών λόγων στους οποίους οφείλεται η διαφορά αυτή » και ότι « δεν είναι εύλογο να διατηρείται αυτή η ανισότητα ως προς τις αποδοχές ενόψει της ισότητας εργασίας και καθηκόντων ».

Όσον αφορά τους προβαλλόμενους λόγους που άπτονται του προϋπολογισμού, ούτε αυτοί αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Οι προσφεύγουσες και οι λοιποί έκτακτοι υπάλληλοι που υφίστανται τη δυσμενή διάκριση ανήκουν στις κατηγορίες C και D, για το λόγο δε αυτό οι αποδοχές τους είναι σαφώς χαμηλότερες η διαφορά του 5 % αντιπροσωπεύει αμελητέα οικονομία σε σχέση με το χρηματικό κόστος που συνεπάγεται το σύνολο των αποδοχών, καθώς και το συνολικό χρηματικό κόστος που προκύπτει από την ενσωμάτωση των πρώην μελών του προσωπικού εγκαταστάσεων και των τοπικών υπαλλήλων στους έκτακτους υπαλλήλους.

Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι οι ίδιοι οικονομικοί λόγοι επέβαλλαν a fortiori τη θέσπιση του ίδιου καθεστώτος που εισάγει δυσμενή διάκριση και για τους έκτακτους υπαλλήλους των κατηγοριών Α και Β.

2.

Η Επιτροπή βεβαιώνει ότι η υφιστάμενη διαφορά ως προς το μηνιαίο βασικό μισθό εξηγείται ιστορικά από λόγους που άπτονται του προϋπολογισμού.

Κατά την Επιτροπή, αν δεν υπήρχε η διαφορά αυτή, ο κανονισμός 2615/76, ο οποίος κατέστησε δυνατή την υπαγωγή στο ενιαίο συμβατικό καθεστώς του έκτακτου υπαλλήλου για όλα τα μέλη του προσωπικού των ερευνητικών κέντρων, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων επιπέδου αντίστοιχου προς τις κατηγορίες C και D οι οποίοι προηγουμένως ήταν μέλη του προσωπικού εγκαταστάσεων ή τοπικοί υπάλληλοι, ίσως να μην είχε δει ποτέ το φως η λύση ακριβώς που επελέγη για τον καθορισμό του μισθολογίου των μη μονίμων υπαλλήλων C και D ( μείον 5 % σε σχέση με το μισθολόγιο των μονίμων υπαλλήλων C και D ) είναι εκείνη που επέτρεψε στην Επιτροπή να αποδείξει ότι η σχεδιαζόμενη μετατροπή μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς καμία πρόσθετη χρηματική επιβάρυνση για τις πιστώσεις ερευνών.

Το γεγονός ότι ο κανονισμός 2615/76 δεν προέβλεπε την ίδια διαφορά του 5 ο/ο για τους μηνιαίους βασικούς μισθούς των υπαγόμενων στις κατηγορίες Α και Β έκτακτων υπαλλήλων κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δ), οφείλεται στο ότι, όταν επρόκειτο να θεσπιστεί ο επίδικος κανονισμός, οι υπάλληλοι των κατηγοριών Α και Β είχαν στη μεγάλη πλειοψηφία τους την ιδιότητα των μόνιμων υπαλλήλων, ενώ, όσον αφορά τις χαμηλότερες κατηγορίες, οι περισσότεροι από τους υπαλλήλους είχαν την ιδιότητα του τοπικού υπαλλήλου ή του μέλους του προσωπικού εγκαταστάσεων και δεν υπήρχε παρά μια μειοψηφία μόνιμων υπαλλήλων της κατηγορίας C και κανένας μόνιμος υπάλληλος της κατηγορίας D.

Εν πάση περιπτώσει, ο κανονισμός 2615/76 επέφερε αισθητή βελτίωση της κατάστασης των πρώην μελών του προσωπικού εγκαταστάσεων και των τοπικών υπαλλήλων των ερευνητικών κέντρων. Κατά την Επιτροπή, οι εν λόγω υπάλληλοι όχι μόνο έλαβαν τη διαβεβαίωση ότι, αποκτώντας την ιδιότητα των έκτακτων υπαλλήλων κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δ ), του ΚΛΠ, δεν θα υφίσταντο καμία μείωση των αποδοχών τους, αλλ' επιπλέον οι εν λόγω υπάλληλοι όλων σχεδόν των εγκαταστάσεων έλαβαν αποδοχές σαφώς υψηλότερες από εκείνες που εισέπρατταν προηγουμένως, και αυτό παρά το γεγονός ότι οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί, όπως καθορίζονταν στον ενσωματωμένο στο άρθρο 20 του ΚΛΠ πίνακα, ήταν κατά 5 % κατώτεροι, όσον αφορά τις κατηγορίες C και D, από εκείνους των μόνιμων υπαλλήλων και των λοιπών έκτακτων υπαλλήλων των αντίστοιχων κατηγοριών.

