Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61984CJ0279

Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1987.
Walter Rau Lebensmittelwerke και λοιποί κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αγωγή αποζημιώσεως - "Βούτυρο Χριστουγέννων".
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 279/84, 280/84, 285/84 και 286/84.

Συλλογή της Νομολογίας 1987 -01069

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:119

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση 279/84 ( 1 ) *

Ι — Πραγματικά περιστατικά, νομικό πλαίσιο και διαδικασία

Α — Πραγματικά περιστατικά

1.

Η ενάγουσα παρασκευάζει μαργαρίνη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ζητεί αποκατάσταση της ζημίας, την οποία θεωρεί ότι υπέστη συνεπεία της εφαρμογής της επιχείρησης « βούτυρο Χριστουγέννων » (εφεξής: ΕΒΧ), που αποφασίστηκε κατά το τέλος του 1984 και θεσπίστηκε με τον προαναφερθέντα κανονισμό 2956/84 της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 1984. Η ζημία αυτή ήταν αποτέλεσμα των ενισχύσεων που κατέβαλε η Κοινότητα για την πώληση βουτύρου, αλλά και την πώληση μαργαρίνης. Σε σχέση εξάλλου με τις ΕΒΧ που είχαν αποφασιστεί παλαιότερα, η επιχείρηση που θεσπίστηκε το 1984 χαρακτηρίζεται από πολύ σημαντικότερες μειώσεις των τιμών ποσοτήτων βουτύρου, που κι αυτές είναι μεγαλύτερες (4,07 DM ανά χγρ. για ποσότητα 50000 τόνων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ). Αυτό είναι που ώθησε την ενάγουσα ν' ασκήσει την παρούσα αγωγή.

2.

Η κοινοτική παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων χαρακτηρίζεται από πολλών ετών από έντονη υπερπαραγωγή. Ο μόνος τρόπος αντιμετωπίσεως των διαρθρωτικών πλεονασμάτων της προσφοράς ( 105 εκατομμύρια τόνοι για την περίοδο 1983/84) σε σχέση με τη ζήτηση ( 82 εκατομμύρια τόνοι ), εκτός των μέτρων μειώσεως της παραγωγής, είναι αποθεματοποίηση του γάλακτος με τη μορφή βουτύρου ή αποβουτυρωμένου γάλακτος σε σκόνη και ακολούθως ενθάρρυνση της κατανάλωσης των προϊόντων αυτών ή διευκόλυνση της εξαγωγής τους. Αυτή η έλλειψη ισορροπίας προκαλεί σταθερή και σημαντική αύξηση των αποθεμάτων βουτύρου, τα οποία, κατά το τέλος του 1984, υπερέβαιναν το 1 εκατομμύριο τόνους.

3.

Η Επιτροπή, για να διαθέσει αυτά τα αποθέματα βουτύρου που ήταν εξαιρετικά επαχθή για τον κοινοτικό προϋπολογισμό,προέβη σε ορισμένες ενέργειες που είχαν ως στόχο να θέσουν στη διάθεση των καταναλωτών ή ορισμένων κατηγοριών από αυτούς βούτυρο σε μειωμένη τιμή, με στόχο να τονώσουν την κατανάλωση.

4.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι επιχειρήσεις « βούτυρο Χριστουγέννων » που καθιερώθηκαν από το τέλος του 1977 και επανελήφθησαν το 1978, 1979, 1982 και 1984. Οι ΕΒΧ αυτές αφορούσαν συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες με όλο και σημαντικότερη μείωση τιμής. Η αποτελεσματικότητα τους έγινε αντικείμενο πολυάριθμων διαφωνιών και μιας ειδικής έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της 13ης Απριλίου 1982 ( ΕΕ C 143, σ. 1 ), τα συμπεράσματα της οποίας ήταν μετριοπαθή λόγω του συνεχώς αυξανόμενου κόστους και της περιορισμένης αποτελεσματικότητας.

5.

Μπροστά σε τέτοια κατάσταση η έκθεση της Επιτροπής επί της καταστάσεως της γεωργίας στην Κοινότητα για το 1984 ( σ. 51 ) αναφέρει ότι:

« Η Επιτροπή ωστόσο έκρινε ότι επιβάλλονταν έκτακτα μέτρα για τη μείωση, μέσα σε βραχύ διάστημα, του επιπέδου των αποθεμάτων. Αποφασίστηκαν δύο ιδιαίτερα μέτρα: η οργάνωση επιχείρησης “βούτυρο Χριστουγέννων” και μέτρα διαθέσεως του πολύ παλαιού βουτύρου σε μη παραδοσιακές αγορές. Παρά το υψηλό κόστος, επιβάλλεται η πώληση με επιδοτούμενη τιμή 200000 περίπου τόνων βουτύρου των Χριστουγέννων στο μισό της τιμής παρεμβάσεως· 84 % του βουτύρου θα προέλθει από τα αποθέματα της παρέμβασης. Η σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας του μέτρου αυτού έπρεπε να είναι καλύτερη από τις παρόμοιες επιχειρήσεις του παρελθόντος, επειδή η τιμή του βουτύρου μειώθηκε ήδη κατά 10 ο/ο στην αρχή της περιόδου 1984/85. Η διάθεση του πολύ παλαιού βουτύρου της παρέμβασης προσκρούει σε εμπορικές δυσκολίες. Η Επιτροπή βασίμως κρίνει ότι υφίστανται δυνατότητες δημιουργίας αγοράς για το πολύ παλαιό βούτυρο (που παρήχθη προ του Απριλίου 1983 ), ιδίως στην ΕΣΣΔ, υπό τον όρο ότι η τιμή του θα είναι ανταγωνιστική με την τιμή των άλλων λιπαρών ουσιών και ελαίων. »

6.

Αυτός ήταν ο συγκεκριμένος στόχος του προαναφερθέντος κανονισμού 2956/84, της 18ης Οκτωβρίου 1984, ο πρώτος τίτλος του οποίου θεσπίζει την επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων» 1984/85 και ο τίτλος II προβλέπει μια ιδιαίτερη επιχείρηση με στόχο να ευνοήσει την εξαγωγή παλαιού βουτύρου. Η επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » αφορά 200000 τόνους (50000 από τους οποίους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), με τιμή μειωμένη κατά 1,6 ECU ανά κιλό. Επειδή η επιτροπή διαχείρισης δεν γνωμοδότησε μέσα στην απαιτούμενη προθεσμία, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό που συνεπάγεται για την Κοινότητα δαπάνη περίπου 320 εκατομμυρίων ECU για την επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων ». Ο κανονισμός αυτός επιδιώκει δύο στόχους: να αυξήσει την κατανάλωση βουτύρου και ν' αποφύγει την παράταση της αποθεματοποίησης.

7.

Η νέα αυτή επιχείρηση προκάλεσε δυσαρέσκεια στους παρασκευαστές και πωλητές μαργαρίνης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, καθώς και σε άλλα κράτη μέλη που θεωρούν ότι υπέστησαν σημαντική ζημία από τη βίαιη αυτή διαταραχή της αγοράς των λιπαρών ουσιών, επειδή διατέθηκε ξαφνικά προς κατανάλωση σημαντική ποσότητα ανταγωνιστικού και υποκατάστατου προϊόντος σε τιμές αισθητά μειωμένες χάρη στις κοινοτικές ενισχύσεις. Σ' αυτό οφείλεται η παρούσα αγωγή αποζημιώσεως της ενάγουσας εταιρίας. Η αγωγή αυτή που αρχικά εμφανίστηκε ως αγωγή αναγνωρίσεως της ευθύνης, μεταβλήθηκε στο στάδιο της απαντήσεως σε γνήσια αγωγή αποζημιώσεως για ζημία, την οποία η ενάγουσα εταιρία αποτίμησε στο ποσό των 2857000 DM.

Β — Νομικό πλαίσιο

1.

Ο κανονισμός 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003 σ. 82), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 559/76 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014 σ. 187), ορίζει στο άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4, ότι:

«3)

Η διάθεση του βουτύρου που αγοράζεται από τον οργανισμό παρεμβάσεως γίνεται με τέτοιους όρους, ώστε να μην απειλείται η ισορροπία της αγοράς και να εξασφαλίζεται η ισότητα προσβάσεως στα προϊόντα προς πώληση, καθώς και η ίση μεταχείριση των αγοραστών. Για το βούτυρο δημοσίας αποθεματοποιήσεως που δεν δύναται να διατεθεί κατά τη διάρκεια μιας γαλακτοκομικής περιόδου υπό κανονικές συνθήκες, δύναται να λαμβάνονται ειδικά μέτρα. Επίσης λαμβάνονται ειδικά μέτρα, εφόσον η φύση τους τα δικαιολογεί, προκειμένου να διατηρηθούν οι δυνατότητες διαθέσεως των προϊόντων, τα οποία έχουν αποτελέσει αντικείμενο των ενισχύσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 » ( δηλαδή ενισχύσεων που χορηγήθηκαν για την ιδιωτική αποθεματοποίηση ).

«4)

Το καθεστώς παρεμβάσεως εφαρμόζεται κατά τρόπον ώστε:

α)

να διατηρείται η ανταγωνίσιμη θέση του βουτύρου στην αγορά'

β)

να διαφυλάσσεται κατά το μέτρο του δυνατού η αρχική ποιότητα του βουτύρου

γ)

να πραγματοποιείται όσο το δυνατόν περισσότερο ορθολογική αποθεματοποίηση. »

Το άρθρο 12 του κανονισμού αυτού ορίζει ότι:

«1)

Όταν δημιουργούνται ή απειλείται ότι θα δημιουργηθούν πλεονάσματα βουτυρικών λιπαρών ουσιών, δύνανται να λαμβάνονται μέτρα εκτός από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 6, για να διευκολυνθεί η διάθεση τους.

2)

Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατά τη διαδικασία ψηφοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, της Συνθήκης, αποφασίζει επί των μέτρων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και θεσπίζει τους γενικούς κανόνες εφαρμογής.

3)

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 30. »

Το άρθρο 30 rov ίδιον κανονισμοί) καθορίζει τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων: η Επιτροπή υποβάλλει στην επιτροπή διαχειρίσεως γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν η επιτροπή διαχειρίσεως διατυπώνει τη γνώμη της επί των μέτρων αυτών μέσα στην προθεσμία που καθορίζει ο πρόεδρος της' η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα που τυγχάνουν αμέσου εφαρμογής όταν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχειρίσεως' αν τα μέτρα αυτά δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής αυτής, ανακοινώνονται από την Επιτροπή στο Συμβούλιο που μπορεί να λάβει διαφορετική απόφαση μέσα σε προθεσμία ενός μηνός.

2.

Το άρθρο Ι, εξάλλου, τον κανονισμού 750/69 rov Σνμβονλίον, της 22ας Απριλίου 1969, που τροποποιεί τον κανονισμό 985/68 περί καθορισμού των γενικών κανόνων που διέπουν τα μέτρα παρεμβάσεως στην αγορά του βουτύρου και της κρέμας γάλακτος ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 120) ορίζει ότι για τα γαλακτοκομικά προϊόντα που βρίσκονται σε δημόσια αποθεματοποίηση και δεν μπορούν να διατεθούν κατά τη διάρκεια μιας γαλακτοκομικής περιόδου υπό κανονικές συνθήκες, η Επιτροπή εξετάζει την κατάσταση. Τα κατάλληλα μέτρα θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 30 του κανονισμού 804/68.

