Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CJ0015

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 26ης Φεβρουαρίου 1987.
    Consorzio Cooperative d'Abruzzo κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    ΕΓΤΠΕ, τμήμα προσανατολισμού - Ακύρωση αποφάσεως χορηγήσεως ενισχύσεως.
    Υπόθεση 15/85.

    Συλλογή της Νομολογίας 1987 -01005

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:111

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση 15/85 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά

    Στις 25 Απριλίου 1978, το Consorzio Cooperative d'Abruzzo (στο εξής: το Consorzio) υπέβαλε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο πλαίσιο του κανονισμού 355/77 του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 1977, περί κοινής δράσεως για τη βελτίωση των συνθηκών μεταποιήσεως και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 149), αίτηση χορηγήσεως ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ, τμήμα προσανατολισμού.

    Η εν λόγω αίτηση αφορούσε πρόγραμμα υπό τον τίτλο « Ίδρυση περιφερειακού κέντρου για την επεξεργασία του γλεύκους και την εμφιάλωση των οίνων στο δήμο Frisa ( Chieti ) » (πρόγραμμα 1/159/78). Το συνολικό κόστος του προγράμματος είχε εκτιμηθεί σε 9856319000 ιταλικές λίρες ( LIT).

    Με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1978, η Επιτροπή χορήγησε στο Consorzio για το εν λόγω πρόγραμμα το ανώτατο ποσό ενισχύσεως που επιτρέπουν οι κανόνες του ΕΓΤΠΕ, ήτοι 4446450444 LIT.

    Τον Ιούλιο του 1981, το Consorzio υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση χορηγήσεως ενισχύσεως για τροποποιημένο πρόγραμμα προοριζόμενο να αντικαταστήσει το αρχικό. Σύμφωνα με αυτή την τροποποίηση, η έδρα του προγράμματος μεταφερόταν στην Ortona, πράγμα που θα επέτρεπε να αντληθεί ωφέλεια από τη βιομηχανική υποδομή αυτής της πόλεως, και ο όγκος των εγκαταστάσεων μειωνόταν. Το κόστος του με αυτό τον τρόπο τροποποιούμενου προγράμματος μειωνόταν σε 8666000000 LIT.

    Με τηλετύπημα της 6ης Νοεμβρίου 1981, η Επιτροπή πληροφόρησε το Consorzio ότι το ΕΓΤΠΕ είχε δεχθεί την αίτηση χορηγήσεως ενισχύσεως για το τροποποιημένο πρόγραμμα. Η οριστική αποδοχή εξαρτιόταν από τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής γεωργικών διαρθρώσεων και από την απόφαση της Επιτροπής. Σ' αυτό το τηλετύπημα, η Επιτροπή επισήμανε ότι το ποσό της ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ είχε μειωθεί από 4446000000 LIT που είχαν προβλεφθεί για το αρχικό σχέδιο στο ποσό των 3343000000 LIT.

    Εντούτοις, η απόφαση που έλαβε η Επιτροπή στις 7 Απριλίου 1982 χορήγησε στο Consorzio ενίσχυση του ΕΓΤΠΕ 4298543500 LIT για το τροποποιημένο σχέδιο.

    Κατά το Consorzio, αυτό το ποσό εξηγείται από τα διαβήματα στα οποία είχε προβεί στην Επιτροπή ώστε η τελευταία να παραιτηθεί από τη μείωση της ενισχύσεως όπως το είχε αναγγείλει στο τηλετύπημα της 6ης Νοεμβρίου 1981.

    Κατά την Επιτροπή, το ποσό, αντιθέτως, οφείλεται σε δύο υλικά λάθη στα οποία υπέπεσαν οι υπηρεσίες της.

    Στο πρώτο υλικό λάθος υπέπεσε ο υπάλληλος που ήταν επιφορτισμένος με το φάκελο. Ο εν λόγω υπάλληλος εφάρμοσε εσφαλμένα τους εσωτερικούς κανόνες της Επιτροπής περί υπολογισμού της ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ. Πράγματι, παρέλειψε να μειώσει το ποσό της ενισχύσεως ανάλογα με τη μείωση του όγκου των διαφόρων συστατικών στοιχείων του νέου προγράμματος. Επιπλέον, έλαβε υπόψη τη συνολική αύξηση του κόστους αντί να περιορίσει την επίπτωση της εν λόγω αυξήσεως σε 5 % επί τρία έτη. Έτσι, αυτός ο υπάλληλος συνέταξε σχέδιο αποφάσεως για ποσό 4298543500 LIT, ενώ το ορθό ποσό έπρεπε, κατά την Επιτροπή, να ανέρχεται σε 3343181208 LIT.

    Η Επιτροπή αναφέρει ότι οι υπηρεσίες της ανακάλυψαν αμέσως αυτό το υλικό λάθος και ότι αντικατάστησαν το λανθασμένο πρόγραμμα με άλλο αναφερόμενο στο ορθό ποσό 3343181208 LIT. Επ' αυτού του νέου σχεδίου συμφώνησαν η νομική υπηρεσία και ο οικονομικός έλεγχος της Επιτροπής, καθώς και η επιτροπή γεωργικών διαρθρώσεων και η επιτροπή του ΕΓΤΠΕ. Η Επιτροπή προσκομίζει στη δικογραφία έγγραφο που περιλαμβάνει περίληψη των προγραμμάτων που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή του ΕΓΤΠΕ το Δεκέμβριο 1981. Αυτό το έγγραφο αναφέρει την εν λόγω μείωση. Προσκομίζει επίσης σημείωμα υπολογισμού, υπό ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 1982, το οποίο αναλύει το ποσό της ενισχύσεως των 3343181208 LIT, το χορηγούμενο στο τροποποιηθέν πρόγραμμα.

    Δεύτερο υλικό λάθος διαπράχθηκε κατά την υποβολή του προγράμματος προς υπογραφή στο αρμόδιο μέλος της Επιτροπής. Στον επίτροπο υποβλήθηκε και υπογράφηκε από αυτόν στις 7 Απριλίου 1982 το σχέδιο της εσφαλμένης αποφάσεως που ανέφερε ποσό 4298543500 LIT και αυτό κοινοποιήθηκε στη συνέχεια στην ιταλική κυβέρνηση και στο Consorzio.

