EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0072

Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1986.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών.
Παράβαση κράτους - Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των υπαλλήλων προς τις Κοινότητες.
Υπόθεση 72/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -01219

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:144

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 20ής Μαρτίου 1986 ( *1 )

Στην υπόθεση 72/85,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Auke Haagsma, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενου από τον D. J. Keur, Υπουργού Εξωτερικών, Χάγη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία των Κάτω Χωρών, 5, rue C.-M.-Spoo,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, παραλείποντας να θεσπίσει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την εφαρμογή του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ και τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους U. Everling, πρόεδρο τμήματος και προεδρεύοντα, Τ. Koopmans και Κ. Bahlmann, προέδρους τμήματος, Ο. Due, Y. Galmot, Κ. Κακούρη και T. F. O'Higgins, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. F. Mancini

γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 1985,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται )

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Μαρτίου 1985, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή, με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, μη θεσπίζοντας όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108) (στο εξής: κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

2

Κατά τη διάταξη αυτή,

« ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή σε επιχείρηση έχει την ευχέρεια, κατά το χρόνο της μονιμοποιήσεώς του, να καταβάλει.στις Κοινότητες:

είτε το στατιστικό ( ασφαλιστικό ) ισοδύναμο των δικαιωμάτων επί της συντάξεως αρχαιότητας (γήρατος) που είχε αποκτήσει στη διοίκηση, τον εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή την επιχείρηση, όπου υπαγόταν,

είτε το κατ' αποκοπή ποσό της εξαγοράς που του οφείλεται από το ταμείο συντάξεως ( τα ποσά των συνταξιοδοτικών εισφορών που οφείλει να του επιστρέψει το ταμείο συντάξεων) αυτής της διοικήσεως, του οργανισμού ή της επιχειρήσεως κατά το χρόνο της αποχωρήσεως του.

Σε παρόμοια περίπτωση, το όργανο, στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος, καθορίζει, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό μονιμοποιήσεως, τον αριθμό των συνταξίμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το καθεστώς που τον διέπει, δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας βάσει του ποσού του στατιστικού (ασφαλιστικού) ισοδυνάμου ή του κατ' αποκοπήν ποσού της εξαγοράς ( των επιστρεπτέων συνταξιοδοτικών εισφορών ) ».

3

Έχοντας διαπιστώσει περί το τέλος του 1977 ότι το Βασίλειο του Βελγίου και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν είχαν ακόμη θεσπίσει μέτρα που να καθιστούν δυνατή τη μεταφορά των εν λόγω δικαιωμάτων, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει κατά των δύο αυτών κρατών μελών τη διαδικασία αναγνωρίσεως παραβάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 169 της Συνθήκης.

4

Ως προς το Βασίλειο του Βελγίου, η διαδικασία αυτή, που κινήθηκε στις 18 Ιουλίου 1979, κατέληξε στην απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Οκτωβρίου 1981 ( Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου, υπόθεση 137/80, Συλλογή 1981, σ. 2393), με την οποία αναγνωρίστηκε ότι το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

5

Στην περίπτωση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, μετά το από 31 Ιουλίου 1979 έγγραφο του κ. Tugendhat, μέλους της Επιτροπής, με το οποίο ο τελευταίος αυτός γνωστοποιούσε την πρόθεση του να προτείνει στην Επιτροπή να προσφύγει στο Δικαστήριο για την υπόθεση αυτή, ακολούθησε σειρά περαιτέρω συνομιλιών μεταξύ υπαλλήλων της ολλανδικής κυβέρνησης και της Επιτροπής, με σκοπό τη διευθέτηση των διχογνωμιών που υφίσταντο μεταξύ τους.

