Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61984CJ0150

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 23ης Απριλίου 1986.
    Giorgio Bernardi κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
    Υπάλληλος - Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων.
    Υπόθεση 150/84.

    Συλλογή της Νομολογίας 1986 -01375

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:167

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 23ης Απριλίου 1986 ( *1 )

    Στην υπόθεση 150/84,

    Giorgio Bernardi, συνταξιούχος υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενος από τον L. Fortuna, δικηγόρο Ρώμης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Η. Reiner, 15, rue F.-Clément,

    προσφεύγων,

    κατά

    Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από το γενικό γραμματέα του H.-J. Opitz, επικουρούμενο από τον F. Herbert, δικηγόρο Βρυξελλών, και τον Β. Moutrier, δικηγόρο Λουξεμβούργου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο του τελευταίου, 16, avenue de la Porte-Neuve, boîte postale 135,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του υπ' αριθ. 521 εγγράφου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1983, και των συναφών μέτρων εφαρμογής του άρθρου 73 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, καθώς και των άρθρων 17 μέχρι 23 των κανόνων καλύψεως κατά των κινδύνων ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

    συγκείμενο από τους R. Joliét, πρόεδρο τμήματος, G. Bosco, και T. F. O'Higgins, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

    γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνε-. δρίαση της 23ης Ιανουαρίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    ( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται )

    Σκεπτικό

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Ιουνίου 1984, ο Giorgio Bernardi, υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα λόγω αναπηρίας, άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 4ης Οκτωβρίου 1983, με την οποία γίνεται δεκτό ότι στην περίπτωσή του δεν συντρέχει επαγγελματική νόσος και συνεπώς δεν πρέπει να του καταβληθεί η αποζημίωση που προβλέπεται από το άρθρο 73 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων σε περίπτωση επαγγελματικής μόνιμης αναπηρίας, καθώς και της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1983, περί μη αποδόσεως στον προσφεύγοντα διαφόρων ποσών.

    2

    Μεταξύ των ετών 1979 και 1983 ο προσφεύγων, μεταφραστής στη διεύθυνση μεταφράσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με βαθμό LA 5, υποβλήθηκε δύο φορές στη διαδικασία του ιατρικού ελέγχου.

    3

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κίνησε αυτεπάγγελτα την πρώτη διαδικασία ιατρικού ελέγχου βάσει του άρθρου 59, παράγραφος Τ, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων (εφεξής: ο κανονισμός). Πράγματι, επειδή το σύνολο των αναρρωτικών αδειών του προσφεύγοντος υπερέβαινε σε διάστημα τριών ετών τους δώδεκα μήνες, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε στις 8 Οκτωβρίου 1979 να προσφύγει στην προβλεπόμενη από την προαναφερθείσα διάταξη επιτροπή αναπηρίας. Την 1η Δεκεμβρίου 1981, η εν λόγω επιτροπή έκρινε ότι στην περίπτωση του προσφεύγοντος συνέτρεχε μόνιμη ολική αναπηρία που τον καθιστούσε ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε θέση της σταδιοδρομίας του. Με απόφαση της 5ης Μαρτίου 1982, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη συνταξιοδότηση του προσφεύγοντος και του χορήγησε αναδρομικά από 1ης Μαρτίου 1982 σύνταξη αναπηρίας, ύψους 70 % σε σχέση με τον τελευταίο βασικό μισθό του. Ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ότι η διαδικασία αυτή έγινε νομότυπα.

    4

    Κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής διαδικασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διέταξε τη διενέργεια δύο ιατρικών εξετάσεων του προσφεύγοντος που πραγματοποίησαν στις 5 Δεκεμβρίου 1979 ο γιατρός Cis και στις 23 Απριλίου 1981 ο γιατρός Lieschke. Κατά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι εν λόγω δύο ιατρικές εξετάσεις εντάσσονται στο πλαίσιο ανεπίσημης έρευνας που διεξήγαγε η διοίκηση λόγω των επανειλημμένων απουσιών του προσφεύγοντος, ο οποίος, αντίθετα, ισχυρίζεται ότι οι γιατροί Cis και Lieschke ορίστηκαν στο πλαίσιο της δεύτερης διαδικασίας για την οποία γίνεται λόγος ευθύς αμέσως.

