Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CC0148

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo της 7ης Οκτωβρίου 1986.
    Direction générale des impôts και Procureur de la République κατά Marie-Louise Forest, το γένος Sangoy, και SA Minoterie Forest.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de grande instance de Mâcon - Γαλλία.
    Εθνική κανονιστική ρύθμιση των ποσοστώσεων θραύσεως σίτου για την αλευροποιία.
    Υπόθεση 148/85.

    Συλλογή της Νομολογίας 1986 -03449

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:368

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    JEAN MISCHO

    της 7ης Οκτωβρίου 1986 ( *1 )

    Κύριε πρόεάρε,

    Κύριοι δικαστές,

    Από το 1936η αλευροποιία αποτελεί στη Γαλλία αντικείμενο επαγγελματικής κανονιστικής ρύθμισης που χαρακτηρίζεται από τον καθορισμό για κάθε αλευρόμυλο ετήσιας ποσοστώσεως θραύσεως μαλακού σίτου που πρόκειται να μεταποιηθεί σε άλευρο το οποίο προορίζεται για την εγχώρια κατανάλωση από ανθρώπους.

    Η επέκταση της ποσότητας θραύσεως των αλευρόμυλων είναι δυνατή εντός ορισμένων ορίων είτε με τη συνένωση αλευροποιών είτε με την εξαγορά δικαιώματος αλέσεως.

    Όταν μια επιχείρηση αλευροποιίας υπερβαίνει την ποσόστωση θραύσεως, της επιβάλλεται πρόστιμο που καθορίζεται βάσει του αριθμού των εκατολίτρων σίτου που αλέστηκαν παρανόμως καθώς και δήμευση του αντιστοίχου αλεύρου.

    Κατά το 1982 και κατά το 1983η SA Minoterie Forest υπερέβη την ποσόστωση αλέσεως σίτου και κατά συνέπεια η Direction générale des impôts ( γενική διεύθυνση φόρων ) ενήγαγε την εν λόγω εταιρία και την πρόεδρο γενική διευθύντριά της M. L. Forest ενώπιον του Tribunal de grande instance ( πλημμελειοδικείου ) του Mâcon.

    Επειδή οι κατηγορούμενες ισχυρίστηκαν ότι η γαλλική κανονιστική ρύθμιση αντιβαίνει προς ορισμένες διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης ή κοινοτικών κανονισμών που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή της, το Tribunal de grande instance έκρινε ότι πράγματι τίθεται σχετικό πρόβλημα και κατά συνέπεια υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:

    « Η γαλλική κανονιστική ρύθμιση που έχει θεσπιστεί με το διάταγμα της 24ης Απριλίου 1936, όπως έχει τροποποιηθεί ιδίως από το διάταγμα 61-1033 της 11ης Σεπτεμβρίου 1961, με την οποία επιβάλλεται η ποσόστωση θραύσεως σίτου και περιορίζονται οι παραγωγικές ικανότητες των αλευροποιείων, πρέπει να κριθεί ως αντίθετη προς τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2727/75 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών, ή και τις διατάξεις των άρθρων 30 έως 37 της Συνθήκης της Ρώμης; »

    Δεδομένου ότι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται στο πλαίσιο του άρθρου 177 ως προς το εάν συμβιβάζονται οι διατάξεις εθνικού μέτρου με το κοινοτικό δίκαιο, το ερώτημα που υπέβαλε το Tribunal de grande instance του Mâcon πρέπει να διατυπωθεί εκ νέου. Τούτο συνίσταται κατ' ουσία στο αν είτε ο κανονισμός 2727/75 του Συμβουλίου της 29ης Οκτωβρίου 1975 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών είτε τα άρθρα 30 έως 37 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντίκεινται σε διατάξεις όπως αυτές που θεσπίστηκαν από την εξεταζόμενη εθνική κανονιστική ρύθμιση.

    Κατά την έγγραφη και την προφορική διαδικασία δεν αμφισβητήθηκε ότι η γαλλική νομοθεσία έχει σκοπό να διευκολύνει τη μείωση των παραγωγικών ικανοτήτων της αλευροβιομηχανίας που κατέστησαν πλεονάζουσες μετά την ελάττωση της καταναλώσεως άρτου. Η εν λόγω νομοθεσία επιδιώκει ιδίως να αποφευχθεί η βίαια και αδικαιολόγητη εξαφάνιση επιχειρήσεων οι οποίες, παρόλο που είναι μικρές ή μεσαίες, μπορούν να θεωρηθούν αποδοτικές ή χρήσιμες από απόψεως γενικού συμφέροντος.

    Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας Η. Mayras σχετικά με την ίδια αυτή νομοθεσία στην υπόθεση Van Haaster ( 1 )« στόχος τέτοιων μέτρων είναι η εξυγίανση της βιομηχανίας μεταποιήσεως γεωργικών προϊόντων και όχι η μείωση της παραγωγής των προϊόντων αυτών ».

