EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0075

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 2ας Οκτωβρίου 1986.
V. R. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλος - Απόλυση δόκιμου υπαλλήλου.
Υπόθεση 75/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -02775

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:347

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 75/85 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

1.

Ο προσφεύγων, V. R., πτυχιούχος φυσικής του πανεπιστημίου της Ρώμης και ειδικευμένος στη στατιστική στο Polytechnicum Αωζάνης, συμμετέσχε επιτυχώς στους διαγωνισμούς COM/A/143 και COM/A/313 που οργανώθηκαν για την πρόσληψη στατιστικολόγων και οικονομολόγων υπαλλήλων διοικήσεως της Επιτροπής. Το 1982, η Επιτροπή δημοσίευσε την ανακοίνωση κενής θέσεως COM/305/82 που αντιστοιχούσε σε θέση βαθμού Α 7/6 στη γενική διεύθυνση « Οικονομικές και χρηματοδοτικές υποθέσεις », διεύθυνση « Οικονομικές διαρθρώσεις και κοινοτικές παρεμβάσεις», ειδική υπηρεσία « Κοινοτικές δανειοδοτήσεις: ανάπτυξη των οργάνων ».

Στην ανακοίνωση κενής θέσεως τα σχετικά καθήκοντα περιγράφονται ως εξής:

« Εκτέλεση, βάσει γενικών οδηγιών, εισηγητικών και επιστημονικών καθηκόντων στον τομέα της οικονομικής ανάλυσης, ιδίως όσον αφορά:

τη διεύρυνση των πεδίων δραστηριότητας και τα μέσα δανειοληψίας/δανειοδοτήσεως της Κοινότητας, ειδικότερα τα καλυπτόμενα από το NIC. »

Όσον αφορά τα απαιτούμενα προσόντα, η ανακοίνωση κενής θέσεως όριζε:

1)

γνώσεις πανεπιστημιακού επιπέδου επικυρωθείσες με πτυχίο ή επαγγελματική πείρα ισοδυνάμου επιπέδου·

2)

θεωρητικές γνώσεις στη συνολική οικονομική ανάλυση·

3)

γνώση των προβλημάτων της οικονομίας επιχειρήσεων·

4)

γνώσεις στον τομέα της τραπεζικής τεχνικής·

5)

ορισμένη πείρα σχετική με τα καθήκοντα. »

Με απόφαση της 2ας Αυγούστου 1983, που ίσχυσε από τις 15 Ιουλίου 1983, η Επιτροπή διόρισε τον R. δόκιμο υπάλληλο με βαθμό Α 6 στην προαναφερθείσα ειδική υπηρεσία ( ΙΙ-Β-4 ). Εντούτοις, ήδη από την προηγούμενη ημέρα, δηλαδή την 1η Αυγούστου 1983, η Επιτροπή είχε αποφασίσει τη μεταφορά της εν λόγω θέσεως και του μελλοντικού της κατόχου, επίσης από τις 15 Ιουλίου 1983, από την υπηρεσία αυτή στο τμήμα « Μεσοπρόθεσμες προβλέψεις » ( ΙΙ-Γ-4 ) της διεύθυνσης « Μακροοικονομικές αναλύσεις και προοπτικές », της γενικής διεύθυνσης « Οικονομικές και χρηματοδοτικές υποθέσεις ».

Η εργασία που πραγματοποίησε ο προσφεύγων κατά τη διάρκεια της εννεάμηνης περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας που ορίζει το άρθρο 34 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων αποτέλεσε το αντικείμενο εκθέσεως κρίσεως, που συντάχθηκε μετά το πέρας της εν λόγω περιόδου, με ημερομηνία 21 Μαρτίου 1984.

Όσον αφορά την ικανότητα του προσφεύγοντος για την εκτέλεση του έργου που αντιστοιχούσε στα καθήκοντα του, η οποία κρίθηκε, στο σύνολο της, ανεπαρκής, στην έκθεση αυτή αναγνωριζόταν ότι ο εν λόγω υπάλληλος ασφαλώς διέθετε σημαντικές ικανότητες αντιλήψεως, προσαρμογής, κρίσεως και πρωτοβουλίας, καθώς επίσης και, σε ικανοποιητικό βαθμό, οργανωτικό πνεύμα και αίσθημα ευθύνης. Εντούτοις, τονιζόταν η ανεπάρκεια του όσον αφορά τις γνώσεις που ήταν απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων του. Εξάλλου, όσον αφορά την απόδοση του, η έκθεση εκφραζόταν μεν ευνοϊκά ως προς την ταχύτητα με την οποία εκτελούσε την εργασία του, αλλά θεωρούσε ως ανεπαρκή την ποιότητα της εργασίας του.

Στις επεξηγηματικές παρατηρήσεις της έκθεσης κρίσεως διευκρινίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο R. « διαθέτει αναμφισβήτητα εξαιρετικά προσόντα όσον αφορά τη μαθηματική στατιστική και την τεχνική αναλύσεως των στοιχείων» αλλά ότι « οι γνώσεις του στη μακροοικονομία είναι, εντούτοις, πιο περιορισμένες και η ικανότητα του στη σύνταξη γραπτών εκθέσεων αποδείχτηκε ανεπαρκής ».

Βάσει των προηγούμενων εκτιμήσεων η εν λόγω έκθεση κρίσεως συνιστούσε την απόλυση του προσφεύγοντος μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

Με υπηρεσιακό σημείωμα της 18ης Απριλίου 1984, η διοίκηση γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ότι, ενόψει της εκθέσεως που συντάχτηκε μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, δεν μπορούσε παρά να αποφασίσει την απόλυση του. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων του προσφεύγοντος καθώς και ορισμένων σημείων που είχε επισημάνει ο ιεραρχικός του προϊστάμενος, η διοίκηση ήταν διατεθειμένη να του παράσχει μια επιπλέον ευκαιρία να αποδείξει τις επαγγελματικές του ικανότητες, αναθέτοντάς του « μια συγκριτική ανάλυση στατιστικής φύσεως » που έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός διαστήματος τριών μηνών το οποίο έληγε στις 16 Ιουλίου 1984. Ο προσφεύγων αποδέχτηκε την πρόταση αυτή.

