This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61984CJ0151
Judgment of the Court of 26 February 1986. # Joan Roberts v Tate & Lyle Industries Limited. # Reference for a preliminary ruling: Court of Appeal (England) - United Kingdom. # Equality of treatment for men and women - Conditions governing dismissal. # Case 151/84.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 1986.
Joan Roberts κατά Tate & Lyle Industries Limited.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England) - Ηνωμένο Βασίλειο.
΄Ιση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Όροι απολύσεως.
Υπόθεση 151/84.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 1986.
Joan Roberts κατά Tate & Lyle Industries Limited.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England) - Ηνωμένο Βασίλειο.
΄Ιση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Όροι απολύσεως.
Υπόθεση 151/84.
Συλλογή της Νομολογίας 1986 -00703
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:83
της 26ης Φεβρουαρίου 1986 ( *1 )
Στην υπόθεση 151/84,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Court of Appeal του Ηνωμένου Βασιλείου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το εν λόγω δικαστήριο ζητεί, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του μεταξύ
Joan Roberts
και
Tate & Lyle Industries Limited,
την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 76/207 του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70 ),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, U. Everling και Κ. Bahlmann, προέδρους τμήματος, G. Bosco, Τ. Koopmans, Ο. Due και Τ. F. O'Higgins, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn
γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
— |
η εφεσείουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τους Α. Lester, QC, και D. Pannick, δικηγόρους Λονδίνου, κατά τη γραπτή διαδικασία, και από τον Α. Lester κατά την προφορική διαδικασία, |
— |
η εφεσίβλητη, εκπροσωπούμενη από τους D. Vaughan και C. S. C. S. Clarke, δικηγόρους Λονδίνου, κατά τη γραπτή διαδικασία, και από τους J. D. Sabel και D. Vaughan, QC, κατά την προφορική διαδικασία, |
— |
η κυβέρνηση του Βασιλείου της Δανίας, εκπροσωπούμενη από τον Laurids Mikaelsen, νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών, κατά τη γραπτή διαδικασία, |
— |
η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την S. J. Hay, του Treasury Solicitor's Department του Λονδίνου, κατά τη γραπτή διαδικασία, και από την S. J. Hay και το δικηγόρο P. Goldsmith κατά την προφορική διαδικασία, |
— |
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Α. Toledano Laredo, νομικό σύμβουλο, κατά τη γραπτή διαδικασία, και από τους Α. Toledano Laredo και J. R. Currall, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κατά την προφορική διαδικασία, |
αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1985,
εκδίδει την ακόλουθη
ΑΠΟΦΑΣΗ
( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται )
Σκεπτικό
1 |
Με Διάταξη της 12ης Μαρτίου 1984, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Ιουνίου 1984, το Court of Appeal υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 76/207 του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70 ). |
2 |
Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της J. Roberts ( στο εξής: η εφεσείουσα ) και της εταιρίας Tate & Lyle Industries Ltd, πρώην Tate & Lyle Food and Distribution Ltd ( στο εξής: η εφεσίβλητη ) ως προς το κατά πόσο η απόλυση της εφεσείουσας ήταν σύμφωνη με το άρθρο 6, παράγραφος 4, του Sex Discrimination Act 1975 ( στο εξής: το SD Α ) και το κοινοτικό δίκαιο. |
3 |
Η εφεσείουσα υπήρξε επί 28 έτη υπάλληλος της εφεσίβλητης στην αποθήκη της εταιρίας στο Λίβερπουλ, απολύθηκε δε στις 22 Απριλίου 1981, σε ηλικία 53 ετών, μαζί με άλλους υπαλλήλους στα πλαίσια ομαδικής απολύσεως όταν η εν λόγω εταιρία έκλεισε τις εγκαταστάσεις της. |
4 |