6

Όταν το Δικαστήριο επελήφθη της υποθέσεως 137/80, κατόπιν της προσφυγής που ασκήθηκε κατά του Βασιλείου του Βελγίου, η διαδικασία αναγνωρίσεως της παραβάσεως κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών ανεστάλη εν αναμονή της εκδόσεως αποφάσεως. Η Επιτροπή επανέλαβε τις συζητήσεις μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, χωρίς ωστόσο οι συζητήσεις αυτές να καταλήξουν σε αποτέλεσμα. Η Επιτροπή αποφάσισε, ως εκ τούτου, το 1983 να ανακινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως της παραβάσεως κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και κάλεσε εκ νέου την ολλανδική κυβέρνηση να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της. Μη ικανοποιηθείσα από τις εξηγήσεις που παρέσχε η ολλανδική κυβέρνηση, της διαβίβασε με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 1984 αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία την καλούσε να λάβει, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση, τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση της.

7

Η ολλανδική κυβέρνηση, με έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 1984, επιβεβαίωσε ότι ήταν διατεθειμένη να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την υλοποίηση της επίδικης διατάξεως, δήλωσε όμως ότι αυτό μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο στο πλαίσιο τυπικού νόμου που θα ρύθμιζε σε εθνικό επίπεδο όλα τα προβλήματα μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Η εν λόγω κυβέρνηση πρόσθεσε ότι, ενόψει των εγγενών δυσχερειών του θέματος, καθώς και της ανάγκης συμμετοχής στη νομοθετική διαδικασία των ολλανδικών οργανισμών που θα εφαρμόσουν τον οικείο νόμο, η έκδοση του εν λόγω νόμου από τον ολλανδό νομοθέτη δεν μπορούσε να γίνει νωρίτερα από το 1985.

8

Δεδομένου ότι στη γνωστοποίηση αυτή δεν δόθηκε συνέχεια, η Επιτροπή, με δικόγραφο της 8ης Μαρτίου 1985, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Μαρτίου 1985, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

9

Δεδομένου ότι η Επιτροπή παραιτήθηκε από την κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως, η έγγραφη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση περατώθηκε με την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως.

10

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων ρυθμίζεται με κανονισμό κατά την έννοια του άρθρου 189, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, ο οποίος είναι, ως εκ τούτου, δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Επομένως, πέρα από τα αποτελέσματα που παράγει εντός της κοινοτικής διοικήσεως, υποχρεώνει τα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης, να παράσχουν τη συνδρομή τους με κάθε τρόπο, εφόσον είναι αναγκαία για την υλοποίηση του.

11

Κατά την Επιτροπή, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών βρίσκεται επομένως στην ίδια κατάσταση που περιέγραψε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση του, υποχρεούται δηλαδή να επιλέξει και να εφαρμόσει τα συγκεκριμένα μέτρα που θα επιτρέψουν την άσκηση της ευχέρειας που παρέχεται στους υπαλλήλους από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων. Ακόμη και μια ενδεχόμενη απευθείας εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν θα απάλλασσε ,το Βασίλειο των Κάτω Χωρών από την υποχρέωση να θεσπίσει τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα. Μη θεσπίζοντας τα μέτρα αυτά, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ και τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

12

Η ολλανδική κυβέρνηση δεν αμφισβητεί την ύπαρξη της υποχρέωσης αυτής, ούτε το γεγονός ότι οι αναγκαίες για την εκπλήρωση της διατάξεις δεν έχουν ακόμη τεθεί σε ισχύ. Ισχυρίζεται ωστόσο ότι η εφαρμογή της επίδικης διάταξης στην ολλανδική έννομη τάξη προϋποθέτει την έκδοση τυπικού νόμου. Μολονότι έχει ήδη καταρτίσει σχέδιο νόμου, κατόπιν της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου, η νομοθετική διαδικασία απαιτεί αρκετό χρονικό διάστημα, ενόψει του εξαιρετικά περίπλοκου χαρακτήρα του θέματος.