    5

    Η δεύτερη διαδικασία, βάσει του άρθρου 73 του κανονισμού και των άρθρων 17 μέχρι 23 των κανόνων σχετικά με την κάλυψη κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής: οι κανόνες), κινήθηκε με πρωτοβουλία του προσφεύγοντος. Στις 27 Μαρτίου 1979, ο προσφεύγων υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, των κανόνων δήλωση περί επαγγελματικής νόσου, προκειμένου να λάβει την προβλεπόμενη από το άρθρο 73, παράγραφος 2, περίπτωση β ), του κανονισμού αποζημίωση. Η διάταξη αυτή προβλέπει την καταβολή στους υπαλλήλους που έχουν περιέλθει σε κατάσταση ολικής μόνιμης αναπηρίας οφειλόμενης σε επαγγελματική νόσο κεφαλαίου ή προσόδου πέραν της προβλεπόμενης από το άρθρο 78 του κανονισμού συντάξεως αναπηρίας.

    6

    Η χορήγηση της εν λόγω αποζημίωσης εξαρτάται από την προηγούμενη διαπίστωση ότι στην περίπτωση του υπαλλήλου συντρέχει επαγγελματική νόσος. Η επαλήθευση αυτή είχε ως αποτέλεσμα στην προκειμένη περίπτωση αρνητική ιατρική γνωμάτευση και άρνηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1983, να καταβάλει στον προσφεύγοντα την αποζημίωση. Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων αμφισβητεί τη νομιμότητα της διαδικασίας που κατέληξε στην ιατρική έκθεση, η οποία αποτέλεσε τη βάση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

    7

    Η πρώτη φάση της διαδικασίας βεβαιώσεως της επαγγελματικής νόσου συνίσταται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 17, παράγραφος 2, κανόνων εξέταση. Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όρισε τον δρα De Meersman, γιατρό-σύμβουλό του, να προβεί στην εξέταση του προσφεύγοντος. Ο De Meersman ζήτησε να γίνει εξέταση από τον δρα Stumper, ειδικό ωτορινολαρυγγολόγο.

    8

    Ο De Meersman, αφού εξέτασε τον προσφεύγοντα στις 22 Φεβρουαρίου 1980, υπέβαλε στις 14 Μαρτίου 1980 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσωρινή γνωμάτευση με την οποία διευκρίνιζε ότι ο προσφεύγων, αν και κλήθηκε κατά τον προσήκοντα τρόπο από τον Stumper, δεν εμφανίστηκε για να εξεταστεί από αυτόν, κατέληγε δε ότι « δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστεί υπέρ του Bernardi ότι πάσχει από επαγγελματική νόσο, προτού διατεθούν περισσότερο λεπτομερή στοιχεία ».

    9

    Στις 10 Ιουνίου 1980, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γνωστοποίησε εγγράφως στον προσφεύγοντα ότι από την ιατρική εξέταση της 22ας Φεβρουαρίου 1980 δεν μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι συντρέχει περίπτωση επαγγελματικής νόσου και ότι σε περίπτωση που η εν λόγω απόφαση δεν τον έβρισκε σύμφωνο δικαιούταν, σύμφωνα με το άρθρο 21 των κανόνων, να ζητήσει τη γνωμάτευση της υγειονομικής επιτροπής.

    10

    Με επιστολή της 19ης Ιουνίου 1980, ο προσφεύγων δήλωσε ότι διαφωνεί με τα συμπεράσματα του De Meersman και ζήτησε τη σύγκληση της υγειονομικής επιτροπής. Ως εκπρόσωπο των συμφερόντων του στην εν λόγω επιτροπή όρισε τον δρα Fidotti προς. τον οποίο ζήτησε να κοινοποιηθούν τόσο η ιατρική γνωμάτευση του De Meersman της 14ης Μαρτίου 1980 όσο και εκείνη του Cis της 22αζ Νοεμβρίου 1979.