Η εφεσείουσα υπαγόταν στο επαγγελματικό σύστημα συντάξεων της εφεσίβλητης, το οποίο η εν λόγω εταιρία είχε θεσπίσει για τους υπαλλήλους της το 1978 και το οποίο δεν υπάγεται στο προβλεπόμενο από το νόμο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Το σύστημα αυτό χρηματοδοτείται, αφενός, από την ίδια την εφεσίβλητη και, αφετέρου, από προαιρετικές εισφορές των υπαλλήλων. Προβλέπει υποχρεωτική αποχώρηση από την εργασία και συνταξιοδότηση, για μεν τους άνδρες κατά το 65ο έτος της ηλικίας τους, για δε τις γυναίκες κατά το 60ό. Πάντως, οι άνδρες και οι γυναίκες που έχουν υπερβεί το 50ό έτος μπορούν, με άδεια της εφεσίβλητης, να συνταξιοδοτηθούν πριν από την προαναφερθείσα κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως, στην περίπτωση δε αυτή δικαιούνται να λάβουν αμέσως μειωμένη σύνταξη. Οι υπάλληλοι που υπάγονται από δεκαετίας στο σύστημα αυτό μπορούν να ζητήσουν να συνταξιοδοτηθούν οποτεδήποτε μέσα στη χρονική περίοδο των πέντε ετών πριν από τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, λαμβάνουν δε τη σύνταξη την οποία δικαιούνται κατά την εν λόγω ημερομηνία. |
5 |
Όταν η εφεσίβλητη έκλεισε την αποθήκη στο Λίβερπουλ, συμφώνησε, καταρχάς, με τη συνδικαλιστική οργάνωση, μέλος της οποίας ήταν η εφεσείουσα, να προτείνει σε όλους τους απολυόμενους υπαλλήλους, ως αντιστάθμισμα για την απώλεια της εργασίας, είτε την καταβολή εφάπαξ αποζημιώσεως, είτε την πρόωρη συνταξιοδότηση στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος, έως και πέντε έτη πριν από την ημερομηνία κατά την οποία οι υπάλληλοι θα αποκτούσαν δικαιώματα βάσει του συστήματος αυτού. Επομένως, οι γυναίκες μπορούσαν να συνταξιοδοτηθούν αμέσως από την ηλικία των 55 ετών και οι άνδρες από την ηλικία των 60 ετών. Εντούτοις, επειδή οι άρρενες υπάλληλοι υποστήριξαν ότι το σύστημα αυτό δημιουργούσε διακρίσεις εις βάρος των ανδρών ηλικίας από 55 έως 60 ετών, η εφεσίβλητη το τροποποίησε και δέχτηκε την άμεση συνταξιοδότηση, και για τα δύο φύλα, από το 55ο έτος, με μείωση του εφάπαξ καταβλητέου ποσού. |
6 |
Η εφεσείουσα, την οποία κατά την ημερομηνία της απόλυσης της ήταν 53 ετών, προσέφυγε κατά της εφεσίβλητης ενώπιον του Industrial Tribunal, υποστηρίζοντας ότι η απόλυση της συνιστούσε παράνομη δυσμενή διάκριση, κατά παράβαση του SDA και του κοινοτικού δικαίου, διότι, κατά το νέο σύστημα, οι άρρενες υπάλληλοι δικαιούνταν να συνταξιοδοτηθούν αμέσως δέκα έτη πριν από την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες, ενώ οι θήλεις υπάλληλοι δικαιούνταν να συνταξιοδοτηθούν μόνο πέντε έτη πριν από την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως για τις γυναίκες. |
7 |
H J. Roberts, όταν το Industrial Tribunal απέρριψε την προσφυγή της, άσκησε έφεση ενώπιον του Employment Appeal Tribunal, το οποίο έκρινε ότι, και αν ακόμα υποτεθεί ότι η εφεσείουσα υπέστη δυσμενή διάκριση, η εφεσίβλητη δεν ενήργησε παρανόμως, δεδομένου ότι, αφενός, το άρθρο 6, παράγραφος 4, του SDA εξαιρεί από την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου « τις σχετικές με τη συνταξιοδότηση διατάξεις » και, αφετέρου, δεν ήταν δυνατό να γίνει, ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου, απευθείας εφαρμογή της οδηγίας 76/207. |
8 |
Η ανωτέρω προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Court of Appeal, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Το νομικό πλαίσιο της διαφοράς
9 |
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 ορίζει τα εξής: « Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην εφαρμογή, εντός των κρατών μελών, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως και την επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και τις συνθήκες εργασίας και υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 την κοινωνική ασφάλιση. Η αρχή αυτή καλείται στο εξής “ αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ”. » |
10 |
Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι: « Κατά την έννοια των κατωτέρω διατάξεων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση. » |
11 |
Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι: « Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο. » |
12 |
Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας ορίζει ότι: « Προκειμένου να εξασφαλιστεί η προοδευτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, το Συμβούλιο θα θεσπίσει, προτάσει της Επιτροπής, διατάξεις, που θα καθορίζουν ιδίως το περιεχόμενο, την έκταση και τους τρόπους εφαρμογής της ανωτέρω αρχής. » |
