Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61984CJ0076

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 21ης Ιανουαρίου 1987.
    Alessandro Rienzi κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Άρνηση αναγνωρίσεως επαγγελματικής ασθένειας.
    Υπόθεση 76/84.

    Συλλογή της Νομολογίας 1987 -00315

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:17

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση 76/84 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και γραπτή διαδικασία

    Κατά του Alessandro Rienzi, υπαλλήλου της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά το χρόνο των υπό κρίση περιστατικών, κινήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1981 πειθαρχική διαδικασία για παράβαση των άρθρων 12 και 17 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων. Οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν σε βάρος του ήταν, αφενός, ότι είχε πωλήσει κατά την περίοδο 1972 έως 1979 έγγραφα της Επιτροπής εμπιστευτικού χαρακτήρα και, αφετέρου, ότι μεταξύ 1972 και 1981 ασκούσε μη επιτραπείσες εξωτερικές δραστηριότητες.

    Η πειθαρχική διαδικασία εκτυλίχθηκε από τις 10 Σεπτεμβρίου 1981 μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 1983, ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (εφεξής: ΑΔΑ), αφού τελικά δέχθηκε ότι ο Rienzi είχε υποπέσει σε παραβάσεις λιγότερο σοβαρές από εκείνες για τις οποίες είχε κατηγορηθεί στην αρχή της διαδικασίας, του επέβαλε την ποινή του υποβιβασμού από το βαθμό Α 5 στο βαθμό Α 6.

    Ο Rienzi άσκησε τότε δύο προσφυγές: με τη μεν μία επεδίωκε την ακύρωση της απόφασης περί υποβιβασμού, με τη δε άλλη ζητούσε, σε περίπτωση που η επιβληθείσα ποινή θεωρηθεί νόμιμη, να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας σε υπηρεσιακά πταίσματα που προκάλεσαν στον προσφεύγοντα σοβαρή και ανίατη ασθένεια που έγινε αιτία να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα την 1η Ιουλίου 1983 λόγω αναπηρίας και, συνεπώς, έπρεπε να καταδικασθεί να αποζημιώσει τον προσφεύγοντα για την υλική και ηθική ζημία που υπέστη. Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985 ( συνεκδικασθείσες υποθέσεις 255 και 256/83 ) το Δικαστήριο, αφού αναγνώρισε όχι μόνο ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα ήταν νόμιμη, αλλά και ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να επέτρεπαν να βεβαιωθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε κατά την πειθαρχική διαδικασία σε υπηρεσιακά πταίσματα, απέρριψε τις δύο προσφυγές.

    Ενώ εκτυλισσόταν ενώπιον του Δικαστηρίου η διαδικασία σχετικά με τις δύο προαναφερθείσες προσφυγές, ο Rienzi άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της 27ης Ιουνίου 1983 του γενικού διευθυντή του προσωπικού και της διοίκησης, με την οποία συνταξιοδοτήθηκε από την 1η Ιουλίου 1983 λαμβάνοντας σύνταξη λόγω αναπηρίας σύμφωνα με τις διατάξεις του. άρθρου 78, εδάφιο 3, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Κατά τη γνώμη του, η σύνταξη αυτή έπρεπε πράγματι να είχε καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 78, παράγραφος 2, που διέπουν την περίπτωση της αναπηρίας που προήλθε από επαγγελματική ασθένεια.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Αιτήματα των διαδίκων

    Ο προσφεύγων ίρ\τά από το Δικαστήριο:

    « 1)

    να ακυρώσει την απόφαση της 27ης Ιουνίου 1983, καθώς και το συνοδευτικό έγγραφο της ίδιας ημέρας, καθόσον δεν αναγνωρίζουν ότι η ασθένεια του προσφεύγοντος συνιστά επαγγελματική ασθένεια'

    2)

    να ακυρώσει τη ρητή απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης του προσφεύγοντος που περιέχεται στο έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 1983·

    3)

    να αναγνωρίσει ότι η ασθένεια που προκάλεσε τη διαρκή και ολική αναπηρία του προσφεύγοντος συνιστά επαγγελματική ασθένεια'

    4)

    να καταδικάσει την αντίδικο να χορηγήσει στον προσφεύγοντα τις παροχές που προβλέπονται από το άρθρο 78, παράγραφος 2, του κανονισμού για την περίπτωση διαρκούς ολικής αναπηρίας που οφείλεται σε επαγγελματική ασθένεια'

    5)

    να καταδικάσει την αντίδικο σε όλα τα δικαστικά έξοδα. »

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    « —

    να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

    να επιδικάσει κατά νόμο τα δικαστικά έξοδα. »

