EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61984CJ0110

Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 1985.
Commune de Hillegom κατά Cornelis Hillenius.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad - Κάτω Χώρες.
Οδηγία 77/780/ΕΟΚ - Επαγγελματικό απόρρητο των εκπροσώπων των αρμόδιων αρχών σχετικά με την έγκριση λειτουργίας και την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Υπόθεση 110/84.

Συλλογή της Νομολογίας 1985 -03947

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1985:495

61984J0110

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 11ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1985. - ΔΗΜΟΣ ΤΟΥ HILLEGOM ΚΑΤΑ CORNELIS HILLENIUS. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ HOGE RAAD ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ. - ΟΔΗΓΙΑ 77/780/ΕΟΚ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΩΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 110/84.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1985 σελίδα 03947
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 01353


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Προσέγγιση νομοθεσιών — Πιστωτικά ιδρύματα — Αρμόδιες αρχές σχετικά με την έγκριση λειτουργίας και την εποπτεία — Υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου — Έκταση — Παρεκκλίσεις — Εθνικές διατάξεις επιτρέπουσες τη φανέρωση εμπιστευτικών πληροφοριών — Έννοια — Εφαρμογή

( Οδηγία του Συμβουλίου 77/780 , άρθρο 12 )

Περίληψη


H διάταξη του άρθρου 12 , παράγραφος 1 , της οδηγίας 77/780 , κατά την οποία η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που επιβάλλεται σε πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα στις αρμόδιες αρχές σχετικά με την έγκριση λειτουργίας και την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν επαγγελματικώς μόνο δυνάμει νομοθετικών διατάξεων μπορούν να φανερώνονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή , αφορά επίσης τις μαρτυρικές καταθέσεις που δίνονται στο πλαίσιο αστικής δίκης .

Μεταξύ των νομοθετικών διατάξεων που επιτρέπουν , σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 12 , παράγραφος 1 , τη φανέρωση πληροφοριών που ελήφθησαν εμπιστευτικώς , πρέπει να περιληφθούν διατάξεις γενικής εφαρμογής οι οποίες δεν έχουν ως ειδικό σκοπό τη θέσπιση παρεκκλίσεως από την απαγόρευση φανερώσεως του είδους των πληροφοριών που αφορά η οδηγία , αλλά καθορίζουν τα όρια που η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου θέτει στην υποχρέωση καταθέσεως .

Κατά την εφαρμογή τέτοιων διατάξεων γενικής εφαρμογής , στο εθνικό δικαστήριο ανήκει η εξεύρεση της ισορροπίας μεταξύ του συμφέροντος για την ανεύρεση της αλήθειας και του συμφέροντος που συνίσταται στην τήρηση του απορρήτου ορισμένων πληροφοριών , ειδικότερα όταν αυτές έχουν παρασχεθεί από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών , σύμφωνα με το άρθρο 12 , παράγραφος 2 , της οδηγίας .

Διάδικοι


Στην υπόθεση 110/84 ,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hoge Raad των Κάτω Χωρών προς το Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης EOK , με την οποία ζητείται , στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Δήμου του Hillegom

και

Cornelis Hillenius ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 12 της πρώτης οδηγίας 77/780 του Συμβουλίου , της 12ης Δεκεμβρίου 1977 , περί του συντονισμού των νομοθετικών , κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 13ης Απριλίου 1984 , που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Απριλίου του ίδιου έτους , το Hoge Raad των Κάτω Χωρών υπέβαλε , δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης EOK , τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 12 , παράγραφος 1 , της πρώτης οδηγίας 77/780 του Συμβουλίου , της 12ης Δεκεμβρίου 1977 , περί του συντονισμού των νομοθετικών , κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος ( EE ειδ . έκδ . 06/002 , σ . 3 ).

2 H διαφορά στην κύρια δίκη οφείλεται σε μια κατάθεση στην οποία προέβη ο Δήμος του Hillegom ( στο εξής : ο δήμος ), τον Ιούλιο του 1981 , 600 000 ολλανδικών φιορινίων στην Amsterdam American Bank NV , που είχε κηρυχτεί υπό εκκαθάριση τον Οκτώβριο του ίδιου έτους . O δήμος ζήτησε από το Rechtbank του Άμστερνταμ να διατάξει την εξέταση ορισμένων μαρτύρων . Σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο , μπορεί να γίνει χρήση της διαδικασίας αυτής , υπό ορισμένες προϋποθέσεις , πριν από την έναρξη της ένδικης διαδικασίας . O δήμος ζήτησε , στο πλαίσιο της εν λόγω εξετάσεως μαρτύρων , να καταθέσει ως μάρτυρας , μεταξύ άλλων , ο Hillenius , προϊστάμενος της λογιστικής υπηρεσίας της Nederlandsche Bank ( Κεντρικής Τράπεζας της Ολλανδίας ), η οποία ασκεί στις Κάτω Χώρες τη γενική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο του « Wet Toezicht Kredietwezen » ( ολλανδικού νόμου περί της εποπτείας των πιστώσεων , στο εξής : ο WTK ) και αποτελεί την ελέγχουσα αρχή των τραπεζών για τους σκοπούς της προαναφερθείσας οδηγίας 77/780 ( στο εξής : η οδηγία ).