    11

    Στις 28 Ιουλίου 1980 ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Κοινωνικών Υποθέσεων γνωστοποίησε εγγράφως στον προσφεύγοντα ότι η υγειονομική επιτροπή ήταν αδύνατο να συγκληθεί προτού λάβει την οριστική γνωμάτευση του De Meersman, ο οποίος ανέμενε ο ίδιος τα αποτελέσματα της εξέτασης στην οποία έπρεπε να προβεί ο Stumper. Για το λόγο αυτό, κλήθηκε ο προσφεύγων να παρουσιαστεί το συντομότερο δυνατό στον Stumper, ο οποίος εξέτασε πράγματι τον προσφεύγοντα στις 16 Σεπτεμβρίου 1980.

    12

    Στις 24 Φεβρουαρίου 1981 ο De Meersman συνέταξε την οριστική του γνωμάτευση, η οποία επιβεβαίωνε την αρχική του άποψη ότι δεν συνέτρεχε επαγγελματική νόσος.

    13

    Στις 22 Μαΐου 1981 ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Κοινωνικών Υποθέσεων γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα την οριστική γνωμάτευση του De Meersman, διευκρινίζοντας ότι μπορούσε να αρχίσει η διαδικασία ενώπιον της υγειονομικής επιτροπής, όπως είχε ζητήσει ο προσφεύγων με την επιστολή της 19ης Ιουνίου 1980. Η εν λόγω γνωστοποίηση συνιστούσε το σχέδιο αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 1, των κανόνων και με αυτή περατωνόταν η πρώτη φάση της διαδικασίας διαπιστώσεως επαγγελματικής νόσου.

    14

    Η δεύτερη φάση της διαδικασίας βεβαιώσεως επαγγελματικής νόσου, η οποία εκτυλίσσεται ενώπιον της υγειονομικής επιτροπής, άρχισε κατόπιν του αιτήματος του προσφεύγοντος της 19ης Ιουνίου 1980. Η επιτροπή αυτή συγκροτήθηκε από τον De Meersman, τον οποίο όρισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον Fidotti, τον οποίο όρισε ο προσφεύγων, και τον Van Den Eeckhaut, τον οποίο επέλεξαν με κοινή συμφωνία οι δύο πρώτοι γιατροί. Η επιτροπή εξέτασε τον προσφεύγοντα στις 15 Δεκεμβρίου 1981 παρουσία της γιατρού Castrica, στην οποία, χωρίς αυτή να είναι μέλος της υγειονομικής επιτροπής, επιτράπηκε να παρίσταται στις εργασίες της ύστερα από αίτημα του προσφεύγοντος. Μετά το πέρας της εν λόγω εξετάσεως, η υγειονομική επιτροπή ανέθεσε στον Van Den Eeckhaut να συντάξει προσωρινή γνωμάτευση.

    15

    Στις 29 Δεκεμβρίου 1981, ο Van Den Eeckhaut διαβίβασε στους δύο άλλους συναδέλφους του σχέδιο γνωματεύσεως, που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δεν συνέτρεχε οιαδήποτε νόσος και ότι επρόκειτο για απλό φωνητικό ελάττωμα, θεραπεύσιμο με ασκήσεις υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος θα επιδείκνυε σε επαρκή βαθμό αποφασιστικότητα και καλή θέληση. Με το εν λόγω σχέδιο γνωματεύσεως συμφώνησε ο De Meersman, όχι όμως και ο Fidotti, ο οποίος με επιστολή της 8ης Μαρτίου 1982 επιφυλάχθηκε να λάβει οριστική θέση μέχρις ότου λάβει τις ιατρικές γνωματεύσεις του Cis, της 5ης Δεκεμβρίου 1979, και του Lieschke της 13ης Απριλίου 1981, οι οποίες του γνωστοποιήθηκαν τον Απρίλιο του 1982.

    16

    Ο Van Den Eeckhaut αναθεώρησε στη συνέχεια τρεις φορές το αρχικό του σχέδιο γνωματεύσεως, στις 19 Απριλίου 1982 για πρώτη φορά, αφού έλαβε ο ίδιος γνώση των γνωματεύσεων των γιατρών Cis και Lieschke, στις 25 Αυγούστου 1982 για δεύτερη φορά, αφού έλαβε τις παρατηρήσεις του Fidotti, τέλος δε για τρίτη φορά στις 2 Μαρτίου 1983, αφού έλαβε ένα σχέδιο γνωματεύσεως από τον Fidotti, τις παρατηρήσεις της Castrica, που και οι δύο ήταν υπέρ της αναγνωρίσεως επαγγελματικής νόσου, και τις παρατηρήσεις του De Meersman, ο οποίος κατέληγε στην έλλειψη οιασδήποτε επαγγελματικής νόσου. Με τα διαδοχικά αυτά σχέδια, ο Van Den Eeckhaut κατέληγε στην έλλειψη οιασδήποτε επαγγελματικής νόσου του προσφεύγοντος.