    III — Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα των διαδίκων

    Ο Rienzi αναφέρει καταρχάς ότι η ΑΔΑ ζήτησε στις 15 Μαρτίου 1983 από την επιτροπή αναπηρίας να αποφανθεί επί του ζητήματος, αν το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος περιήλθε ενδεχομένως σε κατάσταση αναπηρίας μπορεί να οφειλόταν σε ατύχημα που συνέβη κατά την άσκηση ή λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων του ή σε επαγγελματική ασθένεια και ότι στις 7 Μαΐου 1983 η εν λόγω επιτροπή κατέθεσε το πόρισμα της διαπιστώνοντας, αφενός, ότι ο ενδιαφερόμενος είχε υποστεί διαρκή ολική αναπηρία, που τον καθιστούσε ανίκανο να εκτελέσει τα καθήκοντα που συνδέονται με θέση της σταδιοδρομίας του και, αφετέρου, ότι η αναπηρία αυτή εκδηλώθηκε συνεπεία συγκεκριμένων γεγονότων που συνέβησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

    Αφού η Επιτροπή εξέδωσε βάσει αυτού του πορίσματος την προαναφερθείσα απόφαση της 27ης Ιουνίου 1983, ο Rienzi έλαβε από το γιατρό, τον οποίο είχε ορίσει στην επιτροπή αναπηρίας, μια δήλωση που βεβαίωνε ότι « βασιζόμενοι σε συγκεκριμένο ιατρικό ιστορικό και μετά από έρευνα σε βάθος οι γιατροί έκριναν ότι υπήρχε άμεση σχέση μεταξύ της βαθιάς επιδείνωσης του ψυχισμού σας και αυτών των γεγονότων (δηλαδή της πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Rienzi). Γι' αυτό το λόγο εξομοίωσαν την ασθένεια σας με πάθηση επαγγελματικής προελεύσεως ».

    Ενόψει αυτών των στοιχείων ο Rienzi θεωρεί ότι ο επαγγελματικός χαρακτήρας της ασθένειας του βεβαιώθηκε δεόντως από την αρμόδια ιατρική υπηρεσία και ότι συνεπώς η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να τον αγνοήσει.

    Προς στήριξη της προσφυγής του προβάλλει διάφορους λόγους που αντλεί από την παράβαση των διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, καθώς και από παραβίαση των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου.

    Ο πρώτος Αόγος αφορά την παράβαση του άρθρου 78, παράγραφος 2, και την εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 78, παράγραφος 3, του κανονισμού' αντιφάσεις, σφάλματα και ανεπαρκής αιτιολογία, καθώς και υπέρβαση εξουσίας, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση εφήρμοσε στον προσφεύγοντα το άρθρο 78, παράγραφος 3, του κανονισμού, ενώ διαβεβαιώνει ότι στηρίζεται στο πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας, η οποία όμως ρητά δήλωσε ότι η αναπηρία του προσφεύγοντος εκδηλώθηκε συνεπεία συγκεκριμένων γεγονότων που συνέβησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

    Κατά τον προσφεύγοντα δεν αμφισβητείται ότι η έννοια της επαγγελματικής ασθένειας που προβλέπεται στο άρθρο 78, παράγραφος 2, του κανονισμού είναι η ίδια με του άρθρου 73 που προβλέπει τη σύναψη κοινής συμφωνίας των οργάνων για μια ρύθμιση σχετικά με την κάλυψη των κινδύνων επαγγελματικής ασθένειας και ατυχήματος.

    Όμως, κατά το άρθρο 3 αυτής της ρύθμισης θεωρείται επίσης ως επαγγελματική ασθένεια κάθε ασθένεια ή επιδείνωση ασθένειας, η οποία τεκμαίρεται επαρκώς ότι προκλήθηκε κατά την άσκηση ή λόγω της άσκησης των καθηκόντων στην υπηρεσία της Επιτροπής.

    Ακριβώς ένας τέτοιος σύνδεσμος συνάγεται από την έκθεση της επιτροπής αναπηρίας. Το γεγονός ότι η επιτροπή αναπηρίας χρησιμοποιεί αντί της εκφράσεως « επαγγελματική ασθένεια» μια περίφραση, η οποία εξάλλου, κατά τον προσφεύγοντα, έχει το ίδιο νομικό περιεχόμενο, οφείλεται μόνον στην ανάμειξη της διοίκησης στη σύνταξη της ιατρικής έκθεσης.

    Αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η καθής, εναπόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της επιτροπής αναπηρίας να καθορίσει αν μια ασθένεια μπορεί να θεωρηθεί 'ως επαγγελματική ασθένεια, γιατί αυτή μόνο μπορεί να αποφανθεί αν υπάρχει σχέση αιτίας-αποτελέ-σματος μεταξύ της ασθένειας και των ασκούμενων καθηκόντων.