    Εξάλλου δεν αμφισβητείται ότι:

    α)

    η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση περιορίζει μόνο την ικανότητα θραύσεως των αλευρόμυλων όσον αφορά το σίτο που προορίζεται για την εγχώρια κατανάλωση από ανθρώπους ανεξαρτήτως της προελεύσεως του τελευταίου·

    β)

    επομένως, η ποσόστωση δεν εφαρμόζεται ως προς το σίτο που πρόκειται να εξαχθεί ή να επανεξαχθεί κατόπιν μεταποιήσεως·

    γ)

    δεν περιορίζονται οι εισαγωγές σίνου ή αλεύρου στη Γαλλία· άρα οι γάλλοι αλευροποιοί είναι ελεύθεροι να αγοράσουν από το εξωτερικό, εάν το επιθυμούν, το σύνολο του σίτου που σκοπεύουν να μεταποιήσουν.

    Αν και οι διατάξεις της Συνθήκης περί καταργήσεως των δασμολογικών και εμπορικών εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο πρέπει να θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος των κοινών οργανώσεων αγοράς ( 2 ), προτιμώ, για τη σαφήνεια της αναπτύξεως αλλά και λόγω της διατυπώσεως του υποβληθέντος ερωτήματος, να αναλύσω χωριστά το ζήτημα αν κανονιστική ρύθμιση όπως η αμφισβητούμενη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου συμβιβάζεται με τα άρθρα 30 και επόμενα της Συνθήκης.

    Θα εξετάσω λοιπόν διαδοχικά τους κανόνες που προκύπτουν για μια νομοθεσία όπως η επίδικη:

    από τα άρθρα 30 και επόμενα της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας·

    από τον κανονισμό 2727/75 του Συμβουλίου περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών

    από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 5 και 85 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    Α — Τα άρθρα 30 έως 37 της Συνθήκης

    Οι κατηγορούμενες στην κύρια δίκη ισχυρίζονται ότι η « γαλλική κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει την ποσόστωση της ικανότητας θραύσεως των αλευρόμυλων, καθόσον εμποδίζει τους γαλλικούς αλευρόμυλους να προβούν ελευθέρως στην απόκτηση σίτου και ιδίως σίτου ο οποίος παράγεται σε άλλα κράτη μέλη και ο οποίος διατίθεται στη γαλλική αγορά μόνο εφόσον και το άλευρο που παράγεται από αυτόν πρόκειται να διατεθεί προς κατανάλωση στη γαλλική αγορά, θίγει, τουλάχιστον δυνητικά, το σύστημα του ενδοκοινοτικού εμπορίου και κατά συνέπεια πρέπει να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ ».

    Η Επιτροπή κρίνει αντιθέτως ότι: « κανένας περιορισμός ούτε κατά την εισαγωγή ούτε κατά την εξαγωγή αλεύρου, ικανός να στοιχειοθετήσει παράβαση των άρθρων 30 και 34 της Συνθήκης (που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της οργανώσεως αγοράς) δεν διαφαίνεται να προκύπτει, άμεσα ή έμμεσα, από μέτρα όπως αυτά... ». Αναλύοντας περαιτέρω η Επιτροπή τα αποτελέσματα του συστήματος αυτού ως προς το οίνο συμπεραίνει ότι « σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή, η γαλλική κανονιστική ρύθμιση δεν έχει περιοριστικό σκοπό ή αποτελέσματα ».

    Η κυβέρνηοη νης Γαλλικής Δημοκρανίας παρατηρεί ότι: « πολύ περισσότερο δεν τίθεται σε κίνδυνο η ελευθερία του ενδοκοινοτικού εμπορίου..., εφόσον το σύστημα δεν θεσπίζει κανέναν ποσοτικό περιορισμό ούτε επί των εισαγωγών ούτε επί των εξαγωγών και τούτο τόσο ως προς το άλευρο όσο και ως προς το σίτο. Δεν μπορεί δε να προβληθεί κανένα έμμεσο ή δυνητικό περιοριστικό αποτέλεσμα επί των εισαγωγών προελεύσεως ΕΟΚ ».

    Ας σημειωθεί καταρχάς ότι οι διατάξεις των άρθρων 34 ( περιορισμοί επί των εξαγωγών ) και 37 ( κρατικά μονοπώλια ) δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στην υπό κρίση υπόθεση.

    Θα παρατηρήσω κατόπιν ότι από την προηγηθείσα εξέταση των σκοπών της επίδικης κανονιστικής ρύθμισης προκύπτει ότι « αντικείμενό της δεν είναι η ρύθμιση των εμπορικών ροών » ( 3 ). Η εν λόγω νομοθεσία τυπικά δεν εισάγει διακρίσεις. Εφαρμόζεται αδιακρίτως επί του γαλλικού και του εισαγομένου σίτου.

    Τώρα, εκκινώντας από αυτά τα δεδομένα, πρέπει να εξεταστεί αν η επίδικη κανονιστική ρύθμιση είναι ωστόσο « ικανή να παρεμβάλλει εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά » ( 4 ) και αν σε ενδεχόμενη περίπτωση τα εμπόδια που μπορεί τυχόν να προκύψουν πρέπει να γίνουν αποδεκτά διότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση είναι αναγκαία για την ικανοποίηση « επιτακτικών αναγκών ».

