EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61985CC0053

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 22ας Ιανουαρίου 1986.
AKZO Chemie BV και AKZO Chemie UK Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Απόφαση ανακοινώσεως εγγράφων στον καταγγείλαντα τρίτο - Ακύρωση.
Υπόθεση 53/85.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -01965

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:25

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

CARL OTTO LENZ

της 22ας Ιανουαρίου 1986 ( *1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

Α —

Η υπόθεση, ως προς την οποία διατυπώνω σήμερα τις απόψεις μου, αφορά την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων και της νομικής θέσης τόσο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσο και των αναμεμιγμένων στην εν λόγω υπόθεση εταιριών, κατά των οποίων διεξάγεται έλεγχος λόγω της υποψίας ότι υπάρχει καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά καθώς και των προσώπων και ενώσεων προσώπων που έχουν έννομο συμφέρον για τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ. Πρόκειται ιδίως για το ερώτημα κατά πόσον η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει σε κάποιον που υποβάλλει αίτηση-καταγγελία κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο β), του κανονισμού 17 ( 1 ) να λάβει γνώση των επαγγελματικών εγγράφων μιας επιχείρησης κατά της οποίας διεξάγεται έρευνα λόγω της υποψίας ότι έχει παραβεί το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Ι —

1.

Οι προσφεύγουσες, δηλαδή η AKZO Chemie BV και η AKZO Chemie UK Ltd, συμμετέχουν στον όμιλο AKZO, που είναι ο μετα-λύτερος στην Κοινότητα προμηθευτής υπεροξειδίου του βενζολίου, χημικού προϊόντος που χρησιμοποιείται κατά την κατασκευή πλαστικών και τη λεύκανση αλεύρων.

Η επιχείρηση Engineering & Chemical Supplies ( Epson & Gloucester ) Ltd, παρεμβαίνουσα στην παρούσα δίκη, είναι μιά μικρή επιχείρηση, η οποία από τη σύσταση της το έτος 1969 ασχολήθηκε καταρχάς με τη διάθεση υπεροξειδίου του βενζολίου που αγόραζε από την AKZO UK στη βρετανική βιομηχανία αλεύρων και στη συνέχεια ανέλαβε να παράγει η ίδια την ύλη αυτή. Το 1979η παρεμβαίνουσα επεξέτεινε τη δραστηριότητα της στον τομέα των πλαστικών, στην αρχή στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη συνέχεια στη Γερμανία.

2.

Στις 15 Ιουνίου 1982, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — στην καθής — αίτηση για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας και ισχυρίστηκε ότι οι προσφεύγουσες είχαν παραβεί το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεδομένου ότι ακολουθούσαν, κατά κατάχρηση δικαιώματος, πολιτική χαμηλών τιμών με την πρόθεση να την εκτοπίσουν από την αγορά.

Το Δεκέμβριο του 1982, οι υπάλληλοι της καθής διεξήγαγαν ελέγχους στα γραφεία και των δύο προσφευγουσών χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17.

Στις 10 Οκτωβρίου 1983, η παρεμβαίνουσα άσκησε επιπλέον αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του High Court of Justice κατά της AKZO λόγω παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η εκδίκαση της υπόθεσης αυτής έχει ανασταλεί επί του παρόντος έως ότου η καθής λάβει οριστική απόφαση.

3.

Με απόφαση της 29ης Ιουλίου 1983 ( 2 ) η καθής επέβαλε στην προσφεύγουσα AKZO Chemie UK Ltd έως ότου εκδοθεί οριστική απόφαση, επαπειλώντας την επιβολή προστίμου, τα εξής:

να μην πωλεί, μεταξύ άλλων, υπεροξείδιο του βενζολίου σε αλευρόμυλους στο Ηνωμένο Βασίλειο σε τιμές κατώτερες από τις τιμές που καθορίζει η καθής ή τις τιμές που η AKZO Chemie UK Ltd προσφέρει σε άλλους παρόμοιους αγοραστές·

να μην εξασφαλίζει στις αναφερθείσες επιχειρήσεις, με την παροχή πιστώσεων ή όρων παραδόσεως, συνθήκες οι οποίες άμεσα ή έμμεσα μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα η πραγματική τιμή παραδόσεως του αναφερθέντος προϊόντος να είναι κατώτερη από την τιμή που καθορίζει η καθής·

από τις 15 Αυγούστου 1983 να διαβιβάζει κάθε μήνα στην καθής αντίγραφο όλων των προσφορών, παραγγελιών, τιμολογίων, λογιστικών εγγραφών και άλλων ανάλογων εγγράφων σχετικά με κάθε προσφορά προς πώληση ή πώληση ενός των αναφερθέντων προϊόντων σε πωλητές στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων αυτών, η καθής επέτρεψε στην προσφεύγουσα AKZO Chemie UK Ltd να πωλεί τα αναφερθέντα προϊόντα και σε χαμηλότερες τιμές, αν αυτό είναι κατά την καλή πίστη αναγκαίο προκειμένου να πωλεί και αυτή στην αποδεδειγμένα χαμηλότερη τιμή ενός άλλου πωλητή.

4.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1984 η καθής απηύθυνε στις προσφεύγουσες γνωστοποίηση αιτιάσεων με την οποία τους προσήπτε κυρίως ότι είχαν εκμεταλλευτεί καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση τους στην αγορά απειλώντας την παρεμβαίνουσα ότι θα πωλήσουν στους αγοραστές της σε ιδιαίτερα χαμηλές και μη συμφέρουσες τιμές, με τις οποίες εισάγονταν διακρίσεις, και ότι στη συνέχεια πράγματι επώ-λησαν ή έκαναν προσφορές υπό αυτούς τους όρους, προκειμένου να απορροφήσουν πελάτες της παρεμβαίνουσας και με τον τρόπο αυτό να προκαλέσουν σοβαρή ζημιά στη συναλλακτική της δραστηριότητα. Η γνωστοποίηση αυτή των αιτιάσεων συνοδευόταν από 127 παραρτήματα.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1984 επίσης, η καθής απέστειλε τη γνωστοποίηση των αιτιάσεων στην παρεμβαίνουσα, χωρίς εντούτοις να επισυνάψει τα αναφερθέντα παραρτήματα. Η καθής τόνισε στην παρεμβαίνουσα σε ένα συνοδευτικό έγγραφο το γεγονός αυτό και ανέφερε τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως για τη λήψη γνώσεως των παραρτημάτων, σε περίπτωση που της ήταν αναγκαία για να διατυπώσει ενδεχομένως τις απόψεις της. Ταυτόχρονα, η καθής τόνισε ότι στην περίπτωση ανακοινώσεως των παραρτημάτων στην παρεμβαίνουσα, αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την ενώπιον της καθής εκκρεμούσα διαδικασία.

Οι προσφεύγουσες διατύπωσαν τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων με έγγραφα της 22ας Οκτωβρίου και της 16ης Νοεμβρίου 1984, τα οποία η καθής διαβίβασε επίσης στην παρεμβαίνουσα.

5.

Η παρεμβαίνουσα, προκειμένου να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα ακροάσεως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας τα οποία είχε σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ζήτησε με έγγραφο της 19ης Νοεμβρίου 1984 να λάβει γνώση των παραρτημάτων της γνωστοποίησης των αιτιάσεων.

Με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 1984, η καθής γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες την αίτηση της παρεμβαίνουσας. Η καθής τόνισε ότι η παρεμβαίνουσα θα λάβει γνώση μόνο αυτών των παραρτημάτων ή των τμημάτων των παραρτημάτων τα οποία έχουν επισυναφθεί στη γνωστοποίηση των αιτιάσεων και δεν καλύπτονται από το «πραγματικό απόρρητο των επιχειρήσεων » ( « genuine business secrecy » ). Τόνισε πάντως ότι τα στοιχεία που αποτελούν άμεση απόδειξη για την ύπαρξη παραβάσεως ( « direct evidence of an infringement » ) του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιχειρηματικό απόρρητο άξιο προστασίας.

Τέλος, η καθής ανακοίνωσε στις προσφεύγουσες ότι θεωρεί σκόπιμο, πριν από τη λήψη αποφάσεως ως προς την αίτηση της παρεμβαίνουσας, να δώσει στις προσφεύγουσες προθεσμία δέκα ημερών για να λάβουν θέση επί της εν λόγω αιτήσεως.

Στην άποψη που διατύπωσαν στις 7 Δεκεμβρίου 1984, οι προσφεύγουσες ανέφεραν καταρχάς ότι δύσκολα θα μπορούσε να γίνει λόγος για άμεση απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ. Στο παρόν στάδιο της διαδικασίας μόνον η καθής ισχυρίζεται ότι συντρέχει τέτοια παράβαση. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν χρειαζόταν να λάβουν θέση επί της απόψεως της καθής ότι μπορεί να γνωστοποιεί επιχειρηματικά απόρρητα και άλλες εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες, τις οποίες συνέλεξε κατά τη διαδικασία του ελέγχου, προτού να διαπιστωθεί τυπικώς ότι πράγματι υπάρχει παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες προσήψαν στην καθής ότι είχε γνωστοποιήσει στην παρεμβαίνουσα ολόκληρο το υπόμνημα τους σχετικά με τις αιτιάσεις, χωρίς να ρωτήσει τις προσφεύγουσες σχετικά με τον ενδεχομένως εμπιστευτικό χαρακτήρα ορισμένων χωρίων του εν λόγω υπομνήματος.

Όσον αφορά την αίτηση για τη λήψη γνώσεως των παραρτημάτων, οι προσφεύγουσες πρότειναν τη σύνταξη περιλήψεων ή την επίδειξη των παραρτημάτων χωρίς τα εμπιστευτικά χωρία. Για το λόγο αυτό, οι προσφεύγουσες ζήτησαν καταρχάς να μάθουν ποια ειδικά σημεία του υπομνήματος τους χρειάζονταν περαιτέρω επεξήγηση για την παρεμβαίνουσα. Τα παραρτήματα της γνωστοποίησης των αιτιάσεων που αναφέρονται στο παράρτημα του εγγράφου αυτού δεν ήταν δυνατό σε καμία περίπτωση να γνωστοποιηθούν στην παρεμβαίνουσα λόγω του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα. Οι προσφεύγουσες δήλωναν ότι ήσαν βέβαιες ότι τα εν λόγω παραρτήματα δεν επρόκειτο να διαβιβαστούν περαιτέρω.

