Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61984CJ0312

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 24ης Φεβρουαρίου 1987.
    Continentale Produkten Gesellschaft Ehrhardt-Renken (GmbH & Co.) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Δασμοί αντιντάμπινγκ - Επιστροφή.
    Υπόθεση 312/84.

    Συλλογή της Νομολογίας 1987 -00841

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:94

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση 312/84 ( *1 )

    Ι — Περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

    1.

    Στις 3 Δεκεμβρίου 1981, η Επιτροπή, κατόπιν έρευνας που κινήθηκε στις 3 Αυγούστου 1981 για την ύπαρξη ντάμπινγκ, όσον αφορά τα νήματα βάμβακος καταγωγής Τουρκίας, επέβαλε με τον κανονισμό 3453/81, της 2ας Δεκεμβρίου 1981 (ΕΕ L 347, σ. 19), προσωρινό δασμό ανερχόμενο σε 16 ο/ο. Στις 3 Απριλίου 1982, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό 789/82 της 2ας Απριλίου 1982 ( ΕΕ L 90, σ. 1 ), επέβαλε οριστικό δασμό ανερχόμενο σε 12 %.

    2.

    Στις 30 Ιουλίου 1982, έγινε ένας διακανονισμός μεταξύ της Επιτροπής, της τουρκικής κυβερνήσεως και των τούρκων εξαγωγέων, κατά τον οποίο οι τελευταίοι δεσμεύτηκαν να εφαρμόζουν κατώτατες τιμές εξαγωγής. Κατόπιν αυτού, οι δασμοί αντιντάμπινγκ επί των νημάτων βάμβακος καταγωγής Τουρκίας καταργήθηκαν στις 21 Αυγούστου 1982 με τον κανονισμό 2306/82 του Συμβουλίου ( ΕΕ L 246, σ. 14).

    3.

    Ωστόσο, ο κανονισμός 789/82 που επέβαλε τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ εξακολουθούσε να ισχύει για τα εμπορεύματα που χωρίς να έχουν ακόμη διατεθεί προς κατανάλωση, βρίσκονταν ήδη υπό τελωνειακή αποταμίευση εντός της Κοινότητας. Κατ' εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, η προσφεύγουσα, εταιρία εισαγωγικού εμπορίου στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, υποχρεώθηκε να καταβάλει δασμούς αντιντάμπινγκ ανερχόμενους σε 676782,57 γερμανικά μάρκα (DM) για τα νήματα βάμβακος που εισήγαγε από την Τουρκία κατά την περίοδο από τις 15 Απριλίου έως τις 16 Ιουλίου 1982.

    4.

    Ωστόσο η προσφεύγουσα, με αιτήσεις της 24ης Μαρτίου, της 28ης Απριλίου και, τέλος, της 26ης Ιουλίου 1982, που συμπλήρωσε με τις γραπτές παρατηρήσεις της 30ής Νοεμβρίου 1982, της 4ης Μαρτίου και της 6ης Δεκεμβρίου 1983, στις οποίες επισύναψε ορισμένα έγγραφα ως αποδεικτικά στοιχεία, ζήτησε από τον ομοσπονδιακό υπουργό οικονομικών την επιστροφή των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ στηριζόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 3017/79 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1979, περί της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 011/017, σ. 67· βασικός κανονισμός « αντιντάμπινγκ » ), που ορίζει ότι:

    « Όταν ένας εισαγωγέας δύναται να αποδείξει ότι ο εισπραχθείς δασμός υπερβαίνει το πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ ή το ποσό της επιδοτήσεως, λαμβανομένης υπόψη της εφαρμογής σταθμικών μέσων όρων, το υπερβάλλον ποσό επιστρέφεται... »

    5.

    Η προσφεύγουσα αιτιολόγησε την αίτηση της επικαλούμενη το γεγονός ότι οι πραγματικές κανονικές αξίες των τούρκων προμηθευτών της ήταν κατώτερες από τις κανονικές αξίες που καθορίστηκαν με τον κανονισμό 789/82 και βάσει των οποίων επιβλήθηκε ο δασμός αντιντάμπινγκ.

    6.

    Η εν λόγω αίτηση διαβιβάστηκε στην Επιτροπή, η οποία εφάρμοσε τη διαδικασία εξετάσεως της αιτήσεως, που προβλέπει το άρθρο 16 του κανονισμού 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984 ( ΕΕ L 201, σ. 1 ), ο οποίος, ως βασικός κανονισμός « αντιντάμπινγκ », έχει αντικαταστήσει από την 1η Αυγούστου 1984 τον κανονισμό 3017/79. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η Επιτροπή, η οποία ενημερώνει τα κράτη μέλη και εκφέρει τη γνώμη της επί της αιτήσεως επιστροφής, μπορεί, αν τα κράτη μέλη αποδεχθούν τη γνώμη της ή δεν διατυπώσουν σχετικώς αντιρρήσεις εντός προθεσμίας ενός μηνός, να λάβει απόφαση σύμφωνη με την ανωτέρω γνώμη ή, σ' όλες τις άλλες περιπτώσεις να αποφασίσει, κατόπιν διαβουλεύσεως, αν και κατά πόσο πρέπει να δοθεί συνέχεια στην αίτηση.

    7.

    Εν προκειμένω, ένα από τα κράτη μέλη δεν αποδέχτηκε τη γνώμη της Επιτροπής η οποία, κατόπιν διαβουλεύσεως με τα κράτη μέλη, έλαβε στις 29 Οκτωβρίου 1984 την απόφαση Κ(84) 1605, με την οποία απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας, εκτός από ένα ποσό ύψους 1638,01 DM.

    8.

    Κατά την εν λόγω απόφαση, το επιστρεπτέο ποσό συνίσταται μόνο στη διαφορά μεταξύ του εισπραχθέντος δασμού και των « κανονικών αξιών » που καθορίστηκαν κατά τρόπο οριστικό από τον κανονισμό 789/82. Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι ο υπολογισμός των επιστρεπτέων ποσών έπρεπε να γίνει βάσει των επιμέρους πραγματικών « κανονικών αξιών » των προμηθευτών της που ήταν κατώτερες. Η αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής αφορούσε κυρίως την άρνηση της να δεχτεί το βάσιμο του εν λόγω επιχειρήματος της προσφεύγουσας.

    9.

    Κατ' αυτής ακριβώς της αποφάσεως της Επιτροπής άσκησε η προσφεύγουσα την υπό κρίση προσφυγή της οποίας η εγγραφή στο πρωτόκολλο του Δικαστηρίου έγινε στις 28 Δεκεμβρίου 1984.

    Η έγγραφη διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά.

    Μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Ωστόσο, ζήτησε από την προσφεύγουσα να διευκρινίσει ορισμένα σημεία της επιχειρηματολογίας της και να προσκομίσει στοιχεία που να επιτρέπουν στο Δικαστήριο να εκτιμήσει τις μέσες τιμές των προμηθευτών της κατά το έτος 1981 ενόψει του δασμού που επιβλήθηκε επί των εισαγωγών νημάτων βάμβακος καταγωγής Τουρκίας.

    Επίσης, το Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να διατυπώσει τις απόψεις της επί των απαντήσεων της προσφεύγουσας και να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα.

    Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν σχετικώς εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

    II — Αιτήματα των διαδίκων

    10.

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την απόφαση που έλαβε η Επιτροπή στις 29 Οκτωβρίου 1984 και την οποία απηύθυνε σ' αυτή και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας·

    επικουρικώς, να αναγνωρίσει ότι η εν λόγω απόφαση είναι άκυρη

    επίσης επικουρικώς, να τροποποιήσει την εν λόγω απόφαση και να αποφανθεί ότι η Επιτροπή, πέραν του ποσού που ορίζεται στην απόφαση αυτή, υποχρεούται να καταβάλει στην προσφεύγουσα είτε απευθείας είτε μέσω των αρμοδίων αρχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ποσό 675144,56 DM, προσαυξημένο κατά τους τόκους προς 9 % επί του ποσού των 676782,57 DM, από τις 24 Μαρτίου 1982, ημερομηνία υποβολής της αρχικής αιτήσεως·

    όλως επικουρικώς, να καταδικάσει την Επιτροπή να κοινοποιήσει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και συγκεκριμένα στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, τμήμα 5 Α 3, αριθ. V Α 3/Ε Α 5 — 915 241/2, απόφαση με την οποία να αναγνωρίζεται ότι ο ομοσπονδιακός υπουργός οικονομίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υποχρεούται να δεχτεί καθ' ολοκληρίαν την αίτηση επιστροφής των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ που ανέρχονται συνολικώς σε 676782,57 DM, η οποία του υποβλήθηκε με υπόμνημα της 26ης Ιουλίου 1982·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    11.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή κρίνοντας ως αβάσιμο το πρώτο από τα αιτήματα της προσφεύγουσας και ως απαράδεκτα το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    III — Αόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

    Επί τον παρασεκτού των επικουρικών αιτημάτων της προσφυγής

    12.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επικουρικό αίτημα της προσφυγής είναι απαράδεκτο. Στη Συνθήκη δεν προβλέπεται προσφυγή περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας ούτε φαίνεται εν προκειμένω ανάγκη υπάρξεως τέτοιας προσφυγής. Ομοίως, το επικουρικό αίτημα με το οποίο επιδιώκεται η τροποποίηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και το όλως επικουρικό αίτημα με το οποίο επιδιώκεται να καταδικαστεί η Επιτροπή να προβεί σε ορισμένη ενέργεια είναι απαράδεκτα στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, και στην περίπτωση ακόμη που τα εν λόγω αιτήματα θα θεωρούνταν ως προβαλλόμενα στο πλαίσιο προσφυγής κατά παραλείψεως, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ασκήσεως αυτής της προσφυγής, δεδομένου ότι δεν υπήρξε παράλειψη, εφόσον η Επιτροπή ενήργησε εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή φρονεί ότι η στάση την οποία οφείλει να τηρήσει μετά την έκδοση τυχόν ακυρωτικής αποφάσεως, μπορεί κάλλιστα να προκύπτει από το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως θεωρεί ότι η προσφυγή δεν μπορεί να κριθεί παραδεκτή παρά μόνο ως προσφυγή κατά το άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    13.