    Επιπλέον στη συγκεκριμένη περίπτωση η ΑΔΑ, όπως συνάγεται από ένα έγγραφο της 15ης Μαρτίου 1983 του αναπληρωτή γενικού διευθυντή του προσωπικού και της διοικήσεως, είχε δώσει ρητή εντολή στην επιτροπή αναπηρίας να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η ενδεχόμενη περιέλευση σε κατάσταση αναπηρίας ήταν ή όχι αποτέλεσμα επαγγελματικής ασθένειας.

    Κατά τρίτο λόγο, η ΑΔΑ, ακόμα κι αν ήταν αρμόδια να χαρακτηρίσει από νομικής απόψεως τις ιατρικές διαπιστώσεις της επιτροπής αναπηρίας, δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η αναπηρία δεν ήταν πράγματι αποτέλεσμα επαγγελματικής ασθένειας.

    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ακόμη ότι δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι ο χαρακτήρας της ασθένειας ως επαγγελματικής αποκλείεται, επειδή τα γεγονότα που την προκάλεσαν φέρονται ότι συνιστούν πταισματική συμπεριφορά. Πράγματι, καμία διάταξη του κανονισμού δεν δίνει στην ΑΔΑ την εξουσία να αποχαρακτηρίσει μια επαγγελματική αναπηρία θεωρώντας την συνήθη αναπηρία. Ακόμα και στην περίπτωση που η αναπηρία προκλήθηκε εκ προθέσεως από τον ίδιο τον υπάλληλο, η ΑΔΑ έχει, κατά τον κανονισμό, μόνο την επιλογή μεταξύ του να χορηγήσει σύνταξη αναπηρίας ή σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου.

    Τέλος ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία της απόφασης περιέχει αντιφάσεις, επειδή η απόφαση λέει μεν ότι στηρίζεται στο πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας, δεν αναγνωρίζει όμως την επαγγελματική ασθένεια που διαπιστώθηκε από αυτή την επιτροπή, ή τουλάχιστον ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής, επειδή, αν η ΑΔΑ ήθελε να απομακρυνθεί από το προαναφερόμενο πόρισμα, θα έπρεπε τουλάχιστον να εκθέσει τους λόγους που την ώθησαν να ενεργήσει κατ' αυτό τον τρόπο.

    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η επιτροπή αναπηρίας δεν κατέληξε στην ύπαρξη επαγγελματικής ασθένειας, αλλά χρησιμοποιώντας ειδική διατύπωση, διαφορετική από εκείνη που ήδη περιέχεται στα έντυπα που χρησιμοποιούνται γι' αυτό το σκοπό και σύμφωνα με την οποία « η αναπηρία οφείλεται σε επαγγελματική ασθένεια», η επιτροπή αναπηρίας είχε την πρόθεση να αφήσει την ΑΔΑ να αποφασίσει αν η ασθένεια του προσφεύγοντος μπορούσε να θεωρηθεί ως επαγγελματική ασθένεια. 'Ετσι, προκειμένου να καθοριστεί αν μια ασθένεια συνιστά επαγγελματική ασθένεια, δεν πρέπει απλώς να διαπιστωθεί ότι προκλήθηκε από συγκεκριμένα γεγονότα που συνέβησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ενδιαφερομένου, αλλά και να εξακριβωθεί μήπως τα γεγονότα αυτά μπορούν να καταλογιστούν στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο.

    Παρόλο που το πρώτο σημείο συνιστά κατά κύριο λόγο ιατρικό ζήτημα, το δεύτερο δεν σχετίζεται ειδικά με το χώρο της ιατρικής και μπορεί να εκτιμηθεί ελεύθερα από την ΑΔΑ. Οπωσδήποτε η ΑΔΑ δεν μπορεί να απορρίψει τον επαγγελματικό χαρακτήρα μιας ασθένειας βασιζόμενη σε ιατρικής φύσεως εκτιμήσεις, διότι αν έκανε κάτι τέτοιο, θα υπεισερχόταν στις αρμοδιότητες της επιτροπής αναπηρίας, αντιθέτως όμως μπορεί κάλλιστα να αποφανθεί επί θεμάτων νομικής φύσεως, ιδίως επί του ζητήματος αν μια ασθένεια που οφείλεται σε μια κανονική και συνήθη ενέργεια της διοικήσεως σε σχέση με μια πλημμελή κατάσταση που καταλογίζεται εξ ολοκλήρου στον υπάλληλο, πρέπει ή όχι να θεωρηθεί ως επαγγελματική ασθένεια.

    Ακόμα κι αν δεν αντιμετωπίζεται ρητά από τον κανονισμό η περίπτωση ασθένειας ως τυχαία συνέπεια της παράνομης διαγωγής του ενδιαφερομένου, εντούτοις, η έλλειψη δυνατότητας να αποδοθεί η ασθένεια σε παράνομα γεγονότα που καταλογίζονται στον υπάλληλο που επλήγη από την ασθένεια αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της επαγγελματικής ασθένειας.