3.

Ο προαναφερθείς κανονισμός 2956/84 της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 1984, ο πρώτος τίτλος του οποίου θεσπίζει την ΕΒΧ 1984/85, στηζεται κυρίως στις προαναφερθρείσες διατάξεις των κανονισμών 804/68 και 985/68. Στις αιτιολογικές του σκέψεις εκτίθεται:

« ότι η κατάσταση της αγοράς του βουτύρου χαρακτηρίζεται από σημαντικά διαθέσιμα αποθέματα και ότι πρέπει να αυξηθεί η κατανάλωση του βουτύρου με όλα τα κατάλληλα μέσα

ότι η μείωση των τιμών στην τελική κατανάλωση αποτελεί αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη του στόχου αυτού

ότι, επιπλέον, υπάρχουν στην Κοινότητα αποθέματα τα οποία δημιουργήθηκαν μετά από παρεμβάσεις στην αγορά του βουτύρου που πραγματοποιήθηκαν βάσει του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) αριθ. 804/68·

ότι δεν είναι δυνατόν να διατεθεί, σε κανονικές συνθήκες, το σύνολο των αποθεμάτων βουτύρου κατά την παρούσα γαλακτοκομική περίοδο και ότι πρέπει να αποφευχθεί η παράταση της αποθεματοποίησης επειδή προκύπτουν μεγάλα έξοδα ότι είναι, επομένως, σκόπιμο να ληφθούν μέτρα που ευνοούν τη διάθεση του βουτύρου

ότι στο πλαίσιο συνολικής πολιτικής για τη μείωση των αποθεμάτων πρέπει να προβλεφθεί αρμονικό σύνολο εσωτερικών και εξωτερικών μέτρων διάθεσης των αποθεμάτων βουτύρου

ότι, ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων, μπορούν να παρουσιαστούν δυνατότητες διάθεσης για το βούτυρο που πωλείται σε μειωμένη τιμή και προορίζεται για άμεση κατανάλωση

ότι το ποσό της μείωσης... πρέπει να επιτρέπει την επιπλέον διάθεση του βουτύρου χωρίς να προκαλεί διαταραχές στο κανονικό εμπόριο βουτύρου... »

Γ — Αιαόικασία

Με δικόγραφο που κατέθεσε στο Δικαστήριο στις 26 Νοεμβρίου 1984, η ενάγουσα εταιρία άσκησε αγωγή δυνάμει των άρθρων 178 και 215, παράγραφος 2, της Συνθήκης, ζητώντας να υποχρεωθεί η Επιτροπή, ως εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, να της αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη συνεπεία της εφαρμογής της επιχείρησης « βούτυρο Χριστουγέννων » 1984/85 που θεσπίστηκε με τον προαναφερθέντα κανονισμό 2956/84 της Επιτροπής. Ζητεί επίσης να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή ζητεί να κηρυχθεί η αγωγή απαράδεκτη ή ν' απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί η ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Κάλεσε, ωστόσο, την Επιτροπή ν' απαντήσει σε οκτώ ερωτήματα πριν από τη δημόσια συνεδρίαση.

II — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των 0διαδίκων

1) Επί τον παραόεκτού της αγωγής

α) Η Επιτροπή προέβαλε όνο ενστάσεις περί απαραόέκτον.

Πρώτον, η αγωγή φαινομενικά μόνον είναι αγωγή αποζημιώσεως, αλλά στην πραγματικότητα έχει ως σκοπό, αφενός, να εμποδίσει επανάληψη στο μέλλον τέτοιων επιχειρήσεων και, αφετέρου, να πετύχει ακύρωση των μέτρων που ελήφθησαν με κανονιστική ρύθμιση γενικής ισχύος, την οποία δεν δικαιούνται να προσβάλλουν οι ιδιώτες ενώπιον του Δικαστηρίου.

Δεύτερον, το γεγονός ότι η ενάγουσα εταιρία δεν αποτίμησε τη ζημία της παρά στο υπόμνημα απαντήσεως και ότι έτσι μετέβαλε την αγωγή αναγνωρίσεως ευθύνης σε αγωγή αποζημιώσεως, άγει σε παραβίαση των δικαιωμάτων υπερασπίσεως, αντίκειται στο άρθρο 42 του κανονισμού διαδικασίας και δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να διατυπώσει πλήρως την άποψη της επί της αποτιμήσεως της ζημίας.

β) Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι άσκησε αγωγή αναγνωρίσεως της ευθύνης που μεταβλήθηκε σε γνήσια αγωγή αποζημιώσεως. Οι ενστάσεις περί απαραδέκτου της Επιτροπής είναι αβάσιμες, όπως συνάγεται από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (ιδίως απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1984, Biovilac, 59/83, Συλλογή σ. 4057 ).

2) Επί της ουσίας

Πρέπει να υπογραμμιστεί εκ προοιμίου ότι οι διάδικοι παραδέχονται, σε ορισμένο μέτρο, την ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού και υποκαταστάσεως μεταξύ βουτύρου και μαργαρίνης. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το πραγματικό αυτό στοιχείο, το οποίο άλλωστε εξετέθη στην απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1983, Froman-çais ( 66/82, Συλλογή σ. 395 ).

1. Επί τον κύρους των επιχειρήσεων «βούτυρο Χριστουγέννων» από απόψεως κοινοτικού οικαίου

Η ενάγουσα προέβαλε τέσσερις ισχυρισμούς προς στήριξη της αγωγής της.

1ος ισχυρισμός: Οι ΕΒΧ αντίκεινται στην αρχή της σταθεροποίησης της αγοράς που διατυπώνεται στο άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο γ ), της Συνθήκης και στο άρθρο 6, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968.

α)

Η ενάγουσα εταιρία

αναπτύσσει επιχειρηματολογία, η οποία μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: ο απαραίτητος συγκερασμός των στόχων που διατυπώνονται στο άρθρο 39 δεν επιτρέπει ν' απομονώνεται ένας από αυτούς κατά τρόπο που να καθιστά αδύνατη την υλοποίηση των άλλων. 'Ετσι η Επιτροπή αγνόησε τελείως το στόχο της σταθεροποίησης των αγορών, στόχο όμως που είναι ουσιώδης λόγω της υπάρξεως όλο και σημαντικότερων αποθεμάτων από την παρέμβαση, προς όφελος του στόχου αυξήσεως του αγροτικού εισοδήματος, ο οποίος οδηγεί σε αυξανόμενη υπερπαραγωγή, χωρίς να ωφελείται ωστόσο απ' αυτό ο αγροτικός πληθυσμός. Οι ΕΒΧ προκαλούν διαταραχή της αγοράς που ανατρέπει την ισορροπία τόσο της αγοράς βουτύρου όσο και της αγοράς μαργαρίνης, λαμβανομένης υπόψη της σχέσης υποκατάστασης και ανταγωνισμού μεταξύ των προϊόντων αυτών. Συνεπώς, μαζική και βραχυπρόθεσμη πώληση βουτύρου σε αισθητά μειωμένη τιμή συνεπάγεται ανισορροπία του συνόλου της κοινής αγοράς των βρώσιμων λιπαρών ουσιών, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των συνεπειών που επέρχονται στην υποκατάσταση του νωπού βουτύρου από τη μαργαρίνη και, αφετέρου, της σταθερότητας της κατανάλωσης των βρώσιμων λιπαρών ουσιών στην Κοινότητα. Η ενάγουσα αναφέρεται σχετικώς στην προαναφερθείσα έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αποδεικνύει ότι οι ΕΒΧ δεν συμβιβάζονται με τους στόχους της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών. Οι ΕΒΧ εξάλλου κατέστησαν από μερικών ετών το μόνιμο μέσο δράσης της Επιτροπής σε θέματα γαλακτοκομικής πολιτικής, ενώ στην αρχή παρουσίαζαν χαρακτήρα εκτάκτου μέτρου. Η Επιτροπή επιθυμούσε να βελτιώσει έτσι, κατά τρόπο παράνομο, τις φυσικές συνέπειες των μηχανισμών τιμών των κοινών οργανώσεων των αγορών στον τομέα του γάλακτος και στον τομέα των λιπαρών ουσιών. Κατά την ενάγουσα, τα μέτρα παρεμβάσεως που πρέπει να σέβονται τους στόχους σταθεροποίησης της αγοράς δεν μπορούν να σημαίνουν συνεχή αύξηση των αποθεμάτων από την παρέμβαση, τα οποία σχεδόν τετραπλασιάστηκαν από τον Οκτώβριο 1980 μέχρι τον Οκτώβριο 1984. Τα αποθέματα αυτά δεν μπορούσαν συνεπώς να πωληθούν παρά μόνο ενισχυόμενα σημαντικά από δημόσια κεφάλαια με τη μορφή ντάμπινγκ. Συνεπώς οι ΕΒΧ δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί στην Επιτροπή από την οργάνωση της αγοράς γάλακτος.

β)

Η Επιτροπή αντικρούει το επιχείρημα αυτό όπως έπεται:

Ο στόχος της σταθεροποίησης των αγορών που διατυπώνεται στο άρθρο 39 της Συνθήκης δεν αποτελεί, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, παρά έναν από τους αντιφατικούς στόχους, τους οποίους πρέπει να συμβιβάσουν τα κοινοτικά όργανα, κάνοντας χρήση της διακριτικής ευχέρειας που τους αναγνωρίζεται στα θέματα αυτά τόσο από τη νομολογία του Δικαστηρίου όσο και από τις προαναφερθείσες διατάξεις των κανονισμών 804/68 και 750/69. Έτσι η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στο στόχο της εξασφάλισης δίκαιου εισοδήματος στους γαλακτοπαραγωγούς και οι ΕΒΧ έχουν άμεση σχέση με το στόχο αυτό, εφόσον επιτρέπουν τη στήριξη των τιμών παραγωγής, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1984 ( Biovilac, 59/83, Συλλογή σ. 4057).

Εξάλλου, η διάθεση του βουτύρου σε μειωμένη τιμή εξυπηρετεί κυρίως τη διάθεση των αποθεμάτων που προκλήθηκαν από τους μηχανισμούς της παρέμβασης και που δεν μπορούν να παραμένουν αποθεματοποιημένα στο διηνεκές. Η διάθεση συνεπώς είναι σύμφωνη τόσο με το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 804/68, που επιτρέπει σε περίπτωση ανισορροπίας της αγοράς τη λήψη ειδικών μέτρων, δηλαδή, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, παρέκκλιση από την αρχή της σταθεροποίησης της αγοράς, όσο και με το άρθρο 7α του κανονισμού 985/68. Οι επιχειρήσεις του είδους ΕΒΧ εντάσσονται στο πλαίσιο της οργάνωσης της αγοράς γάλακτος και ο κανονισμός, το κύρος του οποίου αμφισβητείται, στηρίζεται σε νόμιμο έρεισμα.