Με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 1984, η καθής γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες ότι στις 14 Δεκεμβρίου είχε επιτρέψει στους πληρεξούσιους της παρεμβαίνουσας να λάβουν γνώση των σχετικών παραρτημάτων. Η απόφαση σχετικά με το ποια παραρτήματα μπορούσαν να ανακοινωθούν εναπόκειτο στην καθής' εντούτοις, ο κατάλογος που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες είχε ληφθεί προσεκτικά υπόψη και είχε τηρηθεί, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, ως προς τις οποίες η καθής δεν θεωρούσε ότι τα παραρτήματα ή τα χωρία των παραρτημάτων καλύπτονταν πράγματι από το απόρρητο των επιχειρήσεων.

Η καθής θεώρησε αναγκαία την ανακοίνωση του αποδεικτικού υλικού, αφενός, για να μπορέσει να διεξαγάγει ορθά το δικό της έλεγχο, και αφετέρου, για να εξασφαλίσει το δικαίωμα της παρεμβαίνουσας να μπορέσει να διατυπώσει τις απόψεις της σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 99/63 ( 3 ).

Ως συνημμένα στο αναφερθέν έγγραφο η καθής διαβίβασε στις προσφεύγουσες εκείνα τα παραρτήματα της γνωστοποίησης των αιτιάσεων που είχε ανακοινώσει στην παρεμβαίνουσα παρά το αντίθετο αίτημα των προσφευγουσών και μάλιστα υπό τη μορφή που πραγματοποιήθηκε η εν λόγω ανακοίνωση. Ως προς το παράρτημα 21 ( 4 ) η καθής ανέφερε ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι αποτελεί επιχειρηματικό απόρρητο, δεδομένου ότι συνιστά αποφασιστικής σημασίας αποδεικτικό μέσο. Στους πίνακες Α έως C τα στοιχεία των εξόδων των προσφευγουσών είχαν παραλειφθεί' επίσης, από τους πληρεξουσίους της παρεμβαίνουσας ζητήθηκε να μη γνωστοποιήσουν τους πίνακες αυτούς στους πελάτες τους.

Τα στοιχεία που αφορούσαν την επιχείρηση Diaflex είχαν παραλειφθεί από τα παραρτήματα' εντούτοις, είχε επιτραπεί στους πληρεξουσίους της παρεμβαίνουσας να σημειώσουν τα στοιχεία σχετικά με τις τιμές της εν λόγω επιχειρήσεως και πάλι υπό τον όρο ότι δεν θα τα γνωστοποιήσουν στους πελάτες τους.

Με δικόγραφο της 22ας Φεβρουαρίου 1985, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή. Με Διάταξη της 10ης Ιουλίου 1985 το Δικαστήριο δέχτηκε την παρέμβαση της επιχείρησης ECS προς στήριξη των αιτημάτων της καθής.

Στις 14 Δεκεμβρίου 1985 η καθής εξέδωσε απόφαση επί της ουσίας και επέβαλε στις προσφεύγουσες, μεταξύ άλλων και λόγω καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά, πρόστιμο 10 εκατομμυρίων ECU ( 5 ).

II — Αιτήματα των διαδίκων

1.

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

να ακυρώσει την απόφαση της καθής, όπως κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες με το έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 1984·

να υποχρεώσει την καθής να απαιτήσει να της επιστραφούν τα εμπιστευτικά έγγραφα που έχει διαβιβάσει στην παρεμβαίνουσα·

να καταδικαστεί η καθής στα δικαστικά έξοδα.

2.

Η καθής ζητεί από το Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

επικουρικώς, να την απορρίψει ως αβάσιμη ·

και στις δύο περιπτώσεις να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

3.

Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

επικουρικώς, να κρίνει την προσφυγή αβάσιμη·

και στις δύο περιπτώσεις να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα της παρεμβαίνουσας.

Β — Ως προς την υπόθεση αυτή η γνώμη μου είναι η ακόλουθη.

Ι — Επί τον παραδεκτού της προοφνγής

1.

Η καθής και η παρεμβαίνουσα θεωρούν την ασκηθείσα προσφυγή ακυρώσεως ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι δεν υφίσταται απόφαση, η οποία να μπορεί να ακυρωθεί κατά τη διαδικασία του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα προσβαλλόμενα μέτρα συνιστούν πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, πρέπει να εξεταστεί η φύση τους. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, κάθε μέτρο του οποίου τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και θίγουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος επιδρώντας στη νομική του θέση συνιστά πράξη ή απόφαση, η οποία δύναται να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ ( 6 ). Οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν, δεδομένου ότι η νομική θέση των προσφευγουσών στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει αλλάξει. Σε περίπτωση που η διαδικασία οδηγήσει πράγματι σε απόφαση της καθής, οι προσφεύγουσες μπορούν να προσβάλουν την εν λόγω απόφαση και να επικαλεστούν στη συνέχεια μια ενδεχόμενη διαδικαστική πλημμέλεια, δηλαδή την παράβαση της υποχρέωσης για τη διασφάλιση του εμπιστευτικού χαρακτήρα.

Η ενέργεια της καθής συνιστά υλική πράξη, με την οποία απλώς προετοιμάζεται η τελική της θέση. Η περαιτέρω διαβίβαση των εγγράφων στην παρεμβαίνουσα είχε σκοπό να τη διευκολύνει να αποφασίσει αν υφίσταται παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ. Επομένως, η ενέργεια αυτή αποτελεί μεν αναπόσπαστο μέρος της προκαταρκτικής διαδικασίας η οποία οδηγεί στη διαμόρφωση της οριστικής απόφασης, όχι όμως και το « πέρας μιας ειδικής διαδικασίας που πρέπει να διαχωριστεί από την προκαταρκτική διαδικασία ». Ενόψει των πολύ περίπλοκων πραγματικών περιστατικών, η περαιτέρω διαβίβαση των εγγράφων στην παρεμβαίνουσα και η άποψη που θα διατύπωνε η παρεμβαίνουσα επ' αυτών θα προωθούσε και θα επιτάχυνε την έρευνα των πραγματικών περιστατικών. Οι υποθέσεις της καθής επιβεβαιώθηκαν. Για το λόγο αυτό θεώρησε σκόπιμο να ακούσει και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη της υπόθεσης, μολονότι τελικά τα στοιχεία που παρέσχε η παρεμβαίνουσα δεν συνέβαλαν στην περαιτέρω διαλεύκανση της υπόθεσης.

Αν στο παρόν στάδιο της διαδικασίας γινόταν δεκτή η προσφυγή, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σύγχυση μεταξύ της φάσεως της διοικητικής διαδικασίας και της φάσεως της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός των προσφευγουσών περί του παραδεκτού συνδέεται στενά με το ερώτημα αν τα έγγραφα καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Είναι όμως πρόωρο στο σημείο αυτό να διεξαχθεί δικαστικός έλεγχος ενώ συνεχίζεται ακόμα η διοικητική διαδικασία. Αυτό θα ήταν ασυμβίβαστο με το σύστημα κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της καθής και του Δικαστηρίου.

Η παρεμβαίνουοα αναφέρεται επιπροσθέτως και στην αναγκαία διάκριση μεταξύ μιας ενδεχόμενης παράβασης του δικαίου και της μεταβολής μιας νομικής σχέσεως. Μια εντελώς υλική παράβαση δικαίου σε καμία περίπτωση δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε ένα μέτρο το οποίο να παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που να θίγουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος επιδρώντας στη νομική του θέση.

Αντιθέτως, οι προαφεύγουοες υποστηρίζουν ασφαλώς ότι το μέτρο της καθής συνιστά ακυρώσιμη πράξη κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ. Οι προσφεύγουσες αναφέρονται και αυτές στην αναφερθείσα απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981 στην υπόθεση 60/81, αλλά συνάγουν από αυτή αντίθετα συμπεράσματα. Η πράξη της καθής ήρε την προστασία που εγγυάται η Συνθήκη ΕΟΚ κατά της κοινολογήσεως στοιχείων που λόγω της φύσεως τους καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Επιπλέον, τα συμφέροντα των προσφευγουσών θίγονται με αυτή την πράξη, επειδή η παρεμβαίνουσα μπορεί να χρησιμοποιήσει σε άλλες δίκες τις εμπιστευτικές πληροφορίες που έλαβε από την καθής.

Ενόψει των έννομων αυτών αποτελεσμάτων δεν μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι στην περίπτωση της εν λόγω πράξεως πρόκειται απλώς για προπαρασκευαστικό μέτρο. Πράγματι, η πράξη της καθής δεν επέτρεψε να παρασχεθεί στα έγγραφα που διαβίβασαν οι προσφεύγουσες η προστασία που αρμόζει στις εμπιστευτικές πληροφορίες αυτό συνιστά τελική δήλωση βουλήσεως της καθής. Επιπλέον, στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για το πέρας μιας ειδικής διαδικασίας, η οποία είναι διαφορετική από την καθαυτή διαδικασία του ανταγωνισμού που περατούται με απόφαση της καθής επί της ουσίας. Η προσβληθείσα απόφαση απευθύνεται εξάλλου στις δύο προσφεύγουσες, δεδομένου ότι με την εν λόγω απόφαση διαπιστώνεται, παρά τις αντιρρήσεις τους, ότι ορισμένα στοιχεία δεν καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

Η προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκηθεί κατά του μέτρου αυτού, χωρίς να πρέπει να τελειώσει προηγουμένως η διαδικασία επί της ουσίας. Πράγματι, είναι δυνατόν η διαδικασία αυτή να καθυστερήσει για ορισμένο ακόμη χρόνο και μάλιστα να τελειώσει χωρίς απόφαση επί της ουσίας. Επομένως, οι διάδικοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν την αξίωση τους για νομική αποκατάσταση εφόσον το δικαίωμα για την τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου καταπατήθηκε συνειδητά.