    Η συναγωγή της ανυπαρξίας οποιουδήποτε παράνομου γεγονότος ως συστατικού στοιχείου του ορισμού της επαγγελματικής ασθένειας στηρίζεται στην οικονομία των άρθρων 73 και 78 του κανονισμού και των κανονιστικών διατάξεων που εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή τους, ιδίως δε στο άρθρο 78, τελευταία παράγραφος, του κανονισμού, που αφορά την περίπτωση αναπηρίας που προκλήθηκε σκόπιμα από τον υπάλληλο, καθώς και στο άρθρο 7 των κανόνων για την κάλυψη των κινδύνων από ατύχημα και επαγγελματική ασθένεια των υπαλλήλων.

    Ο δεύτερος λόγος αντλείται από την παράβαση του άρθρου 13 του παραρτήματος VIII του κανονισμού, από την παραβίαση της γενικής αρχής « potere legem quam ipse fecisti » και από την υπέρβαση εξουσίας, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση διατείνεται ότι δεν λαμβάνει υπόψη την επαγγελματική προέλευση της ασθένειας, που επέφερε την ολική αναπηρία του προσφεύγοντος, ενώ η επιτροπή αναπηρίας είναι η μόνη αρμόδια να προβεί στις αναγκαίες διαπιστώσεις και να προσδιορίσει την επαγγελματική ή μη αιτία της διαπιστωθείσας αναπηρίας, η δε ΑΔΑ είναι αρμόδια να σεβαστεί την εντολή που η ίδια έδωσε στην επιτροπή αναπηρίας.

    Κατά τον προσφεύγοντα, η αντίδικος όφειλε να έχει σεβαστεί τη συγκεκριμένη εντολή που η ίδια είχε δώσει εν προκειμένω στην επιτροπή αναπηρίας, τη γνώμη της οποίας αποδεχόταν εκ των προτέρων, τόσο όσον αφορά την περιέλευση σε κατάσταση αναπηρίας όσο και ως προς το χαρακτηρισμό ως επαγγελματικής της ασθένειας η οποία την επέφερε.

    Η Επιτροπή τονίζει ότι ο δεύτερος λόγος του προσφεύγοντος δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από τον πρώτο και θεωρεί ότι μπορεί επομένως να αναφερθεί στις παρατηρήσεις που διατύπωσε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου. Αναγνωρίζει ότι το έγγραφο της 15ης Μαρτίου 1983 του αναπληρωτή γενικού διευθυντή του προσωπικού και της διοικήσεως, βάσει του οποίου επιφορτίσθηκε η επιτροπή αναπηρίας να αποφανθεί επί της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθένειας, ήταν άσχημα διατυπωμένο, αλλά αυτό δεν μπορούσε να έχει επίδραση στην οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων που έχουν παρασχεθεί αντίστοιχα στην ΑΔΑ και την επιτροπή αναπηρίας.

    Ο τρίτος Αόγος αντλείται από την παράβαση του άρθρου 90, παράγραφος 1, του κανονισμού' από την παραβίαση της γενικής αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση του· από τις γενικές αρχές που διέπουν την αιτιολογία των διοικητικών πράξεων, την έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας και την υπέρβαση εξουσίας, καθόσον η ρητή απόρριψη της ενστάσεως του προσφεύγοντος περιέχει διαφορετική αιτιολογία από εκείνη που περιέχεται στην απόφαση της 27ης Ιουνίου 1983, ενώ η διοικητική αρχή που βεβαιώνει μια αρχική απόφαση, που εξακολουθεί να ισχύει, δεν έχει αρμοδιότητα να μεταβάλλει εκ των υστέρων την αιτιολογία.

    Κατά τον προσφεύγοντα, η μόνη αιτιολογία που διατυπώνει η ΑΔΑ στην απόφαση της 27ης Ιουνίου 1983 είναι η παραπομπή στο πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας. Μόνο στην απορριπτική απόφαση επί της ενστάσεως που άσκησε ο προσφεύγων, η ΑΔΑ πρόσθεσε νέα αιτιολογία που αφορά τη φερόμενη υπαιτιότητα του προσφεύγοντος για την ασθένεια του. Η απόφαση όμως αυτή εκδόθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών, που προβλέπεται από τον κανονισμό, έτσι ώστε είχε προηγηθεί σιωπηρή απόρριψη της ένστασης του ενδιαφερομένου. Σύμφωνα όμως με τη νομολογία του Δικαστηρίου, απορριπτική απόφαση που εκδίδεται μετά την προθεσμία απλώς επικυρώνει τη σιωπηρή απόφαση που προηγήθηκε, η οποία πάλι συμπίπτει με την προσβαλλόμενη απόφαση.