    Η Επιτροπή δεν αντιλήφθηκε αυτό το υλικό λάθος παρά κατά τον έλεγχο της πρώτης καταστάσεως προόδου των εργασιών το Σεπτέμβριο 1984.

    Με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 1984, επισήμανε στο Consorzio το υλικό λάθος που περιείχε η απόφαση της 7ης Απριλίου 1982. Διευκρίνισε ότι η εν λόγω απόφαση θα υφίστατο προσεχώς διόρθωση ώστε η χορηγηθείσα ενίσχυση να ανέλθει στο ορθό ποσό των 3343181208 LIT.

    Στις 31 Οκτωβρίου 1984, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση περί χορηγήσεως ενισχύσεως του τελευταίου αυτού ποσού. Αυτή η απόφαση επισημαίνει ότι τροποποιεί την απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1978, δεν αναφέρει όμως την απόφαση της 7ης Απριλίου 1982.

    Η απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1984 κοινοποιήθηκε στο Consorzio στις 14 Νοεμβρίου 1984.

    Στις 21 Ιανουαρίου 1985, το Consorzio άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως.

    Με Διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 1985, το Δικαστήριο αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, να αναθέσει την υπόθεση στο πέμπτο τμήμα του Δικαστηρίου.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Υπέβαλε ωστόσο μια ερώτηση στο Consorzio και κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει έγγραφα και να απαντήσει σε ερωτήσεις.

    II — Αιτήματα των διαδίκων

    Το Consorzio ζητεί από το Δικαστήριο:

    να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 31ης Οκτωβρίου 1984, που κοινοποιήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 1984, και με την οποία η ενίσχυση μειώθηκε στο ποσό των 3343181208 LIT,

    να αναγνωριστεί ότι είναι έγκυρη και αμετάκλητη η απόφαση της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 1982, που κοινοποιήθηκε στις 27 Απριλίου 1982, και με την οποία χορηγήθηκε ενίσχυση 4298543500 LIT,

    να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει την ενίσχυση κατά το οριζόμενο από την απόφαση μέτρο και σύμφωνα με το στάδιο προόδου των εργασιών που έχει αναθέσει το Consorzio,

    να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορριφθεί η προσφυγή ως αβάσιμη,

    να καταδικαστεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    Το Consorzio αναπτύσσει προς στήριξη της προσφυγής του τους τρεις επόμενους λόγους ακυρώσεως:

    παραβίαση ουσιωδών τύπων,

    κατάχρηση εξουσίας,

    παραβίαση της αρχής της ασφαλείας του δικαίου, αφενός, και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αφετέρου.

    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο ενός εκάστου αυτών των λόγων ακυρώσεως.

    Α — Παραβίαση ουσιωδών τνπων

    Το Consorzio υποστηρίζει ότι η απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1984 είναι αντίθετη προς το άρθρο 190 της Συνθήκης που επιβάλλει στα θεσμικά κοινοτικά όργανα να αιτιολογούν τις πράξεις τους και τα μέτρα που θεσπίζουν. Είναι απαράδεκτο η απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1984 να μπορεί να αντικαταστήσει την απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 χωρίς καν να αναφέρει την ύπαρξη της τελευταίας.

    Η απαιτούμενη αιτιολογία δεν μπορεί να αναζητηθεί στο έγγραφο της Επιτροπής της 24ης Οκτωβρίου 1984 που επεξηγούσε το διαπραχθέν λάθος και ανήγγελλε τη θέσπιση διορθωτικής αποφάσεως. Πράγματι, η αιτιολογία έπρεπε να περιέχεται στην ίδια την απόφαση.

    Η Επιτροπή απαντά ότι η νομολογία του Δικαστηρίου επιτρέπει η αιτιολογία μιας πράξεως να συμπληρώνεται με άλλη πράξη στο πλαίσιο της ίδιας διοικητικής διαδικασίας. Το έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 1984 συμπλήρωνε, συνεπώς, εγκύρως την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    Προσθέτει ότι η απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 είναι ανύπαρκτη και ότι, συνεπώς, δεν υφίστατο λόγος να την αναφέρει στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    Πράγματι, δεν είχε την πρόθεση και ούτε άλλωστε θα είχε την εξουσία να χορηγήσει στο Consorzio ενίσχυση του αναφερόμενου σ' αυτή την απόφαση ποσού. Η χορήγηση ενισχύσεως του εν λόγω ποσού θα ήταν, πράγματι, αντίθετη προς τους εσωτερικούς κανόνες της Επιτροπής σχετικά με τον υπολογισμό της ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ. Επιπλέον, η απόφαση της Επιτροπής έπρεπε να είναι σύμφωνη με το πρόγραμμα που εγκρίθηκε από τις αρμόδιες επιτροπές και το οποίο αφορούσε κατώτερο ποσό. Η απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1984 μπορούσε να τροποποιήσει εγκύρως την αποφάσεως· της 22ας Δεκεμβρίου 1978, χωρίς να λάβει υπόψη την απόφαση της 7ης Απριλίου 1982, εφόσον η τελευταία αυτή απόφαση ήταν ανύπαρκτη.

    Επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι και αν ακόμα η πράξη της 7ης Απριλίου 1982 έπρεπε να θεωρηθεί ως πραγματική απόφαση, η Επιτροπή είχε την εξουσία και την υποχρέωση, χωρίς χρονικό περιορισμό, να την ανακαλέσει και να την αντικαταστήσει με απόφαση της οποίας το περιεχόμενο θα ήταν σύμφωνο με το κείμενο που εγκρίθηκε από τις αρμόδιες επιτροπές. Δεν θα μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά από ό,τι ενήργησε χωρίς να παραβιάσει τους εσωτερικούς κανόνες του ΕΓΤΠΕ και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των δικαιούχων ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ.