2ος ιοχνριομός: Η επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που διατυπώνεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

α)

Η ενάγουσα εταιρία υποστηρίζει ότι η ΕΒΧ εισάγει δυσμενή διάκριση τόσο μεταξύ των γαλακτοπαραγωγών και των παραγωγών ελαιούχων σπόρων και καρπών, που χρησιμεύουν για την παρασκευή μαργαρίνης, όσο και μεταξύ μεταποιητών γάλακτος και παρασκευαστών μαργαρίνης. Πράγματι, ενώ για τη μαργαρίνη δεν χορηγούνται ενισχύσεις, το βούτυρο που δεν πωλείται στην αγορά, όχι μόνο αγοράζεται από τους οργανισμούς παρεμβάσεως — πράγμα που, ως προς το σημείο αυτό, είναι σύμφωνο με τις αρχές της γεωργικής κοινής αγοράς — αλλά, επιπλέον, τα αποθέματα από την παρέμβαση, αντίθετα με την αρχή της σταθεροποίησης της αγοράς, πωλούνται σε τιμές που επιδοτούνται από δημόσια κεφάλαια και είναι αισθητά μειωμένες. Από την άποψη αυτή, η δυσμενής διάκριση είναι προφανής. Είναι ακριβές βεβαίως ότι το βούτυρο αποτελεί στοιχείο στήριξης της αγοράς μέσα στην κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά την εξασφάλιση της διάθεσης και την εξασφάλιση της τιμής στο επίπεδο της παρέμβασης. Δεν δικαιολογεί, αντιθέτως, το προϊόν, που υπόκειται σε παρέμβαση, να πωλείται μόνιμα και σε μεγάλες ποσότητες σε τιμές αισθητά μειωμένες. Είναι εσφαλμένη η διαβεβαίωση ότι οι πωλήσεις μαργαρίνης αυξήθηκαν σε βάρος των πωλήσεων βουτύρου και ότι το σύστημα των κοινών οργανώσεων των οικείων αγορών ευνοεί τη μαργαρίνη σε σχέση με το βούτυρο. Ενώ με τους μηχανισμούς της κοινής οργάνωσης της αγοράς γάλακτος αποφεύγεται οποιαδήποτε ζημία των παραγωγών και πωλητών νωπού βουτύρου, οι οποίοι βλέπουν τις πωλήσεις τους να μειώνονται αισθητά επ' ευκαιρία των ΕΒΧ, δεν υφίσταται παρεμφερές μέτρο προς όφελος των παραγωγών μαργαρίνης. Δεν υπάρχει εξάλλου αντικειμενική δικαιολογία για τέτοια άνιση μεταχείριση τέτοια δικαιολογία θα συνιστούσαν ιδίως η ύπαρξη δύο διαφορετικών κοινών οργανώσεων αγοράς, οι προϋποθέσεις υποβολής των οικείων προϊόντων στην παρέμβαση και οι προϋποθέσεις χορηγήσεως δημοσίων ενισχύσεων ενόψει επιχειρήσεων πωλήσεως σε μειωμένη τιμή. Η άνιση αυτή μεταχείριση μεταξύ ομοειδών προϊόντων, εξάλλου, καταδικάζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου ( αποφάσεις « Isoglucose » και « Quellmehl » ).

β)

Η Επιτροπή παραδέχεται ότι υπάρχει κάποια σχέση υποκατάστασης μεταξύ βουτύρου και μαργαρίνης και ότι η πώληση του βουτύρου σε μειωμένη τιμή μπορεί να επηρεάσει την πώληση της μαργαρίνης. Θεωρεί ωστόσο ότι το ισχύον σύστημα των κοινών οργανώσεων των οικείων αγορών αποφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα στους παραγωγούς μαργαρίνης. Πράγματι, όσον αφορά την κοινή οργάνωση των λιπαρών ουσιών (κανονισμός 136/66 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 33 ), οι πρώτες ύλες διατίθενται στο επίπεδο των τιμών της παγκόσμιας αγοράς. Η τιμή του βουτύρου, αντίστροφα, βρίσκεται σε επίπεδο πολύ υψηλότερο από της παγκόσμιας αγοράς, έτσι ώστε από ετών διαπιστώνεται συνεχής αύξηση των πωλήσεων μαργαρίνης σε βάρος των πωλήσεων βουτύρου (η ενάγουσα αμφισβητεί τον ισχυρισμό αυτό ). 'Ετσι η ενίσχυση που χορηγείται στο βούτυρο με τις επιχειρήσεις του είδους ΕΒΧ δεν αποτελεί σε τελική ανάλυση παρά περιορισμένο και πρόσκαιρο αντιστάθμισμα του μειονεκτήματος που υφίσταται λόγω των μηχανισμών των κοινών οργανώσεων των οικείων αγορών. Η θέση εξάλλου της μαργαρίνης σε σχέση με αυτή του βουτύρου βελτιώθηκε από το 1969, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των προϊόντων αυτών. Το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας, μετά την προσχώρηση, έχει εν προκειμένω ιδιαίτερη σημασία. Αυτός είναι άλλωστε κυρίως ο λόγος που κατέστησε αναγκαία τη λήψη μέτρων για τη μείωση της παραγωγής των γαλακτοκομικών προϊόντων, χωρίς να υπάρχουν αντίστοιχα μέτρα στον τομέα των λιπαρών ουσιών, εφόσον ο προβλεπόμενος επί των λιπαρών ουσιών φόρος δεν έχει ακόμη θεσπιστεί. Συνεπώς, όχι μόνο δεν υπάρχει απαγορευμένη άνιση μεταχείριση σε βάρος των παραγωγών μαργαρίνης, αλλά αυτοί δεν μπορούν καν να επικαλεστούν κεκτημένο δικαίωμα προκειμένου να διατηρήσουν το πλεονέκτημα το οποίο απολαμβάνουν.

3ος ισχυρισμός:

Η επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

α)

Η ενάγουσα εταιρία υποστηρίζει προπαντός, στηριζόμενη κυρίως σε ανάλυση της προαναφερθείσας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου και σε διάφορα δημοσιεύματα και δηλώσεις της ίδιας της Επιτροπής, ότι οι πωλήσεις βουτύρου σε μειωμένη τιμή δεν είναι ούτε απαραίτητες ούτε κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της μείωσης των αποθεμάτων και ότι, ως εκ τούτου, η άνιση μεταχείριση μεταξύ επιχειρηματιών δικαιολογείται ακόμη λιγότερο. Πράγματι, αν επιδιωκόμενος στόχος είναι η μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση των αγορών, η βραχυπρόθεσμη πώληση δεν μπορεί να επηρεάσει τις διαρθρωτικές αιτίες της ανισορροπίας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς που οφείλονται στην πολιτική των τιμών της Κοινότητας. Αντίθετα επιτείνει την ανισορροπία αυτή. Αν ο επιθυμητός στόχος είναι η μείωση των αποθεμάτων, τέτοιες επιχειρήσεις οδηγούν εκ του ασφαλούς σε αποτυχία, εφόσον η πώληση βουτύρου σε μειωμένη τιμή συντελείται ουσιαστικά σε βάρος της πώλησης του νωπού βουτύρου ( με αναλογία δύο προς τρία). Υπήρξε ασφαλώς συνολική αύξηση της κατανάλωσης βουτύρου σε βάρος της κατανάλωσης μαργαρίνης, αλλά παρέμεινε πολύ περιορισμένη και σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογούσε τα σημαντικά και δυσανάλογα έξοδα (οριακές δαπάνες 13,6 DM για κάθε επιπλέον πωλούμενο χγρ., ενώ η τιμή παρέμβασης είναι 8,13 DM/χγρ. ) Η πρόσθετη ποσότητα που πωλήθηκε στα πλαίσια της τελευταίας ΕΒΧ ήταν μόνο 25000 τόνοι, προκαλώντας σοβαρή ζημία στους παρασκευαστές μαργαρίνης. Είναι πιο οικονομική η δωρεάν διανομή του βουτύρου και κυρίως η εξαγωγή εκτός Κοινότητος, ιδίως με τη μορφή επισιτιστικής βοήθειας, ή έστω η καταβολή οικονομικού αντισταθμίσματος στους γαλακτοπαραγωγούς που υφίστανται απώλεια εισοδήματος λόγω του καθεστώτος των ποσοστώσεων. Τα μέτρα που θέσπισε η Επιτροπή για τη μείωση της γαλακτοκομικής παραγωγής είναι ανεπαρκή για την απορρόφηση των αποθεμάτων βουτύρου που εξακολουθούν να είναι υπερβολικά υψηλά.

β)

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ελλείψει παράνομης άνισης μεταχείρισης, ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Αναγνωρίζει ασφαλώς ότι η αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων « βούτυρο Χριστουγέννων » είναι περιορισμένη, αν και ο βαθμός αποτελεσματικότητας της ΕΒΧ 1984/85 είναι ικανοποιητικός. Κρίνει όμως ότι δεν διαθέτει άλλη δυνατότητα για τη διάθεση του βουτύρου. Το προτεινόμενο οικονομικό αντιστάθμισμα δεν θα είχε αποτέλεσμα ως προς τα αποθέματα. Κάθε πρόσθετη εξαγωγή, είτε ως επισιτιστική βοήθεια ( πολιτική, η κρίση για τη σκοπιμότητα της οποίας δεν ανήκει στην Επιτροπή), είτε προς τις χώρες κρατικού εμπορίου, είτε προς άλλες τρίτες χώρες, είναι αδύνατη, λόγω του κορεσμού της παγκόσμιας αγοράς, των περιορισμένων τεχνικών δυνατοτήτων που έχουν οι υπό ανάπτυξη χώρες για να τις δεχτούν και των κανόνων στους οποίους υπόκειται η Κοινότητα στο πλαίσιο της συμφωνίας GATT ( πράγμα που αμφισβητεί η ενάγουσα ). Όσον αφορά τα μέτρα που αποβλέπουν στη μείωση της παραγωγής βουτύρου και, σε πρώτη φάση, της γαλακτοπαραγωγής, η Επιτροπή έκανε ό,τι ήταν δυνατό να γίνει από πλευράς τόσο μείωσης της παραγωγής όσο και διάθεσης του βουτύρου στις εξωτερικές αγορές ( τέλος συνυπευθυνότητας, επιβράβευση της μη διαθέσεως στο εμπόριο και της μετατροπής, καθεστώς εγγυήσεως ποσοστώσεων, μείωση του μεριδίου των λιπαρών ουσιών που λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό των τιμών της παρέμβασης κλπ.). Δεν απέμενε συνεπώς παρά να επιδιωχθεί η αύξηση της κατανάλωσης βουτύρου στην κοινή αγορά, δηλαδή επιχειρήσεις σαν τις ΕΒΧ. Πράγματι, κάθε καταστροφή των αποθεμάτων θα ήταν πολιτικά και οικονομικά απαράδεκτη. Είναι άρα αναμφισβήτητο ότι το ληφθέν μέτρο ανταποκρίνεται πλήρως στους επιδιωκόμενους στόχους, δηλαδή την αύξηση των πωλήσεων βουτύρου ( + 14000 τόνοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και + 36000 τόνοι στο σύνολο της Κοινότητας ), καθώς και τη μείωση και την καλύτερη ανακύκληση των αποθεμάτων, που μπορούν να διατηρηθούν επί δύο περίπου έτη. Η Επιτροπή, εξάλλου, υπογραμμίζει τον αντιφατικό χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας της ενάγουσας: πράγματι, είτε κάθε αύξηση των πωλήσεων βουτύρου επιτυγχάνεται σε βάρος των πωλήσεων μαργαρίνης, πράγμα όμως που αποδεικνύει την αναντίρρητη αποτελεσματικότητα των ΕΒΧ, κι έτσι εκμηδενίζεται μεγάλο μέρος της άποψης της ενάγουσας είτε, αντίστροφα, η αύξηση των πωλήσεων του βουτύρου από την παρέμβαση αποβαίνει αποκλειστικά σε βάρος του νωπού βουτύρου, οπότε, οι παρασκευαστές μαργαρίνης δεν υφίστανται καμία ζημία συνεπεία των επιχειρήσεων αυτών. Όσον αφορά δε το φερόμενο ως υπερβολικό κόστος των επιχειρήσεων του είδους ΕΒΧ, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενάγουσα δεν έχει δικαίωμα να εκφέρει γνώμη ως προς τη χρήση των πόρων του προϋπολογισμού της Κοινότητας.