Με έγγραφο της 25ης Απριλίου 1984, η διοίκηση γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα την περιγραφή της μελέτης προς πραγματοποίηση και η οποία είχε τον τίτλο « Contrôle des données de l'étude du commerce extérieur» ( έλεγχος των στοιχείων της μελέτης του εξωτερικού εμπορίου ), ο στόχος της οποίας καθοριζόταν ως εξής:

« Από τις τράπεζες στοιχείων VISA ( OSCE ) και Volimex (ΓΔ II):

να πραγματοποιηθεί περιγραφική μελέτη των στοιχείων σε αξία που εκφράζονται σε NACE-CLIO ( 23 κλάδοι ) με γεωγραφική κατανομή (ενδοκοινοτικά, εξωκοινοτικά, σύνολο κόσμου )

να γίνει σύγκριση των δύο αυτών συνόλων στοιχείων

να γίνει ανάλυση των προσαρμογών που έγιναν στο πλαίσιο της ΤΣΣ (τράπεζας στατιστικών στοιχείων )

να γίνει προσπάθεια εξηγήσεως των αποκλίσεων

να υποβληθούν προτάσεις βελτιώσεως.

Μπορούν επίσης να γίνουν προτάσεις σχετικά με τη χρησιμοποίηση των στοιχείων αυτών στις μεταγενέστερες εφαρμογές ( ΤΣΣ της Στατιστικής Υπηρεσίας, δείκτες τιμής της ΓΔ II ). »

Στις 10 Ιουλίου 1984, οι « επόπτες » της μελέτης υπέβαλαν την έκθεση τους σχετικά με την πραγματοποιηθείσα εργασία. Οι επόπτες τόνισαν, αφενός, ότι:

« ο R. διαθέτει τις αναγκαίες θεωρητικές γνώσεις για την κατάρτιση μελέτης αυτού του τύπου χρησιμοποίησε και κατανόησε τα στοιχεία που του παρασχέθηκαν

προσπάθησε να προτείνει λύσεις στο τεθέν πρόβλημα. »

Εντούτοις, στην εν λόγω έκθεση επισημάνθηκε, αφετέρου:

« έλλειψη συνθετικού πνεύματος, πράγμα που μεταφράζεται σε δυσχέρεια διακρίσεως του ουσιώδους από το δευτερεύον και εντοπίσεως των περισσότερο σημαντικών σημείων. Ειδικότερα, σημαντικά συμπεράσματα συχνά καταπνίγονται στο κείμενο της μελέτης, ενώ μακρές αναπτύξεις αφορούν σημεία ήσσονος, σχετικά, σημασίας

έλλειψη αρκετής απόστασης που τον εμποδίζει να αναγνωρίζει πίσω από τα στατιστικά στοιχεία την οικονομική σημασία των παρατηρούμενων φαινομένων υπερβολική χρησιμοποίηση επιστημονικής γλώσσας δύσκολα κατανοητής ακόμα και από αυτούς προς χρήση των οποίων γενικά προορίζεται αυτό το είδος εκθέσεως. Ειδικότερα, το συνθετικό σημείωμα... δεν επιτρέπει στον αναγνώστη που είναι ξένος προς το πρόβλημα να συλλάβει το περιεχόμενο και ως εκ τούτου να προσανατολίσει τις ενέργειες του. »

Με απόφαση της 19ης Ιουλίου 1984, η ισχύουσα από τις 31 Αυγούστου 1984 αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απέλυσε τον προσφεύγοντα, έχοντας υπόψη, ιδίως, ότι:

« ... Ενόψει της εκθέσεως κρίσεως που συντάχθηκε μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, από τις εκτιμήσεις σχετικά με την ικανότητα και την απόδοση του ενδιαφερόμενου συνάγεται ότι ο τελευταίος είναι “ ανεπαρκής ” όσον αφορά τα σημεία

Α — Ικανότητα εκτελέσεως των καθηκόντων του,

Β.1 — Ποιότητα εργασίας.

... Οι πιο πάνω εκτιμήσεις ενισχύονται από τις εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν ως προς τη μελέτη που ανατέθηκε στον V. R. κατά τη διάρκεια της συμπληρωματικής περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

... Από τις εκτιμήσεις αυτές διαπιστώνεται ότι ο V. R. δεν απέδειξε ότι διαθέτει επαρκή επαγγελματικά προσόντα για να μονιμοποιηθεί στο βαθμό που αντιστοιχεί στη θέση που κατέχει. »

Στις 8 Αυγούστου 1984, ο προσφεύγων υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, ένσταση κατά της αποφάσεως περί απολύσεως του τονίζοντας ιδίως την ύπαρξη καταφανών πλανών στην εκτίμηση της εργασίας του.

Με απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1984, η Επιτροπή απέρριψε την ένσταση αυτή ως αβάσιμη.

2.

Με δικόγραφο της 20ής Μαρτίου που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 1985, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

Το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή έθεσε τέρμα, από τις 31 Αυγούστου 1984, στη σχέση εργασίας του R. και, ειδικότερα, την απόφαση 5235 της 13ης Δεκεμβρίου 1984 με την οποία η Επιτροπή απέρριψε τη διοικητική ένσταση του R. κατά της απολύσεως αυτής, καθώς και κάθε προπαρασκευαστική των προαναφερθεισών αποφάσεων πράξη·

επικουρικώς, να υποχρεώσει την Επιτροπή να τροποποιήσει, κατά τρόπο μη συνι-στώντα δυσφήμηση, την αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων·

σε κάθε περίπτωση, να υποχρεώσει την Επιτροπή, κατά το μέτρο που θα κρίνει το Δικαστήριο, να καταβάλει χρηματικό ποσό προς τον προσφεύγοντα ως αποζημίωση λόγω της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο τελευταίος από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

σ' όλες τις περιπτώσεις να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της

να αποφανθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

1. Ως προς νη φερόμενη παραβίαση ουσιωοών τύπων

α)

Ο προοφεύγων ισχυρίζεται καταρχάς ότι παραβιάστηκαν ουσιώδεις τύποι και, ειδικότερα, ότι η αιτιολογία είναι αντιφατική και περιέχει προφανή πλάνη. Για το σκοπό αυτό, αναλύει τις εκτιμήσεις που περιέχονται στις εκθέσεις κρίσεως της 21ης Μαρτίου 1984 και της 10ης Ιουλίου 1984, οι οποίες αποτελούν τη βάση της απόφασης περί απολύσεώς του.

Όσον αφορά την έκθεση κρίσεως της 21ης Μαρτίου 1984 που συντάχτηκε μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, ο προσφεύγων προσάπτει στην Επιτροπή, αφενός, ότι παρέλειψε να καθορίσει ποιες είναι οι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων του γνώσεις που δεν διαθέτει σε επαρκή βαθμό. Αφετέρου, θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι στερείται δήθεν επαρκούς ικανότητας προς σύνταξη γραπτών εκθέσεων, εφόσον δεν του υπέδειξε κατά ποιο τρόπο επιθυμούσε να καταρτίζονται οι εκθέσεις αυτές.