3 Μετά τη Διάταξη του Rechtbank περί διεξαγωγής αποδείξεων , ο Hillenius επικαλέστηκε δικαίωμα αρνήσεως καταθέσεως , για να αποφύγει να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματα τα οποία του είχαν τεθεί ως μάρτυρα και αφορούσαν τον έλεγχο που ασκεί η Nederlandsche Bank επί της Amsterdam American Bank NV .

4 Κατά της Διατάξεως του εισηγητή δικαστή , με την οποία δεν του αναγνωρίστηκε δικαίωμα αρνήσεως καταθέσεως , ο Hillenius άσκησε έφεση ενώπιον του Gerechtshof του Άμστερνταμ . Με Διάταξη της 30ής Μα ΐου 1983 , το Gerechtshof ακύρωσε τη Διάταξη του εισηγητή δικαστή διότι έκρινε ότι ο Hillenius ορθώς είχε στηριχτεί στη νομική υποχρέωσή του περί τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου για να αρνηθεί να καταθέσει ως μάρτυρας . Κατά της Διατάξεως αυτής , ο δήμος άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad .

5 Το Hoge Raad διαπιστώνει καταρχάς ότι ο Hillenius , προς δικαιολογία της αρνήσεώς του , επικαλείται το άρθρο 46 , παράγραφος 1 , του WTK , το οποίο έχει ως εξής :

« Απαγορεύεται σε κάθε πρόσωπο που εκτελεί οποιαδήποτε καθήκοντα λόγω της εφαρμογής του παρόντος νόμου ή διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί δυνάμει του παρόντος νόμου να χρησιμοποιεί ή να φανερώνει στοιχεία ή πληροφορίες , που αποκτώνται δυνάμει του παρόντος νόμου ή συλλέγονται κατά τον έλεγχο βιβλίων και αρχείων , άλλως ή πέραν απ’ o,τι χρειάζεται για την εκτέλεση του καθήκοντός του ή επιβάλλεται από τον παρόντα νόμο . »

Το Hoge Raad θεωρεί εν συνεχεία ότι η διαφορά αφορά κατ’ ουσία το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ του άρθρου 46 , παράγραφος 1 , του προαναφερθέντος WTK και του άρθρου 1946 του Burgerlijk Wetboek ( ολλανδικού Αστικού Κώδικα ), που ορίζει ότι :

« Κάθε πρόσωπο που μπορεί να καταθέσει ως μάρτυρας υποχρεούται να καταθέσει ενώπιον δικαστηρίου .

Εντούτοις , τα πρόσωπα που δικαιούνται να αρνηθούν τη μαρτυρία τους , είναι τα εξής :

...

3 ) Τα πρόσωπα τα οποία , λόγω του επαγγέλματός τους ή της νομικής τους θέσεως , υποχρεούνται στην τήρηση του απορρήτου , αποκλειστικώς και μόνον για o,τι περιήλθε στη γνώση τους υπό την ιδιότητα αυτή . »

6 Δεδομένου ότι , κατά το ολλανδικό δίκαιο , η ύπαρξη υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου αποτελεί προϋπόθεση της αναγνωρίσεως του δικαιώματος αρνήσεως καταθέσεως , ότι όμως απλώς και μόνον το γεγονός ότι υφίσταται τέτοια υποχρέωση δεν σημαίνει επίσης ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει και τέτοιο δικαίωμα , το Hoge Raad θεωρεί απαραίτητο να προσδιοριστεί το περιεχόμενο του άρθρου 46 , παράγραφος 1 , του WTK . Σχετικά , διαπιστώνει ότι η προσαρμογή του WTK έγινε με σκοπό να εναρμονιστεί το ολλανδικό δίκαιο προς την οδηγία , πράγμα που σημαίνει ότι το άρθρο 46 δεν μπορεί να ερμηνευτεί χωρίς να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο του άρθρου 12 της εν λόγω οδηγίας .