    17

    Συμφωνώντας με το σχέδιο γνωματεύσεως της 2ας Μαρτίου 1983, ο De Meersman το υπέγραψε. Ο Fidotti δεν προσυπέγραψε το σχέδιο και με τηλεγράφημα της 21ης Απριλίου 1983 γνωστοποίησε ότι θα απέστελλε τις παρατηρήσεις του. Δεδομένου ότι δεν τις έλαβε μέχρι τις αρχές του Ιουνίου 1983, ο Van Den Eeckhaut υπέβαλε στις 3 Ιουνίου 1983 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τα συμπεράσματα της υγειονομικής επιτροπής, υπογεγραμμένα από τον ίδιο και τον De Meersman.

    18

    Στηριζόμενος στα συμπεράσματα της υγειονομικής επιτροπής, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γνωστοποίησε στις 4 Οκτωβρίου 1983 στον προσφεύγοντα ότι δεν είχε διαπιστωθεί ότι έπασχε από επαγγελματική νόσο. Κατόπιν αυτού, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε τον προσφεύγοντα να καταβάλει το ποσό των 43050 βελγικών φράγκων, το οποίο αντιστοιχούσε στο ήμισυ της αμοιβής του Van Den Eeckhaut, όπως προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, εδάφιο 3, των κανόνων σε περίπτωση, όπως η προκειμένη, κατά την οποία η γνώμη της υγειονομικής επιτροπής συμφωνεί με το σχέδιο αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Επειδή ο προσφεύγων δεν συμμορφώθηκε σχετικά, το ποσό των 43050 βελγικών φράγκων κρατήθηκε από τη σύνταξη αναπηρίας του.

    19

    Με επιστολή της 19ης Οκτωβρίου 1983, ο προσφεύγων εξέφρασε ρητές επιφυλάξεις ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και ζήτησε την επιστροφή των εξόδων, που είχε καταβάλει προκειμένου να υποβληθεί στις εξετάσεις των Cis και Lieschke και για να μεταφραστούν, ώστε να τεθούν υπόψη της υγειονομικής επιτροπής, οι γνωματεύσεις που συντάχθηκαν μετά από τις εν λόγω εξετάσεις. Με έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 1983, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Κοινωνικών Υποθέσεων απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος για επιστροφή των ποσών αυτών.

    20

    Στις 19 Νοεμβρίου 1983, ο προσφεύγων υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού, διοικητική ένσταση κατά των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Οκτωβρίου και 10ης Νοεμβρίου 1983. Η σιωπηρή απόρριψη της ενστάσεως επήλθε στις 19 Μαρτίου 1984. Η παρούσα προσφυγή πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Ιουνίου 1984.

    21

    Η προσφυγή έχει κατ'ουσία ως αντικείμενο:

    να αναγνωριστεί η αντικανονικότητα των εργασιών και της οριστικής γνωμάτευσης της υγειονομικής επιτροπής και να ακυρωθούν επομένως οι αποφάσεις που κοινοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα με έγγραφα του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κοινωνικών Υποθέσεων, της 4ης Οκτωβρίου και 10ης Νοεμβρίου 1983, σύμφωνα με τις οποίες δεν συντρέχει επαγγελματική νόσος στην περίπτωση του,

    να αναγνωριστεί ότι οι αποφάσεις που αφορούν την αναγνώριση επαγγελματικής νόσου πρέπει να λαμβάνονται από την αρχή, η οποία είναι αρμόδια για την εφαρμογή των κανόνων, και σύμφωνα με τους όρους τους, πράγμα που δεν συνέβη στην παρούσα περίπτωση,

    να διαταχθεί η εν λόγω αρχή να αναγνωρίσει την επαγγελματική προέλευση της αναπηρίας του προσφεύγοντος και να του καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 73 του κανονισμού,