13 |
Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, το Συμβούλιο θέσπισε την οδηγία 79/7 της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160), την οποία τα κράτη μέλη όφειλαν να μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας, εντός έξι ετών από της κοινοποιήσεως της. Η οδηγία αυτή εφαρμόζεται, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 3:
|
14 |
To άρθρο 7, παράγραφος 1, ορίζει ότι η οδηγία «... δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της:
... » |
15 |
Όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, η παράγραφος 3 του άρθρου 3 της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι, προκειμένου να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στα συστήματα αυτά, « το Συμβούλιο θα εκδώσει, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, διατάξεις που θα καθορίσουν το περιεχόμενο, την έκταση και τους τρόπους εφαρμογής της αρχής αυτής ». Στις 5 Μαΐου 1983, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο την πρόταση οδηγίας για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ C 134, σ. 7 ), η οποία είχε εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, «(στις) παροχές (...) (που) προορίζονται να συμπληρώνουν ή να υποκαθιστούν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ». Το Συμβούλιο δεν έχει ακόμα λάβει απόφαση επί της προτάσεως αυτής. |
16 |
Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά τη βρετανική νομοθεσία, η ελάχιστη ηλικία για τη συνταξιοδότηση από το Δημόσιο είναι το 60ό έτος για τις γυναίκες και το 65ο έτος για τους άνδρες. |
17 |
Στην υπό κρίση υπόθεση, εκτός από την εφεσείουσα και την εφεσίβλητη, παρατηρήσεις υπέβαλαν η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η κυβέρνηση του Βασιλείου της Δανίας και η Επιτροπή. |
Επί του πρώτου ερωτήματος
18 |
Με το πρώτο ερώτημα, το Court of Appeal ζητεί να πληροφορηθεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι οι συμβατικές διατάξεις που καθορίζουν την ίδια ηλικία για την απόλυση αρρένων και θηλέων υπαλλήλων στο πλαίσιο ομαδικής απολύσεως συνεπαγόμενης την πρόωρη συνταξιοδότηση, ενώ η κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών και συγκεκριμένα είναι το 65ο έτος για τους άνδρες και το 60ό για τις γυναίκες, συνιστούν διάκριση βασιζόμενη στο φύλο, η οποία απαγορεύεται από την εν λόγω οδηγία. |
19 |
Η εφεσείουσα φρονεί ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. |
20 |
Κατά την άποψη της, το υποβληθέν ερώτημα θα πρέπει να εξεταστεί, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Φεβρουαρίου 1982 (υπόθεση 19/81, Burton κατά British Railways Board, Συλλογή 1982, σ. 555), υπό το φως της οδηγίας 76/207. Οι έννοιες « όροι εργασίας » και « όροι απολύσεως » που περιέχονται στην οδηγία αυτή καλύπτουν επίσης και την πρόωρη συνταξιοδότηση λόγω ομαδικής απολύσεως. |
21 |
Κατά την εφεσείουσα, η δυσμενής διάκριση που υπέστη συνίσταται στο γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν έλαβε υπόψη της ότι το κανονικό συνταξιοδοτικό της σύστημα συνδέεται με το συνταξιοδοτικό σύστημα της βρετανικής κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο προβλέπει ότι η κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών. Πράγματι, ενώ κατά την πρώτη μορφή του συστήματος της εφεσίβλητης υιοθετήθηκε η διαφορετική αυτή ηλικία για την πρόωρη συνταξιοδότηση, σύμφωνα με τις αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση Burton, στη δεύτερη μορφή δεν ελήφθησαν υπόψη οι αρχές αυτές. |
22 |
Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Burton, δικαιούται να συγκρίνει τη μεταχείριση που υπέστη με τη μεταχείριση ενός άρρενος υπαλλήλου, ο οποίος χρειάζεται ίσο αριθμό ετών με την εφεσείουσα για να συμπληρώσει την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Ένα σύστημα το οποίο εφαρμόζει διαφορετική ηλικία όσον αφορά τη συνταξιοδότηση ανδρών και γυναικών και το οποίο, σε περίπτωση ομαδικής απολύσεως, αφίσταται της διαφοράς αυτής, κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό για τις γυναίκες απ' ό,τι για τους άνδρες, συνιστά διάκριση βασιζόμενη στο φύλο, η οποία αντιβαίνει στις διατάξεις της οδηγίας. |
23 |