Όσον αφορά την έκθεση κρίσεως της 10ης Ιουλίου 1984, ο προσφεύγων φρονεί ότι κακώς του προσάπτεται έλλειψη συνθετικού πνεύματος, εφόσον το έργο που του είχε ανατεθεί συνίστατο στην πραγματοποίηση « συγκριτικής ανάλυσης » και όχι « σύνθεσης » του τεθέντος προβλήματος. Κατά τα λοιπά, από γνωμάτευση του καθηγητή R. Coppi του Πανεπιστημίου της Ρώμης, που έχει προσαρτηθεί στην προσφυγή, προκύπτει ότι ο προσφεύγων πέτυχε να εκπονήσει « ένα κλειδί αναγνώσεως » το οποίο « απλοποιούσε κατά δραστικό τρόπο την ανάλυση, εξάγοντας έναν πολύ περιορισμένο αριθμό παραγόντων, η αλληλεπίδραση των οποίων αποτελεί την ουσιώδη πηγή των εν λόγω αποκλίσεων μεταξύ των δύο στατιστικών συστημάτων».

Η παρατήρηση όσον αφορά τη χρησιμοποίηση επιστημονικής γλώσσας είναι επίσης πεπλανημένη και αντιφατική. Εκτός του ότι η διοίκηση εμφανίζει ως ελάττωμα αυτό που αποτελεί προσόν, πρέπει να ληφθεί υπόψη το περίπλοκο του τεθέντος προβλήματος. Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από γνωμάτευση του καθηγητή La Bruna του Πανεπιστημίου της Ρώμης, που έχει επίσης προσαρτηθεί στην προσφυγή, η χρησιμοποιηθείσα γλώσσα δεν παρουσιάζει κανέναν ιδιαίτερα τεχνικό χαρακτήρα.

Προς στήριξη των πιο πάνω απόψεων, ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ως προς « την επιστημονική ποιότητα της εκπονη-θείσας μελέτης ».

β)

Η Επιτροπή παρατηρεί καταρχάς ότι, αντίθετα προς το διαγωνισμό προσλήψεως που αποσκοπεί στο να καταστεί δυνατή η επιλογή υποψηφίων σύμφωνα με γενικά κριτήρια και κριτήρια πρόβλεψης, σκοπός της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας είναι να επιτραπεί στη διοίκηση να εκφέρει μια πιο συγκεκριμένη κρίση όσον αφορά τις ικανότητες του υποψηφίου για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων. Η συνολική εκτίμηση που η διοίκηση οφείλει να διατυπώσει ως προς το δόκιμο υπάλληλο αποτελεί συνάρτηση, αφενός, ευρείας διακριτικής εξουσίας και, αφετέρου, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός απλού μαθηματικού υπολογισμού των διαφόρων θετικών ή αρνητικών εκτιμήσεων. Κατά συνέπεια, ακόμα και μια μόνο αρνητική εκτίμηση μπορεί να συνεπάγεται ότι η μονιμοποίηση του δόκιμου υπαλλήλου αντιβαίνει προς το συμφέρον της υπηρεσίας, εφόσον ο τελευταίος δεν είναι απολύτως ικανός να εκτελεί τα συγκεκριμένα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί.

Εν προκειμένω, από την έκθεση κρίσεως που συντάχθηκε μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας προκύπτει ότι ο προσφεύγων διαθέτει ασφαλώς υψηλά προσόντα στη μαθηματική στατιστική και στις τεχνικές αναλύσεις των στοιχείων, αλλά στερείται της ικανότητας προς εκτέλεση του έργου που συνεπάγονται τα καθήκοντα του και, ιδίως, των γνώσεων που είναι αναγκαίες στον τομέα των μελετών οικονομικής πολιτικής. Εξάλλου, η εν λόγω έκθεση διαπιστώνει ανεπαρκή ποιότητα της εργασίας του και αδυναμία ικανοποιητικής του εντάξεως στο πλαίσιο των ουσιωδών δραστηριοτήτων της διεύθυνσης.

Όσον αφορά την έκθεση κρίσεως της 10ης Ιουλίου 1984, η Επιτροπή αμφισβητεί την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ των εκτιμήσεων που περιέχει η εν λόγω έκθεση και αυτού που ζήτησε η διοίκηση από τον προσφεύγοντα να πραγματοποιήσει. Σκοπός της εργασίας που του είχε ζητηθεί να πραγματοποιήσει ήταν όχι μόνο η ανάλυση των στοιχείων, αλλά επίσης και « η εξήγηση των αποκλίσεων» και η υποβολή « προτάσεων βελτιώσεως ». Λαμβανομένων υπόψη των στόχων της εν λόγω υπηρεσίας, είναι αδιανόητο να πραγματοποιούνται αναλύσεις που δεν καταλήγουν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα.

Η αδυναμία του προσφεύγοντος να εκφράζεται καταλλήλως ( υπερβολική χρήση επιστημονικής γλώσσας) καταδεικνύει επίσης την αδυναμία του να εργαστεί σε μια διοικητική υπηρεσία, εργασία που συνεπάγεται την ανάγκη χρησιμοποιήσεως ενός ιδιαίτερου τύπου εκφράσεως.

Όσον αφορά το αίτημα της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την επιστημονική ποιότητα της μελέτης του προσφεύγοντος, η Επιτροπή αμφισβητεί τη σκοπιμότητα της με την αιτιολογία ότι το πρόβλημα τίθεται όχι μόνο από την άποψη της επιστημονικής ποιότητας αλλά επίσης και της αποτελεσματικότητας ενός ορισμένου τόπου εργασίας στο πλαίσιο μιας δημόσιας διοικητικής υπηρεσίας. Εξάλλου, μια τέτοια πραγματογνωμοσύνη θα συνιστούσε αντιποίηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει το όργανο.

2. Ως προς τη φερόμενη παραβίαση νου κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

α)

Περαιτέρω, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι έγινε παράβαση των άρθρων 4 και 34 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης καθώς και παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Φρονεί ότι η τοποθέτηση του στο τμήμα ΙΙ-Γ-4 ( « Μεσοπρόθεσμες προβλέψεις » ) αντί στην ειδική υπηρεσία ΙΙ-Β-4 ( « Κοινοτικές δανειοδοτήσεις: ανάπτυξη των οργάνων») για την οποία είχε δημοσιευτεί η προκήρυξη κενής θέσεως COM/305/82, έγινε κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το οποίο « κάθε κενή θέση... γνωστοποιείται στο προσωπικό ... μόλις η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει την πλήρωση της θέσεως». Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ανέλαβε ευθύς εξαρχής υπηρεσία στο τμήμα II -Γ-4, η απόφαση διορισμού της 2ας Αυγούστου 1983 με την οποία τοποθετήθηκε στην ειδική υπηρεσία ΙΙ-Β-4 είχε περιεχόμενο καθαρά πλασματικό ».