    να υποχρεωθεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να καταβάλει στον προσφεύγοντα τα ακόλουθα ποσά: α) το ποσό των 43050 βελγικών φράγκων, το οποίο παρακρατήθηκε από τη σύνταξη του προσφεύγοντος και αντιστοιχεί στο ήμισυ της αμοιβής του Van Den Eeckhaut με την οποία βαρύνεται ο προσφεύγων κατ' εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, των κανόνων, β ) το ποσό των 38820 βελγικών φράγκων, που κατέβαλε ο προσφεύγων προκειμένου να υποβληθεί στις ιατρικές εξετάσεις των Cis και Lieschke που διέταξε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και γ ) το ποσό των 5350 βελγικών φράγκων, που κατέβαλε ο προσφεύγων προκειμένου να μεταφραστούν για να τεθούν υπόψη των μελών της υγειονομικής επιτροπής οι ιατρικές γνωματεύσεις των Cis και Lieschke.

    22

    Με το υπόμνημα απαντήσεως του, ο προσφεύγων διατυπώνει περαιτέρω διάφορα αιτήματα, τα οποία δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, δεδομένου ότι το αντικείμενό τους είναι διαφορετικό από εκείνο της προσφυγής όπως περιγράφηκε ανωτέρω.

    Επί του παραδεκτού

    23

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι ορισμένα αιτήματα είναι απαράδεκτα, δεδομένου ότι με αυτά ζητείται από το Δικαστήριο να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση και να απευθύνει εντολές προς τη διοίκηση.

    24

    Χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδίδει αναγνωριστικές αποφάσεις και να απευθύνει εντολές προς τη διοίκηση, αρκεί να διαπιστωθεί ότι τα σχετικά αιτήματα μπορούν να εκληφθούν ως λόγοι προς στήριξη της προσφυγής κατά των αποφάσεων της 4ης Οκτωβρίου και 10ης Νοεμβρίου 1983, εννοείται δε ότι σε περίπτωση ακυρώσεως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης.

    Επί της ουσίας της προσφυγής

    α) Επί της διαδικασίας που προηγείται της συγκροτήσεως της υγειονομικής επιτροπής

    25

    Ο προσφεύγων αμφισβητεί τη νομιμότητα του σχεδίου αποφάσεως που του κοινοποίησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, των κανόνων, συνεπεία της οποίας ζήτησε να συγκροτηθεί υγειονομική επιτροπή.

    26

    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται καταρχάς ότι το σχέδιο αποφάσεως με το οποίο περατώνεται η προβλεπόμενη από τα άρθρα 16 μέχρι 18 των κανόνων διοικητική εξέταση δεν του κοινοποιήθηκε νομότυπα, δεδομένου ότι στην κοινοποίηση αυτή προέβη υπάλληλος ο οποίος δεν ήταν εξουσιοδοτημένος προς το σκοπό αυτό.

    27

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί τη διαδικασία νομότυπη, επειδή η τελική απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1983 ελήφθη από την αρμόδια αρχή. Προσκομίζει διάφορες αποφάσεις περί εξουσιοδοτήσεως από τις οποίες προκύπτει ότι εξουσία για την εφαρμογή του άρθρου 73 του κανονισμού έχει ο γενικός γραμματέας, ο οποίος, με απόφαση της 1ης Μαρτίου 1982, εγκύρως μεταβίβασε αυτή την εξουσία στον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Κοινωνικών Υποθέσεων. Η τελική απόφαση επομένως ελήφθη νομότυπα και κατά συνέπεια η διαδικασία δεν έχει τίποτε το επίμεμπτο.

    28

    Σημειωτέον ότι ο προσφεύγων ορθώς προβάλλει αντικανονικότητα της διαδικασίας, καθόσον το σχέδιο αποφάσεως με το οποίο περατώθηκε η διοικητική εξέταση δεν του κοινοποιήθηκε από εξουσιοδοτημένο προς τούτο υπάλληλο. Πρέπει πάντως να παρατηρηθεί ότι η τελική απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1983 ελήφθη από τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Κοινωνικών Υποθέσεων, ο οποίος ήταν κατ' αυτή την ημερομηνία έγκυρα εξουσιοδοτημένος να λάβει την απόφαση εξ ονόματος της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Εξάλλου, το σχέδιο αποφάσεως δεν επηρέασε την τελική έκβαση της διαδικασίας, δεδομένου ότι ο προσφεύγων ζήτησε να ληφθεί η γνώμη της υγειονομικής επιτροπής. Κατά κανόνα, η πλημμελής διαδικασία συνεπάγεται τη μερική ή ολική ακύρωση μιας αποφάσεως, μόνο εφόσον αποδεικνύεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα είχε ενδεχομένως διαφορετικό περιεχόμενο αν δεν συνέτρεχε η πλημμέλεια αυτή ( απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980 στην υπόθεση Van Landewyck κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209 μέχρι 215 και 218/78, Race. σ. 3125). Επειδή αυτό δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση που συνίσταται στο ότι το σχέδιο αποφάσεως δεν κοινοποιήθηκε από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.