    Όσον αφορά την παράβαση της γενικής αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση του, ο προσφεύγων παρατηρεί ότι η διαδικασία της ενστάσεως θεσπίσθηκε αποκλειστικά προς το συμφέρον του υπαλλήλου, για να του επιτρέψει να προασπίσει τα δικαιώματα του και όχι προς το συμφέρον της ΑΔΑ, για να της επιτρέψει να επιχειρήσει να διορθώσει εκ των υστέρων τις διαπραχθείσες παρανομίες. Είναι προφανές ότι οι συντάκτες του κανονισμού θέλησαν αυτή η νομική διαμάχη να φέρεται αμέσως ενώπιον της ΑΔΑ που δεν θα είχε άλλη εναλλακτική δυνατότητα από το να κάνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή την ένσταση ή απλώς να την απορρίψει.

    Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, αυτός ο λόγος είναι άστοχος, τόσο από πραγματική άποψη, διότι η ρητή απορριπτική απόφαση δεν περιέχει καμιά νέα αιτιολογία σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση, όσο και από νομική άποψη, διότι δεν είναι ακριβές ότι απόφαση που λαμβάνεται από την ΑΔΑ σχετικά με την απόρριψη ενστάσεως που ασκήθηκε κατά αποφάσεως δεν μπορεί να περιέχει διαφορετική αιτιολογία από εκείνη της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

    Αντιθέτως, με τη διαδικασία της ενστάσεως επιδιώκεται ακριβώς να μπορεί η διοικητική αρχή να αναμορφώσει ή να δικαιολογήσει, ανάλογα με την περίπτωση, τις αποφάσεις μιας κατώτερης από αυτή αρχής, ώστε να αποφευ-. χθεί, με αυτό τον τρόπο, αν είναι δυνατόν, μια δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου. Μια τέτοια διαδικασία θα στερούνταν χρησιμότητας, αν η απόφαση επί της ενστάσεως δεν θα μπορούσε, σε περίπτωση επιβεβαίωσης, παρά να επαναλάβει την αιτιολογία της αρχικής απόφασης.

    Μόνο η αιτιολογία μιας σιωπηρής απορριπτικής απόφασης θα μπορούσε, κατ' ανάγκη, να θεωρηθεί ότι συμπίπτει με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

    Ο τέταρτος λόγος αντλείται από την κατάχρηση εξουσίας, καθόσον η ΑΔΑ, αρνούμενη να αναγνωρίσει την επαγγελματική προέλευση της ασθένειας, επεδίωξε στην πραγματικότητα να κολάσει για μια ακόμα φορά τη φερόμενη ως κακή διαγωγή του προσφεύγοντος.

    Κατά τον προσφεύγοντα το πραγματικό κίνητρο της απόφασης, το οποίο προφανώς δεν αναφέρεται με κανένα τρόπο στην απόφαση της 27ης Ιουνίου 1983, ήταν να ληφθεί στην πραγματικότητα υπόψη η πειθαρχική διαδικασία.

    Η Επιτροπή απαντά ότι με την απόφαση της απλώς επεδίωξε να επιλύσει ένα πρόβλημα που παρουσιάστηκε σχετικά με τη σύνταξη λόγω αναπηρίας και με κανένα τρόπο δεν θέλησε να προσθέσει μία ακόμη ποινή στην πειθαρχική κύρωση.

    G. Bosco

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 21ης Ιανουαρίου 1987 ( *1 )

    Στην υπόθεση 76/84,

    Alessandro Rienzi, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Plantage Centrum 9, Wouwse Plantage (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενος από τους δικηγόρους Βρυξελλών Jacques Putzeys και Xavier Leurquin, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικαστικό επιμελητή Nickts, 17, boulevard Royal,

    προσφεύγων,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της σύμβουλο Δημήτριο Γκουλούση, επικουρούμενο από το δικηγόρο Βρυξελλών Robert Andersen, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Manfred Beschel, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο προσφυγή, με την οποία ζητείται να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής της 27ης Ιουνίου 1983, που αναγνωρίζει δικαίωμα συντάξεως λόγω αναπηρίας στον Rienzi, καθώς και το συνοδευτικό έγγραφο της ίδιας ημέρας, καθόσον δεν αναγνωρίζουν ότι η ασθένεια που προκάλεσε την αναπηρία του προσφεύγοντος συνιστά επαγγελματική ασθένεια,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

    συγκείμενο από τους F. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, G. Bosco και R. Joliét, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C Ο. Lenz

    γραμματέας: Β. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 23ης Απριλίου 1986,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Μαρτίου 1984 ο Alessandro Rienzi, πρώην υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άσκησε προσφυγή, με την οποία ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής της 27ης Ιουνίου 1983, η οποία του αναγνωρίζει δικαίωμα συντάξεως λόγω αναπηρίας, καθώς και το συνοδευτικό έγγραφο με την ίδια ημερομηνία, καθόσον δεν αναγνωρίζουν ότι η νόσος που προκάλεσε την αναπηρία του προσφεύγοντος συνιστά επαγγελματική νόσο κατά την έννοια του άρθρου 78, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ( εφεξής: ο κανονισμός ).