2.

Κατά την εξέταση του ζητήματος του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως πρέπει κατά την άποψη μου να διακρίνουμε περισσότερες ομάδες ερωτημάτων:

το ερώτημα αν στην περίπτωση του επίδικου μέτρου της καθής πρόκειται για καθαρά υλική πράξη ή για απόφαση·

το ερώτημα αν πρόκειται για οριστική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ ή για ενδιάμεσο μέτρο της καθής, το οποίο απλώς αποσκοπεί στην προετοιμασία της οριστικής απόφασης·

το ερώτημα αν πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται έννομο συμφέρον των προσφευγουσών και, στο πλαίσιο αυτό, ιδίως το ζήτημα κατά πόσον η προσφυγή δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω του ότι η καθής επέτρεψε πράγματι στην παρεμβαίνουσα να λάβει γνώση των εγγράφων και ότι θα έπρεπε το πολύ να υποδειχτεί στις προσφεύγουσες να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως.

α )

Επομένως, καταρχάς πρέπει να καθοριστεί η έννοια της απόφασης σε σχέση με την έννοια της καθαρά υλικής πράξης. Στο σημείο αυτό πρέπει να συμφωνήσω με τον ισχυρισμό της παρεμβαίνουσας, όταν αναφέρει ότι η παράβαση εννόμως προστατευόμενου δικαιώματος πρέπει να διακρίνεται από τη μεταβολή μιας έννομης σχέσης.

Στο ερώτημα αν με την αίτηση να επιτραπεί η ανακοίνωση των εγγράφων ζητείται η έκδοση αποφάσεως δεν μπορεί να δοθεί καταφατική ή αρνητική απάντηση κατά τρόπο γενικό, ιδίως στην περίπτωση που η ανακοίνωση έγινε με την υλική παράδοση των εγγράφων. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν στην αίτηση να επιτραπεί η ανακοίνωση των εγγράφων δίνεται απάντηση αυτόματα με μια καθαρά υλική πράξη ή αν η αρχή που επιτρέπει την ανακοίνωση των εγγράφων πρέπει να παραθέτει και αιτιολογίες.

Προκειμένου να γίνει η απαιτούμενη οριοθέτηση, πρέπει καταρχάς να αναφερθούν τα επιμέρους στοιχεία του εν προκειμένω επίμαχου γεγονότος, και μάλιστα στο νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εμφανίστηκαν.

Στην παρούσα περίπτωση, η παρεμβαίνουσα ζήτησε από την καθής να λάβει γνώση εγγράφων τα οποία είχαν περιέλθει σ' αυτή στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ανταγωνισμού και τα οποία επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 214 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καλύπτονταν καταρχήν από το επαγγελματικό απόρρητο. Το εν λόγω αίτημα γνωστοποίησε η καθής στις προσφεύγουσες προκειμένου να διατυπώσουν την άποψη τους. Μετά τη γνωστοποίηση της άποψης των προσφευγουσών, η καθής έκρινε ποια έγγραφα θα ανακοινώνονταν στην παρεμβαίνουσα πλήρως, ποια αποσπασμα-τικώς και ποια καθόλου.

Από τα γεγονότα αυτά πρέπει να συναχθεί ότι η καθής στάθμισε διάφορα συμφέροντα: τη διαφύλαξη του επαγγελματικού απορρήτου, τα συμφέροντα των προσφευγουσών για τη διαφύλαξη των απορρήτων των επιχειρήσεων τους, την ανάγκη πληροφορήσεως της παρεμβαίνουσας ενόψει της ακροάσεως ενώπιον της καθής και το καθήκον του αποτελεσματικού ελέγχου της τήρησης των διατάξεων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΟΚ. Μετά από τη στάθμιση αυτή, η καθής έκρινε τελικώς ποιων εσωτερικών εγγράφων των προσφευγουσών επιτρεπόταν να λάβει γνώση η παρεμβαίνουσα για τους σκοπούς της προκείμενης διαδικασίας ανταγωνισμού, δηλαδή έκρινε το κατά πόσον πρέπει να υποχωρήσει το συμφέρον για τη διαφύλαξη των επιχειρηματικών απορρήτων και η προστασία του επαγγελματικού απορρήτου ενώπιον της αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΟΚ.

Με τον τρόπο αυτό, η καθής οριοθέτησε τη νομική θέση, αφενός, των προσφευγουσών και, αφετέρου, της παρεμβαίνουσας και ταυτόχρονα έκρινε μέχρι ποίου σημείου μπορεί να αποκλίνει από την αρχή του επαγγελματικού απορρήτου χάριν της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού. Επομένως, το από νομική άποψη κέντρο βάρους του μέτρου της καθής δεν έγκειται στην υλική διαβίβαση των εγγράφων στην παρεμβαίνουσα αλλά στη νομική στάθμιση του κατά πόσον μπορούσε να γίνει δεκτό το αίτημα για την ανακοίνωση των εγγράφων. Η καθής καθόρισε κατά τρόπο δεσμευτικό ποιων εγγράφων των προσφευγουσών μπορούσε η παρεμβαίνουσα να λάβει γνώση. Με τον τρόπο αυτό έθεσε από νομική άποψη τα όρια μεταξύ της αξιώσεως προς πληροφόρηση της παρεμβαίνουσας και του δικαιώματος των προσφευγουσών για διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα των επιχειρηματικών τους εγγράφων. Επομένως, έλαβε ένα μέτρο που παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, τα οποία έθιγαν τα συμφέροντα των προσφευγουσών επιδρώντας στη νομική τους θέση. Επομένως, υφίσταται απόφαση. Στο γεγονός αυτό δεν αντίκειται το ότι η εν λόγω απόφαση δεν συντάχθηκε γραπτώς αλλά γνωστοποιήθηκε το αποτέλεσμα της στις προσφεύγουσες τέσσερις ημέρες αφότου είχαν ανακοινωθεί πράγματι στην παρεμβαίνουσα τα έγγραφα, δεδομένου ότι δεν έχει σημασία η μορφή υπό την οποία εκδίδεται μία απόφαση ( 7 ).

β )

Περαιτέρω πρέπει να εξεταστεί αν η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν πρόκειται πράγματι για πράξεις ή αποφάσεις που λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας η οποία περιλαμβάνει περισσότερα στάδια, ιδίως εφόσον αποτελούν κατάληξη μιας εσωτερικής διαδικασίας, συνιστά κατ' αρχήν πράξη προσβλητή μόνο το μέτρο το οποίο εκφράζει οριστικώς την άποψη της αρχής ή του οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας και όχι το ενδιάμεσο μέτρο, σκοπός του οποίου είναι η προετοιμασία της τελικής απόφασης ( 8 ).

Θα μπορούσαν να διατυπωθούν αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα αυτοτελούς προσβολής της απόφασης της καθής, καθόσον με την εν λόγω απόφαση η καθής έθεσε τα όρια μεταξύ των επαγγελματικών και επιχειρηματικών απορρήτων και των συμφερόντων για την εφαρμογή των διατάξεων ανταγωνισμού, δηλαδή οριοθέτησε τις δικές της εξουσίες ελέγχου. Μέχρι του σημείου αυτού μπορεί να υποστηριχτεί η άποψη ότι πρόκειται για μέτρο με το οποίο αποσκοπείται μόνον η προετοιμασία της τελικής απόφασης και ότι επομένως μπορεί να συγκριθεί με την κίνηση διαδικασίας ανταγωνισμού ή τη γνωστοποίηση των αιτιάσεων, όπως έκανε δεκτό το Δικαστήριο στην απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981 ( 9 ).

Εντούτοις οι σκέψεις αυτές δεν έχουν αποφασιστική σημασία, δεδομένου ότι η απόφαση της καθής παρουσιάζει πολλές απόψεις. Εκτός της αποφάσεως σχετικά με το μέχρι ποίου σημείου μπορεί να υποχωρήσει η προστασία του επαγγελματικού απορρήτου ενώπιον των καθηκόντων ελέγχου της καθής, η εν λόγω απόφαση οριοθετεί ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε, τη νομική θέση τόσο της προσφεύγουσας όσο και της παρεμβαίνουσας. Άρα, η απόφαση της καθής αφορά ένα δευτερεύον και νομικώς αυτοτελές ζήτημα, το οποίο διαφέρει από αυτό που αφορά η απόφαση επί της ουσίας στη διαδικασία ανταγωνισμού. Πράγματι, δεν πρόκειται πλέον μόνο για την προετοιμασία της τελικής απόφασης της καθής αλλά και για την οριοθέτηση της νομικής θέσης των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία. Για το λόγο αυτό, το μέρος αυτό της απόφασης της καθής δεν μπορεί να συγκριθεί με την απόφαση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας ή με τη γνωστοποίηση των αιτιάσεων.

Εντούτοις, δεδομένου ότι οι διάφορες απόψεις ενός ενιαίου μέτρου δεν μπορούν να χωριστούν οι μεν από τις δε, η απόφαση της καθής να ανακοινώσει στην παρεμβαίνουσα ορισμένα επιχειρηματικά έγγραφα των προσφευγουσών αποτελεί απόφαση που μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Υπέρ του συμπεράσματος ότι στην περίπτωση του μέτρου της καθής πρόκειται για απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ συνηγορεί επίσης η οικονομία του κανονισμού 17. Πράγματι, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η καθής δεν μπορεί να βασιστεί στην εθελοντική συνεργασία των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, αλλά πρέπει να χρησιμοποιήσει μέσα εξαναγκασμού, προβλέπεται καταρχάς η συγκεκριμενοποίηση του μέσου εξαναγκασμού υπό τη μορφή αποφάσεως, η οποία μεταξύ άλλων πρέπει να αναφέρει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της αποφάσεως: αυτό ορίζει το άρθρο 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17 για την αίτηση παροχής πληροφοριών και το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 για τον έλεγχο.

Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την αρχή αυτή στη Διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 1980, με την οποία αναγνώρισε στην Επιτροπή την εξουσία που δεν προβλέπεται ρητώς στον κανονισμό 17 να θεσπίζει ήδη κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ασφαλιστικά μέτρα λαμβάνοντας προσωρινή απόφαση. Οι σχετικές αποφάσεις πρέπει « να λαμβάνονται υπό μορφή που να δίνει σε κάθε διάδικο που αισθάνεται ότι έχουν θιγεί τα δικαιώματα του τη δυνατότητα να τις προσβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου » ( 10 ).

γ)

Κατά την προφορική διαδικασία συζητήθηκε ακόμη το ζήτημα μήπως η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου, εφόσον η παρεμβαίνουσα πέτυχε πραγματικά να λάβει γνώση των εγγράφων και δεν μπορεί πλέον να εξαφανιστεί η βασιζόμενη στα εν λόγω έγγραφα γνώση ούτε και με την ακύρωση της απόφασης της καθής, ώστε στις προσφεύγουσες μπορεί μόνο να υποδειχθεί ακόμη η άσκηση μιας ενδεχομένως δυνατής αγωγής αποζημιώσεως.

Για δύο λόγους δεν προτίθεμαι να ακολουθήσω την εν λόγω επιχειρηματολογία.

Ήδη το γεγονός ότι ένα μέρος των επιχειρηματικών εγγράφων των προσφευγουσών έχει περιέλθει και εξακολουθεί να βρίσκεται υλικώς στην εξουσία διαθέσεως της παρεμβαίνουσας πρέπει να θεωρηθεί ως προσβολή του δικαιώματος των προσφευγουσών, η οποία εξακολουθεί να έχει συνέπειες και η οποία με την ακύρωση της απόφασης της καθής θα μπορούσε να εξαλειφθεί αναδρομικώς. Το Δικαστήριο δεν μπορεί μεν στην παρούσα υπόθεση να αποφανθεί απευθείας ότι η παρεμβαίνουσα οφείλει να επιστρέψει τα έγγραφα των προσφευγουσών στην καθής όμως, τουλάχιστον θα υποχρεωνόταν η καθής σύμφωνα με το άρθρο 176 της Συνθήκης ΕΟΚ να καταβάλει προσπάθεια για την επιστροφή των εν λόγω εγγράφων. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να αρθεί εν μέρει η προσβολή του δικαιώματος των προσφευγουσών.

Μία περαιτέρω συνέπεια της ακύρωσης της απόφασης της καθής θα συνίστατο στο να μην επιτραπεί στην παρεμβαίνουσα να στηριχθεί πλέον στις πληροφορίες που της διαβιβάστηκαν παρανόμως ούτε κατά τη διαδικασία ενώπιον του High Court of Justice ούτε κατά τη διαδικασία ακροάσεως ενώπιον της Επιτροπής. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι το γεγονός αυτό μπορεί να επηρεάσει τη νομική θέση των προσφευγουσών κατά τη διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού, υποστηρίζω την άποψη ότι η προσφυγή δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου με το να επιτραπεί. πράγματι η λήψη γνώσεως των εγγράφων.

Επομένως, θεωρώ την προσφυγή ακυρώσεως παραδεκτή.

3.

Εντούτοις, αυτό δεν ισχύει για το αίτημα σύμφωνα με το οποίο οι προσφεύγουσες επιθυμούν να επιβληθεί στην καθής η υποχρέωση να απαιτήσει την επιστροφή των εμπιστευτικών εγγράφων που διαβιβάστηκαν στην παρεμβαίνουσα.

Αυτό το αίτημα δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο σύστημα νομικής προστασίας του κοινοτικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 176 της Συνθήκης ΕΟΚ, πρέπει μεν το όργανο η πράξη του οποίου κηρύχθηκε άκυρη να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Εντούτοις, το ποια είναι τα ενδεδειγμένα μέτρα υποχρεούται καταρχάς να το αποφασίσει το καταδικασθέν όργανο, ενδεχομένως υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου. Το αυτοτελές όμως αίτημα για συγκεκριμενοποίηση των νομικών καθηκόντων που θα μπορούσε να συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, το οποίο προβλήθηκε ρητά και κατά την προφορική διαδικασία από τις προσφεύγουσες, πρέπει να απορριφθεί ως μη προβλεπόμενο από τη Συνθήκη και επομένως ως απαράδεκτο.

II — Επί rov βάσιμου της προοφυ)>ής

Οι προσφεύγουσες στηρίζουν την προσφυγή τους σε τρεις λόγους ακυρώσεως:

παραβίαση της αρχής του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 214 της Συνθήκης ΕΟΚ και στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 17·

παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, σύμφωνα με το οποίο οι πληροφορίες που συνελέγησαν κατά τη διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού δύνανται να αξιοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς της διαδικασίας αυτής·

παράβαση της οριοθετήσεως των αρμοδιοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 185 της Συνθήκης ΕΟΚ μεταξύ της Επιτροπής και του Δικαστηρίου και περιορισμός των δυνατοτήτων νομικής προστασίας των προσφευγουσών.

1. Παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου

α)

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των προ-οφενγουοών, το άρθρο 214 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο στον τομέα του ανταγωνισμού συγκεκριμενοποιήθηκε με το άρθρο 20 του κανονισμού 17, ορίζει ρητώς ότι η καθής δεν επιτρέπεται να διοχετεύει πληροφορίες που λόγω της φύσεως τους καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Η υποχρέωση αυτή περιέχει μεταξύ άλλων την επιταγή να μη διαβιβάζονται περαιτέρω ούτε στον αιτούντα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ούτε σε τρίτους κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού πληροφορίες των οποίων έχει τονιστεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας — γεγονός που συνέβη. Εφόσον πρέπει να παρασχεθούν πληροφορίες στον αιτούντα, η παροχή των πληροφοριών πρέπει να γίνει κατά τρόπο που να συμβιβάζεται με την προστασία των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Αυτό εξάλλου πρότειναν οι προσφεύγουσες στην καθής, η οποία όμως δεν ενήργησε σύμφωνα με την εν λόγω πρόταση.

Η αρχή της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών ισχύει επίσης και στην περίπτωση που πρόκειται για έγγραφα τα οποία θα επέτρεπαν υπό ορισμένες συνθήκες να διαπιστωθεί η παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ. Καθόσον η καθής δεν έχει διαπιστώσει ακόμη καμία παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ, είναι πρόωρο να γίνει δεκτό ότι με τα έγγραφα αυτά θα αποδειχθεί παρόμοια παράβαση.

Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ δεν υφίσταται διαφορά μεταξύ των αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση και άλλων αποφάσεων. Το άρθρο 214 της Συνθήκης ΕΟΚ προβλέπει γενικά και χωρίς εξαιρέσεις την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού 17, πρέπει ακόμη και στην περίπτωση δημοσιεύσεως αποφάσεων με τις οποίες η καθής διαπιστώνει παράβαση των διατάξεων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΟΚ να λαμβάνονται υπόψη τα έννομα συμφέροντα των επιχειρήσεων για τη διαφύλαξη των απορρήτων τους. Αυτό ισχύει ρητώς και για τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Η καθής απαντά ότι για την προσεκτική εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών ήταν αναγκαίο να ζητηθεί η άποψη του αιτούντος, δηλαδή της παρεμβαίνουσας. Εξάλλου, τα έγγραφα που έθεσε στη διάθεση της παρεμβαίνουσας δεν περιείχαν προστατευόμενα επιχειρηματικά απόρρητα.

Εν πάση περιπτώσει, σε σχέση με τα έγγραφα τα οποία λόγω της φύσεως τους ή του περιεχομένου τους αποδεικνύουν την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 85 ή του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν ισχύει η υποχρέωση διαφυλάξεως του επιχειρηματικού απορρήτου καθαυτή. Για την καθής δεν έχει αποφασιστική σημασία το γεγονός ότι ορισμένα έγγραφα χαρακτηρίστηκαν ως εμπιστευτικά από την ίδια την ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Επίσης και το γεγονός ότι η δημοσίευση ορισμένων εγγράφων μπορεί να είναι δυσάρεστη για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν έχει ακόμη ως αποτέλεσμα ότι ήδη για το λόγο αυτό υφίσταται προστατεύσιμο επιχειρηματικό απόρρητο.

Επιπλέον, η καθής παραπέμπει στην κατά την άποψη της παρόμοια ρύθμιση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α ), του κανονισμού 3017/79 ( 11 ), ο αιτών μπορεί να λάβει γνώση όλων των στοιχείων που έχουν τεθεί στη διάθεση της Επιτροπής από τους υποκειμένους στον έλεγχο, εφόσον είναι σημαντικά για την υπεράσπιση των συμφερόντων του και δεν είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα. Όσον αφορά τη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο έκανε δεκτό με απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985 ( 12 ) ότι τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται μεν σύμφωνα με το άρθρο 214 της Συνθήκης ΕΟΚ να εξασφαλίζουν την εμπιστευτική μεταχείριση πληροφοριών, ότι η υποχρέωση όμως αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α), του κανονισμού 3017/79 δεν στερούνται του ουσιαστικού τους περιεχομένου.

Επομένως, ο αιτών έχει το δικαίωμα να υποστηρίξει την άποψη του λυσιτελώς, πράγμα που είναι δυνατό μόνο σε περίπτωση που λάβει γνώση ορισμένων στοιχείων. Πρέπει βέβαια να αποκλείεται η διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών, όπως άλλωστε συνέβη στην περίπτωση των στοιχείων που διαβιβάστηκαν στην παρεμβαίνουσα.

