EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61984CJ0209

Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 1986.
Εισαγγελική Αρχή κατά Lucas Asjes και λοιπών, Andrew Gray και λοιπών, Andrew Gray και άλλων, Jacques Maillot και άλλων και Léo Ludwig και άλλων.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de police de Paris - Γαλλία.
Καθορισμός των τιμών αεροπορικών εισιτηρίων - Δυνατότητα εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΟΚ.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209 έως 213/84.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -01425

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:188

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 30ής Απριλίου 1986 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 209 έως 213/84,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του tribunal de police του Παρισιού προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Εισαγγελικής Αρχής

και

1)

Lucas Asjes και λοιπών

2)

Andrew Gray και λοιπών

3)

Andrew Gray και λοιπών

4)

Jacques Maillot και λοιπών

5)

Léo Ludwig και λοιπών,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 84, παράγραφος 2, και 85 και επομένων της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Τ. Koopmans, U. Everling και Κ. Bahlmann, προέδρους τμήματος, G. Bosco, Ο. Due, Υ. Galmot, Κ. Κακούρη και Τ. F. O'Higgins, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C Ο. Lenz

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

ο Jacques Maillot, κατηγορούμενος στην κύρια δίκη στις υποθέσεις 211, 212 και 213/84, εκπροσωπούμενος κατά την προφορική διαδικασία από τον Patrick Montier, δικηγόρο Παρισιού,

η εταιρία Nouvelles Frontières SA, αστικώς υπεύθυνη στην κύρια δίκη στις υποθέσεις 211, 212 και 213/84, εκπροσωπούμενη κατά τη γραπτή διαδικασία από το δικηγόρο Παρισιού Patrick Montier και κατά την προφορική διαδικασία από το δικηγόρο Παρισιού G. Selnet,

οι εταιρίες Compagnie nationale Air France και Koninklijke Luchtvaart Maatschappij NV ( KLM ), αστικώς υπεύθυνες στην κύρια δίκη στις υποθέσεις 212/84 και 209/84 αντιστοίχως, εκπροσωπούμενες από τον Édouard Marissens, δικηγόρο Βρυξελλών,

η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τους Gilbert Guillaume και Sophie-Caroline de Margene,

η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον Ivo Maria Braguglia, avvocato dello Stato,

η κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη κατά τη γραπτή διαδικασία από τον Ι. Verkade, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, και κατά την προφορική διαδικασία από τον κ. Bos,

η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη κατά τη γραπτή διαδικασία από τον J. R. J. Braggins του Treasury Solicitor's Department και κατά την προφορική διαδικασία από τον Τ. J. G. Pratt, επικουρούμενο από τον καθηγητή F. Jacobs,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Jean Amphoux, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Frédéric Grondman, ολλανδό δημόσιο υπάλληλο ο οποίος έχει τεθεί στη διάθεση της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής στα πλαίσια του συστήματος ανταλλαγών με τους δημοσίους υπαλλήλους των κρατών μελών,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1985,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται )

Σκεπτικό

1

Με πέντε αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 1984, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 17 Αυγούστου 1984, το tribunal de police του Παρισιού υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ερώτημα ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της εν λόγω Συνθήκης προκειμένου να μπορέσει να εξακριβώσει κατά πόσο η υποχρεωτική διαδικασία εγκρίσεως που προβλέπει το γαλλικό δίκαιο για τις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων συμβιβάζεται με τις διατάξεις αυτές.

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικών διώξεων οι οποίες ασκήθηκαν κατά των υπευθύνων αεροπορικών εταιριών και πρακτορείων ταξιδιών, κατηγορουμένων ότι εφάρμοσαν, κατά παράβαση των άρθρων L 330-3, R 330-9 και R 330-15 του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Αεροπορίας, τιμές πωλήσεως αεροπορικών εισιτηρίων οι οποίες δεν είχαν υποβληθεί προς έγκριση στον αρμόδιο επί θεμάτων πολιτικής αεροπορίας Υπουργό, ή τιμές διαφορετικές από τις εγκεκριμένες.

3

Το προαναφερθέν άρθρο L 330-3 ορίζει ότι αεροπορικές μεταφορές μπορούν να ενεργούν μόνον επιχειρήσεις που έχουν εγκριθεί από τον αρμόδιο επί θεμάτων πολιτικής αεροπορίας Υπουργό. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν να υποβάλλουν τις τιμές τους προς έγκριση στον ίδιο Υπουργό. Το άρθρο R 330-9 προσδιορίζει τα στοιχεία που θα πρέπει να προσκομίζονται προς τούτο. Κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού, οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται και ως προς τις αλλοδαπές επιχειρήσεις. Το άρθρο R 330-15 προβλέπει, για την περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων αυτών, ποινή φυλακίσεως δέκα ημερών μέχρι ενός μηνός και/ή ποινή προστίμου 600 μέχρι 1000 γαλλικών φράγκων. Έτσι, η απόφαση εγκρίσεως των τιμών που προτείνει ορισμένη αεροπορική εταιρία έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά τις τιμές αυτές υποχρεωτικές για όλους τους επιχειρηματίες που πωλούν εισιτήρια της εταιρίας αυτής για το δρομολόγιο που απετέλεσε το αντικείμενο της αιτήσεως εγκρίσεως.

