This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61984CJ0205
Judgment of the Court of 4 December 1986. # Commission of the European Communities v Federal Republic of Germany. # Freedom to provide services - Insurance. # Case 205/84.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Δεκεμβρίου 1986.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Ασφάλιση.
Υπόθεση 205/84.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Δεκεμβρίου 1986.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Ασφάλιση.
Υπόθεση 205/84.
Συλλογή της Νομολογίας 1986 -03755
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:463
ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ
στην υπόθεση 205/84 ( *1 )
Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία
1. |
Οι κατωτέρω οδηγίες εναρμονίσεως έχουν ως αντικείμενο τον τομέα της πρωτασφάλισης.
Αντίθετα, οι πράξεις συνασφαλίσεως που δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις αυτές ή αφορούν κινδύνους άλλους εκτός των απαριθμούμενων στο άρθρο 1 ( στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνονται οι ασφαλίσεις ζωής ) « συνεχίζουν να υπόκεινται στις εθνικές νομοθεσίες που υφίστανται κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος της παρούσης οδηγίας » ( άρθρο 2, παράγραφος 2 ). Η θέσπιση του άρθρου 2, παράγραφος 1, αποτελεί την αιτία της ακόλουθης δήλωσης που περιλαμβάνεται στα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου της 23ης Μαΐου 1978: « Το Συμβούλιο τονίζει ότι η θέσπιση της παρούσας οδηγίας, και ιδίως του άρθρου της 2, παράγραφος 1, ουδόλως προδικάζει την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στις αποφάσεις του Δικαστηρίου όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (υπόθεση 33/74, Van Binsbergen, Rec. 1974, σ. 1299). Το κείμενο αυτό ουδόλως θίγει τις εθνικές διατάξεις περί της εγκαταστάσεως του κύριου ασφαλιστή οι οποίες πρέπει να εκτιμώνται βάσει της Συνθήκης και, ενδεχομένως, σε τελευταίο στάδιο από το Δικαστήριο. » Η ευχέρεια συμμετοχής σε κοινοτική συνασφάλιση των εδρευουσών σε κράτος μέλος επιχειρήσεων, οι οποίες υπόκεινται στις διατάξεις της οδηγίας 73/239 και τις πληρούν, δεν μπορεί να εξαρτάται από διατάξεις άλλες εκτός από αυτές της οδηγίας 78/473 (άρθρο 3). Οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες της κοινοτικής συνασφάλισης αποτελούν το αντικείμενο των εξής ιδίως διατάξεων: «Άρθρο 4 1) Το ύψος των τεχνικών αποθεματικών προσδιορίζεται από τους διάφορους συνασφαλιστές σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένοι ή, ελλείψει αυτών, σύμφωνα με την εν χρήσει πρακτική στο κράτος αυτό. Πάντως το αποθεματικό προς πληρωμή των ατυχημάτων είναι τουλάχιστον ίσο προς το αποθεματικό που καθορίζεται από τον κύριο ασφαλιστή σύμφωνα με τους κανόνες ή την πρακτική του κράτους, στο οποίο αυτός είναι εγκατεστημένος. 2) Τα τεχνικά αποθεματικά τα οποία συνιστώνται από τους διάφορους συνασφαλιστές αντιπροσωπεύονται από αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία. Ως προς τον κανόνα πάντως της αντιστοιχίας δύνανται να παραχωρούνται διευκολύνσεις από τα κράτη μέλη, στα οποία είναι εγκατεστημένοι οι συνασφαλιστές, για να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της χρηστής διαχειρίσεως των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα περιουσιακά στοιχεία ευρίσκονται είτε στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένοι οι συνασφαλιστές είτε στο κράτος μέλος που είναι εγκατεστημένος ο κύριος ασφαλιστής, κατ' επιλογή των ασφαλιστών. Άρθρο 5 Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι συνασφαλι-στές, που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους, να διαθέτουν στατιστικά στοιχεία που αποκαλύπτουν τη σπουδαιότητα των πράξεων κοινοτικής συνασφαλίσεως καθώς και τις ενδιαφερόμενες χώρες. Άρθρο 6 Οι αρχές ελέγχου των κρατών μελών συνεργάζονται στενά για την εφαρμογή της παρούσης οδηγίας και διαβιβάζουν η μία στην άλλη κάθε απαραίτητη πληροφορία για το σκοπό αυτό. » Εξάλλου, η οδηγία 78/473 προβλέπει στενή συνεργασία μεταξύ Επιτροπής και ελεγκτικών αρχών των κρατών μελών (άρθρο 8): « Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται στενά με σκοπό την εξέταση των δυσκολιών που θα ηδύναντο να προκύψουν κατά την εφαρμογή της παρούσης οδηγίας. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, εξετάζεται ιδίως κάθε πρακτική που θα αποκάλυπτε ενδεχομένως ότι καταστρατηγείται το αντικείμενο των διατάξεων της παρούσης οδηγίας και ιδίως του άρθρου 1, παράγραφος 2, καθώς και του άρθρου 2 είτε διότι ο κύριος ασφαλιστής δεν παίζει πλέον το ρόλο που του ανατίθεται στην πρακτική της συνασφαλίσεως, είτε διότι οι κίνδυνοι δεν απαιτούν εμφανώς για την εγγύηση τους τη συμμετοχή πολλών ασφαλιστών. » Τέλος, η οδηγία αυτή, σύμφωνα με τις τέσσερις πρώτες αιτιολογικές της σκέψεις, εκδόθηκε ιδίως: « εκτιμώντας ότι η αποτελεσματική άσκηση της δραστηριότητας της κοινοτικής συνασφαλίσεως πρέπει να διευκολυνθεί με ένα ελάχιστο συντονισμού, ώστε να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού Kat οι ανισότητες μεταχειρίσεως, χωρίς να θιγεί το καθεστώς ελευθερίας που υφίσταται σε πολλά κράτη μέλη εκτιμώντας ότι ο συντονισμός αυτός αναφέρεται στις εργασίες συνασφαλίσεως που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από οικονομικής απόψεως, δηλαδή εκείνες που, από τη φύση ή τη σπουδαιότητα τους, μπορούν να καλύπτονται από τη διεθνή συνασφάλιση· εκτιμώντας ότι η παρούσα οδηγία συνιστά έτσι ένα πρώτο βήμα για το συντονισμό όλων των εργασιών, που μπορούν να ασκηθούν ως ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ότι αυτό είναι άλλωστε και το αντικείμενο της προτάσεως ( της ) δεύτερης οδηγίας του Συμβουλίου περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικών με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και περί καθορισμού των διατάξεων που προορίζονται να διευκολύνουν την αποτελεσματική άσκηση της ελευθέρας παροχής υπηρεσιών... εκτιμώντας ότι ο κύριος ασφαλιστής είναι περισσότερο κατάλληλος από τους άλλους συνασφαλιστές για την εκτίμηση των ασφαλιστικών ζημιών και τον καθορισμό του ελαχίστου ύψους των αποθεματικών για πληρωμή ασφαλιστικών ζημιών ». Η εν λόγω πρόταση δεύτερης οδηγίας, όπως τροποποιήθηκε το Φεβρουάριο του 1978 ύστερα από γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αποσκοπεί στη θέσπιση συγκεκριμένων διατάξεων που μπορούν να διευκολύνουν την αποτελεσματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για τις επιχειρήσεις και κλάδους ασφαλίσεων που αφορά η προαναφερθείσα οδηγία 73/239, ιδίως όσον αφορά τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, των εφαρμοστέων επί των ασφαλιστικών συμβάσεων κανόνων και τον έλεγχο των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι έχει πραγματοποιηθεί αισθητή πρόοδος όσον αφορά ορισμένα σημεία, και συγκεκριμένα τον καθορισμό των μείζονος σημασίας κινδύνων, την επιλογή της εφαρμοστέας νομοθεσίας, τις υποχρεωτικές ασφαλίσεις και τις διαδικασίες αναλήψεως και ασκήσεως δραστηριοτήτων αντίστοιχα για τους μείζονος σημασίας κινδύνους και τους κινδύνους μαζικού χαρακτήρα. Εξάλλου, άλλα περισσότερο τεχνικής φύσεως ζητήματα, όπως παραδείγματος χάρη ot διατάξεις σχετικά με τις μεταφορές αξιογράφων ή τον υπολογισμό των τεχνικών αποθεματικών, εξακολουθούν να τελούν πάντοτε υπό εξέταση. Επιπλέον, παρά τις σχετικές συζητήσεις δεν κατορθώθηκε μέχρι τώρα να εξευρεθεί μια ομόφωνα αποδεκτή λύση όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με την αντιστοιχία ή με τον τρόπο μεταχειρίσεως ορισμένων ασφαλίσεων. Το ίδιο συμβαίνει όσον αφορά τα δημοσιονομικά προβλήματα (μέθοδοι εισπράξεως φόρων και τρόποι ελέγχου ). Τέλος, το ζήτημα της χάραξης, στο πλαίσιο του τομέα της πρωτασφάλισης, διαχωριστικής γραμμής μεταξύ της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της εγκατάστασης, εξακολουθεί να παραμένει αντικείμενο συγκρουόμενων απόψεων. |
2. |
Στην Ομοοπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων και των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος, υπόκεινται στις διατάξεις του νόμου περί του ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ( του « Versicherungsaufsichtsgesetz », εφεξής: VAG ), όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με το δέκατο τέταρτο τροποποιητικό νόμο της 29ης Μαρτίου 1983 ( BGBl. Ι, σ. 377 ), προκειμένου να γίνει η μεταφορά της οδηγίας 78/473 στην εσωτερική έννομη τάξη. Από το άρθρο 105, παράγραφος 1, του VAG προκύπτει ότι οι αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που προτίθενται να πραγματοποιήσουν, μέσω αντιπροσώπων, εντολοδόχων, πρακτόρων ή άλλων μεσαζόντων, πράξεις πρωτα-σφαλίσεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία πρέπει να έχουν λάβει άδεια των διοικητικών αρχών. Εξάλλου, από το άρθρο 106, παράγραφος 2, του VAG προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις οφείλουν να δημιουργήσουν μια « εγκατάσταση » στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία και «να έχουν διαθέσιμα όλα τα εμπορικά έγγραφα που αφορούν την εγκατάσταση αυτή », για τη δραστηριότητα της οποίας πρέπει να τηρούνται τα κατάλληλα λογιστικά βιβλία. Το άρθρο 111 του VAG προβλέπει εξαιρέσεις από τις διατάξεις αυτές,
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 144, στοιχείο α), παράγραφος 1, του VAG, κάθε πρόσωπο που συνάπτει (ή προτείνει τη σύναψη ), εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σύμβαση ασφαλίσεως για επιχείρηση που δεν διαθέτει την απαιτούμενη για τη διενέργεια τέτοιων ασφαλιστικών πράξεων άδεια διαπράττει αξιόποινη πράξη. |
3. |
Η Επιτροπή, θεωρώντας ότι η προεκτεθείσα γερμανική ρύθμιση ήταν αντίθετη προς τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης και την οδηγία 78/473, απηύθυνε, βάσει του άρθρου 169, παράγραφος 1, της Συνθήκης, στις 29 Σεπτεμβρίου 1983, έγγραφη όχληση προς την ομοσπονδιακή γερμανική κυβέρνηση. Στο σχετικό έγγραφο, η Επιτροπή παρατήρησε ιδίως ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του VAG, οι αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που θέλουν να ασκήσουν δραστηριότητες πρω-τασφαλίσεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας χρειάζονται άδεια και οφείλουν να διαθέτουν εγκατάσταση στο κράτος αυτό. Από τα προηγούμενα προκύπτει, πρώτον, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον δεν ασκούν αποκλειστικά ασφαλιστικές δραστηριότητες στον τομέα των μεταφορών, αποκλείονται από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η δεύτερη συνέπεια συνίσταται στο ότι δεν επιτρέπεται στους μεσίτες ασφαλειών που δρουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία να προτείνουν σε ασφαλισμένους που κατοικούν στη χώρα αυτή συμβάσεις πρωτασφαλίσεως με ασφαλιστές μη εγκατεστημένους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία και εδρεύοντες σε άλλο κράτος μέλος. Εξάλλου, η Επιτροπή επέκρινε το ότι, σύμφωνα με το άρθρο 111, παράγραφος 2, σημείο 3, του VAG, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που εδρεύουν σε κράτος μέλος μπορούν να συμμετέχουν στη συνασφάλιση για κινδύνους ευρισκόμενους εντός της Κοινότητας μόνο στην περίπτωση που ο κύριος ασφαλιστής έχει λάβει άδεια να καλύπτει, επίσης μόνος του, τέτοιους κινδύνους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δηλαδή εφόσον είναι εγκατεστημένος εκεί και έχει λάβει σχετική άδεια. Τέλος, η Επιτροπή επέκρινε το άρθρο 111, παράγραφος 3, σημείο 2, του VAG, το οποίο εξουσιοδοτεί τον ομοσπονδιακό Υπουργό Οικονομικών να θεσπίζει διατάξεις σχετικές με το μέγεθος των κινδύνων που μπορούν να καλύπτονται από την κοινοτική συνασφάλιση. Σχετικά, η Επιτροπή επέκρινε τα υψηλά κατώτατα όρια ασφαλιστικού ποσού που ορίστηκαν με την προαναφερθείσα εγκύκλιο της 31ης Μαΐου 1981 του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ελέγχου Ασφαλίσεων. Με την από 12 Δεκεμβρίου 1983 απάντηση της, η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση υποστήριξε, ιδίως, ότι τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης συνεπάγονται ως μόνη υποχρέωση αρχής το να μη τυγχάνουν οι αλλοδαπές επιχειρήσεις δυσμενούς μεταχειρίσεως και ότι η γερμανική ρύθμιση λαμβάνει υπόψη την απαίτηση αυτή, αφού η υποχρέωση λήψεως αδείας ισχύει τόσο για τους γερμανούς όσο και για τους αλλοδαπούς ασφαλιστές. Η υποχρέωση αυτή δικαιολογείται επίσης από λόγους γενικού συμφέροντος, διότι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπόκειται σε έλεγχο το σύνολο της εμπορικής δραστηριότητας του ασφαλιστή και όχι μόνο συγκεκριμένες πλευρές της, όπως η οικονομική επιφάνεια. Σύμφωνα με τη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η άδεια που χορηγείται στους ασφαλιστές δεν έχει την ίδια αξία στα διάφορα κράτη μέλη, ενώ η μεταξύ των κρατών αυτών συνεργασία, όπως υπογραμμίζεται και στην οδηγία 73/239, δεν έχει ακόμα προχωρήσει αρκετά. Τέλος, όσον αφορά την οδηγία 78/473, πρέπει να επιλυθεί πρώτα το πρόβλημα της υποχρεώσεως λήψεως αδείας και εγκαταστάσεως, η δε οδηγία θα στερούνταν νοήματος στην περίπτωση που ο ασφαλιστής δεν είχε πλέον την υποχρέωση να λάβει άδεια στη χώρα του ασφαλιζόμενου κινδύνου. Στη συνέχεια, στις 17 Απριλίου 1984, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, την προβλεπόμενη στο άρθρο 169, παράγραφος 1, της Συνθήκης αιτιολογημένη γνώμη, καλώντας την να συμμορφωθεί εντός δύο μηνών. Στη γνώμη αυτή, η Επιτροπή υποστήριξε ιδίως ότι, ως προς τις υπηρεσίες στον τομέα των ασφαλίσεων, οι υποχρεώσεις εγκαταστάσεως (άρθρο 106 του VAG) και λήψεως αδείας (άρθρο 105 του VAG ) είναι, όσον αφορά τόσο τον πρωτασφα-λιστή όσο και τον κύριο ασφαλιστή στο πλαίσιο της συνασφάλισης, ασυμβίβαστες προς το άρθρο 59 της Συνθήκης. Ομοίως, η διάταξη του άρθρου 111, παράγραφος 2, σημείο 3, του VAG, με την οποία επιβάλλεται περιορισμός στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών, είναι ασυμβίβαστη προς την οδηγία 78/473. Τέλος, τα υψηλά κατώτατα όρια ασφαλιστικού ποσού που ορίζει η εγκύκλιος της 31ης Μαΐου 1981 του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ελέγχου Ασφαλίσεων έχουν ως αποτέλεσμα ώστε οι σχετικές με την κοινοτική συνασφάλιση γερμανικές διατάξεις να μην εφαρμόζονται επί ορισμένων κινδύνων, καίτοι η φύση και το μέγεθος των τελευταίων καθιστούν αναγκαία τη συμμετοχή περισσότερων του ενός ασφαλιστών. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, στην περίπτωση αυτή πρόκειται περί μη ορθής μεταφοράς της οδηγίας 78/473 στην εσωτερική έννομη τάξη και περί παραβάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. Στην αιτιολογημένη γνώμη η ομοσπονδιακή γερμανική κυβέρνηση απάντησε, στις 7 Ιουλίου 1984, με προφορική ανακοίνωση της μόνιμης αντιπροσωπείας της στις Κοινότητες. Ισχυρίστηκε ότι δεν επιβαλλόταν τροποποίηση της γερμανικής ρύθμισης και ότι, για απο-χρώντες λόγους, δεν μπορούσε να μεταβάλει τις υφιστάμενες διατάξεις του άρθρου 105 και επ. του VAG. Εξάλλου, η γερμανική κυβέρνηση υπογράμμισε ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι τα άρθρα 105 και 106 προβλέπουν την υποχρέωση λήψεως αδείας και εγκαταστάσεως μόνο για την περίπτωση που ο αλλοδαπός ασφαλιστής θέλει να διενεργεί ασφαλιστικές πράξεις στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέσω αντιπροσώπων, εντολοδόχων, πρακτόρων ή άλλων μεσαζόντων, ουδόλως απαγόρευε στους ασφαλιστές που είχαν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας να παρέχουν υπηρεσίες. Πράγματι, με τη βοήθεια των προσώπων αυτών, οι αλλοδαποί ασφαλιστές μπορούν να δρουν μονίμως, όπως και οι εγκατεστημένοι ασφαλιστές, στη γερμανική αγορά. Επομένως, θα υφίστατο αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος των εγκατεστημένων ασφαλιστών στην περίπτωση που οι δυο κατηγορίες ασφαλιστών υπόκεινταν, στην ίδια αγορά, σε διαφορετικές διατάξεις και οι αλλοδαποί ασφαλιστές μπορούσαν να διαφύγουν τον έλεγχο των γερμανικών αρχών. |
4. |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Αυγούστου 1984, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου, αντίστοιχα στις 29 Νοεμβρίου και στις 4 Δεκεμβρίου 1984, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής. Με δικόγραφα που κατέθεσαν αντίστοιχα στις 22 Οκτωβρίου, στις 22 Νοεμβρίου, στις 10 και στις 14 Δεκεμβρίου 1984, το Βασίλειο του Βελγίου, το Βασίλειο της Δανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Ιρλανδία ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της καθής. Με Διατάξεις της 24ης Οκτωβρίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1984 και της 30ής Ιανουαρίου 1985, το Δικαστήριο, αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να δεχτεί τις εν λόγω αιτήσεις παρεμβάσεως. Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Ζήτησε πάντως από την Επιτροπή να αναφέρει εγγράφως τις διατάξεις της οδηγίας 78/473 που παραβιάζει η επίδικη ρύθμιση κατά το μέτρο που ορίζει, για την περίπτωση των κείμενων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κινδύνων, ότι ο κύριος ασφαλιστής πρέπει να είναι εγκατεστημένος εκεί και να έχει λάβει άδεια να καλύπτει μόνος τους ασφαλιζόμενους κινδύνους. Εξάλλου, η Επιτροπή κλήθηκε να διευκρινίσει αν η προσφυγή αφορά επίσης τον κλάδο των ασφαλίσεων ζωής και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να λάβει θέση κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση επί των συγκεκριμένων προβλημάτων του κλάδου αυτού. Η Επιτροπή απάντησε ότι η επίδικη γερμανική ρύθμιση, με το να επιβάλλει, στην περίπτωση των κείμενων στο οικείο κράτος μέλος κινδύνων, ότι ο κύριος ασφαλιστής πρέπει να είναι εγκατεστημένος στο κράτος αυτό και να έχει λάβει εκεί άδεια να καλύπτει μόνος τους ασφαλιζόμενους κινδύνους, συνιστά μη ορθή μεταφορά του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ), της οδηγίας 78/473 στην εσωτερική έννομη τάξη και παράβαση του άρθρου 3 της ίδιας οδηγίας. Είναι αλήθεια ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ), δεν διακρίνεται για τη μεγάλη του σαφήνεια όσον αφορά το τεθέν πρόβλημα, δηλαδή την υποχρέωση του κύριου ασφαλιστή να έχει λάβει άδεια και να είναι εγκατεστημένος στη χώρα του κινδύνου. Εντούτοις, το άρθρο αυτό, όπως το ίδιο το Συμβούλιο έχει υπογραμμίσει στην προαναφερθείσα δήλωση του στα πρακτικά της θέσπισης της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να ερμηνευτεί υπό το φως των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης. Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ ), παραπέμπει στην πρώτη οδηγία συντονισμού 73/239, η οποία κατ' ουδένα τρόπο επιβάλλει ούτε επιτρέπει να υποχρεώνεται ένας ασφαλιστής να ζητεί να λάβει άδεια και να εγκαθίσταται στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος. Η τελευταία αυτή φράση δεν υπάρχει πουθενά στις οδηγίες. Σύμφωνα με το άρθρο 6 της πρώτης οδηγίας συντονισμού, η άδεια απαιτείται εκεί όπου η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της, δηλαδή στο κράτος εντός του οποίου η επιχείρηση έχει ορίσει την έδρα της, ένα υποκατάστημα ή ένα πρακτορείο για να διενεργεί ασφαλιστικές πράξεις, ανεξαρτήτως του τόπου όπου βρίσκεται ο κίνδυνος ή η κατοικία των συμβαλλομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας περί συνασφαλίσεως, η ευχέρεια να συμμετέχει είτε ως κύριος ασφαλιστής είτε ως απλός συνασφαλιστής, σε καλυπτόμενη από την οδηγία συνασφάλιση που έχει μια κοινοτική επιχείρηση, δεν μπορεί να υπόκειται σε άλλες υποχρεώσεις εκτός από αυτές που προβλέπει η ίδια η οδηγία. Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι το αντικείμενο της πρώτης αιτίασης αφορά παραβιάσεις της Συνθήκης οφειλόμενες στην εφαρμογή του VAG, ο οποίος δεν κάνει διάκριση, όσον αφορά τα εν λόγω ζητήματα, μεταξύ ασφαλίσεως ζωής και άλλων κλάδων ασφαλίσεως. Επομένως, η αιτίαση αυτή αφορά επίσης την ασφάλιση ζωής όπως ορίζεται στην πρώτη οδηγία συντονισμού περί « ασφαλίσεως ζωής », 79/267, η οποία είναι η αντίστοιχη της πρώτης οδηγίας περί « ασφαλίσεως άλλης εκτός της ασφαλίσεως ζωής » του 1973. |