    Δύο στοιχεία στηρίζουν αυτό το δικαίωμα ανακλήσεως της Επιτροπής: αφενός, το πρόδηλο λάθος από το οποίο πάσχει η απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 και, αφετέρου, η κακή πίστη του Consorzio, που γνώριζε τον περιορισμό της ενισχύσεως στο ποσό των 3343181208 LIT.

    Για να αποδείξει την κακή πίστη του Consorzio, η Επιτροπή επικαλείται τα ακόλουθα στοιχεία: σημείωμα των υπηρεσιών της, στο οποίο αναφέρεται τηλεφωνική συνδιάλεξη της 30ής Οκτωβρίου 1981, κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή ζήτησε από το Consorzio να αναλάβει την υποχρέωση να καλύψει με τα ίδια κεφάλαιά του ενδεχόμενη μείωση της συμμετοχής του ΕΓΤΠΕ στο τροποποιηθέν πρόγραμμα· τηλετύπημα που απεύθυνε στις 3 Νοεμβρίου 1981 ο πρόεδρος του Consorzio στην Επιτροπή, αναγγέλλοντας ότι το Consorzio θα συμμετείχε με όλα τα δικά του κεφάλαια στις δαπάνες που δεν θα καλύπτονταν από την ενίσχυση του ΕΓΤΠΕ και το κράτος μέλος· τηλετύπημα που απεύθυνε στις 6 Νοεμβρίου 1981 η Επιτροπή προς το Consorzio, διαβιβάζοντάς του δυο πληροφορίες: την αποδοχή της τροποποιήσεως του προγράμματος, υπό την επιφύλαξη της γνώμης της μόνιμης επιτροπής γεωργικών διαρθρώσεων και υπό την επιφύλαξη εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, αφενός, και της μειώσεως της χορηγούμενης στο τροποποιηθέν σχέδιο ενισχύσεως στο ποσό των 3343000000 LIT, αφετέρου.

    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της προσφοράς του Consorzio να αποδείξει με μάρτυρες ορισμένα πραγματικά περιστατικά ικανά να αποδείξουν την καλή του πίστη. Ο κανονισμός διαδικασίας του Δικαστηρίου προβλέπει στο άρθρο 38, παράγραφος 1, ότι τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα πρέπει να περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, η προσφορά αποδείξεων περιέχεται στο απαντητικό υπόμνημα' η διαδικασία εξετάσεως μαρτύρων σπανίως εφαρμόζεται, στην πρακτική, ενώπιον του Δικαστηρίου· η έλλειψη διευκρινίσεων του Consorzio σχετικά με τις υποτιθέμενες επαφές μεταξύ των διαδίκων ως προς το ποσό της ενισχύσεως αποδεικνύει ότι αυτές οι επαφές ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν.

    Το Consorzio δεν θίγει ρητώς το ζήτημα της υπάρξεως της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 1982, περιορίζεται στο να αναφέρει ότι η ίδια η ύπαρξη αυτής της αποφάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

    Το Consorzio αμφισβητεί εξάλλου ότι η απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 περιέχει ουσιαστικό λάθος. Το τηλετύπημα της Επιτροπής της 6ης Νοεμβρίου 1981, που ανήγγελλε τη μείωση του ποσού της ενισχύσεως, διευκρίνιζε ρητώς ότι η οριστική έγκριση εξαρτιόταν ακόμα από τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής γεωργικών διαρθρώσεων και από την απόφαση της Επιτροπής. Αυτή η ανακοίνωση οδήγησε τους υπευθύνους του Consorzio να παρέμβουν στην Επιτροπή για να υποστηρίξουν τη δική τους ερμηνεία ως προς τους κανόνες του ΕΓΤΠΕ. Επομένως, η Επιτροπή χορήγησε, με απόφαση της 7ης Απριλίου 1982, ενίσχυση ποσού μεγαλύτερου απ' αυτό που είχε αναγγελθεί στο τηλετύπημα της 6ης Νοεμβρίου 1981, όχι κατόπιν ουσιαστικού λάθους, αλλά διότι πείστηκε από τα επιχειρήματα του Consorzio.

    Το Consorzio θεωρεί ότι αυτά τα πραγματικά περιστατικά είναι ικανά να αποδείξουν την καλή του πίστη και προσφέρει να την αποδείξει με μάρτυρες κατ' εφαρμογή του άρθρου 47 του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    Υπενθυμίζει, τέλος, ότι μια διοικητική πράξη, έστω και μη νόμιμη, δεν μπορεί να ανακληθεί αν συνεπάγεται υποκειμενικά δικαιώματα των αποδεκτών της. Στην προκείμενη περίπτωση, η απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 δημιούργησε για το Consorzio κεκτημένο δικαίωμα επί ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ για το ποσό που αναφερόταν σ' αυτή. Η Επιτροπή δεν μπορούσε, συνεπώς, να ανακαλέσει την απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 θεσπίζοντας την απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1984.

    Β — Κατάχρηση εξουσίας

    Κατά το Consorzio, η Επιτροπή, τροποποιώντας αυθαιρέτως και αναιτιολογήτως απόφαση βάσει της οποίας το Consorzio είχε συνάψει συμβάσεις με τρίτους που αποτελούν για το Consorzio αμετάκλητη ανάληψη υποχρεώσεων, διέπραξε κατάχρηση εξουσίας.

    Η Επιτροπή απαντά ότι το Consorzio γνώριζε τη μη νομιμότητα της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 1982 και πρέπει, συνεπώς, να υποστεί τις συνέπειες των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβε.

    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή, για να τηρήσει τόσο τους διαδικαστικούς κανόνες που έχει θεσπίσει το Συμβούλιο όσο και τους δικούς της εσωτερικούς κανόνες, για να αποφύγει κάθε δυσμενή διάκριση έναντι των δικαιούχων των ενισχύσεων του ΕΓΤΠΕ και για να εμποδίσει την πραγματοποίηση από ιδιώτη σημαντικού κέρδους εις βάρος των δημοσίων οικονομικών, δεν μπορούσε να ενεργήσει διαφορετικά από ό,τι ενήργησε.