Η ακολουθηθείσα από τη διοίκηση διαδικασία παραβίαζε επίσης τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, εφόσον ο δόκιμος υπάλληλος η θέση του οποίου μεταφέρθηκε οφείλει να πραγματοποιήσει την περίοδο δοκιμαστικής του υπηρεσίας σε θέση διαφορετική από αυτή στην οποία αναφέρεται η προκήρυξη κενής θέσεως και, κατά συνέπεια, ενδεχομένως, λιγότερο σύμφωνη προς τις ικανότητες του. Το μέτρο αυτό τον θέτει σε υποδεέστερη μοίρα σε σχέση με δόκιμο υπάλληλο, η θέση του οποίου δεν μεταφέρεται.

Εξάλλου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι παράταση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας είναι αντίθετη προς το άρθρο 34, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, σύμφωνα με το οποίο «η περίοδος αυτή δοκιμασίας διαρκεί 9 μήνες για τους υπαλλήλους της κατηγορίας Α ». Δεδομένου ότι πρόκειται περί επιτακτικού κανόνα, παρέκκλιση από τη διάταξη αυτή δεν επιτρέπεται. Εκτός από αυτό, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαιτεί όλοι οι υπάλληλοι του ίδιου βαθμού να πραγματοποιούν περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας της ίδιας διάρκειας.

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 34, παράγραφος 1, δυνάμει του οποίου « αν κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας ο υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του... λόγω ασθενείας ή ατυχήματος, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα ». Τέτοιος κανόνας περί εξαιρέσεως δεν θα είχε νόημα αν η διοίκηση διέθετε οπωσδήποτε τη διακριτική εξουσία να παρατείνει την περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας. Εξάλλου, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η περίοδος δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν μπορεί να παραταθεί παρά μόνο για να συμπέσει η διάρκειά της με τη διάρκεια της πραγματικής υπηρεσίας που συμπληρώθηκε και ότι η διοίκηση, προκειμένου να αποφασίσει την απόλυση ή τη μονιμοποίηση ενός δόκιμου υπαλλήλου, πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά επί της εκτιμήσεως του έργου που εξετέλεσε κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής.

Το γεγονός ότι ο προσφεύγων δέχτηκε να πραγματοποιήσει μια επιπλέον περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική εκτίμηση, εφόσον η συγκατάθεση του δεν δόθηκε ελεύθερα αλλά οφειλόταν, κυρίως, στη σχέση υποταγής στην οποίατελούσε ο ενδιαφερόμενος έναντι μιας διοίκησης που είχε ήδη εκδηλώσει την πρόθεση της να τον απολύσει.

β)

Όσον αφορά την τοποθέτηση του προσφεύγοντος στο τμήμα ΙΙ-Γ-4, η Επινροπή παρατηρεί ότι το άρθρο 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αναφέρεται στην εσωτερική δημοσίευση κενών θέσεων και δεν αφορά τους περιλαμβανόμενους στον πίνακα επιτυχόντων υποψήφιους που δεν υπηρετούν στις Κοινότητες. Η διοίκηση διαθέτει τη νόμιμη εξουσία να ανακατανέμει τις διαθέσιμες θέσεις μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών σύμφωνα με το συμφέρον της υπηρεσίας. Κατά τα λοιπά, ο προσφεύγων γνώριζε την τοποθέτηση του από τις συζητήσεις και τις επαφές του με τους υπεύθυνους της Επιτροπής.

Η Επιτροπή προσθέτει ότι, έστω και αν γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων είχε έννομο συμφέρον να ενεργήσει, ο τελευταίος όφειλε να προσβάλει την πράξη διορισμού του και όχι να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης περί απολύσεως του.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων δεν συγκέντρωνε τα προσόντα που απαιτούνταν βάσει της ανακοινώσεως κενής θέσεως, δηλαδή γνώσεις τόσο στη συνολική οικονομική ανάλυση και στα προβλήματα της οικονομίας επιχειρήσεων όσο και στον τομέα της τραπεζικής τεχνικής.

Όσον αφορά την αιτίαση που στηρίζεται στην παράταση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, η Επιτροπή παρατηρεί ότι τίποτα δεν εμποδίζει τη διοίκηση να παρέχει, για λόγους επιεικείας, περισσότερα δικαιώματα από όσα προβλέπει ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης, υιοθετώντας ευνοϊκότερη έναντι των υπαλλήλων στάση. Εν προκειμένω, η Επι-τροποή ευνόησε τον προσφεύγοντα προσφέροντας του μια επιπλέον δυνατότητα να αποδείξει τις επαγγελματικές του ικανότητες, προσφορά, άλλωστε, που ο τελευταίος αποδέχτηκε εγγράφως και με πλήρη ελευθερία.

Το άρθρο 34, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης συνηγορεί ακριβώς υπέρ της απόψεως της Επιτροπής. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στο να αποφεύγεται ώστε στο δόκιμο υπάλληλο που ασθένησε ή υπέστη ατύχημα να παρέχεται στην πραγματικότητα πραγματική περίοδος δοκιμασίας, για να αποδείξει τις επαγγελματικές του ικανότητες, μικρότερη των προβλεπόμενων εννέα μηνών. Η διάταξη αυτή δεν αντιτίθεται στην παράταση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας που αποφασίζεται για να επιτραπεί πιο εμπεριστατωμένη εκτίμηση χάριν του συμφέροντος ενός υπαλλήλου, ο οποίος, διαφορετικά, θα έπρεπε να απολυθεί βάσει της εκθέσεως κρίσεως που συντάχτηκε μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

3. Ως προς το αίτημα αποζημιώσεως

α)

Προς στήριξη του αιτήματος του περί καταβολής αποζημιώσεως, ο προσφεύγων αναφέρει ότι η ζημία που του προκάλεσε η απόφαση περί απολύσεως του προκύπτει από δύο γεγονότα.