Αντιθέτως, η εφεσίβλητη υποστηρίζει, καταρχάς, ότι, λαμβανομένης υπόψη της αρνητικής απαντήσεως που προτείνει να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση του πρώτου ερωτήματος. |
24 |
Η εφεσίβλητη υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η εφεσείουσα δεν υπέστη εκ μέρους της δυσμενή μεταχείριση, δεδομένου ότι άνδρες και γυναίκες της ίδιας ηλικίας υφίστανται την αυτή μεταχείριση. |
25 |
Κατά την άποψη της εφεσίβλητης, οι γυναίκες δεν μπορούν να απαιτούν πάντοτε διαφορετική μεταχείριση αποκλειστικά και μόνο λόγω του ότι υπάρχει διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως που εφαρμόζει ο εργοδότης στο πλαίσιο του επαγγελματικού του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Αντιθέτως, η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν μπορεί να έχει αντίκτυπο σε άλλα θέματα αναγόμενα σε χρόνο πριν από τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. |
26 |
Κατά την εφεσίβλητη, το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση στην υπόθεση Burton ότι η διαφορά μεταξύ των όρων ηλικίας που απαιτείται να συγκεντρώνουν άνδρες και γυναίκες για την απόκτηση δικαιώματος εθελουσίας εξόδου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυσμενής διάκριση δεν σημαίνει ότι η θέσπιση ίδιων όρων ηλικίας δημιουργεί οπωσδήποτε δυσμενή διάκριση. Εν πάση περιπτώσει, η μεταχείριση που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση δικαιολογείται αντικειμενικά από την ανάγκη εξασφαλίσεως συνταξιοδοτήσεως σε όλους τους άνω των 55 ετών απολυόμενους υπαλλήλους. |
27 |
Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου φρονεί επίσης ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω άμεση ή έμμεση διάκριση. Θεωρεί ότι το να απαιτείται, ως βάση για την αναγνώριση δικαιώματος επί παροχών συνδεομένων με την απασχόληση, η πλήρωση του ίδιου όρου ηλικίας από τους άνδρες και από τις γυναίκες αποτελεί τη φυσιολογική οδό για την εξασφάλιση ίσης μεταχειρίσεως και ότι η απόφαση Burton δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση. |
28 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω διάκριση και ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί στο άρθρο 5 της οδηγίας 76/207, καθώς και στην ανάλυση της απόφασης Burton. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, το Δικαστήριο δέχτηκε στην υπόθεση αυτή την ύπαρξη ορισμένου δεσμού μεταξύ της υπαγωγής σε σύστημα εθελουσίας εξόδου και των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. |
29 |
Κατά την Επιτροπή, η διάταξη του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α ), της οδηγίας 79/7 δεν αποβλέπει στην καθιέρωση διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά θεσπίζει απλώς εξαίρεση για την περίπτωση που το εθνικό δίκαιο προβλέπει αυτή τη διαφορά. Αν δεν είχε προβλεφθεί η εξαίρεση αυτή, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εθνικές διατάξεις που θεσπίζουν αυτή τη διαφορά αντιβαίνουν στην οδηγία. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και όσον αφορά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α), της προταθείσας οδηγίας περί επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. |
30 |
Το Δικαστήριο παρατηρεί, καταρχάς, ότι το ερμηνευτικό πρόβλημα που του έχει υποβληθεί δεν αφορά τους όρους χορηγήσεως συντάξεως γήρατος ή κανονικής συντάξεως λόγω αποχωρήσεως, αλλά τη λήξη της σχέσεως εργασίας στα πλαίσια ομαδικής απολύσεως λόγω κλεισίματος μέρους των εγκαταστάσεων ορισμένης επιχειρήσεως. Επομένως, το ερώτημα αφορά τους όρους απολύσεως και θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως της οδηγίας 76/207. |
31 |
Πράγματι, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 προβλέπει ότι η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο. |
32 |
Με την προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση Burton, το Δικαστήριο έκρινε ήδη ότι ο όρος « απόλυση » που υπάρχει στη διάταξη αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια. Κατά συνέπεια, το όριο ηλικίας για την υποχρεωτική αποχώρηση των εργαζομένων στο πλαίσιο ομαδικής απολύσεως, έστω και αν η αποχώρηση αυτή συνεπάγεται την πρόωρη συνταξιοδότηση, εμπίπτει στην έννοια του όρου « απόλυση » ευρέως ερμηνευομένου. |