    Στην προκειμένη περίπτωση καταλήγουμε γι' άλλη μια φορά στη διαπίστωση ότι οποιοσδήποτε αλευροποιός ή έμπορος μπορεί να εισάγει ελεύθερα στη Γαλλία απεριόριστη ποσότητα σίτου ή αλεύρου.

    Επομένως, δεν υπάρχει πραγματικό ή άμεσο εμπόδιο στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

    Απομένει ωστόσο να καθοριστεί εάν το σύστημα του περιορισμού των δικαιωμάτων αλέσεως είναι ικανό να παρεμποδίσει έμμεσα ή δυνητικά τις εισαγωγές που ενδεχομένως θα πραγματοποιούνταν αν δεν υπήρχε ή έστω να τις καταστήσει δυσχερέστερες ή επαχθέστερες.

    Πάντως, αν υποτεθεί ότι όλοι οι γάλλοι αλευροποιοί επιθυμούν να προμηθευτούν σίτο από άλλες χώρες της Κοινότητας μέχρι του συνόλου των ποσοστώσεών τους ( απόφαση την οποία μπορούν να λάβουν κατ' ελευθέρα κρίση ), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι όλες οι εισαγωγές σίτου που είναι αναγκαίες για την κάλυψη της εγχώριας καταναλώσεως αλεύρου από ανθρώπους μπορούν να πραγματοποιηθούν απρόσκοπτα και τούτο διότι το σύνολο των δικαιωμάτων θραύσεως υπερβαίνει κατά πολύ το μέγεθος αυτής της καταναλώσεως ( 5 ).

    Αν εξεταστεί κατόπιν η ατομική κατάσταση κάθε αλευροποιού καταλήγουμε στις ακόλουθες διαπιστώσεις.

    Κάθε αλευρόμυλος διαθέτει μια σαφώς καθορισμένη ετήσια ικανότητα παραγωγής που είναι συνάρτηση των τεχνικών εγκαταστάσεων του.

    Επομένως, δεν είναι παράλογο να γίνει δεκτό ότι η ποσόστωση θραύσεως πολλών αλευρόμυλων τονίζεται, εδώ και πολύ καιρό, με την ετήσια ικανότητά τους παραγωγής αλεύρου.

    Πράγματι, η απόφαση της 27ης Ιουνίου 1938 που καθορίζει τις ποσοστώσεις ορίζει ότι « ο αριθμός των εκατολίτρων σίτου που επιτρέπεται να αλέθει ετησίως κάθε αλευρόμυλος για την εγχώρια κατανάλωση ισούται προς το μέσο όρο της μέγιστης πραγματικής ικανότητας θραύσεως (μη περιλαμβανομένου του σίτου που τελεί υπό καθεστώς προσωρινής εισδοχής) που διαπιστώθηκε κατά τα έτη 1927 έως 1935 και της ετήσιας ισχύος θραύσεως του αλευρόμυλου υπολογιζομενης επί τριακοσίων ημερών κατ' έτος ο τελευταίος αυτός παράγοντας αποτελεί σε κάθε περίπτωση το ανώτερο όριο της ποσόστωσης ».

    Ικανός αριθμός αλευρόμυλων, των οποίων η αρχική ποσόστωση δεν έφτανε την ετήσια ισχύ θραύσεως, αναγκάστηκαν έκτοτε να αποκτήσουν τα δικαιώματα αλέσεως που τους έλειπαν για να φτάσουν στο επίπεδο αυτό.

    Από τους αλευρόμυλους αυτοί που αύξησαν λόγω εκσυγχρονισμού την ικανότητα παραγωγής τους από το 1938 έως σήμερα, είχαν επίσης τη δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσθετα δικαιώματα αλέσεως.

    Όπως προκύπτει από τις στατιστικές που επισυνάπτονται στις απαντήσεις της γαλλικής κυβερνήσεως επί των ερωτημάτων του Δικαστηρίου, μόνο μεταξύ 1968 και 1984, ο αριθμός των αλευρόμυλων μειώθηκε κατά 1528 πράγμα που οδήγησε στη διάθεση στην αγορά σημαντικού αριθμού δικαιωμάτων αλέσεως.

    Μεταξύ 1981 και 1984, 492 αλευρόμυλοι αγόρασαν δικαιώματα θραύσεως που ανέρχονταν συνολικά σε 550982 τόνους σίτου.

    Εξάλλου δεν είναι πάντοτε αναγκαίο να έχει ένας αλευρόμυλος δικαιώματα θραύσεως που να αντιστοιχούν στη συνολική ικανότητα παραγωγής του. Συχνά επιχειρήσεις κάθε είδους λειτουργούν κάτω από τα όρια της μέγιστης ικανότητάς τους. Εκείνο που έχει σημασία είναι το να ασκούν τα δικαιώματα θραύσεως για την κάλυψη των παραγγελιών του αλευρόμυλου.