Η παρεμβαίνουσα τονίζει ότι σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 δικαιούται να τύχει ακροάσεως τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς. Δεν θα είχε μπορέσει να ασκήσει πλήρως το δικαίωμα ακροάσεως που έχει αν δεν είχε λάβει γνώση των στοιχείων στα οποία βασίστηκε η γνωστοποίηση των αιτιάσεων.

Η προστασία του απορρήτου των επιχειρήσεων δεν αποκτά αυτομάτως προτεραιότητα έναντι του δικαιώματος ακροάσεως. Αντιθέτως πρέπει να σταθμιστούν τα συμφέροντα της ενδιαφερόμενης επιχείρησης για τη διαφύλαξη των απορρήτων της και το δικαίωμα ακροάσεως του αιτούντος. Η στάθμιση αυτή έγινε από την καθής ορθά. Τα επίμαχα έγγραφα έχουν κυρίως ιστορικό ενδιαφέρον, περιείχαν πληροφορίες που δεν διαφέρουν από άλλες πληροφορίες οι οποίες από τις ίδιες τις προσφεύγουσες δεν θεωρήθηκαν εμπιστευτικές. Διαβιβάστηκαν στην παρεμβαίνουσα για να χρησιμοποιηθούν μόνο στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και δεν έχουν γι' αυτή καμία εμπορική αξία. Τέλος, αποτελούν απόδειξη για την παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ. Σ' αυτή την περίπτωση δεν προστατεύεται πλέον ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των απορρήτων των επιχειρήσεων.

β)

Πριν από την εξέταση αυτού του λόγου προσφυγής, θεωρώ ότι ενδείκνυται να αναφερθούν καταρχάς οι σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και την υπηρεσιακή εχεμύθεια:

Το άρθρο 214 της Συνθήκης ΕΟΚ έχει ως εξής:

«Τα μέλη των οργάνων της Κοινότητος, τα μέλη των επιτροπών καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Κοινότητος οφείλουν, και μετά τη λήξη της υπηρεσιακής τους σχέσεως, να μη μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικά απόρρητα, ιδίως πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις και τα κοστολογικά τους στοιχεία. »

Το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ορίζει:

« Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 19 και 21, η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καθώς και οι υπάλληλοι τους και τα άλλα όργανα υποχρεούνται να μην κάνουν χρήση των πληροφοριών τις οποίες συνέλεξαν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και οι οποίες, λόγω της φύσεως τους, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. »

Τέλος, το άρθρο 21 του κανονισμού 17 προβλέπει τα ακόλουθα:

« 1)

Η Επιτροπή δημοσιεύει τις αποφάσεις, τις οποίες εκδίδει κατ' εφαρμογή των άρθρων 2,3, 6, 7 και 8.

2)

Η δημοσίευση μνημονεύει τα ονόματα των μερών και το ουσιώδες τμήμα της αποφάσεως, οφείλει δε να λαμβάνει υπόψη το νόμιμο συμφέρον των επιχειρήσεων προς διαφύλαξη των επιχειρηματικών τους απορρήτων. »

αα )

Επομένως, αντικείμενο της υποχρέωσης προς εχεμύθεια αποτελούν οι πληροφορίες που λόγω της φύσεως τους καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Το άρθρο 214 της Συνθήκης ΕΟΚ αναφέρει στο πλαίσιο αυτό « ιδίως πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις και τα κοστολογικά τους στοιχεία ». Ήδη από τη διατύπωση αυτή πρέπει να συναχθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει δώσει οριστικά τον ορισμό της έννοιας του επαγγελματικού απορρήτου. Η έννοια αυτή πρέπει επομένως να συναχθεί από τη φύση των σχετικών νομικών διατάξεων, ιδίως των διατάξεων του κανονισμού 17.

Ο κανονισμός 17 επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις εκτενή καθήκοντα παροχής πληροφοριών και δημοσιότητας. Στα καθήκοντα αυτά αντιπαρατίθενται κατά κάποιο τρόπο ως εξισορρόπηση οι αναφερθείσες προστατευτικές διατάξεις, οι οποίες αποβλέπουν στη διαφύλαξη του εννόμου συμφέροντος των επιχειρήσεων για την τήρηση του απορρήτου των εσωτερικών τους συμβάντων.

Εν πάση περιπτώσει, το πεδίο των πληροφοριών που καλύπτεται από το επαγγελματικό απόρρητο εκτείνεται πέρα από το πεδίο των απορρήτων των επιχειρήσεων. Πράγματι, το επαγγελματικό απόρρητο περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση των υπαλλήλων της Επιτροπής κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν αυτό συνέβη κατόπιν επισήμων ελέγχων ή βάσει άτυπων ανακοινώσεων. Οπωσδήποτε εξαιρούνται όλες οι πληροφορίες των οποίων μπορεί να λάβει γνώση το κοινό ( 13 ).

Οπωσδήποτε, η έκφραση « επαγγελματικό απόρρητο » από εννοιολογική άποψη είναι υπερβολικά στενή, δεδομένου ότι τουλάχιστον στη γερμανική γλώσσα περιλαμβάνει μόνο την κοινωνικο-νομική υποχρέωση εχεμύθειας των καλούμενων ελεύθερων επαγγελματιών. Η έννοια αυτή πρέπει επομένως να γίνει αντιληπτή κατά τρόπο ευρύτερο ως « υπηρεσιακό απόρρητο » ή ως « υπηρεσιακή εχεμύθεια » ( 14 ).

Στις πληροφορίες οι οποίες « από τη φύση τους » καλύπτονται από την υπηρεσιακή εχεμύθεια, συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα οργανωτικά και επιχειρηματικά απόρρητα των επιχειρήσεων, αλλά πέραν αυτών και άλλα γεγονότα που συμβαίνουν στη σφαίρα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, τα οποία πρέπει να τηρούνται μυστικά και των οποίων το κοινό δεν λαμβάνει γνώση ( 15 ). Δεν έχει σημασία για τι είδους επιχειρηματικά απόρρητα πρόκειται ή για τι άλλο γεγονός που πρέπει να τηρηθεί μυστικό.

Δεδομένου ότι αυτά τα εσωτερικά έγγραφα ή γεγονότα πρέπει οπωσδήποτε « από τη φύση τους » να καλύπτονται από την υπηρεσιακή εχεμύθεια, πρόκειται μόνο για πραγματικά περιστατικά που έχουν κάποια βαρύτητα για την επιχείρηση και των οποίων δεν μπορούν να λάβουν γνώση τρίτοι χωρίς να ζημιωθεί η επιχείρηση. Οτιδήποτε μια επιχείρηση δεν επιθυμεί να γίνει γνωστό δεν αποτελεί αυτόματα, θεωρούμενο αντικειμενικώς, επιχειρηματικό απόρρητο. Επομένως, η άποψη της επιχείρησης από την οποία προέρχονται οι πληροφορίες δεν έχει καθαυτή αποφασιστική σημασία' κατά κανόνα αποτελεί όμως σοβαρή ένδειξη ( 16 ).

Οι πληροφορίες αυτές δεν πρέπει να κοινοποιούνται, δηλαδή δεν επιτρέπεται να γνωστοποιούνται σε πρόσωπα που δεν είναι αρμόδια να λάβουν γνώση ( 17 ). Σ' αυτά τα πρόσωπα δεν περιλαμβάνονται μόνον οι τρίτοι που δεν έχουν συμφέρον αλλά, καθόσον πρόκειται για επιχειρηματικά απόρρητα, και εκείνοι που σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 έχουν δικαίωμα ακροάσεως και ιδίως οι αιτούντες κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο β), του κανονισμού. Αυτό αποσαφήνισε το Δικαστήριο στην απόφαση του της 29ης Οκτωβρίου 1980 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209 έως 215 και 218/78 ( 18 ), στην οποία ανέφερε τα εξής:

« Οι πληροφορίες οι οποίες προστατεύονται ως επαγγελματικό απόρρητο και οι οποίες γνωστοποιούνται σε μία επαγγελματική ένωση από τα μέλη της και για το λόγο αυτό δεν προστατεύονται πλέον έναντι των μελών προστατεύονται εντούτοις έναντι τρίρων. Σε περίπτωση που η επαγγελματική ένωση διαβιβάσει τέτοια στοιχεία στην Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας κατά τον κανονισμό 17, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχτεί στα άρθρα 19 και 20 του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να δικαιολογήσει τη διαβίβαση των στοιχείων στους καταγγείλαντες. Το άρθρο 19, παράγραφος 2, τους παρέχει μόνο δικαίωμα ακροάσεως και όχι το δικαίωμα αποκτήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών.»

Η ερμηνεία αυτή είναι απολύτως δεσμευτική. Η αντίθετη ερμηνεία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να επιδιώκουν οι επιχειρήσεις μέσω αιτήσεως σύμφωνα με το άρθρο 3 ή το άρθρο 19, παράγραφος 2, δεύτερη πρόταση, του κανονισμού 17 να λάβουν γνώση απορρήτων άλλων επιχειρήσεων.

ββ )

Επομένως είναι βέβαιο ότι η καθής δεν είναι αρμόδια να μεταβιβάζει κατά τη διαδικασία της ακροάσεως που προβλέπει το άρθρο 19 του κανονισμού 17 πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα στον αιτούντα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Ακόμη και η απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1985 στην υπόθεση 264/82 ( 19 ) συμφωνεί μ' αυτό. Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

« Οι καθών εσφαλμένα υποστηρίζουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα, ο οποίος αποκλείει τη γνωστοποίηση τους στην καταγγέλλουσα. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα όργανα της Κοινότητας υποχρεούνται δυνάμει του άρθρου 214 της Συνθήκης να τηρούν την αρχή της εχεμύθειας σχετικά με τις πληροφορίες που αφορούν τις επιχειρήσεις, κυρίως δε τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών, οι οποίες έχουν εκδηλώσει διάθεση συνεργασίας με την Κοινότητα, και τούτο έστω και αν δεν έχουν υποβάλει ρητά σχετική αίτηση... Εντούτοις, η υποχρέωση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να μην καθίστανται κενά περιεχομένου τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α) (του κανονισμού 3017/79).