II — Αιτήματα των διαδίκων
Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και, όσον αφορά τα αναφερόμενα στο πιο πάνω σημείο 1, στοιχεία α) και β ), αιτήματα, από το Ηνωμένο Βασίλειο, ζητεί από το Δικαστήριο:
1) |
να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,
|
2) |
να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα. |
Η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας νης Γερμανίας ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να απορρίψει την προσφυγή· |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων
1. Γενικές παρατηρήσεις ως προς τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και ως προς τις οδηγίες εναρμονίσεως
α) |
Η Επιτροπή τονίζει ότι τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης επιβάλλουν στα κράτη μέλη να επιτρέπουν, από της λήξεως της μεταβατικής περιόδου, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σε όλους τους τομείς και, επομένως, στον τομέα της ασφάλισης, περιλαμβανομένης και της συνασφάλισης. Συνεπώς, κάθε εθνικό μέτρο που εμποδίζει την εκ μέρους του ασφαλιστή και ειδικώς, προκειμένου περί συνα,σφα-λίσεως, την παροχή υπηρεσιών του κύριου ασφαλιστή, είναι εντελώς ασυμβίβαστο προς τη Συνθήκη. Το άρθρο 59 της τελευταίας απαγορεύει, κατά μείζονα λόγο, μέτρα καθιστώντα απολύτως αδύνατη την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Το να απαιτείται από τον ασφαλιστή ή τον κύριο ασφαλιστή να είναι εγκατεστημένοι και να έχουν λάβει σχετική άδεια στη χώρα που βρίσκεται ο κίνδυνος προκειμένου να μπορούν να ασκούν εκεί τις δραστηριότητες τους ισοδυναμεί με άρνηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Πράγματι, εγκαθιστάμενος στη χώρα αυτή, ο ασφαλιστής κάνει χρήση της ελευθερίας εγκαταστάσεως, πράγμα που, κατά συνέπεια, αποτελεί το μόνο δικαίωμα που μπορεί να επικαλεστεί. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το άρθρο 59 της Συνθήκης προβλέπει την κατάργηση κάθε περιορισμού, λίγο ενδιαφέρει αν η υποχρέωση εγκασταστάσεως και λήψεως αδείας στη χώρα του κινδύνου πρέπει ή δεν πρέπει να χαρακτηριστεί, από νομική άποψη, ως δυσμενής διάκριση. Ούτε άλλωστε, προκειμένου να αντικρουστεί αυτή η ερμηνεία του άρθρου 59, μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 60, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Το άρθρο 60, παράγραφος 3, αφορά μόνο την περίπτωση κατά την οποία ο παρέχων τις υπηρεσίες οφείλει, προς εκτέλεση της παροχής του, να ασκεί τη δραστηριότητά του στη χώρα όπου παρέχεται η σχετική υπηρεσία και αποκλειστικά για όσο διάστημα ασκείται προσωρινά η δραστηριότητα αυτή και παρουσία του ενδιαφερομένου. Οι παροχές υπηρεσιών του ασφαλιστή (και του κύριου ασφαλιστή) ουδόλως απαιτούν τη μετάβαση του ασφαλιστή στη χώρα όπου πρόκειται να παρασχεθούν οι υπηρεσίες. Η Επιτροπή δεν αγνοεί καθόλου ότι, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο πλαίσιο του άρθρου 30 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να διαθέτουν, χάριν του γενικού συμφέροντος, κάποια δυνατότητα ρυθμίσεως και ελέγχου των « εισαγόμενων » ασφαλιστικών παροχών. Πράγματι, η Επιτροπή φρονεί ότι τα άρθρα 30 και 59 πρέπει να ερμηνευτούν, όσον αφορά τα κύρια σημεία τους, κατά τρόπο ταυτόσημο. Εντούτοις, ο έλεγχος δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να έχει ως συνέπεια να στερείται ο ασφαλιστής ( ή ο κύριος ασφαλιστής ) του δικαιώματός του να κάνει χρήση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Εξάλλου, ο στόχος του ασκούμενου από το κράτος ελέγχου και τα λαμβανόμενα εν προκειμένω μέτρα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους απορρέοντες σχετικά περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Κατά τα λοιπά, εφόσον τα μέτρα ελέγχου συνεπάγονται περιοριστικά αποτελέσματα, πρέπει να είναι και αναγκαία για την πραγματοποίηση των σχετικών με την προστασία στόχων του κράτους. Εξάλλου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι προβλεπόμενες από τα άρθρα 57, παράγραφος 2, και 66 οδηγίες συντονισμού αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και όχι στην πραγματοποίηση της. Κατά συνέπεια, ούτε η οδηγία 73/239 ούτε η οδηγία 78/473 μπορούν να έχουν την έννοια ότι δημιουργούν τις θεσπισμένες με τη Συνθήκη ελευθερίες. Επομένως, είναι αδύνατο να ερμηνευτούν ως διατάξεις παρακωλύουσες ή απαγορεύουσες ( προσωρινώς ) τις σχετικές με τις υπηρεσίες δραστηριότητες. Αντιθέτως, οι δυο οδηγίες πρέπει να ερμηνευτούν σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης. Τέλος, όσον αφορά, ειδικότερα, την οδηγία 78/473, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι στην αρχική της πρόταση οδηγίας, που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο το Μάιο του 1974, είχε προβλέψει ότι τα κράτη μπορούν να απαιτούν από τον κύριο ασφαλιστή να διαθέτει εγκατάσταση. Εντούτοις, ύστερα από την απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1974 (Van Binsbergen, 33/74, Sig. σ. 1299 ), η Επιτροπή, κρίνοντας ότι δεν ήταν νόμιμο, από πλευράς των άρθρων 39 και 60 της Συνθήκης, να υποχρεούται ο ασφαλιστής να είναι εγκατεστημένος στη χώρα του κινδύνου, απέσυρε την πρόταση της. Πράγματι, στο πλαίσιο του Συμβουλίου, τα κράτη μέλη συμφώνησαν ότι δυνάμει της οδηγίας κάθε ασφαλιστής πρέπει, κατά την έννοια της οδηγίας 73/239, να έχει λάβει άδεια σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη. |
β ) |
Η oλλavδικη κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έχει σαφώς και επανειλημμένα δεχτεί ότι, μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, οι διατάξεις του άρθρου 59 της Συνθήκης εφαρμόζονται απευθείας και ανεπιφύλακτα. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, επιτρέπεται, λόγω της ιδιάζουσας φύσης ορισμένων υπηρεσιών, να θεσπίζονται συγκεκριμένοι κανόνες δυνάμενοι να περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Αυτό συνεπάγεται, ιδίως, ότι είναι δυνατό, σε ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς και για τη διασφάλιση του γενικού συμφέροντος, να θεσπίζονται ρυθμίσεις ισχύουσες για κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση ευρισκόμενα στο έδαφος του κράτους μέλους όπου παρέχεται η υπηρεσία, εφόσον το επιδιωκόμενο συμφέρον δεν προστατεύεται ήδη από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται το πρόσωπο ή η επιχείρηση που παρέχει την υπηρεσία στο κράτος μέλος όπου έχει εγκατασταθεί. Καίτοι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του σχετικού κοινοτικού δικαίου, δεν έχουν ακόμη πλήρως εναρμονιστεί οι εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών με τις οποίες αποσκοπείται η διευκόλυνση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα της ασφάλισης, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να προβληθεί ως επιχείρημα για να μην τύχει πλήρους εφαρμογής το άρθρο 59 της Συνθήκης και οι διατάξεις της οδηγίας 78/473 ( βλέπε απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1980, Επιτροπή κατά Δανίας, 171/78, Slg. σ. 447). |
γ) |
Η βρετανική κυβέρνηοη υπογραμμίζει ότι τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης, τα οποία εφαρμόζονται απευθείας σε όλα τα κράτη μέλη, αφορούν δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε κράτος μέλος εντός του οποίου δεν είναι εγκατεστημένες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ότι η έλλειψη συντονισμού και εναρμονίσεως μεταξύ των κρατών μελών δεν αρκεί καθαυτή για να δικαιολογηθεί η μη τήρηση εκ μέρους των κρατών αυτών των άρθρων 59 και 60 και ότι καμιά οδηγία δεν μπορεί να παρεκκλίνει από την υποχρέωση τηρήσεως των διατάξεων αυτών. Εντούτοις, ένα κράτος μέλος δικαιούται να επιβάλει περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εφόσον τέτοιοι περιορισμοί συνάδουν με τις προϋποθέσεις που έχουν οριστεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, στόχος των προϋποθέ-3εων πρέπει να είναι η εφαρμογή των διε-πόντων την εν λόγω δραστηριότητα κανόνων, οι οποίοι πρέπει να δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον οι κανόνες αυτοί πρέπει να είναι αντικειμενικά αναγκαίοι, ο δε στόχος τους να μη μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικές διατάξεις. Τέλος, δεν πρέπει να επαναλαμβάνουν τις επιβληθείσες στο κράτος μέλος, όπου είναι εγκατεστημένος ο παρέχων τις υπηρεσίες, προϋποθέσεις οι οποίες διασφαλίζουν κατ' ουσία τις ίδιες εγγυήσεις χάριν του γενικού συμφέροντος και πρέπει να εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε όλα τα πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δρουν στο εν λόγω κράτος μέλος. |
δ) |
Η γερμανική κυβέρνηση τονίζει ότι η διασφαλιζόμενη με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ουδόλως αποτελεί ελευθερία που εγγυάται σε κάθε πολίτη της Κοινότητας το ανεμπόδιστο και απεριόριστο δικαίωμα της παροχής οποιασδήποτε υπηρεσίας πέραν των συνόρων. Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει βεβαιώσει ότι κανόνας δικαίου κράτους μέλους που εμποδίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών προερχομένων από άλλο κράτος μέλος δεν πρέπει, λόγω και μόνο του εξ αυτού απορρέοντος πλήρους αποκλεισμού της παροχής υπηρεσιών πέραν των συνόρων, να θεωρηθεί ως καταργητέος περιορισμός. Εφόσον οι σχετικές με την παροχή υπηρεσιών εσωτερικές ρυθμίσεις ανταποκρίνονται σε ορισμένους αναγνωρισμένους από το Δικαστήριο κοινοτικούς κανόνες, οι ρυθμίσεις αυτές δεν συνιστούν τέτοιους περιορισμούς, αλλά, εφόσον θεσπίστηκαν για λόγους σχετικούς με το γενικό συμφέρον, είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της αναγκαίας προστασίας και, τέλος, δεν μπορούν να αντικατασταθούν από διαφορετικές διατάξεις διασφαλίζουσες την ίδια προστασία, επιβάλλοντας όμως λιγότερους περιορισμούς στην παροχή υπηρεσιών από άλλο κράτος μέλος, εμφανίζονται ως περιορισμοί συμφυείς με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών πέραν των συνόρων. Εξάλλου, η γερμανική κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι οι διατάξεις των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης αφορούν αποκλειστικά τις δραστηριότητες οι οποίες, καίτοι ασκούνται από αλλοδαπό παρέχοντα υπηρεσίες εντός της χώρας όπου δρα, δεν συνεπάγονται εγκατάσταση. Πράγματι, αν για την παροχή μιας ασφαλιστικής υπηρεσίας στο πλαίσιο των πέραν των συνόρων οικονομικών σχέσεων είναι αναγκαία η μόνιμη διαμονή και, επομένως, η εγκατάσταση του παρέχοντος τις υπηρεσίες, τότε η υπηρεσία παρέχεται μεταξύ δύο συμβαλλομένων αμφοτέρων κατοίκων της ίδιας χώρας. Στην περίπτωση αυτή, δεν υφίσταται μια διεπόμενη από τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης πέραν των συνόρων εμπορική δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών, αλλά μια εντός του ίδιου κράτους δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών, διεπόμενη από τους σχετικούς με το δικαίωμα εγκαταστάσεως κοινοτικούς κανόνες. Άλλωστε, από το άρθρο 60, παράγραφος 3, της Συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο το διασφαλιζόμενο από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δικαίωμα διαμονής του παρέχοντος υπηρεσίες είναι χρονικά περιορισμένο, συνάγεται ότι αποκλείονται οι υπηρεσίες των οποίων η παροχή απαιτεί κάτι παραπάνω από προσωρινή διαμονή για τον παρέχοντα υπηρεσίες μη κάτοικο. Όσον αφορά τις προβλεπόμενες από τα άρθρα 57, παράγραφος 2, και 66 της Συνθήκης οδηγίες συντονισμού, η γερμανική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι ρόλος των οδηγιών αυτών είναι η πραγματοποίηση, στον τομέα της σχετικής με την παροχή υπηρεσιών εμπορικής δραστηριότητας, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εκεί όπου η παροχή αυτή περιορίζεται, κατά εγγενή τρόπο από θεσπισμένους, χάριν του γενικού συμφέροντος, κανόνες δικαίου των κρατών μελών. Η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι οι χρησιμοποιούμενες στο κείμενο του άρθρου 57, παράγραφος 2, της Συνθήκης εκφράσεις, καίτοι ανταποκρίνονται πλήρως στην επικρατούσα στον τομέα της πραγματοποιήσεως της ελευθερίας εγκαταστάσεως κατάσταση, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών παρά μόνο mutatis mutandis, δυνάμει του άρθρου 66 της Συνθήκης. Ενώ το δικαίωμα εγκαταστάσεως απαιτεί απλώς εθνική μεταχείριση, η ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών απαιτεί την κατάργηση των εμποδίων έστω και αν δεν συνιστούν δυσμενή διάκριση. Για το λόγο αυτό, καίτοι, στον τομέα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, οι οδηγίες συντονισμού αποσκοπούν απλώς στη διευκόλυνση της εγκατάστασης, το αντικείμενο και ο ρόλος τους δεν εξαντλούνται απλώς και μόνο στο γεγονός της διευκολύνσεως της ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, αλλά αφορούν την ουσιαστική ρύθμιση της τελευταίας και τη θεσμική της διεύρυνση. Από την άποψη αυτή, ο ρόλος των οδηγιών συντονισμού είναι παρεμφερής με αυτόν των οδηγιών εναρμονίσεως στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Τέλος, κατά τη γνώμη της γερμανικής κυβερνήσεως, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν μπορεί να στερηθεί, λόγω της ανάγκης συντονισμού των διάφορων ρυθμίσεων των κρατών μελών, της γενικής εξουσίας να περιορίζει, και δη να απαγορεύει πλήρως ορισμένες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών. Η αντίθετη άποψη της Επιτροπής έχει ως συνέπεια να υποχρεώνεται ο κοινοτικός νομοθέτης να καθορίζει στον τομέα της ασφάλισης το βαθμό προστασίας του ασφαλισμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κράτους μέλους που παρέχει τη μικρότερη προστασία, με συνέπειες ολέθριες τόσο για τους ασφαλισμένους όσο και για ολόκληρη την ασφάλιση. Όσον αφορά την οδηγία 78/473, η γερμανική κυβέρνηση υπογραμμίζει, ιδίως, ότι από τον τρόπο γενέσεως της οδηγίας αυτής καταφαίνεται ότι κατά την έκδοση της — όπως ακριβώς και κατά την έκδοση των οδηγιών 73/239 και 79/267 - η πλειοψηφία των κρατών μελών στο Συμβούλιο αναγνώρισε την ανάγκη λήψεως εκ μέρους του κύριου συνα-σφαλιστή αδείας στη χώρα όπου ασκεί τις δραστηριότητές του. Καίτοι όντως η Επιτροπή τροποποίησε την αρχική της πρόταση μετά την έκδοση της απόφασης στην υπόθεση 33/74, διαγράφοντας από το σχέδιο όλες τις διατάξεις που αφορούσαν την εγκατάσταση, το τροποποιημένο αυτό κείμενο δεν έγινε δεκτό από το Συμβούλιο. Επομένως, ως αποτέλεσμα συμβιβασμού, η οδηγία διατυπώθηκε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εφαρμόζεται μόνον όταν ο κύριος ασφαλιστής έχει λάβει άδεια στη χώρα όπου πραγματοποιείται η παροχή υπηρεσιών εκ μέρους των συνασφαλιστων. |
ε) |
Η βελγική κυβέρνηαη διευκρινίζει ότι τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης, τα οποία εφαρμόζονται απευθείας, δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα. Καταρχάς, οι διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είναι επικουρικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν εφαρμόζονται όταν η άσκηση μιας δραστηριότητας εμπίπτει στους κανόνες περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, κεφαλαίων και προσώπων (άρθρο 60, παράγραφος 1, της Συνθήκης). Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 60, παράγραφος 3, της Συνθήκης, η παροχή υπηρεσιών πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ισχύουσες στη χώρα όπου παρέχονται οι υπηρεσίες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, ανεξαρτήτως του αν ο παρέχων τις υπηρεσίες μεταβαίνει προσωπικώς στην εν λόγω χώρα ή δρα μέσω μεσαζόντων ή δι' αλληλογραφίας. Εξάλλου, κατά την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι προβλεπόμενες από το άρθρο 57, παράγραφος 2, της Συνθήκης οδηγίες εναρμονίσεως, έτσι ώστε η έλλειψη εναρμονίσεως να μπορεί να δικαιολογήσει την προσωρινή διατήρηση συγκεκριμένων μέτρων, προσαρμοσμένων σε αντικειμενικές καταστάσεις απορρέουσες από την παράλειψη αυτή. Τέλος, η βελγική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει την αρχή ότι μπορεί να επιβληθούν περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Από τη σχετική νομολογία, ιδίως τις αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 1974 ( η προαναφερθείσα απόφαση Van Binsbergen), της 17ης Δεκεμβρίου 1981 ( Webb, 279/80, Συλλογή σ. 3305 ) και της 18ης Ιανουαρίου 1979 (Van Wesemael, συνεκ-δικασΟείσες υποθέσεις 110 και 111/78, Sig. σ. 35), η κυβέρνηση αυτή συνάγει ότι είναι δυνατό εθνικοί κανόνες και υποχρεώσεις, καίτοι εμποδίζουν ή δυχεραίνουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να είναι σύμφωνοι προς τη Συνθήκη, εφόσον δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον και είναι αντικειμενικά αναγκαίοι για την εξασφάλιση της πραγματοποίησης των στόχων που οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν να διαφυλάξουν. |