4ος ισχυρισμός: Οι ΕΒΧ παραβιάζουν τη γενική αρχή της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος.

α)

Η ενάγουσα εταιρία υποστηρίζει, στο υπόμνημα απαντήσεως της, ότι η ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος προστατεύεται τόσο στο γερμανικό δίκαιο όσο και στο κοινοτικό δίκαιο, όταν εκτοπίζονται από την αγορά επιχειρήσεις συνεπεία κρατικών ενισχύσεων, χωρίς η εκτόπιση αυτή να δικαιολογείται ή να απαιτείται από τους σκοπούς της κοινοτικής τάξεως. Συνεπώς, το επικρινόμενο μέτρο αντίκειται στις γενικές αρχές της κοινοτικής έννομης τάξης.

β)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό συνιστά νέο ισχυρισμό που προβάλλεται εκπρόθεσμα και άρα είναι απαράδεκτος.

2. Επί της ζημίας

α)

Η ενάγουσα εταιρία θεωρεί ότι, σύμφωνα με την κλασική νομολογία του Δικαστηρίου επί θεμάτων ευθύνης των Κοινοτήτων από κανονιστική δραστηριότητα, υφίσταται επαρκώς κατάφωρη παραβίαση περισσοτέρων υπέρτερων κανόνων δικαίου που προστατεύουν τους ιδιώτες και ότι η σημαντική ζημία την οποία υπέστη συγκαταλέγεται στις ζημίες που παρέχουν δικαίωμα προς αποζημίωση, διότι υπερβαίνει τα όρια των οικονομικών κινδύνων τους οποίους συνεπάγονται οι δραστηριότητες στον εν λόγω τομέα. Η αιτιώδης συνάφεια εξάλλου προκύπτει από τη μείωση του κύκλου εργασιών κατά την περίοδο εφαρμογής κάθε ΕΒΧ, δεδομένου ότι η πώληση με μειωμένη τιμή ενός υποκατάστατου προϊόντος είναι κατ' ανάγκη επιζήμια για τη διάθεση του ανταγωνιστικού προϊόντος.

Όσον αφορά την αποτίμηση της ίδιας της ζημίας, η ενάγουσα εταιρία υπέβαλε συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής πραγματογνωμοσύνη εταιρίας λογιστών περί της ζημίας και της μείωσης του κύκλου εργασιών, τις οποίες υπέστησαν οι παρασκευαστές μαργαρίνης κατά τις επιχειρήσεις « βούτυρο Χριστουγέννων» 1978/79, 1979/80 και 1982/83. Η ενάγουσα, θεωρώντας απαραίτητη την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου, ζήτησε από το Δικαστήριο να διατάξει κατά τη δημόσια συνεδρίαση τη συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών επί του σημείου αυτού και να μην περιλάβει τους αριθμούς αυτούς στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή αναφέρει ακόμα τη συλλογιστική που ακολούθησαν οι πραγματογνώμονες για να οδηγηθούν στην αποτίμηση της ζημίας. Στη φάση αυτή η ενάγουσα αποτίμησε με εφάπαξ ποσό τη ζημία της, επιμένοντας ότι είναι προσωρινό. Με το υπόμνημα απαντήσεως η ενάγουσα εταιρία αποτίμησε κατά συγκεκριμένο τρόπο τη ζημία της και υπέβαλε ( συνημμένα στο πιο πάνω υπόμνημα ) πραγματογνωμοσύνη της ίδιας εταιρίας, βασισμένη στις ίδιες μεθόδους όπως εκείνες που εφαρμόστηκαν για τα προηγούμενα έτη και που κατέληγαν σε συγκεκριμένο αριθμό. Έτσι η αγωγή αναγνωρίσεως της ευθύνης μεταβλήθηκε σε γνήσια αγωγή αποζημιώσεως, με την οποία η ενάγουσα αποτίμησε τη ζημία της σε 2857000 DM και ζήτησε ν' ακουστούν ενδεχομένως από το Δικαστήριο οι λογιστές στους οποίους κατέφυγε.

β)

Η Επιτροπή αρνήθηκε με το υπόμνημα αντικρούσεως να συζητήσει οτιδήποτε σχετίζεται με το υποστατό της ζημίας, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της εφαρμογής του επίμαχου κανονισμού και της φερόμενης ζημίας και τέλος την αποτίμηση της εν λόγω ζημίας. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως η Επιτροπή περιορίστηκε ν' αμφισβητήσει την ύπαρξη κάθε αιτιώδους συνάφειας και να διαβεβαιώσει ότι, όσον αφορά τους υπολογισμούς που υποβλήθηκαν προς στήριξη των αιτημάτων της ενάγουσας, θεωρεί τα χρησιμοποιηθέντα επιχειρήματα και τα αριθμητικά στοιχεία ανακριβή.

III — Απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεσε το Δικαστήριο στην Επιτροπή

α) Ποιο ήταν το ποσοστό αποτελεσματικότητας της επιχείρησης « βούτυρο Χριστουγέννων » 1984/85 κατά τις μεθόδους υπολογισμού που εφήρμοσε το Ελεγκτικό Συνέδριο στην έκθεση του της 13ης Απριλίου 1982 ( καθώς και το συνολικό κόστος για την Κοινότητα);

Απάντηση:

Η συνολική ποσότητα του βουτύρου που πωλήθηκε σε μειωμένη τιμή στο πλαίσιο της επιχείρησης « βούτυρο Χριστουγέννων » 1984/85 ανήλθε στις 200000 τόνους. Οι πρόχειροι υπολογισμοί δείχνουν ότι οι πρόσθετες πωλήσεις που οφείλονται στην επιχείρηση αυτή έφθασαν για την Κοινότητα συνολικά τους 39850 τόνους. Συνεπώς ο μέσος όρος στην Κοινότητα του ποσοστού αποτελεσματικότητας περιστρέφεται γύρω από το 20 %, αν βασιστεί κανείς στη μέθοδο υπολογισμού που εφήρμοσε το Ελεγκτικό Συνέδριο στην έκθεση του της 13ης Απριλίου 1982. Η αποτελεσματικότητα όμως παρουσίασε μεγάλες διαφορές από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας η συνολική ποσότητα που διατέθηκε προς πώληση ήταν 50000 τόνοι, από τους οποίους 14800 μπορούν να θεωρηθούν ως πρόσθετες πωλήσεις. Από αυτό προκύπτει ποσοστό αποτελεσματικότητας περίπου 30 %. Το συνολικό κόστος της επιχείρησης (μείωση της τιμής πωλήσεως κατά 160 ECU ανά 100 χγρ. για 200000 τόνους) έφθασε τα 320 εκατομμύρια ECU.

β) Γιατί η Επιτροπή προτίμησε το 1985 να υιοθετήσει ένα πρόγραμμα « συμπυκνωμένο βούτυρο για τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική », παρά να οργανώσει μια νέα επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων »;

Απάντηση:

Η τεταμένη οικονομική κατάσταση δεν επέτρεψε στην Επιτροπή να πραγματοποιήσει στο τέλος του 1985 νέα επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων» παρά το ότι διάφοροι κύκλοι ζήτησαν το μέτρο αυτό για να μειωθούν τ' αποθέματα. Η πείρα του παρελθόντος οδήγησε εξάλλου την Επιτροπή στη σκέψη ότι μια διαρκής επιχείρηση όπως το πρόγραμμα « συμπυκνωμένο βούτυρο για τη μεγειρική και τη ζαχαροπλαστική » είναι πλέον κατάλληλη προκειμένου ν' αποφευχθούν για την αγορά νωπού βουτύρου οι ανεπιθύμητες επιπτώσεις των χρονικά περιορισμένων επιχειρήσεων « βούτυρο Χριστουγέννων ». Μια τέτοια διαρκής επιχείρηση έχει επιπλέον το πλεονέκτημα να δημιουργεί δυνατότητα διάθεσης των παλαιοτέρων αποθεμάτων, ενώ συγχρόνως, κατά την Επιτροπή, είναι λιγότερο δαπανηρή από την επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων ».

y) Η Επιτροπή καλείται να προσκομίσει τις διαθέσιμες στατιστικές (ιδίως της Eurostat) επί της εξελίξεως των αποθεμάτων βουτύρου κατά τα έτη 1984 και 1985, καθώς και επί των αντιστοίχων καταναλώσεων βουτύρου και μαργαρίνης κατά τα ίδια έτη.

Απάντηση:

Προσκομίστηκαν οι υπάρχουσες στατιστικές.

δ) Λαμβανομένης υπόψη της προβλεπόμενης εξέλιξης των αποθεμάτων για τα έτη 1985 έως 1990 σε συνάρτηση με τους υπολογισμούς σχετικά με την παραγωγή και την κατανάλωση των γαλακτοκομικών προϊόντων, θεωρεί η Επιτροπή ότι θα είναι και πάλι ανάγκη να καταφύγει σε επιχειρήσεις « βούτυρο Χριστουγέννων » ;

Απάντηση:

Επί του παρόντος υπάρχει κάθε λόγος να σκεφθεί κανείς ότι η επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων» δεν θα επαναληφθεί λόγω του αυξημένου κόστους. Όσο η οικονομική κατά στάση παραμένει τεταμένη, φαίνεται ότι δεν θα επαναληφθεί επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » στο μέλλον, παρά το ότι τα αποθέματα έχουν τώρα και πάλι αυξητική τάση.

ε) Σε ποιους λόγους οφείλεται το ότι οι ποσότητες βουτύρου και βουτυρελαίου, που διατέθηκαν ως επισιτιστική βοήθεια, μειώνονται σταθερά από το 1980, όπως προκύπτει από το παράρτημα II του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής;

Απάντηση:

Κατά τα τελευταία έτη, οι ανάγκες σε βουτυ-ρέλαιο των χωρών που λαμβάνουν επισιτιστική βοήθεια μειώθηκαν ελαφρά προς όφελος άλλων προϊόντων διατροφής, με επικεφαλής τα προϊόντα που είναι πλούσια σε πρωτεΐνες. Η εξέλιξη αυτή ανταποκρινόταν στην επιθυμία των κρατών αποδεκτών και στις επισιτιστικές συνήθειες του πληθυσμού τους, παράγοντες που, παράλληλα με εκτιμήσεις σχετικές με το κόστος, συγκαταλέγονται στα κύρια κριτήρια σε θέματα επισιτιστικής βοήθειας. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι θεμελιώδεις αποφάσεις επί θεμάτων επισιτιστικής βοήθειας εκδίδονται από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο και ότι η Επιτροπή δικαιούται να υποβάλλει μόνον προτάσεις.