7 Το εν λόγω άρθρο 12 έχει ως εξής :

« 1 ) Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι όλα τα πρόσωπα , που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα πλησίον των αρμοδίων αρχών , υποχρεούνται σε τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου . Το απόρρητο αυτό συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν επαγγελματικώς , μόνο δυνάμει νομοθετικών διατάξεων δύνανται να ανακοινούνται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή .

2 ) H παράγραφος 1 δεν εμποδίζει πάντως τις αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών να ανταλλάσσουν τις ανακοινώσεις , που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία . Οι ανταλλασσόμενες έτσι πληροφορίες εμπίπτουν στο απόρρητο , στο οποίο υποχρεούνται τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα πλησίον της αρμοδίας αρχής που τις λαμβάνει .

3 ) Υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που υπάγονται στο ποινικό δίκαιο , η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες δύναται να τις χρησιμοποιεί αποκλειστικά είτε για την εξέταση των όρων ενάρξεως της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη διευκόλυνση του ελέγχου της φερεγγυότητας και της ρευστότητας αυτών και των όρων ασκήσεως της δραστηριότητας είτε όταν ασκείται διοικητική προσφυγή κατά των αποφάσεων της αρμοδίας αρχής είτε στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών που χωρούν δυνάμει του άρθρου 13 . »

8 Στο πλαίσιο αυτό , το Hoge Raad υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα :

« 1 ) Το άρθρο 12 , παράγραφος 1 , το οποίο ορίζει τι πρέπει να διασφαλίζουν τα κράτη μέλη , καλύπτει επίσης τις καταθέσεις των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής , όταν αυτά καταθέτουν ως μάρτυρες επί αστικής αγωγής ;

2 ) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως , πρέπει το άρθρο 12 , παράγραφος 1 , να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι , όσον αφορά τέτοιες καταθέσεις , δεν μπορεί να υποτεθεί ότι υφίσταται εξαίρεση στηριζόμενη σε νομοθετική διάταξη — υπό την έννοια της τελευταίας φράσεως του άρθρου 12 , παράγραφος 1 , που αρχίζει με τις λέξεις « μόνο δυνάμει » — παρά μόνο αν μπορεί να στηριχτεί σε νομοθετική διάταξη που έχει ειδικά θεσπιστεί για να αποτελέσει εξαίρεση από την απαγόρευση φανερώσεως των επίμαχων πληροφοριών ;

3 ) ´Η σε περίπτωση , πάντοτε , καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα , επιτρέπει το άρθρο 12 , παράγραφος 1 , να θεωρηθεί μια γενική διάταξη , όπως είναι το άρθρο 1946 , παράγραφος 1 , του ολλανδικού Αστικού Κώδικα , ως νομοθετική διάταξη δυνάμει της οποίας οι αναφερόμενες στο άρθρο 12 , παράγραφος 1 , πληροφορίες μπορούν να φανερωθούν ; »

Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν

9 Κατά την άποψη του δήμου , στο πρώτο ερώτημα προσήκει αρνητική απάντηση . H οδηγία σκοπό έχει να διευκολύνει την αποτελεσματική εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων , συνεπαγόμενη έτσι τη δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και , εντεύθεν , την εγγύηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ανταλλασσόμενων πληροφοριών . Πάντως , δεδομένου ότι το άρθρο 12 της οδηγίας διέπει μόνο την έκταση και τα όρια της προαιρετικής χρησιμοποίησης των παρεχόμενων πληροφοριών , δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα για την εθνική νομοθεσία να υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές στην παροχή πληροφοριών . Επομένως , η οδηγία θέλησε κατ’ αυτό τον τρόπο να ρυθμίσει την προαιρετική χρησιμοποίηση των πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές και δεν θέλησε να επέμβει στις εξουσίες του νομοθέτη των κρατών μελών .

10 Ως προς το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα , ο δήμος υπογραμμίζει , αφενός , ότι εναπόκειται στο δικαστή να σταθμίζει τα συμφέροντα που αφορά η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου , λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον της ανευρέσεως της αλήθειας σε μια αστική δίκη . Οι όροι των νομοθετικών εγγυήσεων που το άρθρο 12 , παράγραφος 1 , επιβάλλει θα μπορούσαν να εκπληρωθούν καθ’ ολοκληρία με μια τέτοια δικαστική εκτίμηση των νομοθετικών διατάξεων , λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης καταστάσεως .