στ) |
Η δανική κυβέρνηση επιμένει κυρίως στο γεγονός ότι οι κοινοτικοί κανόνες και η νομολογία του Δικαστηρίου περί κυκλοφορίας εμπορευμάτων και παροχής υπηρεσιών στηρίζονται στις ίδιες σκέψεις και ότι πρέπει να τηρείται το επίπεδο προστασίας που έχει καθοριστεί για πολιτικούς λόγους από τα κράτη μέλη, τόσο για τα εμπορεύματα όσο και για τις παροχές υπηρεσιών, όταν η προστασία αυτή εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον και πληρούνται επιπλέον οι καθορισμένες από τη νομολογία του Δικαστηρίου συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Από την ίδια την οικονομία της Συνθήκης καταφαίνεται ότι τέτοιες διαφορές πρέπει, καταρχήν, να εξαλειφθούν μέσω εργασιών εναρμονίσεως. Αν τα κράτη μέλη ήταν οπωσδήποτε υποχρεωμένα να δέχονται την εκ μέρους αλλοδαπών εισαγωγή στο έδαφός τους υπηρεσιών που παρέχονται νομίμως στο κράτος καταγωγής, αυτό θα συνεπαγόταν απρόβλεπτες συνέπειες όσον αφορά τη δυνατότητα κάθε κράτους να καθορίζει αυτόνομα το υπ' αυτού επιδιωκόμενο επίπεδο προστασίας. Όσον αφορά την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, το Δικαστήριο έχει δεχτεί, ιδίως με την απόφαση του της 17ης Δεκεμβρίου 1981 (Frans-Nederlandse Maatschappij, 272/80, Συλλογή σ. 3277), ότι είναι δυνατό, για την προστασία ορισμένων γενικού χαρακτήρα συμφερόντων, να απαιτείται από το κράτος εισαγωγής η λήψη πρόσθετης άδειας, ενώ, ταυτόχρονα, θα λαμβάνονται υπόψη οι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν στο κράτος εξαγωγής. Μεταφερόμενη η νομολογία αυτή στον τομέα των υπηρεσιών, σημαίνει ότι το κράτος μέλος μπορεί, ελλείψει κοινοτικής εναρμονίσεως και για το λόγο ότι, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις του κράτους εγκαταστάσεως δεν είναι εν προκειμένω επαρκείς, να υποβάλλει τον παρέχοντα υπηρεσίες σε σύστημα λήψεως αδείας, υπό την προϋπόθεση ότι το σύστημα αυτό είναι θεμελιωμένο σε λόγους γενικού συμφέροντος άξιου προστασίας, ότι δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις και ότι είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση του επιθυμητού επιπέδου προστασίας. Η δανική κυβέρνηση φρονεί ότι τα κριτήρια εκείνα είναι αντίστοιχα με εκείνα που μπορούν να συναχθούν από τη σχετική με την παροχή των υπηρεσιών νομολογία του Δικαστηρίου. |
ζ) |
Σύμφωνα με τη γαλλική κυβέρνηση, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών αποτελεί ελευθερία η οποία, εντούτοις, δεν είναι ούτε ανεπιφύλακτη ούτε απόλυτη διότι, ελλείψει εναρμονίσεως, τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα τους να θεσπίζουν ρυθμίσεις, πράγμα το οποίο δεν μπορεί, εξ ορισμού, παρά να συνεπάγεται αποτελέσματα περιοριστικά στη ρυθμιζόμενη δραστηριότητα. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις αυτές επί προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες χωρίς να διαθέτουν εγκατάσταση. Αυτό προκύπτει ιδίως από το άρθρο 60, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το οποίο ρητώς αναφέρεται στην άσκηση δραστηριοτήτων του παρέχοντος υπηρεσίες και όχι στην προσωπική μετακίνηση του. Κατά συνέπεια, ελλείψει εναρμονισμένων κανόνων ή εφόσον η σχετική εναρμόνιση εξακολουθεί να είναι περιορισμένη, τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να ρυθμίζουν κάθε δραστηριότητα σχετικά με την παροχή υπηρεσιών. Μια τέτοια εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται και επί των παρεχόντων υπηρεσίες οι οποίοι δεν διαθέτουν εγκατάσταση, με την επιφύλαξη ότι λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα της προσωρινά ασκούμενης δραστηριότητας σε σχέση με την ίδια δραστηριότητα όταν ασκείται επί μονίμου βάσεως. Εξάλλου, και έχοντας υπόψη τον ιδιάζοντα χαρακτήρα ορισμένων παροχών υπηρεσιών, είναι δυνατό να επιβληθούν στον παρέχοντα υπηρεσίες συγκεκριμένες υποχρεώσεις εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον, δικαιολογούνται από την εφαρμογή των διεπόντων αυτό τον τύπο δραστηριότητας κανόνων, εφαρμόζονται κατά τρόπο μη εισάγοντα διακρίσεις και το εν λόγω συμφέρον δεν έχει ήδη διασφαλιστεί από κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος. |
η) |
Η ιταλική κυβέρνηση συμμερίζεται, κατ' ουσίαν, τις παρατηρήσεις της γερμανικής κυβερνήσεως. Προσθέτει ότι στο παρόν στάδιο εξελίξεως των εθνικών νομοθεσιών, οι οποίες εξακολουθούν να διαφέρουν σημαντικά, και εφόσον δεν έχει επιτευχθεί επαρκής κοινοτική εναρμόνιση, η ελεύθερη παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών θα μπορέσει να λειτουργήσει μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις και στο πλαίσιο των προβλεπόμενων από τους ίδιους τους κανόνες της Συνθήκης ορίων. Έτσι, λόγω της ανάγκης ενός τέτοιου στενότερου συντονισμού, εκδόθηκε η οδηγία 78/473 προκειμένου να « διευκολυνθεί η αποτελεσματική άσκηση των δραστηριοτήτων της κοινοτικής συνασφάλισης » ως « πρώτο βήμα για το συντονισμό όλων των εργασιών που μπορούν να ασκηθούν ως ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ». |
2. Ως προς την κατά τα άρθρα 105 και 106 του VAG υποχρέωση λήψεως αδείας Kat εγκαταστάσεως για τις αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις
α) |
Η Επιτροπή θεμελιώνει την προσφυγή της στους τρεις ακόλουθους κανόνες δικαίου. Στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως ακριβώς και στα διεπόμενα από το άρθρο 30 της Συνθήκης θέματα, επιτρέπεται η πέραν των συνόρων παροχή κάθε υπηρεσίας που νομίμως παρέχεται στο κράτος καταγωγής. Εξάλλου, όπως και το Δικαστήριο δέχτηκε με την απόφαση του της 17ης Δεκεμβρίου 1981 (η προαναφερθείσα υπόθεση Webb ), τα κράτη μέλη που απαιτούν τη λήψη πρόσθετης άδειας για την άσκηση της δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών οφείλουν τουλάχιστον να λαμβάνουν υπόψη την εξακρίβωση των αιτήσεων εκδόσεως αδείας και τις σχετικές άδειες που χορήγησε το κράτος καταγωγής του παρέχοντος τις υπηρεσίες και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να επαναλαμβάνουν, έστω και προκειμένου περί ευαίσθητων τομέων, τις επιβαλλόμενες εξακριβώσεις και έρευνες. Τέλος, η πρώτη οδηγία συντονισμού, δηλαδή η οδηγία 73/239, έχει επιβάλει ορισμένες υποχρεώσεις στα κράτη εγκαταστάσεως ( δηλαδή στα κράτη όπου η επιχείρηση έχει την έδρα της ή ένα υποκατάστημα). Έτσι, η οδηγία αυτή ορίζει στο άρθρο της 15 ότι το κράτος εγκαταστάσεως είναι αρμόδιο να μεριμνά για τη σύσταση επαρκών για το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης τεχνικών αποθεματικών και ότι τα αποθεματικά αυτά καλύπτονται από ισοδύναμα στοιχεία ενεργητικού. Εξάλλου, το κράτος όπου εδρεύει η επιχείρηση είναι αποκλειστικά αρμόδιο να ελέγχει το περιθώριο φερεγγυότητας η σύσταση του οποίου προβλέπεται από το άρθρο 16 και έχει, δυνάμει του άρθρου 14, την εξουσία να ελέγχει τη γενική κατάσταση φερεγγυότητας της επιχείρησης για το σύνολο των δραστηριοτήτων της. Το άρθρο 13 της οδηγίας επιβάλλει επίσης στα κράτη μέλη να ελέγχουν την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων στις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών πέραν των συνόρων, το κράτος όπου παρέχονται οι σχετικές υπηρεσίες δεν έχει την απαιτούμενη αρμοδιότητα για τη ρύθμιση της σύστασης τεχνικών αποθεματικών ή τον έλεγχο της φερεγγυότητας της παρέχουσας υπηρεσίες επιχείρησης. Η Επιτροπή δηλώνει ότι το μόνο που θέλει να προβάλει είναι ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, διατηρώντας, ακόμα και μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου Kat ύστερα από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 73/239, ένα σύστημα υψηλού βαθμού ελέγχου, χωρίς να έχει λάβει τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς τους προαναφερθέντες ειδικούς κανόνες του κοινοτικού δικαίου, παρέβη τους κανόνες αυτούς. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 59 της Συνθήκης δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους των κρατών θέσπιση, για την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ρυθμίσεων υπαγορευόμενων κυρίως για την προστασία των ασφαλισμένων ή των τρίτων, εφόσον οι ρυθμίσεις αυτές συμβιβάζονται με τους κοινοτικούς στόχους, δηλαδή δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον, το δε περιοριστικό τους, όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών, αποτέλεσμα δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων τους μέτρο. Συνεπώς, η Επιτροπή φρονεί ακριβώς ότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του VAG δεν είναι αναγκαίες για την πραγματοποίηση των σχετικών με τον έλεγχο στόχων της Γερμανίας, ότι είναι δυσανάλογες σε σχέση με τη δυσμενή επίπτωση που μπορεί να έχει η πραγματοποίηση τους επί των εμπορικών δραστηριοτήτων μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με παροχές υπηρεσιών και ότι συνεπάγονται περιορισμούς εισάγοντες δυσμενείς διακρίσεις. Εν προκειμένω, η Επιτροπή παρατηρεί, κυρίως, τα εξής. Από το άρθρο 105 του VAG προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος έλεγχος εκτείνεται σε έναν αμελητέο αριθμό ασφαλιστικών σχέσεων, δηλαδή στην ασφάλιση κινδύνων κείμενων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όταν ο συμβαλλόμενος μεταβαίνει στον ασφαλιστή ή όταν οι ασφαλιστικές σχέσεις συνάπτονται και διατηρούνται με αλληλογραφία. Κατά συνέπεια, είναι πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό γιατί παρίσταται ανάγκη να προβλεφθούν μέτρα υψηλού βαθμού ελέγχου ευθύς ως ένας οποιοσδήποτε μεσάζων ενεργεί για λογαριασμό του ασφαλιστή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Εξάλλου, η γερμανική νομοθεσία δεν έχει λάβει επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι υφίσταται από μακρού χρόνου σε όλα τα κράτη μέλη έλεγχος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι αρχές του οποίου έχουν επιπλέον καταστεί υποχρεωτικές μέσω της οδηγίας 73/239. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορηγήσεως αδείας δεν απαιτείται έλεγχος των ουσιαστικών προϋποθέσεων της ασφαλιστικής δραστηριότητας. Στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών θα αρκούσε, ιδίως, ένας ασκούμενος κατά τρόπο μόνιμο ή a posteriori έλεγχος που θα μπορούσε άλλωστε να διενεργείται θαυμάσια στο πλαίσιο του μηχανισμού προστασίας του γερμανικού νόμου της 9ης Δεκεμβρίου 1976, ο οποίος φέρει τον τίτλο Gesetz zur Regelung des Rechts der allgemeinen Geschäftsbedingungen (νόμος περί του νομικού καθεστώτος των γενικών όρων των συμβάσεων, BGBl. Ι, σ. 3317 ). Κατά τα λοιπά, ο δικαιολογούμενος από την υποχρέωση λήψεως αδείας προληπτικός έλεγχος είναι περιττός κατά το μέτρο που αφορά την κάλυψη κινδύνων για τους οποίους οι συμβαλλόμενοι σε συμβάσεις ασφαλίσεως είναι γενικά σε θέση να συγκρίνουν οι ίδιοι τις θετικές πλευρές μιας προσφοράς με τους κινδύνους οι οποίοι μπορούν να συνδέονται με τη σύναψη συμβάσεως με αλλοδαπό ασφαλιστή. Ομοίως, καίτοι η προϋπόθεση εγκαταστάσεως μπορεί να είναι χρήσιμη για την πραγματοποίηση των στόχων του συστήματος ελέγχου, δεν είναι, εντούτοις, απαραίτητη εφόσον υφίστανται μέσα ελέγχου τα οποία, καίτοι είναι, χωρίς αμφιβολία, λιγότερο πρακτικά, είναι εντούτοις εξίσου αποτελεσματικά όσο και η γενική υποχρέωση εγκαταστάσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το « Bundesaufsichtsamt für das Versicherungswesen » έχει, με εγκύκλιο της 22ας Φεβρουαρίου 1962, διευκρινίσει ότι η εγκατάσταση πρέπει να έχει γίνει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται ανά πάσα στιγμή ως ανεξάρτητη εγκατάσταση. Επομένως, η υποχρέωση εγκαταστάσεως συνεπάγεται ότι ο αλλοδαπός ασφαλιστής υποχρεούται να υποβληθεί σε σημαντικά έξοδα οργανώσεως και προσλήψεως προσωπικού. Τέτοιες όμως δαπάνες είναι αποτρεπτικές τόσο για τους μικρούς ασφαλιστές — οι οποίοι επιδιώκουν να ασκήσουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας περιορισμένης σχετικά εκτάσεως δραστηριότητες — όσο και για τους μεγάλους ασφαλιστές οι οποίοι δεν τολμούν να διαθέσουν σημαντικά ποσά για το ξεκίνημα μιας επιχείρησης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ή υπολογίζουν να πραγματοποιήσουν περιορισμένης μόνο εκτάσεως επιχειρηματικές δραστηριότητες. Κατά τα λοιπά, η ρύθμιση σύμφωνα με την οποία μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας οι έχοντες λάβει άδεια και εγκατεστημένοι εκεί ασφαλιστές, όχι όμως και οι ασφαλιστές που είναι εγκατεστημένοι και έχουν λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος, καταλήγει στο να υποβάλλονται οι επιχειρήσεις σε διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με τον τόπο της έδρας τους. Για το λόγο αυτό, η εν λόγω ρύθμιση συνεπάγεται επίσης δυσμενείς διακρίσεις. Τέλος, για την περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν θα συμμεριζόταν την άποψη της Επιτροπής όσον αφορά την υποχρέωση λήψεως αδείας, πρέπει, τουλάχιστον, να γίνει δεκτό ότι η γερμανική υποχρέωση εγκαταστάσεως είναι ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο. |
β ) |
Η ολλανδική κυβέρνηση φρονεί ότι η γερμανική άποψη, σύμφωνα με την οποία ένας κανόνας δημοσίου δικαίου κράτους μέλους δεν έχει αποτέλεσμα έναντι ενός άλλου κράτους μέλους μη μετασχόντος στην επεξεργασία του, δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι όλα τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 59 της Συνθήκης, να θέσουν σε εφαρμογή την ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών. Έτσι, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν δικαιούται να μην εφαρμόσει την οδηγία 73/239, η οποία συντόνισε τις ουσιώδεις προϋποθέσεις για τον κατάλληλο έλεγχο του τρόπου ασκήσεως της πρωτασφάλισης σ' άλλα κράτη μέλη. Οι διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας, με τις οποίες οι ασφαλιστές υπόκεινται στις προϋποθέσεις λήψεως αδείας και εγκαταστάσεως, στερούν το άρθρο 59 της Συνθήκης από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα. Εξάλλου, η πιο πάνω τεθείσα από τη γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία υποχρέωση καταλήγει στο να διενεργείται διπλός έλεγχος με συνέπεια να υφίσταται εις βάρος των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη ασφαλιστών δυσμενής διάκριση σε σχέση με τους ασφαλιστές που είναι εγκαστεστημένοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Παρόμοια μέτρα ελέγχου, εφόσον υπερβαίνουν το μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, είναι αντίθετα και προς την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι, η ελεγκτική αρχή του κράτους μέλους όπου παρέχεται η υπηρεσία μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητεί a posteriori από τον ενδιαφερόμενο ασφαλιστή κάθε στοιχείο που χρειάζεται και, ενδεχομένως, να έρχεται σε σχετική συννενόηση με την ελεγκτική αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο ασφαλιστής. |
γ) |
Η βρετανική κυβέρνηση υπογραμμίζει, πρώτον, ότι δεν δικαιολογείται η εφαρμογή των γερμανικών κανόνων ελέγχου των ασφαλίσεων σε ασφαλισμένους που έχουν λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος καθόσον οι κανόνες αυτοί αφορούν τομείς που έχουν επίσης ρυθμιστεί με παράγωγη νομοθεσία διέ-πουσα την ασφάλιση και συγκεκριμένα την οδηγία 73/239. Η εκ μέρους του ασφαλιστή τήρηση των προϋποθέσεων της οδηγίας εγγυάται ότι το γενικό συμφέρον προστατεύεται pro tanto επαρκώς και ότι δεν δικαιολογείται κανένας άλλος περιορισμός ως προς τα ίδια θέματα. Όσον αφορά τους μη διεπόμενους από το παράγωγο περί ασφαλίσεων δίκαιο τομείς, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να υπόκεινται στους κανόνες του κράτους μέλους εγκαταστάσεως. Πράγματι, εφόσον οι θεσπισμένοι στη χώρα εγκαταστάσεως έλεγχοι αποβλέπουν κυρίως στην προστασία του επιδιωκόμενου από τη γερμανική νομοθεσία γενικού συμφέροντος, λίγο ενδιαφέρει αν οι όροι των ελέγχων αυτών είναι όμοιοι προς τους των ελέγχων που διενεργούν οι γερμανικές αρχές. Δεδομένου ότι στην οδηγία 73/239 λαμβάνεται πλήρως υπόψη, όσον αφορά τις ανάγκες της εναρμόνισης, η ιδιάζουσα φύση της ασφάλισης, η γερμανική νομοθεσία επαναλαμβάνει τις εγγυήσεις που έχουν, κατ' εφαρμογή της οδηγίας, επιβληθεί από το κράτος εγκαταστάσεως. Σύμφωνα με τη βρετανική κυβέρνηση, κατά το μέτρο που οι γερμανικές εγγυήσεις δεν επαναλαμβάνουν αυτές του κράτους εγκαταστάσεως, υπάρχουν, προκειμένου να επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι στόχοι, και άλλες λιγότερο περιοριστικές από την υποχρέωση εγκαταστάσεως μέθοδοι. Τέλος, δεδομένου ότι η υποχρέωση λήψεως αδείας αφορά όλους τους ασφαλιστές, είτε είναι εγκατεστημένοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είτε σε άλλο κράτος μέλος, η γερμανική νομοθεσία εισάγει δυσμενείς διακρίσεις. Έτσι, δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι αλλοδαπός ασφαλιστής, όντας υποχρεωμένος να διατηρεί δύο εγκαταστάσεις και, ως εκ τούτου, να υποβάλλεται σε πρόσθετα έξοδα, βρίσκεται σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη της εγκατεστημένης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιχείρησης και επιδιώκει να ασκήσει εκεί δραστηριότητες ασφαλιστή. Η πιο αξιοπαρατήρητη πλευρά του συνδυασμένου αποτελέσματος των άρθρων 105, 106 και 144, στοιχείο α), του VAG είναι το ότι ο γερμανός μεσίτης που προσπαθεί να διασφαλίσει όσο το δυνατό καλύτερα τα συμφέροντα γερμανού ασφαλισμένου εμποδίζεται να διαπραγματευτεί μια ασφάλιση εκτός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, έστω και αν ο αλλοδαπός ασφαλιστής έχει κάθε δυνατότητα να προτείνει ιδιαίτερα πλεονεκτικούς όρους. Από τα προηγούμενα η βρετανική κυβέρνηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι επιβαλλόμενοι από τα άρθρα αυτά περιορισμοί αντίκεινται στις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και ελεύθερου ανταγωνισμού. Επιπλέον, είναι αντίθετοι και προς τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα των ασφαλισμένων και δεν δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον. |