στ) Από το δελτίο 7/8-1985 των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που εκδίδεται από την Επιτροπή προκύπτει ότι, « όσον αφορά την αγορά βουτύρου, η Κοινότητα δεν μπόρεσε ακόμη να εφαρμόσει τη νέα ρύθμιση που επήλθε στο πλαίσιο της συμφωνίας GATT και επιτρέπει μέχρι τέλους του 1986 την πώληση βουτύρου παλαιότερου τουλάχιστον των 18 μηνών σε τιμές χαμηλότερες της ελάχιστης τιμής που είναι 1000 USD τον τόνο/fob. Η ελάχιστη ποσότητα του βουτύρου αυτού που μπορεί ν' αγοραστεί είναι 100000 τόνοι ή 50000 τόνοι ως βουτυρέλαιο» (σ. 64, σημείο 2.1.141). Η Επιτροπή καλείται να διευκρινίσει αν στο τέλος του 1984 μπόρεσαν να ληφθούν μέτρα στο πλαίσιο της νέας αυτής συμφωνίας και ποιες είναι οι προοπτικές που ανοίγονται με τη συμφωνία αυτή ως προς την αναζήτηση εξωτερικών αγορών;

Απάντηση:

Μέχρι σήμερα, καμία από τις χώρες, που αποτελούν σημαντικούς αγοραστές, δεν εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά τόσο σημαντικών ποσοτήτων βουτύρου ή βουτυρελαίου. Η Επιτροπή ωστόσο προτίθεται να θεσπίσει το νομικό πλαίσιο για τέτοιες πωλήσεις και να προβλέψει την πώληση μέσω δημόσιας προκήρυξης.

ζ) Θεωρεί η Επιτροπή ότι η θέση την οποία υιοθέτησε στις παρούσες υποθέσεις συμπίπτει απολύτως με τη στάση της στα υποκατάστατα του γάλακτος σε σκόνη (η κατανάλωση των οποίων έφθασε το 1981 τους 15000 τόνους σε όλη την Κοινότητα ) και για τα οποία το Δικαστήριο την κάλεσε στο πλαίσιο της υπόθεσης 216/84, Επιτροπή κατά Γαλλίας, να απαντήσει σε ένα ερώτημα πριν τις 15 Ιανουαρίου 1986;

Απάντηση:

Το επίμαχο πρόβλημα στην υπόθεση 216/84 ( Επιτροπή κατά Γαλλίας ) ήταν η ελεύθερη κυκλοφορία των υποκατάστατων του γάλακτος σε σκόνη. Δεν υπάρχει συνεπώς άμεση σχέση με τις προκείμενες υποθέσεις, επειδή οι εθνικές διατάξεις, τις οποίες προσέβαλε η Επιτροπή στην υπόθεση 216/84 δεν επέφεραν κανένα περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία της μαργαρίνης. Η Επιτροπή θεωρεί εξάλλου ότι η πλεονασματική κατάσταση στον τομέα του γάλακτος δεν δικαιολογεί μονομερή μέτρα των κρατών μελών, που παρακωλύουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

η) Η Επιτροπή καλείται να διευκρινίσει τη θέση της επί του ζητήματος, κατά πόσο οι παρασκευαστές μαργαρίνης μπορούν να επικαλεστούν δυσμενή μεταχείριση τους σε σχέση με τους παραγωγούς βουτύρου. Η Επιτροπή φαίνεται ότι αποκλείει τη δυνατότητα αυτή για λόγους αρχής, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι « η κατάσταση των παραγωγών μαργαρίνης είναι τελείως διαφορετική από την κατάσταση των παραγωγών βουτύρου » και, αφετέρου, ότι « η διαφορά αυτή στην αντιμετώπιση βασίζεται στην ίδια τη Συνθήκη, εφόσον κατά το παράρτημα II το βούτυρο θεωρείται ως γεωργικό προϊόν κατά την έννοια του άρθρου 38, ενώ η μαργαρίνη δεν αποτελεί τέτοιο προϊόν » (υπόμνημα ανταπαντήσεως, σσ. 11 και 13 ).

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να λάβει υπόψη κυρίως:

το γεγονός ότι η Επιτροπή παραδέχτηκε τη δυνατότητα μερικής υποκατάστασης μεταξύ βουτύρου και μαργαρίνης·

το γεγονός ότι η μαργαρίνη αναφέρεται ρητά μεταξύ των προϊόντων, στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός 136/66 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών

τη νομολογία του Δικαστηρίου και ιδίως τις αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1977, Ruckdeschel, 117/76 και 16/77, Sig. σ. 1753, και της 25ης Οκτωβρίου 1978, Royal Schol-ten-Honig, 103 και 145/77, Sig. σ. 2037.

Απάντηση:

Η Επιτροπή, χωρίς να θέλει ν' αμφισβητήσει ότι θεωρητικά μπορεί να επέλθει δυσμενής μεταχείριση των παρασκευαστών μαργαρίνης συνεπεία κοινοτικών μέτρων στον τομέα του γάλακτος, θεωρεί ότι οι παρασκευαστές μαργαρίνης δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι τώρα μειονεκτούν λόγω των ισχυουσών διατάξεων της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, αφενός, και της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών, αφετέρου, γιατί στην πραγματικότητα αληθεύει το αντίστροφο. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι διέπραξε σφάλμα, όταν ανέφερε στο υπόμνημα ανταπαντήσεως ( σ. 13 ) ότι η μαργαρίνη δεν συγκαταλέγεται στα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα II της Συνθήκης ΕΟΚ. Η μαργαρίνη είναι πράγματι προϊόν υποκείμενο στην κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών. Γι' αυτό η Επιτροπή ανα καλεί ρητά τον ισχυρισμό της επί του σημείου β) της σελίδας 13 του υπομνήματος ανταπαντήσεως της.

Μέσα στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του γάλακτος, η ρύθμιση της αγοράς πραγματοποιείται ουσιαστικά μέσω της τιμής παρεμβάσεως για το βούτυρο και το γάλα σε σκόνη, ενώ η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών στηρίζεται κυρίως σε σύστημα ενισχύσεων της παραγωγής (σ' αυτή την κοινή οργάνωση η παρέμβαση έχει συμπληρωματική μόνο λειτουργία), διαφορά αυτή στη λειτουργία των δύο κοινών οργανώσεων αγορών, στηριζόμενων κατά τα λοιπά σε κανονισμούς του Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί στο πλαίσιο μιας αγωγής αποζημιώσεως να αποδοθεί σε ευθύνη της Επιτροπής, εξηγείται κυρίως από το γεγονός ότι ο εφοδιασμός της Κοινότητας είναι τελείως διαφορετικός αναλόγως αν πρόκειται για γαλακτοκομικά προϊόντα ή για φυτικά λίπη. Αυτό συνιστά αντικειμενική διαφορά που δικαιολογεί τις διαφορές στους μηχανισμούς οργανώσεων αγορών.

Ανεξάρτητα από τη διαπίστωση αυτή, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, κατά την Επιτροπή, ότι οι παρασκευαστές μαργαρίνης δεν υφίστανται καμία δυσμενή μεταχείριση λόγω των διαφορών στη λειτουργία των δύο οργανώσεων αγορών. Η διαφορά αυτή στη λειτουργία έχει πράγματι ως συνέπεια η μεν μαργαρίνη να μπορεί να διατίθεται σε χαμηλό επίπεδο τιμής ( οι παραγωγοί ελαιούχων σπόρων στην Κοινότητα λαμβάνουν ενίσχυση, χάρη στην οποία οι τιμές των προϊόντων τους μπορούν να φθάσουν τα χαμηλά επίπεδα των τιμών της παγκόσμιας αγοράς), ενώ το βούτυρο — υπό την επίδραση των τιμών της παρέμβασης — διατίθεται σε υψηλότερη τιμή από την τιμή της παγκόσμιας αγοράς κατά 200 ECU περίπου ανά 100 χγρ. Χάρη στο σύστημα αυτό, οι πωλήσεις της μαργαρίνης δεν πλήττονται, αλλά αντίθετα ευνοούνται.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι στο θέμα του ανταγωνισμού μεταξύ μαργαρίνης και βουτύρου η κατάσταση είναι ακριβώς αντίστροφη της καταστάσεως επί της οποίας έκρινε το Δικαστήριο στις υποθέσεις 117/76 και 16/77. Πράγματι, στην περίπτωση της μαργαρίνης ισχύει καθεστώς ενισχύσεων που έχει ως συνέπεια οι πρώτες ύλες να αγοράζονται στο επίπεδο των τιμών της παγκόσμιας αγοράς, ενώ η τιμή του βουτύρου προέρχεται από την υψηλή τιμή της κοινοτικής παρέμβασης. Σύμφωνα με τις αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο στις υποθέσεις 117/76 και 16/77, θα μπορούσε εν ανάγκη να γίνει λόγος για δυσμενή μεταχείριση των παρασκευαστών βουτύρου και όχι των παρασκευαστών μαργαρίνης. Είναι αλήθεια ότι οι παρασκευαστές βουτύρου μπορούν — κατά κάποιο τρόπο σαν αντιστάθμισμα — να πωλούν τα προϊόντα τους στους οργανισμούς παρέμβασης: από το γεγονός αυτό δεν υφίστανται επί της πωλήσεως των προϊόντων τις δυσμενείς επιπτώσεις από τη διαφορά της τιμής που οφείλεται στην κοινή οργάνωση των αγορών και σε τελική ανάλυση οι συνέπειες αυτές μετακυλίονται στους οργανισμούς παρέμβασης (άρα στην ίδια την Κοινότητα ).

Και στις υποθέσεις 103 και 145/77 πρόκειται για περίπτωση εκ διαμέτρου αντίθετη από την προκείμενη υπόθεση, εφόσον, κατά την Επιτροπή, η ισότητα στον ανταγωνισμό δεν αποκαθίσταται παρά μόνο με τη θέσπιση φόρου στις λιπαρές ουσίες. Ως εκ τούτου η Επιτροπή θεωρεί ότι οι παρασκευαστές μαργαρίνης ευνοούνται εξαιρετικά στο σύνολο τους και δεν ζημιώνονται από το ισχύον καθεστώς της κοινής οργάνωσης των αγορών από τη σκοπιά της ανταγωνιστικής σχέσης με τους παραγωγούς βουτύρου.