    Η προσφεύγουσα δεν κατέθεσε παρατηρήσεις, όσον αφορά το απαράδεκτο των επικουρικών αιτημάτων της προσφυγής, που προβάλλει η Επιτροπή.

    Οι λόγοι ακυρώσεως

    — Ο λόγος που αντλείται από την αναρμοδιότητα της Επιτροπής

    14.

    Η προσφεύγουσα επικαλείται αναρμοδιότητα της Επιτροπής ως προς την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Προβάλλει ότι η αίτηση της περί επιστροφής υποβλήθηκε στην αρμόδια αρχή της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στις 26 Ιουλίου 1982 και ότι κατά το χρονικό αυτό σημείο η αίτηση της διεπόταν από τις διατάξεις του άρθρου 15 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 3017/79, κατά τις οποίες οι αρχές που είναι αρμόδιες να αποφανθούν επί της αιτήσεως επιστροφής είναι οι εθνικές αρχές.

    15.

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αρμοδιότητα που είχε παρασχεθεί αρχικά στην εθνική γερμανική αρχή έπρεπε να διατηρηθεί ως προς τις παλαιές αιτήσεις που είχαν υποβληθεί πριν αρχίσει να ισχύει ο νέος κανονισμός «αντιντάμπινγκ» 2176/84, την 1η Αυγούστου 1984. Παρά το γεγονός ότι κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2176/84 ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται στις διαδικασίες που έχουν ήδη αρχίσει, η προσφεύγουσα φρονεί ότι έχει « κεκτημένο » δικαίωμα να εξεταστεί η αίτηση της από τις αρμόδιες εθνικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 15 του προϊσχύσαντος βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 3017/79.

    16.

    Το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας προκύπτει εν προκειμένω από το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές διαφώνησαν με την αρνητική γνώμη που εξέφρασε η Επιτροπή ως προς την αίτηση της, καθώς και από το γεγονός ότι ακόμη και αν οι εν λόγω αρχές ήταν υποχρεωμένες να συμμορφωθούν με τη γνώμη της Επιτροπής, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του κανονισμού 3017/79, μπορούσαν πάντως να αρνηθούν να εκτελέσουν την εκδοθείσα απόφαση και να την προσβάλουν ενώπιον του Δικαστηρίου.

    17.

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι η Επιτροπή καθυστέρησε εσκεμμένα τη διαδικασία εξετάσεως της αιτήσεως της, μέχρις ότου αρχίσει να ισχύει ο κανονισμός 2176/84.

    18.

    Η Επιτροπή τονίζει ότι το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2176/84 ορίζει ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται « στις διαδικασίες που έχουν ήδη αρχίσει», διατύπωση που συμπεριλαμβάνει την πράξη με την οποία περατώνεται η διαδικασία και επομένως την αρχή που είναι αρμόδια για την έκδοση της. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ερμηνεία αυτή συνάδει προς τη γενική αρχή κατά την οποία η νέα νομοθεσία εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που γεννήθηκαν υπό το κράτος της παλαιάς νομοθεσίας, χωρίς όμως να έχουν ακόμη τακτοποιηθεί ( μη γνήσια αναδρομικότητα· απόφαση της 4ης Ιουλίου 1973, Westzucker, 1/73, Sig. σσ. 723 και 729). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να έχει κεκτημένο δικαίωμα ως προς την αρχή που είναι αρμόδια να αποφανθεί επί της αιτήσεως της περί επιστροφής.

    19.

    Η Επιτροπή προσθέτει ότι, ακόμη και όταν ίσχυε το άρθρο 15 του κανονισμού 3017/79, οι εθνικές αρχές ήταν υποχρεωμένες να εκδώσουν απόφαση σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής και επομένως το μόνο αποτέλεσμα που είχε η νέα κανονιστική ρύθμιση ήταν να συμπέσει στην ίδια αρχή η τυπική αρμοδιότητα με την ουσιαστική εξουσία εκδόσεως αποφάσεως.

    — Οι λόγοι που ανάγονται oro βάσιμο νης προοφυγής

    20.

    Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ( ψηφίο 6 ) ότι « η προσφεύγουσα στηρίζει την αίτηση της στον ισχυρισμό ότι οι κανονικές αξίες των τούρκων προμηθευτών της ήταν κατώτερες από τις κανονιστικές αξίες που καθορίστηκαν κατά τρόπο οριστικό με τον κανονισμό 789/82 ». Η άποψη της Επιτροπής, που διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι διαφορετική. Πράγματι αναφέρεται (ψηφίο 17 της αποφάσεως) ότι «οι κανονικές αξίες που πρέπει να εφαρμοστούν στην υπό κρίση αίτηση επιστροφής αντιστοιχούν στις κανονικές αξίες που καθορίστηκαν κατά τρόπο οριστικό με τον κανονισμό 789/82 ».

    21.

    Η αιτιολογία της Επιτροπής για την προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει τέσσερα σημεία:

    α)

    ψηφίο 14 της αποφάσεως: δεν επιτρέπεται από νομική άποψη η χρησιμοποίηση των επιμέρους κανονικών αξιών των τούρκων προμηθευτών της προσφεύγουσας·

    β)

    ψηφίο 15 της αποφάσεως: εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι το κόστος των τούρκων προμηθευτών της ήταν κατώτερο από το κόστος που καθόρισε η Επιτροπή κατά την έρευνά της αντιντάμπινγκ·

    γ)

    ψηφία 9 και 13 της αποφάσεως: οι κανονικές αξίες καθορίστηκαν σωστά με τον κανονισμό 789/82

    δ)

    ψηφίο 16 της αποφάσεως: δεν είναι αναγκαία η τροποποίηση των κανονικών αξιών του κανονισμού 789/82 για δύο πρόσθετους λόγους: « οι επίδικες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν κατά ή μετά το πέρας της έρευνας» που κατέληξε στην έκδοση του κανονισμού 789/82 και, επιπλέον, οι κανονικές αξίες του κανονισμού 789/82 χρησιμοποιήθηκαν κατά τον προαναφερθέντα διακανονισμό της 30ής Ιουλίου 1982 ( ανωτέρω, αριθ. 2), ο οποίος συνήφθη με την τουρκική κυβέρνηση και τους τούρκους εξαγωγείς μετά την πραγματοποίηση των επίδικων εισαγωγών.

    22.

    Οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: α) λόγοι που στρέφονται κατά της αιτιολογίας της ίδιας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και β ) λόγοι κατά τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση υιοθέτησε οπωσδήποτε εσφαλμένα τις κανονικές αξίες του κανονισμού 789/82, διότι αυτός ο ίδιος ο κανονισμός είναι παράνομος για πολλούς λόγους. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο ίδιος λόγος ακυρώσεως ή το ίδιο επιχείρημα εμπίπτει και στις δύο κατηγορίες.

    Οι λόγοι που αφορούν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξεως

    — Λόγος Α.1 που αφορά το ψηφίο 14 της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως

    23.

    Κατά την προσφεύγουσα, το άρθρο 15 του κανονισμού 3017/79 έχει την έννοια ότι επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη οι κανονικές αξίες των προμηθευτών κάθε αιτούντος την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ και όχι οι κανονικές αξίες που καθορίστηκαν με τον κανονισμό με τον οποίο επιβλήθηκαν οι δασμοί αντιντάμπινγκ και οι οποίες θεωρήθηκαν ως οριστικές.

    24.

    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η άρνηση της Επιτροπής να λάβει υπόψη τις επιμέρους αξίες του αιτούντος την επιστροφή των δασμών και των συγκεκριμένων προμηθευτών του αντίκειται προς το σκοπό της « κατ' εξατομίκευση απονομής δικαιοσύνης », ο οποίος επιδιώκεται με τη θέσπιση της διαδικασίας επιστροφής. Υποστηρίζει ακόμη ότι ο όρος «πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ » που περιέχεται στο κείμενο του άρθρου 15 του κανονισμού 3017/79 αναφέρεται στη συγκεκριμένη κατ' ιδίαν περίπτωση κάθε αιτούντος την επιστροφή δασμών. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη που επιτρέπει την εξασφάλιση ενότητας κατά την εφαρμογή της διαδικασίας επιστροφής, η οποία δεν πρέπει να εξαρτάται από τις λεπτομέρειες καθορισμού των κανονικών αξιών επί των οποίων στηρίχθηκε η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, διότι οι εν λόγω κανονικές αξίες μπορούν να ποικίλλουν και να είναι το αποτέλεσμα της συνδυασμένης εφαρμογής μεθόδων που προβλέπονται από τον κανονισμό αντιντάμπινγκ.

    25.

    Η Επιτροπή παραδέχεται ότι με τη διαδικασία επιστροφής επιδιώκεται η εξασφάλιση της « κατ' εξατομίκευση απονομής δικαιοσύνης », αλλά θεωρεί ότι δεν είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη οι επιμέρους αξίες που αφορούν την προσφεύγουσα χωρίς να θιγούν, εκ των υστέρων, το νόημα και ο σκοπός του καθορισμού των κανονικών αξιών που χρησιμοποιήθηκαν στον κανονισμό με τον οποίο επιβλήθηκαν οι δασμοί αντιντάμπινγκ. Υποστηρίζει ότι το άρθρο του κανονισμού αντιντάμπινγκ με τον οποίο θεσπίζεται η διαδικασία επιστροφής λαμβάνει υπόψη το εν λόγω πρόβλημα, διότι δεν επιτρέπει την αιτούμενη επιστροφή παρά «λαμβανομένης υπόψη της εφαρμογής σταθμικών μέσων όρων ».