δ) |
Κατά τη γερμανική κνβέρνηαη, η άποψη της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία μια ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος μπορεί, βάσει της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, να ασκεί τη δραστηριότητα της στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, προϋποθέτει λογικώς ότι η χορηγηθείσα στο πλαίσιο της κυριαρχικής εξουσίας άλλου κράτους μέλους άδεια συνεπάγεται αποτελέσματα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και, επομένως, έναντι των δικαστικών και διοικητικών της αρχών καθώς και των υπηκόων της. Δεν υφίσταται η νομική βάση για κάτι τέτοιο, τουλάχιστον εφόσον δεν υπάρχει συντονισμός εντός της Κοινότητας. Κατά τα λοιπά, ούτε οι επίδικες διατάξεις του VAG, δηλαδή τα άρθρα 105 και 106, ούτε η εφαρμογή τους συνιστούν παραβίαση της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Επιπλέον, συμφωνούν προς τις διατάξεις των προ-αναφερθεισών οδηγιών 73/239 και 79/267. Σχετικά, η γερμανική κυβέρνηση στηρίζεται στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και ιδίως την προαναφερθείσα απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981 στην υπόθεση 279/80, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν ρυθμίσεις για ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς, χάριν του γενικού συμφέροντος και προς διασφάλιση των συμφερόντων των ενδιαφερόμενων προσώπων. Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι ασφαλίσεις αποτελούν έναν τέτοιο ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα, ενόψει ιδίως της οικονομικής σημασίας της ασφάλισης, του πλήθους των ασφαλισμένων, των ποσών που καταβάλλονται ως ασφάλιστρα, των πολλαπλών επενδύσεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και της ανάγκης προστασίας των ασφαλισμένων και των συμφερόντων τρίτων. Για τους λόγους αυτούς, απαιτείται αποτελεσματικός και εντατικός έλεγχος, πράγματι δε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υπόκεινται, από το 1901, σε έλεγχο βάσει ενός συστήματος ουσιαστικού ελέγχου από το κράτος. Για το σκοπό αυτό, η δραστηριότητα κάθε ασφαλιστικής επιχειρήσεως εποπτεύεται απ' αρχής μέχρι τέλους από μια ελεγκτική αρχή η οποία χορηγεί την άδεια εκμεταλλεύσεως, εξετάζει και εγκρίνει τους γενικούς όρους ασφαλίσεως και, εν μέρει, τις τιμές. Επιπλέον, η αρχή αυτή εξετάζει, ιδίως, τα έντυπα των αιτήσεων για σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, τις αποδείξεις περί λήψεως αποζημιώσεως, μεριμνά για την τήρηση των νόμων και των προγραμμάτων εκμεταλλεύσεως των διαφόρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ελέγχει, μέσω αποδόσεως λογαριασμού, την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων, διενεργεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, επιτόπιους ελέγχους και επεμβαίνει σε περίπτωση ατασθαλιών. Κατά τη γνώμη της γερμανικής κυβερνήσεως, οι προβλεπόμενες από το VAG υποχρεώσεις λήψεως αδείας και εγκαταστάσεως είναι αναγκαίες, δεν είναι δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν συνεπάγονται αποτελέσματα συνιστώντα δυσμενείς διακρίσεις. Έτσι, η υποχρέωση λήψεως αδείας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αποδεικνύεται απαραίτητη διότι, αφενός, το σχετικό με τον έλεγχο των ασφαλίσεων ουσιαστικό δίκαιο δεν μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί σε πολλούς τομείς και, αφετέρου, ο έλεγχος των ασφαλίσεων πρέπει να είναι αρκετά εύκαμπτος, ώστε να παρέχεται στον ασφαλιστικό κόσμο η δυνατότητα να προσαρμόζεται συνεχώς σε μια κατάσταση πλήρους εξελίξεως. Πράγματι, η λήψη αδείας και το πραγματικό της έρεισμα, η εγκατάσταση, αποτελούν τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν στην ελεγκτική αρχή να ασκεί την επιβαλλόμενη συνεχή εποπτεία. Η γερμανική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι οι ασφαλιστές από άλλες χώρες της Κοινότητας που προσφεύγουν στην πέραν των συνόρων του κράτους της έδρας τους ελεύθερη παροχή υπηρεσιών μπορούν να παρέχουν τόσο βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες όσο και διαρκείς υπηρεσίες. Πάντως, υφίσταται ένας περιορισμός στην περίπτωση κατά την οποία, για τις ασφαλιστικές υπηρεσίες απαιτείται η υποστήριξη μεσαζόντων ή άλλων διαμενόντων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρακτόρων. Στην περίπτωση αυτή, οι ασφαλιστές μπορούν να επικαλούνται το δικαίωμα της πέραν των συνόρων ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μόνο εφόσον η υποστήριξη του πράκτορα δεν υπερβαίνει ορισμένο διάστημα. Ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται δυνάμει της υποχρεώσεως να τυγχάνουν οι ασφαλιστές αυτοί της ίδιας μεταχείρισης με εκείνη των ασφαλιστών από άλλες χώρες της Κοινότητας ot οποίοι δεν στηρίζουν την εις την αλλοδαπή δραστηριότητά τους στη συνδρομή μεσαζόντων που κατοικούν στην οικεία χώρα, αλλά σε εξουσιοδοτημένους πράκτορες και οι οποίοι, εφόσον οι πράκτορες αυτοί είναι εξουσιοδοτημένοι επί μονίμου βάσεως, υπάγονται στους διέποντες το δικαίωμα εγκαταστάσεως κανόνες. Όσον αφορά το διενεργούμενο στα άλλα κράτη μέλη ασφαλιστικό έλεγχο, η γερμανική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι οι γερμανικές ελεγκτικές αρχές αναγνωρίζουν όλες τις ισοδύναμες προς τις προβλεπόμενες από τη γερμανική νομοθεσία εξακριβώσεις οι οποίες απαιτούνται στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου της χώρας της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης. Εντούτοις, η κυβέρνηση αυτή υπενθυμίζει ότι ο εφαρμοζόμενος εντός της Κοινότητας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων έλεγχος δεν είναι ούτε το ίδιο εντατικός ούτε το ίδιο ευρύς και δεν διενεργείται σύμφωνα με τις ίδιες αρχές. Εξάλλου, οι δυο οδηγίες συντονισμού, δηλαδή οι οδηγίες 73/239 και 79/267, οι οποίες, δυνάμει του πρώτου μέτρου εναρμονίσεως, θεσπίζουν τις ελάχιστες όμοιες προϋποθέσεις για τη χορήγηση αδείας σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, δεν έχουν ως αποτέλεσμα, ούτε ως εκ του περιεχομένου τους ούτε ως εκ του τρόπου γενέσεως τους, την κατάργηση των σχετικών κλάδων δικαίου των κρατών μελών που δεν καλύπτονται απ' αυτές' πράγματι, αν ήταν αυτή η πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη, θα την είχε εκφράσει και, κυρίως, όφειλε να την έχει εκφράσει σαφώς. Τέλος, οι δύο οδηγίες διευκρινίζουν ότι, όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του ασφαλιστή και επομένως την ανάγκη συστάσεως από τον τελευταίο επαρκών τεχνικών αποθεματικών, εξακολουθούν να ισχύουν οι μη εισέτι εναρμονι-σθείσες υποχρεώσεις που έχουν επιβληθεί από τις εθνικές νομοθεσίες όσον αφορά τον έλεγχο και ότι τη σχετική ευθύνη έχει η χώρα όπου ασκούνται οι ασφαλιστικές δραστηριότητες ( βλέπε το άρθρο 15 της οδηγίας 73/239 και το άρθρο 17 της οδηγίας 79/267). Όσον αφορά το περιθώριο φερεγγυότητας, δηλαδή τα ελεύθερα περιουσιακά στοιχεία που είναι αναγκαία, η ύπαρξη του εξετάζεται επίσης στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψεως αδείας. Εντούτοις, αυτή η προϋπόθεση λήψεως αδείας αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις που έχουν ενοποιηθεί με τις οδηγίες συντονισμού ( βλέπε το άρθρο 16 της οδηγίας 73/239 και το άρθρο 18 της οδηγίας 79/267 ). Κατά συνέπεια, η γερμανική ελεγκτική αρχή αναγνωρίζει το πιστοποιητικό φερεγγυότητας του κράτους της έδρας της οικείας ασφαλιστικής επιχείρησης. Επίσης, οι επιδιωκόμενοι με την προηγούμενη έγκριση των γενικών όρων ασφαλίσεως στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν με έναν επακόλουθο και a posteriori έλεγχο ούτε, ως εκ τούτου, με τον προβλεπόμενο από το νόμο της 9ης Δεκεμβρίου 1976 περί του νομικού καθεστώτος των γενικών όρων των συμβάσεων δικαστικό έλεγχο. Πράγματι, με έναν τέτοιο a posteriori έλεγχο δεν μπορεί να επιτευχθεί η διαφάνεια των όρων, πράγμα που αποτελεί τη βάση του ανταγωνισμού μέσω των ασφαλίστρων. Εξάλλου, η γερμανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, χωρίς την υποχρέωση εγκαταστάσεως, η ελεγκτική αρχή δεν μπορεί να εκπληρώσει το έργο που της έχει ανατεθεί· ειδικότερα, δεν είναι δυνατό η υποχρέωση αυτή να αντικατασταθεί από άλλο σύστημα λιγότερο περιοριστικό για την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών. Πράγματι, η υποχρέωση εγκαταστάσεως πρέπει να λειτουργεί έτσι ώστε η ελεγκτική αρχή να είναι σε θέση να ελέγχει συνεχώς και επιτοπίως την όντως ασκούμενη από τον έχοντα λάβει άδεια ασφαλιστή ασφαλιστική δραστηριότητα. Αν η αλλοδαπή επιχείρηση δεν διαθέτει εγκατάσταση στην οικεία χώρα, η ελεγκτική αρχή, στο παρόν στάδιο εξελίξεως της θεσμοθετημένης μεταξύ των κρατών μελών συνεργασίας, στερείται σχεδόν της δυνατότητας να πετύχει την εκτέλεση μιας απόφασης. Επιπλέον, η υποχρέωση εγκαταστάσεως δεν συνδέεται με υπερβολικά έξοδα, εφόσον η εγκατάσταση δεν προϋποθέτει τη νομική υποχρέωση ιδρύσεως δικτύου διανομής με εξωτερικές υπηρεσίες. Τέλος, η γερμανική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι οι αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις από άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας δεν τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως απ' ό,τι οι εγχώριες επιχειρήσεις. |
ε) |
Η βελγική κνβέρνηση φρονεί ότι το θιγέν από τη γερμανική κυβέρνηση πρόβλημα του αποτελέσματος μιας κυριαρχικής πράξης κράτους μέλους επί του εδάφους άλλου κράτους μέλους χρήζει κάθε προσοχής. Είναι της γνώμης ότι, ελλείψει συγκεκριμένης εναρμονίσεως, μια πράξη κράτους μέλους δεν μπορεί να παραγάγει από μόνη της έννομα αποτελέσματα στο έδαφος άλλων κρατών μελών. Επιπλέον, η επιβληθείσα από την κοινοτική εναρμόνιση απλή παραίτηση από το δικαίωμα ελέγχου ορισμένων προϋποθέσεων αναλήψεως μιας δραστηριότητας ή ασκήσεως της δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομική βάση ώστε να προσδοθούν στις πράξεις ενός κράτους μέλους αποτελέσματα εκτεινόμενα στο έδαφος άλλων κρατών μελών για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό απαιτείται θετική πράξη αυτού του κράτους μέλους. Ακριβώς ο κοινοτικός συντονισμός των εθνικών νομοθεσιών μπορεί, κατόπιν εναρμονίσεως, να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν διάταξη αναγνω-ρίζουσα τις πράξεις άλλων κρατών μελών σε ορισμένους τομείς. Άλλωστε, η βελγική κυβέρνηση φρονεί ότι η ιδιαιτερότητα του τομέα της ασφάλισης και η εξαιρετικά περιορισμένη εναρμόνιση που έχει πραγματοποιηθεί δικαιολογούν τη διατήρηση εθνικών απαιτήσεων ως προς τον έλεγχο στη χώρα όπου παρέχονται οι σχετικές υπηρεσίες. Οι απαιτήσεις αυτές δικαιολογούνται από το γενικό συμφέρον, το οποίο συμπίπτει εν προκειμένω με την προστασία των καταναλωτών, και αποδεικνύονται αντικειμενικά αναγκαίες για τη διασφάλιση της τήρησης των επιβληθέντων στις εγκατεστημένες επιχειρήσεις επαγγελματικών κανόνων, χωρίς τους οποίους, άλλωστε, δεν θα ήταν δυνατή η ισότητα ανταγωνισμού. Η βελγική κυβέρνηση φρονεί ότι, κατά το μέτρο που η γερμανική ρύθμιση δεν συνιστά παράβαση των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, δεν συνιστά επίσης παράβαση και η επιβληθείσα στους μεσάζοντες απαγόρευση να συνάπτουν ή να προτείνουν εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δεν έχουν λάβει άδεια στη χώρα αυτή. Καταρχάς, μια ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να διενεργεί μέσω μεσαζόντων πράξεις που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει απευθείας. Περαιτέρω, η διάταξη δεν είναι αντίθετη προς την εκ μέρους του μεσάζοντος ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ελευθερία η οποία μπορεί, όπως και αυτή των ίδιων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, να αποτελέσει αντικείμενο περιορισμών δικαιολογούμενων από το γενικό συμφέρον. |
στ) |
Η δανική κυβέρνηοη φρονεί ότι οι υποχρεώσεις εγκαταστάσεως και λήψεως αδείας που ισχύουν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συγκεντρώνουν τα καθορισμένα από το κοινοτικό δίκαιο κριτήρια. Πράγματι, δεν έχουν εισέτι θεσπιστεί από το Συμβούλιο οι κανόνες που θα μπορούσαν να διασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό κοινό επίπεδο προστασίας και θα επέτρεπαν να καταργηθούν οι εγχώριες απαιτήσεις' η πραγματοποιηθείσα, ιδίως, με την πρώτη οδηγία 73/239 εναρμόνιση δεν έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό, κατά τρόπο εξαντλητικό, ενός κοινού επιπέδου προστασίας και την κατ' αυτό τον τρόπο δημιουργία επαρκούς βάσεως για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Σύμφωνα με τη δανική κυβέρνηση, θα ήταν χρήσιμο να γίνει αναφορά στις σχετικές εμπειρίες των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ότι κάθε Ομοσπονδιακή Πολιτεία μπορεί να θεσπίζει κανόνες για όλες τις ασφαλιστικές εταιρίες που ασκούν δραστηριότητα στο έδαφός της, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών από άλλα κράτη της Ομοσπονδίας. Η εξουσία αυτή περιλαμβάνει επίσης το δικαίωμα επιβολής υποχρεώσεως εγκαταστάσεως και λήψεως αδείας. |
ζ) |
Η γαλλική κυβέρνηοη φρονεί ότι η παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών είναι αναμφισβήτητα ιδιάζουσας φύσης και ότι οι λόγοι δημοσίας τάξεως και γενικού συμφέροντος που εμπλέκονται δικαιολογούν τη θέσπιση και την εφαρμογή επί του παρέχοντος τις σχετικές υπηρεσίες επαγγελματικών κανόνων. Έχοντας υπόψη την κατάσταση αυτή, ο πραγματοποιηθείς με την οδηγία 73/239 συντονισμός είναι μόνο μερικός. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δικαιούνται να επιβάλλουν στον παρέχοντα υπηρεσίες που δεν είναι εγκατεστημένος στο έδαφός τους ειδικές υποχρεώσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και οφειλόμενες στην εφαρμογή επαγγελματικών κανόνων. Επομένως, έχοντας υπόψη τη βάση αυτή, οι επιβληθείσες από την αμφισβητούμενη γερμανική νομοθεσία υποχρεώσεις εξακολουθούν, στο πλαίσιο του παρόντος σταδίου εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, να είναι δικαιολογημένες. Πράγματι, καίτοι επιβάλλεται οι θεσπισμένοι από τα κράτη μέλη κανόνες δημοσίας τάξεως ή γενικού συμφέροντος να εφαρμόζονται και να τηρούνται, δεν είναι δυνατό το κράτος καταγωγής του παρέχοντος υπηρεσίες να ελέγχει την εκ μέρους του τελευταίου τήρηση των ισχυόντων στο κράτος όπου παρέχονται οι σχετικές υπηρεσίες κανόνων. Στο σημείο αυτό ανακύπτει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα που δεν έχει ακόμα ρυθμιστεί από κανένα κοινοτικό συντονισμό. Εξάλλου, η υποχρέωση λήψεως προηγούμενης άδειας και/ή σταθερής εγκαταστάσεως δεν είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό ούτε συνιστά επανάληψη της άδειας που ο ασφαλιστής οφείλει, κατ' εφαρμογή της οδηγίας 73/239, να λάβει στο κράτος καταγωγής του. Πράγματι, η άδεια που ο ασφαλιστής υποχρεώθηκε να λάβει στο κράτος καταγωγής του ισχύει μόνο για τις ασκούμενες στο έδαφος του κράτους αυτού δραστηριότητες. Τέλος, η επιβληθείσα στους μεσάζοντες απαγόρευση να προτείνουν ή να συνάπτουν συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δεν έχουν λάβει άδεια στο οικείο κράτος δεν είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, εφόσον ούτε η επιβληθείσα στην ίδια την επιχείρηση, για λογαριασμό της οποίας οι εν λόγω μεσάζοντες ενεργούν, υποχρέωση λήψεως αδείας είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο. 'Ετσι, μια επιχείρηση δεν δικαιούται να πραγματοποιεί μέσω μεσαζόντων πράξεις τις οποίες δεν μπορεί να ενεργήσει απευθείας, οι δε σκέψεις που οδηγούν στο να εφαρμόζονται οι εθνικές νομοθεσίες επί των επιχειρήσεων που δεν διαθέτουν εγκατάσταση ισχύουν επίσης και για τους μεσάζοντες. |
η) |
Η ιρλανδική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως της ενοποιήσεως του κοινοτικού δικαίου περί ασφαλίσεων, ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος να διατηρεί ένα σύστημα ελέγχου που θεωρεί αναγκαίο. Έτσι, οι ελέγχουσες τις ασφαλίσεις αρχές κάθε κράτους μέλους έχουν καθήκον να ενεργούν στο πλαίσιο του γενικού συμφέροντος. Και δεν είναι δυνατό να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι η αμφισβητούμενη περί ασφαλίσεων ρύθμιση δεν ανταποκρίνεται στο γενικό αυτό συμφέρον. Επιπλέον, οι εθνικές αρχές του κράτους στη δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται η σχετική αγορά είναι, κατά κύριο λόγο, οι πλέον κατάλληλες για να θεσπίζουν, χάριν του γενικού συμφέροντος, ρυθμίσεις σχετικά με τις ασφαλίσεις που συνάπτονται στην αγορά τους. Τέλος, το να μην υπόκεινται σε τέτοια εποπτεία όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δρουν στην αγορά συνεπάγεται απαράδεκτη στρέβλωση του ανταγωνισμού και βλάπτει το γενικό συμφέρον. |
θ) |
Η ιταλική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών παρουσιάζει ειδικό χαρακτήρα λόγω του οποίου είναι σκόπιμο, στο παρόν στάδιο εξελίξεως των ανεπαρκώς εναρμονισμένων εθνικών νομοθεσιών, το κράτος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος να απαιτεί από τον ασφαλιστή να έχει εγκατάσταση. Μια τέτοια απαίτηση ανταποκρίνεται στο γενικό συμφέρον χωρίς να περιορίζει δυσανάλογα την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Εν προκειμένω, η ιταλική κυβέρνηση αναφέρεται, ιδίως, στο άρθρο 61, παράγραφος 2, της Συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο «η ελευθέρωση των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών που συνδέονται με τις κινήσεις κεφαλαίων πρέπει να πραγματοποιηθεί σε αρμονία με την προοδευτική ελευθέρωση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων ». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι πρέπει πρώτα να επιτευχθεί, επί του κοινοτικού εδάφους, η ελεύθερη κυκλοφορία και η ελευθερία επενδύσεως των κεφαλαίων. Οι ασφαλίσεις έναντι ζημιών μπορούν να συνεπάγονται, τόσο για την καταβολή των αποζημιώσεων όσο και για την επένδυση σε συνάλλαγμα των τεχνικών αποθεματικών, σημαντικές μεταφορές κεφαλαίων, η απόδοση των οποίων μπορεί να επηρεάζει τον καθορισμό του επιπέδου των τιμών και, ως εκ τούτου, τον ελεύθερο ανταγωνισμό μεταξύ των εγκατεστημένων σε διαφορετικές χώρες ασφαλιστικών επιχειρήσεων. |