Η Επιτροπή δεν νομίζει ότι οι παρασκευαστές μαργαρίνης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν διατήρηση της πλεονεκτικής ανταγωνιστικής κατάστασης και ούτε ότι η ελάχιστη πρόσκαιρη μεταβολή των ανταγωνιστικών σχέσεων προς όφελος του βουτύρου τους παρέχει δικαίωμα προς αποζημίωση. Ακόμα κι αν εγκαταλειφθεί τελείως η στήριξη της τιμής του βουτύρου με τις αγορές από την παρέμβαση ή αν θεσπιστεί φόρος στις λιπαρές ουσίες, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι παρασκευαστές μαργαρίνης δεν μπορούν να παραπονεθούν, γιατί τέτοια μέτρα απλώς αποκαθιστούν την ισότητα στον ανταγωνισμό των τιμών. Η επιχείρηση όμως « βούτυρο Χριστουγέννων » υστερεί πολύ ως προς τις συνέπειες τέτοιων μέτρων: η μείωση της τιμής του βουτύρου των στουγέννων κατά την επιχείρηση 1984/85 ήταν 160 ECU ανά 100 χγρ' δεν υπήρξε, συνεπώς, παρά μερικό αντιστάθμισμα της διαφοράς στην τιμή σε σχέση με τις τιμές της παγκόσμιας αγοράς ( περίπου 200 ECU ανά 100 χγρ. το χρόνο εκείνο ). 'Ετσι το βούτυρο των Χριστουγέννων πωλήθηκε σε τιμή ανώτερη κατά 40 περίπου ECU ανά 100 χγρ. της τιμής της παγκόσμιας αγοράς.

Η Επιτροπή θεωρεί κατά τα λοιπά ότι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του συστήματος της κοινής οργάνωσης των αγορών πρέπει να αξιολογούνται στο σύνολο τους. Από σφαιρική άποψη, οι παρασκευαστές μαργαρίνης ωφελούνται από τη διαφορά της τιμής μεταξύ μαργαρίνης και βουτύρου, που επιτείνεται από την κοινή οργάνωση των αγορών. Η επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » είναι η συνέπεια της — καθιστάμενης δυσκολότερης — πωλήσεως του βουτύρου που αγοράζεται από τους οργανισμούς παρέμβασης και οι παρασκευαστές μαργαρίνης πρέπει να τη δεχτούν ως αναπόσπαστο τμήμα ενός συστήματος το οποίο, στο σύνολο του, τους είναι εξαιρετικά ευνοϊκό.

Υ. Galmot

εισηγητής δικαστής


( 1 ) Οι εκθέσεις για την επ' ακροατηρίου συζήτηση στις υποθέσεις 280/84, 285/84 και 286/84 δεν δημοσιεύονται στη Συλλογή διότι, λόγω των αιτημάτων των διαφόρων αγωγών, των ισχυρισμών και επιχειρημάτων των διαδίκων και των απαντήσεων της Επιτροπής στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, είναι πανομοιότυπες με την ανωτέρω παρατιθέμενη. Με Διάταξη της 7ης Ιουλίου 1986 αποφασίστηκε η ένωση και συνεκδίκαση των υποθέσεων 279, 280, 285 και 286/84 προς έκδοση κοινής αποφάσεως. * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 11ης Μαρτίου 1987 ( *1 )

Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 279, 280, 285 και 286/84,

Walter Rau Lebensmittelwerke, Hilter, εκπροσωπούμε από τον απεριορίστως υπεύθυνο διαχειριστή της Ulrich Rau, 4517 Hilter 1,

Union Deutsche Lebensmittelwerke GmbH, εκπροσωπούμενη από τους διαχειριστές της Werner Israel και Kurt Funck, Dammtorwall 15, 2000 Αμβούργο 36,

Heinrich Hamker Lebensmittelwerke GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενη από την απεριορίστως υπεύθυνη διαχειρίστρια της εταιρία περιορισμένης ευθύνης Hamker που εκπροσωπείται από το διαχειριστή της Heinz Dabeistein,

Westfälisches Margarinewerk Wilhelm Lindemann KG, εκπροσωπούμενη από την απεριορίστως υπεύθυνη διαχειρίστρια της Lindemann Verwaltungsgesellschaft mbH που εκπροσωπείται από το διαχειριστή της Dieter Lejeune, 4980 Bünde,

επικουρούμενες από τους δικηγόρους Modest, Gündisch, Landry, Rauschning, Festge Heemann, Bauer, Volkmann-Schluck, Poststrasse 9 A, 2000 Αμβούργο 36, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ε. Arendt, 34 Β, rue Philippe-Il,

ενάγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διά του Bernhard Jansen, μέλους της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

εναγόμενη,

που έχει ως αντικείμενο να υποχρεωθεί η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, δυνάμει των άρθρων 178 και 215, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, να αποζημιώσει καθεμία από τις ενάγουσες για τη ζημία η οποία προκλήθηκε από κάποιο από τα όργανα της συνεπεία της θεσπίσεως και εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2956/84 της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 1984, σχετικά με τη διάθεση βουτύρου σε μειωμένη τιμή και για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1687/76 (ΕΕ 1984, L 279, σ. 4),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Υ. Galmot, Κ. Κακούρη και F. Schockweiler, προέδρους τμήματος, Τ. Koopmans, U. Everling, R. Joliét, J. C. Moitinho de Almeida και G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Ο. Lenz

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 3ης Ιουνίου 1986,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 1986,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τέσσερα δικόγραφα που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Νοεμβρίου 1984 και τα οποία ενώθηκαν με Διάταξη του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 1986 προς έκδοση κοινής αποφάσεως, οι εταιρίες Walter Rau, Union Deutsche Lebensmittelwerke, Heinrich Hamker Lebensmittelwerke και Westfälisches Margarinewerk Wilhelm Lindemann, που παρασκευάζουν μαργαρίνη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, άσκησαν δυνάμει του άρθρου 215, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, αγωγές με τις οποίες ζητούν αποκατάσταση της ζημίας την οποία θεωρούν ότι υπέστησαν συνεπεία της επιχείρησης « βούτυρο Χριστουγέννων », που αποφασίστηκε και υπήχθη στις διατάξεις του κανονισμού 2956/84 της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 1984, σχετικά με τη διάθεση του βουτύρου σε μειωμένη τιμή και για τροποποίηση του κανονισμού 1687/76 ( ΕΕ L 279, σ. 4 ).

2

Ο κανονισμός αυτός στηρίχτηκε στις σκέψεις ότι η κατάσταση της αγοράς βουτύρου στην Κοινότητα χαρακτηρίζεται από σημαντικά διαθέσιμα αποθέματα και ότι πρέπει να αυξηθεί η κατανάλωση του βουτύρου με όλα τα κατάλληλα μέσα, ότι η πτώση των τιμών στην τελική κατανάλωση αποτελεί αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη του στόχου αυτού, ότι δεν είναι δυνατό το σύνολο των αποθεμάτων βουτύρου να διατεθεί σε κανονικές συνθήκες, ότι πρέπει ν' αποφευχθεί παράταση της αποθεματοποίησης, επειδή προκύπτουν μεγάλα έξοδα και ότι με την ευκαιρία των εορτών του τέλους του έτους μπορούν να παρουσιαστούν δυνατότητες διάθεσης βουτύρου σε μειωμένη τιμή, προοριζόμενου για άμεση κατανάλωση. Στη συνέχεια συνιστά, με τον πρώτο του' τίτλο, επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » που έχει ως αντικείμενο την πώληση στην αγορά 200000 τόνων βουτύρου ( από τους οποίους 50000 τόνοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ) σε τιμή μειωμένη κατά 1,6 ECU ανά χιλιόγραμμο.

3

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

4

Σε γενικές γραμμές, κατά τις ενάγουσες, επιχείρηση τέτοιας έκτασης, τόσο ως προς τις πωληθείσες ποσότητες όσο και ως προς τη συμφωνηθείσα μείωση της τιμής, προκαλεί βίαιη διαταραχή της αγοράς των βρώσιμων λιπαρών ουσιών. Προσφέρει, πράγματι, απότομα στην κατανάλωση σημαντική ποσότητα βουτύρου σε τιμές πολύ μειωμένες χάρη στην κοινοτική επιχορήγηση. Αυτό συνεπάγεται ζημία για τις ενάγουσες που οφείλεται στο γεγονός ότι το βούτυρο αυτό προτιμάται όχι μόνο από το νωπό βούτυρο, που έτσι υπόκειται σε παρέμβαση, αλλά και από τη μαργαρίνη, υποκατάστατο και ανταγωνιστικό προϊόν, οι πωλήσεις του οποίου μειώνονται αισθητά κατά τη διάρκεια και μετά την επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων ».

5

Από τα γραπτά υπομνήματα και τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου συνάγεται ότι οι ενάγουσες επικαλέστηκαν προς στήριξη των αγωγών αποζημιώσεως πέντε ισχυρισμούς που έχουν όλοι ως στόχο ν' αποδείξουν τον παράνομο χαρακτήρα του προαναφερθέντος κανονισμού 2956/84. Κατά τις ενάγουσες ο κανονισμός αυτός:

α)

εκδόθηκε αναρμοδίως

β)

αντίκειται στην αρχή της σταθεροποίησης των αγορών

γ)

παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων

δ)

παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας

ε)

αντίκειται στην αρχή της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος.

Επί του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητος της Επιτροπής

6

Από το ίδιο το προοίμιο του επίδικου κανονισμού της Επιτροπής, που θεσπίζει την επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » 1984, προκύπτει ότι ο κανονισμός στηρίχτηκε τόσο στις διατάξεις του άρθρου 6 όσο και του άρθρου 12 του κανονισμού 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82 ). Το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, επιτρέπει τη θέσπιση ειδικών μέτρων ικανών να διευκολύνουν τη διάθεση του βουτύρου δημόσιας ή ιδιωτικής αποθεματοποίησης, όταν αυτό δεν μπορεί να συμβεί με κανονικές συνθήκες. Το άρθρο 12, παράγραφος 1, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 559/76 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014, σ. 187), επιτρέπει τη λήψη άλλων μέτρων για να διευκολυνθεί η διάθεση των αποθεμάτων γαλακτοκομικών προϊόντων και να αποφευχθεί η δημιουργία νέων πλεονασμάτων.

7

Ως προς την πραγματική εφαρμογή των ειδικών αυτών μέτρων, η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ Συμβουλίου και Επιτροπής προβλέπεται από τον κανονισμό 804/68 ως εξής: το Συμβούλιο θεσπίζει τους γενικούς κανόνες εφαρμογής των μέτρων αυτών ( άρθρο 6, παράγραφος 6, και άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 804/68 ) και η Επιτροπή θεσπίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής διαχείρισης που προβλέπεται στο άρθρο 30 του ίδιου κανονισμού, τις λεπτομέρειες εφαρμογής των εν λόγω μέτρων (άρθρο 6, παράγραφος 7, και άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 804/68 ).

8

Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι, επειδή το Συμβούλιο δεν θέσπισε γενικούς κανόνες εφαρμογής, η Επιτροπή ήταν αναρμόδια ν' αποφασίσει, με τη μορφή λεπτομερειών εφαρμογής των μέτρων αυτών, την επίμαχη επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων ».