    26.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η δυνατότητα που παρέχεται με τη διαδικασία επιστροφής συνίσταται, πράγματι, στο να λαμβάνονται υπόψη περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εξαγωγέας εξαλείφει ή ελαττώνει το περιθώριο ντάμπινγκ μετά την επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ. Έτσι, αυτό έχει ως συνέπεια την εφαρμογή διαφορετικού τρόπου εξετάσεως των αιτήσεων επιστροφής, ανάλογα με το αν η κανονική αξία έχει υπολογιστεί χωριστά για κάθε συναλλαγή ή με αναφορά σε αντιπροσωπευτικές ή σταθμισμένες μέσες τιμές [ άρθρο 2, παράγραφος 13, στοιχείο β), του κανονισμού 2176/84]. Επομένως, η επιστροφή δεν μπορεί να χορηγηθεί παρά μόνο αν η προσφεύγουσα αποδείξει ότι τα στοιχεία που έχουν ληφθεί υπόψη έχουν μεταβληθεί μετά την επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ. 'Ετσι ο όρος « πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ» που περιέχεται στο άρθρο 15 του κανονισμού 3017/79 και στο άρθρο 16 του κανονισμού 2176/84 ως προς την επιστροφή δασμών έχει διαχρονική σημασία λόγω του ότι το περιθώριο αυτό εξαρτάται από την επέλευση νέων πραγματικών περιστατικών μετά την επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ.

    — Λόγος Α.2 που αφορά το ψηφίο 15 της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως

    27.

    Η προαφεύγονσνσα φρονεί ότι έχει προσκομίσει όλα τα στοιχεία από τα οποία επιδεικνύεται το κόστος και οι τιμές των δικών της προμηθευτών, όπως άλλωστε προκύπτει από τις γραπτές δηλώσεις τους, και υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένος ο περιεχόμενος στην προσβαλλόμενη πράξη ισχυρισμός ότι δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς της ως προς το ότι το κόστος των τούρκων προμηθευτών της είναι κατώτερο από το κόστος που καθορίστηκε κατά την έρευνα αντιντάμπινγκ. Θεωρεί δε ότι αν η Επιτροπή είχε αμφιβολίες για τις γραπτές δηλώσεις των τούρκων προμηθευτών της, όφειλε να προβεί αυτεπαγγέλτως στη διεξαγωγή έρευνας αν ήθελε να αποφύγει τη δημιουργία αθέμιτου διαδικαστικού κωλύματος.

    28.

    Η προσφεύγουσα εξηγεί ότι το μειωμένο κόστος των προμηθευτών της οφείλεται στον « οικογενειακό » χαρακτήρα των επιχειρήσεων τους, που θα μπορούσε να αποδειχτεί με τις καταθέσεις των μαρτύρων που προτείνει να εξεταστούν ως προς το θέμα αυτό, αλλά και γενικότερα ως προς τις συγκεκριμένες κανονικές αξίες των προμηθευτών της, όπως άλλωστε προκύπτει από τις αλλεπάλληλες αιτήσεις και γραπτές παρατηρήσεις της προς τις εθνικές αρχές και την Επιτροπή, καθώς και από τα συνημμένα σ' αυτές και στην προσφυγή της έγγραφα. Ομοίως, η προσφεύγουσα επικαλείται τις συνέπειες του πληθωρισμού και των διακυμάνσεων των τιμών συναλλάγματος που είχαν ως αποτέλεσμα να παρασχεθεί στους προμηθευτές της η δυνατότητα πραγματοποιήσεως οικονομικού οφέλους το οποίο οι τελευταίοι μεταβίβασαν περαιτέρω στην προσφεύγουσα μειώνοντας τις τιμές τους πωλήσεως.

    29.

    Η Επινροπή εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των ισχυρισμών της προσφεύγουσας που αφορούν το κόστος των προμηθευτών της. Τονίζει ότι η προσφεύγουσα υποστήριξε αρχικά ότι το εν λόγω κόστος ήταν κατά πολύ κατώτερο από αυτό που διαπιστώθηκε στην Τουρκία, κατόπιν δε ότι ήταν κατά 25 0/0 κατώτερο από το συνολικό κόστος και κατά 20 ο/ο κατώτερο από το κόστος του ακατέργαστου βάμβακος. Υποστηρίζει ακόμη ότι από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη η προσφεύγουσα προκύπτει ότι το κόστος του ακατέργαστου βάμβακος των προμηθευτών της δεν ήταν κατώτερο, αλλ' αντίθετα ανώτερο κατά 8,5 ο/ο από το κόστος που διαπιστώθηκε κατά την έρευνα που διεξήχθη στην Τουρκία. Η Επιτροπή αναφέρει ότι ζήτησε από την προσφεύγουσα να λάβει θέση σχετικώς, αλλά η προσφεύγουσα δεν της παρέσχε καμία διευκρίνιση. Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το οικονομικό όφελος, που κατά την προσφεύγουσα αποκόμισαν οι προμηθευτές της από τον πληθωρισμό, ενσωματώθηκε εν πάση περιπτώσει στα έξοδά τους και όχι στην τιμολογιακή τιμή του ακατέργαστου βάμβακος. Όσον αφορά τις διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν την τιμή του ακατέργαστου βάμβακος που πωλείται σε τουρκικές επιχειρήσεις στην Τουρκία. Επομένως πρέπει να απορριφθούν οι προσαρμογές που ζήτησε για το λόγο αυτό η προσφεύγουσα. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προτεινόμενη διεξαγωγή μαρτυρικής αποδείξεως δεν ζητήθηκε παρά στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι κατά τη διοικητική διαδικασία ως προς την εξέταση της αιτήσεως επιστροφής.

    — Λόγος Α.3 που αφορά το ψηφίο 9 της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως

    30.

    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το νομότυπο των μέτρων που έλαβε η Επιτροπή κατά την αρχή της έρευνας αντιντάμπινγκ. Επισημαίνει ότι αγνοεί και ότι επομένως αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η Επιτροπή, στην αρχή της έρευνας αντιντάμπινγκ, ήλθε σε επαφή με περισσότερους από 50 τούρκους παραγωγούς από τους οποίους ζήτησε να της παράσχουν αποδεικτικά στοιχεία ως προς τις τιμές και το κόστος τους και, επειδή ορισμένοι από αυτούς δεν απάντησαν, η προσφεύγουσα ήλθε σε επαφή με την Ένωση των τούρκων εξαγωγέων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων προκειμένου να της παρασχεθούν τα αναγκαία στοιχεία για τον καθορισμό των κανονικών αξιών.

    31.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφεύγουσα ενημερώθηκε από τους δικούς της προμηθευτές για όλα τα στάδια της έρευνας στην Τουρκία. Προσθέτει δε ότι η προσφεύγουσα ενημερώθηκε εξάλλου για την έναρξη της έρευνας αντιντάμπινγκ με την ανακοίνωση της 3ης Αυγούστου 1979, καθώς και με την έκδοση του κανονισμού 3453/81, με τον οποίο καθορίστηκε ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ, για τον οποίο η Επιτροπή ενημέρωσε η ίδια ατομικά την προσφεύγουσα ζητώντας από αυτή να εκθέσει σχετικώς την άποψη της.

    — Λόγος Α.4 που αφορά το ψηφίο 10 της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως

    32.

    Στο ψηφίο 10 της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως διευκρινίζεται ότι κατόπιν της αρνήσεως ορισμένων τούρκων εξαγωγέων να απαντήσουν στο αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών, η τουρκική Ένωση των εξαγωγέων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, ενεργώντας για λογαριασμό όλων των εξαγωγέων, περιλαμβανομένων και των προμηθευτών της προσφεύγουσας, παρέσχε αποδεικτικά στοιχεία ως προς τις εγχώριες τιμές και τις τιμές εξαγωγής τα οποία κατά τους ισχυρισμούς της ισχύουν για όλους τους εξαγωγείς.

    33.

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αποδεικνύει την αντιπροσωπευτικότητα της τουρκικής Ενώσεως των εξαγωγέων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Αναφέρει ότι οι προμηθευτές της συμμετέχουν σε άλλες ενώσεις ( όπως η Istanbul Exporters Union και η Ένωση εξαγωγέων Σμύρνης και Μυρσίνης ). Η προσφεύγουσα τονίζει ότι ακόμη και η ίδια η Επιτροπή δεν αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι όλοι οι εξαγωγείς είναι μέλη της τουρκικής Ενώσεως των εξαγωγέων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ότι επομένως δεν έπρεπε να αναγνωρίσει τις δηλώσεις των δικών της προμηθευτών, εφόσον δεν ήταν μέλη της εν λόγω ενώσεως.

    34.

    Η Επιτροπή προβάλλει ότι η τουρκική Ένωση εξαγωγέων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων εκπροσωπεί άμεσα ή έμμεσα όλους τους τούρκους εξαγωγείς, όπως προκύπτει από τις διαβεβαιώσεις που έδωσε τόσο η ίδια όσο και η τουρκική κυβέρνηση και η Ένωση τούρκων εργοδοτών στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας.

    — Λόγος Α.5 που αφορά τα ψηφία 11 και 12 της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως

    35.

    Στα ψηφία 11 και 12 της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως η Επιτροπή αναφέρει ότι στο κοινοτικό δίκαιο αντιντάμπινγκ προβλέπεται ρητά ότι ο καθορισμός των κανονικών αξιών μπορεί να πραγματοποιηθεί λαμβάνοντας ως βάση μέσες αντιπροσωπευτικές ή σταθμισμένες τιμές και ότι για το σκοπό αυτό επέλεξε, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Ένωση των τούρκων εξαγωγέων, τις τρεις κυριότερες τουρκικές επιχειρήσεις εξαγωγών προς την Κοινότητα, που ανήκουν τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα και που αντιπροσωπεύουν τις τρεις βασικές ζώνες βαμβακοκαλλιέργειας της Τουρκίας. Στα εν λόγω ψηφία της αιτιολογίας αναφέρεται ότι κατ' αυτό τον τρόπο μπορεί να γίνει δεκτό ότι το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων αυτών αντανακλά κατά τρόπο αρκούντως ακριβή το μέσο κόστος παραγωγής στην Τουρκία ή είναι μάλιστα ελαφρώς κατώτερο από το τελευταίο. Εξάλλου, η αξιοπιστία των στοιχείων που έδωσαν οι εν λόγω επιχειρήσεις, οι οποίες επιλέχτηκαν ως αντιπροσωπευτικές, προκύπτει από το βεβαιωμένο γεγονός ότι το καθοριστικό στοιχείο του κόστους παραγωγής (περίπου 60 ο/ο) όλων των τούρκων εξαγωγέων, δηλαδή το κόστος του ακατέργαστου βάμβακος, ήταν ουσιαστικά το ίδιο σε κάθε ζώνη παραγωγής λόγω των κυβερνητικών μέτρων στηρίξεως.