4

Το tribunal de police, ενώπιον του οποίου ασκήθηκαν οι διώξεις αυτές, διερωτήθηκε κατά πόσο το σύστημα που απορρέει από τις προαναφερθείσες διατάξεις συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, στο μέτρο που, κατά τη γνώμη του tribunal, οι διατάξεις αυτές οργανώνουν συνεννοήσεις μεταξύ των εταιριών αεροπορικών μεταφορών, οι οποίες αντιβαίνουν στο εν λόγω άρθρο. Το tribunal de police απέρριψε επίσης την ένσταση, σύμφωνα με την οποία, δυνάμει του άρθρου 84, παράγραφος 2, το άρθρο 85 δεν έχει εφαρμογή στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών και έκρινε ότι η διάταξη αυτή προβλέπει απλώς ότι η οργάνωση κοινής πολιτικής στον εν λόγω τομέα θα πραγματοποιηθεί με απόφαση του Συμβουλίου, χωρίς εντούτοις να εξαιρεί τον τομέα αυτό από την εφαρμογή άλλων κανόνων της Συνθήκης όπως το άρθρο 85.

5

Υπό τις συνθήκες αυτές, το εθνικό δικαστήριο αποφάσισε να αναβάλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως και να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο « τα άρθρα L 330-3, R 330-9 και R 330-15 του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Αεροπορίας συμβιβάζονται με τον κοινοτικό κανόνα ».

6

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η εταιρία Nouvelles Frontières SA στις υποθέσεις 212 και 213/84 και οι εταιρίες Compagnie nationale Air France (Air France) και Koninklijke Luchtvaart Maatschappij NV (KLM), στις υποθέσεις 212/84 και 209/84 αντιστοίχως, δεδομένου ότι οι τρεις αυτές εταιρίες ήταν αστικώς υπεύθυνες στις κύριες δίκες, καθώς και οι κυβερνήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

7

Με Διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 1984, το Δικαστήριο αποφάσισε, δυνάμει του άρθρου 43 του κανονισμού διαδικασίας, να ενώσει και να συνεκδικάσει τις υποθέσεις προς διευκόλυνση της διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Α — Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος

8

Η Air France, η KLM και οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας προέβαλαν ορισμένες ενστάσεις ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο.

9

Η Air France και η KLM, υποστηριζόμενες από τη γαλλική κυβέρνηση, παρατηρούν, πρώτον, ότι παρέλκει η απάντηση του ερωτήματος αυτού από το Δικαστήριο, εφόσον το εθνικό δικαστήριο έχει ήδη λάβει θέση, με τις αποφάσεις περί παραπομπής, τόσο ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85 στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών όσο και ως προς την ακυρότητα, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, των συνεννοήσεων επί των τιμών που υποκρύπτονται στις τιμές που αποτελούν το αντικείμενο των διαφορών στις κύριες δίκες.

10

Θα πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της κατανομής των δικαιοδοτικών λειτουργιών μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου, την οποία θεσπίζει το άρθρο 177 της Συνθήκης, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να εκτιμήσει, εν πλήρη γνώσει της διαφοράς, το πρόσφορο των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν στο πλαίσιο της διαφοράς που του έχει υποβληθεί και την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να μπορέσει να εκδώσει ο ίδιος την απόφαση του ( βλέπε ιδίως απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1980, ONPS κατά Damiani, 53/79, Rec. σ. 273 ).

11

Η Air France και η KLM, υποστηρίζουν, δεύτερον, ότι η περιγραφή της γαλλικής νομοθεσίας, η οποία περιέχεται στις αποφάσεις περί παραπομπής, είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι το εθνικό δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις διατάξεις των διεθνών συμφωνιών που υπάρχουν επί του θέματος αυτού.

12

Καταρχάς, υπενθυμίζεται σχετικά ότι, εφόσον η προδικαστική διαδικασία που θεσπίζει το άρθρο 177 δεν έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία εθνικών νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων ( βλέπε προσφάτως απόφαση της 13ης Μαρτίου 1984, Prantl, 16/83, Συλλογή σ. 1299 ), οι ασάφειες που περιέχονται ενδεχομένως στην περιγραφή των επιμάχων εθνικών διατάξεων, στην οποία προβαίνει με την απόφαση περί παραπομπής το εθνικό δικαστήριο, δεν μπορούν να συνεπάγονται αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει επί του προδικαστικού ερωτήματος που υποβάλλει το δικαστήριο αυτό.

13

'Οσον αφορά την επίδραση που είναι δυνατό να ασκήσουν οι διεθνείς συμφωνίες σε θέματα πολιτικής αεροπορίας επί της εκτιμήσεως, από πλευράς κοινοτικού δικαίου, εθνικών διατάξεων του είδους των διατάξεων στις οποίες αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο στις υπό κρίση υποθέσεις, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ύπαρξη τέτοιων συμφωνιών δεν αποτελεί περίσταση ικανή να αφαιρέσει από το Δικαστήριο την αρμοδιότητα που του παρέχεται από το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ ως προς την ερμηνεία των προσφόρων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου.

14

Τρίτον, η Air France, η KLM και η ιταλική κυβέρνηση επισημαίνουν ότι το εθνικό δικαστήριο παραλείπει να προσδιορίσει τη διάταξη του κοινοτικού δικαίου, τη συμφωνία της οποίας με την επίμαχη γαλλική νομοθεσία θα πρέπει να εκτιμήσει το Δικαστήριο.

15

Αρκεί να παρατηρηθεί σχετικά ότι από την ανάγνωση των αποφάσεων περί παραπομπής προκύπτει ότι το ερώτημα αναφέρεται στους περί ανταγωνισμού κανόνες της Συνθήκης.

16

Επομένως, θα πρέπει να απορριφθούν οι ενστάσεις που προβάλλονται όσον αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο των υπό κρίση διαφορών.