9

Για να κριθεί στην προκειμένη περίπτωση η αρμοδιότητα της Επιτροπής, πρέπει να εξακριβωθεί:

1)

αν το Συμβούλιο θέσπισε πράγματι τους γενικούς κανόνες εφαρμογής που προβλέπονται στα άρθρα 6, παράγραφος 3, και 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 804/68·

2)

αν η επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » που αποφασίστηκε με τον επίδικο κανονισμό συγκαταλεγόταν στα μέτρα που προβλέπονται τόσο από τα άρθρα 6 και 12 του κανονισμού 804/68 όσο και από τους γενικούς κανόνες εφαρμογής.

10

Από έρευνα των εφαρμοστέων διατάξεων συνάγεται πρώτον ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς των εναγουσών, το ίδιο το Συμβούλιο θέσπισε τους γενικούς κανόνες εφαρμογής που προβλέπονται από τα άρθρα 6 και 12 του προαναφερθέντος κανονισμού 804/68.

11

Όσον αφορά καταρχάς την εφαρμογή του άρθρου 6 του κανονισμού αυτού, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Συμβούλιο εξέδωσε δύο κανονισμούς. Αφενός, ο κανονισμός 985/68, της 15ης Ιουλίου 1968, περί καθορισμού των γενικών κανόνων που διέπουν τα Κη/αρειμ^άσεως στην γ0ρά του βoυτύΡoυ και της κΡέμας γάλακτος ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ 116), όριζε την καταβολή ενίσχυσης στο βούτυρο ιδιωτικής αποθεματοποίησης καθώς και τη δυνατότητα αυξήσεως της ενίσχυσης αυτής, όταν η εξέλιξη της αγοράς έχει δυσμενή έκβαση. Αφετέρου, ο κανονισμός 750/69 του Συμβουλίου, της í cc x /. s 0 1969' περί τΡoποποι1ίσεως του προαναφερθέντος κανονισμού 985/68 (bE ειδ. έκδ. 03/004 σ. 121 ), επέτρεψε τη θέσπιση πρόσφορων μέτρων προκειμένου να οιευκολυνθει η διάθεση του βουτύρου δημόσιας αποθεματοποίησης που δεν μπορεί να διατεθεί υπό κανονικές συνθήκες.

12

Ρσον Μφορα ακολούθως την εφαρμογή του άρθρου 12 του κανονισμού 804/68, το λυμβουλιο εξέδωσε τον κανονισμό 1269/79, της 25ης Ιουνίου 1979 ( PB L 161, σ. 8 ), ο οποίος με τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4 επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεων π'ου έχουν ως προορισμό την αύξηση της κατανάλωσης βουτύρου με μείωση των τιμών στην τελική κατανάλωση.

13

Περαιτέρω πρέπει να ερευνηθεί αν η επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων », που αποφασίστηκε από τον επίδικο κανονισμό, εμπίπτει στα πλαίσια της αρμοδιότητας την οποία απένειμε το Συμβούλιο στην Επιτροπή.

14

Για να κριθεί η έκταση της εκτελεστικής αρμοδιότητας που αναγνωρίζεται καταρχήν στην Επιτροπή στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής πρέπει πρώτα να υπομνη-στει, όπως έκανε και το Δικαστήριο με την απόφαση του της 30ής Οκτωβρίου 1975 ( Rey Soda, 23/75, Jurispr. σ. 1279 ), ότι από την οικονομία της Συνθήκης, στην οποία πρέπει να ενταχθεί το άρθρο 155, καθώς και από τις ανάγκες της πρακτικής συνάγεται ότι η έννοια της εκτέλεσης πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά. Επειδή η Επιτροπή είναι η μόνη που είναι σε θέση να παρακολουθεί διαρκώς και με προσοχή την εξέλιξη των γεωργικών αγορών και να ενεργεί με την ταχύτητα που απαιτεί η κατάσταση, το Συμβούλιο μπορεί να οδηγηθεί να της αναθέσει στον τομέα αυτό ευρείες εξουσίες εκτίμησης και δράσης. Στην περίπτωση αυτή, τα όρια της αρμοδιότητας αυτής πρέπει να κριθούν ιδίως υπό το πρίσμα των ουσιωδών γενικών στόχων της οργάνωσης της αγοράς.

15

Από την άποψη αυτή η επίδικη επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » αποτελεί ειδικό μέτρο που θεσπίστηκε σε εποχή όπου είναι βέβαιο ότι είχαν δημιουργηθεί σημαντικά πλεονάσματα γαλακτοκομικών προϊόντων και είχε ως στόχο τόσο να αυξήσει την κατανάλωση και να μειώσει τα δημόσια και ιδιωτικά αποθέματα βουτύρου, όσο και να εξασφαλίσει την απαραίτητη ανακύκληση των αποθεμάτων αυτών. Μια τέτοια επιχείρηση ανταποκρίνεται στους στόχους που ορίζονται τόσο από τα άρθρα 6 και 12 του κανονισμού 804/68 όσο και από τους προαναφερθέντες κανονισμούς του Συμβουλίου, που καθόρισαν τους γενικούς κανόνες εφαρμογής.

16

Ακολούθως, δυνάμει των άρθρων 6, παράγραφος 7, και 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 804/68, η Επιτροπή ήταν αρμόδια να θεσπίσει τις λεπτομέρειες της επίδικης επιχείρησης « βούτυρο Χριστουγέννων », σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 του ίδιου κανονισμού, δηλαδή μετά γνώμη της επιτροπής διαχειρίσεως γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, πλην της περιπτώσεως που τα μέτρα δεν ήταν σύμφωνα με τη γνώμη που διατύπωσε η επιτροπή αυτή.

17

Επειδή η επιτροπή διαχειρίσεως δεν διατύπωσε καμία γνώμη μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, επί της προτάσεως που υπέβαλε εν προκειμένω η Επιτροπή, αυτή η τελευταία ήταν πράγματι αρμόδια να εκδώσει τον επίδικο κανονισμό.

18

Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

Επί του ισχυρισμού περί παραβάσεως της αρχής σταθεροποιήσεως της αγοράς

19

Από τη σχετική επιχειρηματολογία των εναγουσών εταιριών συνάγεται ότι ο ισχυρισμός αυτός χωρίζεται στην πραγματικότητα σε δύο σκέλη :

οι ενάγουσες υποστηρίζουν πρώτον ότι η Επιτροπή παραβίασε τον αντικειμενικό στόχο της σταθεροποίησης των αγορών που διατυπώνεται στο άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο γ), της Συνθήκης και στο άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003 σ. 82)·

δεύτερον, ισχυρίζονται ότι με τις επιχειρήσεις « βούτυρο Χριστουγέννων », που κατέστησαν από πολλών ετών διαρκές μέσο της κοινοτικής δράσης σε θέματα γαλακτοκομικής πολιτικής, η Επιτροπή επιθυμεί να διορθώσει τις φυσικές συνέπειες των μηχανισμών των τιμών που απορρέουν από τις κοινές οργανώσεις αγορών που θέσπισε το Συμβούλιο στον τομέα του γάλακτος και στον τομέα των λιπαρών ουσιών. Περαιτέρω, οι επιχειρήσεις « βούτυρο Χριστουγέννων » δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί στην Επιτροπή από το Συμβούλιο.

Επί τον πρώτον οκέλονς τον ισχυρισμού

20

Κατά τις ενάγουσες, οι επιχειρήσεις « βούτυρο Χριστουγέννων » προκαλούν στρεβλώσεις της αγοράς που διαταράσσουν, κατά παράβαση του άρθρου 39 της Συνθήκης, την ισορροπία των δύο αγορών του βουτύρου και της μαργαρίνης, που χαρακτηρίζονται από σχέσεις ανταγωνισμού και υποκατάστασης.

21

Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Πρέπει να υπομνηστεί σχετικά ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1973, Balkan, 5/73, Jurispr. 1091, απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1977, Roquettes Frères, 29/77, Jurispr. σ. 1835, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1984, Biovilac, 58/83, Συλλογή σ. 4057 ), κατά την επιδίωξη των διαφόρων στόχων που απαριθμούνται στο άρθρο 39 της Συνθήκης, τα κοινοτικά όργανα πρέπει να εξασφαλίζουν το διαρκή συμβιβασμό των στόχων αυτών, οι οποίοι, αν αντιμετωπιστούν χωριστά, ενδέχεται να αλληλοσυγκρουσθούν. Αν ο συμβιβασμός αυτός δεν επιτρέπει ν' απομονωθεί ένας από τους στόχους αυτούς σε σημείο που να καθιστά αδύνατη την υλοποίηση των άλλων, τα κοινοτικά όργανα μπορούν να δώσουν πρόσκαιρη προτεραιότητα στον ένα ή τον άλλο από τους στόχους αυτούς, την οποία επιβάλλουν τα γεγονότα ή οι οικονομικές συνθήκες ενόψει των οποίων τα όργανα εκδίδουν τις αποφάσεις τους.

22

Προκειμένου, ειδικότερα, να κριθεί η νομιμότητα ενός μέτρου που έχει ληφθεί στο πλαίσιο της γενικής πολιτικής στον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων, το Δικαστήριο έκρινε με την προαναφερθείσα απόφαση Biovilac ότι ένας από τους ουσιώδεις στόχους της πολιτικής αυτής είναι η διασφάλιση, σύμφωνα με το άρθο 39, παράγραφος 1, στοιχείο α), της Συνθήκης, δικαίου εισοδήματος στους γαλακτοπαραγωγούς της Κοινότητας με τον καθορισμό ενδεικτικής τιμής του γάλακτος που εξασφαλίζεται με αγορές από την παρέμβαση των κύριων προϊόντων μεταποίησης του γάλακτος και ειδικότερα του βουτύρου. Φαίνεται ότι, υπ' αυτές τις προϋποθέσεις, η Επιτροπή μπόρεσε, χωρίς να αγνοήσει το άρθρο 39, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο στόχο της εξασφάλισης δίκαιου εισοδήματος στους γαλακτοπαραγωγούς θεσπίζοντας την επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων ». Πραγματικά, μια τέτοια επιχείρηση έχει άμεση σχέση με το στόχο αυτό, εφόσον, διευκολύνοντας τη διάθεση των πλεονασμάτων που προκλήθηκαν από τους μηχανισμούς παρέμβασης και επιτρέποντας την ανανέωση του αποθεματοποιημένου βουτύρου, καθιστά δυνατή τη διατήρηση του συστήματος των τιμών παραγωγής.

23

Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης που διαπιστώθηκε στα αντίστοιχα μερίδια της αγοράς του βουτύρου και της αγοράς της μαργαρίνης στο σύνολο της κοινοτικής κατανάλωσης λιπαρών ουσιών, δεν συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου ότι μια επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » σαν την επίμαχη ήταν ικανή να προκαλέσει πραγματική και διαρκή διαταραχή της αγοράς της μαργαρίνης.

Επί τον όεντέρον σκέΑονς τον ισχνρισμον

24

Όπως τονίστηκε πιο πάνω, ο επίδικος κανονισμός έχει ως αντικειμενικούς σκοπούς, ευνοώντας τη διάθεση του αποθεματοποιημένου βουτύρου, να μειώσει τα δημόσια και τα ιδιωτικά αποθέματα και συγχρόνως να εξασφαλίσει την απαραίτητη ανακύκληση των αποθεμάτων αυτών. Οι στόχοι αυτοί αποβλέπουν μόνο στο να εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της κοινής οργάνωσης της αγοράς γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων και όχι, όπως εσφαλμένα υποστηρίζουν οι ενάγουσες, να διορθώσουν τις συνέπειες των μηχανισμών των τιμών που απορρέουν από τις κοινές οργανώσεις αγορών που θέσπισε το Συμβούλιο στον τομέα του γάλακτος και στον τομέα των λιπαρών ουσιών.