13

Εξάλλου, για να εξασφαλίσει, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η νομοθετική διαδικασία, τη συγκεκριμένη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την επίδικη διάταξη, η ολλανδική κυβέρνηση κάλεσε τον αρμόδιο οργανισμό των Κάτω Χωρών, το Algemeen Burgerlijk Pensioenfonds (ABP), τελευταία με έγγραφο του Υπουργού Εξωτερικών της 11ης Μαΐου 1985, να εξετάζει τις αιτήσεις μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των ολλανδών υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, ακόμη και πριν από την τελική του ψήφιση, και να εφαρμόζει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Η διοίκηση του ταμείου δέχτηκε και άρχισε ήδη την επανεξέταση ορισμένων αιτήσεων που είχαν προηγουμένως απορριφθεί.

14

Κατά την προφορική διαδικασία, η ολλανδική κυβέρνηση υποστήριξε ωστόσο ότι με τα μέτρα που έλαβε έχει ήδη καταστεί δυνατή η πλήρης εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την επίδικη διάταξη. Πράγματι, το σχέδιο νόμου που έχει καταρτίσει προβλέπει με ποιο τρόπο πρέπει να γίνονται οι αναγκαίοι υπολογισμοί για τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Σ' αυτή τη βάση το ABP άρχισε την επανεξέταση των αιτήσεων μεταφοράς που αφορούν περί τις δέκα περιπτώσεις υπαλλήλων. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό εκπλήρωσε την υποχρέωση που προκύπτει από την υπό κρίση διάταξη και ότι, επομένως, η προσφυγή είναι αστήρικτη. Αναγνώρισε, ωστόσο, ότι επί του παρόντος το ABP δεν έχει κάνει δεκτές τις αιτήσεις μεταφοράς που του έχουν υποβληθεί και ότι σε καμιά από τις περιπτώσεις αυτές δεν έχει πραγματοποιηθεί η μεταφορά.

15

Όσον αφορά τη νομική φύση των οδηγιών που έδωσε στο ABP και των μέτρων που έλαβε ο φορέας αυτός σύμφωνα με αυτές, η ολλανδική κυβέρνηση εξήγησε επ' ακροατηρίου, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του Δικαστηρίου, ότι, δυνάμει του νόμου ABP, η διαχείριση του ταμείου και η εφαρμογή του Pensioenwet εναπόκεινται στη διοίκηση του ABP ( Γενικού Ταμείου Πολιτικών Συντάξεων ) και ότι ο νόμος αυτός δεν παρέχει στην κυβέρνηση των Κάτω Χωρών την εξουσία να δίνει δεσμευτικές οδηγίες στον εν λόγω φορέα. Υπάρχουν, ωστόσο, συμφωνίες μεταξύ της κυβέρνησης και του ABP σχετικά με την εξέταση αιτήσεων μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

16

Πρέπει να υπομνηστεί ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1981, το Δικαστήριο έκρινε ότι επιβάλλεται στο οικείο κράτος μέλος « να επιλέξει και να εφαρμόσει τα συγκεκριμένα μέτρα που θα επιτρέψουν την άσκηση της παρεχομένης στους υπαλλήλους ευχέρειας να μεταφέρουν τα κεκτημένα εντός του εθνικού πλαισίου δικαιώματα στο συνταξιοδοτικό σύστημα των Κοινοτήτων ». Δέχτηκε ότι η άρνηση κράτους μέλους να θεσπίσει σύστημα μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων προς το κοινοτικό σύστημα « θα κατέληγε να στερήσει τον υπάλληλο των Κοινοτήτων από την ίδια την ευχέρεια να ασκήσει την επιλογή, που του παρέχεται από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως » και ότι, « ενώ άλλα κράτη μέλη το έχουν ήδη πράξει, επιφέρει ρήγμα στην ισότητα μεταξύ των κοινοτικών υπαλλήλων που κατάγονται από άλλα κράτη μέλη και των καταγόμενων » από αυτό το κράτος μέλος.