    Επιπλέον, τέτοια δικαιώματα μπορούν να αγοραστούν και εκ των υστέρων στο τέλος του έτους, έναντι τιμήματος που δεν φαίνεται απαγορευτικό ( 6 ). Η κτήση τους είναι οριστική.

    Βεβαίως είναι αληθές ότι αν κατά τη διάρκεια κάποιου έτους ένας συγκεκριμένος αλευροποιός αποφασίσει να μην δεχτεί όλες τις παραγγελίες που τυχόν του ανατεθούν φοβούμενος μήπως στο τέλος του έτους δεν διαθέτει τα αναγκαία δικαιώματα αλέσεως, θα υποχρεωθεί να ματαιώσει την αγορά των ποσοτήτων σίτου που αντιστοιχούν στις εν λόγω παραγγελίες.

    Ο εν λόγω μερικός περιορισμός των αγορών σίτου είναι ικανός να θίξει είτε τον γαλλικής καταγωγής σίτο είτε τον εισαγόμενο αναλόγως του αν ο αλευροποιός σκόπευε να προμηθευτεί από τη Γαλλία ή από το εξωτερικό.

    Κατά συνέπεια αυτός ο « κίνδυνος μη αγοράς » δεν απειλεί περισσότερο τα προϊόντα που μπορούν να εισαχθούν απ' όσο τα προϊόντα που μπορούν να αγοραστούν στην εσωτερική γαλλική αγορά.

    Ή μάλλον, παραφράζοντας τη διατύπωση του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 60/84 και 61/84 που αφορούσαν τις ταινίες μαγνητοσκοπίου (προτάσεις της 20ής Μαρτίου 1985, Συλλογή 1985, σ. 2605) « ο λόγος που θα οδηγούσε το γάλλο αλευροποιό να μην αγοράσει σίτο από γάλλο παραγωγό συμπίπτει με το λόγο που θα τον οδηγούσε να μην αγοράσει από παραγωγό άλλου κράτους μέλους ». Επομένως οι εν λόγω δύο κατηγορίες σίτου τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες.

    Συνεπώς το αμφισβητούμενο σύστημα δεν έχει ως αποτέλεσμα την υποστήριξη της εγχώριας παραγωγής σε σχέση με την παραγωγή των άλλων κρατών μελών ( σύμφωνα με τη διατύπωση του Δικαστηρίου ιδίως στην απόφαση « ταινίες μαγνητοσκοπίου » της 11ης Ιουλίου 1985, σκέψη 21 ), ούτε πάλι καθιστά δυσμενέστερη τη θέση των εισαγομένων προϊόντων σε σχέση με τα εγχώρια προϊόντα (βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980« διαφήμιση των οινοπνευματωδών ποτών », υπόθεση 152/78, Rec. 1980, σ. 2299, σκέψη 14).

    Ωστόσο, όπως μόλις κατέδειξα, η εφαρμογή του συστήματος μπορεί σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις να οδηγήσει ένα μεμονωμένο αλευροποιό στο να ματαιώσει είτε την προμήθεια σίτου από την εγχώρια αγορά είτε την εισαγωγή. Επομένως, δυνητικά μπορεί να παρεμβάλει εμπόδια σε ορισμένες εμπορικές ανταλλαγές.

    Υπό τις προϋποθέσεις αυτές ο περιορισμός του δικαιώματος αλέσεως σίτου που προβλέπει το εν λόγω σύστημα δεν συμβιβάζεται με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων που προβλέπει η Συνθήκη παρά μόνο υπό τον όρο ότι τα ενδεχόμενα εμπόδια που δημιουργεί στο ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν υπερβαίνουν το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και εφόσον ο σκοπός αυτός δικαιολογείται βάσει του κοινοτικού δικαίου ( βλέπε τη σκέψη 22 της προαναφερθείσης αποφάσεως του Δικαστηρίου « ταινίες μαγνητοσκοπίου » ).

    Κατά τη γνώμη μου δεν μπορούμε να αρνηθούμε μια τέτοια δικαιολογία σε ένα σύστημα που περιορίζει τα δικαιώματα αλέσεως των αλευρόμυλων όσον αφορά το σίτο που προορίζεται για την κατανάλωση αλεύρου εντός κράτους μέλους, όταν το σύνολο των εν λόγω δικαιωμάτων αλέσεως υπερβαίνει το μέγεθος της εγχώριας καταναλώσεως και όταν το υπό κρίση σύστημα αποσκοπεί στο να επιτρέψει τη συστηματική αναδιάρθρωση του τομέα της αλευροποιίας και να εξασφαλίσει την ύπαρξη αλευρόμυλων σε όλες τις περιοχές του εν λόγω κράτους μέλους.

    Σ' αυτή την περίπτωση πρόκειται για « θεμιτή επιλογή οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, σύμφωνη προς τους επιδιωκομένους από τη Συνθήκη στόχους γενικού συμφέροντος » ( 7 ).

    Β — Η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των σιτηρών

    1. Η αρχή της επικουρικής αρμοδιότητας.