    Γ — Παραβίαση θεμελιωδών αρχών της Συνθήκης

    1. Παραβίαση της αρχής της ασφαλείας του δικαίου

    Κατά το Consorzio, η αρχή της ασφαλείας του δικαίου αντιτίθεται στην τροποποίηση μέτρου που θεσπίστηκε νομίμως και τέθηκε σε ισχύ σύμφωνα με τις εφαρμοστέες στην έννομη κοινοτική τάξη αρχές από τη στιγμή που παρήγαγε τα αποτελέσματα για τα οποία θεσπίστηκε.

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάστηκε αυτή η αρχή διότι το κύρος των συμβάσεων που συνήψε το Consorzio κατόπιν της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 1982 θίγεται από τη θέσπιση της αποφάσεως της 31ης Οκτωβρίου 1984.

    Η Επιτροπή ανταπαντά ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της ασφαλείας του δικαίου από εκείνον ο οποίος, όπως το Consorzio, γνώριζε εξ υπαρχής τη μη νομιμότητα της πράξεως που του απευθύνθηκε και της οποίας επιδιώκει τη διατήρηση.

    Εξάλλου, οι συμβάσεις που συνήψε το Consorzio συνιστούν για την Επιτροπή « res inter alios acta », που δεν μπορούν να της αντιταχθούν. Η μείωση του ποσού της ενισχύσεως δεν καθιστά άλλωστε άκυρες αυτές τις συμβάσεις, συνεπαγόμενη απλώς αύξηση του τμήματος του κόστους που βαρύνει το Consorzio. Το Consorzio ανέλαβε την υποχρέωση να συμμετάσχει εν πάση περιπτώσει με τα δικά του κεφάλαια στις δαπάνες που δεν καλύπτονται από την ενίσχυση του ΕΓΤΠΕ και από την ενίσχυση της ιταλικής κυβερνήσεως.

    2. Παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

    Το Consorzio θεωρεί ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας την απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1984, παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Πράγματι, συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για να υφίσταται παραβίαση αυτής της αρχής, ήτοι η ύπαρξη κεκτημένου δικαιώματος ή ιδιωτικού συμφέροντος άξιου προστασίας, η ανάληψη αμετακλήτων υποχρεώσεων, ο απρόβλεπτος χαρακτήρας της προσβολής του κεκτημένου δικαιώματος ή του αξίου προστασίας συμφέροντος, και η έλλειψη επιτακτικού γενικού συμφέροντος το οποίο αντιτίθεται στο να ληφθούν υπόψη ιδιωτικά συμφέροντα.

    Καταρχάς, το Consorzio μπορούσε να επικαλεστεί κεκτημένο δικαίωμα επί της ενισχύσεως που του χορηγήθηκε με την απόφαση της 7ης Απριλίου 1982. Υφίστατο άλλωστε ως προς το Consorzio ιδιωτικό συμφέρον άξιο προστασίας εφόσον η Επιτροπή αποφάσισε ότι το πρόγραμμα δικαιούτο ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ.

    Περαιτέρω, το Consorzio ανέλαβε αμετάκλητες υποχρεώσεις έναντι τρίτων, στηριζόμενο στο ποσό της ενισχύσεως που του χορηγήθηκε με την απόφαση της 7ης Απριλίου 1982. Η μείωση του ποσού της ενισχύσεως συνεπάγεται εις βάρος του Consorzio οικονομική επιβάρυνση την οποία δεν θα είχε αναλάβει αν γνώριζε ότι η εν λόγω ενίσχυση τελικά δεν θα ανερχόταν παρά στο ποσό της αποφάσεως της 31ης Οκτωβρίου 1984. Το Consorzio παραπέμπει σχετικώς στην απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1984 (Agricola Commerciale Olio Sri κατά Επιτροπής, 232/81, Συλλογή σ. 3881 ), με την οποία το Δικαστήριο ακύρωσε δύο κανονισμούς της Επιτροπής οι οποίοι καταργούσαν προγενέστερο κανονισμό βάσει του οποίου διάφοροι επιχειρηματίες είχαν αναλάβει υποχρεώσεις έναντι τρίτων.

    Εξάλλου, η προσβολή του δικαιώματος ήταν απρόβλεπτη διότι επήλθε πλέον των δύο ετών μετά την έκδοση της αποφάσεως που χορήγησε την ενίσχυση.

    Τέλος, η απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1984 δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί με επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, αντιτιθέμενο στα συμφέροντα ιδιωτών. Η έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως αποδεικνύει ότι δεν υφίσταται παρόμοιο δημόσιο συμφέρον. Ο αληθής λόγος θεσπίσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως συνίσταται στη δυσχέρεια εξευρέσεως των αναγκαίων κεφαλαίων.

    Το Consorzio θεωρεί ότι, σε περίπτωση ανακλήσεως της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 1982, η Επιτροπή θα ήταν υπεύθυνη, λόγω των διαπραχθέντων από τους υπαλλήλους της λαθών, για την προκύπτουσα από τα λάθη ζημία του Consorzio. Επιφυλάσσεται να δικαιολογήσει στο Δικαστήριο το μέγεθος της ζημίας του.

    Κατά την Επιτροπή, το αντλούμενο από τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιχείρημα δεν είναι βάσιμο, δεδομένου ότι το Consorzio γνώριζε το περιεχόμενο στην απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 λάθος.

    Ως προς το σχετικό με την ευθύνη της Επιτροπής επιχείρημα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρόκειται περί νέας αιτήσεως, απαράδεκτης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

    IV — Απαντήσεις στο τεθέντα από το Δικαστήριο ερωτήματα

    1.

    Το Consorzio κλήθηκε να διευκρινίσει επί ποίων ακριβώς στοιχείων, μεταγενέστερων του τηλετυπήματος της Επιτροπής της 6ης Νοεμβρίου 1981, ήταν διατεθειμένο να προσκομίσει απόδειξη με μάρτυρες.