    36.

    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αντιπροσωπευτικότητα των τριών επιχειρήσεων που επέλεξε η Επιτροπή. Προβάλλει ότι τα στοιχεία που είχαν παράσχει θα έπρεπε ακολούθως είτε να προσαρμοσθούν και να διατυπωθούν εκ νέου είτε να επαληθευθούν και να συμπληρωθούν, πράγμα που δεν έγινε λόγω της αρνήσεως μιας από τις επιλεγείσες επιχειρήσεις. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι οι τρεις επιχειρήσεις που επέλεξε η Επιτροπή δεν ασκούν σε σημαντικό βαθμό εμπορία στην τουρκική αγορά, πράγμα που ώθησε την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει ευθύς εξαρχής τη μέθοδο της « κατασκευασμένης αξίας » ( κόστος υλικών και κατασκευής συν λογικό περιθώριο κέρδους και γενικά έξοδα) που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β ), ii ), του κανονισμού 3017/79. Υποστηρίζει ότι η εν λόγω μέθοδος δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί παρά μόνο επικουρικώς σε σχέση με την άμεση μέθοδο που βασίζεται στις πραγματικές τιμές στη χώρα εξαγωγής. Τέλος, κατά την προσφεύγουσα η Επιτροπή εσφαλμένα υπέθεσε ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις είναι αντιπροσωπευτικές διότι το μέγεθος και η λειτουργία τους διαφέρουν από το μέγεθος και τη λειτουργία των οικογενειακών ή μικρών μονάδων παραγωγής όπως είναι οι επιχειρήσεις των προμηθευτών της.

    37.

    Η Επιτροπή αναφέρεται ότι, κατόπιν της διαπιστώσεως ότι οι τρεις επιλεγείσες επιχειρήσεις δεν πωλούσαν παρά μικρές μόνο ποσότητες στην εσωτερική αγορά, η χρησιμοποίηση της κατασκευασμένης αξίας, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β), του κανονισμού αντιντάμπινγκ, ήταν δικαιολογημένη: από τη φροντίδα να αποφευχθούν καθυστερήσεις που θα συνεπαγόταν η αντικατάσταση τους με άλλες επιχειρήσεις από τη σκέψη ότι δεν θα μπορούσε να προκληθεί ζημία σε κανέναν εξαγωγέα, δεδομένου ότι το κόστος τους αντικατόπτριζε με ακρίβεια το επίπεδο του μέσου κόστους στην Τουρκία ή ήταν και κατώτερο από το επίπεδο αυτό' από τη διαπίστωση ότι το κόστος του ακατέργαστου βάμβακος που αντιπροσωπεύει 60 ο/ο του συνολικού κόστους δεν μεταβάλλεται, ότι το ήμισυ του εναπομένοντος κόστους είναι επίσης το ίδιο για όλους τους παραγωγούς ( ενέργεια, πρώτες ύλες) και ότι μπορούν να διαπιστωθούν διαφορές μόνο ως προς τους μισθούς, που αντιπροσωπεύουν 20 ο/ο του συνολικού κόστους, οι οποίες όμως, ενώ ευνοούν τις μικρές επιχειρήσεις, αντισταθμίζονται από την τεχνολογική υπεροχή των μεγάλων επιχειρήσεων τέλος, από το γεγονός ότι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν πιστώσεις, οι οποίες επιτρέπουν να μειώνουν τα γενικά τους έξοδα.

    — Λόγος Α.6 που αφορά το ψηφίο 16 της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως

    38.

    Στο ψηφίο 16 της προσβαλλόμενης πράξεως αναφέρεται ότι οι κανονικές αξίες που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό του δασμού αντιντάμπινγκ χρησιμοποιήθηκαν επίσης κατά το διακανονισμό της 30ής Ιουλίου 1982 ως προς τις ελάχιστες τιμές, πράγμα που αποδεικνύει την εγκυρότητά τους, διότι οι επίδικες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν κατά ή μετά το τέλος της έρευνας αντιντάμπινγκ και πριν από το διακανονισμό.

    39.

    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι δεν δικαιολογείται η αναφορά στις ελάχιστες τιμές που καθορίστηκαν με το διακανονισμό της 30ής Ιουλίου 1982, υποστηρίζοντας ότι ο κρίσιμος χρόνος, όσον αφορά την ύπαρξη ντάμπινγκ, δεν είναι ο χρόνος της θέσεως των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία, αλλ' ήδη ο χρόνος κατά τον οποίο ο εξαγωγέας ανέλαβε συμβατική δέσμευση, δεδομένου ότι για την ύπαρξη ντάμπινγκ απαιτείται πρόθεση, η οποία δεν μπορεί να διαγνωσθεί παρά μόνο κατά το χρόνο συνάψεως των συμβάσεων εξαγωγής.

    40.

    Η Επιτροπή εξηγεί ότι η αναφορά της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο σύστημα των ελάχιστων τιμών, που καθορίστηκαν με το διακανονισμό της 30ής Ιουλίου 1982, απέβλεπε απλώς στο να καταδείξει την εγκυρότητα των κανονικών αξιών που διαπιστώθηκαν κατά την έρευνα αντιντάμπινγκ, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι ελήφθησαν υπόψη κατά το διακανονισμό της 30ής Ιουλίου 1982 με την τουρκική κυβέρνηση και τους τούρκους εξαγωγείς. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το υποκειμενικό στοιχείο, δεδομένου ότι ορισμένη συμπεριφορά, αντικειμενικώς θεωρούμενη, αρκεί για να κινηθεί η διαδικασία θεσπίσεως μέτρων αντιντάμπινγκ, εφόσον πληρούνται οι προβλεπόμενες σχετικώς νόμιμες προϋποθέσεις.

    — Οι λόγοι με νους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα του κανονισμού 789/82

    Επί του παραδεκτού των λόγων

    41.

    Η Επιτροπή προβάλλει ζήτημα απαραδέκτου των λόγων που επικαλείται η προσφεύγουσα για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του κανονισμού 789/82, με τον οποίο επιβλήθηκε ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ, καθόσον ο εν λόγω κανονισμός συνιστά τη νόμιμη βάση για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο κανονισμός 789/82 δεν προσβάλλεται ευθέως και επομένως δεν επιτρέπεται να αμφισβητείται το κύρος του επ' ευκαιρία προσφυγής κατ' άλλης πράξεως.

    42.

    Η Επιτροπή, παραπέμποντας στην απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation και άλλοι ( συνεκδικασθείσες υποθέσεις 239/82 και 275/82, Συλλογή 1984, σ. 1005 ), τονίζει ότι η προσφεύγουσα και οι προμηθευτές της μπορούν να προσβάλουν παραδεκτώς τον εν λόγω κανονισμό ασκώντας προσφυγή ακυρώσεως. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η δυνατότητα προβολής της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που προβλέπεται στο άρθρο 184 της Συνθήκης ΕΟΚ προϋποθέτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη συνέχεται άμεσα με τον προσβαλλόμενο κανονισμό του οποίου προβάλλεται ο παράνομος χαρακτήρας και του οποίου η πράξη συνιστά εκτελεστικό μέτρο. Όμως, κατά την Επιτροπή, η διαδικασία επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ και συνεπώς η πράξη που εκδόθηκε ακολούθως μπορεί να συνέχεται μόνο με τον ίδιο το βασικό κανονισμό αντιντάμπινγκ, δηλαδή τον κανονισμό 2176/84. Η Επιτροπή φρονεί ότι αν υπάρχει συνδετικό στοιχείο της προσβαλλόμενης πράξεως με τον κανονισμό με τον οποίο καθορίστηκε ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ακριβώς «η εγκυρότητα του καθορισμού του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ ». Συνεπώς, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εν λόγω εγκυρότητα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, διότι συνιστά αυτή την ίδια την προϋπόθεση της αιτήσεως επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ.

    43.

    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αποδοχή του παραδεκτού των λόγων με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα του κανονισμού 789/82 θα ισοδυναμούσε με τη θέσπιση « δεύτερου ένδικου μέσου εκ των υστέρων », παραλλήλως προς τις υφιστάμενες προσφυγές (προσφυγή του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ την οποία μπορούν να ασκήσουν οι ενδιαφερόμενοι εξαγωγείς και προσφυγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, την οποία μπορεί να ασκήσει ο ενδιαφερόμενος εισαγωγέας και με την οποία παρέχεται πλήρης και επαρκής έννομη προστασία σύμφωνα με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982 στην υπόθεση 307/81, Alusuisse, Συλλογή σ. 3463), πράγμα που είναι αντίθετο προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, το οποίο αποκλείει την ύπαρξη « παραλλήλων » προσφυγών (αγωγή αποζημιώσεως και ένδικα μέσα ενώπιον εθνικών δικαστηρίων: υπόθεση 12/79, Wagner, Sig. 1979, σ. 3657 αγωγή αποζημιώσεως και προσφυγή ακυρώσεως: υπόθεση 543/79, Birke, Συλλογή 1981, σ. 2669).

    44.