    2

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η διαδικασία, οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

    3

    Με τον πρώτο λόγο της προσφυγής του ο Rienzi ισχυρίζεται ότι η απόφαση της 27ης Ιουνίου 1983 χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις, λάθη και ανεπαρκή αιτιολογία, επειδή, αφενός, αναφέρει ότι βασίζεται αποκλειστικά στο πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας, η οποία, κατά τον προσφεύγοντα, είχε αναγνωρίσει την ύπαρξη αναπηρίας που οφειλόταν σε επαγγελματική νόσο, αφετέρου, αποφεύγει να εφαρμόσει το άρθρο 78, δεύτερο εδάφιο, όπως επιβάλλεται βάσει αυτού του πορίσματος.

    4

    Με το δεύτερο λόγο ο Rienzi επικαλείται παράβαση του άρθρου 13 του παραρτήματος VIII του κανονισμού, παραβίαση της γενικής αρχής « patere legem quam ipse fecisti » και υπέρβαση εξουσίας με το αιτιολογικό ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) με το να απομακρυνθεί από το κατά τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος περιεχόμενο του πορίσματος της επιτροπής αναπηρίας, υπεισήλθε παρανόμως στο πεδίο της αρμοδιότητας που έχει αποκλειστικά η επιτροπή αναπηρίας και εκτός αυτού δεν σεβάστηκε εντολή που αυτή η ίδια είχε δώσει σ' αυτή την επιτροπή.

    5

    Προς στήριξη των ισχυρισμών του ο Rienzi υποστηρίζει ότι η ΑΔΑ ανέθεσε ρητά στην επιτροπή αναπηρίας, όπως συνάγεται από ένα έγγραφο του αναπληρωτή γενικού διευθυντή του προσωπικού και της διοίκησης, της 15ης Μαρτίου 1983, να αποφανθεί επί του ζητήματος κατά πόσο η αναπηρία του προσφεύγοντος ήταν αποτέλεσμα επαγγελματικής ασθένειας· ότι η επιτροπή αναπηρίας διαπίστωσε, στο πόρισμα της της 7ης Μαΐου 1983, ότι η αναπηρία του προσφεύγοντος « εκδηλώθηκε συνεπεία συγκεκριμένων γεγονότων που επήλθαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του »· ότι ένα από τα μέλη της επιτροπής διαβεβαίωσε τον προσφεύγοντα, με μια δήλωση της 6ης Σεπτεμβρίου 1983, ότι η επιτροπή « εξομοίωσε την ασθένεια σας προς νόσο επαγγελματικής προελεύσεως ».

    6

    Εκ προοιμίου πρέπει να παρατηρηθεί ότι για να κριθεί το βάσιμο αυτών των ισχυρισμών πρέπει πρώτα να ερευνηθεί το ζήτημα αν η επιτροπή αναπηρίας είναι αρμόδια κατά τον κανονισμό όχι μόνο για να διαπιστώσει την ύπαρξη νόσου που συνεπάγεται αναπηρία, αλλά και για να προβεί στο νομικό χαρακτηρισμό της έννοιας της επαγγελματικής νόσου, ιδίως στην περίπτωση που πρέπει να διαπιστωθεί αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παθολογικών συμπτωμάτων που εμφανίζει ένας υπάλληλος και της κανονικής ασκήσεως των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της σταδιοδρομίας του. Πράγματι, αρνητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα καθιστούσε δυνατή ενιαία κρίση επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου της προσφυγής.

    7

    Ως προς αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι η επιτροπή αναπηρίας απαρτίζεται κατά το άρθρο 7 του παραρτήματος II του κανονισμού από τρεις γιατρούς και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 αυτού του παραρτήματος, μπορεί να εξετάσει, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, κάθε γνωμάτευση ή πιστοποιητικό του θεράποντος γιατρού του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ή των γιατρών γενικής ιατρικής που αυτός θεώρησε σκόπιμο να συμβουλευθεί.

    8

    Όσον αφορά τη φύση των καθηκόντων της, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 13 του παραρτήματος VIII του κανονισμού, η εν λόγω επιτροπή είναι αρμόδια να διαπιστώνει την ύπαρξη ολικής διαρκούς αναπηρίας που θέτει τον υπάλληλο σε αδυναμία ασκήσεως των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της σταδιοδρομίας του.