    Το Consorzio απήντησε, αφενός, ότι δύο από τους υπεύθυνους αντιπροσώπους του βρίσκονταν στις Βρυξέλλες στις 6 Νοεμβρίου 1981, όταν το αυθήμερο τηλετύπημα διαβιβάστηκε στο Consorzio. Αυτοί οι δύο υπεύθυνοι είχαν συνομιλίες με τους αρμόδιους υπαλλήλους της Επιτροπής στο τέλος των οποίων οι εν λόγω υπάλληλοι τους διαβεβαίωσαν ότι η άποψη του Consorzio θα γινόταν δεκτή. Επομένως, το ποσό της ενισχύσεως που χορηγήθηκε με την απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 εξηγείται από τα επιχειρήματα που το Consorzio προέβαλε κατά τη διάρκεια των εν λόγω συνομιλιών.

    Αφετέρου, το Consorzio επισήμανε ότι μεταξύ του χρονικού σημείου της θεσπίσεως της αποφάσεως της 31ης Οκτωβρίου 1984 και της κοινοποιήσεως της στο Consorzio, δύο από τους υπεύθυνους εκπροσώπους του καθώς και ο νομικός του σύμβουλος είχαν συνδιάλεξη με το γενικό διευθυντή γεωργίας της Επιτροπής. Ο τελευταίος αναγνώρισε ότι κατά τη σύνταξη της αποφάσεως της 31ης Οκτωβρίου 1984 είχε παρεισφρήσει λάθος. Δήλωσε επίσης ότι η εν λόγω απόφαση θα ανακαλείτο και ζήτησε από τους εκπροσώπους του Consorzio να μην ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

    2.

    Η Επιτροπή κλήθηκε να επεξηγήσει α) γιατί η απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 είναι ανύπαρκτη, β) γιατί αυτή η απόφαση είναι αντίθετη προς τους εσωτερικούς κανόνες τους σχετικούς με τη χορήγηση της ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ και γ ) ποια εξουσία εκτιμήσεως οι εν λόγω εσωτερικοί κανόνες της επιφυλάσσουν.

    α)

    Στην απάντηση της, η Επιτροπή τονίζει ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της νομικής πράξεως, αποτελέσματος της βουλήσεως της διοικήσεως, που μόνη έχει νομική υπόσταση και του υλικού μέσου με το οποίο αυτή η βούληση εκφράζεται.

    Κατά τη διαδικασία χορηγήσεως της ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ, τμήμα προσανατολισμού, ο σχηματισμός της βουλήσεως της διοικήσεως είναι εξαιρετικά περίπλοκος. Σε ένα πρώτο στάδιο, στο εσωτερικό της Επιτροπής, το πρόγραμμα πρέπει να συγκεντρώσει τη σύμφωνη γνώμη της νομικής υπηρεσίας και του οικονομικού ελέγχου της Επιτροπής. Σε ένα δεύτερο στάδιο, εκτός Επιτροπής, το πρόγραμμα υποβάλλεται προς γνωμοδότηση στην επιτροπή γεωργικών διαρθρώσεων και στην επιτροπή του ΕΓΤΠΕ. Μόνο μετά το πέρας αυτών των δύο σταδίων η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση βάσει του προγράμματος που υποβλήθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες και επιτροπές.

    Όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή θέσπισε κατόπιν υλικού λάθους απόφαση, της οποίας το κείμενο ουδέποτε υποβλήθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες και επιτροπές, το έγγραφο που περιέχει αυτό το κείμενο δεν μπορεί να εκφράζει έγκυρη νομική πράξη.

    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν είχε την πρόθεση να χορηγήσει ενίσχυση του αναφερόμενου στην απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 ποσού, δεδομένου ότι το ποσό αυτό είναι το αποτέλεσμα υλικού λάθους.

    Γι' αυτούς τους δύο λόγους ( έλλειψη γνώμης των αρμοδίων υπηρεσιών και επιτροπών, υλικό λάθος ως προς το ποσό της ενισχύσεως ), η απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 πρέπει να θεωρηθεί ως ανύπαρκτη.

    β)

    Ως προς το υλικό λάθος που διαπράχθηκε κατά την εφαρμογή των εσωτερικών κανόνων της Επιτροπής των σχετικών με τη χορήγηση της ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ, τμήμα προσανατολισμού, η Επιτροπή εκθέτει ότι η τροποποίηση του προγράμματος περιελάμβανε αισθητή μείωση κατ' όγκο, ποσότητα και ικανότητα ορισμένων στοιχείων που ήδη ήταν παρόντα στο πρώτο πρόγραμμα.

    Κατόπιν της αυξήσεως του κόστους, το Consorzio ζήτησε γι' αυτά τα στοιχεία τη χορήγηση ενισχύσεως ποσού σχεδόν αμετάβλητου σε σχέση με το πρώτο πρόγραμμα.

    Δυνάμει των εσωτερικών κανόνων της Επιτροπής, η μείωση ορισμένων στοιχείων κατ' όγκο, ποσότητα και ικανότητα συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση του ποσού της ενισχύσεως. Εξάλλου, το μειωμένο κατ' αυτό τον τρόπο ποσό της ενισχύσεως δεν μπορούσε να αυξηθεί παρά κατά 15 % κατόπιν της αυξήσεως του κόστους ( 5 % επί τρία έτη ).

    Το λάθος στο οποίο υπέπεσε ο υπάλληλος της Επιτροπής είναι διττό: αφενός, δεν προέβη στην ανάλογη μείωση της ενισχύσεως για τα στοιχεία που μειώθηκαν κατ' όγκο, ποσότητα και ικανότητα και, αφετέρου, έλαβε υπόψη το σύνολο της αυξήσεως του κόστους αντί να την περιορίσει σε 15% του μειωμένου ποσού της ενισχύσεως.