17

Με το ερώτημα, όμως, αυτό, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ερωτάται αν και σε ποιο μέτρο αντίκειται στις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στα κράτη μέλη όσον αφορά τη διατήρηση του ελεύθερου ανταγωνισμού μέσα στην κοινή αγορά τα άρθρα 5, 3, στοιχείο στ), και 85, κυρίως παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, η εφαρμογή των διατάξεων κράτους μέλους οι οποίες θεσπίζουν, για τις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων, υποχρεωτική διαδικασία εγκρίσεως και προβλέπουν ακόμα και ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση μη τηρήσεως των κατ' αυτό τον τρόπο εγκεκριμένων τιμών, όταν διαπιστώνεται ότι οι τιμές αυτές είναι αποτέλεσμα συμφωνίας, αποφάσεως ή εναρμονισμένης πρακτικής αντίθετης προς το προαναφερθέν άρθρο 85.

Β — Επί των διεθνών κανόνων περί αεροπορικών μεταφορών

18

Για την καλύτερη τοποθέτηση της γαλλικής νομοθεσίας, στην οποία αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο, στο νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, η γαλλική κυβέρνηση, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, περιέγραψε το γενικό πλέγμα των υφισταμένων διεθνών συμφωνιών για θέματα πολιτικής αεροπορίας. Επικαλέστηκε σχετικά τη βασική σύμβαση περί διεθνούς πολιτικής αεροπορίας, η οποία υπογράφηκε στο Σικάγο στις 7 Δεκεμβρίου 1944(Recueil des traités des Nations unies, τόμος 15, σ. 295 ), καθώς και το σύνολο των λοιπών διεθνών συμφωνιών που βασίζονται στην εν λόγω σύμβαση.

19

Το άρθρο 6 της Σύμβασης του Σικάγου ορίζει ότι « δεν μπορεί να υπάρξει εκμετάλλευση διεθνούς γραμμής υπεράνω ή εντός του εδάφους συμβαλλομένου κράτους, παρά μόνο κατόπιν ειδικής αδείας ή οιασδήποτε άλλης εξουσιοδοτήσεως εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους και συμφώνως προς τους όρους της αδείας ή της εξουσιοδοτήσεως αυτής ». Η σύμβαση δεν περιέχει καμία διάταξη όσον αφορά τις τιμές των εισιτηρίων, δεδομένου ότι δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη σχετικής συμφωνίας μεταξύ των κρατών που υπέγραψαν τη σύμβαση.

20

Το προαναφερθέν άρθρο 6, το οποίο καθιερώνει την αρχή της κυριαρχίας κάθε κράτους επί του εναερίου χώρου υπεράνω του εδάφους του, οδήγησε στη σύναψη πλέγματος διμερών συμφωνιών, με τις οποίες τα κράτη επιτρέπουν την ίδρυση μίας ή περισσοτέρων αεροπορικών γραμμών μεταξύ των εδαφών τους.

21

Ορισμένες διμερείς συμφωνίες, οι οποίες συνάπτονται σύμφωνα με τα γενικευμένα πρότυπα εφαρμογής, όπως π. χ. η λεγόμενη συμφωνία των Βερμούδων II μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία συνήφθη στις 13 Ιουλίου 1977, καθορίζουν τα επιτρεπόμενα δρομολόγια, καθώς και τις στάσεις στις ενδιαφερόμενες χώρες, και προβλέπουν ότι κάθε συμβαλλόμενο κράτος ορίζει τις αεροπορικές εταιρίες που εξουσιοδοτούνται να ασκούν τα δικαιώματα που παρέχει η εν λόγω συμφωνία. Οι συμφωνίες αυτές εξασφαλίζουν ότι όλες οι εξουσιοτημένες αεροπορικές εταιρίες θα μπορούν να εκμεταλλεύονται τα δρομολόγια αυτά υπό τους αυτούς όρους. Οι συμφωνίες αυτές ορίζουν επίσης ότι οι τιμές των αεροπορικών υπηρεσιών καθορίζονται από τις εταιρίες που είναι εξουσιοδοτημένες να πραγματοποιούν τα δρομολόγια που αναφέρονται σε κάθε συμφωνία. Στη συνέχεια, οι τιμές αυτές υποβάλλονται προς έγκριση στις αρχές των συμβαλλομένων κρατών. Εντούτοις, στις διμερείς συμφωνίες του είδους αυτού, τα συμβαλλόμενα κράτη εκφράζουν την προτίμηση τους υπέρ του καθορισμού των τιμών με κοινή συμφωνία των εξουσιοδοτημένων εταιριών και υπέρ της διεξαγωγής, εφόσον είναι δυνατόν, διαπραγματεύσεων επί των τιμών στο πλαίσιο της Ενώσεως Διεθνών Αεροπορικών Μεταφορών (IATA).

22

Η IATA είναι ένωση ιδιωτικού δικαίου την οποία συνέστησαν οι εταιρίες αεροπορικών μεταφορών κατά τη συνδιάσκεψη που πραγματοποίησαν στην Αβάνα τον Απρίλιο του 1945. Μία από τις δραστηριότητες της συνίσταται στην εξασφάλιση, στις εταιρίες που εξυπηρετούν γραμμές οι οποίες βρίσκονται στην ίδια περιοχή, ενός πλαισίου, μέσα στο οποίο οι εταιρίες αυτές μπορούν να καθορίζουν συντονισμένες τιμές. Οι τιμές αυτές υποβάλλονται στη συνέχεια προς έγκριση στα ενδιαφερόμενα κράτη, κατά τις διατάξεις των διαφόρων διμερών συμφωνιών.

23

Σύστημα ανάλογο με το σύστημα των προαναφερθεισών διμερών συμφωνιών για τον καθορισμό των τιμών προβλέπεται και από την πολυμερή συμφωνία περί της εφαρμοστέας διαδικασίας για τον καθορισμό των τακτικών αεροπορικών τιμών, η οποία συνήφθη στις 10 Ιουλίου 1967 στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης και έχει επικυρωθεί από ορισμένα κράτη μέλη.