25

Η επιχειρηματολογία εξάλλου που αναπτύχθηκε προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του παραπάνω ισχυρισμού συμπίπτει με το γενικότερο ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής. Για να δοθεί συνεπώς απάντηση, αρκεί η παραπομπή σε όσα ειπώθηκαν πιο πάνω επ' αυτού.

Επί του ισχυρισμού περί παραβάσεως της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων που διατυπώνεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3 της Συνθήκης

26

Κατά τις ενάγουσες, η επίδικη επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση τόσο μεταξύ των γαλακτοπαραγωγών και των παραγωγών λιπαρών ουσιών και ελαιούχων καρπών που χρησιμεύουν για την παρασκευή της μαργαρίνης, όσο και μεταξύ των μεταποιητών γάλακτος και των παρασκευαστών μαργαρίνης, σε βάρος αυτών των τελευταίων για τους οποίους συνεπάγεται άμεσο και σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Η Επιτροπή εξάλλου δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν καθεμία από τις κοινές οργανώσεις των οικείων αγορών.

27

Είναι βέβαιο, αφενός, ότι τόσο το βούτυρο όσο και η μαργαρίνη, ως προϊόντα μεταποίησης γεωργικών προϊόντων, εμπίπτουν στην κοινή γεωργική πολιτική και, αφετέρου, ότι πρόκειται για προϊόντα ανταγωνιστικά που βρίσκονται μεταξύ τους σε μερική σχέση υποκατάστασης. Εν προκειμένω, βρίσκει πλήρη εφαρμογή το άρθρο 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2, της Συνθήκης, το οποίο ορίζει ότι η κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών « πρέπει να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών εντός της Κοινότητας ».

28

Πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 1978, Royal Scholten-Honig, συνεκδικα-σθείσες υποθέσεις 103 και 145/77, Jurispr. σ. 2037, απόφαση της 12ης Ιουλίου 1979, Ιταλία κατά Συμβουλίου, 166/78, Jurispr. σσ. 2575, 2591, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1979, Eridania, 230/78, Jurispr. σ. 2749, προαναφερθείσα απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1984, Biovilac), η απαγόρευση των διακρίσεων που διακηρύσσεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2, της Συνθήκης, ως ειδική έκφανση της γενικής αρχής της ισότητας, δεν εμποδίζει τη διαφορετική μεταχείριση ομοίων καταστάσεων, όταν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικά. Εν προκειμένω πρέπει να υπογραμμιστούν τρεις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ της αγοράς του βουτύρου και της αγοράς της μαργαρίνης.

29

Πρώτον, η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων που θεσπίστηκε με τον προαναφερθέντα κανονισμό 804/68 του Συμβουλίου, στην οποία ανήκει το βούτυρο, επινοήθηκε μέσα σε μια αλληλουχία τελείως ξεχωριστή σε σχέση με τις φυτικές λιπαρές ουσίες, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της γαλακτοκομικής παραγωγής μέσα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και των διαφορετικών συνθηκών εφοδιασμού της Κοινότητας, ανάλογα αν πρόκειται για γαλακτοκομικά προϊόντα ή για φυτικές λιπαρές ουσίες.'Ετσι, ο κανονισμός 804/68 προέβλεψε μηχανισμούς παρέμβασης και σχηματισμού τιμών διαφορετικούς από εκείνους που είχε ορίσει ο κανονισμός 136/66 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 33 ), όπως τροποποιήθηκε, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών, στον οποίο ανήκει και η μαργαρίνη. Πραγματικά, ενώ στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα του γάλακτος η ρύθμιση της αγοράς πραγματοποιείται κυρίως μέσω της τιμής παρέμβασης για το βούτυρο και το γάλα σε σκόνη, στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα των λιπαρών ουσιών η ρύθμιση στηρίζεται κυρίως σε σύστημα ενισχύσεων της παραγωγής, ενώ η παρέμβαση έχει απλώς συμπληρωματική λειτουργία.

30

Δεύτερον, η θέση των επίμαχων προϊόντων στην αντίστοιχη οργάνωση των αγορών είναι εντελώς διαφορετική. Το βούτυρο, καθώς και το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη, κατέχει θεμελιακή θέση στην κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ως στοιχείο στήριξης της αγοράς αυτής. Ο ρόλος της μαργαρίνης δεν συγκρίνεται στην κοινή οργάνωση των αγορών των λιπαρών ουσιών.

31

Τρίτον, η αγορά των λιπαρών ουσιών δεν γνωρίζει καμιά δυσκολία που να συγκρίνεται με εκείνες που πλήττουν την αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντων. Όπως τόνισε και το Δικαστήριο στην απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1979 (Stölting, 138/78, Jurispr. σ. 713 ), η κατάσταση της αγοράς γάλακτος στην Κοινότητα χαρακτηρίζεται από διαρθρωτικά πλεονάσματα βουτύρου και αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που οφείλονται στην ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης των προϊόντων αυτών. Ακολούθως, τα κοινοτικά όργανα, προκειμένου ν' αντιμετωπίσουν τις ιδιαίτερες αυτές δυσκολίες, τις οποίες διέρχεται ο τομέας των γαλακτοκομικών προϊόντων, είναι πάντως υποχρεωμένα ν' αποφύγουν την αύξηση και να διευκολύνουν τη διάθεση των ήδη δημιουργηθέντων αποθεμάτων.

32

Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών διαφορών που χαρακτηρίζουν τους νομικούς μηχανισμούς και τις οικονομικές προϋποθέσεις των οικείων αγορών, δεν μπορεί να συγκριθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκονται, αφενός, οι γαλακτοπαραγωγοί και οι παραγωγοί βουτύρου και, αφετέρου, οι παραγωγοί λιπαρών ουσιών και ελαιούχων καρπών και οι παρασκευαστές μαργαρίνης. Συνεπώς, η επίδικη επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων », η οποία εντάσσεται στην ίδια τη λειτουργία της κοινής οργάνωσης των αγορών των γαλακτοκομικών προϊόντων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει διάκριση σε βάρος των παραγωγών μαργαρίνης.

Επί του ισχυρισμού περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας

33

Οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι οι πωλήσεις του βουτύρου των Χριστουγέννων δεν είναι ούτε αναγκαίες ούτε κατάλληλες για την αύξηση της κατανάλωσης του βουτύρου και την αποφυγή της παράτασης της αποθεματοποίησης και αμφισβητούν, ενόψει τους κόστους της, τη σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα της επιχείρησης « βούτυρο Χριστουγέννων » που θεσπίστηκε με τον επίδικο κανονισμό. Υπήρχαν, εξάλλου, για την επίλυση του προβλήματος των πλεονασμάτων και των αποθεμάτων βουτύρου, λύσεις πολύ πιο αποτελεσματικές και λιγότερο επαχθείς από μέτρα όπως οι επιχειρήσεις « βούτυρο Χριστουγέννων ».

34

Σύμφωνα με πάγια νομολογία, προκειμένου ν' αποδειχθεί αν μια διάταξη κοινοτικού δικαίου συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα μέσα που τίθενται σ' εφαρμογή είναι ικανά να υλοποιήσουν τον επιδιωκόμενο στόχο και αν δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του. Εξάλλου, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 21ης Φεβρουαρίου 1979 (Stölting, όπ. π. ), ακόμα κι αν η πρόδηλη ακαταλληλότητα ενός μέτρου για το στόχο τον οποίο επιδιώκει το αρμόδιο όργανο μπορεί να θίξει τη νομιμότητα του, πρέπει ν' αναγνωριστεί στα κοινοτικά όργανα ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε θέματα κοινής γεωργικής πολιτικής, λαμβανομένων υπόψη των ευθυνών που τους αναθέτει η Συνθήκη.

35

Από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού, το κύρος του οποίου αμφισβητείται, συνάγεται εν προκειμένω ότι ο κανονισμός, με την αύξηση της κατανάλωσης βουτύρου, είχε ως στόχο όχι μόνο να μειώσει το σύνολο των αποθεμάτων βουτύρου, αλλά και να παρεμποδίσει την παράταση της αποθεματοποίησης παλαιού βουτύρου, το οποίο, μετά από ορισμένη διάρκεια, καθίσταται ακατάλληλο προς κατανάλωση και απαιτεί νέα μεταποίηση. Από τα στοιχεία του φακέλου και τις συζητήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου συνάγεται, αφενός, ότι η επίδικη επιχείρηση προκάλεσε πράγματι πρόσθετες πωλήσεις στην Κοινότητα 40000 περίπου τόνων βουτύρου, αποφεύγοντας έτσι την αποθεματοποίηση τους, και, αφετέρου, είχε ως συνέπεια καλύτερη ανακύκληση και κάποια ανανέωση των αποθεμάτων βουτύρου. Οι στόχοι αυτοί συγκαταλέγονται σ' εκείνους που εντάσσονται στο καθεστώς της παρέμβασης από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 804/68.

36

Δεν προκύπτει εξάλλου ούτε από τα στοιχεία του φακέλου ούτε από τις συζητήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι δεν διαθέτει υπό συνθήκες νομικά, οικονομικά και ψυχολογικά αποδεκτές άλλες δυνατότητες για να επιτύχει τους επιζητούμενους στόχους με πιο αποτελεσματικά και λιγότερο επαχθή μέσα, διέπραξε προφανές σφάλμα εκτιμήσεως.

37

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές και παρά το ότι πρέπει να γίνει δεκτή, όπως δέχεται και η ίδια η Επιτροπή, η περιορισμένη αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων του είδους « βούτυρο Χριστουγέννων » και η σημασία του κόστους τους για τα κοινοτικά οικονομικά, το επικρινόμενο μέτρο δεν φαίνεται να υπήρξε ακατάλληλο για την επίτευξη των επιδιωκομένων στόχων ή να βαίνει πέραν του μέτρου που ήταν αναγκαίο για να τους πετύχει. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας πρέπει ν' απορριφθεί.

Επί του ισχυρισμού ότι η επίδικη επιχείρηση « βούτυρο Χριστουγέννων » παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης άσκησης επαγγέλματος

38

Όπως τονίζει η Επιτροπή, ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε για πρώτη φορά με τα υπομνήματα απαντήσεως των εναγουσών. Κατ' εφαρμογή του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο νέος αυτός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

39

Από το σύνολο των παραπάνω σκέψεων και χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι ενστάσεις περί απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, έπεται ότι οι αγωγές πρέπει να απορριφθούν.

Επί των δικαστικών εξόδων

40

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή οι ενάγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αγωγή.

 

2)

Καταδικάζει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 

Mackenzie Stuart

Galmot

Κακούρης

Schockweiler

Koopmans

Everling

Joliét

Moitinho de Almeida

Rodriguez Iglesias

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Μαρτίου 1987.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος

Α. J. Mackenzie Stuart


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top