    γ)

    Όσον αφορά την εξουσία εκτιμήσεως της κατά την εφαρμογή των κανόνων του ΕΓΤΠΕ, η Επιτροπή εκθέτει ότι, θεσπίζοντας αυτούς τους κανόνες, αφαίρεσε από τον εαυτό της κάθε εξουσία εκτιμήσεως ως προς το ποσό της ενισχύσεως. Θεσπίζοντας λεπτομερείς εσωτερικούς κανόνες οι οποίοι επιτρέπουν τον υπολογισμό της ενισχύσεως που πρέπει να χορηγηθεί σε όλες τις αντιμετωπιζόμενες καταστάσεις, η Επιτροπή θέλησε να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση όλων των δικαιούχων της ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ.

    Παρόλον ότι η Επιτροπή δεν έχει έτσι πλέον καμία εξουσία εκτιμήσεως ως προς το ποσό της προς χορήγηση ενισχύσεως, διατηρεί ωστόσο τη διακριτική εξουσία να αποφασίζει αν θα χορηγήσει ή όχι μια ενίσχυση.

    R. Joliεt

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( πέμπτο τμήμα )

    της 26ης Φεβρουαρίου 1987 ( *1 )

    Στην υπόθεση 15/85,

    Consorzio Cooperative d'Abruzzo, με έδρα την Ortona, ενεργούν δια του προέδρου και νομίμου αντιπροσώπου του pro tempore Felice Paolucci, εκπροσωπούμενου και επικουρούμενου από τους Giovanni Maria Ubertazzi και Fausto Capelli, δικηγόρους Μιλάνου, και από τον Antonino Minutólo, δικηγόρο Lanciano, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Louis Schütz, 83, boulevard Grande-Duchesse Charlotte,

    προσφεύγον,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Alberto Prozzillo, νομικόό σύμβουλο της Επιτροπής, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 31ης Οκτωβρίου 1984, με την οποία τροποποιήθηκε η απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1978 σχετική με τη χορήγηση της ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ, τμήμα προσανατολισμού, στο πρόγραμμα που φέρει τον τίτλο: « Ίδρυση περιφερειακού κέντρου για την επεξεργασία του γλεύκους και την εμφιάλωση των οίνων στο δήμο Frisa (Chieti) » (πρόγραμμα 1/159/78),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

    συγκείμενο από τους Υ. Galmot, πρόεδρο τμήματος, G. Bosco, U. Everling, R. Joliét και J. C. Moitinho de Almeida, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

    γραμματέας: S. Hackspiel, υπάλληλος διοικήσεως

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση που συμπληρώθηκε κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 11ης Νοεμβρίου 1986,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 11ης Δεκεμβρίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Ιανουαρίου 1985, το Consorzio Cooperative d'Abruzzo ( στο εξής: το Consorzio ) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης, προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 1984 με την οποία τροποποιήθηκε η απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1978 σχετική με τη χορήγηση ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ, τμήμα προσανατολισμού, στο πρόγραμμα που φέρει τον τίτλο: « Ίδρυση περιφερειακού κέντρου για την επεξεργασία του γλεύκους και την εμφιάλωση των οίνων στο δήμο Frisa ( Chieti ). Με την εν λόγω προσφυγή, το Consorzio ζητεί, επιπλέον, από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η απόφαση της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 1982, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως της 22ας Δεκεμβρίου 1978, είναι έγκυρη και αμετάκλητη και να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει την ενίσχυση κατά το καθοριζόμενο από την εν λόγω απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 μέτρο.

    2

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία, οι λόγοι ακυρώσεως και οι ισχυρισμοί των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

    3

    Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 355/77 του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 1977, περί κοινής δράσεως για τη βελτίωση των όρων μεταποιήσεως και εμπορίας των γεωργικών προϊόντων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 149 και επ. ) όπως τροποποιήθηκε ιδίως από τον κανονισμό 1361/78 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1978 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/021, σ. 167 και επ. ), τρεις διαδοχικές αποφάσεις ελήφθησαν από την Επιτροπή ως προς τη χορήγηση ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ υπέρ του ίδιου προγράμματος επενδύσεως που υπέβαλε το Consorzio.

    4

    Με την πρώτη απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1978, η Επιτροπή χορήγησε γι' αυτό το πρόγραμμα ενίσχυση ανωτάτου ποσού 4446450444 ιταλικών λιρών ( LIT ), αντιστοιχούντος στο 50 ο/ο της επενδύσεως που έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Δεδομένου ότι το Consorzio υπέβαλε τροποποίηση του αρχικού προγράμματος η οποία, χωρίς να μεταβάλει το σκοπό της επενδύσεως, μείωνε το ποσό της, η Επιτροπή, με δεύτερη απόφαση υπό ημερομηνία 7 Απριλίου 1982, τροποποίησε την πρώτη απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1978 και καθόρισε το ανώτατο ποσό της ενισχύσεως σε 4298543500 LIT. Στις 31 Οκτωβρίου 1984, η Επιτροπή έλαβε τρίτη απόφαση η οποία αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. Αυτή η απόφαση η οποία δεν αναφέρεται στη δεύτερη είναι κατά γράμμα η ίδια με αυτή, εκτός του ότι μειώνει το ανώτατο ποσό της ενισχύσεως σε 3343181208 LIT.

    5

    Το Consorzio προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής του κατά της εν λόγω τρίτης αποφάσεως, ήτοι ότι η εν λόγω απόφαση στερείται αιτιολογίας, πάσχει από κατάχρηση εξουσίας και παραβιάζει τις αρχές της ασφαλείας του δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    6