17

Χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί τι είδους μέτρα απαιτούνται για να εκπληρωθεί η υποχρέωση που απορρέει από την υπό κρίση διάταξη στην ολλανδική έννομη τάξη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν έχει καθιερώσει μέχρι τώρα ένα σύστημα που να εξασφαλίζει την πραγματική μεταφορά των εθνικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στο συνταξιοδοτικό σύστημα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

18

Σχετικώς πρέπει να υπομνηστεί ότι, μέχρι την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η ίδια η κυβέρνηση των Κάτω Χωρών ισχυριζόταν ότι η εκτέλεση στις Κάτω Χώρες της επίδικης διάταξης απαιτούσε τη θέσπιση τυπικού νόμου και αναγνώριζε ότι δεν είχε εκδοθεί ακόμη τέτοιος νόμος.

19

Όσον αφορά δε το επιχείρημα της ολλανδικής κυβέρνησης ότι η κατάρτιση και η έκδοση του εν λόγω νόμου χρειάζονται σημαντικό χρονικό διάστημα ενόψει των αναγκών της νομοθετικής διαδικασίας και της πολυπλοκότητας του θέματος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι δυσχέρειες αυτές δεν είναι ικανές να άρουν την προσαπτόμενη παράβαση. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν διατάξεις, την ακολουθούμενη πρακτική ή καταστάσεις της εσωτερικής τους έννομης τάξης για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από κοινοτικό κανονισμό.

20

Το γεγονός που επικαλέστηκε η ολλανδική κυβέρνηση επ' ακροατηρίου, ότι δηλαδή ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, λόγω της φύσεως του ως κανονισμού και δυνάμει του άρθρου 189, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης, έχει απευθείας εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη, δεν απαλλάσσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών από την υποχρέωση να εκπληρώσει την υποχρέωση που υπέχει από την επίδικη διάταξη, δεδομένου ότι η ευχέρεια των διοικούμενων να την επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων συνιστά απλώς μια ελάχιστη εγγύηση, που δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή της διάταξης αυτής, με την οποία επιδιώκεται ο συντονισμός μεταξύ των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και του αντίστοιχου κοινοτικού.

21

Όσον αφορά, εξάλλου, τον ισχυρισμό της ολλανδικής κυβέρνησης ότι ο αρμόδιος οργανισμός είναι σε θέση αυτοτελώς να εφαρμόσει την υπό κρίση διάταξη, πράγμα που απαλλάσσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών από τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω διάταξη, πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά το ότι από καιρό έχουν κατατεθεί σχετικές αιτήσεις, δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι τώρα καμία μεταφορά κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

22

Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, παραλείποντας να θέσει σε εφαρμογή συγκεκριμένα μέτρα που να καθιστούν δυνατή την άσκηση της ευχέρειας που παρέχεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως στους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να ζητούν την καταβολή στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα είτε του ασφαλιστικού ισοδυνάμου των δικαιωμάτων επί συντάξεως γήρατος, τα οποία απέκτησαν στο ολλανδικό συνταξιοδοτικό σύστημα, είτε των επιστρεπτέων συνταξιοδοτικών εισφορών για τα ίδια δικαιώματα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

Επί των δικαστικών εξόδων

23

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα· επειδή το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, παραλείποντας να θέσει σε εφαρμογή συγκεκριμένα μέτρα που να καθιστούν δυνατή την άσκηση της ευχέρειας που παρέχεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως στους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να ζητούν την καταβολή στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα είτε του ασφαλιστικού ισοδυνάμου των δικαιωμάτων επί συντάξεως γήρατος, τα οποία απέκτησαν στο ολλανδικό συνταξιοδοτικό σύστημα, είτε των επιστρεπτέων συνταξιοδοτικών εισφορών για τα ίδια δικαιώματα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

 

2)

Καταδικάζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

 

Everling

Koopmans

Bahlmann

Due

Galmot

Κακούρης

O'Higgins

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Μαρτίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο προεδρεύων

U. Everling

πρόεδρος τμήματος


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top