24

Η γαλλική κυβέρνηση, αφού υπενθύμισε το προπεριγραφέν διεθνές πλαίσιο, διευκρίνισε ότι σ' αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται οι γαλλικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις στις οποίες αναφέρονται οι διαφορές στις κύριες δίκες. Πάντως, η γαλλική κυβέρνηση δεν ισχυρίστηκε ότι οι ως άνω διεθνείς συμφωνίες υποχρεώνουν τα κράτη μέλη που τις έχουν υπογράψει να μην τηρούν τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΟΚ.

25

Την άποψη της γαλλικής κυβερνήσεως όσον αφορά το θέμα αυτό συμμερίζονται, κατ' ουσία, και οι λοιποί διάδικοι που κατέθεσαν παρατηρήσεις στις υπό κρίση υποθέσεις και οι οποίοι επικαλέστηκαν, και αυτοί, το διεθνές πλαίσιο που περιέγραψε η γαλλική κυβέρνηση.

26

Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι διεθνείς συμφωνίες που επικαλούνται η γαλλική κυβέρνηση και οι λοιποί διάδικοι δεν εμποδίζουν το Δικαστήριο να εξετάσει το ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο και από πλευράς των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου στις οποίες αναφέρεται το δικαστήριο αυτό.

Γ — Επί της δυνατότητας εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης στις αεροπορικές μεταφορές

27

Με το ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικατήριο, εφόσον αυτό εκληφθεί υπό την έννοια που αναφέρθηκε πιο πάνω, ζητείται να διευκρινιστεί αν το κοινοτικό δίκαιο συνεπάγεται για τα κράτη μέλη υποχρεώσεις, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης, όσον αφορά τον ανταγωνισμό στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών. Προς τούτο, είναι απαραίτητο να εξεταστεί καταρχάς αν οι κανόνες ανταγωνισμού που προβλέπει η Συνθήκη έχουν, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, εφαρμογή στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον επίμαχο τομέα.

28

Ως προς το θέμα αυτό, θα πρέπει κατά πρώτον να ληφθεί υπόψη το άρθρο 84 που αποτελεί το τελευταίο άρθρο του τίτλου VI του δευτέρου μέρους της Συνθήκης, ο οποίος αφορά τις μεταφορές.

29

Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:

« 1)

Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται στις σιδηροδρομικές, οδικές και εσωτερικές πλωτές μεταφορές.

2)

Το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει ομοφώνως, εάν, κατά ποιο μέτρο και κατά ποια διαδικασία θα είναι δυνατό να θεσπιστούν κατάλληλες διατάξεις για τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές. »

30

Με τις παρατηρήσεις τους, η εταιρία Nouvelles Frontières, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το άρθρο αυτό δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού, ειδικότερα δε του άρθρου 85, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών.

31

Αναφέρονται σχετικά στην απόφαση της 4ης Απριλίου 1974 ( Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, 167/73, Rec. σ. 359 ), με την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το άρθρο 84, παράγραφος 2, χωρίς καθόλου να αποκλείει την εφαρμογή της Συνθήκης στους τύπους μεταφορών που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, προβλέπει απλώς ότι οι ειδικοί κανόνες του τίτλου που αφορά τις μεταφορές δεν θα εφαρμόζονται αυτοδικαίως στις εν λόγω μεταφορές και ότι, επομένως, οι μεταφορές αυτές, όπως και τα λοιπά είδη μεταφορών, εξακολουθούν να υπάγονται στους γενικούς κανόνες της Συνθήκης.

32

Οι ανωτέρω υποστηρίζουν ότι μεταξύ των γενικών κανόνων της Συνθήκης περιλαμβάνονται και οι κανόνες περί ανταγωνισμού. Επομένως, οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζονται στις αεροπορικές μεταφορές, ανεξαρτήτως λήψεως οποιασδήποτε αποφάσεως εκ μέρους του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 84, παράγραφος 2.

33

Η γαλλική κυβέρνηση υποστηρίζει την αντίθετη άποψη.

34

Η εν λόγω κυβέρνηση προβάλλει το επιχείρημα ότι η λύση που προέκρινε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση αφορούσε αποκλειστικά τους κανόνες που περιέχονται στο δεύτερο μέρος της Συνθήκης περί των βάσεων της Κοινότητας και, επομένως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλόγως στους κανόνες ανταγωνισμού που περιλαμβάνονται στο τρίτο μέρος της ίδιας Συνθήκης, το οποίο αφορά την πολιτική της Κοινότητας.

35

Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 74, το οποίο αποτελεί το πρώτο άρθρο του τίτλου που αναφέρεται στις μεταφορές, « τα κράτη μέλη επιδιώκουν τους στόχους της Συνθήκης όσον αφορά το αντικείμενο του παρόντος τίτλου στο πλαίσιο κοινής πολιτικής μεταφορών ».

36

Από αυτό τούτο το γράμμα του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι οι στόχοι της Συνθήκης, συμπεριλαμβανομένου και του στόχου που αναφέρεται στο άρθρο 3, στοιχείο στ), και ο οποίος αφορά την εγκαθίδρυση καθεστώτος που να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό στην κοινή αγορά, ισχύουν επίσης και για τον τομέα των μεταφορών.

37

Κατά το άρθρο 61 της Συνθήκης, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται όχι από τις διατάξεις του κεφαλαίου που αφορά την παροχή υπηρεσιών αλλά από τις διατάξεις του τίτλου που αναφέρεται στην κοινή πολιτική των μεταφορών. Επομένως, στον τομέα των μεταφορών, ο στόχος που ορίζει το άρθρο 59 της Συνθήκης και ο οποίος συνίσταται στην κατάργηση, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, των περιορισμών της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών θα έπρεπε να έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής που προβλέπουν τα άρθρα 74 και 75.