Αφενός, οι διατυπωθείσες από τη διοίκηση εκτιμήσεις ως προς την εργασία του είναι δυσφημιστικές και, ως εκ τούτου, ικανές να βλάψουν την επαγγελματική του φήμη. Αφετέρου, η οφειλόμενη στην παράταση της περιόδου δοκιμαστικής του υπηρεσίας καθυστέρηση όσον αφορά τη διασαφήνιση της επαγγελματικής του κατάστασης τον άφησε αδικαιολογήτως σε κατάσταση αβεβαιότητας, πράγμα που τον εμπόδισε να εξεύρει άλλη επαγγελματική απασχόληση.

Ο προσφεύγων προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμα και από έγκυρη απόφαση μπορεί να ανακόψει ευθύνη της διοίκησης, εφόσον η απόφαση αυτή ελήφθη κατά τρόπο ιδιάζοντα και καταχρηστικό.

β)

Η Επιτροπή ανταπαντά ότι, από γενική άποψη, η αποκατάσταση της ζημίας υπόκειται στην εκ μέρους του προσφεύγοντος απόδειξη της παράνομης πράξεως, της ζημίας που υπέστη καθώς και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξεως αυτής και της επενε-χθείσας ζημίας. Στην προκειμένη περίπτωση κανένα από τα στοιχεία αυτά δεν αποδείχτηκε.

Όσον αφορά τις εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν ως προς τον προσφεύγοντα, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε τα προσόντα του ως στατιστικολόγου και ερευνητή, αλλά ότι περιορίστηκε στο να διαπιστώσει ότι αυτά δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις μιας δημόσιας διοικητικής υπηρεσίας. Εξάλλου, κάθε απόφαση περί απολύσεως περιέχει κατ' ανάγκη αρνητικές εκτιμήσεις ως προς τις επαγγελματικές ικανότητες του ενδιαφερόμενου και μπορεί να του δημιουργήσει δυσχέρειες όσον αφορά την επαγγελματική του αποκατάσταση. Τέλος, η Επιτροπή εγγυάται τον αυστηρώς εμπιστευτικό χαρακτήρα της απόφασης περί απολύσεως και της εκθέσεως κρίσεως που συντάχτηκε μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

Εξάλλου, όσον αφορά τη φερόμενη ως αδικαιολογήτως δημιουργηθείσα κατάσταση αβεβαιότητας λόγω της παρατάσεως της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο προσφεύγων εκουσίως αποδέχτηκε την παράταση αυτή και ότι, ως εκ τούτου, ενδεχόμενη ζημία είναι αποτέλεσμα της δικής του στάσης.

U. Everling

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 2ας Οκτωβρίου 1986 ( *1 )

Στην υπόθεση 75/85,

V. R., πρώην δόκιμος υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Ρώμης, via Salaria 237 Α, εκπροσωπούμενος από τους Guido Napoletano και Giulio Ippolito, δικηγόρους Ρώμης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τη δικηγόρο Blanche Moutrier, 16, avenue de la Porte-Neuve,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Guido Berardis, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση αποφάσεως περί απολύσεως καθώς και την καταβολή αποζημιώσεως

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους U. Everling, πρόεδρο τμήματος, Y. Galmot και J. C Moitinho de Almeida, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

γραμματέας: Η. Α. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 13ης Μαρτίου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Μαΐου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 1985, ο V. R., πρώην δόκιμος υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί στην ουσία, αφενός, την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 1984, με την οποία η τελευταία τον απέλυσε μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας καθώς και της απόφασης επί της διοικητικής του ενστάσεως και κάθε προπαρασκευαστικής πράξεως και, αφετέρου, την καταβολή αποζημιώσεως λόγω υλικής ζημίας και ηθικής βλάβης.

2

Ο προσφεύγων, πτυχιούχος φυσικής και ειδικευμένος στη στατιστική, συμμετέσχε επιτυχώς στις εξετάσεις του γενικού διαγωνισμού COM/A/313 που διοργάνωσε η Επιτροπή για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις διοικητικών υπαλλήλων βαθμών Α 7 και Α 6. Η προκήρυξη του διαγωνισμού προσδιόριζε ότι τα καθήκοντα της σχετικής θέσης συνίσταντο στην « εκτέλεση, βάσει γενικών οδηγιών, εισηγητικών, επιστημονικών ή ελεγκτικών καθηκόντων που ενδιαφέρουν τις δραστηριότητες των Κοινοτήτων στον οικονομικό τομέα ». Με την αίτηση υποψηφιότητας του, ο προσφεύγων είχε επιλέξει, μεταξύ περισσότερων προαιρετικών μαθημάτων που προτείνονταν, τα μαθήματα « οικονομετρία και στατιστική » και « μακροοικονομία συμπεριλαμβανομένης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής ».

3

Με την ανακοίνωση κενής θέσεως COM/305/82, η Επιτροπή κήρυξε κενή μια θέση διοικητικού υπαλλήλου με βαθμό Α 7/6 στην ειδική υπηρεσία « Κοινοτικές δανειοδοτήσεις: ανάπτυξη των οργάνων ». Στις 2 Αυγούστου 1983, ο R. διορίστηκε, με απόφαση που ίσχυσε από τις 15 Ιουλίου 1983, δόκιμος υπάλληλος με βαθμό Α 6 στην υπηρεσία αυτή. Εντούτοις, δεδομένου ότι η διοίκηση είχε λάβει, την 1η Αυγούστου 1983, απόφαση, η οποία ομοίως ίσχυσε από τις 15 Ιουλίου 1983, να μεταφέρει την εν λόγω θέση στο τμήμα « Μεσοπρόθεσμες προβλέψεις », ο προσφεύγων άρχισε, πράγματι, τη δοκιμαστική του υπηρεσία στο τμήμα αυτό.

4

Στις 21 Μαρτίου 1984, ο αρμόδιος ιεραρχικώς προϊστάμενος του προσφεύγοντος υπέβαλε την προβλεπόμενη από το άρθρο 34, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων, έκθεση κρίσεως που συντάσσεται μετά το πέρας της περιόδου δοκιμασίας, στην οποία ανέφερε κυρίως ότι ο R. δεν είχε την ικανότητα να επιτελεί έργο που αντιστοιχούσε στα καθήκοντά του. Στην εκτίμηση αυτή διευκρινιζόταν ότι « ο R. διαθέτει αναμφισβήτητα εξαιρετικά προσόντα όσον αφορά τη μαθηματική στατιστική και την τεχνική αναλύσεως των στοιχείων » αλλά ότι « οι γνώσεις του στη μακροοικονομία είναι εντούτοις πιο περιορισμένες και η ικανότητά του στη σύνταξη γραπτών εκθέσεων αποδείχτηκε ανεπαρκής». Η έκθεση κρίσεως συνέχιζε αναφέροντας ότι « οι ικανότητες του R. δεν θα του επέτρεπαν να ενταχθεί ικανοποιητικώς στο πλαίσιο των ουσιαστικών δραστηριοτήτων της γενικής διεύθυνσης, δηλαδή των μελετών οικονομικής πολιτικής και των αντίστοιχων γραπτών εκθέσεων ». Επομένως, ο ιεραρχικώς προϊστάμενος συνέστησε την απόλυση του προσφεύγοντος μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