    9

    Από την ίδια τη σύνθεση της επιτροπής αναπηρίας, καθώς και από τη φύση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί συνάγεται ότι είναι αποκλειστικά αρμόδια για να προβαίνει σε εκτιμήσεις ιατρικού χαρακτήρα. Σε όλες τις περιπτώσεις που είναι αναγκαίο να γίνει νομικός χαρακτηρισμός, παύει η αρμοδιότητα της.

    10

    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 1983, Κ. κατά Συμβουλίου, 257/81, Συλλογή σ. 1 ) η αρμοδιότητα της επιτροπής αναπηρίας περιορίζεται στον προσδιορισμό της αιτίας της ανικανότητας προς εργασία και στην εξακρίβωση του κατά πόσο η παθολογική κατάσταση του προσφεύγοντος εμφανίζει « σχέση, αρκετά άμεση με ειδικό και τυπικό κίνδυνο συνδεδεμένο με τα καθήκοντα που έχει ασκήσει ο προσφεύγων ». Δεν μπορεί ωστόσο παρά να πρόκειται για τον κίνδυνο που είναι συνδεδεμένος με τα καθήκοντα που ασκούνται συνήθως.

    11

    Μόνο η διοίκηση έχει αρμοδιότητα να εκτιμήσει τις νομικές συνέπειες που συνάγονται από τις διαπιστώσεις ιατρικής φύσεως και ιδίως να κρίνει, υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, αν η αναπηρία προέρχεται από συμπεριφορά που αντίκειται στις υποχρεώσεις του υπαλλήλου κατά τον κανονισμό.

    12

    Αν αυτά είναι τα όρια της αρμοδιότητας της επιτροπής αναπηρίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω επιτροπή δικαιούνταν να εκφέρει γνώμη που να υπερβαίνει τη διαπίστωση της σχέσης αιτίας-αποτελέσματος μεταξύ της αναπηρίας και μιας ασθένειας που οφείλεται σε ορισμένα γεγονότα, τα οποία πάντως η επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να χαρακτηρίσει από νομικής απόψεως. Συνεπώς, τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθούν, καθόσον με αυτούς υποστηρίζεται ότι η επιτροπή αναπηρίας είναι εξίσου αρμόδια να προσδιορίσει από νομικής απόψεως την έννοια της επαγγελματικής ασθένειας.

    13

    Όσον αφορά το επιχείρημα της ανεπαρκούς αιτιολογίας της απόφασης, καθόσον αυτή δεν φαίνεται να στηρίζεται αποκλειστικά στο πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας, πρέπει να υπομνηστεί ότι αυτή η αιτιολογία πρέπει ομοίως να εκτιμηθεί υπό το φως του εγγράφου που συνοδεύει την απόφαση, στο οποίο διευκρινίζεται ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται από την επιτροπή αναπηρίας δεν ανταποκρίνονται σε καμία από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 78. Σαφώς συνάγεται από αυτή τη διευκρίνιση ότι η ΑΔΑ θεώρησε πως δεν συντρέχει επαγγελματική ασθένεια. Συνεπώς πρέπει και ο πρώτος λόγος να απορριφθεί, καθόσον αναφέρεται στην ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

    14

    Με τον τρίτο λόγο ο Rienzi ισχυρίζεται ότι η ρητή απόρριψη της ενστάσεως του, της 13ης Ιουλίου 1983, που επήλθε στις 20 Δεκεμβρίου 1983, έχει διαφορετική αιτιολογία από εκείνη, στην οποία στηρίζεται η απόφαση της 27ης Ιουνίου 1983, ενώ η διοικητική αρχή που επιβεβαιώνει μια αρχική απόφαση δεν έχει αρμοδιότητα να μεταβάλει την αιτιολογία εκ των υστέρων.

    15

    Σχετικώς πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η αιτιολογία της απόφασης πρέπει — όπως αναφέρθηκε και παραπάνω — να εκτιμηθεί υπό το φως του συνοδευτικού εγγράφου, πράγμα που επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η απόφαση της 27ης Ιουνίου 1983 αιτιολογήθηκε με αναφορά στην έλλειψη επαγγελματικής ασθένειας. Συνεπώς, η απόφαση που απορρίπτει ρητά την ένσταση δεν περιέχει καμία νέα αιτιολογία, διευκρινίζοντας ότι, καθόσον η ασθένεια του προσφεύγοντος οφείλεται στην κανονική και συνήθη άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας της ΑΔΑ σε σχέση με παράνομη συμπεριφορά του προσφεύγοντος, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον επαγγελματικό χαρακτήρα της ασθένειας του προσφεύγοντος, ούτε, επομένως, να τον υπαγάγει στα ευεργετήματα που απορρέουν από μια τέτοια αναγνώριση.