38

Αντιθέτως, καμία άλλη διάταξη της Συνθήκης δεν εξαρτά την εφαρμογή της στον τομέα των μεταφορών από την εγκαθίδρυση κοινής πολιτικής στον εν λόγω τομέα.

39

Όσον αφορά ειδικότερα τους κανόνες ανταγωνισμού, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 77, συμβιβάζονται με τη Συνθήκη οι ενισχύσεις « που ανταποκρίνονται στις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών ή που αντιστοιχούν στην αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας ». Μια τέτοια διάταξη προϋποθέτει σαφώς ότι οι κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, στους οποίους ανήκουν οι διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων, εφαρμόζονται στον τομέα των μεταφορών ανεξάρτητα από την εγκαθίδρυση κοινής πολιτικής στον τομέα αυτό.

40

Επιβάλλεται, εξάλλου, η παρατήρηση ότι, όπου η Συνθήκη είχε την πρόθεση να εξαιρέσει ορισμένες δραστηριότητες από την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, προέβλεψε σχετικά ρητή παρέκκλιση. Αυτό συμβαίνει όσον αφορά την παραγωγή και το εμπόριο των γεωργικών προϊόντων, όπου, δυνάμει του άρθρου 42, οι κανόνες ανταγωνισμού δεν εφαρμόζονται « παρά μόνο κατά το μέτρο που ορίζεται από το Συμβούλιο το πλαίσιο των διατάξεων και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 43, παράγραφοι 2 και 3, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους του άρθρου 39 ».

41

Όσον αφορά τις μεταφορές, δεν υπάρχει διάταξη στη Συνθήκη η οποία, όπως το άρθρο 42, να αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού ή να εξαρτά την εφαρμογή αυτή από απόφαση του Συμβουλίου.

42

Θα πρέπει, επομένθρων 85 μέχρι 90, εφαρμόζονται στον τομέα των μεταφορών.

43

Όσον αφορά,ως, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, ιδιαιτέρως δε οι κανόνες των άρ ειδικότερα, τις αεροπορικές μεταφορές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 84 της Συνθήκης, όπως προκύπτει από αυτό τούτο το γράμμα του και από τη θέση που κατέχει στη Συνθήκη, αποβλέπει μόνο στον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής των άρθρων 74 και επομένων σε σχέση με τα διάφορα είδη μεταφορών, διακρίνει δε μεταξύ, αφενός, των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών, στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1, και, αφετέρου, των θαλασσίων και αεροπορικών μεταφορών, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της παραγράφου 2.

44

Όσον αφορά την εν λόγω παράγραφο 2, το Δικαστήριο διευκρίνισε, με την προαναφερθείσα απόφαση της 4ης Απριλίου 1974, ότι η διάταξη αυτή δεν έχει άλλο αντικείμενο από το να αποκλείσει, εκτός εάν υπάρξει αντίθετη απόφαση του Συμβουλίου, την εφαρμογή, στις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές, του τίτλου IV του δευτέρου μέρους της Συνθήκης, ο οποίος αφορά την κοινή πολιτική των μεταφορών.

45

Από αυτό έπεται ότι και οι αεροπορικές μεταφορές, όπως και οι λοιποί τρόποι μεταφοράς, υπάγονται στους γενικούς κανόνες της Συνθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των κανόνων ανταγωνισμού.

Δ — Επί των επιπτώσεων της απουσίας, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, κανονισμών εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης

46

Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, η Air France, η KLM, οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας και των Κάτω Χωρών, καθώς και η Επιτροπή υπογράμμισαν ότι, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, δεν έχουν, προς το παρόν, εκδοθεί οι κανονισμοί που προβλέπονται από το άρθρο 87.

47

Υπό τις περιστάσεις αυτές, στις εθνικές αρχές, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 88 της Συνθήκης, εναπόκειται, κατά την άποψη των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Ιταλίας, να εφαρμόζουν τα άρθρα 85 και 86 στον τομέα αυτό. Οι αρχές αυτές μπορούν επίσης να χορηγούν, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 85, απαλλαγές όσον αφορά την απαγόρευση της παραγράφου 1.

48

Η κυβέρνηση των Κάτω Χωρών επίσης θεωρεί ότι, ελλείψει οποιουδήποτε μέτρου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86, εναπόκειται στις εθνικές αρχές υπό την έννοια του άρθρου 88, αλλά επίσης και στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 89, να εξασφαλίσουν την τήρηση των διατάξεων αυτών. Η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν, στο πλαίσιο προδικαστικής διαδικασίας όπως η παρούσα, να διαπιστωθεί η ύπαρξη παραβάσεως.

49

Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, η απουσία των μέτρων εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 87 δεν εμποδίζει τους εθνικούς δικαστές να αποφανθούν, ενδεχομένως, επί του κατά πόσο ορισμένη συμφωνία ή πρακτική συμβιβάζεται με τους κανόνες ανταγωνισμού, δεδομένου ότι οι κανόνες αυτοί παράγουν αποτελέσματα.

50

Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομοφώνως κατά τα τρία πρώτα έτη από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης, ή με ειδική πλειοψηφία εφόσον έχει παρέλθει το χρονικό αυτό διάστημα, « εκδίδει τους αναγκαίους κανονισμούς ή οδηγίες για την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στα άρθρα 85 και 86 ». Όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25 ), η θέσπιση αυτών των κανονισμών ή οδηγιών είναι απαραίτητη « για την εγκαθίδρυση ενός συστήματος που να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό στο πλαίσιο της κοινής αγοράς » και προκειμένου να « ληφθεί μέριμνα για την ομοιόμορφη εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 στα κράτη μέλη ».