11 Αντίθετα , ο Hillenius φρονεί , πρώτον , ότι εκείνο που προσδιορίζει το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα του επαγγελματικού απορρήτου , που θεσπίζει η πρώτη παράγραφος του άρθρου 12 της οδηγίας , είναι το κοινοτικό δίκαιο και όχι η εθνική νομοθεσία . H υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου θα πρέπει να νοείται , καταρχήν , ως απόλυτη επιταγή . Τόσο το γράμμα του άρθρου 12 όσο και η ratio legis της οδηγίας επάγονται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που οι εκπρόσωποι της αρμόδιας αρχής λαμβάνουν επαγγελματικώς δεν μπορούν να φανερωθούν ούτε και στο δικαστή μιας αστικής δίκης . Επίσης , το επαγγελματικό απόρρητο δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης απέβλεψε στο να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις , αφενός , για αποτελεσματικό έλεγχο επί των πιστωτικών ιδρυμάτων , πράγμα που συνεπάγεται την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και , αφετέρου , για την εμπιστοσύνη των ελεγχόμενων ιδρυμάτων και του κοινού εντός των ιδρυμάτων αυτών καθαυτών .

12 Ως προς το δεύτερο και τρίτο ερώτημα , ο Hillenius υποστηρίζει πρώτον ότι παρέκκλιση από το επαγγελματικό απόρρητο μπορεί να γίνει δεκτή μόνο βάσει νομοθετικής διατάξεως που έχει ειδικώς προς τούτο θεσπιστεί . Δεύτερον , στόχος της οδηγίας είναι να διασφαλίζει ότι τα στοιχεία που ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών δεν υπόκεινται σε διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις . Επομένως , η παράγραφος 2 του άρθρου 12 αποσκοπεί προδήλως στη θέσπιση παρεκκλίσεως από την παράγραφο 1 . Τέλος , μόνο στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 12 η οδηγία θέλησε να αφήσει κάποιο περιθώριο για τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο κατά την έννοια της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου .

13 Κατά την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας , το άρθρο 12 , παράγραφος 1 , της οδηγίας αφορά κάθε φανέρωση εμπιστευτικών πληροφοριών και , εντεύθεν , καλύπτει επίσης τη φανέρωση στον αντίδικο αστικής δίκης . Το εν λόγω επαγγελματικό απόρρητο αποτελεί σημαντική προϋπόθεση της λειτουργίας του τραπεζικού ελέγχου . Όπως οι διάφορες οδηγίες του Συμβουλίου περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως , δραστηριότητας και εποπτείας επί των πιστωτικών ιδρυμάτων υποχρεώνουν τις εθνικές δημόσιες αρχές να ανταλλάσσουν ορισμένες σημαντικές πληροφορίες περί των πιστωτικών ιδρυμάτων , έτσι και η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου θα πρέπει να διασφαλίζεται πέραν των συνόρων ενός κράτους μέλους . Όσον αφορά το δεύτερο και τρίτο ερώτημα , η γερμανική κυβέρνηση παρατηρεί ότι το άρθρο 12 , παράγραφος 1 , αφήνει στα κράτη μέλη την εξουσία να ελέγχουν την εν λόγω φανέρωση πληροφοριών με νομοθετικές διατάξεις ειδικού ή γενικού χαρακτήρα .

14 H κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας φρονεί ότι η οδηγία αναφέρεται στην έννοια του επαγγελματικού απορρήτου όπως αυτό υφίσταται στις εθνικές νομοθεσίες . Θα έπρεπε επίσης να γίνει δεκτό ότι τα γενικά συμφέροντα μπορούν να υπερισχύσουν έναντι των αναγκών που προστατεύει το επαγγελματικό απόρρητο . H οδηγία , αυτή καθαυτή , θά ’πρεπε να προσδιορίζει τα δυνατά όρια της υποχρεώσεως του επαγγελματικού απορρήτου με ένα ρητό κριτήριο , δηλαδή μια νομοθετική διάταξη . Πάντως , ένας αρκετά ευρύς και στερούμενος ακρίβειας ορισμός της εθνικής νομοθετικής εξαιρέσεως θα μπορούσε να καταστήσει κενή περιεχομένου την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου . Κατά συνέπεια , διάταξη του εθνικού δικαίου που επιτρέπει τέτοια παρέκκλιση , χωρίς να ορίζει με αρκετή ακρίβεια τις περιστάσεις και τους λόγους γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν την παρέκκλιση αυτή , θα ήταν αντίθετη προς το σκοπό και το πνεύμα της οδηγίας .

15 Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα , η ιταλική κυβέρνηση είναι της γνώμης ότι το άρθρο 12 δεν διέπει τον τρόπο και τον τύπο κατά τον οποίο η παρέκκλιση από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου πρέπει να θεσπιστεί από την εθνική νομοθεσία .