33 |
Μολονότι, εκ πρώτης όψεως, δεν υπάρχει διαφορετική μεταχείριση, κατά το επίμαχο συνταξιοδοτικό σύστημα, όσον αφορά τους όρους απολύσεως που ισχύουν για τις γυναίκες, αφενός, και για τους άνδρες, αφετέρου, θα πρέπει, εντούτοις, να εξεταστεί αν ο καθορισμός ίδιας ηλικίας για την πρόωρη συνταξιοδότηση αποτελεί, παρ' όλ' αυτά, διάκριση βασιζόμενη στο φύλο, λαμβανομένου υπόψη του ότι, σύμφωνα με το εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, η ηλικία συνταξιοδοτήσεως διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών. Κατά τη βρετανική νομοθεσία, η κατώτατη ηλικία συνταξιοδοτήσεως από το Δημόσιο είναι το 60ό έτος για τις γυναίκες εργαζόμενες και το 65ο έτος για τους άνδρες εργαζομένους. |
34 |
Όπως έχει τονίσει το Δικαστήριο με την απόφαση στην υπόθεση Burton, το άρθρο 7 της οδηγίας 79/7 δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και συντάξεων λόγω αποχωρήσεως και τις συνέπειες που μπορούν να προκύψουν για άλλες παροχές στα πλαίσια των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Επομένως, το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι οι παροχές οι οποίες συνδέονται με εθνικά συστήματα που θεσπίζουν διαφορετικό κατώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και για τις γυναίκες μπορούν να παρεκκλίνουν από την πιο πάνω υποχρέωση. |
35 |
Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους σημασίας της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως την οποία έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει το Δικαστήριο, η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, όσον αφορά τα θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, θα πρέπει να ερμηνεύεται στενώς. Συνεπώς, η εξαίρεση από την απαγόρευση των διακρίσεων βάσει του φύλου, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας 79/7, έχει εφαρμογή μόνον όσον αφορά τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και συντάξεων λόγω αποχωρήσεως καθώς και τις συνέπειες που προκύπτουν από τον καθορισμό αυτό όσον αφορά άλλες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως. |
36 |
Επιβάλλεται να τονιστεί σχετικά ότι, ενώ η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 79/7 αφορά τις συνέπειες που έχει το όριο ηλικίας για τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, η υπό κρίση υπόθεση αφορά την απόλυση υπό την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 76/207. Υπό τις συνθήκες αυτές, η χορήγηση συντάξεως σε απολυόμενους της ίδιας ηλικίας συνιστά απλώς συλλογικό μέτρο, το οποίο θεσπίστηκε ασχέτως του φύλου των απολυομένων προς εξασφάλιση των ίδιων δικαιωμάτων σε όλους τους απολυόμενους. |
37 |
Επομένως, στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το Court of Appeal προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 έχει την έννοια ότι οι συμβατικές διατάξεις που ορίζουν την ίδια ηλικία για την απόλυση αρρένων και θηλέων, ενώ η κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών, δεν συνιστούν διάκριση βασιζόμενη στο φύλο και απαγορευόμενη από το κοινοτικό δίκαιο. |
Επί του δευτέρου ερωτήματος
38 |
Δεδομένου ότι το δεύτερο ερώτημα υποβλήθηκε μόνο για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό. |
Επί των δικαστικών εξόδων
39 |
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι κυβερνήσεις της Δανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. |
Για τους λόγους αυτούς ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διάταξη της 12ης Μαρτίου 1984, το Court of Appeal, αποφαίνεται: |
Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 έχει την έννοια ότι οι συμβατικές διατάξεις που ορίζουν την ίδια ηλικία για την απόλυση αρρένων και θηλέων υπαλλήλων στο πλαίσιο ομαδικής απολύσεως συνεπαγόμενης την πρόωρη συνταξιοδότηση, ενώ η κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών, δεν συνιστούν διάκριση βασιζόμενη στο φύλο και απαγορευόμενη από το κοινοτικό δίκαιο. |
Mackenzie Stuart Everling Bahlmann Bosco Koopmans Due O'Higgins Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Φεβρουαρίου 1986. Ο γραμματέας Ρ. Heim Ο πρόεδρος Α. J. Mackenzie Stuart |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.