51

Εντούτοις, παρά τη σχετική πρόταση που διετύπωσε η Επιτροπή (ΕΕ 1982, C 78, σ. 2), το Συμβούλιο δεν έχει, μέχρι σήμερα, θεσπίσει κανονισμούς του είδους αυτού, οι οποίοι να εφαρμόζονται στις αεροπορικές μεταφορές. Πράγματι, δυνάμει του κανονισμού 141 της 26ης Νοεμβρίου 1962 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 30), ο κανονισμός 17 δεν εφαρμόζεται στον τομέα αυτό, έκτοτε δε σχετικοί κανονισμοί έχουν θεσπιστεί μόνο για τις σιδηροδρομικές, οδικές και εσωτερικές πλωτές μεταφορές ( βλ. κανονισμό 1017/68 της 19ης Ιουλίου 1968, ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 86 ).

52

Ελλείψει των κανονισμών που προβλέπονται από το άρθρο 87 της Συνθήκης, εξακολουθούν να εφαρμόζονται τα άρθρα 88 και 89.

53

Κατά το πρώτο από τα άρθρα αυτά, « μέχρις ενάρξεως της ισχύος των διατάξεων που θα θεσπιστούν κατ' εφαρμογή του άρθρου 87, οι αρχές των κρατών μελών αποφασίζουν σχετικά με το επιτρεπτό των συμφωνιών, αποφάσεων και περιπτώσεων εναρμονισμένης πρακτικής, καθώς και με την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως εντός της κοινής αγοράς, σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας τους και με τις διατάξεις των άρθρων 85, ιδίως παράγραφος 3, και 86 ».

54

Το άρθρο αυτό επιβάλλει, επομένως, στις « αρχές των κρατών μελών » την υποχρέωση να εφαρμόζουν τα άρθρα 85, ιδίως παράγραφος 3, και 86, εφόσον δεν έχουν θεσπιστεί οι προβλεπόμενοι από το άρθρο 87 κανονισμοί.

55

Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1974 ( BRT, 127/73, Rec. σ. 51 ), με τους όρους «αρχές των κρατών μελών», που αναφέρονται στο άρθρο 88, νοούνται είτε οι διοικητικές αρχές οι οποίες είναι επιφορτισμένες, στα περισσότερα κράτη μέλη, με την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού υπό τον έλεγχο της νομιμότητας τον οποίο ασκούν τα αρμόδια δικαστήρια, είτε, σε άλλα κράτη μέλη, τα δικαστήρια στα οποία έχει ειδικά ανατεθεί η ίδια αποστολή.

56

Υπ' αυτή την έννοια, οι όροι « αρχές των κρατών μελών » στο άρθρο 88 δεν καλύπτουν τα ποινικά δικαστήρια, αποστολή των οποίων είναι η καταστολή των παραβάσεων του νόμου.

57

Από τη δικογραφία των υπό κρίση υποθέσεων προκύπτει ότι όσον αφορά τις συνεννοήσεις επί των τιμών, οι οποίες υποκρύπτονται στις ποινικές διώξεις που αποτελούν το αντικείμενο των διαφορών στις κύριες δίκες, δεν υπήρξε καμία απόφαση η οποία να έχει ληφθεί, δυνάμει του άρθρου 88, από τις αρμόδιες γαλλικές αρχές και η οποία να αποβλέπει στην εξέταση του επιτρεπτού των συμφωνιών αυτών ενόψει των γαλλικών διατάξεων περί ανταγωνισμού καθώς και του άρθρου 85, ιδίως παράγραφος 3. Η ίδια η γαλλική κυβέρνηση απέκλεισε την περίπτωση να θεωρηθεί ότι μια τέτοια απόφαση εμπεριέχεται στην απόφαση περί εγκρίσεως, η οποία ελήφθη όσον αφορά τις εν λόγω τιμές.

58

Όσον αφορά το άρθρο 89, η διάταξη αυτή ρυθμίζει τις εξουσίες της Επιτροπής κατά την περίοδο πριν από την έναρξη της ισχύος των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 87. Οι εξουσίες αυτές συνίστανται στην ευχέρεια εξετάσεως, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή αυτεπαγγέλτως, « των περιπτώσεων εικαζομένων παραβάσεων των ... αρχών » που καθορίζουν τα άρθρα 85 και 86 καθώς και, σε περίπτωση διαπιστώσεως παραβάσεως, στην ευχέρεια προτάσεως « των καταλλήλων μέτρων για τον τερματισμό της ». Για την περίπτωση κατά την οποία δεν θα υπάρξει τερματισμός των παραβάσεων, η παράγραφος 2 του άρθρου 89 παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να βεβαιώσει την παράβαση « με αιτιολογημένη απόφαση », η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δημοσιεύσεως, και να επιτρέψει στα κράτη μέλη « να λάβουν τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, των οποίων καθορίζει τους όρους και τις λεπτομέρειες ».

59

Πάντως, η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ότι άσκησε, ως προς τις επίμαχες συνεννοήσεις επί των τιμών, τις εξουσίες που τις παρέχει το άρθρο 89 και ειδικότερα την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού και η οποία συνίσταται στη βεβαίωση, με αιτιολογημένη απόφαση, της υπάρξεως παραβάσεως του άρθρου 85.

60

Υπό τις περιστάσεις αυτές, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν, ελλείψει κανονισμών ή οδηγιών που να έχουν θεσπιστεί από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 87, το οποίο εφαρμόζεται στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των αρχών των κρατών μελών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 88, έχουν παρά ταύτα την εξουσία να βεβαιώνουν, στο πλαίσιο διαφορών όπως αυτές που αποτελούν το αντικείμενο στις κύριες δίκες, ότι ορισμένη συνεννόηση επί των τιμών μεταξύ αεροπορικών εταιριών αντίκειται στο άρθρο 85, έστω και όταν η συνεννόηση αυτή δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ούτε αποφάσεως η οποία να έχει ληφθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές δυνάμει του άρθρου 88, ούτε αποφάσεως της Επιτροπής κατ' εφαρμογή του άρθρου 89, ιδίως παράγραφος 2.