    Καταρχάς πρέπει να διευκρινιστεί το ζήτημα αν κράτος μέλος έχει δικαίωμα να διατηρήσει σε ισχύ μια τέτοια νομοθεσία μετά την έναρξη ισχύος της κανονιστικής ρυθμίσεως περί κοινής οργανώσεως αγοράς των σιτηρών και των προϊόντων πρώτης μεταποιήσεως.

    Οι κατηγορούμενες στην κύρια δίκη αναγνωρίζουν ότι τα κράτη μέλη έχουν αυτή την επικουρική αρμοδιότητα, αλλά κρίνουν ότι η επίδικη κανονιστική ρύθμιση υπερβαίνει τα όρια της εν λόγω αρμοδιότητας, επειδή κατά την άποψη τους δεν είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση των σκοπών του άρθρου 39 Kat επειδή αντιβαίνει προς τις αρχές που διέπουν την κοινή οργάνωση αγοράς και προς τις διατάξεις του κανονισμού 2727/75.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι « ενόσω η Κοινότητα δεν λαμβάνει κοινά μέτρα δεν μπορεί να απαγορευθεί σε κράτος μέλος η διατήρηση σε ισχύ εθνικής νομοθεσίας περί συστηματικής αναδιαρθρώσεως της αλευροποιίας καθόσον αυτή δεν είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των σιτηρών και δεν εφαρμόζεται ούτε επί των εισαγωγών ούτε επί των εξαγωγών αλεύρου » ( 8 ).

    Δεδομένου ότι ο κανονισμός 2727/75 δεν περιέχει καμιά διάταξη που να αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα στη δραστηριότητα των αλευ-ροποιείων και επειδή το Συμβούλιο δεν έχει υιοθετήσει μέχρι σήμερα την πρόταση κανονισμού της Επιτροπής «περί εξυγιάνσεως της αγοράς των προϊόντων που προκύπτουν από το άλεσμα των... σιτηρών», έχω και εγώ τη γνώμη ότι τα κράτη μέλη διατηρούν κατ' αρχήν το δικαίωμα να νομοθετούν στον εν λόγω τομέα.

    Ωστόσο, απομένει να εξεταστεί αν μια νομοθεσία που φέρει τα χαρακτηριστικά της γαλλικής νομοθεσίας στην πραγματικότητα μπορεί να παραβλάψει τους στόχους του άρθρου 39 της Συνθήκης ΕΟΚ ή τις διατάξεις της κοινής οργανώσεως αγοράς στον εξεταζόμενο τομέα.

    2. Η άσκηση της επικουρικής αρμοδιότητας

    α) Οι στόχοι τον άρθρου 39 της Συνθήκης ΕΟΚ

    Επ' αυτού θα είμαι πάρα πολύ σύντομος. Πράγματι, δεν αποδείχθηκε κατά τι μια κανονιστική ρύθμιση όπως η ισχύουσα στη Γαλλία μπορεί να εμποδίσει την αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργίας, την άριστη χρησιμοποίηση των συντελεστών παραγωγής, να θέσει σε κίνδυνο το βιοτικό επίπεδο του αγροτικού πληθυσμού, τη σταθεροποίηση των αγορών ή την εξασφάλιση του ανεφοδιασμού ή να παρεμποδίσει τη διαμόρφωση λογικών τιμών κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές.

    Αντιθέτως, μπορεί να λεχθεί ότι μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση επιτρέποντας να μειωθούν κατά τρόπο συστηματικό οι πλεονάζουσες παραγωγικές ικανότητες που υπάρχουν στον τομέα της αλευροποιίας συμβάλλει στην άριστη χρησιμοποίηση των συντελεστών παραγωγής και επομένως στην ελάττωση του κόστους μεταποιήσεως. Εξάλλου, διασφαλίζοντας την ύπαρξη αλευρόμυλων μικρής ή μέσης παραγωγικής ικανότητας ( 9 ) πλησίον των παραγωγών σίτου και των καταναλωτών αλεύρου, συμβάλλει επίσης στην εξασφάλιση του εφοδιασμού.

    β) Οι αρχές της κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών

    Στην εισαγωγή των προτάσεων αυτών διαπίστωσα ότι το σύστημα που ισχύει στη Γαλλία δεν συνεπάγεται κανέναν ποσοτικό περιορισμό επί του εμπορίου αλεύρου ή σίτου μεταξύ της Γαλλίας και των άλλων κρατών μελών ή των τρίτων χωρών είτε κατά την εισαγωγή είτε κατά την εξαγωγή.

    Υπό το στοιχείο Α ανέφερα τους λόγους για τους οποίους κρίνω ότι ένα σύστημα όπως αυτό που ισχύει στη Γαλλία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο μέρος της κοινής οργανώσεως αγοράς.

    Συνεπώς το εν λόγω σύστημα πρέπει να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται και με το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 2727/75 που επεκτείνει την εφαρμογή των αρχών του άρθρου 30 στο εμπόριο με τις τρίτες χώρες.

    Ομοίως, αυτή η κανονιστική ρύθμιση δεν επιφέρει περιορισμό της παραγωγής αλεύρου ή σίτου.