Από αυτά έπεται ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε προσπαθήσει, κατά τρόπο όσο το δυνατό σύμφωνο με την τήρηση του επιχειρηματικού απορρήτου, να ανακοινώσει στην προσφεύγουσα πληροφορίες χρήσιμες για την υπεράσπιση των συμφερόντων της, επιλέγοντας, εν ανάγκη οίκοθεν, τους ενδεδειγμένους προς τούτο τρόπους, ... »

Και σ' αυτή την υπόθεση το Δικαστήριο έκανε δεκτό ότι στη διαβίβαση εγγράφων εμπιστευτικού χαρακτήρα τίθενται όρια από το επιχειρηματικό απόρρητο των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

Εξάλλου, πρέπει να τονιστούν οι σημαντικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ του κανονισμού 17 και του κανονισμού 3017/79, περί της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, όσον αφορά τη νομική θέση των εχόντων έννομο συμφέρον στη διαδικασία που προβλέπει καθένας από τους κανονισμούς αυτούς.

Αντίθετα προς τον κανονισμό 17, ο κανονισμός 3017/79 προβλέπει ρητώς στο άρθρο 7, παράγραφος 4, ότι ο αιτών μπορεί να λάβει γνώση όλων των πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί στην Κοινότητα από τα εμπλεκόμενα στην έρευνα μέρη, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι ουσιώδεις για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους και δεν είναι εμπιστευτικές κατά την έννοια του άρθρου 8 του κανονισμού. Το άρθρο 8 δε ορίζει ότι οι πληροφορίες που είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα λόγω της φύσεως τους ή έχουν δοθεί από ένα εμπλεκόμενο στην έρευνα μέρος κατά τρόπο εμπιστευτικό δεν γνωστοποιούνται, εκτός αν το μέρος που έχει παράσχει τις πληροφορίες το επιτρέψει ρητώς. Πέραν αυτού, οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικού χαρακτήρα, κατά κανόνα, στην περίπτωση που πιθανολογείται ότι η γνωστοποίηση τους θα έχει σημαντικές δυσμενείς συνέπειες για αυτόν που τις έδωσε ή για την πηγή των πληροφοριών.

Στον κανονισμό 17 δεν υφίσταται κανενός είδους ένδειξη για την ύπαρξη παρόμοιου δικαιώματος λήψεως γνώσεως των εγγράφων. Ο καταγγέλλων-αιτών κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο β), του κανονισμού 17 δεν συμμετέχει οπωσδήποτε στην ακρόαση αυτοδικαίως σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού 17 καταρχάς, όπως κάθε τρίτος, οφείλει σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, να αποδείξει ότι έχει επαρκές συμφέρον για την ακρόαση. Κατά κανόνα αυτό γίνεται δεκτό σε περίπτωση που θίγεται από τη συμπεριφορά της επιχείρησης κατά της οποίας έχει κινηθεί διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού' εντούτοις, δεν συμμετέχει βάσει του κανονισμού 17 αυτομάτως στη διαδικασία αλλά μόνον κατόπιν αιτήσεως. Μόνο στην περίπτωση που έχει τη γνώμη ότι τα γεγονότα που έχουν εξιχνιαστεί από την ίδια δεν δικαιολογούν το να γίνει δεκτή η αίτηση που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, οφείλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 99/63 να γνωστοποιήσει στον αιτούντα τους σχετικούς λόγους και να του ορίσει προθεσμία για να της γνωστοποιήσει ενδεχομένως τις παρατηρήσεις του γραπτώς. Επομένως, η ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού δεν έχει διαμορφωθεί ως κατ' αντιδικία διαδικασία μεταξύ του αιτούντος και της ενδιαφερόμενης επιχείρησης ο αιτών περιορίζεται μάλλον σ' ένα ρόλο που αντιστοιχεί στο ρόλο του μηνυτή στην ποινική δίκη. Η ίδια η διαδικασία προωθείται από την Επιτροπή.

Εντούτοις, αποφασιστική σημασία νομίζω ότι έχει η επόμενη διαφορά μεταξύ των δύο κανονισμών: στη διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού η καθής διαθέτει σημαντικά μέσα εξαναγκασμού προκειμένου να διεξαγάγει τις έρευνες της. Ετσι, σε περίπτωση που υπάρχει αρνητική στάση ως προς την απαίτηση της για παροχή πληροφοριών, μπορεί σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17 να εξαναγκάσει την επιχείρηση να της διαβιβάσει την πληροφορία με την απειλή ή την επιβολή προστίμου, ενώ μπορεί επίσης να διεξάγει ελέγχους και παρά τη θέληση των ενδιαφερομένων και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού 17. Στα δικαιώματα αυτά έρευνας και τα μέσα εξαναγκασμού αντιπαρατίθεται, όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, η προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών των επιχειρήσεων.

Κανένα απ' αυτά τα μέσα εξαναγκασμού δεν προβλέπεται στον κανονισμό αντιντάμπινγκ. Στον εν λόγω κανονισμό προβλέπεται ότι η Επιτροπή μπορεί να διεξάγει έρευνες και ελέγχους μόνο στο πλαίσιο εκούσιας συνεργασίας με τις επιχειρήσεις, ώστε δεν απαιτείται στον ίδιο βαθμό η ανάλογη προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών, δεδομένου ότι επιτρέπεται στις επιχειρήσεις να αρνούνται απλώς την παροχή εμπιστευτικών πληροφοριών.

Επομένως, ισχύει η αρχή ότι κατά βάση η καθής δεν μπορεί να γνωστοποιεί στους καταγγέλλοντες-αιτούντες κανένα απόρρητο επιχειρήσεων, ούτε ακόμη και κατά τη διαδικασία της ακροάσεως σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

γγ)

Εξαίρεση από την αρχή αυτή επιτρέπεται μόνον αν αποκλείεται η διαπίστωση παραβάσεως των διατάξεων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΟΚ χωρίς τη γνώση των απορρήτων των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Σ' αυτή την περίπτωση πρέπει να αναφερθούν τα εξής: η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου ή της υπηρεσιακής εχεμύθειας ρυθμίζεται στο άρθρο 214 της Συνθήκης ΕΟΚ. Το ουσιαστικό κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού καθώς και — κατ' αρχήν — οι αρμοδιότητες έρευνας της Επιτροπής καθορίζονται στο άρθρο 85 και επόμενα. Δηλαδή τόσο η προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα όσο και ο καθορισμός του περιεχομένου του δικαίου του ανταγωνισμού και η τυπική εφαρμογή του ή η επίβλεψη της τήρησης του από την Επιτροπή στηρίζονται σε ισότιμες διατάξεις του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου. Επομένως, θεωρώ ότι δεν αποκλείεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις να πρέπει να σταθμίζονται τα έννομα αγαθά τα οποία περιέχονται, αφενός, στο άρθρο 214 της Συνθήκης ΕΟΚ και, αφετέρου, στο άρθρο 85 και επόμενα της Συνθήκης ΕΟΚ, αν διαφορετικά δεν μπορεί να εφαρμοστεί το ουσιαστικό κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού. Εντούτοις, τονίζω ακόμη μια φορά ότι τέτοια κατάσταση πραγμάτων μόνο σε σπάνιες, εξαιρετικές περιπτώσεις φαίνεται δυνατή, αφού βάσει των αρμοδιοτήτων παρεμβάσεως που της ανατίθενται με τον κανονισμό 17 πρέπει να είναι δυνατόν για την Επιτροπή να μπορεί να ανακαλύπτει τις πρακτικές των επιχειρήσεων που αντίκεινται στον ανταγωνισμό και χωρίς να διαβιβάζει περαιτέρω απόρρητα επιχειρήσεων σε τρίτους, δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση μπορεί να λάβει γνώση των εν λόγω απορρήτων.

Εντούτοις, η καθής δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη της την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα, απλώς και μόνο για να διευκολυνθεί ως προς τις έρευνες ή για να τις επιταχύνει.

Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα έπρεπε επίσης να γίνει δεκτό ότι ήταν αναγκαίο η από τη 15η Ιουλίου 1982 εκκρεμούσα διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού να περατωθεί εσπευσμένα το Δεκέμβριο του 1984, δεδομένου ότι με την προσωρινή απόφαση της καθής της 29ης Ιουλίου 1983 αποτράπηκε ενδεχόμενη καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά εκ μέρους των προσφευγουσών.

δδ)

Αν λοιπόν τώρα στραφούμε στη συγκεκριμένη εξέταση του πρώτου λόγου προσφυγής πρέπει να ενθυμηθούμε τα εξής:

Καταρχάς, η καθής διαβίβασε στην παρεμβαίνουσα την πλήρη γνωστοποίηση των αιτιάσεων — χωρίς τα παραρτήματα — και κατέστησε επίσης γνωστή τη θέση των προσφευγουσών επί της γνωστοποιήσεως αυτής. Εν προκειμένω δεν χρειάζεται να κριθεί αν αυτό επιτρεπόταν, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν στράφηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της συμπεριφοράς αυτής. Μετά από σχετική υπόδειξη της καθής, η παρεμβαίνουσα ζήτησε να λάβει γνώση ορισμένων επιχειρηματικών εγγράφων των προσφευγουσών, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή της καθής — έτσι ανέφερε η παρεμβαίνουσα — κατόπιν ενός μέτρου εξαναγκασμού, δηλαδή ενός αιφνιδιαστικού ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17. Όταν τους γνωστοποιήθηκε η αίτηση για τη λήψη γνώσεως των εγγράφων, οι προσφεύγουσες στηρίχτηκαν στην προστασία του απορρήτου των επιχειρήσεων και ταυτόχρονα πρότειναν να προσκομίσουν αποσπάσματα μη εμπιστευτικού χαρακτήρα από τα εν λόγω έγγραφα. Η καθής δεν δέχτηκε την πρόταση αυτή, αλλά διαβίβασε στην παρεμβαίνουσα ορισμένα από αυτά τα έγγραφα, εν μέρει σε περίληψη, εν μέρει μόνο για να χρησιμοποιηθούν από τους πληρεξουσίους της και εν μέρει για να λάβει απλώς γνώση.