5

Κατόπιν τούτου, ο γενικός διευθυντής προσωπικού και διοικήσεως πληροφόρησε, με υπηρεσιακό σημείωμα της 18ης Απριλίου 1984, τον προσφεύγοντα ότι, καίτοι ενόψει της εκθέσεως που συντάχθηκε μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας όφειλε να αποφασίσει την απόλυση του, εντούτοις η διοίκηση ήταν διατεθειμένη να του προσφέρει μια επιπλέον ευκαιρία για να αποδείξει τις επαγγελματικές του ικανότητες, αναθέτοντας του υπό τον έλεγχο δύο εποπτών « μια συγκριτική ανάλυση στατιστικής φύσεως » που έπρεπε να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια συμπληρωματικής περιόδου τριών μηνών. Μετά την εκ μέρους του προσφεύγοντος αποδοχή της πρότασης αυτής, του γνωστοποιήθηκε, με έγγραφο της διοίκησης της 25ης Απριλίου 1984, η περιγραφή της μελέτης που του ζητήθηκε.

6

Στις 10 Ιουλίου 1984, οι προαναφερθέντες επόπτες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της πραγματοποιηθείσας μελέτης. Αφενός, αναγνώρισαν ότι ο R. διέθετε τις αναγκαίες θεωρητικές γνώσεις για την κατάρτιση αυτού του τύπου μελέτης και ότι προσπάθησε να προτείνει λύσεις στο πρόβλημα που του είχε τεθεί. 'Ομως, αφετέρου, επισήμαναν ότι η μελέτη αποκάλυπτε « έλλειψη συνθετικού συστήματος, πράγμα που μεταφράζεται από τη δυσκολία να διακρίνει το ουσιώδες από το δευτερεύον », καθώς και « έλλειψη αρκετής απόστασης που τον εμποδίζει να αναγνωρίζει πίσω από τα στατιστικά στοιχεία την οικονομική σημασία των παρατηρούμενων φαινομένων », όπως και « υπερβολική χρησιμοποίηση επιστημονικής γλώσσας δύσκολα κατανοητής ». Έχοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, οι επόπτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μελέτη « δεν επιτρέπει να συναχθούν πρακτικά συμπεράσματα τέτοια που θα μπορούσε να προσδοκά από παρόμοια μελέτη αυτός που θα τη χρησιμοποιούσε ».

7

Με απόφαση της 19ης Ιουλίου 1984, η οποία ίσχυσε από τις 31 Αυγούστου 1984, η ΑΔΑ απέλυσε τον προσφεύγοντα αφού έλαβε υπόψη τόσο τις εκτιμήσεις ως προς τις ικανότητες και την απόδοσή του που περιλαμβάνονταν στην έκθεση που συντάχθηκε μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας όσο και τις εκτιμήσεις που είχαν διατυπωθεί σχετικά με τη μελέτη του μετά το πέρας της συμπληρωματικής περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας. Από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ότι ο R. « δεν απέδειξε ότι διαθέτει επαρκή επαγγελματικά προσόντα για να μονιμοποιηθεί στο βαθμό που αναλογεί στη θέση που κατέχει ».

8

Ο προσφεύγων, κατόπιν υποβολής, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, διοικητικής ενστάσεως, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 1984, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

Επί του αιτήματος ακυρώσεως της απόφασης περί απολύσεως

9

Όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της απόφασης περί απολύσεως καθώς και των προπαρασκευαστικών πράξεων, οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων αναλύονται ως καλύπτοντες, στην ουσία, τρία είδη αιτιάσεων, ήτοι πλημμέλεια όσον αφορά την αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων, παράβαση του άρθρου 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και παράβαση του άρθρου 34 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

10

Πρώτον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων είναι αντιφατική και περιέχει προφανή πλάνη. Υποστηρίζει ότι στην έκθεση κρίσεως της 21ης Μαρτίου 1984, που συντάχθηκε μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, δεν προσδιορίζονται ποιες είναι οι γνώσεις που ο προσφεύγων δεν διαθέτει σε επαρκή βαθμό. Όσο για την αιτιολογία της έκθεσης της 10ης Ιουλίου 1984, αυτή είναι αντιφατική, εφόσον προσάπτει στον προσφεύγοντα έλλειψη συνθετικού πνεύματος, ενώ το έργο που του ανατέθηκε συνίστατο στην πραγματοποίηση αναλύσεως και όχι συνθέσεως του τεθέντος προβλήματος. Εξάλλου, κακώς αναφέρεται στην τελευταία έκθεση ότι ο προσφεύγων έκανε κατά τη σύνταξη της μελέτης που ζητήθηκε υπερβολική χρήση επιστημονικής γλώσσας. Προς στήριξη των ισχυρισμών του, ο προσφεύγων προσκόμισε δύο εκτιμήσεις της μελέτης του από καθηγητές πανεπιστημίου, ζητώντας, επιπλέον, από το Δικαστήριο να διατάξει, ενδεχομένως, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης όσον αφορά την επιστημονική ποιότητα της μελέτης αυτής.

11

Η Επιτροπή παρατηρεί ευθύς εξαρχής ότι η διοίκηση οφείλει να διατυπώσει μια συνολική εκτίμηση ως προς την ικανότητα του δόκιμου υπαλλήλου προς εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων. Περαιτέρω, αμφισβητεί την ύπαρξη αντιφάσεως μεταξύ των περιλαμβανομένων στην έκθεση κρίσεως της 10ης Ιουλίου 1984 εκτιμήσεων και αυτού που ζήτησε η διοίκηση από τον προσφεύγοντα να κάνει, δεδομένου ότι είναι αδιανόητο, λαμβανομένου υπόψη του έργου της υπηρεσίας, να πραγματοποιηθεί ανάλυση χωρίς κατάληξη σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Τέλος, η Επιτροπή αναφέρει ότι η ανεπάρκεια του προσφεύγοντος να εργαστεί σε διοικητική υπηρεσία επιβεβαιώνεται από την αδυναμία του να εκφραστεί καταλλήλως. Διευκρινίζει σχετικώς ότι πρόκειται περί εκτιμήσεως όχι μόνο της επιστημονικής ποιότητας της πραγματοποιηθείσας εργασίας, αλλά επίσης και της αποτελεσματικότητάς της στο πλαίσιο μιας δημόσιας διοικητικής υπηρεσίας.