Γ — Η Επιτροπή και το Συμβούλιο έχουν γνώοη της ελλείψεως νομιμότητας

1.

Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η Επιτροπή είχε σαφώς επίγνωση της προσαπτόμενης διάκρισης.

Παρατηρούν ότι η Helga Aschermann και 47 άλλοι υπάλληλοι άσκησαν στις 20 Δεκεμβρίου 1982 ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή έφερε την υποχρέωση να αποκαταστήσει την υπηρεσιακή τους κατάσταση κατά τρόπο που οι αποδοχές τους, καθ' όλα τα στοιχεία, να εξισωθούν με τις αποδοχές των μόνιμων υπαλλήλων της ίδιας κατηγορίας. Επτά μόλις μήνες μετά την άσκηση της εν λόγω προσφυγής και ενώ ο κανονισμός 2615/76 εξακολουθούσε να εφαρμόζεται από επτάμισι και πλέον έτη, η Επιτροπή υπέβαλε στις 14 Ιουλίου 1983 πρόταση κανονισμού τροποποιητικού του ΚΛΠ, προβλέποντας ιδίως την κατάργηση του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 20, καθώς και του σχετικού μισθολογικού πίνακα. Η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, χωρίς το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ουσίας.

Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι η πρόταση της Επιτροπής εγκρίθηκε μόλις στις 10 Ιουνίου 1985, λιγότερο δηλαδή από δέκα εβδομάδες μετά την άσκηση της προσφυγής τους, η ίδια δε η Επιτροπή επωφελήθηκε από τις δικονομικές προθεσμίες που ζήτησε και έλαβε υπό το πρόσχημα ότι ήδη διεξάγονταν διαπραγματεύσεις.

2.

Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι τόσο η ίδια όσο και το Συμβούλιο είχαν επίγνωση της ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 2615/76 καθώς και ότι η προσαπτόμενη στο πλαίσιο της προσφυγής έλλειψη νομιμότητας ήρθη μόνο υπό την απειλή των εκκρεμουσών προσφυγών.

Κατά την Επιτροπή, ο κανονισμός 2615/76 βελτίωσε ουσιαστικά την κατάσταση των πρώην μελών του προσωπικού εγκαταστάσεων και των τοπικών υπαλλήλων των ερευνητικών κέντρων. Έτσι εξηγείται και το ότι χρειάστηκε να παρέλθουν αρκετά έτη για να εκλείψει τελείως η ανάμνηση της εν λόγω βελτίωσης και να εκδηλωθούν το 1981 οι πρώτες διεκδικήσεις συνδικαλιστικού χαρακτήρα με σκοπό την εξάλειψη της υφιστάμενης διαφοράς.

Με την από 14 Ιουλίου 1983 πρόταση της, η Επιτροπή έκρινε ότι επήλθε ο χρόνος για την ολοκλήρωση του έργου που είχε αναληφθεί το 1976 με την κατάργηση της ανισότητας των αποδοχών, η οποία οφειλόταν σε ιστορικούς λόγους που είχαν παύσει να υφίστανται. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή ασφαλώς δεν αναγνώρισε ότι ο κανονισμός του 1976 έπασχε εξ υπαρχής οιαδήποτε έλλειψη νομιμότητας. Ο κανονισμός 1578/85 θεσπίστηκε για λόγους επιείκειας και σκοπιμότητας και όχι για λόγους νομιμότητας.

Η πρωτοβουλία της Επιτροπής εντάσσεται σαφώς στο πλαίσιο των προσπαθειών της για βελτίωση του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ενώ το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρότασης που υπέβαλε η Επιτροπή στο Συμβούλιο και της έγκρισης της δεν παρουσιάζει τίποτε το αφύσικο, αν ληφθούν υπόψη τα διάφορα στάδια από τα οποία πρέπει να περάσει κατ' ανάγκη η οριστική θέσπιση ενός κανονισμού αυτού του είδους.

Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι δύο αιτηθείσες αναβολές για την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεώς της οφείλονται στο γεγονός ότι επέκειτο η έγκριση της πρότασης της και στο ότι ήλπιζε ότι οι προσφεύγουσες θα θεωρούσαν ότι το αίτημά τους ικανοποιήθηκε και θα παραιτούνταν από την προσφυγή τους, η οποία, υπό τις δεδομένες προϋποθέσεις, είναι άσκοπη.

F. Schockweiler

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 8ης Οκτωβρίου 1986 ( *1 )

Στην υπόθεση 91/85,

Anne-Marie Christ, το γένος Clemen,

Olga Priplata, το γένος Schneider,

Elizabeth Mc Donneil,

έκτακτες υπάλληλοι της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενες από τον Jean-Noël Louis, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Nicolas Decker, 16, avenue Marie-Thérèse,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της σύμβουλο Δημήτριο Γκουλούση, επικουρούμενο από τον Robert Andersen, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση ορισμένων εκκαθαριστικών σημειωμάτων των αποδοχών των προσφευγουσών για το χρονικό διάστημα μεταξύ Μαΐου και Δεκεμβρίου 1984,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα )

συγκείμενο από τους F. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, G. Bosco και R. Joliét, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn

γραμματέας: Κ. Riechenberg, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 12ης Ιουνίου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Ιουλίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

1

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 1985 η Olga Priplata-Schneider, η Elizabeth Mc Donneil και η Anne-Marie Christ-Clemen, έκτακτες υπάλληλοι της Επιτροπής, άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των αποδοχών τους για τα χρονικά διαστήματα από το Μάιο μέχρι το Δεκέμβριο 1984 ( οι δύο πρώτες ) και από τον Ιούλιο μέχρι το Δεκέμβριο 1984 ( η τρίτη προσφεύγουσα ).

2

Η Επιτροπή προσέλαβε τις προσφεύγουσες ως έκτακτες υπαλλήλους για να καταλάβουν θέσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στον προσαρτημένο στον προϋπολογισμό κάθε οργάνου πίνακα θέσεων και στις οποίες οι αρμόδιες επί του προϋπολογισμού αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα [ άρθρο 2, στοιχείο α ), του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — εφεξής: ΚΛΠ ], τις κατέταξε δε στην κατηγορία C.

3

Από την 1η Ιανουαρίου 1984 οι προσωρινές θέσεις στις οποίες είχαν προσληφθεί οι προσφεύγουσες μετατράπηκαν σε μόνιμες. Περί τα τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου 1984 οι προσφεύγουσες υπέγραψαν τροποποιητική ρήτρα στη σύμβαση εργασίας τους, σύμφωνα με την οποία από την 1η Ιανουαρίου 1984 προσλαμβάνονταν ως έκτακτες υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δ ), του ΚΛΠ.

4

Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, εισπράττοντας τις αποδοχές τους υπό τη νέα τους ιδιότητα, αντελήφθησαν ότι η σχετική τροποποίηση της συμβάσεως τους συνεπαγόταν μείωση του μισθού κατά 5 % περίπου. Κατόπιν αυτού, υπέβαλαν διοικητικές ενστάσεις, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, κατά της εν λόγω ρήτρας, ενστάσεις που απορρίφθηκαν με αποφάσεις της 4ης,10ης και 21ης Ιανουαρίου 1985.

5

Η διαπιστωθείσα διαφορά στις αποδοχές οφείλεται στο πέμπτο εδάφιο του άρθρου 20 του ΚΛΠ, διάταξη που προστέθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 5, του κανονισμού 2615/76 του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 1976, για την τροποποίηση του κανονισμού ( ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ ) 259/68 όσον αφορά το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/004 (Σ), σ. 21 ). Η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι ο υπάλληλος που προσλαμβάνεται για να καταλάβει προσωρινά μόνιμη θέση, η οποία περιλαμβάνεται στον προσαρτημένο στον προϋπολογισμό κάθε οργάνου πίνακα θέσεων, και αμείβεται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων υπάγεται σε διαφορετικό μισθολόγιο από ό,τι οι λοιποί έκτακτοι υπάλληλοι. Οι αποδοχές του προσωπικού έρευνας των κατηγοριών C και D είναι κατά 5 ο/ο περίπου κατώτερες από τις αποδοχές των λοιπών έκτακτων υπαλλήλων των αντίστοιχων κατηγοριών.