    Η προοφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να προσβάλει ευθέως τον κανονισμό 789/82, διότι ο εν λόγω κανονισμός δεν συνιστούσε « απόφαση που απευθύνεται σε αυτή ». Θεωρεί δε ότι μπορούσε να προσβάλει μόνο τις πράξεις επιβολής δασμών των εθνικών τελωνειακών αρχών, πράγμα που άλλωστε έκανε. Συνεπώς, η προσφεύγουσα φρονεί ότι βασίμως μπορούσε να επικαλεστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής και ακολούθως ενώπιον του Δικαστηρίου τις πλημμέλειες που βαρύνουν τον κανονισμό 789/82. Προσθέτει δε σχετικώς ότι, αφενός, η νομική φύση της διαδικασίας επιστροφής προϋποθέτει τη νομιμότητα της εισπράξεως των δασμών αντιντάμπινγκ βάσει του κανονισμού με τον οποίο επιβλήθηκαν οι εν λόγω δασμοί και ότι, αφετέρου, η κοινοτική νομοθεσία δεν επιβάλλει την άσκηση ενδίκων μέσων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων πριν ή παραλλήλως προς την κίνηση της διαδικασίας επιστροφής, τέλος δε, ότι το άρθρο 184 της Συνθήκης ΕΟΚ της παρέχει τη δυνατότητα να προβάλει την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 789/82.

    Επί του βασίμου των λόγων ακυρώσεως

    — Λόγος Β.1

    45.

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 789/82 μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 9, δεύτερη φράση, του κανονισμού 3017/79, το οποίο ορίζει ότι «η διαδικασία τελειώνει είτε με την περάτωση της είτε με τη λήψη ενός οριστικού μέτρου » και ότι « το τέλος πρέπει κανονικά να επέρχεται εντός προθεσμίας ενός έτους μετά την έναρξη της διαδικασίας». Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι ο κανονισμός 789/82 εκδόθηκε 32 μήνες μετά την έναρξη της διαδικασίας και υποστηρίζει ότι η εν τω μεταξύ επιβολή του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ δεν μπορεί από αυτή την άποψη να θεωρηθεί ως «οριστικό» μέτρο. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εν λόγω καθυστέρηση οφείλεται στο γεγονός ότι η Επιτροπή διέκοψε την έρευνα, επειδή δεν μπόρεσε να αποδείξει την ύπαρξη ντάμπινγκ και ότι τη συνέχισε μόνο κατόπιν πιέσεων των γάλλων Kat άγγλων παραγωγών, καθώς και των κυβερνήσεων τους, χωρίς ωστόσο να επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια για την περάτωση της εντός ευλόγου χρόνου.

    46.

    Η Επινροπή υποστηρίζει ότι η εν λόγω προβλεπόμενη από το βασικό κανονισμό προθεσμία είναι απλώς ενδεικτική και αποβλέπει κυρίως στο να εξασφαλίσει την προστασία της κοινοτικής βιομηχανίας.

    — Λόγος Β.2

    47.

    Με το λόγο αυτό η προσφεύγονσα αμφισβητεί την αντιπροσωπευτικότητα των επιχειρήσεων που επέλεξε η Επιτροπή προκειμένου να διεξαγάγει την έρευνα αντιντάμπινγκ, την ακρίβεια του κόστους και των τιμών που έλαβε υπόψη της και τη νομιμότητα της μεθόδου που εφάρμοσε για τον υπολογισμό των κανονικών αξιών.

    Οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα των δύο διαδίκων ταυτίζονται με τους προαναφερθέντες λόγους και επιχειρήματα ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής της 29ης Οκτωβρίου 1984.

    — Λόγος Β.3

    48.

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν αποδείχθηκε η συνδρομή της δεύτερης προϋποθέσεως που προβλέπεται για την επιβολή αντιντάμπινγκ, δηλαδή η ύπαρξη ζημίας σε βάρος των κοινοτικών παραγωγών. Το επιχείρημά της έγκειται κατ' ουσία στο ότι η κάτω της κανονικής αξίας διατίμηση των τουρκικών προϊόντων, την οποία διαπίστωσε η Επιτροπή, ανερχόταν κατά τους ισχυρισμούς της Επιτροπής σε 25 ο/ο και πάντως προκαλούσε ζημία στους παραγωγούς της Κοινότητας, έτσι ώστε καμία ζημία δεν μπορεί να οφείλεται στο προβαλλόμενο ντάμπινγκ, διότι η ζημία αυτή θα προκαλούνταν ακόμη και αν δεν υπήρχε ντάμπινγκ.

    49.

    Η Επιτροπή απαντά ότι ο καθορισμός δασμού αντιντάμπινγκ προς 12 ο/ο απέβλεπε στο να συμψηφίσει, έστω και εν μέρει, την αναμφισβήτητη ζημία που προέκυπτε από την κάτω της κανονικής αξίας διατίμηση των τουρκικών προϊόντων και ότι ο δασμός αυτός αντιστοιχούσε στο μικρότερο από τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπίστωσε.

    — Λόγος Β.4

    50.

    Η προοφεύγουσα θεωρεί ότι ακόμη και αν ο κανονισμός 789/82 ήταν νόμιμος, όσον αφορά την αρχή της επιβολής των δασμών αντιντάμπινγκ, είναι εντούτοις παράνομος για τους ακόλουθους λόγους:

    α)

    Καθόσον δεν εξαίρεσε από το πεδίο εφαρμογής του τις «παλαιές συμβάσεις», δηλαδή τις συμβάσεις που συνήφθησαν πριν από την επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, μάλιστα δε και πριν από την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ. Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι οι εν λόγω συμβάσεις είτε έχουν εκτελεστεί είτε βρίσκονται στο στάδιο της διαδικασίας εκτελωνισμού των εμπορευμάτων, χωρίς να είναι δυνατό να καταγγελθούν μονομερώς έναντι των προμηθευτών ή έναντι των αγοραστών του εισαγωγέα με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο εισαγωγέας να ενσωματώσει στις τιμές του τον καταβληθέντα δασμό αντιντάμπινγκ 12 %. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η καταγγελία των εν λόγω συμβάσεων θα ήταν παράνομη, διότι δεν μπορεί να επικαλεστεί ούτε ανώτερη βία ούτε ότι « εξέλιπε το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της συμβάσεως» (Wegfall der Geschäftsgrundlage) μετά την επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ και ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί την παραλαβή των εμπορευμάτων που εισήχθησαν σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων.

    β)

    Καθόσον το γεγονός της μη εξαιρέσεως των « παλαιών συμβάσεων » από την εφαρμογή του κανονισμού 789/82 ισοδυναμεί με « de facto έμμεση αναδρομικότητα », η οποία δεν γίνεται δεκτή από την έννομη τάξη κανενός κράτους μέλους ή από την κοινοτική έννομη τάξη παρά σε εξαιρετικές περιστάσεις για τις οποίες όμως το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν έχουν προσκομίσει κανένα στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση.

    γ)

    Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, η αναδρομικότητα αυτή ήταν αδικαιολόγητη, διότι ακόμη και ένας « συνετός » και « επιμελής » επιχειρηματίας δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει την επιβολή των δασμών, δεδομένου ότι η διαδικασία αντιντάμπινγκ διήρκεσε 32 μήνες (ενώ η μέση διάρκεια κυμαίνεται μεταξύ 8,3 και 16,5 μήνες), διακόπηκε δε λόγω μη διαπιστώσεως ντάμπινγκ για να ξαναρχίσει αργότερα.

    51.

    Η Επιτροπή δεν παραδέχεται ότι υπάρχει « de facto έμμεση αναδρομικότητα » στην προκειμένη περίπτωση. Αφενός, διότι θα επρόκειτο για αναδρομικότητα η οποία απαγορεύεται ρητά [ άρθρο 13, παράγραφος 4, στοιχείο α), των κανονισμών 3017/79 και 2176/84] και, αφετέρου, διότι η είσπραξη δασμού αντιντάμπινγκ για εμπορεύματα τα οποία υπήρξαν αντικείμενο αγοράς και μεταπωλήσεως δεν θίγει μια ασφαλή νομική θέση. Η Επιτροπή τονίζει ότι ο εν λόγω δασμός εισπράττεται για κάθε εμπόρευμα που διασαφείται για να τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας, αναδρομικώς από την ημερομηνία παραλαβής των σχετικών δηλώσεων από τις τελωνειακές αρχές, σύμφωνα με την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση αντιντάμπινγκ [ άρθρο 13, παράγραφος 4, στοιχείο α ), των κανονισμών 3017/79 και 2176/84 οι οποίοι παραπέμπουν στη γενική οδηγία επί τελωνειακών θεμάτων 77/623 ], η οποία δεν προβλέπει γενική εξαίρεση για τις παλαιές συμβάσεις, δεδομένου άλλωστε ότι η εξαίρεση αυτή θα ήταν αντίθετη προς το σκοπό που επιδιώκεται με την είσπραξη του δασμού αντιντάμπινγκ. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα, η οποία διαμαρτυρήθηκε για την επιβολή του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ με τηλετύπημα της 24ης Νοεμβρίου 1981, συνήψε συμβάσεις μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της ημερομηνίας της πραγματικής επιβολής του εν λόγω δασμού, δηλαδή της 3ης Δεκεμβρίου 1981, χωρίς ωστόσο να περιλάβει ρήτρες επιφυλάξεως δικαιώματος στις εν λόγω συμβάσεις για να προφυλαχθεί από την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ.

    Οι ζητούμενοι από τψ προσφεύγουσα νόκοι

    52.

    Η προσφεύγουσα, ως προς τα επικουρικά της αιτήματα, ζητεί να της καταβληθούν τόκοι προς 9 ο/ο επί του ποσού των 676782,57 DM υπολογιζόμενοι από τις 24 Μαρτίου 1982, ημερομηνία υποβολής της πρώτης αιτήσεως της, πέραν του ποσού (675144,56 DM ) που ζητεί να της επιστραφεί. Προς στήριξη του αιτήματός της, επικαλείται τη βεβαίωση τράπεζας, κατά την οποία της παρεσχέθη διαρκής τραπεζική πίστωση με δυνατότητα αναλήψεως καθ' υπέρβαση πέραν του ποσού του αιτήματος και με ετήσιο τόκο κατά την εν λόγω περίοδο τουλάχιστον 8 %.