3. Ως προς νις επιβληθείσες επί τον κύριου ασφαλιστή, σύμφωνα με το άρθρο 111, παράγραφος 2, σημείο 3, τον VAG, υποχρεώσεις λήψεως αδείας και εγκαταστάσεως
α) |
Η Επιτροπή τονίζει ότι οι επιβληθείσες στον κύριο ασφαλιστή με το άρθρο 111, παράγραφος 2, του VAG υποχρεώσεις λήψεως αδείας και εγκαταστάσεως είναι παράνομες, όπως αποδείχτηκε κατά την ανάπτυξη της πρώτης αιτιάσεως, που αφορούσε τη νομιμότητα των αναφερόμενων στα άρθρα 105 και 106 του VAG υποχρεώσεων λήψεως αδείας και εγκαταστάσεως. Κατά τα λοιπά, η συνασφάλιση αφορά γενικώς μείζονος σημασίας κινδύνους για τους οποίους, εφόσον οι ασφαλιζόμενοι είναι γενικά μεγάλες επιχειρήσεις, απολύτως ικανές να μεριμνούν για τα συμφέροντά τους, δεν απαιτείται ιδιαίτερη σημασία. Εξάλλου, όπως όλες οι στηριζόμενες στο άρθρο 57, παράγραφος 2, της Συνθήκης οδηγίες, η οδηγία περί συνασφαλίσεως, δηλαδή η οδηγία 78/473, έχει ως αντικείμενο τη διευκόλυνση της παροχής υπηρεσιών στον εν λόγω τομέα. Επομένως, όλες οι διατάξεις της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευτούν ως συνάδουσες προς τη Συνθήκη. Κατά συνέπεια, η οδηγία δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως υποχρεώνουσα τον κύριο ασφαλιστή να είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος. Κατά συνέπεια, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορεί, προκειμένου να δικαιολογήσει τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στον κύριο ασφαλιστή, να παραπέμψει στην οδηγία 78/473 ούτε να στηριχτεί στην οδηγία 73/239. Τέλος, η Επιτροπή εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 78/473 ορίζει όλως ειδικώς την ανάγκη συνεργασίας των κρατών μελών και αποκλείει ως εκ τούτου τη μονομερή λήψη προστατευτικών μέτρων. |
β ) |
Η ολλανάική κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν συμμερίζεται την άποψη της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ ), της οδηγίας 78/473 επιβάλλει στον κύριο ασφαλιστή να έχει λάβει άδεια και να είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος. Εν προκειμένω, η ολλανδική κυβέρνηση στηρίζεται ιδίως στο περιγραφέν πιο πάνω από την Επιτροπή ιστορικό της οδηγίας. |
γ) |
Η βρετανική κυβέρνηση, για να αποδείξει ότι η υποχρέωση εγκαταστάσεως για τον κύριο ασφαλιστή είναι ασυμβίβαστη προς τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης, παραπέμπει στις εκτεθείσες πιο πάνω παρατηρήσεις της όσον αφορά τα άρθρα 105, 106 και 144, στοιχείο α), του VAG, οι οποίες κατά μείζονα λόγο ισχύουν για τη συνασφάλιση. Προσθέτει ότι, όσον αφορά τη συνασφάλιση, δεδομένου ότι η σύμβαση αυτή συνάπτεται σχεδόν αναπόφευκτα με τη βοήθεια πεπειραμένων μεσιτών, είναι δύσκολο να γίνει δεκτό ότι δικαιολογείται, για λόγους προστασίας του καταναλωτή, συμπληρωματικός έλεγχος. Η βρετανική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η οδηγία 78/473 δεν απαιτεί να είναι ο κύριος ασφαλιστής εγκατεστημένος στη χώρα του κινδύνου, πράγμα το οποίο, εξάλλου, θα ήταν αντίθετο προς το γενικό συμφέρον. Έστω και αν η οδηγία μπορούσε να νοηθεί κατά τον τρόπο αυτό, θα επρόκειτο για διφορούμενη ερμηνεία. Εν προκειμένω, η βρετανική κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι οι επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος υπόκεινται στις επιβληθείσες με την οδηγία 73/239 προϋποθέσεις, η τήρηση των οποίων παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές το δικαίωμα να μετέχουν σε πράξεις συνασφαλίσεως, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 78/473, χωρίς να υπόκεινται σε διατάξεις άλλες εκτός από αυτές της εν λόγω οδηγίας. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επιβληθεί στον κύριο ασφαλιστή υποχρέωση λήψεως αδείας και εγκαταστάσεως στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος, εκτός αν η υποχρέωση αυτή προβλέπεται ρητώς ή σιωπηρώς από την οδηγία αυτή, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επιπλέον, είναι τέτοια η φύση της συνασφάλισης, ώστε μπορεί να είναι πλεονεκτικό, ή ακόμα και καθοριστικής σημασίας, για ένα μεσίτη επι-διώκοντα να μεσολαβήσει για τη σύναψη ασφαλίσεως για κίνδυνο κείμενο στη Γερμανία, να έλθει σε επαφή με κύριο ασφαλιστή ευρισκόμενο εκτός της χώρας αυτής. Ομοίως, το να απαιτείται ο κύριος ασφαλιστής να είναι εγκατεστημένος στη χώρα όπου βρίσκεται ο κίνδυνος καθιστά αδύνατη τη σύναψη μιας και μόνης ασφάλισης για την εγγύηση καλύψεως κινδύνου κειμένου σε πολλές χώρες. Επομένως, δεν εξυπηρετείται το γενικό συμφέρον με το να είναι υποχρεωμένος ο κύριος ασφαλιστής να είναι εγκατεστημένος στο κράτος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος. |
δ) |
Προς επίρρωση της άποψης της, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του άρθρου 111, παράγραφος 2, του VAG δεν παραβιάζουν την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η γερμανική κυβέρνηση επαναλαμβάνει τις παρατηρήσεις της επί της πρώτης αιτιάσεως. Πράγματι, τόσο στην περίπτωση της συνασφάλισης όσο και σ' αυτήν της ασφάλισης γενικά, είναι αναγκαία, προκειμένου να διασφαλίζεται το γενικό συμφέρον και ιδίως η προστασία των ασφαλισμένων και των τρίτων, εθνική ρύθμιση από το κράτος όπου ασκείται η σχετική δραστηριότητα στον ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα της ασφάλισης. Εξάλλου, όταν η Επιτροπή αναφέρει ότι η συνασφάλιση αφορά μείζονος σημασίας κινδύνους, ενισχύει τη γνώμη της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβερνήσεως σύμφωνα με την οποία, προκειμένου περί κύριου ασφαλιστή που δρα πέραν των συνόρων της χώρας του, οι υποχρεώσεις λήψεως αδείας και εγκαταστάσεως στη χώρα όπου ασκούνται οι δραστηριότητες είναι απαραίτητες και δεν μπορούν να αντικατασταθούν από άλλα μέτρα. Επιπλέον, η γερμανική ρύθμιση αποτελεί το μετριοπαθέστερο για τη διασφάλιση του γενικού συμφέροντος μέσο, διότι η υποχρέωση εγκαταστάσεως και λήψεως αδείας προβλέπεται μόνο για τον κύριο ασφαλιστή ενώ, όσον αφορά τους λοιπούς συνασφαλιστές, αρκεί η λήψη άδειας στη χώρα της έδρας τους. Τέλος, η ρύθμιση αυτή δεν συνιστά καμιά δυσμενή διάκριση σε βάρος του κύριου ασφαλιστή, εφόσον οι υποχρεώσεις λήψεως αδείας και εγκαταστάσεως ισχύουν τόσο επί των εγχώριων όσο και επί των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η ισχύουσα επί του κύριου ασφαλιστή εθνική ρύθμιση συνάδει και προς την οδηγία 78/473, η οποία θεμελιώνεται στην ιδέα ότι η ασκούσα δραστηριότητες συνασφαλίσεως ασφαλιστική επιχείρηση είναι εγκατεστημένη στη χώρα όπου παρέχει τις υπηρεσίες της. Αυτό απορρέει όχι μόνο από τη γένεση και το σκοπό της οδηγίας, αλλά και από το ίδιο της το κείμενο, ιδίως το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ), σύμφωνα με το οποίο, για την εγγύηση καλύψεως « του κινδύνου αυτού », ο κύριος ασφαλιστής λαμβάνει άδεια υπό τους όρους που προβλέπονται στην οδηγία 73/239. Η διατύπωση αυτή επελέγη για να καταστεί γνωστό ότι η ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να έχει λάβει άδεια όχι μόνο στο κράτος της έδρας της και, επομένως, σε ένα οποιοδήποτε κράτος μέλος, αλλά και κατά τρόπο που να μπορεί να καλύπτει το συγκεκριμένο κίνδυνο. |
ε) |
Η βελγική κυβέρνηση τονίζει ότι η γερμανική ρύθμιση, όπως ακριβώς και η οδηγία 78/473, δεν αποσκοπεί στο να υποχρεωθεί ο κύριος ασφαλιστής να εγκατασταθεί ή να λάβει άδεια στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας· απλώς παρέχει διευκολύνσεις στους συνασφαλιστές για την περίπτωση που ο κύριος ασφαλιστής είναι εγκατεστημένος ( ή έχει λάβει άδεια ) στη Γερμανία. Εξάλλου, από πιο επισταμένη εξέταση του κειμένου της οδηγίας 78/473 καταφαίνεται ότι η οδηγία αυτή συντάχτηκε με βάση την υπόθεση ότι ο κύριος ασφαλιστής έχει λάβει άδεια, σύμφωνα με την οδηγία 73/239, στη χώρα όπου βρίσκεται ο κίνδυνος. Η αντίληψη αυτή προκύπτει ιδίως από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ), της οδηγίας 78/473, σε συνδυασμό με την οδηγία 73/239, καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 78/473, σύμφωνα με το οποίο το αποθεματικό προς πληρωμή των ατυχημάτων είναι τουλάχιστον ίσο προς το αποθεματικό που καθορίζεται από τον κύριο ασφαλιστή « σύμφωνα με τους κανόνες ή την πρακτική του κράτους στο οποίο αυτός είναι εγκατεστημένος ». |
στ) |
Η γαλλική και η ιρλανδική κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποχρεώνοντας τον κύριο ασφαλιστή να είναι εγκατεστημένος στο κράτος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος, δεν μετέφερε κατά τρόπο μη ορθό την οδηγία 78/473 στην εσωτερική της έννομη τάξη και ότι η υποχρέωση αυτή συμβιβάζεται με τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. Επίκριση της μεταφοράς αυτής θα κατέληγε, στην πραγματικότητα, στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της οδηγίας. |
ζ) |
Η ιταλική κυβέρνηση παρατηρεί ότι η οδηγία 78/473 αναφέρεται ρητώς σε κύριο ασφαλιστή εγκατεστημένο στο κράτος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος. Αυτό προκύπτει ιδίως από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, σύμφωνα με την οποία ο κύριος ασφαλιστής « είναι περισσότερο κατάλληλος από τους άλλους συνασφαλιστές για την εκτίμηση των ασφαλιστικών ζημιών και για τον καθορισμό του ελάχιστου ύψους των αποθεματικών για πληρωμή ασφαλιστικών ζημιών » η αναφορά στο ότι ο κύριος ασφαλιστής είναι περισσότερο κατάλληλος θα στερείτο νοήματος αν αυτός ήταν εγκατεστημένος σε κράτος διαφορετικό από αυτό στο οποίο βρίσκεται ο κίνδυνος. |
4. Ως προς το μέγεθος νων κινδύνων που μπορούν να καλύπτονται από κοινοτική συνασφά-Αιση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
α) |
Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η προαναφερθείσα εγκύκλιος του Bundesaufsichtsamt προβλέπει ότι, όσον αφορά τους κλάδους ασφάλισης έναντι πυρκαγιάς, αστικής ευθύνης από αεροσκάφη και γενικής αστικής ευθύνης, η εφαρμογή της οδηγίας 78/473 περιορίζεται σε μερικές εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ασφαλιστικά ανά σύμβαση ποσά υπερβαίνουν ορισμένα κατώτατα όρια. Συνέπεια της ρύθμισης αυτής είναι ότι οι σχετικές με τη συνασφάλιση γερμανικές διατάξεις δεν εφαρμόζονται επί ορισμένων κινδύνων, καίτοι, λόγω της φύσεως και της σημασίας των κινδύνων αυτών, είναι αναγκαία η συμμετοχή περισσότερων του ενός ασφαλιστών. Επομένως, τα κατώτατα όρια ασφαλιστικού ποσού αποτελούν πάντως για τους συνασφαλι-στές ένα αδικαιολόγητο και απολύτως ασυμβίβαστο προς το άρθρο 59 της Συνθήκης περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Ούτε είναι επίσης δυνατό να αντιταχτεί ο ισχυρισμός ότι η ίδια η οδηγία 78/473 προβλέπει κατώτατα όρια ασφαλιστικού ποσού. Η οδηγία αυτή, αφενός, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να περιορίσει την έκταση εφαρμογής του άρθρου 59 και, αφετέρου, ουδόλως επιτρέπει σε ορισμένα κράτη να ορίζουν κατώτατα όρια ασφαλιστικού ποσού: στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας περιγράφονται οι προβλεπόμενοι σ' αυτήν κίνδυνοι ενώ, στο δεύτερο εδάφιό της, διευκρινίζεται ότι οι δυνάμενες να ανακύψουν από την εφαρμογή της « αρχής » αυτής δυσχέρειες πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 8. Στο εν λόγω άρθρο 8 προβλέπεται η συνεργασία της Επιτροπής με τις αρχές όλων των κρατών μελών ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου αυτού, δεν προβλέπεται εξέταση όταν προκύπτει ότι η συνασφάλιση εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου οι κίνδυνοι δεν επιβάλλουν τη συμμετοχή περισσότερων του ενός ασφαλιστών. Κατά συνέπεια, η οδηγία ήδη αποκλείει κάθε μονομερή καθορισμό από τα κράτη μέλη κατώτατων ορίων ασφαλιστικού ποσού, όπως, εξάλλου, αποκλείει τον καθορισμό κατώτατων ορίων ασφαλιστικού ποσού στις περιπτώσεις όπου η συνασφάλιση δεν είναι προδήλως απαραίτητη. Επομένως, η Επιτροπή φρονεί ότι η οδηγία 78/473 δεν μεταφέρθηκε ορθώς στο γερμανικό δίκαιο και ότι έγινε παράβαση των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης. |
β ) |
Η γερμανική κυβέρνηοη φρονεί ότι η σχετική με τα κατώτατα όρια ασφαλιστικού ποσού ρύθμιση δεν παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. 'Ετσι, από την οδηγία 78/473 προκύπτει ότι, στην περίπτωση της συνασφάλισης, επιτρέπεται, χάριν συγκεκριμενοποιήσεως, ο καθορισμός εκ μέρους ενός κράτους μέλους κατώτατων ορίων. Πράγματι, το άρθρο 1, παράγραφος 2, πρώτη φράση, της οδηγίας καθώς και η δεύτερη αιτιολογική της σκέψη ορίζουν ότι η οδηγία δεν καλύπτει κάθε πιθανή συνασφάλιση, αλλά αποκλειστικά τη συνασφάλιση η οποία, λόγω της φύσεως ή της σημασίας της, παρουσιάζει ενδιαφέρον. Εφόσον δεν έχει επιβληθεί κανένας επί κοινοτικού επιπέδου περιορισμός ούτε έχει μέχρι σήμερα επιτευχθεί μεταξύ των ελεγκτικών αρχών των κρατών μελών συμφωνία σχετικά με συγκεκριμένους περιορισμούς, κατέστη αναγκαίο, για την εφαρμογή του δικαίου, να γίνουν ορισμένες νομικής φύσεως διευκρινίσεις, πράγμα που επιτεύχθηκε με την εγκύκλιο του Bundesaufsichtsamt του 1981. Επιπλέον, σύμφωνα με καταχωρηθείσα στα πρακτικά της 23ης Μαΐου 1978 δήλωση, το Συμβούλιο δήλωσε ότι η οδηγία αυτή δεν καλύπτει, κατ' αρχήν, όλους τους κινδύνους, αλλά ότι είναι αναγκαία μια συγκεκριμενοποίηση από τα διάφορα κράτη μέλη. Τέλος, η γερμανική κυβέρνηση τονίζει ότι τα καθορισθέντα κατώτατα όρια ασφαλιστικού ποσού ενδείκνυνται και εξ αντικειμενικών λόγων. Έτσι, τα όρια αυτά θεωρήθηκαν κατά το παρελθόν από την πλειοψηφία των διοικητικών αρχών των κρατών μελών ως σωστά και, όντως, οι κάτω των κατώτατων αυτών ορίων συνασφαλίσεις είναι σπάνιες στη γερμανική αγορά. |
γ) |
Η βελγική κυβέρνηοη υπεθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, όπως επικυρώθηκε με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 78/473, η τελευταία εφαρμόζεται μόνο επί ορισμένης κατηγορίας κινδύνων. Κατά συνέπεια, είναι αυτονόητο ότι οι παρεχόμενες από την οδηγία διευκολύνσεις ισχύουν μόνο για τους κινδύνους των οποίων η σπουδαιότητα υπερβαίνει τα κατώτατα όρια ασφαλιστικού ποσού. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 78/473, οι πράξεις συνασφαλίσεως που αφορούν τους λοιπούς κινδύνους εξακολουθούν να υπόκεινται στις υφιστάμενες κατά το χρόνο ενάρξεως ισχύος της οδηγίας εθνικές νομοθεσίες. Από τα προηγούμενα η βελγική κυβέρνηση συνάγει ότι η γερμανική ρύθμιση είναι σύμφωνη προς την οδηγία. Εξάλλου, εν αναμονή μεταγενέστερου συντονισμού, οι αναφερόμενες στην οδηγία πράξεις υπάγονται στο γενικό σύστημα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών το οποίο, συμβιβαζόμενο απόλυτα με τη Συνθήκη και τη νομολογία του Δικαστηρίου, συνεπάγεται προσωρινούς περιορισμούς στην ελευθερία αυτή. Κατά συνέπεια, η βελγική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αμφισβητούμενη ρύθμιση δεν αντίκειται ούτε στα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. Τέλος, η ιταλική κνβέρνηοη φρονεί ότι, ελλείψει συμφωνίας, στα κράτη μέλη εναπόκειται, για προφανείς λόγους νομικής σαφήνειας, να καθορίσουν, βάσει κριτηρίων αντλούμενων από την εθνική πρακτική, όπως ακριβώς συνέβη και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τα κατώτατα όρια ασφαλιστικού ποσού, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των υφιστάμενων εγχώριων πράξεων συνασφαλίσεως, με την προϋπόθεση ότι τα όρια αυτά δεν καθορίζονται σε επίπεδο δυνάμενο να εμποδίσει τη συγκεκριμένη εφαρμογή της οδηγίας 78/473. |
IV — Προφορική διαδικασία
Κατά τις επ' ακροατηρίου συζητήσεις της 6ης και 7ης Νοεμβρίου 1985, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, καθής, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Seidel, επικουρούμενο από τον R. Lukes, η βελγική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Hoebaer, η δανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C. Gulmann, η γαλλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. de Gouttes, η ιρλανδική κυβέρνηση εκπροσωπούμενη από τον J. D. Cooke, SC, η ιταλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ο. Fiumara, η ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. J. Keur, η βρετανική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ν. Α. Phillips, QC, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφεύγουσα, εκπροσωπούμενη από τον F. W. Albrecht, επικουρούμενο από τον E. Steindorff.
Κατά τη συνεδρίαση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η προσφυγή δεν αφορά τις υποχρεωτικές ασφαλίσεις και ότι στην πρώτη αιτίαση περιλαμβάνεται όχι μόνο η δραστηριότητα της πρωτασφάλισης εκτός της ασφαλίσεως ζωής, αλλά και η πρωτασφάλιση ζωής, πράγμα για το οποίο η γερμανική κυβέρνηση δήλωσε ότι ουδέποτε αμφέβαλε. Εξάλλου, η Επιτροπή εξήγησε ότι δεν αμφισβητεί ότι τα κράτη μέλη εντός των οποίων υφίσταται ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δικαιούνται να ασκούν κάποιο, έστω και προκαταρκτικό, έλεγχο επί της δραστηριότητας του παρέχοντος υπηρεσίες στο εν λόγω κράτος. Η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι τέτοιος έλεγχος δεν μπορεί να ασκείται με τη μορφή της απαιτήσεως προηγουμένης λήψεως τυπικής άδειας ή της υποχρέωσης κατοχής σταθερής εγκαταστάσεως. Τέλος, όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η αιτίαση αυτή δεν στρέφεται κατά του μονομερούς καθορισμού του ύψους των κατώτατων ορίων ασφαλιστικού ποσού, αλλά κατά της ίδιας της ύπαρξης τέτοιων ορίων. Η αιτίαση αυτή στηρίζεται στην άποψη ότι κάθε υποχρέωση λήψεως αδείας και εγκαταστάσεως σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της ασφάλισης είναι αντίθετη προς τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης, τα δε κράτη μέλη δεν μπορούν, κατά την μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική τους έννομη τάξη, να περιορίζουν την εξαίρεση από τις υποχρεώσεις εγκαταστάσεως και λήψεως αδείας στους συνασφαλιστές που μετέχουν σε ασφαλιστικές δραστηριότητες οι οποίες, σύμφωνα με την αντίληψη κάθε κράτους μέλους, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Η βρετανική κυβέρνηση επέμεινε ιδίως στη σημασία της ελευθέρωσης των εμπορικών ασφαλίσεων, για τις οποίες δεν υφίστανται οι ανάγκες προστασίας των συμβαλλομένων σε συμβάσεις ασφαλίσεως. Η γερμανική κυβέρνηση αμφισβήτησε τη δήλωση της βρετανικής κυβερνήσεως ότι οι μεσάζοντες διασφαλίζουν μόνο τα συμφέροντα του συμβαλλομένου σε σύμβαση ασφαλίσεως.
Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου 1986.
Ο. Due
εισηγητής δικαστής
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.
της 4ης Δεκεμβρίου 1986 ( *1 )
Στην υπόθεση 205/84,
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο F.-W. Albrecht, επικουρούμενο από τον Ε. Steindorff, καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μονάχου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Μ. Beschel, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,
προσφεύγουσα,
υποστηριζόμενη από
1) το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τον Ι. Verkade, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ ολλανδική πρεσβεία, 5, rue C. Μ. Spoo,
2) το Ηνωμένο Βασίλειο, εκπροσωπούμενο από τον J. R. J. Braggins, του Treasury Solicitors' Department, Queen Anne' s Chambers, Λονδίνο, επικουρούμενο από τον Ν. Phillips, QC, και τον Ρ. Lasok, Barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ βρετανική πρεσβεία, 28, boulevard Royal,
παρεμβαίνοντες,
κατά
Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τον Μ. Seidel, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, επικουρούμενο από τον R. Lukes, καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Münster, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ γερμανική πρεσβεία, 20-22, avenue Emile-Reuter,
καθής,
υποστηριζόμενης από
1) το Βασίλειο του Βελγίου, διά του Υπουργού Εξωτερικών, εκπροσωπούμενου από τον R. Hoebaer, διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις Αναπτυσσόμενες Χώρες, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ βελγική πρεσβεία, 4, rue des Girondins,
2) το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τον L. Mikaelsen, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Claus Gulmann, καθηγητή Νομικής, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δανό επιτετραμμένο Ib Bodenhagen, υπουργικό σύμβουλο, βασιλική πρεσβεία της Δανίας, 11 Β, boulevard Joseph-II,
3) τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον G. Guillaume, διευθυντή νομικών υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ γαλλική πρεσβεία, 2, rue Bertholet,
4) την Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον L. J. Dockery, Chief State Solicitor, Dublin Castle, Δουβλίνο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ ιρλανδική πρεσβεία, 28, route d' Arlon,
5) την Ιταλική Δημοκρατία, διά του L. Ferrari Bravo, προϊσταμένου της Υπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών, Συνθηκών και Νομοθετικών Υποθέσεων, εκπροσωπούμενου και επικουρούμενου από τον Ο. Fiumara, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ ιταλική πρεσβεία, 5, rue Marie-Adélaïde,
παρεμβαίνοντες,
που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ, ιδίως από τα άρθρα της 59 και 60, στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ασφαλίσεως, συμπεριλαμβανομένης της συνασφαλίσεως, και από την οδηγία 78/473 του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 1978, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 14),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Y. Galmot, Κ. Κακούρη, Τ. F. Ο' Higgins και F. Schockweiler, προέδρους τμήματος, G. Bosco, Τ. Koopmans, Ο. Due, U. Everling, Κ. Bahlmann και R. Joliét, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn
γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας
έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση όπως συμπληρώθηκε μετά την προφορική διαδικασία της 6ης και 7ης Νοεμβρίου 1985,
αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου 1986,
εκδίδει την ακόλουθη
ΑΠΟΦΑΣΗ
1 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Αυγούστου 1984, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,
|
2 |
Η Επιτροπή άσκησε επίσης προσφυγές λόγω παραβάσεως κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας ( υπόθεση 220/83 ), της Δανίας ( υπόθεση 252/83 ) και της Ιρλανδίας ( υπόθεση 206/84), σχετικές με τη μεταφορά από αυτά τα κράτη μέλη της προαναφερθείσας οδηγίας 78/473 στην εσωτερική έννομη τάξη. Με τις προσφυγές αυτές η Επιτροπή προβάλλει αιτιάσεις που συμπίπτουν ευρέως με τις αιτιάσεις των στοιχείων β ) και γ ) της παρούσας υπόθεσης. Αντιθέτως, στις προσφυγές αυτές δεν περιλαμβάνονται αιτιάσεις αντίστοιχες προς αυτή του στοιχείου α ), καίτοι, στα εν λόγω κράτη μέλη, οι γενικές νομοθεσίες περί του ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων περιέχουν περιορισμούς παρόμοιους με αυτούς που αποτελούν το αντικείμενο της αιτίασης αυτής. |
3 |
Στην παρούσα υπόθεση, οι κυβερνήσεις του Βελγίου, της Δανίας, της Γαλλίας, της Ιρλανδίας και της Ιταλίας παρενέβησαν υπέρ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενώ οι κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ολλανδίας παρενέβησαν υπέρ της Επιτροπής. |
4 |
Όσον αφορά τις επίδικες διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας, τις κοινοτικές οδηγίες περί συντονισμού στον τομέα της ασφάλισης και τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα τόσο των κυρίων διαδίκων όσο και των παρεμβαινόντων, γίνεται παραπομπή στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο. |
Ι — Ως προς το παραδεκτό
5 |
Προκαταρκτικώς, πρέπει να εξεταστούν ορισμένα προβλήματα παραδεκτού τα οποία συζητήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. |
6 |
Η ιρλανδική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, ασκώντας όλες αυτές τις προσφυγές, επιχειρεί να προτρέξει των διαδικασιών που έχει ήδη κινήσει το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 57, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Η πρόταση περί της δεύτερης οδηγίας σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός της ασφαλίσεως ζωής ( ABl. 1976, C 32, σ. 2, καλούμενη εφεξής πρόταση δεύτερης οδηγίας), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Συμβουλίου, αφορά τα ίδια ακριβώς προβλήματα οριοθετήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης. Πράγματι, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διασφαλίσει την αποστολή που, βάσει της Συνθήκης, έχει ανατεθεί στο Συμβούλιο. |
7 |
Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 155 της Συνθήκης, η Επιτροπή μεριμνά για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης. Στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της αποστολής αυτής, στο Όργανο αυτό εναπόκειται, εφόσον κρίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη, να ασκήσει κατ' εφαρμογή του άρθρου 169 προσφυγή. Το γεγονός και μόνο ότι έχει ήδη υποβληθεί στο Συμβούλιο πρόταση νομοθετικής πράξεως, η έκδοση και μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οποίας θα μπορούσαν να θέσουν τέρμα στην προβαλλόμενη από την Επιτροπή παράβαση, δεν εμποδίζει την Επιτροπή να ασκήσει μια τέτοια προσφυγή λόγω παραβάσεως. |
8 |
Η γαλλική και η ιρλανδική κυβέρνηση υποστήριξαν ότι, στην πραγματικότητα, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η οδηγία 78/473 είναι σύμφωνη προς τη Συνθήκη και, ως εκ τούτου, τη νομιμότητα της οδηγίας αυτής. Η Επιτροπή όμως δεν άσκησε εμπροθέσμως προσφυγή ακυρώσεως κατά της οδηγίας αυτής. Συνεπώς, οι κυβερνήσεις αυτές εκφράζουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής της Επιτροπής, με την οποία αμφισβητείται πάλι ένα κείμενο κοινοτικού δικαίου θεωρούμενο ως οριστικό. |
9 |
Διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή φέρει στο φως μια διάσταση ως προς την ερμηνεία της οδηγίας. Με προσφυγή της, η Επιτροπή εννοεί την οδηγία σύμφωνα με την ερμηνεία που αυτή δίνει στα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης, ενώ οι δύο κυβερνήσεις την εννοούν κατά τρόπο αντίθετο προς την εν λόγω ερμηνεία των άρθρων 59 και 60. Όμως, αυτά τα προβλήματα ερμηνείας μπορούν να επιλυθούν μόνο κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. |
10 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, τίποτα δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να προβεί στην εξέταση της ουσίας. |
II — Ως προς την ουσία
Α — Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση της Επιτροπής
1) Ως προς το αντικείμενο της αιτίασης
11 |
Από την ίδια τη διατύπωση των αιτημάτων της Επιτροπής προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση αφορά τις υποχρεώσεις λήψεως άδειας και εγκαταστάσεως που έχουν επιβληθεί από τον VAG σε κάθε παρέχοντα υπηρεσίες στον τομέα γενικά της πρωτα-σφάλισης εκτός των ασφαλίσεων μεταφορών, που δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις αυτές, και της κοινοτικής συνασφάλισης, η οποία αποτελεί αντικείμενο της δεύτερης και τρίτης αιτίασης. Εξάλλου, το Δικαστήριο σημειώνει το γεγονός ότι, κατά την προφορική διαδικασία, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η προσφυγή δεν αφορά τις υποχρεωτικές ασφαλίσεις. |
12 |
Άλλωστε, σε απάντηση ερωτήματος του Δικαστηρίου, η Επιτροπή εξήγησε ότι, αντίθετα προς τις σχετικές με την κοινοτική συνασφάλιση αιτιάσεις, η πρώτη αιτίαση αφορά επίσης τις ασφαλίσεις ζωής. Κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, η γερμανική κυβέρνηση υποστήριξε ότι ουδέποτε αμφισβήτησε ότι οι ασφαλίσεις αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως. Εντούτοις, ορισμένες από τις κυβερνήσεις που παρενέβησαν υπέρ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας θεώρησαν την απάντηση της Επιτροπής ως απόπειρα διευρύνσεως του αντικειμένου της προσφυγής, πράγμα που τους στερεί έτσι τη δυνατότητα να τονίσουν ιδιαίτερες καταστάσεις του τομέα των ασφαλίσεων ζωής. |
13 |
Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τόσο η αιτιολογημένη γνώμη όσο και το δικόγραφο της προσφυγής έχουν γενική διατύπωση και αφορούν γερμανικές διατάξεις που εφαρμόζονται και επί των ασφαλίσεων ζωής. Είναι αλήθεια ότι και τα δύο πιο πάνω έγγραφα αναφέρουν μόνο την οδηγία 73/239 του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 157 ) και την προαναφερθείσα οδηγία 78/473 περί της κοινοτικής συνασφαλίσεως και όχι την οδηγία 79/267 του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 57 ). Πάντως, αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι, όσον αφορά τα ασκούντα επιρροή στην υπό κρίση προσφυγή σημεία, η οδηγία του 1979 δεν διαφέρει από την του 1973. Καίτοι οι ασφαλίσεις ζωής θέτουν πράγματι προβλήματα, ιδίως όσον αφορά τους όρους ασφαλίσεως και τον τόπο όπου πρέπει να βρίσκονται τα τεχνικά αποθεματικά, τα προβλήματα αυτά μπορούν να διακριθούν από τα των απαιτήσεων εγκαταστάσεως και λήψεως άδειας, τα οποία αποτελούν και το μόνο αντικείμενο της πρώτης της αιτίασης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η απάντηση της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί ως διευκρίνιση και όχι ως διεύρυνση της προσφυγής. |
14 |
Με το αίτημα της σχετικά με την πρώτη αιτίαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε μεμονωμένα στην απαγόρευση που έχει επιβληθεί με τον VAG σχετικά με τη δυνατότητα των μεσαζόντων που είναι εγκατεστημένοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να προτείνουν σε κατοίκους του κράτους αυτού τη σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεως με ασφαλιστές εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, η Επιτροπή και η βρετανική κυβέρνηση υποστήριξαν ότι τέτοιοι μεσάζοντες, με το να παρέχουν συμβουλές όσον αφορά την επιλογή ασφαλίσεων και ασφαλιστών, ενεργούν προς το συμφέρον και μόνο των συμβαλλόμενων σε συμβάσεις ασφαλίσεως. Επομένως, οι σχετικοί με την προστασία των τελευταίων λόγοι που επικαλέστηκε η γερμανική κυβέρνηση δεν μπορούν με κανένα τρόπο να δικαιολογήσουν την απαγόρευση αυτή, και αυτό ακόμα λιγότερο αφού, σύμφωνα με την κυβέρνηση αυτή, ο VAG δεν απαγορεύει στους συμβαλλόμενους σε σύμβαση ασφαλίσεως οι οποίοι διαμένουν σε γερμανικό έδαφος να έρχονται σε απευθείας διαπραγματεύσεις με την οικεία αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση. |
15 |
Η γερμανική κυβέρνηση απάντησε ότι, όταν ο συμβαλλόμενος σε σύμβαση ασφαλίσεως έρχεται με δική του πρωτοβουλία σε απευθείας διαπραγματεύσεις με την αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία, εν γνώσει του παραιτείται από την προστασία της νομοθεσίας της χώρας του. Αντιθέτως, στην περίπτωση μεσάζοντος εγκατεστημένου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο συμβαλλόμενος απευθύνεται σε εγχώρια επιχείρηση η οποία όμως ασκεί τις δραστηριότητές της προς το συμφέρον ασφαλιστικών επιχειρήσεων και, εν προκειμένω, προς το συμφέρον επιχειρήσεως που δεν είναι εγκατεστημένη ούτε έχει λάβει άδεια στη Γερμανία. Επομένως, η επίδικη απαγόρευση συνιστά, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, αναγκαίο συμπλήρωμα στις απαιτήσεις εγκαταστάσεως και λήψεως άδειας. |
16 |
Επί του σημείου αυτού, πρέπει να υπομνηστεί ότι το επάγγελμα του μεσάζοντος στον τομέα των ασφαλίσεων δεν αποτελεί αντικείμενο καμιάς κοινοτικής ρύθμισης βάσει της οποίας θα μπορούσε το Δικαστήριο να δεχτεί ότι ένας τέτοιος μεσάζων ασκεί τις δραστηριότητες του προς το συμφέρον του ενός ή του άλλου μέρους συμβάσεως ασφαλίσεως. Εξάλλου, το γεγονός ότι μια σύμβαση ασφαλίσεως διαπραγματεύτηκε μεσάζων που δεν ενήργησε κατ' εντολή της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να αλλοιώσει το χαρακτήρα της σύμβασης αυτής ως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους της τελευταίας αυτής επιχείρησης προς το συμβαλλόμενο στη σύμβαση ασφαλίσεως. Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι, όσον αφορά τους κανόνες περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η επίδικη απαγόρευση δεν μπορεί να διαχωριστεί από την αιτίαση περί των υποχρεώσεων εγκαταστάσεως και λήψεως άδειας που έχουν επιβληθεί στην ασφαλιστική επιχείρηση ως παρέχουσα υπηρεσίες και ότι, επομένως, αρκεί να αποφανθεί το Δικαστήριο ως προς αυτή την αιτίαση. |
17 |
Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής αναφέρεται στον τομέα της ασφάλισης στο σύνολο του, εκτός των ασφαλίσεων μεταφορών, της κοινοτικής συνασφάλισης και των υποχρεωτικών ασφαλίσεων, και ότι αφορά τις απαιτήσεις εγκαταστάσεως και λήψεως άδειας που έχουν επιβληθεί από τη γερμανική νομοθεσία στους κοινοτικούς ασφαλιστές ως παρεχόντων υπηρεσίες κατά την έννοια της Συνθήκης. |
2) Ως προς την έννοια της παροχής υπηρεσιών στον νομέα της ασφάλιοης
18 |
Σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η κατάργηση των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας εκτείνεται επί όλων των υπηρεσιών που παρέχονται από υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε χώρα της Κοινότητας διαφορετική από αυτή του αποδέκτη παροχής. Σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 1, ως υπηρεσίες κατά την έννοια της Συνθήκης νοούνται οι παροχές που κατά κανόνα προσφέρονται αντί αμοιβής εφόσον δεν διέπονται από τις διατάξεις τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των κεφαλαίων και των προσώπων. |
19 |
Όσον αφορά τις κατ' αυτό τον τρόπο προσδιορισθείσες παροχές υπηρεσιών, τα άρθρα αυτά, με την επιφύλαξη, πάντως, των διατάξεων του άρθρου 61 και των άρθρων 55 και 56 στις οποίες ρητώς παραπέμπει το άρθρο 66, επιβάλλουν την κατάργηση κάθε περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία τους. Ενώ ως προς τις τελευταίες αυτές διατάξεις δεν τίθεται θέμα στην υπό κρίση προσφυγή, η ιταλική κυβέρνηση υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 61, παράγραφος 2, η ελευθέρωση των ασφαλιστικών υπηρεσιών που συνδέονται με τις κινήσεις κεφαλαίων πρέπει να πραγματοποιηθεί σε αρμονία με την προοδευτική ελευθέρωση της κυκλοφορίας κεφαλαίων. Εντούτοις, πρέπει σχετικά να επισημανθεί ότι ήδη με την πρώτη οδηγία του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 1960, περί της εφαρμογής του άρθρου 67 της Συνθήκης ( ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 4 ), προβλέφθηκε ότι τα κράτη μέλη χορηγούν κάθε έγκριση συναλλάγματος το οποίο αφορά την κίνηση κεφαλαίων που απαιτείται για την εκτέλεση συμβάσεων ασφαλίσεως, καθόσον οι συμβάσεις αυτές τυγχάνουν του ευεργετήματος της ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών, σε εκτέλεση του άρθρου 59 και επ. της Συνθήκης. |
20 |
Επομένως, καίτοι οι κανόνες περί κινήσεως κεφαλαίων δεν είναι ικανοί να περιορίσουν την ελευθερία συνάψεως συμβάσεων ασφαλίσεως υπό μορφή παροχής υπηρεσιών δυνάμει των άρθρων 59 και 60, τίθεται, εντούτοις, το πρόβλημα της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής των άρθρων αυτών σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με το δικαίωμα εγκαταστάσεως. |
21 |
Εν προκειμένω, πρέπει να αναγνωριστεί ότι μια ασφαλιστική επιχείρηση άλλου κράτους μέλους, η οποία ασκεί δραστηριότητα κατά τρόπο μόνιμο στο εν λόγω κράτος μέλος, υπάγεται στις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως, και αυτό έστω και αν η σχετική δραστηριότητα της επιχείρησης δεν ασκείται μέσω υποκαταστήματος ή πρακτορείου, αλλά μέσω απλού γραφείου, το οποίο διευθύνεται από το δικό της προσωπικό ή από ανεξάρτητο πρόσωπο, στο οποίο όμως έχει δοθεί η εντολή να ενεργεί γι' αυτή κατά τρόπο μόνιμο όπως θα έπραττε ένα πρακτορείο. Επομένως, κατόπιν του προαναφερθέντος ορισμού, που περιέχεται στο άρθρο 60, παράγραφος 1, μια τέτοια επιχείρηση ασφαλίσεως δεν μπορεί να επικαλεστεί τα άρθρα 59 και 60 όσον αφορά τις δραστηριότητές της στο εν λόγω κράτος μέλος. |
22 |
Ομοίως, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 3ης Δεκεμβρίου 1974 ( Van Binsbergen, 33/74, Sig. σ. 1299 ), δεν μπορεί ένα κράτος μέλος να στερηθεί του δικαιώματος θεσπίσεως διατάξεων που αποσκοπούν στο να εμποδιστεί ώστε η ελευθερία που εγγυάται το άρθρο 59 να χρησιμοποιηθεί από παρέχον υπηρεσίες πρόσωπο του οποίου η δραστηριότητα κατευθύνεται εξ ολοκλήρου ή κυρίως προς το έδαφός του με σκοπό να μην υπαχθεί το πρόσωπο αυτό στους επαγγελματικούς κανόνες που θα εφαρμόζονταν επί αυτού σε περίπτωση που θα ήταν εγκατεστημένο στο έδαφος του κράτους αυτού, ενώ μια τέτοια κατάσταση μπορεί να διέπεται από το κεφάλαιο περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως και όχι από αυτό που αφορά την παροχή υπηρεσιών. |
23 |