6

Οι προσφεύγουσες επικαλούνται την έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω διάταξης, η οποία αντίκειται στην υπέρτερη αρχή της ίσης μεταχείρισης που θέσπισε το Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η καταβολή αποδοχών κατώτερων από εκείνες των λοιπών μονίμων ή μη υπαλλήλων που εκτελούν τα ίδια καθήκοντα και βρίσκονται σε παρεμφερείς καταστάσεις, καθώς επίσης και η μείωση των αποδοχών τους ενόσω εξακολουθούν να εκτελούν τα ίδια καθήκοντα όπως και πριν από την υπαγωγή τους στο νέο καθεστώς. Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η δυσμενής αυτή διάκριση υφίσταται επιπλέον μόνο για το προσωπικό των κατηγοριών C και D, ενώ καμία μείωση δεν προβλέπεται για τις κατηγορίες Α και Β.

7

Η Επιτροπή αρνείται ότι συντρέχει δυσμενής διάκριση όταν οι έκτακτοι υπάλληλοι οι αμειβόμενοι από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων υφίστανται διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τους λοιπούς έκτακτους υπαλλήλους, δεδομένου ότι οι πρώτοι δεν προσλαμβάνονται με τα ίδια κριτήρια και δεν αμείβονται από τις ίδιες πιστώσεις με τους τελευταίους. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός και μόνο ότι υπάλληλοι που ασκούν τα ίδια καθήκοντα λαμβάνουν διαφορετικές αποδοχές σε καμία περίπτωση δεν είναι παράνομο. Εξάλλου, η μετάταξη από το προγενέστερο στο παρόν καθεστώς παρέχει στις προσφεύγουσες και πλεονεκτήματα, όπως η προοπτική μεγαλύτερης σταθερότητας ως προς τη θέση και το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως, το οποίο μπορεί να υποκαταστήσει το δικαίωμα της εφάπαξ αποζημιώσεως λόγω εξόδου από την υπηρεσία, που ήταν και το μόνο που προέβλεπε το προηγούμενο καθεστώς. Κατ' αυτό τον τρόπο, από μια σφαιρική εκτίμηση του νέου καθεστώτος φαίνεται καθαρά ότι είναι ευνοϊκότερο στο σύνολό του και ότι εν πάση περιπτώσει τα πλεονεκτήματα αντισταθμίζουν την ελαφρά μείωση των αποδοχών που συνεπάγεται.

8

Προτού εισέλθει στη συζήτηση επί των επιχειρημάτων που ανέπτυξαν οι διάδικοι, το Δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο να επισημάνει ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 1578/85 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1985, που τροποποιεί το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 154, σ. 1), κατήργησε τόσο το προσβαλλόμενο εδάφιο του άρθρου 20 του ΚΛΠ, όσο και το συγκεκριμένο μισθολόγιο, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται πλέον η διαφορά ως προς τις αποδοχές. Τον Ιούλιο του 1983, υποβάλλοντας στο Συμβούλιο πρόταση κανονισμού περί τροποποιήσεως του ΚΛΠ, με σκοπό ιδίως την κατάργηση του ειδικού μισθολογίου και τη διασφάλιση της εξομοίωσης των αποδοχών του προσωπικού έρευνας των κατηγοριών C και D με τις αποδοχές των λοιπών έκτακτων υπαλλήλων των αντίστοιχων κατηγοριών, η Επιτροπή αιτιολόγησε την πρόταση της ως εξής: « Η αρχή της ισότητας πρέπει να υπερισχύσει των ιστορικών λόγων στους οποίους οφείλεται η διαφορά ως προς τους βασικούς μισθούς από τις 30 Οκτωβρίου 1976, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του νέου καθεστώτος· δεν δικαιολογείται η διατήρηση της ανισότητας αυτής ως προς τις αποδοχές ενόψει της ισότητας εργασίας και καθηκόντων. Προτείνεται κατά συνέπεια η εξάλειψη της διαφοράς αυτής ( άρθρο 6 ), την οποία οι ενδιαφερόμενοι θεωρούν ότι συνιστά δυσμενή διάκριση. »

9

Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν η διάταξη του άρθρου 20 του ΚΛΠ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της καταργήσεως του από το προαναφερθέν άρθρο 7 του κανονισμού 1578/85, παραβιάζει την αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται σε παρεμφερείς καταστάσεις, αρχή που καθιερώθηκε ιδίως με την απόφαση της 31ης Μαΐου 1979 (στην υπόθεση 156/78, Newth, Rec. 1979, σ. 1941 ).