    Επομένως, κακώς επικαλούνται οι κατηγορούμενες στην κύρια δίκη τις αποφάσεις Van Haaster και Van den Hazel του Δικαστηρίου.

    Ο γενικός εισαγγελέας Η. Mayras είχε ήδη επισημάνει με τις προαναφερθείσες προτάσεις του της 2ας Οκτωβρίου 1974 στην υπόθεση 190/73, Van Haaster ότι δεν υπάρχει καμιά αναλογία μεταξύ μιας νομοθεσίας που εξαρτά την καλλιέργεια υακίνθων από ποσοτικούς περιορισμούς και του γαλλικού καθεστώτος της αλευροποιίας.

    Η ίδια αιτιολογία μπορεί να ισχύσει και όσον αφορά την ποσόστωση της σφαγής πουλερικών κατόπιν παχύνσεως, η οποία αμφισβητήθηκε στην υπόθεση Van den Hazel ( 111/76, απόφαση της 18ης Μαΐου 1977, Rec. σ. 901).

    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η γαλλική παραγωγή αλεύρου μπορεί να αναπτύσσεται ελεύθερα ενόσω το σύνολο των δικαιωμάτων θραύσεως υπερβαίνει την εσωτερική γαλλική κατανάλωση και συγχρόνως δεν υποβάλλεται σε κανέναν περιορισμό η παρασκευή αλεύρου που προορίζεται για εξαγωγή.

    Δεν υποστηρίχθηκε ωστόσο ότι το σύνολο των δικαιωμάτων θραύσεως υπήρξε κάποτε κατώτερο από την ποσότητα σίτου που απαιτείται για να καλυφθεί η εσωτερική γαλλική κατανάλωση αλεύρου ούτε ότι η γαλλική κυβέρνηση προτίθεται να αλλάξει την κατάσταση αυτή στο μέλλον. ( Κατά το 1984 τα δικαιώματα θραύσεως ανέρχονταν σε 55 εκατομμύρια εκατολίτρων σίτου και η εγχώρια κατανάλωση αλεύρου για ανθρώπινες ανάγκες αντιστοιχούσε σε 43 εκατομμύρια εκατολίτρων. )

    Το σύστημα των ποσοστώσεων δεν ανακόπτει ούτε την παραγωγή σίτου. Πράγματι, η σπορά δεν γίνεται μόνο βάσει της εγχώριας καταναλώσεως αλεύρου ή των δικαιωμάτων θραύσεως των αλευρόμυλων αλλ' επίσης και κυρίως βάσει των καλλιεργησίμων γαιών που είναι κατάλληλες γι' αυτή την παραγωγή και των δυνατοτήτων που οι γεωργοί εκτιμούν ότι έχουν για εξαγωγή του σίτου είτε όπως έχει ( 165 εκατομμύρια εκατολίτρων κατά το 1984) είτε υπό μορφή αλεύρου ( 18 εκατομμύρια εκατολίτρων σίτου) ή για να τον πωλήσουν ως ζωοτροφή ( 45 εκατομμύρια εκατολίτρων ).

    Έτσι, παρά το γεγονός ότι η εγχώρια κατανάλωση από ανθρώπους απορρόφησε μόνο 43 εκατομμύρια εκατολίτρων σίτου, η Γαλλία παρήγαγε 313 εκατομμύρια εκατολίτρων σίτου κατά την περίοδο 1983/84.

    γ) Το καθεστώς τιμών πον θεσπίστηκε στο πλαίσιο τι/ς οργανώσεως αγοράς

    Η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των σιτηρών δεν θέσπισε καθεστώς κοινών τιμών όσον αφορά το σιτάλευρο.

    Εξάλλου δεν μπορώ να εντοπίσω κατά ποιο τρόπο η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση είναι δυνατό να επηρεάσει τη διαμόρφωση της τιμής του σίτου.

    Κατά το 1984 το καθεστώς των ποσοστώσεων επέτρεψε να μεταποιηθεί σε άλευρο προοριζόμενο για την εγχώρια κατανάλωση ποσότητα 55 εκατομμυρίων εκατολίτρων σίτου. Στην πραγματικότητα η ζήτηση δικαιολογούσε τη μεταποίηση μόνο 43 εκατομμυρίων εκατολίτρων. Επομένως μπορεί να υποτεθεί ότι χωρίς την εν λόγω κανονιστική ρύθμιση κανένα εκατόλιτρο επιπλέον δεν θα είχε μεταποιηθεί σε άλευρο.

    Επομένως, η ισχύουσα κανονιστική ρύθμιση δεν διατάραξε έστω και κατ' ελάχιστο την ελεύθερη προσφορά και ζήτηση σίτου ούτε το μηχανισμό τιμών και το σύστημα παρεμβάσεως που θέσπισε η κοινή οργάνωση αγοράς.

    Εξάλλου είναι προφανές ότι σε μια χώρα όπως η Γαλλία όπου ο χρησιμοποιούμενος για την εγχώρια κατανάλωση αλεύρου σίτος αντιπροσωπεύει μόνο 14 °/ο περίπου της συνολικής παραγωγής του εν λόγω εμπορεύματος, την τιμή του σίτου την καθορίζει ο όγκος αυτής ακριβώς της συνολικής παραγωγής.