16 Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα , η ιταλική κυβέρνηση φρονεί ότι δεν μπορεί να επιλυθεί στο πλαίσιο της ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου .

17 H κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογραμμίζει , όπως και η γερμανική κυβέρνηση , την προέχουσα σημασία του επαγγελματικού απορρήτου για την απόκτηση και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών . Προκειμένου επομένως να ενθαρρύνεται αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών , θεσπίστηκαν ειδικές διατάξεις στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 12 , που αφορούν τις εν λόγω πληροφορίες οι οποίες ανακοινώνονται από τη μια αρμόδια αρχή στην άλλη . Πάντως , δεδομένου ότι η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου δεν είναι απόλυτη , θα πρέπει να συμβιβάζεται με το εσωτερικό δίκαιο . Μολονότι η οδηγία , κατά τη βρετανική κυβέρνηση , δεν θέλει να εναρμονίσει τις εσωτερικές διατάξεις που αφορούν το επαγγελματικό απόρρητο και τις εξαιρέσεις του , οι τελευταίες δεν είναι δυνατό να αντιβαίνουν στο σκοπό της οδηγίας . Επομένως , θα ήταν αντίθετο προς τον εν λόγω σκοπό να επιτρέπεται η φανέρωση υπό περιστάσεις τέτοιες ώστε να εμποδίζεται η απόκτηση και η ανταλλαγή πληροφοριών . Για το λόγο αυτό , η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προτείνει να ερμηνευτεί το άρθρο 12 υπό την έννοια ότι επιτρέπει , κατ’ εξαίρεση , κάθε διάταξη εσωτερικού δικαίου επιτρέπουσα τη φανέρωση . Όσον αφορά την τελευταία φράση της παραγράφου 1 , η οδηγία δεν περιορίζει τις εξαιρέσεις σε εκείνες που αναγνωρίζονται ειδικά , είτε σ’ αυτό καθαυτό το πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας είτε σε μια συγκεκριμένη εθνική νομοθετική διάταξη .

18 H Επιτροπή παρατηρεί πρώτον ότι η οδηγία αποτελεί απλώς και μόνο το πρώτο βήμα εναρμονίσεως των εθνικών , κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων . H οδηγία εξαλείφει απλώς και μόνο τις πλέον οχληρές διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών . Πάντως , προκειμένου να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων , το άρθρο 7 της οδηγίας προβλέπει τη στενή συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών . Το άρθρο 12 τέθηκε ακριβώς σε σχέση με αυτή την υποχρέωση συνεργασίας . H Επιτροπή υπογραμμίζει στη συνέχεια ότι η έκταση της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου διαφέρει στα κράτη μέλη , ειδικότερα όσον αφορά τη δυνατότητα γνωστοποιήσεως πληροφοριών στις φορολογικές αρχές . Οι διαφορές αυτές αποτελούν εμπόδιο στην απρόσκοπτη ανταλλαγή πληροφοριών . Για την επίλυση του προβλήματος αυτού , το άρθρο 12 , παράγραφος 1 , υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κανόνες περί του επαγγελματικού απορρήτου , πλην όμως αφήνει τη δυνατότητα να διαμορφώσουν το περιεχόμενο της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου με νομοθετικές διατάξεις . Ενώ η παράγραφος 2 εξασφαλίζει την εν λόγω ελεύθερη ανταλλαγή πληροφοριών , η παράγραφος 3 εισάγει ένα καινούργιο στοιχείο , ήτοι ότι οι πληροφορίες που λαμβάνει ένα κράτος μέλος μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο .

19 Κατά την Επιτροπή , το άρθρο 12 εισάγει επομένως διπλό καθεστώς . Το πρώτο καθεστώς αφορά τις πληροφορίες που λαμβάνονται μέσα στο κράτος μέλος , αυτό καθαυτό , του οποίου οι νομοθετικές διατάξεις υπό την έννοια της τελευταίας φράσεως της παραγράφου 1 προσδιορίζουν το περιεχόμενο της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου στην οποία υπόκεινται οι πληροφορίες αυτές . Το δεύτερο καθεστώς αφορά τις πληροφορίες που δίδονται από άλλα κράτη μέλη , για τις οποίες έχει θεσπιστεί κοινοτικό καθεστώς , που προβλέπει ότι η χρησιμοποίηση και η φανέρωση των λαμβανόμενων πληροφοριών υπόκεινται στα κριτήρια της παραγράφου 3 . Επομένως , θα πρέπει να αποκλειστεί η χρησιμοποίηση των πληροφοριών , που παρέχουν άλλα κράτη μέλη , στο πλαίσιο αστικής δίκης , πέραν των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 13 .