10

Όπως ήδη έκανε δεκτό το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1982 ( συνεκδικασθείσες υποθέσεις 198 μέχρι 202/81, Micheli, Συλλογή 1982, σ. 4145), η άνιση μεταχείριση διαφόρων κατηγοριών υπαλλήλων δεν συνιστά παραβίαση της εν λόγω αρχής παρά μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαφοροποίηση δεν δικαιολογείται αντικειμενικά.

11

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αντικειμενική δικαιολογία για τη διαφορετική μεταχείριση έγκειται, αφενός μεν, στο γεγονός ότι τα ασχολούμενα με τα προγράμματα ερευνών και επενδύσεων μέλη του προσωπικού είχαν προσληφθεί αρχικά ως τοπικοί υπάλληλοι ή ως μέλη του προσωπικού εγκαταστάσεων και, αφετέρου, στο ότι το νέο καθεστώς στο σύνολο του είναι για τους ενδιαφερομένους ευνοϊκότερο από το προγενέστερο.

12

Η πρώτη αιτιολογία είναι απορριπτέα. Πράγματι, ήδη από την ανάληψη υπηρεσίας, οι προσφεύγουσες είχαν την ιδιότητα έκτακτων υπαλλήλων. Όσον αφορά τη δεύτερη δικαιολογία που προβλήθηκε, αρκεί να αναγνωριστεί ότι, ύστερα από τη μετάταξή τους στη νέα κατηγορία των έκτακτων υπαλλήλων, οι προσφεύγουσες εξακολουθούσαν να ασκούν ακριβώς τα ίδια καθήκοντα που ασκούσαν και στο παρελθόν και πρέπει να εξεταστεί αν η μείωση των αποδοχών τους σε σχέση με τις προγενέστερες αποδοχές τους και με τις αποδοχές των λοιπών έκτακτων υπαλλήλων μπορεί να δικαιολογηθεί και να αντισταθμιστεί με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους σε άλλα σημεία.

13

Επ' αυτού, η Επιτροπή επικαλείται τη μεγαλύτερη σταθερότητα της θέσεως που προσφέρει στις προσφεύγουσες το νέο καθεστώς. Στο επιχείρημα αυτό πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, μολονότι οι συμβάσεις, στο πλαίσιο του παλαιού καθεστώτος, είχαν συναφθεί μόνο για το χρονικό διάστημα ενός συγκεκριμένου προγράμματος, εντούτοις υπήρχε δυνατότητα ανανεώσεως τους, δεδομένου ότι και τα ίδια τα προγράμματα ανανεώνονταν ή αντικαθίσταντο από άλλα. Άλλωστε, το γεγονός ότι οι υφιστάμενες θέσεις μετατράπηκαν σε μόνιμες αποδεικνύει ότι τα προγράμματα δεν επρόκειτο να διακοπούν. Εξάλλου, στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος, ναι μεν η θέση είναι μόνιμη, δεν παρέχει όμως στον κάτοχό της καμιά ιδιαίτερη εγγύηση, δεδομένου ότι η σύμβαση του τελευταίου ως έκτακτου υπαλλήλου μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε μετά την παρέλευση τριμήνου από την καταγγελία της.

14

Απομένει το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες έχουν υπό το νέο καθεστώς δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως. Πρόκειται όμως, αφενός, για απλή προσδοκία, η οποία προϋποθέτει ότι συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η προϋπόθεση ιδίως ενός ελάχιστου χρόνου προϋπηρεσίας, που οι προσφεύγουσες δεν πληρούσαν κατά το χρόνο μετατροπής των θέσεων τους. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες είχαν με το προγενέστερο καθεστώς δικαίωμα να λάβουν αποζημίωση λόγω εξόδου από την υπηρεσία που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με κεφαλαιοποιημένη σύνταξη. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω διαφορά καταργήθηκε εν τω μεταξύ και όλοι οι έκτακτοι υπάλληλοι έχουν σήμερα δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως.

15

Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αναγνώριση ενός τόσο στοιχειώδους δικαιώματος του δημόσιου λειτουργού, όπως είναι το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως, μπορεί να δικαιολογήσει, ως αντιστάθμισμα, τη μείωση των αποδοχών.