    IV — Απαντήσεις των διαδίκων στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου

    53.

    Η προσφεύγουσα διευκρινίζει, κατόπιν ερωτήσεως του Δικαστηρίου, ότι δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως στηριζόμενη σε νέα στοιχεία, δηλαδή σε στοιχεία που προέκυψαν μετά την έκδοση του κανονισμού 789/82 του Συμβουλίου της 2ας Απριλίου 1982.

    Το Δικαστήριο ζήτησε περαιτέρω από την προσφεύγουσα να προσκομίσει πίνακα που να παρέχει δυνατότητα εκτιμήσεως, ενόψει του οριστικού δασμού που επιβλήθηκε επί των εισαγωγών νημάτων βάμβακος καταγωγής Τουρκίας, των μέσων τιμών που εφάρμοζαν οι προμηθευτές της κατά τα τέσσερα τρίμηνα του έτους 1981, εκφρασμένες σε γερμανικά μάρκα ανά κιλό.

    Η προσφεύγουσα προσκόμισε στο Δικαστήριο πίνακα εμφαίνοντα το αρμόδιο για κάθε εισαγωγή τελωνείο και τον αριθμό του, την ημερομηνία εισαγωγής, την κατηγορία των νημάτων, την αξία cif σε γερμανικά μάρκα, τους δασμούς σε γερμανικά μάρκα, τις εισαχθείσες ποσότητες και την αξία cif ανά χιλιόγραμμο σε γερμανικά μάρκα.

    Τέλος η προσφεύγουσα προσθέτει ορισμένα επιχειρήματα ως προς τα οικονομικά οφέλη που μπόρεσαν να αποκομίσουν οι προμηθευτές της λόγω του πληθωρισμού και της διακυμάνσεως των συναλλαγματικών τιμών, πράγμα που τους επέτρεψε να μειώσουν τις τιμές πωλήσεως τους προς αυτή.

    Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι έδινε σταθερά παραγγελίες στους προμηθευτές της αρκετούς μήνες πριν από την παράδοση ( τρεις έως πέντε μήνες και καμιά φορά δώδεκα μήνες) και ότι κατέβαλλε την αξία των εν λόγω παραγγελιών σε συνάλλαγμα κατά την παράδοση. Επομένως οι προμηθευτές της μπορούσαν να εφοδιαστούν αμέσως με πρώτες ύλες σε τιμές της εγχώριας τουρκικής αγοράς, οι οποίες ήταν κατ' ανάγκη κατώτερες από τις τιμές που ίσχυαν κατά το χρόνο διενεργείας της παραδόσεως των εμπορευμάτων. Κατ' αυτό τον τρόπο είχαν τη δυνατότητα να αποκομίζουν οικονομικά οφέλη λόγω του πληθωρισμού, τα οποία ενσωμάτωναν στις τιμές πωλήσεως. Την ίδια δυνατότητα παρείχαν οι προσδοκώμενες διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος, διότι ήταν εκ των προτέρων βέβαιο ότι οι τιμές αγοράς σε συνάλλαγμα που προβλέπονταν στις συναφθείσες με τους προμηθευτές συμβάσεις αντιστοιχούσαν σε αισθητά σημαντικότερο ποσό σε εθνικό νόμισμα κατά το χρόνο της καταβολής λόγω της τιμής συναλλάγματος.

    54.

    Η Επιτροπή, κληθείσα από το Δικαστήριο, κατέθεσε στη δικογραφία: τα πρακτικά δύο συναντήσεων, της 30ής Σεπτεμβρίου και της 20ής Νοεμβρίου 1981, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας της έρευνας αντιντάμπινγκ· ένα τηλετύπημα της τουρκικής Ενώσεως εξαγωγέων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων το οποίο περιέχει τις επωνυμίες των ενώσεων που είναι μέλη της εν λόγω οργανώσεως' το τηλετύπημα με το οποίο η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την επιβολή των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ, στις 21 Ιανουαρίου 1982, και την απάντηση της προσφεύγουσας, της 25ης Ιανουαρίου 1982· τέλος, τις αιτήσεις επιστροφής που υπέβαλε η προσφεύγουσα στο υπουργείο οικονομίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στις 24 Μαρτίου και στις 28 Απριλίου 1982.

    Περαιτέρω η Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, εξέθεσε τη γνώμη της επί του περιεχομένου των εγγράφων που κατέθεσε η προσφεύγουσα, καθώς και επί της επιχειρηματολογίας της, όσον αφορά τα οικονομικά οφέλη που προέκυψαν από τον πληθωρισμό και τις διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, όπως προκύπτει από τον πίνακα που προσκόμισε η προσφεύγουσα, κατά το 1981, οι τιμές της εισαγωγής ήταν, σε σταθμικούς μέσους όρους, κατώτερες κατά 20,5 ο/ο από την κανονική αξία που καθορίστηκε για την περίοδο αυτή, ενώ το εν λόγω περιθώριο ντάμπινγκ έφτανε το 30,6 ο/ο της σταθερής κανονικής αξίας για τα προϊόντα που εισήγαγε η προσφεύγουσα μετά την 31η Δεκεμβρίου 1981 και τα οποία αποτελούν αντικείμενο της διαδικασίας επιστροφής. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας ως προς το ότι δεν έγιναν προσαρμογές στερούνται κάθε σημασίας λόγω του γεγονότος ότι ο εισπραχθείς δασμός αντιντάμπινγκ είναι μόνο 12 %.

    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τα οικονομικά οφέλη που αποκόμισαν οι προμηθευτές της λόγω του πληθωρισμού και της διακυμάνσεως των τιμών συναλλάγματος, η Επιτροπή προβαίνει στις ακόλουθες παρατηρήσεις. Ως προς τις συνέπειες του πληθωρισμού υποστηρίζει ότι, αν και οι προμηθευτές της προσφεύγουσας μπορούσαν να αποκομίσουν όφελος από τον πληθωρισμό λόγω του γεγονότος ότι συνεπεία των σταθερών παραγγελιών που τους έδινε η προσφεύγουσα αγόραζαν αμέσως οι ίδιοι τον ακατέργαστο βάμβακα σε τιμές κατώτερες από αυτές που θα ίσχυαν λίγους μήνες αργότερα κατά την παράδοση των εμπορευμάτων, ωστόσο, το διαθέσιμο κεφάλαιο τους, το οποίο λόγω της χρονικής αποστάσεως μεταξύ αγοράς 'του βάμβακος και καταβολής της αξίας του επενδυόταν αλλού, έπρεπε να υποστεί και αυτό τις ίδιες συνέπειες του πληθωρισμού. 'Ετσι, κατά την Επιτροπή, οι προμηθευτές της προσφεύγουσας όχι μόνο δεν μπόρεσαν να αποκομίσουν οικονομικό όφελος, αλλ' επιπλέον, σύμφωνα με τα ποσοτικά στοιχεία που αναφέρει η προσφεύγουσα (τόκοι λόγω παροχής πιστώσεως, απώλεια της αγοραστικής δυνάμεως του νομίσματος), είχαν να αντιμετωπίσουν κόστος πιστώσεων 6,4 ο/ο κατά τις περιόδους υπολογισμού στις οποίες αναφέρεται η προσφεύγουσα.

    Όσον αφορά τα οικονομικά οφέλη που προέκυψαν από την υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του συναλλάγματος με το οποίο διενεργούσε η προσφεύγουσα τις πληρωμές της, η Επιτροπή τονίζει ότι αυτή η πλευρά του ζητήματος ελήφθη υπόψη κατά την εξέταση της αιτήσεως επιστροφής της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι κατά την εν λόγω εξέταση έγινε σύγκριση της κανονικής αξίας με τις τιμές εισαγωγής στην Κοινότητα και ότι τα δύο αυτά ποσά ήταν εκφρασμένα σε γερμανικά μάρκα.

    Κατά την Επιτροπή, έχει σημασία να ληφθεί σχετικώς υπόψη το γεγονός ότι η υποτίμηση της τουρκικής λίρας δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τον υψηλό πληθωρισμό που επηρεάζει την κανονική αξία· γι' αυτόν το λόγο άλλωστε και τα ποσά του διακανονισμού, δηλαδή η κανονική αξία, καθορίστηκαν σε γερμανικά μάρκα, δεδομένου ότι ο καθορισμός των εν λόγω ποσών σε τουρκικές λίρες θα συνεπαγόταν ατελείωτες μετατροπές. Η Επιτροπή υπενθυμίζει περαιτέρω ότι σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας ο τούρκος εξαγωγέας και η Επιτροπή συμφώνησαν ότι αυτός ο τρόπος αντιμετωπίσεως του ζητήματος συνιστά την ευνοϊκότερη λύση για τον εξαγωγέα, δεδομένου ότι κατά την περίοδο 1981-1982 ο πληθωρισμός αυξήθηκε στην Τουρκία δύο φορές ταχύτερα σε σχέση με την ανατίμηση του μάρκου έναντι της τουρκικής λίρας.

    Η Επιτροπή φρονεί ότι στην αλληλουχία αυτή πρέπει ακόμη να προστεθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση το περιθώριο ντάμπινγκ που καθορίστηκε για το 1981 μειώθηκε λόγω του γεγονότος και μόνον ότι οι τιμές εισαγωγής σε δολάρια μετατράπηκαν σε μάρκα κατά τον καθοριστικό για την εισαγωγή χρόνο, ενώ το γερμανικό μάρκο απώλεσε, παραδείγματος χάρη, 7 % της αξίας του σε σχέση με το δολάριο των Ηνωμένων Πολιτειών μεταξύ Νοεμβρίου 1981 και Μαρτίου 1982.

    V — Προφορική διαδικασία

    56.

    Κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιουνίου 1984 αγόρευσε η προσφεύγουσα, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Max Steeger, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Peter Gilsdorf, μέλος της νομικής υπηρεσίας της.

    Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Οκτωβρίου 1986.

    VI — Στοιχεία που προσκομίστηκαν κατόπιν της προφορικής διαδικασίας

    56.

    Κατά τη συζήτηση της 24ης Ιουνίου 1986 ζητήθηκε από την προσφεύγουσα να προσκομίσει ένα έγγραφο βάσει του οποίου θα μπορούσε να διαπιστωθεί η πραγματική τιμή ελεύθερο στα σύνορα ανά χιλιόγραμμο κάθε τύπου εισαγομένου νήματος. Το έγγραφο αυτό κατατέθηκε στις 10 Ιουλίου 1986, η δε Επιτροπή διατύπωσε παρατηρήσεις επί του περιεχομένου του με έγγραφο που κατέθεσε στις 7 Αυγούστου 1986.

    Κ. Κακούρης

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( έκτο τμήμα )

    της 24ης Φεβρουαρίου 1987 ( *1 )

    Στην υπόθεση 312/84,

    Continentale Produkten Gesellschaft Ehrhardt-Renken ( GmbH & Co. ), Alter Wall 69, 2000 Αμβούργο 11, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Steeger, Tiefenbacher και Heibey, Neuer Wall 10, 2000 Αμβούργο 36, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Lambert Dupong, 14 A, rue des Bains,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Peter Gilsdorf, νομικό σύμβουλο της Επιτροπής, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

    καθής,

    οποία έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως Κ (84) 1605 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 1984, που αφορά την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    συγκείμενο από τους Κ. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. O'Higgins, Τ. Koopmans, Κ. Bahlmann και G. C Rodríguez Iglesias, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

    γραμματέας: Ρ. Heim

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, όπως συμπληρώθηκε κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 24ης Ιουνίου 1986,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Οκτωβρίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στις 28 Δεκεμβρίου 1984, η εταιρία Continentale Produkten Gesellschaft Ehrhardt-Renken ( GmbH & Co. ), με έδρα το Αμβούργο, άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής Κ( 84 ) 1605, της 29ης Οκτωβρίου 1984. Η ακύρωση ζητείται, καθόσον η εν λόγω απόφαση δέχτηκε μόνο εν μέρει, δηλαδή για ποσό 1638,01 γερμανικών μάρκων (DM), την αίτηση που υπέβαλε η προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 15 του κανονισμού 3017/79 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1979, περί της άμυνας κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 011/017, σ. 67 ), βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, με την οποία η προσφεύγουσα ζήτησε την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που κατέβαλε κατ' εφαρμογή του κανονισμού 789/82 του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1982, περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων νημάτων βάμβακος καταγωγής Τουρκίας ( ΕΕ L 90, σ. 1 ) που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 15ης Απριλίου και 16ης Ιουλίου 1982. Η προσφεύγουσα ζητεί επικουρικώς από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει τη μερική ακυρότητα της αποφάσεως, επίσης επικουρικώς να τροποποιήσει την απόφαση και να αποφανθεί ότι η Επιτροπή υποχρεούται να της καταβάλει, πέραν του ποσού που θα κριθεί αποδοτέο, το ποσό των 675144,56 DM, όλα δε τα ποσά προσαυξημένα με τόκους προς 9 ο/ο από 24ης Μαρτίου 1982, ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως της επιστροφής. Τέλος, όλως επικουρικώς, η προσφεύγουσα ζητεί να καταδικαστεί η Επιτροπή στην έκδοση αποφάσεως με την οποία να αναγνωρίζει ότι οι αρμόδιες αρχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας οφείλουν να δεχτούν την αίτηση της επιστροφής στο σύνολό της.

    2

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το ιστορικό της διαφοράς, οι λόγοι ακυρώσεως και οι ισχυρισμοί των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

    Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την αναρμοδιότητα της Επιτροπής

    3

    Η προσφεύγουσα επικαλείται αναρμοδιότητα της Επιτροπής ως προς την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Προβάλλει ότι η αίτηση της περί επιστροφής υποβλήθηκε στην αρμόδια γερμανική αρχή στις 26 Ιουλίου 1982. Κατά την ημερομηνία αυτή η αίτηση της διεπόταν από το άρθρο 15 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 3017/79, κατά το οποίο οι αρχές που είναι αρμόδιες να αποφανθούν επί της αιτήσεως επιστροφής είναι οι εθνικές αρχές. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι, καίτοι αληθεύει ότι πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως, στις 29 Οκτωβρίου 1984, ένας νέος βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ είχε τεθεί σε ισχύ, ο κανονισμός 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984 ( ΕΕ L 201, σ. 1 ), του οποίου το. άρθρο 16 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να αποφαίνεται επί των αιτήσεων επιστροφής, εντούτοις η αρμοδιότητα που είχε ανατεθεί αρχικώς στις εθνικές αρχές πρέπει να διατηρηθεί ως προς τις αιτήσεις που είχαν υποβληθεί υπό την προϊσχύσασα ρύθμιση. Το γεγονός ότι το άρθρο 19, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2176/84 ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή στις « διαδικασίες που έχουν ήδη αρχίσει » κατά την έναρξη της ισχύος του δεν έχει καμιά απολύτως σημασία κατά την προσφεύγουσα, διότι αυτή έχει « κεκτημένο » δικαίωμα να εξεταστεί η αίτηση της από τις εθνικές αρχές που ήταν αρμόδιες κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως.

    4

    Πρέπει να επισημανθεί σχετικά ότι κατά γενικό κανόνα οι διατάξεις που τροποποιούν μια διοικητική διαδικασία και καθορίζουν τις αρμόδιες αρχές εφαρμόζονται στις εκκρεμείς διαδικασίες, χωρίς οι διοικούμενοι να μπορούν να επικαλεστούν « κεκτημένο δικαίωμα » ως προς τη διεκπεραίωση της υποθέσεως τους από την αρχή που ήταν αρμόδια σύμφωνα με τις προϊσχύσασες διατάξεις. Ο κανόνας αυτός επαναλαμβάνεται ρητά στο άρθρο 19, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2176/84 που προβλέπει χωρίς καμία εξαίρεση ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζονται στις ήδη εκκρεμείς διαδικασίες κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

    5

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει στην απάντηση της ότι η Επιτροπή καθυστέρησε σκοπίμως τη διαδικασία εξετάσεως της αιτήσεώς της μέχρι την έναρξη ισχύος του κανονισμού 2176/84. Ωστόσο από την εξέταση της δικογραφίας δεν συνάγεται καμία ένδειξη για κάτι τέτοιο, η δε προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα πραγματικό στοιχείο ικανό να θεμελιώσει την αιτίαση της. Επομένως ο ισχυρισμός πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί.

    Επί των άλλων λόγων

    6

    Η προσφεύγουσα προβάλλει ακολούθως τρεις κατηγορίες λόγων κατά της προσβαλλόμενης πράξεως. Με ορισμένους λόγους αμφισβητεί τη νομιμότητα του κανονισμού 789/82 που θέσπισε τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ, ιδίως ως προς το νομότυπο της διαδικασίας που κατέληξε στη διαπίστωση του περιθωρίου ντάμπινγκ και στη θέσπιση των δασμών αντιντάμπινγκ. Με άλλους λόγους, χωρίς να αμφισβητεί τη νομιμότητα του εν λόγω κανονισμού 789/82, αμφισβητεί την ακρίβεια των κανονικών αξιών και του περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε κατά τη διαδικασία της έρευνας, επιχειρώντας να την αντικαταστήσει με άλλες κανονικές αξίες και με άλλο περιθώριο ντάμπινγκ ενόψει της ζητηθείσας επιστροφής. Τρίτον, η προσφεύγουσα προσβάλλει ως ανεπαρκώς αιτιολογημένη την κρίση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη πράξη ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το κόστος παραγωγής των προμηθευτών της ήταν μειωμένο.

    7

    Η Επιτροπή προβάλλει καταρχάς αντιρρήσεις ως προς το παραδεκτό των λόγων με τους οποίους αμφισβητείται η νομιμότητα του κανονισμού 789/82. Ακολούθως, αντικρούει τους λόγους με τους οποίους αμφισβητείται η ακρίβεια των κανονικών αξιών και το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν κατά την έρευνα. Τέλος ανασκευάζει τις αιτιάσεις κατά της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως.

    8

    Ενόψει αυτής της αντιδικίας, πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί η έκταση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2176/84, κατά την οποία «όταν ένας εισαγωγέας μπορεί να αποδείξει ότι ο εισπραχθείς δασμός υπερβαίνει το πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ..., λαμβανομένης υπόψη της εφαρμογής σταθμικών μέσων όρων, το υπερβάλλον ποσό επιστρέφεται ».

    9

    Ο ιδιαίτερος σκοπός της εν λόγω διατάξεως προκύπτει από το περιεχόμενό της, καθώς και από τη θέση της εντός του συνόλου των διατάξεων του κανονισμού 2176/84. Πράγματι, ο κανονισμός αυτός παρέχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ποικίλες δυνατότητες να υποστηρίζουν τα συμφέροντα τους κατά τις διαδοχικές φάσεις επιβολής των δασμών αντιντάμπινγκ.

    10

    Πράγματι, σε πρώτη φάση, το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού 2176/84 προβλέπει μια προκαταρκτική διαδικασία έρευνας, πλήρη και εμπεριστατωμένη, που αποσκοπεί στη διαπίστωση της υπάρξεως ντάμπινγκ και στην επιβολή, ενδεχομένως, δασμών αντιντάμπινγκ, παρέχει δε στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα το δικαίωμα να συμμετάσχουν στη διεξαγωγή της διαδικασίας αυτής προκειμένου να καταστήσουν γνωστά τα στοιχεία που τους αφορούν, ώστε αυτά να ληφθούν υπόψη. Αν η διαδικασία καταλήξει στην έκδοση κανονισμού που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητά του, είτε ασκώντας προσφυγή ακυρώσεως, είτε προβάλλοντας ένσταση ελλείψεως νομιμότητας.