20 Κατά τη γνώμη της Επιτροπής , τα ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο αφορούν μόνο τις πληροφορίες που λαμβάνονται μέσα στο ίδιο το κράτος μέλος , επομένως το πρώτο καθεστώς . Όσον αφορά το καθεστώς αυτό , η Επιτροπή φρονεί ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιτρέπουν πλέον εκτεταμένες παραβάσεις του επαγγελματικού απορρήτου , εφόσον η αρχή του επαγγελματικού απορρήτου εξακολουθεί να διατηρείται . Στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού θα ήταν νοητό η εθνική νομοθεσία να αφήνει στο δικαστή τη μέριμνα να σταθμίζει το συμφέρον που προστατεύει το επαγγελματικό απόρρητο σε σχέση με άλλα έννομα συμφέροντα . Μια γενική νομοθετική διάταξη , δυνάμει της οποίας ένα πρόσωπο υποχρεούται να εμφανιστεί ως μάρτυρας σε αστική δίκη , θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως νομοθετική διάταξη υπό την έννοια του άρθρου 12 , παράγραφος 1 , τελευταία φράση , υπό την προϋπόθεση ότι η διάταξη αυτή παρέχει στο δικαστή τη δυνατότητα σταθμίσεως των προαναφερθέντων συμφερόντων .

Επί των σκοπών της οδηγίας 77/780 και των συμφραζομένων του άρθρου 12

21 Για να δοθεί καλύτερη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 12 , παράγραφος 1 , της οδηγίας 77/780 , ενδείκνυται πρώτον να συνδυαστεί η διάταξη αυτή με τις λοιπές διατάξεις της οδηγίας και με τον επιδιωκόμενο σκοπό της .

22 Από τη δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προκύπτει ότι αποβλέπει μόνο στην εξάλειψη των πλέον οχληρών διαφορών μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά το καθεστώς στο οποίο υπόκεινται τα πιστωτικά ιδρύματα και ότι η ρύθμιση πρέπει να γίνει κατά διαδοχικά στάδια για να δημιουργηθούν οι κανονιστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για μια κοινή αγορά πιστωτικών ιδρυμάτων .

23 Το άρθρο 7 της οδηγίας ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνεργάζονται στενά . Γνωστοποιούν η μία στην άλλη όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τη διεύθυνση , τη διαχείριση και την ιδιοκτησία των πιστωτικών αυτών ιδρυμάτων και μπορούν να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων εγκρίσεώς τους , καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο της ρευστότητας και της φερεγγυότητας των ιδρυμάτων αυτών . Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο υποχρεώνει το άρθρο 12 , παράγραφος 3 , τα κράτη μέλη να προβλέψουν ότι οι αρχές που λαμβάνουν τις πληροφορίες δεν μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν παρά , πρώτον , για την εξέταση των όρων ενάρξεως της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων , δεύτερον , για τη διευκόλυνση του ελέγχου της ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής , ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα και φερεγγυότητα των εν λόγω ιδρυμάτων και , τρίτον , όταν ασκείται διοικητική προσφυγή ή κινείται ένδικη διαδικασία κατά των αποφάσεων της αρχής . Παρ’ όλ’ αυτά , στον αυστηρό αυτό περιορισμό της χρησιμοποιήσεως των πληροφοριών υπάρχει μια γενική εξαίρεση όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών που λαμβάνονται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας .

24 Το άρθρο 12 , παράγραφος 1 , καίτοι επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέψουν το επαγγελματικό απόρρητο , δεν δίδει ορισμό ούτε του απορρήτου ούτε του περιεχομένου του . Αντίθετα , αφήνει στα κράτη μέλη τη μέριμνα να ρυθμίσουν τα ζητήματα αυτά , ορίζοντας όμως ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο μπορούν να φανερωθούν μόνο δυνάμει νομοθετικών διατάξεων . Υπό το ίδιο πρίσμα ορίζει η παράγραφος 2 του άρθρου 12 , αφενός , ότι το επαγγελματικό απόρρητο δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και , αφετέρου , ότι οι κατ’ αυτό τον τρόπο ανταλλασσόμενες πληροφορίες εμπίπτουν στο επαγγελματικό απόρρητο .