εε)

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν το Δικαστήριο οφείλει να ελέγξει αν τα επίμαχα έγγραφα αποτελούσαν πράγματι απόρρητα των προσφευγουσών επιχειρήσεων, αν και σχετικά με το ζήτημα αυτό οι διάδικοι δεν ανέφεραν σχεδόν τίποτα το ουσιώδες κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.

Αυτός ο έλεγχος, ασφαλώς, είναι δυνατόν να γίνει, όμως έχω τη γνώμη ότι δεν είναι απαραίτητος προκειμένου να εκδοθεί απόφαση στην εν λόγω υπόθεση.

Στο έγγραφο της καθής της 18ης Δεκεμβρίου 1984, με το οποίο η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα την απόφαση περί διαβιβάσεως ορισμένων εγγράφων στην παρεμβαίνουσα, αναφέρεται απλώς ότι η καθής πολλά έγγραφα δεν τα θεώρησε ως απόρρητα επιχειρήσεων. Εκτός από μερικές σύντομες εξηγήσεις ως προς το παράρτημα 21 της γνωστοποίησης των αιτιάσεων, η καθής δεν αναφέρει για ποιους λόγους δεν δέχτηκε τις απόψεις των προσφευγουσών σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εν λόγω εγγράφων. Αναφέρει απλώς ως προς το εν λόγω παράρτημα 21 ότι δεν μπορεί να καλυφθεί από το απόρρητο των επιχειρήσεων διότι συνιστά ουσιώδες αποδεικτικό στοιχείο της παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ.

ααα )

Στο παρόν στάδιο της διαδικασίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη της καθής ότι το παράρτημα 21 της γνωστοποίησης των αιτιάσεων δεν καλύπτεται από την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα, επειδή συνιστά αποδεικτικό στοιχείο μιας παράβασης του άρθρου 86.

Η επιστήμη αναγνωρίζει ότι αντικείμενο του επιχειρηματικού απορρήτου μπορεί επίσης να είναι και η παράβαση του άρθρου 85 και του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία πρέπει να ασχοληθεί απόφαση που δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 2 Γ στην περίπτωση αυτή δεν δικαιολογείται το συμφέρον για τήρηση του απορρήτου και επομένως δεν εμποδίζεται η δημοσίευση ( 20 ).

Η άποψη αυτή φαίνεται να ευσταθεί όσον αφορά τη δημοσίευση της οριοτικής απόφασης της καθής. Αλλά και αυτή η δημοσίευση πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 2, να γίνεται κατά τρόπο που να λαμβάνονται υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα των επιχειρήσεων για τη διαφύλαξη των απορρήτων τους. Μπορεί να υποστηριχτεί ότι το συμφέρον προς διαφύλαξη των απορρήτων των επιχειρήσεων δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί νόμιμο, εάν κατά τη διοικητική διαδικασία διαπιστώθηκε παράβαση των διατάξεων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης.

Εν προκειμένω όμως η ανακοίνωση των εγγράφων των προσφευγουσών έγινε ήδη πριν από την επίσημη ακρόαση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17. Άνετα μπορεί να υποτεθεί ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της ακροάσεως και της ακροάσεως της Συμβουλευτικής Επιτροπής επί Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων που πρέπει να ακολουθήσει σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, προβάλλονται απόψεις οι οποίες εμφανίζουν τη συμπεριφορά των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων κάτω από άλλο φως. Μόνον αφού ολοκληρωθούν οι δύο αυτές περαιτέρω φάσεις της διαδικασίας και εν συνεχεία θεωρήσει η καθής αποδεδειγμένη την ύπαρξη παραβάσεως των διατάξεων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού, φαίνεται σκόπιμο να μη ληφθεί πλέον υπόψη το συμφέρον των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων για τη διαφύλαξη των επιχειρηματικών τους απορρήτων. Όμως, όσο οι δύο αυτές φάσεις, οι οποίες βέβαια και για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις εκτελούν κάποια προστατευτική λειτουργία, δεν έχουν ολοκληρωθεί, η καθής δεν μπορεί κατά κανόνα να αγνοήσει τα απόρρητα των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων.

βββ )

Επομένως, αν η επίκληση του γεγονότος ότι ορισμένο έγγραφο επιχειρήσεως συνιστά αποδεικτικό στοιχείο για παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ αποκλείεται ως αιτιολογία για το ότι δεν ελήφθη υπόψη ο εμπιστευτικός χαρακτήρας στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, ως αιτιολογία για τη διαβίβαση των εγγράφων παραμένει μόνον ο γενικός ισχυρισμός της καθής ότι τα έγγραφα δεν αποτελούσαν απόρρητα επιχειρήσεως.

Η πολύ σύντομη αυτή αναφορά δεν καλύπτει, εντούτοις, την υποχρέωση της Επιτροπής που προβλέπει το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.

Η έκταση της υποχρέωσης προς αιτιολόγηση που ορίζεται στο άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ εξαρτάται από τη φύση της εκάστοτε νομικής πράξεως ( 21 ). Η καθής πρέπει δηλαδή να παραθέσει τις ουσιαστικές και νομικές πλευρές από τις οποίες εξαρτάται η νομιμότητα του μέτρου καθώς και τις εκτιμήσεις που την ώθησαν στην έκδοση της απόφασης της. Η διάταξη αυτή δεν στηρίζεται μόνο σε τυπικές εκτιμήσεις, αλλά επιδιώκει να καταστήσει δυνατή στους διαδίκους τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων τους και στο Δικαστήριο την άσκηση του ελέγχου νομιμότητας. Για να εκπληρώνει τους σκοπούς αυτούς, η απόφαση χρειάζεται να αναφέρει μόνο τις σημαντικότερες νομικές και πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται και οι οποίες απαιτούνται για την κατανόηση των συλλογισμών που οδήγησαν την καθής στην απόφαση της αυτό μπορεί ασφαλώς να γίνει με μεγάλη συντομία, εφόσον δεν θίγονται η σαφήνεια και η λογική θεμελίωση ( 22 ).

Στην παρούσα περίπτωση η καθής δεν ακολούθησε τα κριτήρια αυτά, γεγονός που ενδεχομένως μπορεί να έχει σχέση με το ότι δεν θεώρησε ως απόφαση την ανακοίνωση των εγγράφων καθαυτή.

στστ)

Ακόμη και για την περίπτωση που παραδεχθούμε ότι ήταν αναγκαία η ανακοίνωση των εγγράφων της επιχείρησης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο τρόπος με τον οποίο έγινε δεν συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας.

Οι προσφεύγουσες είχαν προτείνει να συντάξουν τα έγγραφα κατά τρόπο που να μην περιλαμβάνουν στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα ή να συντάξουν περιλήψεις τους, εφόσον αυτό ήταν αναγκαίο. Εντούτοις, η καθής δεν αποδέχθηκε την πρόταση αυτή, αλλά αποφάσισε η ίδια με δική της ευθύνη για ποια έγγραφα έπρεπε να τηρηθεί το απόρρητο.

Ασφαλώς, τη δεδομένη στιγμή η ενέργεια αυτή ήταν πρόωρη, δεδομένου ότι η καθής δεν μπορούσε ακόμη να ξέρει αν τα έγγραφα που προσφέρονταν οι προσφεύγουσες να συντάξουν δεν θα ικανοποιούσαν την ανάγκη για πληροφόρηση της παρεμβαίνουσας.

Επομένως θεωρώ βάσιμο τον πρώτο λόγο που προβάλλουν οι προσφεύγουσες.

ζζ)

Εντούτοις, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει ακόμη να εξεταστεί πράγματι αν τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν στην παρεμβαίνουσα συνιστούσαν όντως απόρρητα επιχειρήσεων, προτείνω να επανέλθουμε στην προφορική διαδικασία, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες στη διαδικασία δεν έχουν μέχρι τώρα διατυπώσει διεξοδικά τις απόψεις τους ως προς το ζήτημα αυτό. Πάντως, ζητώ να μου επιτραπεί να αναπτύξω συμπληρωματικά τις προτάσεις μου επί του σημείου αυτού.

2.

α)

Με ένα δεύτερο λόγο ακυρώσεως οι προσφεύγουαες προσάπτουν στην καθής ότι παρέβη το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, σύμφωνα με το οποίο οι πληροφορίες που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν. Διαβιβάζοντας τα έγγραφα στην παρεμβαίνουσα, η καθής παρέβη την εν λόγω διάταξη, διότι υφίστατο σοβαρός κίνδυνος τα έγγραφα αυτά να χρησιμοποιηθούν από την παρεμβαίνουσα στη δίκη κατά των προσφευγουσών ενώπιον βρετανικού δικαστηρίου. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι η παρεμβαίνουσα ανέλαβε την υποχρέωση να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα μόνο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της καθής.

Η καυής απαντά ότι υποχρέωσε τους πληρεξούσιους της παρεμβαίνουσας να χρησιμοποιήσουν τα έγγραφα που τους διαβιβάστηκαν μόνο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Εξάλλου, όσον αφορά την προσφυγή ενώπιον του βρετανικού δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες υποχρεούνται οπωσδήποτε, κατά το βρετανικό δικονομικό δίκαιο, να προσκομίσουν τα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή τους.

Η παρεμβαίνουοα ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση των εγγράφων μόνον αφού ανέλαβε την υποχρέωση να μην τα χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς πλην αυτών της διαδικασίας ενώπιον της καθής· την υπόσχεση δε αυτή την τήρησε. Εκτός αυτού, κάθε διάδικος υποχρεούται ενώπιον των βρετανικών δικαστηρίων να διαβιβάζει στον αντίδικο έναν πίνακα των εγγράφων που αφορούν όλα τα μεταξύ των διαδίκων επίμαχα σημεία και τα οποία βρίσκονται στην κατοχή τους. Πρέπει δε να επιτρέπει στον αντίδικο να λαμβάνει γνώση των εγγράφων που αναφέρονται στον εν λόγω πίνακα. Επομένως, η θέση των προσφευγουσών δεν άλλαξε με τη διαβίβαση των εγγράφων από την καθής στην παρεμβαίνουσα.