61

Υπενθυμίζεται σχετικά ότι, όπως ανέφερε το Δικαστήριο στην απόφαση της 6ης Απριλίου 1962 ( Bosch, 13/61, Rec. σ. 91 ), « τά άρθρα 88 και 89 δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν πλήρη και ολοσχερή εφαρμογή του άρθρου 85, ούτως ώστε από την ύπαρξη τους και μόνο να μπορεί να συναχθεί ότι το άρθρο 85 έχει παράγει, ήδη από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης, πλήρη αποτελέσματα ».

62

Στην πραγματικότητα, το άρθρο 88 προβλέπει τη λήψη αποφάσεως από τις εθνικές αρχές όσον αφορά το παραδεκτό των συμπράξεων μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι συμπράξεις αυτές έχουν υποβληθεί προς έγκριση από τις αρχές αυτές στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού το οποίο ισχύει στη χώρα τους. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με το άρθρο 89, η Επιτροπή, ενώ έχει εξουσία να βεβαιώνει ενδεχόμενες παραβάσεις των άρθρων 85 και 86, δεν είναι αρμόδια για τη χορήγηση απαλλαγών κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 3.

63

Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι μία σύμπραξη είναι δυνατό να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85 δεν αρκεί για να θεωρηθεί άνευ άλλου τινός ότι απαγορεύεται από την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου και ότι είναι, επομένως, αυτοδικαίως άκυρη βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου.

64

Πράγματι, το συμπέρασμα αυτό θα αντέβαινε στη γενική αρχή της ασφαλείας του δικαίου — κανόνος δικαίου ο οποίος, όπως αναγνώρισε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση της 6ης Απριλίου, θα πρέπει να τηρείται κατά την εφαρμογή της Συνθήκης — εφόσον θα είχε ως αποτέλεσμα να θεωρούνται απαγορευμένες και αυτοδικαίως άκυρες ορισμένες συμφωνίες ήδη προτού καταστεί δυνατό να διαπιστωθεί κατά πόσο στις συμφωνίες αυτές έχει εφαρμογή το σύνολο του άρθρου 85.

65

Αντιθέτως, θα πρέπει να γίνει δεκτό, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Απριλίου 1962, ότι, μέχρι την έναρξη της ισχύος κανονισμού ή οδηγίας εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 κατά την έννοια του άρθρου 87, η απαγόρευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 85, καθώς και η αυτοδίκαιη ακυρότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ισχύουν μόνο όσον αφορά συμφωνίες και αποφάσεις, τις οποίες οι αρχές των κρατών μελών έχουν κρίνει, βάσει του άρθρου 88, ως εμπίπτουσες στο άρθρο 85, παράγραφος 1, και ως μη δικαιολογούσες άρση της απαγορεύσεως υπό την έννοια της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ή ως προς τις οποίες η Επιτροπή έχει προβεί στη βεβαίωση που προβλέπει το άρθρο 89, παράγραφος 2.

66

Η Επιτροπή υποστηρίζει, πάντως, ότι οι αρχές που απορρέουν από την προαναφερθείσα απόφαση της 6ης Απριλίου 1962 δεν μπορούν να επεκταθούν και στις συμπράξεις στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών. Πράγματι, κατά την άποψη της Επιτροπής, οι περιστάσεις τις οποίες αφορά η απόφαση αυτή, όπως π.χ. το γεγονός ότι πρόκειται για συμφωνίες που είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης και οι οποίες έπρεπε να κοινοποιηθούν βάσει του άρθρου 5 του,κανονισμού 17, καθώς και η ύπαρξη του εν λόγω κανονισμού κατά την εποχή της εκδικάσεως της υποθέσεως, δεν συντρέχουν όσον αφορά τις συμπράξεις στον επίμαχο τομέα.

67

Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Οι κανόνες που συνάγονται από την προαναφερθείσα απόφαση της 6ης Απριλίου 1962 παραμένουν ισχυροί εφόσον δεν έχει εκδοθεί κανένας κανονισμός και καμία οδηγία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 87, και εφόσον, κατά συνέπεια, δεν έχει κινηθεί καμία διαδικασία προς εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3.

68

Θα πρέπει να συναχθεί, επομένως, το συμπέρασμα ότι, ελλείψει αποφάσεως η οποία να έχει ληφθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές βάσει του άρθρου 88 και η οποία να διαπιστώνει ότι ορισμένη συνεννόηση επί των τιμών μεταξύ αεροπορικών εταιριών απαγορεύεται από το άρθρο 85, παράγραφος 1, και δεν μπορεί να εξαιρεθεί από την απαγόρευση αυτή κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ή ελλείψει αποφάσεως η οποία να προέρχεται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 89, παράγραφος 2, και η οποία να περιέχει βεβαίωση περί του ότι η συνεννόηση αυτή συνιστά παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, ένα εθνικό δικαστήριο, όπως αυτό που υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων, δεν μπορεί να προβεί αυτογνωμόνως στη διαπίστωση ότι η επίδικη συνεννόηση επί των τιμών είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 85, παράγραφος 1.

69

Επιβάλλεται, εντούτοις, η διευκρίνιση ότι, εν αναμονή της ρυθμίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 87, η οποία να εφαρμόζεται στον επίδικο τομέα, αν υπάρξει διαπίστωση του είδους αυτού, είτε με πρωτοβουλία των εθνικών αρχών δυνάμει του άρθρου 88, είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής κατ' εφαρμογή του άρθρου 89, παράγραφος 2, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να συναγάγουν όλες τις συνέπειες και, ιδίως, να αποφανθούν, δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 2, ότι οι συνεννοήσεις επί των τιμών που αποτελούν το αντικείμενο της διαπιστώσεως αυτής είναι αυτοδικαίως άκυρες.