Επί του πρώτου ερωτήματος

25 Το πρώτο ερώτημα αφορά στην ουσία το αν η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 12 , σύμφωνα με την οποία η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου , που επιβάλλεται στα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα στις αρμόδιες αρχές , επάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που τα εν λόγω πρόσωπα λαμβάνουν επαγγελματικώς δεν μπορούν καταρχήν να φανερωθούν σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή , αφορά εξίσου τις περιπτώσεις καταθέσεων των εν λόγω προσώπων , τις οποίες αυτά δίδουν υπό την ιδιότητα του μάρτυρα σε αστική δίκη .

26 Από την ανάλυση των γενικών σκοπών της οδηγίας και των συμφραζομένων του άρθρου 12 , παράγραφος 1 , προκύπτει , αφενός , ότι η οδηγία αυτή , έχοντας ως τελικό σκοπό τη δημιουργία των κανονιστικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για μια κοινή αγορά πιστωτικών ιδρυμάτων , αποσκοπεί στο να διευκολύνει τη γενική εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων , τα οποία λειτουργούν σε περισσότερα κράτη μέλη , από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει το πιστωτικό ίδρυμα . Λόγω των διαφορών που υπάρχουν στις νομοθεσίες των κρατών μελών στο θέμα αυτό , η οδηγία ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά κατά την εποπτεία της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων . Προς τούτο , η οδηγία προβλέπει τη διασφάλιση του επαγγελματικού απορρήτου καθώς και την υποχρεωτική ανταλλαγή , μεταξύ των αρμόδιων αρχών ελέγχου , πληροφοριών που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο της ρευστότητας και φερεγγυότητας των ιδρυμάτων αυτών .

27 H λειτουργία του τραπεζικού ελέγχου , που στηρίζεται στην εποπτεία εντός ενός κράτους μέλους και στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών , επιβάλλει πράγματι την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου . H φανέρωση εμπιστευτικών πληροφοριών για οποιοδήποτε σκοπό θα μπορούσε να έχει ολέθριες συνέπειες όχι μόνο για το αμέσως ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα , αλλά και για τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος γενικώς . Συνεπώς , αν έλλειπε το εν λόγω απόρρητο θα ετίθετο σε κίνδυνο η υποχρεωτική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών , διότι , στην περίπτωση αυτή , η αρχή ενός κράτους μέλους δεν θα μπορούσε να είναι βέβαιη ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες , τις οποίες έδωσε σε αρχή άλλου κράτους μέλους , θα διατηρήσουν καταρχήν τον εμπιστευτικό αυτό χαρακτήρα .

28 Σ’ αυτή την αλληλουχία σκέψεων , οι κυβερνήσεις και η Επιτροπή , καθώς και ο Hillenius , ορθώς υπογράμμισαν τη μεγάλη σπουδαιότητα της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου για τα πρόσωπα που υπηρετούν ή υπηρέτησαν σε αρμόδια υπηρεσία . Όπως από τις διατάξεις του άρθρου 12 , παράγραφος 1 , κατά το οποίο οι εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται επαγγελματικώς « μόνο δυνάμει νομοθετικών διατάξεων δύνανται να ανακοινούνται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή » , έτσι και από τους σκοπούς της οδηγίας προκύπτει ότι η εν λόγω απαγόρευση φανερώσεως καλύπτει επίσης τις μαρτυρικές καταθέσεις που δίδονται στο πλαίσιο αστικής δίκης .

29 Από τα παραπάνω έπεται ότι στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 12 της οδηγίας , κατά την οποία η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που επιβάλλεται σε πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα στις αρμόδιες αρχές επάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν επαγγελματικώς μόνο δυνάμει νομοθετικών διατάξεων μπορούν να φανερώνονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή , αφορά επίσης τις μαρτυρικές καταθέσεις που δίδονται στο πλαίσιο αστικής δίκης .

Επί του δευτέρου και τρίτου ερωτήματος

30 Το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα θέτουν το πρόβλημα περί του αν οι νομοθετικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 12 , παράγραφος 1 , της οδηγίας πρέπει να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι έχουν ως ειδικό σκοπό να θεσπίσουν παρέκκλιση από την απαγόρευση φανερώσεως του είδους των πληροφοριών που αφορά η οδηγία ή αν , αντίθετα , περιλαμβάνουν διατάξεις γενικής εφαρμογής περί των ορίων που η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου θέτει στην υποχρέωση καταθέσεως .

31 Όπως σημειώθηκε κατά την παραπάνω ανάλυση των συμφραζομένων του άρθρου 12 και των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία , το άρθρο 12 αποτελεί μέρος του πρώτου σταδίου των εργασιών εναρμονίσεως και συντονισμού στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων . Ενώ θέτει την αρχή μιας απαγορεύσεως για τα κράτη μέλη να φανερώνουν τις εμπιστευτικές πληροφορίες , λαμβάνει υπόψη τις σημαντικές διαφορές που χωρίζουν τις σχετικές με την προστασία του εν λόγω απορρήτου εθνικές νομοθεσίες .