    29

    Ο προσφεύγων αμφισβητεί περαιτέρω το σχέδιο αποφάσεως, καθόσον με αυτό γίνεται δεκτό ότι δεν συντρέχει επαγγελματική νόσος. Κατ' αυτόν, τα περιστατικά της υπόθεσης του θα έπρεπε αναγκαία να ωθήσουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αναγνωρίσει, ήδη στο στάδιο αυτό, την ύπαρξη επαγγελματικής του νόσου. Ο προσφεύγων στηρίζει τον ισχυρισμό του αυτό σε τρία επιχειρήματα.

    30

    Πρώτον, ο προσφεύγων θεωρεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έπρεπε να στηρίξει το σχέδιο αποφάσεως του μόνο στην ιατρική γνωμάτευση του De Meersman, της 24ης Φεβρουαρίου 1981, αλλ' έπρεπε επίσης να λάβει υπόψη του τις ιατρικές γνωματεύσεις του Cis, της 5ης Δεκεμβρίου 1979, και του Lieschke, της 23ης Απριλίου 1981, οι οποίες κατ' αυτόν κατέληγαν στην ύπαρξη επαγγελματικής νόσου.

    31

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντικρούει υποστηρίζοντας ότι οι ιατρικές γνωματεύσεις των Cis και Lieschke έγιναν όχι στο πλαίσιο της διαδικασίας βεβαιώσεως επαγγελματικής νόσου, η οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, αλλά στο πλαίσιο υπηρεσιακού ελέγχου, ο οποίος έλαβε χώρα παράλληλα με τη διαδικασία βεβαιώσεως αναπηρίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναφέρεται σχετικά στο εσωτερικό έγγραφο της 8ης Ιανουαρίου 1980, καθώς και στο έγγραφο της 25ης Μαΐου 1981 προς τον προσφεύγοντα, έγγραφα που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω.

    32

    Σημειωτέον ότι ο προσφεύγων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι οι ιατρικές γνωματεύσεις των Cis και Lieschke εντάσσονται στο πλαίσιο της διαδικασίας βεβαιώσεως επαγγελματικής νόσου. Αντίθετα, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι εν λόγω γνωματεύσεις αφορούν τη βεβαίωση της αναπηρίας του προσφεύγοντος. Συνεπώς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του τις εν λόγω δύο ιατρικές γνωματεύσεις κατά τη σύνταξη του σχεδίου αποφάσεως του, δεδομένου ότι οι κατ' εφαρμογή των άρθρων 73 και 78 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως διαδικασίες είναι διαφορετικές και καταλήγουν στην έκδοση διαφορετικών αποφάσεων, ανεξάρτητων της μιας από την άλλη (απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1981 στην υπόθεση 731/79, Β. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 107).

    33

    Δεύτερον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το περιεχόμενο της γνωμάτευσης του De Meersman, της 24ης Φεβρουαρίου 1981, θα έπρεπε να ωθήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην κοινοποίηση ευνοϊκού γι' αυτόν σχεδίου αποφάσεως.

    34

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιτάσσει ότι, ζητώντας τη σύγκληση της υγειονομικής επιτροπής, ο προσφεύγων αποδέχθηκε σιωπηρά τη νομιμότητα της διαδικασίας που είχε ακολουθηθεί μέχρι τότε.