12

Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης « κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη ». Δυνάμει πάγιας νομολογίας, η απαίτηση αιτιολογίας αποσκοπεί στο να επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχο του ως προς τη νομιμότητα της πράξης και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τα αναγκαία στοιχεία για να γνωρίζει κατά πόσον η τελευταία είναι βάσιμη. Ειδικότερα, προκειμένου για απόφαση περί μη μονιμοποιήσεως δόκιμου υπαλλήλου, πρέπει από την αιτιολογία να προκύπτουν οι ουσιώδεις συλλογισμοί που οδήγησαν το όργανο στο συμπέρασμα ότι τα προσόντα και η συμπεριφορά του δόκιμου υπαλλήλου δεν δικαιολογούν τη μονιμοποίηση του.

13

Στην προκειμένη περίπτωση, από τις αιτιολογικές σκέψεις της απόφασης της 19ης Ιουλίου 1984, σε συνδυασμό με τις περιλαμβανόμενες στις εκθέσεις κρίσεως της διοίκησης της 21ης Μαρτίου και 10ης Ιουλίου 1984 εκτιμήσεις στις οποίες αναφέρονται οι εν λόγω σκέψεις, προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίστηκε επί συνόλου στοιχείων αφο-ρώντων τόσο την ικανότητα του ενδιαφερομένου να εκτελεί προσηκόντως τα καθήκοντά του, όσο και την ποιότητα της εργασίας του. Από την ανάλυση τους καταφαίνεται ότι οι προσαπτόμενες ανεπάρκειες αφορούν, αφενός, τις γνώσεις του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, την ικανότητά του προς σύνταξη εκθέσεων. Επομένως, στις προσβαλλόμενες πράξεις αναφέρονται με αρκετή σαφήνεια και ακρίβεια οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι η μονιμοποίηση του προσφεύγοντος δεν ήταν προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

14

Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, η αιτιολογία αυτή δεν παρουσιάζει καμιά αντίφαση ούτε προφανή πλάνη περί τα πράγματα. Πράγματι, καίτοι οι δύο εκθέσεις της 21ης Μαρτίου και της 10ης Ιουλίου 1984 συμφωνούν όσον αφορά την αναγνώριση των εξαιρετικών προσόντων του ενδιαφερομένου στο πεδίο της στατιστικής, εντούτοις διαπιστώνονται σ' αυτές περιορισμένες γνώσεις μακροοικονομίας και, κυρίως, ανεπάρκεια ως προς την ποιότητα των γραπτών μελετών. Στην αλληλουχία αυτή δεν μπορεί να γίνει επίκληση του γεγονότος ότι η έκθεση της 10ης Ιουλίου 1984 επισημαίνει την έλλειψη συνθετικού πνεύματος, ενώ η μελέτη που ζητήθηκε συνίστατο σε ανάλυση, δεδομένου ότι η ανάλυση και η σύνθεση αποτελούν τις δύο συμπληρωματικές μεθόδους που επιτρέπουν τη λύση του τεθέντος από τη ζητηθείσα μελέτη προβλήματος, δηλαδή τη συναγωγή από στατιστικά στοιχεία συμπερασμάτων επί οικονομικού επιπέδου.

15

Η κρίση ως προς την αξία των υπαλλήλων υπάγεται στην αποκλειστική εξουσία εκτιμήσεως της διοίκησης. Επομένως, η κρίση αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί από γνωματεύσεις με τις οποίες αποσκοπείται να καταδειχθεί η επιστημονική ποιότητα της εν λόγω μελέτης. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τις γνωματεύσεις που προσκομίστηκαν για το σκοπό αυτό από τον προσφεύγοντα ούτε να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επί της μελέτης αυτής.

16

Επομένως, εφόσον ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων ήταν αντιφατική ή περιείχε προφανή πλάνη, ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

17

Δεύτερον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η τοποθέτηση του στο τμήμα « Μεσοπρόθεσμες προβλέψεις » έγινε κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφόσον η εν λόγω θέση δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο της ανακοίνωσης κενής θέσεως όπως επιβάλλει η διάταξη αυτή. Πράγματι, η ανακοίνωση κενής θέσεως COM/305/82 αφορούσε θέση υπαλλήλου διοικήσεως στην ειδική υπηρεσία « Κοινοτικές δανειοδοτήσεις: ανάπτυξη των οργάνων ». Επομένως, ο προσφεύγων έπρεπε να διοριστεί στην υπηρεσία αυτή. Εξάλλου, ο R. ισχυρίζεται ότι η μεταβολή της τοποθέτησης του παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, δεδομένου ότι, λόγω του γεγονότος αυτού, πραγματοποίησε τη δοκιμαστική του υπηρεσία σε θέση λιγότερο ανάλογη προς τις ικανότητες του.

18

Σχετικά, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως το τόνισε και η Επιτροπή, ότι το άρθρο 4 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης αφορά την εσωτερική δημοσίευση των κενών θέσεων. Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευτεί σε συνδυασμό με το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το οποίο καθορίζει τη σειρά κατά την οποία ένα κοινοτικό όργανο πρέπει να εξετάζει τις διάφορες δυνατότητες πληρώσεως των κενών θέσεων, παρέχοντας, όσον αφορά το ζήτημα αυτό, στο προσωπικό των Κοινοτήτων προτεραιότητα έναντι των υποψηφίων που δεν υπηρετούν στις Κοινότητες. Επομένως, εφόσον αντικείμενο της εξεταζόμενης διάταξης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης είναι να εξασφαλιστεί η προστασία των συμφερόντων του προσωπικού του οργάνου, έπεται ότι οι υποψήφιοι οι οποίοι, όπως ο προσφεύγων, δεν είναι υπάλληλοι των Κοινοτήτων δεν μπορούν να επικαλούνται την ενδεχόμενη παράβαση του.