β )

Από τη δομή του άρθρου 20 του κανονισμού 17 συνάγεται ότι η παράγραφος 1 αναφέρεται μόνο στην αξιοποίηση των αποκτη-Οεισών πληροφοριών αλλά όχι στην περαιτέρω διαβίβαση των πληροφοριών, η οποία ρυθμίζεται στην παράγραφο 2. Ήδη από αυτό προκύπτει ότι ο ισχυρισμός των προσφευγουσών στο πλαίσιο αυτό δεν είναι βάσιμος, δεδομένου ότι δεν ισχυρίζονται καν ότι η καθής χρησιμοποίησε τις αποκτηθείσες πληροφορίες αντίθετα προς το σκοπό τους. Εξάλλου, επειδή η καθής υποχρέωσε επίσης την παρεμβαίνουσα να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που έλαβε μόνο στη διοικητική διαδικασία ενώπιον της καθής και επειδή στο παρόν στάδιο της διαδικασίας δεν φαίνεται η παρεμβαίνουσα να παρέβη την υποχρέωση αυτή, δεν χρειάζεται να εξεταστεί το βασικό ερώτημα αν η παρεμβαίνουσα περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών στους οποίους απευθύνεται το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 και αν η καθής ενδεχομένως συνέβαλε σε αντίθετη προς το σκοπό τους χρησιμοποίηση των πληροφοριών εκ μέρους της παρεμβαίνουσας.

Επομένως, ο λόγος σχετικά με την παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 δεν ευσταθεί.

3.

α )

Με έναν τρίτο λόγο προσφυγής, οι προ-οφεϋγονοες κατηγορούν την καθής ότι παρέβη το άρθρο 185 της Συνθήκης ΕΟΚ. Παρατηρούν ότι η καθής αποφάσισε να ανακοινώσει στην παρεμβαίνουσα τα έγγραφα και ότι εξετέλεσε την απόφαση της κατά τρόπο που δεν επιδεχόταν καμία αλλαγή, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει σχετικά τις προσφεύγουσες. Εφόσον αμφισβητείται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας ορισμένων εγγράφων, την απόφαση λαμβάνει μεν η καθής, αλλά υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, το οποίο πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί τις αρμοδιότητες του σύμφωνα με τα άρθρα 185 και 186 της Συνθήκης ΕΟΚ και να διατάσσει την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης ή να λαμβάνει κάθε άλλο ασφαλιστικό μέτρο. Ουσιαστικά η καθής στέρησε με τη συμπεριφορά της από τις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να ζητήσουν την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η καθής περιορίζεται στη διαπίστωση ότι δεν μπορεί να υφίσταται παράβαση του άρθρου 185, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε απόφαση. Επικουρικώς ισχυρίζεται ότι δεν υποχρεούται να αναστέλλει την εκτέλεση αποφάσεως έως ότου οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να ζητήσουν από το Δικαστήριο να διατάξει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

Η παρεμβαίνουσα τονίζει επίσης ότι δεν υπήρξε τυπική απόφαση της Επιτροπής ως προς την οποία θα μπορούσε να είχε εφαρμοστεί το άρθρο 185 της Συνθήκης ΕΟΚ. Εξάλλου, αυτό θα οδηγούσε σε απαράδεκτες καθυστερήσεις κατά τη διοικητική διαδικασία, αν θεωρούνταν ότι πρόκειται για τέτοια προσβλητή απόφαση.

β )

Ακόμη και αν υπάρχουν λόγοι που συνηγορούν υπέρ του ότι η καθής κατ' εξαίρεση θα έπρεπε πριν από την εκτέλεση της απόφασης της να είχε δώσει τη δυνατότητα στις προσφεύγουσες, ενόψει του αμετάκλητου χαρακτήρα της ανακοινώσεως των εγγράφων τους, να τύχουν νομικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 185 της Συνθήκης ΕΟΚ, εντούτοις θεωρώ ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως δεν πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως αναφέρεται στην εκτέλεση της απόφασης της καθής να ανακοινώσει στην παρεμβαίνουσα τα έγγραφα και όχι στην ίδια την απόφαση. Το ερώτημα αν η αρχική απόφαση να ανακοινωθούν τα έγγραφα ήταν νόμιμη δεν μπορεί να εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο η απόφαση αυτή μετατράπηκε σε πράξη.

Αν η απόφαση ήταν ήδη παράνομη, η μη ορθή εκτέλεση δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα πλέον στη διαπίστωση αυτή. Εντούτοις, αν — αντίθετα προς την άποψη που υποστηρίζω — η απόφαση ήταν νόμιμη, θα εξακολουθούσε να είναι νόμιμη και αν ακόμα η εκτέλεση ήταν παράνομη. Στην περίπτωση αυτή ο παράνομος χαρακτήρας της εκτέλεσης θα αποτελούσε αυτοτελή προσβολή εννόμου αγαθού που θα έπρεπε να προσβληθεί χωριστά — παράλληλα με την προσβολή της ίδιας της απόφασης — γεγονός που δεν συνέβη όμως κατά την παρούσα διαδικασία.

Επομένως ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

4. Δικαστικά έξοδα

Δεδομένου ότι, αν γίνει δεκτή η πρόταση μου, οι προσφεύγουσες κατ' ουσία θα νικήσουν και δεδομένου ότι το μόνο αίτημα τους που δεν μπορεί να γίνει δεκτό είναι να υποδειχθεί στην Επιτροπή ποια συμπεράσματα θα πρέπει να συναγάγει από την ακύρωση της απόφασης της από το Δικαστήριο, θεωρώ ορθό, σύμφωνα με το άρθρο 69 του κανονισμού διαδικασίας, να καταδικαστεί η καθής στα δικαστικά έξοδα, εξαιρέσει των δικαστικών εξόδων που προέκυψαν για την παρεμβαίνουσα. Η παρεμβαίνουσα θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Γ —

Εν συμπεράσματα προτείνω στο Δικαστήριο στην υπόθεση 53/85 να εκδώσει την εξής απόφαση:

1)

Ακυρώνει την απόφαση της καθής που κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 1984.

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)

Καταδικάζει την καθής στα δικαστικά έξοδα, εξαιρέσει των εξόδων της παρεμβαίνουσας.

4)

Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.


( *1 ) Μετάφραση από τα γερμανικά.

( 1 ) Κανονισμός 17, πρώτος κανονισμός εφαρμογής ίων άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ.

( 2 ) ΕΕ 1983, L 252. σ. 13.

( 3 ) Κανονισμός 99/63 της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 1963 περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι Ι και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 37 ).

( 4 ) Εσωτερικό υπόμνημα των προσφευγουσών σχετικά με τις επιχειρηματικές τους σχέσεις με την παρεμβαίνουσα.

( 5 ) ΕΕ 1985, L 374, σ 1.

( 6 ) Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981 στην υπόθεση 60/81, International Business Machines Corporation κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9.

( 7 ) Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981 στην υπόθεση 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639.

( 8 ) Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981 στην υπόθεση 60/81, όπως πιο πάνω. σκέψη 10.

( 9 ) Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981 στην υπόθεση 60/81, όπως πιο πάνω.

( 10 ) Διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 1980 στην υπόθεση 792/79 R, Camera Care Ltd κατά Επιτροπής, Sig. 1980, σ. 119, σκέψη 19.

( 11 ) Κανονισμός 3017/79, της 20ής Δεκεμβρίου 1979, περί της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 11/017, σ. 67 )' εν τω μεταξύ αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό 2176/84, της 23ης Ιουλίου 1984 ( ΕΕ 1984, L 201, σ. 1).

( 12 ) Υπόθεση 264/82, Timex Corporation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1985, σ. 849.

( 13 ) Βλέπε σχετικά Pernice, εις: Grabilz, Kommentar zum EWG-Vertrag, κανονισμός 17, άρθρο 20, σημείωση 8' Hummer, εις: Grabitz, Kommentar zum EWG-Vertrag, σημείωση 14 και επ. για το άρθρο 214.

( 14 ) Βλέπε Hummer, όπως παραπάνω: Glciss/Hirsch, Kommentar zum EWG-Kartellrccht, σημείωση 9 για τον κανονισμό 17, άρθρο 20.

( 15 ) Gleiss/Hirsch, όπως παραπάνω, σημείωση 13.

( 16 ) Βλέπε Pernice, όπως παραπάνω, σημείωση 24 για τον κανονισμό 17, άρθρο 19' Gleiss/Hirsch, όπως παραπάνω, σημείωση 11 για τον κανονισμό 17, άρθρο 20.

( 17 ) Deringer, όπως παραπάνω, σημείωση 9 για τον κανονισμό 17, άρθρο 20' Pernice, όπως παραπάνω, σημείωση 9 για τον κανονισμό 17, άρθρο 20.

( 18 ) Απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209 έως 215 και 218/78, Heintz van Landewyck SARL και άλλοι κατά Επιτροπής, Sig. 1980, σ. 3125, σκέψη 46 ( υπογραμμίσεις του συντάκτη ).

( 19 ) Απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985 στην υπόθεση 264/82, Timex Corporation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 849, σκέψη 29 και επ.

( 20 ) Βλέπε, για παράδειγμα, Glciss/Hirsch, σημείωση 6 για το άρθρο 21 του κανονισμού 17.

( 21 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1978 στην υπόθεση 87/78, Welding & Co. κατά Hauptzollamt Hamburg-Waltershof, Sig. 1978,0.2457.

( 22 ) Βλέπε απόφαση της 4ης Ιουλίου 1963 στην υπόθεση 24/62, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Sig. 1963, σ. 143.

Top