    35

    Αλλά και το δεύτερο επιχείρημα του προσφεύγοντος είναι αβάσιμο. Πράγματι, πρέπει να τονιστεί ότι η γνωμάτευση του De Meersman είναι κατηγορηματική υπό την έννοια ότι δεν συντρέχει επαγγελματική νόσος. Άρα, το σχέδιο αποφάσεως συνάδει προς τα πορίσματα της γνωμάτευσης αυτής. Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από την απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1984 (Suss κατά Επιτροπής, υπόθεση 265/83, Συλλογή 1984, σ. 4029 ), η διοίκηση δεν δεσμεύεται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας από τα πορίσματα των ιατρών που διόρισε η ίδια.

    36

    Τρίτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, καθορίζοντας το ύψος της συντάξεως του λόγω αναπηρίας σε 70 % του βασικού του μισθού, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναγνώρισε ήδη σιωπηρά την επαγγελματική προέλευση της αναπηρίας του. Η εν λόγω απόφαση ελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 78, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως που εφαρμόζεται σε περίπτωση αναπηρίας, οφειλόμενης σε επαγγελματική νόσο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όφειλε, αν δεν ήθελε να φανεί ασυνεπές, να επιβεβαιώσει τη σιωπηρή αυτή αναγνώριση της επαγγελματικής προέλευσης της νόσου στην παρούσα δίκη και να κοινοποιήσει στον προσφεύγοντα σχέδιο αποφάσεως με αντίστοιχο περιεχόμενο.

    37

    Και το τρίτο αυτό επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, όπως ορθά εκθέτει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η σύνταξη αναπηρίας του προσφεύγοντος ορίστηκε στο 70 % του βασικού του μισθού κατ' εφαρμογή των άρθρων 78, τρίτη παράγραφος, και 77, δεύτερη παράγραφος, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι ο καθορισμός της σύνταξης αναπηρίας στο ποσοστό αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την αναγνώριση της επαγγελματικής προέλευσης της αναπηρίας. Επομένως, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της απόφασης που αφορά τη σύνταξη αναπηρίας και εκείνης που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

    38

    Από όσα προεκτέθηκαν προκύπτει ότι το σχέδιο αποφάσεως, το οποίο προβλέπει το άρθρο 21, πρώτη παράγραφος, των κανόνων, δεν εκδόθηκε πλημμελώς, ώστε να θίγεται το κύρος της τελικής απόφασης.

    β) Επί της λειτουργίας της υγειονομικής επιτροπής

    39

    Ο προσφεύγων αμφισβητεί περαιτέρω τη νομιμότητα της λειτουργίας της υγειονομικής επιτροπής, καθόσον η γνωμάτευση αυτής της επιτροπής δεν φέρει την υπογραφή του Fidotti, επιφορτισμένου να εκπροσωπεί τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, και καθόσον δεν τηρήθηκε η αρχή της συλλογικότητας, επειδή αγνοήθηκαν οι παρατηρήσεις του Fidotti.

    40

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η μη προσυπογραφή της γνωμάτευσης της υγειονομικής επιτροπής από τον Fidotti απηχεί απλώς την ύπαρξη διαφωνίας μεταξύ του γιατρού αυτού και των συναδέλφων του ως προς το πόρισμα της επιτροπής. Ο προσφεύγων δεν μπορεί να παραπονείται ότι οι γνώμες των γιατρών που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντά του αγνοήθηκαν: ακριβώς κατόπιν των παρατηρήσεων του Fidotti και της Castrica, ο Van Den Eeckhaut αναθεώρησε επανειλημμένα το σχέδιο γνωματεύσεώς του· προτού μάλιστα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη γνωμάτευση της 3ης Ιουνίου 1983, που υπέγραψε ο ίδιος και ο De Meersman, ο Van Den Eeckhaut ανέμεινε μάταια επί έξι εβδομάδες τις παρατηρήσεις που επρόκειτο να στείλει ο Fidotti, όπως είχε ανακοινώσει με τηλεγράφημα του της 21ης Απριλίου 1983.

    41

    Η επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί. Πρώτον, η αιτίαση σχετικά με την έλλειψη υπογραφής του Fidotti είναι αβάσιμη, εφόσον η υγειονομική επιτροπή αποφαίνεται έγκυρα κατά πλειοψηφία των μελών της ( απόφαση της 21ης Μαΐου 1981, Morbelli κατά Επιτροπής, υπόθεση 156/80, Συλλογή 1981, σ. 1357). Εξάλλου, δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας. Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, προτού υποβάλει τη γνωμάτευση του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Van Den Eeckhaut αναθεώρησε το σχέδιο γνωματεύσεώς του μετά τις παρατηρήσεις των γιατρών Fidotti και Castrica και ανέμεινε επί έξι εβδομάδες συμπληρωματικές παρατηρήσεις εκ μέρους του Fidotti.