16

Για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι η μείωση των αποδοχών αφορούσε μόνο το προσωπικό των κατηγοριών C και D και όχι των Α και Β, η Επιτροπή προβάλλει περαιτέρω λόγους που άπτονται του προϋπολογισμού, ισχυριζόμενη ότι η κατάσταση των οικονομικών της Κοινότητας δεν επέτρεπε τότε, λόγω του μεγάλου αριθμού υπαλλήλων των κατηγοριών αυτών, τη χορήγηση των συνήθων αποδοχών στο προσωπικό των κατηγοριών C και D της νέας σταδιοδρομίας, ενώ η δυσχέρεια αυτή δεν υφίστατο για το προσωπικό των κατηγοριών Α και Β λόγω του περιορισμένου αριθμού τους.

17

Εκτός του ότι το επιχείρημα αυτό είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό, δεδομένου ότι, πριν από τη μετατροπή των θέσεων τους, οι προσφεύγουσες και το προσωπικό των κατηγοριών C και D ελάμβαναν τις συνήθεις αποδοχές που προβλέπονταν για τις εν λόγω κατηγορίες, πρέπει να αναγνωριστεί ότι λόγοι που άπτονται του προϋπολογισμού δεν μπορούν να δικαιολογήσουν διαφορές στις αποδοχές μεταξύ υπαλλήλων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και εκτελούν καθήκοντα η φύση των οποίων είναι ακριβώς η ίδια ή παρεμφερής.

18

Η Επιτροπή δεν αναγνωρίζει περαιτέρω στις προσφεύγουσες το δικαίωμα να αμφισβητούν την εφαρμογή του νέου καθεστώτος στην περίπτωση τους, με τη δικαιολογία ότι το αποδέχτηκαν ρητά, υπογράφοντας την τροποποιητική ρήτρα στη σύμβαση εργασίας τους. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η υπογραφή της σχετικής ρήτρας δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται αποδοχή όλων των λεπτομερειών του νέου καθεστώτος. Πρώτον, οι προσφεύγουσες δεν είχαν άλλη επιλογή αν δεν επιθυμούσαν να απολέσουν τη θέση τους, όπως προκύπτει από την απόφαση της Επιτροπής με την οποία απορρίπτονται οι ενστάσεις τους δεύτερον, με τη ρήτρα αυτή δεν διευκρινιζόταν σε καμία περίπτωση ότι η νέα σύμβαση συνεπαγόταν μείωση των αποδοχών τους, συνέπεια που ήταν δυνατό να αγνοούν οι προσφεύγουσες ενόψει της πληθώρας των λεπτομερειών της επίδικης ρύθμισης.

19

Πρέπει, συνεπώς, να αναγνωριστεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 5, του κανονισμού 2615/76, προβλέποντας για τους έκτακτους υπαλλήλους των κατηγοριών C και D που έχουν διοριστεί σε μόνιμη θέση και αμείβονται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων μισθολόγιο βάσει του οποίου οι αποδοχές των υπαλλήλων αυτών είναι κατά 5 o/ο περίπου κατώτερες εκείνων που ισχύουν για τους λοιπούς έκτακτους υπαλλήλους, παραβιάζει, επειδή η διαφοροποίηση δεν δικαιολογείται αντικειμενικά, την αρχή της ισότητας των αποδοχών μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται σε παρεμφερείς καταστάσεις και εκτελούν καθήκοντα της ίδιας φύσης.

20

Κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων που συνιστούν το αντικείμενο της προσφυγής.

21

Επειδή λοιπόν οι αποδοχές των προσφευγουσών είναι κατώτερες εκείνων που ισχύουν για τους έκτακτους υπαλλήλους των κατηγοριών C και D που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, επιβάλλεται η ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των αποδοχών των προσφευγουσών Olga Priplata-Schneider και Elizabeth Mc Donneil για τους μήνες από Μάιο μέχρι Δεκέμβριο 1984 και της προσφεύγουσας Anne-Marie Christ-Clemen για τους μήνες από Ιούλιο μέχρι Δεκέμβριο 1984.

Επί των δικαστικών εξόδων

22

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα )

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει τα εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών των προσφευγουσών Olga Priplata-Schneider και Elizabeth Mc Donnell για τους μήνες από Μάιο μέχρι Δεκέμβριο 1984 και της προσφεύγουσας Anne-Marie Christ-Clemen για τους μήνες από Ιούλιο μέχρι Δεκέμβριο 1984, επειδή οι χορηγούμενες στις προσφεύγουσες αποδοχές είναι κατώτερες από τις αποδοχές των έκτακτων υπαλλήλων των κατηγοριών C και D που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

 

2)

Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

Schockweiler

Bosco

Joliet

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Οκτωβρίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος

F. Schockweiler


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top