    Η Επιτροπή επεξηγεί ότι το ποσό της ενισχύσεως που ορίστηκε με την απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 είναι το αποτέλεσμα διττού λάθους των υπηρεσιών της. Ο εμπειρογνώμων που ήταν επιφορτισμένος με τη μελέτη της τροποποιήσεως του προγράμματος εφάρμοσε εσφαλμένα τους εσωτερικούς κανόνες περί καθορισμού του ανωτάτου δυνατού ποσού της επιχορήγησης του ΕΓΤΠΕ στο πλαίσιο του κανονισμού 355/77 του Συμβουλίου, που προαναφέρθηκε. Ετσι συνέταξε ένα πρώτο σχέδιο αποφάσεως με το οποίο το ανώτατο ποσό καθοριζόταν σε 4298543500 LIT, ενώ κατά την ορθή εφαρμογή των εσωτερικών κανόνων, το ανώτατο ποσό της ενισχύσεως έπρεπε να είναι 3343181208 LIT. Διορθωμένο σχέδιο που περιελάμβανε το τελευταίο αυτό ποσό συνετάχθη αμέσως, εγκρίθηκε από τη νομική υπηρεσία και τον οικονομικό έλεγχο και, περαιτέρω, υποβλήθηκε στην επιτροπή του ταμείου και στη μόνιμη επιτροπή γεωργικών διαρθρώσεων. Υπό συνθήκες που παραμένουν ανεξήγητες, εντούτοις, το πρώτο σχέδιο αποφάσεως, το οποίο ανέφερε το εσφαλμένο ποσό των 4298543500 LIT, υποβλήθηκε στο μέλος της Επιτροπής, το εξουσιοδοτημένο να λάβει την απόφαση εξ ονόματος της Επιτροπής, υπογράφηκε απ' αυτόν στις 7 Απριλίου 1982 και κοινοποιήθηκε στη συνέχεια στην Ιταλική Δημοκρατία και στο Consorzio. Η Επιτροπή δεν αντιλήφθηκε αυτό το δεύτερο υλικό λάθος παρά κατά την εξέταση της πρώτης καταστάσεως προόδου των εργασιών το 1984.

    7

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι υπ' αυτές τις συνθήκες δεν είχε ποτέ την πρόθεση να χορηγήσει ενίσχυση του αναφερόμενου στην απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 ποσού και ότι η εν λόγω απόφαση είναι ανύπαρκτη. Επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται οτι, προς αποφυγή κάθε δυσμενούς διακρίσεως έναντι των δικαιούχων ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ, είχε την εξουσία και το καθήκον, άνευ χρονικών περιορισμών, να ανακαλέσει την απόφαση της της 7ης Απριλίου 1982 και να την αντικαταστήσει με νέα σύμφωνη προς τους εσωτερικούς της κανόνες και που αντιστοιχούσε στο πρόγραμμα επί του οποίου δόθηκε η ευνοϊκή γνώμη της μόνιμης επιτροπής γεωργικών διαρθρώσεων. Με αυτή την προοπτική, η Επιτροπή θεωρεί ότι το Consorzio δεν μπορεί να επικαλεστεί τις αρχές της ασφαλείας του δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά της ανακλητικής αποφάσεως. Πράγματι, το Consorzio γνώριζε, κατά την Επιτροπή, εξ υπαρχής ότι η απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 ήταν εσφαλμένη και παράνομη. Σχετικώς, η Επιτροπή αναφέρεται ειδικώς σε τηλετύπημα της 6ης Νοεμβρίου 1981. Με αυτό, οι υπηρεσίες της γνώρισαν στο Consorzio ότι καταρχήν ήταν σύμφωνες επί της τροποποιήσεως του υποβληθέντος προγράμματος, υπότην επιφύλαξη της γνώμης της μόνιμης επιτροπής γεωργικών διαρθρώσεων και της έγκρισης της Επιτροπής, και διευκρίνισαν ότι από αυτή την τροποποίηση θα προέκυπτε « μείωση της ενισχύσεως από 4446000000 σε 3343000000 LIT, υπολογιζόμενη βάσει του ανώτατου κόστους που μπορεί να γίνει δεκτό ».

    8

    Τονίζεται εξ υπαρχής ότι πλάνη η οποία συνίσταται στην έγκριση προγράμματος διαφορετικού απ' αυτό το οποίο διήλθε τα διάφορα στάδια της προπαρασκευαστικής διαδικασίας δεν μπορεί να θίξει την εκδοθείσα πράξη παρά κατά το μέτρο που είχε ως συνέπεια αντικειμενικές πλημμέλειες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι μόνες αντικειμενικές πλημμέλειες των οποίων γίνεται επίκληση είναι η παραβίαση των εσωτερικών κανόνων που αφορούν τον καθορισμό του ανωτάτου ποσού της ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ και το γεγονός ότι η Επιτροπή χορήγησε ενίσχυση ποσού διαφορετικού από εκείνο επί του οποίου η επιτροπή διαχειρίσεως είχε δώσει σύμφωνη γνώμη, χωρίς να προβεί προς το Συμβούλιο στην κοινοποίηση που προβλέπει το άρθρο 22, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού 355/77 του Συμβουλίου.

    9

    Πρέπει να εξεταστεί αν αυτές οι δύο πλημμέλειες, αν υποτεθεί ότι αποδεικνύονται και ότι αμφότερες πάσχουν από έλλειψη νομιμότητας, συγκαταλέγονται, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, μεταξύ εκείνων που μπορούν να συνεπάγονται την ανυπαρξία της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 1982. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, η απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 δεν μπορεί τότε να πάσχει παρά από απλή έλλειψη νομιμότητας, οπότε, η απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1984 θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ανακλητική απόφαση. Απομένει να εξεταστεί αν αυτή η ανάκληση δεν έθιξε τις αρχές της ασφαλείας του δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που επικαλείται το Consorzio με τον τρίτο του ισχυρισμό.

    10

    Όσον αφορά την ανυπαρξία, αναφέρεται ότι, όπως συμβαίνει και στα εθνικά δίκαια των διαφόρων κρατών μελών, υπέρ μιας διοικητικής πράξεως, έστω και πλημμελούς, υφίσταται, στο κοινοτικό δίκαιο, τεκμήριο νομιμότητας έως ότου ακυρωθεί ή ανακληθεί κατά την τακτική διαδικασία από το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχεται. Ο χαρακτηρισμός πράξεως ως ανύπαρκτης επιτρέπει να διαπιστωθεί, εκτός των προθεσμιών της προσφυγής, ότι αυτή η πράξη δεν παρήγαγε κανένα έννομο αποτέλεσμα. Για πρόδηλους λόγους ασφαλείας του δικαίου, αυτός ο χαρακτηρισμός πρέπει συνεπώς να επιφυλάσσεται, στο κοινοτικό δίκαιο, όπως συμβαίνει και με τα εθνικά δίκαια που τον αναγνωρίζουν, σε πράξεις που πάσχουν από εξαιρετικά σοβαρές και πρόδηλες πλημμέλειες.