    16

    Εφόσον λοιπόν η απόφαση που απορρίπτει την ένσταση δεν περιέχει νέα αιτιολογία σε σχέση με την αρχική απόφαση, ο τρίτος λόγος της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί.

    17

    Με τον τέταρτο λόγο ο Rienzi ισχυρίζεται ότι η απόφαση της 27ης Ιουνίου 1983 είναι πλημμελής λόγω καταχρήσεως εξουσίας, επειδή η ΑΔΑ, αρνούμενη να αναγνωρίσει την επαγγελματική προέλευση της ασθένειας, επεδίωξε στην πραγματικότητα να κολάσει για μια ακόμα φορά τη φερόμενη ως κακή διαγωγή του προσφεύγοντος.

    18

    Για να εξακριβωθεί η ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας είναι καταρχάς αναγκαίο να διευκρινιστεί μήπως η απόφαση που εξέδωσε η ΑΔΑ σχετικά με τον προσφεύγοντα δεν αποτελεί απόφαση που υποχρεούνταν να εκδώσει σύμφωνα με τον κανονισμό και αν επομένως η ΑΔΑ κακώς θεώρησε, βάσει της μη αμφισβητηθείσας έκθεσης της επιτροπής αναπηρίας, ότι δεν επρόκειτο για επαγγελματική νόσο.

    19

    Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι « τα συγκεκριμένα γεγονότα που επήλθαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του », τα οποία, κατά την έκθεση της επιτροπής αναπηρίας, είναι η αιτία της ασθένειας του προσφεύγοντος, σχετίζονται με την κίνηση και την εξέλιξη της πειθαρχικής διαδικασίας, καθώς και την επιβολή της ποινής του υποβιβασμού συνεπεία της διαγωγής του προσφεύγοντος, η οποία, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, αντέκειτο στις υποχρεώσεις ενός υπαλλήλου.

    20

    Εναπόκειται στην ΑΔΑ να απαντήσει στο ερώτημα, δεδομένου ότι πρόκειται για νομικό ζήτημα, κατά πόσο τα πραγματικά περιστατικά που είναι η αιτία της αναπηρίας του προσφεύγοντος συνιστούν κίνδυνο συμφυή με την άσκηση των καθηκόντων του, κατά την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως της 12ης Ιανουαρίου 1983.

    21

    Πρέπει να παρατηρηθεί, σχετικώς, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η ασθένεια του προσφεύγοντος δεν συνδέεται με την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, αλλά με κινδύνους που απορρέουν από διαγωγή που αντίκειται στις υποχρεώσεις που υπέχουν οι υπάλληλοι από τον κανονισμό και που είναι επομένως τελείως άσχετοι προς την κανονική άσκηση των καθηκόντων του προσφεύγοντος.

    22

    Ενόψει των σκέψεων που προηγούνται, πρέπει να συναχθεί ότι η ΑΔΑ ήταν υποχρεωμένη, βάσει του κανονισμού, να αποφανθεί ότι η ασθένεια που έπληξε τον προσφεύγοντα δεν συνιστά επαγγελματική ασθένεια.

    23

    Επομένως, ο τέταρτος λόγος πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    24

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα. Ωστόσο κατά το άρθρο 70 του ίδιου κανονισμού προκειμένου περί προσφυγών των υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τα όργανα φέρουν τα έξοδα τους. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, μπορεί το Δικαστήριο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να καταδικάσει ακόμα και το νικήσαντα διάδικο στην καταβολή στον αντίδικο των εξόδων, στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί.

    25

    Πρέπει σχετικώς να υπομνηστεί ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι το έγγραφο της της 15ης Μαρτίου 1983, με το οποίο έδωσε εντολή στην επιτροπή αναπηρίας να εξετάσει την κατάσταση του προσφεύγοντος, ήταν διατυπωμένο με ασαφή τρόπο και μπορούσε να προκαλέσει την εντύπωση ότι η επιτροπή αυτή ήταν αρμόδια να αποφανθεί και επί της εννοίας της επαγγελματικής ασθένειας. Αυτή η ασάφεια ενισχύθηκε από το στερεότυπο έντυπο που χρησιμοποιεί η Επιτροπή και που προσαρτήθηκε στο προαναφερόμενο έγγραφο, το οποίο περιείχε μια φράση, κατά την οποία « η επιτροπή αναπηρίας δηλώνει ότι η αναπηρία οφείλεται/δεν οφείλεται σε επαγγελματική ασθένεια ».

    26

    Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 3, του κανονισμού διαδικασίας πρέπει να καταδικασθεί η Επιτροπή στο 50% των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Καταδικάζει την Επιτροπή στο 50 o/ο των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος.

     

    Schockweiler

    Bosco

    Joliét

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιανουαρίου 1987.

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος

    F. Schockweiler


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top