    Γ — Οι κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης

    Μολονότι το παραπέμπον δικαστήριο δεν υπέβαλε ερώτημα ως προς το αν κανονιστική ρύθμιση όπως η εξεταζόμενη συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης στον τομέα του ανταγωνισμού, οι κατηγορούμενες στην κύρια δίκη έθιξαν εκτενώς το εν λόγω ζήτημα. Οι παρατηρήσεις τους συνοψίζονται κατά τρόπο αρκετά διεξοδικό στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και επομένως δεν χρειάζεται να τις υπενθυμίσω εδώ.

    Μόνο το άρθρο 85 της Συνθήκης θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη στο σημείο αυτό. Το εν λόγω άρθρο αφορά τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και τις εναρμονισμένες πρακτικές, όχι όμως και τα νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα των κρατών μελών. Αλλ' όπως δέχτηκε κατ' επανάληψη το Δικαστήριο « τα κράτη μέλη οφείλουν πάντως, δυνάμει του άρθρου 5, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης, να μη θίγουν με την εθνική νομοθεσία τους την πλήρη και ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, ούτε τις έννομες συνέπειες των πράξεων που θεσπίζονται προς εκτέλεση του, επιπλέον δε να μη λαμβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα, έστω και υπό μορφή νομοθετικής ή κανονιστικής πράξεως, ικανά να εξαλείψουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων περί ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις » ( 10 ).

    Ωστόσο νομίζω ότι η Επιτροπή και η γαλλική κυβέρνηση απέδειξαν κατά τρόπο πειστικό ότι η επίδικη νομοθεσία δεν επιβάλλει στις επιχειρήσεις αλευροποιίας να τηρήσουν συμπεριφορά απαγορευόμενη από το άρθρο 85 και δεν ενθαρρύνει ούτε επιτρέπει παρόμοια συμπεριφορά.

    Το γεγονός ότι η επίδικη κανονιστική ρύθμιση, θεσπίζοντας τα δικαιώματα αλέσεως, καθιστά πρακτικά εφικτή τη σύσταση σχετικών συμπράξεων δεν νομίζω ότι θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού. Όπως η Επιτροπή έτσι και εγώ έχω τη γνώμη ότι μόνο αν η γαλλική νομοθεσία καθιστούσε νομικά εφικτές τις συμπράξεις αυτές, υπό την έννοια ότι θα τις καθιστούσε νόμιμες, θα ήταν κατακριτέα βάσει των άρθρων 3, στοιχείο στ), 5, δεύτερη παράγραφος, και 85 της Συνθήκης.

    Υπάρχει ένας ακόμη λόγος για τον οποίο το άρθρο 85 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στην υπό κρίση υπόθεση. Πρόκειται για το ότι η κανονιστική ρύθμιση δεν είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

    Στην απόφαση της 5ης Απριλίου 1984 ( Van de Haar και Kaveka de Meern, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 177 και 178/82, Συλλογή σ. 1797 ), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι " η διάταξη αυτή λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν πρόκειται για περιοριστικές του ανταγωνισμού συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές που επηρεάζουν αιοθητά το ενδοκοινοτικό εμπόριο (σκέψη 11 ), ενώ το άρθρο 30 της Συνθήκης δεν διακρίνει μεταξύ των μέτρων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό αναλόγως του βαθμού κατά τον οποίο επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (σκέψη 13).

    Πάντως δεν νομίζω ότι μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το γαλλικό σύστημα ποσοστώσεως των δικαιωμάτων θραύσεως μπορεί να επηρεάσει κατά τρόπο αισθητό το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

    Ανέφερα ανωτέρω ότι στην περίπτωση κατά την οποία όλοι οι αλευροποιοί θα αποφάσιζαν να αγοράσουν από το εξωτερικό το σίτο που απαιτείται για να καλυφθεί η εγχώρια κατανάλωση αλεύρου, θα μπορούσαν να το πράξουν χωρίς καμιά δυσχέρεια.

    Εξάλλου, το γεγονός ότι ένας μεμονωμένος αλευροποιός μπορεί περιστασιακά να υποχρεωθεί να ματαιώσει την αγορά πρόσθετης ποσότητας σίτου είτε από γάλλο είτε από αλλοδαπό προμηθευτή δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση «την ελευθερία του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών κατά τρόπο που θα μπορούσε να παραβλάψει την υλοποίηση των σκοπών για μια ενιαία αγορά μεταξύ κρατών» ( 11 ).

    Στην περίπτωση κατά την οποία ορισμένοι αλευροποιοί θα συνέπρατταν για να μη διαθέσουν στην αγορά τα δικαιώματα αλέσεως τα οποία κατέχουν και των οποίων δεν έκαναν χρήση, εναπόκειται στις γαλλικές αρχές να εξετάσουν την εν λόγω σύμπραξη βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

    Το κοινοτικό δίκαιο δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη παρά μόνο αν οι ποσότητες σίτου που « αποκλείστηκαν » είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση του συνόλου των δικαιωμάτων αλέσεως που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κάτω από το επίπεδο της εγχώριας καταναλώσεως, πράγμα που φαίνεται εντελώς θεωρητικό.