19

Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση κατά της Επιτροπής, ότι, κατά παραβίαση της αρχής της ισότητας, τοποθέτησε τον προσφεύγοντα σε θέση μη ανάλογη προς τις ικανότητες του, δεδομένου ότι δεν αποδείχτηκε ότι τα καθήκοντα που κλήθηκε να ασκήσει ο προσφεύγων δεν ανταποκρίνονταν στην περιγραφή των καθηκόντων που περιείχε η προκήρυξη του διαγωνισμού COM/A/313, βάσει του οποίου είχε προσληφθεί. Πράγματι, είναι δεδομένο ότι τόσο το πεδίο δραστηριότητας του τμήματος στο οποίο τοποθετήθηκε ο ενδιαφερόμενος (μεσοπρόθεσμες προβλέψεις) όσο και, ειδικότερα, το θέμα της στατιστικής μελέτης την οποία έπρεπε να πραγματοποιήσει κατά τη συμπληρωματική περίοδο της δοκιμαστικής υπηρεσίας, περιλαμβάνονταν σε ένα, τουλάχιστον, από τα κατ' επιλογή μαθήματα που ανέφερε η προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού και επέλεξε ο προσφεύγων στην αίτηση του υποψηφιότητας, εν προκειμένω το μάθημα « οικονομετρία και στατιστική ».

20

Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στην παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεων των διακρίσεων πρέπει επίσης να απορριφθεί.

21

Τρίτον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι έγινε παράβαση του άρθρου 34, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το οποίο ορίζει σε εννέα μήνες τη διάρκεια τη δοκιμαστικής υπηρεσίας για τους υπαλλήλους της κατηγορίας Α. Η οριζόμενη υπό του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης περίοδος αυτή δεν μπορεί, έστω και με τη συναίνεση του ενδιαφερομένου, να παραταθεί, εκτός αν πρόκειται για κάποια από τις περιοριστικώς απαριθμούμενες στη διάταξη αυτή περιπτώσεις, πράγμα που δεν συνέβη όμως εν προκειμένω.

22

Η Επιτροπή ανταπαντά ότι η παράταση της δοκιμαστικής υπηρεσίας αποφασίστηκε προς το συμφέρον και με τη συναίνεση του προσφεύγοντος ο οποίος, διαφορετικά, βάσει της έκθεσης κρίσεως της 21ης Μαρτίου 1984 θα έπρεπε να απολυθεί μετά το πέρας της εννεάμηνης περιόδου. Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους της διοίκησης υιοθέτηση, για λόγους επιεικείας, μιας ευνοϊκότερης έναντι των υπαλλήλων στάσης.

23

Σχετικά, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τις προηγούμενες σκέψεις, οι ανεπάρκειες όσον αφορά τις ικανότητες και την απόδοση του προσφεύγοντος, που τονίστηκαν στην έκθεση κρίσεως της 21ης Μαρτίου 1984, που συντάχθηκε μετά το πέρας της δοκιμαστικής υπηρεσίας ήταν τέτοιες που δικαιολογούσαν τη μη μονιμοποίηση του ενδιαφερομένου μετά το πέρας της οριζόμενης από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας. Επομένως, η κατά παρέκκλιση του άρθρου 34, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ληφθείσα με τη συναίνεση του απόφαση παρατάσεως της δοκιμαστικής του υπηρεσίας έγινε προς το συμφέρον του, για να του δοθεί μια επιπλέον δυνατότητα να αποδείξει επαγγελματικές ικανότητες που δεν είχε δείξει κατά τρόπο ικανοποιητικό κατά τη διάρκεια της οριζόμενης από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης περιόδου.

24

Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί ενδεχόμενη πλημμέλεια, συνιστάμενη στη λήψη της εν λόγω αποφάσεως, εφόσον η τελευταία του παρέσχε πλεονέκτημα που αποδέχτηκε ελεύθερα. Επομένως, και ο λόγος που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 34, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης πρέπει να απορριφθεί.

25

Για τους λόγους αυτούς, το πρώτο αίτημα της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί.

Επί του αιτήματος τροποποιήσεως της αιτιολογίας της απόφασης περί απολύσεως

26

Δεδομένου ότι δεν έγινε δεκτό το κύριο αίτημα ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων πρέπει να εξεταστεί το επικουρικό αίτημα με το οποίο σκοπείται η τροποποίηση της αιτιολογίας των πράξεων αυτών κατά τρόπο που να μη συνιστούν δυσφήμηση. Με το αίτημα αυτό, ο προσφεύγων ζητεί κυρίως να απαγορευτεί στην Επιτροπή να αναφέρει ότι στερείτο των απαιτουμένων για τη μονιμοποίηση του επαγγελματικών προσόντων.

27

Ως προς το ζήτημα αυτό,πρέπει να παρατηρηθεί ότι κάθε απόφαση περί μη μονιμοποιήσεως ενός υπαλλήλου μετά το πέρας της δοκιμαστικής του υπηρεσίας περιέχει, κατ' ανάγκη, εκτιμήσεις από τις οποίες προκύπτει έλλειψη των απαιτούμενων για την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων προσόντων. Επομένως, δεν μπορεί να απαγορεύεται σε ένα κοινοτικό όργανο να διατυπώνει τέτοιες εκτιμήσεις στην αιτιολογία μιας απόφασης του είδους αυτού.

28

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα αυτό της προσφυγής.

Επί του αιτήματος για καταβολή αποζημιώσεως

29

Όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως λόγω υλικής ζημίας και ηθικής βλάβης, ο προσφεύγων αναφέρει, αφενός, ότι οι εκτιμήσεις της Επιτροπής όσον αφορά τα επαγγελματικά του προσόντα είναι ικανές να βλάψουν την υπόληψή του και, αφετέρου, ότι η οφειλόμενη στην παράταση της δοκιμαστικής του υπηρεσίας καθυστέρηση διευκρινίσεως της επαγγελματικής του κατάστασης τον άφησε σε κατάσταση αβεβαιότητας η οποία τον εμπόδισε να εξεύρει άλλη εργασία.

30

Σχετικά με το ζήτημα αυτό, είναι αρκετό να επισημανθεί ότι ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να καταδείξει ότι οι πράξεις της Επιτροπής που ήταν, ενδεχομένως, ικανές να τον ζημιώσουν και, ιδίως, η απόφαση της 18ης Απριλίου 1984 περί παρατάσεως της περιόδου δοκιμαστικής του υπηρεσίας και η απόφαση περί απολύσεως του της 19ης Ιουλίου 1984 στερούνται νομιμότητας, γεγονός το οποίο ο προσφεύγων θα μπορούσε να επικαλεστεί προς όφελός του.

31

Κατά συνέπεια, και το αίτημα αυτό της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

32

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικο καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Σύμφωνα, όμως με το άρθρο 70 του κανονισμού διαδικασίας, προκειμένου περί προσφυγών των υπαλ λήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

 

Everling

Galmot

Moitinho de Almeida

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Οκτωβρίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

U. Everling


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top