    42

    Από όσα προεκτέθηκαν προκύπτει ότι τη λειτουργία της υγειονομικής επιτροπής δεν βαρύνει καμία πλημμέλεια.

    γ) Επί της αποδόσεως τον ημίθεος της αμοιβής νου Van Den Eeckhaut

    43

    Το άρθρο 23, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, των κανόνων ορίζει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η έκθεση της υγειονομικής επιτροπής συνάδει προς το σχέδιο αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, ο υπάλληλος οφείλει να καταβάλει την αμοιβή και τα παρεπόμενα έξοδα του γιατρού που επέλεξε, καθώς και το ήμισυ της αμοιβής και των παρεπομένων εξόδων του τρίτου γιατρού.

    44

    Δυνάμει ακριβώς αυτής της διατάξεως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρακράτησε από τη σύνταξη αναπηρίας του προσφεύγοντος το ποσό των 43050 βελγικών φράγκων, που αντιστοιχούσε στο ήμισυ της αμοιβής του Van Den Eeckhaut, τρίτου μέλους της υγειονομικής επιτροπής.

    45

    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η γνώμη της υγειονομικής επιτροπής συνάδει προς το σχέδιο αποφάσεως και ότι η διαδικασία έγινε κανονικά. Επομένως, είναι δικαιολογημένη η άρνηση αποδόσεως στον προσφεύγοντα του ημίσεος της αμοιβής του Van Den Eeckhaut που κρατήθηκε από τη σύνταξη αναπηρίας του προσφεύγοντος.

    δ) Επί της αποδόσεως των εξόδων που κατέβαλε ο προσφεύγων προκειμένου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις από τους Cis και Lieschke

    46

    Το Δικαστήριο δέχτηκε πιο πάνω ότι οι ιατρικές εξετάσεις από τους Cis και Lieschke διατάχθηκαν κατά τη διαδικασία διαπιστώσεως της αναπηρίας, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

    47

    Επομένως, η κοινοποιηθείσα με το έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 1983 άρνηση αποδόσεως στον προσφεύγοντα των εξόδων που κατέβαλε, προκειμένου να υποβληθεί στις εν λόγω ιατρικές εξετάσεις, ήταν δικαιολογημένη.

    ε) Επί της αποδόσεως των εξόδων που κατέβαλε ο προσφεύγων για τη μετάφραση των ιατρικών γνωματεύσεων των Cis και Lieschke

    48

    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μετάφραση των εν λόγω εγγράφων έγινε με πρωτοβουλία του προσφεύγοντος, χωρίς να συντρέχει καμία σχετική υποχρέωση.

    49

    Επομένως, η κοινοποιηθείσα με έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 1983 άρνηση αποδόσεως στον προσφεύγοντα των εξόδων που κατέβαλε για τη μετάφραση των εν λόγω ιατρικών γνωματεύσεων ήταν δικαιολογημένη.

    Συμπέρασμα

    50

    Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων που προηγήθηκαν, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    51

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

    52

    Σύμφωνα όμως με το άρθρο 70 του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν.

    53

    Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, η αντικανονική κοινοποίηση του σχεδίου αποφάσεως από υπάλληλο, ο οποίος δεν ήταν προς τούτο εξουσιοδοτημένος, ενδέχεται να είχε επίπτωση επί της αποφάσεως του προσφεύγοντος να ασκήσει την προσφυγή του. Κατά συνέπεια, κατ' εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού διαδικασίας, το οποίο επιτρέπει ολικό ή μερικό συμψηφισμό των εξόδων, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να καταδικαστεί στο ήμισυ των εξόδων του προσφεύγοντος.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Πέραν των δικών του εξόδων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει το ήμισυ των εξόδων του προσφεύγοντος.

     

    Joliét

    Bosco

    O'Higgins

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Απριλίου 1986.

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος

    R. Joliét


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top