    Συμπερασματικά, προτείνω να δοθεί η εξής απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το Tribunal de grande instance του Mâcon:

    Το άρθρο 30 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και οι διατάξεις του κανονισμού 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών δεν πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντίκεινται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση που περιορίζει τις παραγωγικές ικανότητες των αλευροποιείων όσον αφορά το άλευρο που πρόκειται να διατεθεί προς κατανάλωση από ανθρώπους εντός του εν λόγω κράτους μέλους όταν το σύνολο των δικαιωμάτων θραύσεως σίτου που προκύπτει από αυτή την κανονιστική ρύθμιση υπερβαίνει την ποσότητα σίτου που απαιτείται για να καλυφθεί η ανωτέρω εγχώρια κατανάλωση αλεύρου από ανθρώπους και όταν τα ενδεχόμενα εμπόδια που η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση μπορεί να δημιουργήσει δεν υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου προκειμένου να εξασφαλιστεί η συστηματική αναδιάρθρωση του τομέα της αλευροποιίας στο εν λόγω κράτος μέλος.


    ( *1 ) Μετάφραση από τα γαλλικά.

    ( 1 ) Υπόθεση 190/73, Rec. 1974, σ. 1129 και ιδίως σ. 1143, δεύτερη στήλη, τελευταίο εδάφιο.

    ( 2 ) Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 1978 στην υπόθεση 83/78, Pigs Marketing Board κατά Redmond, Rec. σ. 2347, σκέψεις 52 έως 55.

    ( 3 ) Βλέπε απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, συνεκδικασΟείσες υποθέσεις 60 και 61/84, « Ταινίες μαγνητοσκοπίου, « Συλλογή σ. 2605, σκέψη 21.

    ( 4 ) Βλέπε παραδείγματος χάρη υπόθεση 8/74, Dassonville, Rec. 1974, σ. 837, ή την υπόθεση 35/76, Simmenthal, Rec. 1976, σ. 1871, σκέψεις 11 και 12.

    ( 5 ) Επ' αυτού προστίθεται το γεγονός ότι η εισαγωγή σίτου ο οποίος πρόκειται να επανεξαχΟεί υπό μορφή αλεύρου δεν εμπίπτει στην επίμαχη νομοθεσία.

    ( 6 ) 13 % της αξίας του τελικού προϊόντος κατά την Επιτροπή, 16 ο/ο κατά τις κατηγορούμενες στην κύρια δίκη.

    ( 7 ) Ι3λέπε σημείο 12 του σκεπτικού της αποφάσεως της 14ης Ιουλίου 1981. υπόθεση 155/80, Oebel, Συλλογή 1981. σ. 1993. 2008.

    ( 8 ) Βλέπε τις προτάσεις της Επιτροπής σ. 8, εδάφιο 1. Η Επιτροπή καταλήγει σ' αυτό το συμπέρασμα με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1984, « Jongcncel Kaas », υπόθεση 237/83, σ. 483, και ιδίως τη σκέψη 13, σ. 484, που έχει ως εξής: «Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένας κοινοτικός κανόνας περί της ποιότητας των τυροκομικών προϊόντων, ία κράτη μέλη διατηρούν την εξουσία να επιβάλλουν τέτοιους κανόνες στους παραγωγούς τυριών που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος τους. Η εξουσία αυτή εκτείνεται όχι μόνο στους κανόνες που θεωρούνται ως αναγκαίοι για την προστασία του καταναλωτή ή της δημόσιας υγείας, αλλά και στους κανόνες που επιθυμούν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη για την προαγωγή της ποιότητας της εθνικής παραγωγής. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να δημιουργούν διάκριση εις βάρος των εισαγομένων προϊόντων, ούτε να παρεμποδίζουν την εισαγωγή προίόντων από αλλα κρατη μέλη ».

    ( 9 ) Κατά το 1984 υπήρχαν 238 αλευρόμυλοι με ποσόστωση θραύσεως κάτω των 500 τόνων και 491 αλευρόμυλοι με ποσόστωση κάτω των 1000 τόνων επί συνολικού αριθμού 1267 αλευρόμυλων.

    ( 10 ) Βλέπε αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 1985, Association des centres distributeurs Edouard Ledere κατά SA Thouars και λοιπών, υπόθεση 229/83, Συλλογή σ. 1, της 13ης Φεβρουαρίου 1969, Walt Wilhelm και λοιποί, υπόθεση 14/68, Sig. σ. 1 και της 16ης Νοεμβρίου 1977, ΙΝΝΟ/ΑΤΑΒ, υπόθεση 13/77, Rec. σ. 2115.

    ( 11 ) Απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, Consten και Grundig κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 56 και 58/64, Rec. 1966, σ. 495.

    Top