    11

    Χωρίς να υφίσταται λόγος να κριθεί η σοβαρότητα των επικαλουμένων από την Επιτροπή πλημμελειών, αρκεί η διαπίστωση ότι ούτε η μία ούτε η άλλη είναι πρόδηλες. Καμία από αυτές δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή κατά την ανάγνωση της αποφάσεως. Πράγματι, οι εσωτερικοί κανόνες που αφορούν τον καθορισμό του ανωτάτου δυνατού ποσού της ενισχύσεως του ΕΓΤΠΕ στο πλαίσιο του κανονισμού 355/77 του Συμβουλίου, που προαναφέρθηκε, δεν έχουν δημοσιευθεί. 'Ετσι, εκτός των υπαλλήλων της Επιτροπής που οφείλουν να τους εφαρμόζουν κανονικά, κανείς άλλος δεν ήταν σε θέση να ελέγξει κατά την ανάγνωση της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 1982 εάν είχε γίνει παραβίαση τους. Το αυτό συμβαίνει και όσον αφορά την πλημμέλεια που σχετίζεται με την ασυμφωνία μεταξύ του υποβληθέντος στην επιτροπή διαχειρίσεως προγράμματος και της αποφάσεως που ελήφθη στις 7 Απριλίου 1982. Αποκλείεται, επομένως, η απόφαση της 7ης Απριλίου 1982 να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανύπαρκτη.

    12

    Δεδομένου, συνεπώς, ότι η απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1984 δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ως ανακλητική, απομένει να εξεταστεί αν αυτή συμφωνεί με τις απαιτήσεις του Δικαστηρίου σχετικά με την ανάκληση των παρανόμων διοικητικών πράξεων. Σχετικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο για τελευταία φορά με την απόφαση της 3ης Μαρτίου 1982 ( Alpha Steel κατά Επιτροπής 14/81, Συλλογή σ. 749 ), « η ανάκληση παράνομης πράξης επιτρέπεται αν επέρχεται εντός εύλογης προθεσμίας και αν η Επιτροπή επαρκώς έλαβε υπόψη της το μέτρο κατά το οποίο η προσφεύγουσα ενδεχομένως μπόρεσε να πιστεύσει στη νομιμότητα της πράξης ».

    13

    Πρέπει να εξεταστεί καταρχάς αν μπορεί να θεωρηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι η Επιτροπή έλαβε επαρκώς υπόψη της το μέτρο κατά το οποίο το Consorzio μπόρεσε να πιστεύσει στη νομιμότητα της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 1982.

    14

    Κακώς η Επιτροπή επικαλείται το τηλετύπημα που απηύθυνε στο Consorzio στις 6 Νοεμβρίου 1981 για να αποδείξει ότι το τελευταίο ήταν εν γνώσει από την αρχή του διαπραχθέντος υλικού λάθους και των παρανόμων συνεπειών του. Αυτό το τηλετύπημα που είναι περίπου κατά 6 μήνες προγενέστερο της ανακληθείσας απόφασης ανήγγελλε απλώς στο Consorzio μείωση του ποσού της ενισχύσεως και το ύψος αυτής της μειώσεως. Λαμβάνοντας γνώση της οριστικής αποφάσεως — για την οποία γινόταν ρητή επιφύλαξη σ' αυτό το τηλετύπημα —, το Consorzio μπορούσε κάλλιστα να αποδώσει την αύξηση της ενισχύσεως σε αλλαγή της στάσεως της Επιτροπής. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η αύξηση του ποσού της ενισχύσεως σε σχέση με το ποσό που του είχε αναγγελθεί προέκυπτε από την αντικατάσταση του διορθωμένου σχεδίου της αποφάσεως από εσφαλμένο σχέδιο αποφάσεως, δεδομένου ότι αυτή η αντικατάσταση παραμένει ακόμη και σήμερα ανεξήγητη για την ίδια την Επιτροπή. Εξάλλου, όπως αυτό ήδη τονίστηκε πιο πάνω, οι πλημμέλειες που αυτό το υλικό λάθος, κατά την Επιτροπή, προκάλεσε δεν ήταν από αυτές που μπορούν να διαφανούν με την ανάγνωση της αποφάσεως.

    15

    Πρέπει περαιτέρω να εξεταστεί αν η πλέον των δύο ετών προθεσμία που παρήλθε πριν ληφθεί η απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1984 μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογη κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

    16

    Σχετικώς, επιβάλλεται αρνητική απάντηση, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί, από τις πρώτες μέρες που ακολούθησαν τη γνωστοποίηση της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 1982, ότι το θεσπισθέν κείμενο δεν αντιστοιχούσε με το πρόγραμμα που είχε αποτελέσει το αντικείμενο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας.

    17

    Υπ' αυτές τις συνθήκες η με την απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1984 ανάκληση προσβάλλει τις αρχές της ασφαλείας του δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί.

    18

    Ως προς τα λοιπά αιτήματα του Consorzio, αυτά είναι απαράδεκτα, δεδομένου ότι εντός του πλαισίου της δικαιοδοσίας ακυρώσεως που του απονέμεται με το άρθρο 173 της Συνθήκης, το Δικαστήριο δεν έχει εξουσιοδοτηθεί ούτε να επικυρώνει τις αποφάσεις της Επιτροπής ούτε να της απευθύνει εντολές.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    19

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας ο ηττώμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθη, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής της 31ης Οκτωβρίου 1984.

     

    2)

    Απορρίπτει τα λοιπά αιτήματα της προσφυγής.

     

    3)

    Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

     

    Galmot

    Bosco

    Everling

    Joliét

    Moitinho de Almeida

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Φεβρουαρίου 1987.

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

    Υ. Galmot


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top