E — Επί της συμφωνίας των εθνικών διαδικασιών εγκρίσεως των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων με το κοινοτικό δίκαιο

70

Στη συνέχεια θα πρέπει να εξεταστεί αν και κατά πόσο αντιβαίνει τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, στοιχείο στ), και 85, η εφαρμογή εθνικών διατάξεων του είδους των διατάξεων που αναφέρει το εθνικό δικαστήριο, οι οποίες θεσπίζουν, για τις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων, υποχρεωτική διαδικασία εγκρίσεως και προβλέπουν ακόμα και ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση μη τηρήσεως των κať αυτό τον τρόπο εγκεκριμένων τιμών, όταν, ελλείψει κανονισμού ή οδηγίας κατά την έννοια του άρθρου 87 της εν λόγω Συνθήκης, διαπιστώνεται, κατά τους τύπους και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 88 ή στο άρθρο 89, παράγραφος 2, ότι οι τιμές αυτές είναι αποτέλεσμα συμφωνίας, αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής αντίθετης προς το προαναφερθέν άρθρο 85.

71

Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, ναι μεν τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης αφορούν τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και όχι τα νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα των κρατών μελών, η Συνθήκη όμως επιβάλλει στα κράτη μέλη να μη θεσπίζουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα ικανά να εξαλείψουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών ( απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1977, Inno, 13/77, Rec. σ. 2115).

72

Αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν ένα κράτος επιβάλλει ή ευνοεί τη δημιουργία συμπράξεων οι οποίες αντιβαίνουν στο άρθρο 85, ή ενισχύει τα αποτελέσματά τους.

73

Κατά την Air France, την KLM και τη γαλλική κυβέρνηση, οι συνεννοήσεις επί των τιμών μεταξύ αεροπορικών εταιριών δεν οφείλονται στην ύπαρξη υποχρεωτικής διαδικασίας εγκρίσεως των τιμών, όπως αυτής που ισχύει στη Γαλλία, αλλά απορρέουν από αποφάσεις τις οποίες έχουν λάβει τελείως ανεξάρτητα οι εταιρίες των διαφόρων κρατών, στο πλαίσιο της IATA ή σε παρεμφερές πλαίσιο.

74

Αντιθέτως, κατά την άποψη της κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, αν οι εθνικές διατάξεις περί εγκρίσεως των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων δεν συνιστούν, αυτές καθαυτές, μέτρο το οποίο υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να παραβούν τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από το άρθρο 85, δεν συμβαίνει το ίδιο όταν οι εθνικές αρχές αξιώνουν από τις εταιρίες να τους υποβάλλουν μόνο τιμές τις οποίες να έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους, π.χ. στο πλαίσιο της IATA, και αρνούνται την έγκριση τιμών που υποβάλλονται μεμονωμένα.

75

Παρατηρείται σχετικά ότι η εκτίμηση, από πλευράς κοινοτικού δικαίου, της εφαρμογής εθνικών διατάξεων του είδους των διατάξεων που αναφέρει το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να γίνεται λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των τιμών που αποτελούν το αντικείμενο της εγκρίσεως και του κατά πόσο οι τιμές αυτές συμβιβάζονται με το κοινοτικό δίκαιο.

76

Όταν οι συνεννοήσεις με τις οποίες έχουν καθοριστεί οι τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων έχουν αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών αρχών υπό την έννοια του άρθρου 88 ή εκ μέρους της Επιτροπής υπό την έννοια του άρθρου 89, παράγραφος 2, με την οποία διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω συνεννοήσεις δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 85, αντίκειται στις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τον ανταγωνισμό η έγκριση των τιμών αυτών και η ενίσχυση, κατά τον τρόπο αυτό, των αποτελεσμάτων τους.

77

Επομένως, στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο προσήκει η απάντηση ότι αντίκειται στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε συνδυασμό με τά άρθρα 3, στοιχείο στ), και 85, κυρίως παράγραφος 1, της ίδιας Συνθήκης, η έγκριση των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων και, ως εκ τούτου, η ενίσχυση των αποτελεσμάτων τους όταν, ελλείψει κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία να έχει θεσπιστεί από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 87, διαπιστώνεται, κατά τους τύπους και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 88 ή στο άρθρο 89, παράγραφος 2, ότι οι τιμές αυτές είναι αποτέλεσμα συμφωνίας, αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής αντίθετης προς το άρθρο 85.

Επί των δικαστικών εξόδων

78

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας, των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 1984, το tribunal de police του Παρισιού αποφαίνεται:

 

Αντίκειται στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, στοιχείο στ), και 85, κυρίως παράγραφος 1, της ίδιας Συνθήκης, η έγκριση των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων και, ως εκ τούτου, η ενίσχυση των αποτελεσμάτων τους όταν, ελλείψει κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία να έχει θεσπιστεί από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 87, διαπιστώνεται, κατά τους τύπους και τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 88 ή στο άρθρο 89, παράγραφος 2, ότι οι τιμές αυτές είναι αποτέλεσμα συμφωνίας, αποφάσεως ενώσεως επιχειρήσεων ή εναρμονισμένης πρακτικής αντίθετης προς το άρθρο 85.

 

Mackenzie Stuart

Koopmans

Everling

Bahlmann

Bosco

Due

Galmot

Κακούρης

O'Higgins

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Απριλίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος

Α. J. Mackenzie Stuart


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top