    11

    Σε δεύτερη φάση, αν μεταβληθούν τα στοιχεία βάσει των οποίων καθορίστηκαν οι αξίες που περιέχονται στον κανονισμό που επέβαλε τους δασμούς αντιντάμπινγκ, το άρθρο 14 του κανονισμού 2176/84 προβλέπει διαδικασία πλήρους ή μερικής επανεξετάσεως του κανονισμού που επέβαλε τους δασμούς, στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν οι ενδιαφερόμενοι. Τα ισχύοντα μέτρα τροποποιούνται, καταργούνται ή ακυρώνονται, αν αυτό επιβάλλεται συνεπεία της γενικής επανεξέτασης. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αμφισβητήσουν τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας.

    12

    Τέλος μια τρίτη δυνατότητα προσφέρεται στον εισαγωγέα που μπορεί, δυνάμει του άρθρου 16, να ζητήσει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε πέραν του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, λόγω μιας ή περισσοτέρων εισαγωγών. Επομένως, η εν λόγω δυνατότητα επιστροφής αφορά μόνο την περίπτωση εισαγωγέα που κατέβαλε δασμούς αντιντάμπινγκ βάσει του κανονισμού που τους θέσπισε. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί το κύρος του κανονισμού που επέβαλε τους δασμούς ή να ζητηθεί επανεξέταση των γενικών στοιχείων που διαπιστώθηκαν κατά τις προηγούμενες έρευνες. Επιτρέπει όμως στον αιτούντα εισαγωγέα να αποδείξει, λαμβάνοντας γενικώς ως δεδομένη την ακρίβεια όλων αυτών των στοιχείων, ότι τα στοιχεία αυτά δεν εφαρμόζονται στη δική του περίπτωση και ότι κατά συνέπεια το συγκεκριμένο πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ συνάγεται ότι είναι κατώτερο από το περιθώριο ντάμπινγκ που χρησιμοποιήθηκε ως βάση για την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ.

    13

    Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 16, κατά την οποία ο αιτών δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις κανονικές αξίες που διαπιστώνονται στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας, η οποία διεξήχθη σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού 2176/84 και κατέληξε στην έκδοση του κανονισμού που επέβαλε την είσπραξη των δασμών αντιντάμπινγκ, ενισχύεται από το γεγονός ότι το άρθρο 16 απαιτεί από τον αιτούντα να προσκομίσει αποδείξεις προς στήριξη της αιτήσεως του. Πράγματι, ο αιτών δεν μπορεί να διαθέτει τόσο γενικής φύσεως αποδεικτικά στοιχεία που να είναι επομένως ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις εν λόγω κανονικές αξίες κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 16 απαιτεί τέτοιου είδους αποδείξεις, διότι στην περίπτωση αυτή οι εισαγωγείς δεν θα μπορούσαν να αποκομίσουν κανένα όφελος από την εν λόγω διάταξη.

    14

    Εξάλλου πρέπει να παρατηρηθεί ότι από τη διαδικασία εξετάσεως των αιτήσεων επιστροφής, όπως ρυθμίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 16, προκύπτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων ο ενδιαφερόμενος εισαγωγέας στηρίζει την αίτηση του περί επιστροφής πρέπει να είναι πλήρη και να επισυνάπτονται στην αίτηση ήδη κατά την υποβολή της. Πράγματι, η εν λόγω διαδικασία προβλέπει τη διαβίβαση της αιτήσεως στην Επιτροπή από τις εθνικές αρχές του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου τα προϊόντα έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, ενδεχομένως μαζί με τη γνώμη τους επί του βασίμου της αιτήσεως, την ενημέρωση των άλλων κρατών μελών από την Επιτροπή, την έκδοση από την Επιτροπή γνώμης επί της αιτήσεως και τη διατύπωση σχετικώς γνώμης από τα κράτη μέλη. Οι εν λόγω γνώμες και αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται ενόψει του συνόλου του φακέλου. Συνεπώς το άρθρο 16 δεν επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο εισαγωγέα να ζητήσει από την Επιτροπή να διεξαγάγει η ίδια έρευνα ως προς το βάσιμο της αιτήσεως επιστροφής ούτε να αναγκάσει την Επιτροπή να δεχτεί τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται μεταγενέστερα και μάλιστα στο πλαίσιο ενδεχόμενης δίκης.

    15

    Προκειμένου να οριοθετηθεί καλύτερα η πρακτική εφαρμογή του άρθρου 16 που ερμηνεύτηκε κατ' αυτό τον τρόπο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εισπραχθείς δασμός αντιντάμπινγκ μόνο σε δύο περιπτώσεις μπορεί να υπερβαίνει, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, το « πραγματικό περιθώριο ντάμπινγκ »: α ) στην περίπτωση κατά την οποία οι συγκεκριμένοι προμηθευτές του ενδιαφερομένου εισαγωγέα πώλησαν τα εισαχθέντα προϊόντα σε τιμές που είτε πλησιάζουν είτε εγγίζουν το επίπεδο των κανονικών αξιών επί των οποίων στηρίζεται ο κανονισμός που επέβαλε τους δασμούς και β ) στην περίπτωση κατά την οποία οι τιμές των προμηθευτών του, παρόλο που είναι κατώτερες των κανονικών αξιών, δεν συνιστούν ντάμπινγκ λόγω του μειωμένου κόστους παραγωγής που τους επιτρέπει να πωλούν σε χαμηλές τιμές πραγματοποιώντας πάντως κάποιο κέρδος. Κατά τον υπολογισμό των τιμών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σταθμικοί μέσοι όροι. Επομένως, ο εισαγωγέας οφείλει να επισυνάπτει στην αίτηση του αποδεικτικά στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι οι εισαγωγές που πραγματοποίησε εμπίπτουν στην πρώτη ή στη δεύτερη περίπτωση.

    16

    Οι λόγοι ακυρώσεως που επικαλείται η προσφεύγουσα κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως πρέπει να εξεταστούν ενόψει ακριβώς των ανωτέρω σκέψεων.

    Επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως

    17

    Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει, μεταξύ άλλων, την αιτιολογία ότι « η προσφεύγουσα δεν προσεκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των ισχυρισμών της ότι το κόστος των τούρκων προμηθευτών της ήταν πράγματι κατώτερο από το κόστος που προσδιόρισε η Επιτροπή κατά την έρευνα αντιντάμπινγκ ακόμη, η προσφεύγουσα παρέλειψε να λάβει θέση επί των επιφυλάξεων που εξέφρασε η Επιτροπή ως προς τις πληροφορίες της προσφεύγουσας σχετικά με το κόστος των προμηθευτών της και ειδικότερα το κόστος του ακατέργαστου βάμβακος που υποτίθεται ότι ήταν κατά 20 % χαμηλότερο από το κόστος στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή κατά την έρευνα της· το κόστος στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή στηρίζεται στις δηλώσεις των τούρκων εξαγωγέων προς την Επιτροπή, κατά τις οποίες οι τιμές του ακατέργαστου βάμβακος δεν διαφέρουν από αγοραστή σε αγοραστή λόγω των μέτρων που λαμβάνει η κυβέρνηση προς υποστήριξη της τιμής των σπόρων βάμβακος για σπορά » ( ψηφίο 15).

    18

    Πρέπει να παρατηρηθεί καταρχάς ότι η αιτιολογία αυτή δέχεται έμμεσα ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να αποδείξει ότι οι προμηθευτές της, λόγω του μειωμένου κόστους παραγωγής, είχαν κανονικές αξίες κατώτερες από τις κανονικές αξίες που περιέχονται στον κανονισμό που θέσπισε το δασμό αντιντάμπινγκ. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που επικαλείται η προσφεύγουσα, κατά τον οποίο η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει υπόψη τις επιμέρους αξίες που εφαρμόζουν οι προμηθευτές της προσφεύγουσας.

    19

    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί με ορισμένους άλλους λόγους τον τρόπο με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει, στην αιτιολογία της, την εκτίμηση των αποδείξεων που παρέσχε η προσφεύγουσα σχετικά με το κόστος παραγωγής των προμηθευτών της στην Τουρκία.

    20

    Και αυτοί οι λόγοι είναι αβάσιμοι. Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται στα στοιχεία που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις εθνικές αρχές και στην Επιτροπή καθώς και στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν έλαβε θέση επί των επιφυλάξεων που εξέφρασε η Επιτροπή ως προς τις πληροφορίες της προσφεύγουσας κατά τις οποίες το κόστος παραγωγής των προμηθευτών της, ιδίως δε το κόστος του ακατέργαστου βάμβακος, ήταν χαμηλότερο σε σχέση με το εν γένει κόστος των τούρκων παραγωγών που διαπιστώθηκε κατά την προηγηθείσα έρευνα. Στην απόφαση προστίθεται ότι δεν υπάρχουν αισθητές διακυμάνσεις στο ύψος του κόστους μεταξύ των διαφόρων παραγωγών. Κατά συνέπεια η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι επαρκής.

    21

    Δεδομένου ότι δεν προβάλλεται κανένας άλλος λόγος ακυρώσεως ως προς αυτό το μέρος της αιτιολογίας, που αφεαυτού συνιστά επαρκές έρεισμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λόγων που επικαλείται η προσφεύγουσα ως προς τα άλλα μέρη της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

    22

    Τα επικουρικά αιτήματα της προσφεύγουσας, με τα οποία ζητείται και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξεως, να τροποποιηθεί ή να αντικατασταθεί από άλλη πράξη, δεν προβάλλονται παραδεκτώς στο πλαίσιο προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    23

    Επομένως η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    24

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

     

    Κακούρης

    O'Higgins

    Koopmans

    Bahlmann

    Rodríguez Iglesias

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Φεβρουαρίου 1987.

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος

    Κ. Κακούρης


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top