32 Το άρθρο 12 , παράγραφος 1 , μη αποβλέποντας ούτε στη θέσπιση απόλυτης υποχρέωσης ούτε στη ρύθμιση ή στην εναρμόνιση του περιεχομένου του επαγγελματικού απορρήτου , διασφαλίζει το επαγγελματικό απόρρητο εφόσον χρόνο δεν προβλέπεται παρέκκλιση από τις υφιστάμενες ή μελλοντικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας της σχετικής με τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η φανέρωση εμπιστευτικών πληροφοριών . Επομένως , η γενική αναφορά στις νομοθετικές διατάξεις κάθε κράτους μέλους εμφαίνει ότι , σ’ αυτό το πρώτο στάδιο το οποίο αποβλέπει μόνο στην εξάλειψη των πλέον οχληρών διαφορών μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών , οι προϋφιστάμενες ή επερχόμενες κανονιστικές ρυθμίσεις των κρατών μελών μπορούν να επιφέρουν εξαίρεση από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου .

33 Όσον αφορά τη σύγκρουση που μπορεί να ανακύψει μεταξύ , αφενός , του συμφέροντος για την ανεύρεση της αλήθειας — απαραίτητη για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης — και , αφετέρου , του συμφέροντος που συνίσταται στην τήρηση του απορρήτου ορισμένων πληροφοριών , πρέπει να γίνει δεκτό ότι στο δικαστήριο ανήκει η εξεύρεση της ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων αυτών , αν ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει επιλύσει τη σύγκρουση αυτή με ειδικές νομοθετικές διατάξεις . Συνεπώς , σε περίπτωση όπως η προκείμενη , κατά την οποία , σύμφωνα με την ερμηνεία που έδωσε το εθνικό δικαστήριο , η εθνική κανονιστική ρύθμιση είναι γενικού χαρακτήρα , στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να σταθμίσει τα εν λόγω συμφέροντα πριν κρίνει κατά πόσο ένας μάρτυρας ο οποίος έχει λάβει εμπιστευτικές πληροφορίες μπορεί , ή όχι , να επικαλεστεί το απόρρητο το οποίο υποχρεούται να τηρήσει . Στο πλαίσιο αυτό , στο δικαστήριο εναπόκειται ειδικότερα να εκτιμήσει , ανάλογα με την περίπτωση , τη σημασία που πρέπει να αποδώσει στο γεγονός ότι οι εν λόγω πληροφορίες έχουν παρασχεθεί από αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών , σύμφωνα με το άρθρο 12 , παράγραφος 2 , της οδηγίας .

34 Κατά συνέπεια , στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι οι νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν , κατά το άρθρο 12 , παράγραφος 1 , της οδηγίας , τη φανέρωση πληροφοριών που ελήφθησαν εμπιστευτικώς , περιέχουν διατάξεις γενικής εφαρμογής οι οποίες δεν έχουν ως ειδικό σκοπό τη θέσπιση παρεκκλίσεως από την απαγόρευση φανερώσεως του είδους των πληροφοριών που αφορά η οδηγία , αλλά καθορίζουν τα όρια που η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου θέτει στην υποχρέωση καταθέσεως .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

35 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι κυβερνήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας , της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου , καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο , δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Hoge Raad των Κάτω Χωρών με Διάταξη της 13ης Απριλίου 1984 , αποφαίνεται :

1 ) H διάταξη του άρθρου 12 , παράγραφος 1 , της οδηγίας 77/780 , κατά την οποία η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που επιβάλλεται σε πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα στις αρμόδιες αρχές επάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες λαμβάνουν επαγγελματικώς μόνο δυνάμει νομοθετικών διατάξεων μπορούν να φανερώνονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή , αφορά επίσης τις μαρτυρικές καταθέσεις που δίνονται στο πλαίσιο αστικής δίκης .

2 ) Οι νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν , σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 12 , παράγραφος 1 , τη φανέρωση πληροφοριών που ελήφθησαν εμπιστευτικώς , περιέχουν διατάξεις γενικής εφαρμογής οι οποίες δεν έχουν ως ειδικό σκοπό τη θέσπιση παρεκκλίσεως από την απαγόρευση φανερώσεως του είδους των πληροφοριών που αφορά η οδηγία , αλλά καθορίζουν τα όρια που η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου θέτει στην υποχρέωση καταθέσεως .

Top