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι, εφόσον το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 59 και 60 έχει καθοριστεί σύμφωνα με τους τόπους εγκαταστάσεως ή διαμονής του παρέχοντος τις υπηρεσίες και του αποδέκτη των υπηρεσιών, είναι δυνατό να ανακύψουν ιδιαίτερα προβλήματα όταν ο καλυπτόμενος από τη σύμβαση ασφαλίσεως κίνδυνος βρίσκεται στο έδαφος κράτους διαφορετικού από το του συμβαλλομένου στη σύμβαση ασφαλίσεως αποδέκτη των υπηρεσιών. Τα προβλήματα αυτά, που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ενώπιόν του συζητήσεως, δεν θα εξεταστούν από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Επομένως, η εξέταση που ακολουθεί αφορά μόνο τις ασφαλίσεις έναντι κινδύνων ευρισκόμενων στο κράτος μέλος του συμβαλλόμενου σε σύμβαση ασφαλίσεως ( καλούμενο εφεξής « το κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες » ). |
24 |
Από τις προηγούμενες σκέψεις απορρέει ότι οι παροχές υπηρεσιών που πρέπει να εξεταστούν προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της υπό κρίση προσφυγής αφορούν μόνο συμβάσεις ασφαλίσεως έναντι κινδύνων κείμενων σε ένα κράτος μέλος, οι οποίες έχουν συναφθεί από συμβαλλόμενο που είναι εγκατεστημένος ή διαμένει στο κράτος αυτό με ασφαλιστή που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος και ο οποίος ουδόλως βρίσκεται μονίμως στο πρώτο κράτος ούτε κατευθύνει τις δραστηριότητες του, εξ ολοκλήρου ή κυρίως, προς το έδαφος του κράτους αυτού. |
3) Ως προς τo αν συμβιβάζονται οι επίδικες υποχρεώσεις με τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης
25 |
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης έχουν άμεση εφαρμογή μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου χωρίς η δυνατότητα εφαρμογής τους να εξαρτάται από την εναρμόνιση ή το συντονισμό των νομοθεσιών των κρατών μελών. Τα άρθρα αυτά επιβάλλουν την κατάργηση όχι μόνο κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας εις βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που έχει επιβληθεί λόγω του ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθεί η υπηρεσία. |
26 |
Δεδομένου ότι η γερμανική κυβέρνηση και ορισμένες από τις κυβερνήσεις που παρενέβησαν υπέρ αυτής επικαλέστηκαν το άρθρο 60, παράγραφος 3, για να υποστηρίξουν ότι το κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες μπορεί να εφαρμόζει την περί ελέγχου νομοθεσία του και επί των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος ασφαλιστών, πρέπει να προστεθεί, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, ιδίως, με την απόφαση του της 17ης Δεκεμβρίου 1981 ( Webb, 279/80, Συλλογή σ. 3305 ), ότι η εν λόγω παράγραφος αποσκοπεί, πρώτον, στο να παράσχει τη δυνατότητα στον παρέχοντα υπηρεσίες να ασκήσει τη δραστηριότητα του εντός του κράτους μέλους όπου παρέχεται η υπηρεσία, χωρίς διάκριση σε σχέση με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάθε εθνική νομοθεσία, η οποία εφαρμόζεται στους υπηκόους του εν λόγω κράτους και αφορά συνήθως μια μόνιμη δραστηριότητα των εγκατεστημένων στο τελευταίο επιχειρήσεων, μπορεί να εφαρμοστεί στο σύνολό της και κατά τον ίδιο τρόπο επί δραστηριοτήτων προσωρινού χαρακτήρα που ασκούν οι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις. |
27 |
Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει δεχτεί, ιδίως με τις αποφάσεις του της 18ης Ιανουαρίου 1979 (Van Wesemael, 110 και 111/78, Sig. σ. 35) και της 17ης Δεκεμβρίου 1981 (η προαναφερθείσα απόφαση Webb, 279/80 ), ότι, δεδομένης της ιδιάζουσας φύσης ορισμένων παροχών υπηρεσιών, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ασυμβίβαστες προς τη Συνθήκη ειδικές υποχρεώσεις επιβαλλόμενες στον παρέχοντα την υπηρεσία, οι οποίες δικαιολογούνται από την εφαρμογή κανόνων που διέπουν αυτό το είδος δραστηριοτήτων. Πάντως, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνο από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και επιβαλλόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους όπου παρέχονται οι υπηρεσίες, εφόσον το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου έχει την εγκατάσταση του. Εξάλλου, οι εν λόγω υποχρεώσεις πρέπει να είναι εξ αντικειμένου αναγκαίες για την εξασφάλιση της τήρησης των επαγγελματικών κανόνων και τη διασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων, πράγμα που αποτελεί και το στόχο των τελευταίων. |
28 |
Πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι επίδικες στην υπό κρίση υπόθεση υποχρεώσεις, δηλαδή οι επιβαλλόμενες σε ασφαλιστή που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, έχει λάβει άδεια της ελεγκτικής αρχής του κράτους αυτού και υπόκειται στον έλεγχο της αρχής αυτής, να έχει μόνιμη εγκατάσταση στο έδαφος του κράτους όπου παρέχονται οι υπηρεσίες και να λάβει χωριστή άδεια από την ελεγκτική αρχή του κράτους αυτού, συνιστούν περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κατά το μέτρο που καθιστούν επαχθέστερες τις παροχές αυτές στο κράτος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες, ιδίως όταν οι δραστηριότητες του ασφαλιστή στο κράτος αυτό εμφανίζουν χαρακτήρα καθαρώς περιστασιακό. |
29 |
Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης μόνο εφόσον αποδεικνύεται ότι υφίστανται, στον τομέα της εξεταζόμενης δραστηριότητας, επιτακτικοί λόγοι συνδεόμενοι με το γενικό συμφέρον δικαιολογούντες περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ότι το συμφέρον αυτό δεν έχει ήδη διασφαλιστεί από τους κανόνες του κράτους εγκαταστάσεως και ότι το ίδιο αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με κανόνες λιγότερο αναγκαστικούς. |
α) Ως προς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος που δικαιολογεί ορισμένους περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της ασφάλισης
30 |
Όπως ισχυρίστηκαν η γερμανική κυβέρνηση και οι παρεμβαίνοντες υπέρ αυτής, χωρίς να αντικρουστούν ούτε από την Επιτροπή ούτε από τη βρετανική και την ολλανδική κυβέρνηση, οι ασφαλίσεις αποτελούν έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα από την άποψη της προστασίας του καταναλωτή τόσο ως συμβαλλομένου σε σύμβαση ασφαλίσεως όσο και ως ασφαλισμένου. Αυτό προκύπτει ιδίως από τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της παροχής του ασφαλιστή, η οποία συνδέεται με γεγονότα μέλλοντα η επέλευση ή, εν πάση περιπτώσει, ο χρόνος επελεύσεως των οποίων είναι αβέβαιος κατά το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως. Ο ασφαλισμένος που δεν αποζημιώνεται μετά το ατύχημα μπορεί να βρεθεί σε λίαν επισφαλή κατάσταση. Ομοίως, είναι, κατά γενικό κανόνα, εξαιρετικά δύσκολο για το συμβαλλόμενο σε σύμβαση ασφαλίσεως να εκτιμήσει αν οι προοπτικές εξελίξεως της οικονομικής κατάστασης του ασφαλιστή και οι όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που πολύ συχνά επιβάλλονται από τον τελευταίο, του παρέχουν επαρκή εγγύηση ότι θα αποζημιωθεί σε περίπτωση ατυχήματος. |
31 |
Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη, όπως επισήμανε η γερμανική κυβέρνηση, ότι, σε ορισμένους κλάδους, η ασφάλιση έχει καταστεί μαζικό φαινόμενο. Πράγματι, οι συνάπτοντες συμβάσεις ασφαλίσεως είναι παρά πολλοί, σε σημείο μάλιστα ώστε η διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των ζημιουμένων τρίτων να αφορά κατ' ουσίαν ολόκληρο τον πληθυσμό. |
32 |
Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στον τομέα της ασφάλισης οδήγησαν όλα τα κράτη μέλη στο να θεσπίσουν νομοθεσίες που υποβάλλουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όσον αφορά τόσο την οικονομική τους κατάσταση όσο και τους όρους ασφαλίσεως που επιβάλλουν, σε επιτακτικούς κανόνες και σε διαρκή έλεγχο τηρήσεως των κανόνων αυτών. |
33 |
Επομένως, αποδεικνύεται ότι υφίστανται στον εν λόγω τομέα επιτακτικοί λόγοι συνδεόμενοι προς το γενικό συμφέρον οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, υπό τον όρον όμως ότι οι κανόνες του κράτους εγκαταστάσεως δεν αρκούν για την επίτευξη του αναγκαίου επιπέδου προστασίας, οι δε απαιτήσεις του κράτους όπου παρέχονται οι υπηρεσίες δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι εν προκειμένω αναγκαίο. |
β) Ως προς το ζήτημα αν το γενικό συμφέρον έχει ήδη διασφαλιστεί από τους κανόνες του κράτους εγκαταστάσεως
34 |
Η Επιτροπή καθώς και η βρετανική και η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, μετά την έκδοση των πρώτων οδηγιών συντονισμού 73/239 και 79/267, η προαναφερθείσα μέριμνα προστασίας έχει σε σημαντικό βαθμό διασφαλιστεί μέσω του ελέγχου των αρχών του κράτους εγκαταστάσεως. |
35 |
Εν προκειμένω, πρέπει προκαταρκτικούς να επισημανθεί ότι οι δύο αυτές οδηγίες, σύμφωνα με τα « υπόψη » τους, τις αιτιολογικές τους σκέψεις και το κείμενο των διατάξεων τους, αποσκοπούν στο να διευκολυνθεί η ίδρυση υποκασταστημάτων ή πρακτορείων σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος της έδρας. Οι εν λόγω οδηγίες ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ, αφενός, της νομοθεσίας και της ελεγκτικής αρχής του κράτους της έδρας και, αφετέρου, μεταξύ της νομοθεσίας και της ελεγκτικής αρχής του κράτους μέλους όπου η επιχείρηση έχει ιδρύσει υποκαταστήματα ή πρακτορεία, χωρίς όμως να αφορούν τις δραστηριότητες που ασκεί η επιχείρηση υπό μορφή παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν οι διατάξεις των οδηγιών αυτών στη σχέση μεταξύ του κράτους εγκαταστάσεως, όπου βρίσκονται η έδρα, το υποκατάστημα ή το πρακτορείο και του κράτους εντός του οποίου παρέχεται η υπηρεσία. Η σχέση αυτή ρυθμίζεται μόνο στην πρόταση δεύτερης οδηγίας. |
36 |
Επιβάλλεται, πάντως, να εξεταστεί μήπως οι δύο πρώτες οδηγίες έχουν, παρ' όλ' αυτά, προβλέψει, σ' ολόκληρη την Κοινότητα, προϋποθέσεις ασκήσεως των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων αρκετά ισοδύναμες και δυνατότητες ελέγχου αρκετά αποτελεσματικές, ώστε να καταργηθούν στο σύνολο τους ή, τουλάχιστον, εν μέρει οι περιορισμοί που επιβάλλουν τα κράτη όπου παρέχονται οι υπηρεσίες στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. |
37 |
Όσον αφορά τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι δύο οδηγίες περιέχουν λεπτομερέστατες διατάξεις σχετικά με τα ελεύθερα στοιχεία ενεργητικού της επιχείρησης, ήτοι το δικό της κεφάλαιο. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στο να διασφαλίζεται η φερεγγυότητα της επιχείρησης, οι δε οδηγίες επιβάλλουν στην ελεγκτική αρχή του κράτους μέλους της έδρας της επιχείρησης να ελέγχει την κατάσταση φερεγγυότητάς της « για το σύνολο των δραστηριοτήτων της ». Η έκφραση αυτή πρέπει να νοηθεί ως περιλαμβάνουσα και τις δραστηριότητες που ασκούνται υπό τη μορφή παροχής υπηρεσιών. Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι το κράτος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες δεν δικαιούται να προβαίνει το ίδιο σε τέτοιους ελέγχους, αλλά οφείλει να αποδέχεται το πιστοποιητικό φερεγγυότητας που εκδίδει η ελεγκτική αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η έδρα της παρέχουσας υπηρεσίες επιχείρησης. Κατά την άποψη της γερμανικής κυβέρνησης, την οποία δεν αντέκρουσε η Επιτροπή, αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. |
38 |
Αντιθέτως, με τις δύο οδηγίες δεν πραγματοποιήθηκε εναρμόνιση των εθνικών κανόνων όσον αφορά τα τεχνικά αποθεματικά, δηλαδή τα χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία δεσμεύονται για να χρησιμεύσουν ως εγγύηση εκπληρώσεως των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί δυνάμει συναφθεισών συμβάσεων και τα οποία διακρίνονται από το κεφάλαιο της επιχείρησης. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, οι οδηγίες έχουν ρητώς επιφυλάξει την αναγκαία εναρμόνιση σε μεταγενέστερες οδηγίες. Επομένως, με τις οδηγίες 73/239 και 79/267 έχει ανατεθεί σε κάθε χώρα στην οποία ασκούνται δραστηριότητες η μέριμνα της ρυθμίσεως, σύμφωνα με το δικό της δίκαιο, του υπολογισμού τέτοιων αποθεματικών και του καθορισμού της φύσεως και της εκτιμήσεως των στοιχείων ενεργητικού που συνιστούν τα αποθέματα αυτά. Καίτοι οι οδηγίες προβλέπουν ότι το κράτος της έδρας υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο ισολογισμός της επιχείρησης να παρουσιάζει ενεργητικό ανάλογο και ισοδύναμο προς τις αναληφθείσες σ' όλες τις χώρες όπου μια επιχείρηση ασκεί τις δραστηριότητες της υποχρεώσεις, τα στοιχεία ενεργητικού που καλύπτουν τις δραστηριότητες που ασκούνται στο οικείο κράτος μέλος πρέπει να βρίσκονται στο κράτος αυτό, η δε ύπαρξη τους να τελεί υπό τον έλεγχο της ελεγκτικής αρχής του τελευταίου. Κατάργηση της υποχρεώσεως αυτής όσον αφορά τη χώρα που πρέπει να βρίσκονται τα στοιχεία του ενεργητικού της επιχείρησης προτείνεται μόνο στο σχέδιο δεύτερης οδηγίας που αποσκοπεί, ιδίως, στην εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων σχετικά με τα τεχνικά αποθεματικά. |
39 |
Κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, η γερμανική κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις που παρενέβησαν υπέρ αυτής απέδειξαν την ύπαρξη σημαντικών διαφορών μεταξύ των ισχυόντων σήμερα εθνικών κανόνων περί τεχνικών αποθεματικών και στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στα αποθεματικά αυτά. Ελλείψει σχετικής εναρμονίσεως καθώς και κάθε κανόνα επιβάλλοντος στην ελεγκτική αρχή του κράτους μέλους εγκαταστάσεως τον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το τελευταίο δικαιολογημένα απαιτεί και ελέγχει την τήρηση των δικών του κανόνων ως προς τα τεχνικά αποθεματικά που έχουν σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχονται στο έδαφός του, εφόσον οι κανόνες αυτοί δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας των συμβαλλομένων σε συμβάσεις ασφαλίσεως και των ασφαλισμένων. |
40 |
Τέλος, όσον αφορά τις προϋποθέσεις ασφαλίσεως, οι δύο πρώτες οδηγίες συντονισμού δεν προβαίνουν σε καμιά εναρμόνιση και αφήνουν σε κάθε κράτος μέλος όπου ασκούνται ασφαλιστικές δραστηριότητες τη μέριμνα της επαγρύπνησης για την τήρηση των δικών του επιτακτικών κανόνων σχετικά με τις δραστηριότητες που ασκούνται στο έδαφός του. Η πρόταση περί δεύτερης οδηγίας προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής τέτοιων επιτακτικών κανόνων και αποκλείει την εφαρμογή τους επί ορισμένων λεπτομερώς καθοριζόμενων ασφαλίσεων εμπορικής φύσεως. Λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών διαφορών που υφίστανται εν προκειμένω μεταξύ των εθνικών κανόνων, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, επί του σημείου αυτού και με την ίδια επιφύλαξη, το κράτος μέλος όπου παρέχονται ασφαλιστικές υπηρεσίες δικαιολογημένα απαιτεί και ελέγχει την τήρηση των δικών του κανόνων σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στο έδαφός του. |
41 |
Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το πιο πάνω περιγραφέν ενδιαφέρον για την προστασία των συμβαλλομένων σε συμβάσεις ασφαλίσεως και των ασφαλισμένων δικαιολογεί το ότι το κράτος μέλος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες διασφαλίζει την εφαρμογή της δικής του νομοθεσίας όσον αφορά τα τεχνικά αποθεματικά και τις προϋποθέσεις ασφαλίσεως, εφόσον οι απαιτήσεις της νομοθεσίας αυτής δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας των συμβαλλομένων σε συμβάσεις ασφαλίσεως και των ασφαλισμένων. Συνεπώς, απομένει να εξεταστεί αν είναι ανάγκη ο έλεγχος αυτός να διενεργείται στο πλαίσιο συστήματος λήψεως άδειας και υπό την προϋπόθεση ότι η ασφαλιστική επιχείρηση διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στο κράτος όπου παρέχει τις υπηρεσίες. |
γ) Ως προς την ανάγκη υπάρξεως συστήματος λήψεως άδειας
42 |
Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί στο κράτος στο οποίο παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες το δικαίωμα να ασκεί κάποιο έλεγχο επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες στο έδαφός του. Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, της προφορικής διαδικασίας δέχτηκε ότι είναι δυνατό να προβλεφθούν ορισμένα μέτρα ελέγχου που πρέπει να προηγούνται της ασκήσεως εκ μέρους της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως οποιωνδήποτε δραστηριοτήτων υπό τη μορφή παροχής υπηρεσιών. Υποστήριξε, πάντως, ότι τέτοια μέτρα πρέπει να λαμβάνονται στο πλαίσιο ενός συστήματος λιγότερο περιοριστικού από αυτό της λήψεως άδειας, χωρίς, πάντως, να διευκρινίσει με ποιο τρόπο θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα. |
43 |
Η γερμανική κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις που παρενέβησαν υπέρ αυτής ισχυρίζονται ότι ο αναγκαίος έλεγχος δεν μπορεί να ασκείται εκτός του πλαισίου ενός συστήματος άδειας, το οποίο καθιστά δυνατό τον έλεγχο πριν από την έναρξη των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, τη συνεχή επιτήρηση των τελευταίων και τη δυνατότητα ανακλήσεως της άδειας σε περίπτωση σοβαρών και διαρκών παραβάσεων. |
44 |
Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, σ' όλα τα κράτη μέλη, ο έλεγχος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων έχει οργανωθεί στο πλαίσιο συστήματος λήψεως άδειας, η ανάγκη δε ενός τέτοιου συστήματος έχει αναγνωριστεί από τις δύο πρώτες οδηγίες συντονισμού όσον αφορά τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρονται. Σύμφωνα με το άρθρο 6 των οδηγιών αυτών, κάθε κράτος μέλος εξαρτά την ανάληψη ασφαλιστικής δραστηριότητας στο έδαφός του από τη λήψη άδειας της διοικητικής αρχής. Επομένως, η επιχείρηση που ιδρύει υποκαταστήματα ή πρακτορεία σε κράτη μέλη διαφορετικά από το της έδρας της οφείλει να λάβει άδεια από την ελεγκτική αρχή καθενός από τα κράτη αυτά. |
45 |
Πρέπει, άλλωστε, να σημειωθεί ότι στην πρόταση δεύτερης οδηγίας προβλέπεται η διατήρηση του συστήματος αυτού. Από κάθε κράτος μέλος όπου επιδιώκει να ασκήσει δραστηριότητες υπό τη μορφή της παροχής υπηρεσιών, η επιχείρηση οφείλει να λάβει άδεια των διοικητικών αρχών του. Καίτοι, σύμφωνα με το σχέδιο, η άδεια αυτή πρέπει να χορηγηθεί από την ελεγκτική αρχή του κράτους εγκαταστάσεως, εντούτοις, η εν λόγω αρχή οφείλει να ζητεί προηγουμένως τη γνώμη της αντίστοιχης αρχής του κράτους όπου πρόκειται να παρασχεθούν οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, διαβιβάζοντας σ' αυτή αντίγραφο ολοκλήρου του σχετικού φακέλου. Εξάλλου, το σχέδιο προβλέπει μόνιμη συνεργασία των δύο ελεγκτικών αρχών, πράγμα που θα επιτρέπει ιδίως στην αρχή του κράτους εγκαταστάσεως να λαμβάνει κάθε ενδεδειγμένο πρόσφορο μέτρο, δυνάμενη να φτάσει μέχρι την ανάκληση της άδειας, προκειμένου να θέσει τέρμα στις παραβάσεις που της γνωστοποιεί η ελεγκτική αρχή του κράτους όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες. |
46 |
Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να απορριφθεί το επιχείρημα της γερμανικής κυβέρνησης σύμφωνα με το οποίο μόνο η υποχρέωση λήψεως άδειας από τις διοικητικές αρχές μπορεί να εξασφαλίσει αποτελεσματικά έλεγχο ο οποίος, λαμβανομένων υπόψη των προηγούμενων σκέψεων, δικαιολογείται από λόγους προστασίας των καταναλωτών, τόσο ως συμβαλλομένων σε συμβάσεις ασφαλίσεως όσο και ως ασφαλισμένων. Δεδομένου ότι ένα σύστημα, όπως το προτεινόμενο με το σχέδιο δεύτερης οδηγίας, το οποίο αναθέτει τη διαχείριση του συστήματος λήψεως άδειας στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως σε στενή συνεργασία με το κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, μπορεί να θεσπιστεί μόνο διά της νομοθετικής οδού, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, στο κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες εναπόκειται να χορηγεί ή να ανακαλεί τη σχετική άδεια. |
47 |
Εντούτοις, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η άδεια πρέπει να χορηγείται κατόπιν αιτήσεως κάθε επιχειρήσεως που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος και συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο πρόκειται να παρασχεθούν οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι δυνατό να αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα με αυτό στο οποίο στοχεύουν οι αντίστοιχες νομικές προϋποθέσεις που έχουν ήδη πληρωθεί στο κράτος εγκαταστάσεως και ότι η ελεγκτική αρχή του κράτους όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους ελέγχους και τις επαληθεύσεις που έχουν ήδη γίνει στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως. Κατά τη γερμανική κυβέρνηση, η οποία, όσον αφορά το σημείο αυτό, δεν αντικρούστηκε από την Επιτροπή, το γερμανικό σύστημα λήψεως άδειας είναι απολύτως σύμφωνο προς τις απαιτήσεις αυτές. |
48 |
Επιβάλλεται ακόμη να εξεταστεί αν δικαιολογείται εν γένει η υποχρέωση λήψεως άδειας η οποία, σύμφωνα με τον VAG, αφορά κάθε ασφαλιστική δραστηριότητα εκτός των ασφαλίσεων μεταφοράς. Σχετικά, από τη βρετανική, ιδίως, κυβέρνηση τονίστηκε ότι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών έχει σημασία όσον αφορά κυρίως τις εμπορικές ασφαλίσεις και ότι, προκειμένου ακριβώς περί των ασφαλίσεων αυτών, δεν ισχύουν οι λόγοι προστασίας του συμβαλλομένου που επικαλούνται η γερμανική κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις που παρενέβησαν υπέρ αυτής. |
49 |
Από τις προηγούμενες σκέψεις απορρέει ότι η υποχρέωση λήψεως άδειας μπορεί να γίνει δεκτή μόνο κατά το μέτρο που δικαιολογείται από τους επικαλούμενους από τη γερμανική κυβέρνηση λόγους προστασίας του συμβαλλομένου σε ασφαλιστική σύμβαση και του ασφαλισμένου. Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι οι λόγοι αυτοί δεν έχουν την ίδια σημασία για ολόκληρο τον ασφαλιστικό τομέα και ότι είναι, μάλιστα, δυνατό να υπάρξουν περιπτώσεις όπου, λόγω της φύσεως του ασφαλιζόμενου κινδύνου και του συμβαλλομένου, δεν υφίσταται καμιά ανάγκη προστασίας του τελευταίου μέσω της εφαρμογής των επιτακτικών κανόνων του εθνικού δικαίου. |
50 |
Εντούτοις, καίτοι είναι αληθές ότι στην πρόταση δεύτερης οδηγίας ελήφθησαν υπόψη οι λόγοι αυτοί, με τον αποκλεισμό, ιδίως, λεπτομερώς προσδιορισμένων ασφαλίσεων εμπορικής φύσεως από το πεδίο εφαρμογής των επιτακτικών κανόνων του κράτους όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη τα νομικά και πραγματικά περιστατικά που έχει στη διάθεση του, δεν είναι σε θέση να προβεί σε μια τέτοια γενική διάκριση και να καθορίσει με αρκετή ακρίβεια τα όριά της προκειμένου να προσδιοριστούν οι συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες οι ανάγκες προστασίας, που χαρακτηρίζουν τις ασφαλιστικές εν γένει δραστηριότητες, δεν δικαιολογούν την υποχρέωση λήψεως άδειας. |
51 |
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί κατά το μέτρο που βάλλει κατά της υποχρεώσεως λήψεως άδειας. |
δ) Ως προς την ανάγκη εγκαταστάσεως
52 |
Αν η υποχρέωση λήψεως άδειας συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η υποχρέωση μόνιμης εγκατάστασης αποτελεί στην πραγματικότητα, αυτή καθαυτή, άρνηση της εν λόγω ελευθερίας. Η υποχρέωση αυτή έχει ως συνέπεια να αφαιρεί κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα από το άρθρο 59 της Συνθήκης, το οποίο αποσκοπεί ακριβώς στην κατάργηση των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εκ μέρους προσώπων που δεν είναι εγκατεστημένα στο κράτος όπου πρέπει να παρασχεθεί η υπηρεσία ( βλέπε ιδίως τις αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 1974, προαναφερθείσα, της 26ης Νοεμβρίου 1975, Coenen, 39/75, Sig. σ. 1547, και της 10ης Φεβρουαρίου 1982, Transporoute, 76/81, Συλλογή σ. 417 ). Για να γίνει αποδεκτή μια τέτοια υποχρέωση, πρέπει να αποδεικνύεται ότι αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. |
53 |
Σχετικά, η γερμανική κυβέρνηση παρατηρεί, ιδίως, ότι η υποχρέωση εγκαταστάσεως στο κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες επιτρέπει στην ελεγκτική αρχή του κράτους αυτού να ελέγχει επιτόπου και διαρκώς τη δραστηριότητα του αδειούχου εγκεκριμένου ασφαλιστή, ενώ, αν δεν υφίστατο η υποχρέωση αυτή, η εν λόγω αρχή θα αδυνατούσε να εκτελέσει την αποστολή της. |
54 |
Με τη νομολογία του, όπως έχει με την τελευταία απόφαση του της 3ης Φεβρουαρίου 1983 (Van Luipen, 29/82, Συλλογή σ. 151 ), το Δικαστήριο έχει ήδη τονίσει ότι η εκ μέρους κράτους μέλους παρέκκλιση από τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από διοικητικής φύσεως λόγους. Η κρισιολόγηση αυτή ισχύει ακόμα περισσότερο όταν η εν λόγω παρέκκλιση καταλήγει στο να αποκλείει την άσκηση μιας από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που εγγυάται η Συνθήκη. Επομένως, το να υπάρχουν, εν προκειμένω, στα γραφεία της επιχείρησης όλα τα έγγραφα που είναι αναγκαία για τον έλεγχο των αρχών του κράτους όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες δεν αρκεί για να διευκολύνεται η εκπλήρωση της αποστολής τους. Πρέπει ακόμα να αποδεικνύεται ότι, ακόμα και στο πλαίσιο ενός συστήματος λήψεως άδειας, οι αρχές αυτές δεν θα μπορούσαν να επιτελέσουν αποτελεσματικά την αποστολή τους, αν επιχείρηση δεν διέθετε στο εν λόγω κράτος μέλος μόνιμη εγκατάσταση με όλα τα αναγκαία έγγραφα. |
55 |
Κάτι τέτοιο δεν αποδείχτηκε. Όπως διαπιστώθηκε πιο πάνω, το κοινοτικό δίκαιο περί ασφαλίσεως δεν αντιτίθεται, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, στο να απαιτείται από το κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες όπως τα στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν στα τεχνικά αποθεματικά τα οποία καλύπτουν τις ασκούμενες στο έδαφός του δραστηριότητες βρίσκονται στο εν λόγω κράτος. Στην περίπτωση αυτή, η παρουσία των στοιχείων αυτών μπορεί να ελεγχθεί επιτόπου, έστω κι αν η επιχείρηση δεν διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στο εν λόγω κράτος. Όσον αφορά τις λοιπές προϋποθέσεις ασκήσεως δραστηριότητας που υπόκεινται σε έλεγχο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο έλεγχος αυτός μπορεί να ασκηθεί βάσει αντιγράφων ισολογισμών, λογαριασμών και εμπορικών εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των όρων ασφαλίσεως και των προγραμμάτων δραστηριότητας τα οποία αποστέλλονται από το κράτος εγκαταστάσεως δεόντως επικυρωμένα από τις αρχές αυτού του κράτους μέλους. Στο πλαίσιο ενός συστήματος λήψεως άδειας, είναι δυνατό μια επιχείρηση να υποβληθεί σε τέτοιες προϋποθέσεις ελέγχου με την πράξη χορηγήσεως άδειας της διοικητικής αρχής και να διασφαλιστεί η τήρηση του εν λόγω ελέγχου με την ανάκληση της πράξεως αυτής, ανάλογα με την περίπτωση. |
56 |
Έτσι, δεν αποδείχτηκε ότι οι σκέψεις που επικράτησαν πιο πάνω και που έχουν σχέση με την προστασία του συμβαλλομένου σε σύμβαση ασφαλίσεως και του ασφαλισμένου καθιστούν απαραίτητη την εγκατάσταση του ασφαλιστή στο έδαφος του κράτους όπου παρέχονται οι υπηρεσίες. |
57 |
Επομένως, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να συναχθεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, επιβάλλοντας, μέσω του Versicherungsaufsichtsgesetz, την υποχρέωση εγκαταστάσεως στο έδαφός της στις κοινοτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν την παροχή σ' αυτό το κράτος μέλος, μέσω αντιπροσώπων, εντολοδόχων, πρακτόρων ή άλλων μεσαζόντων, υπηρεσιών πρωτασφαλί-σεως, εκτός των ασφαλίσεων μεταφορών, με την επιφύλαξη πάντως των υποχρεωτικών ασφαλίσεων και των ασφαλίσεων για τις οποίες ο ασφαλιστής είτε βρίσκεται μονίμως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, πράγμα που πρέπει να εξομοιωθεί προς την ύπαρξη πρακτορείου ή υποκαταστήματος, είτε κατευθύνει τις δραστηριότητες του, εξ ολοκλήρου ή κυρίως, προς το έδαφος της χώρας αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης ΕΟΚ. |
Β — Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής
58 |
Με τη δεύτερη αιτίαση της, η Επιτροπή ζητεί να αναγνωριστεί ότι παραβιάστηκαν τόσο η οδηγία 78/473 περί της κοινοτικής συνασφαλίσεως όσο και τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. Εντούτοις, η αιτίαση αυτή στηρίζεται, όπως ακριβώς και η πρώτη αιτίαση, στην άποψη ότι οι υποχρεώσεις λήψεως άδειας και εγκαταστάσεως είναι, όσον αφορά ολόκληρο τον τομέα της ασφάλισης, αντίθετες προς τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. Επομένως, κατά την Επιτροπή δεν συντρέχει κανένας λόγος να γίνεται εν προκειμένω διάκριση μεταξύ της κατάστασης του ασφαλιστή, γενικά, και της κατάστασης του κύριου ασφαλιστή, ειδικότερα. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τα εν λόγω άρθρα όταν, μεταφέροντας στην εσωτερική της έννομη τάξη την οδηγία 78/473, απάλλαξε μόνο τους λοιπούς συνασφαλιστές, και όχι τον κύριο ασφαλιστή, από τις υποχρεώσεις αυτές. |
59 |
Η Επιτροπή, αναγνωρίζουσα ότι η οδηγία είναι ασαφής στο σημείο αυτό, υποστηρίζει ότι πρέπει να ερμηνευτεί κατά τρόπο συνάδοντα προς τη Συνθήκη, πράγμα που και τα κράτη μέλη αναγνώρισαν στην κοινή δήλωση τους που περιέχεται στα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου της 23ης Μαΐου 1978. Κατά συνέπεια, κατ' ουδένα τρόπο μπορεί να θεωρηθεί ότι η οδηγία υποχρεώνει τον κύριο ασφαλιστή να λάβει άδεια και να εγκατασταθεί στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος. |
60 |
Η γερμανική κυβέρνηση παραπέμπει στη διάκριση που κάνει η οδηγία 78/473 μεταξύ κύριου ασφαλιστή και λοιπών συνασφαλιστών. Οι σχετικές με τον κύριο ασφαλιστή διατάξεις της οδηγίας αυτής, και ιδίως το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ), κατά το μέτρο που παραπέμπουν στην οδηγία 73/239, δεικνύουν ότι η χώρα όπου βρίσκεται ο κίνδυνος μπορεί να απαιτήσει από τον κύριο ασφαλιστή να εγκατασταθεί και να λάβει άδεια στο έδαφός της, ώστε να μπορεί να καλύπτει μόνος ολόκληρο τον κίνδυνο. Κατά συνέπεια, η γερμανική νομοθεσία δεν παραβιάζει ούτε την οδηγία 78/473 ούτε τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. |
61 |
Είναι αλήθεια ότι η εν λόγω διάταξη της οδηγίας προβλέπει ότι « ο κύριος ασφαλιστής αναλαμβάνει την εντολή υπό τους όρους που προβλέπονται στην πρώτη οδηγία συντονισμού, δηλαδή θεωρείται ως ο ασφαλιστής που θα κάλυπτε ολόκληρο τον κίνδυνο ». Εντούτοις, η οδηγία δεν αναφέρει σε ποιο κράτος μέλος ο κύριος ασφαλιστής πρέπει να έχει λάβει άδεια, από τα προεκτεθέντα δε στο σημείο Α προκύπτει ότι, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ένας ασφαλιστής, που έχει ήδη λάβει άδεια και εγκατασταθεί σε ένα κράτος μέλος, δεν υποχρεούται οπωσδήποτε να είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος για να μπορεί να καλύπτει το σύνολο κινδύνου ευρισκομένου στο έδαφος του τελευταίου αυτού κράτους. |
62 |
Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 13ης Δεκεμβρίου 1983 ( Επιτροπή κατά Συμβουλίου, 218/82, Συλλογή σ. 4063), όταν μια διάταξη κοινοτικού παραγώγου δικαίου επιδέχεται περισσότερες από μια ερμηνείες, πρέπει να προτιμηθεί εκείνη που καθιστά τη διάταξη σύμφωνη με τη Συνθήκη και όχι εκείνη που συνεπάγεται το ασυμβίβαστό της προς τη Συνθήκη. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν πρέπει να ερμηνευτεί η οδηγία μεμονωμένα, αλλά είναι ανάγκη να εξεταστεί αν οι εν λόγω απαιτήσεις είναι ή όχι αντίθετες προς τις προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης και να εφαρμοστεί το αποτέλεσμα της εξέτασης αυτής υπό το φως της ερμηνείας της οδηγίας. |
63 |
Όσον αφορά τον τομέα της ασφάλισης γενικά, το Δικαστήριο ήδη δέχτηκε πιο πάνω ότι η υποχρέωση εγκαταστάσεως είναι ασυμβίβαστη προς τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, μια τέτοια υποχρέωση έναντι του κύριου ασφαλιστή, δεν μπορεί να βρει έρεισμα στην οδηγία 78/473. Επομένως, αρκεί να εξεταστεί αν η υποχρέωση του κύριου ασφαλιστή να λάβει άδεια στη χώρα όπου βρίσκεται ο κίνδυνος είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο. |
64 |
Σχετικά με το ζήτημα αυτό, από την εξέταση της πρώτης αιτιάσεως προκύπτει ότι η υποχρέωση λήψεως άδειας μιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως στο κράτος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με τη Συνθήκη μόνο κατά το μέτρο που η εν λόγω υποχρέωση δικαιολογείται από λόγους αναγόμενους στην προστασία του καταναλωτή, τόσο ως συμβαλλομένου σε ασφαλιστική σύμβαση όσο και ως ασφαλισμένου. Σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 2, η οδηγία 78/473 αφορά μόνο τις ασφαλίσεις έναντι κινδύνων οι οποίοι, λόγω της φύσεως ή του μεγέθους τους, απαιτούν τη συμμετοχή περισσοτέρων του ενός ασφαλιστών για την κάλυψη τους. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία εφαρμόζεται μόνο επί πράξεων κοινοτικής συνασφαλίσεως που αφορούν ορισμένους από τους απαριθμούμενους στο παράρτημα της οδηγίας 73/239 κινδύνους. Για παράδειγμα, η εν λόγω οδηγία δεν αφορά ούτε τις ασφαλίσεις ζωής ούτε τις ασφαλίσεις ατυχημάτων ή ασθενείας ούτε τις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης από οδική κυκλοφορία. Οι ασφαλίσεις που αφορά η οδηγία αναλαμβάνονται μόνο από μεγάλες επιχειρήσεις ή ομίλους επιχειρήσεων που μπορούν να εκτιμήσουν και να διαπραγματευτούν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που τους προτείνονται' κατά συνέπεια, τα στηριζόμενα στην προστασία των καταναλωτών επιχειρήματα δεν ασκούν την ίδια επιρροή όπως στα άλλα είδη ασφαλίσεως. |
65 |
Από την εξέταση της πρώτης αιτίασης προκύπτει επίσης ότι δεν δικαιολογείται η υποχρέωση λήψεως άδειας στο κράτος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες, εφόσον η παρέχουσα τις υπηρεσίες επιχείρηση συγκεντρώνει ήδη τις αντίστοιχες προϋποθέσεις που ισχύουν στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως και εφόσον έχει καθιερωθεί ένα σύστημα συνεργασίας μεταξύ των ελεγκτικών αρχών των ενιδαφερόμενων κρατών μελών, το οποίο διασφαλίζει αποτελεσματικό έλεγχο της τήρησης τέτοιων προϋποθέσεων όσον αφορά επίσης τις παροχές υπηρεσιών. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις, η οδηγία 78/473 αποσκοπεί στην πραγματοποίηση του ελάχιστου συντονισμού που θεωρείται αναγκαίος για τη διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης των δραστηριοτήτων της κοινοτικής συνασφάλισης, προβλέποντας ειδική συνεργασία μεταξύ των ελεγκτικών αρχών των κρατών μελών και μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής, πράγμα το οποίο, όσον αφορά τις παροχές υπηρεσιών στον τομέα της ασφάλισης γενικά, προβλέπεται μόνο στην πρόταση δεύτερης οδηγίας. |
66 |
Εξάλλου, δεν φαίνεται να δικαιολογείται εν προκειμένω από αντικειμενικούς λόγους διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του κύριου ασφαλιστή και των λοιπών συνασφαλι-στών. Πράγματι, καίτοι ο κύριος ασφαλιστής διαπραγματεύεται τη σύμβαση και εξασφαλίζει την εκτέλεση της, τίποτα δεν τον εμποδίζει να καλύπτει ένα μέρος του κινδύνου σαφώς μικρότερο αυτού που καλύπτουν οι λοιποί συνασφαλιστές. |
67 |
Υπό τις συνθήκες αυτές και για τις ασφαλίσεις που διαλαμβάνει η οδηγία 78/473 περί συνασφαλίσεως, όχι μόνο η απαίτηση εγκαταστάσεως αλλά και η υποχρέωση λήψεως άδειας του κύριου ασφαλιστή, που προβλέπονται από τον VAG, έρχονται σε αντίθεση με τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης και, επομένως, με την οδηγία. |
68 |
Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κατά το μέτρο που οι διατάξεις της νομοθεσίας της ορίζουν, όσον αφορά την κοινοτική συνασφάλιση, ότι ο κύριος ασφαλιστής πρέπει, στην περίπτωση κινδύνων κείμενων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, να είναι εγκατεστημένος στη χώρα αυτή και να έχει λάβει σχετική προς τούτο άδεια, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης και την οδηγία 78/473 του Συμβουλίου. |
Γ — Οοον αφορά την τρίτη αιτίαση της Επιτροπής
69 |
Σύμφωνα με τη διατύπωση της, η τρίτη αιτίαση αφορά τα κατώτατα όρια ασφαλιστικού ποσού που έχουν οριστεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για ορισμένους κινδύνους που αποτελούν το αντικείμενο της κοινοτικής συνασφάλισης. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, στην πραγματικότητα, η αιτίαση αυτή βάλλει κατά της ίδιας της ύπαρξης τέτοιων κατώτατων ορίων. |
70 |
Επιβάλλεται, όμως, να αναγνωριστεί ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται περί αιτιάσεως διαφορετικής και ευρύτερης από αυτή που διατυπώθηκε στα αιτήματα της προσφυγής. Επομένως, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όσον αφορά την αρχική αιτίαση, η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα με το οποίο να αποδεικνύεται ότι το επίπεδο των καθορισθέντων από τη γερμανική νομοθεσία κατώτατων ορίων είναι πολύ υψηλό. |
71 |
Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι η τρίτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί. |
III — Επί των δικαστικών εξόδων
72 |
Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα, όμως, με την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει τα έξοδα, ολικώς ή μερικώς, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Δεδομένου ότι κάθε διάδικος ηττήθηκε μερικώς, πρέπει να γίνει συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων. |
Για τους λόγους αυτούς ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ αποφασίζει: |
|
|
|
|
Mackenzie Stuart Galmot Κακούρης Ο'Higgins Schockweiler Bosco Koopmans Due Everling Bahlmann Joliét Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Δεκεμβρίου 1986. Ο γραμματέας Ρ. Heim Ο πρόεδρος Α. J. Mackenzie Stuart |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.