Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61984CJ0049

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 11ης Ιουνίου 1985.
    Leon Emile Gaston Carlos Debaecker και Berthe Plouvier κατά Cornelis Gerrit Bouwman.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad - Κάτω Χώρες.
    Σύμβαση Βρυξελλών - Άρθρο 27, περίπτωση 2 - Έγκαιρη κοινοποίηση του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης.
    Υπόθεση 49/84.

    Συλλογή της Νομολογίας 1985 -01779

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1985:252

    61984J0049

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 11ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1985. - LEON DEBAECKER ΚΑΙ BERTHE PLOUVIER ΚΑΤΑ CORNELIS GERRIT BOUWMAN. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ HOGE RAAD ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ. - ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ - ΑΡΘΡΟ 27, ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ 2 - ΕΓΚΑΙΡΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 49/84.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1985 σελίδα 01779
    Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00711


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Αντικείμενο της υπόθεσης
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων — Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων — Λόγοι αρνήσεως — Έλλειψη κανονικής και έγκαιρης επίδοσης ή γνωστοποίησης του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο — Έγκαιρη επίδοση ή γνωστοποίηση — Έλεγχος από το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως — Έκταση — Εξαιρετικές περιστάσεις — Λαμβάνονται υπόψη — Προϋποθέσεις

    ( Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 , άρθρο 27 , περίπτωση 2 )

    Περίληψη


    Το άρθρο 27 , περίπτωση 2 , της Σύμβασης της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις έχει επίσης εφαρμογή , όσον αφορά την προβλεπόμενη σ’ αυτό υποχρέωση έγκαιρης επίδοσης ή γνωστοποίησης του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης , στην περίπτωση που η επίδοση ή γνωστοποίηση έγινε τηρώντας την προθεσμία που είχε ορίσει το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως ή στην περίπτωση που ο εναγόμενος είχε την αποκλειστική ή μη κατοικία του στην περιφέρεια ή το κράτος του δικαστηρίου αυτού .

    O δικαστής του κράτους εκτελέσεως όταν εξετάζει αν η γνωστοποίηση έγινε έγκαιρα , μπορεί επίσης να λάβει υπόψη του εξαιρετικά γεγονότα ή περιστάσεις που επήλθαν μετά την κανονική γνωστοποίηση .

    Το γεγονός ότι ο ενάγων πληροφορήθηκε , μετά τη γνωστοποίηση , νέα διεύθυνση του εναγομένου καθώς και το γεγονός ότι ο εναγόμενος είναι υπεύθυνος για το ότι το δικόγραφο που γνωστοποιήθηκε κανονικά δεν περιήλθε σ’ αυτόν , αποτελούν στοιχεία που ο δικαστής του κράτους εκτελέσεως μπορεί να λάβει υπόψη του προκειμένου να εκτιμήσει αν η γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε έγκαιρα .

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση 49/84 ,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hoge Raad των Κάτω Χωρών προς το Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και με την οποία ζητείται , στο πλαίσιο διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ

    1 ) Leon Emile Gaston Carlos Debaecker

    και

    2 ) Berthe Plouvier , συζύγου του , Monaco ,

    και

    Cornelis Gerrit Bouwman , Essen , Βέλγιο ,

    Αντικείμενο της υπόθεσης


    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 27 , περίπτωση 2 , της Σύμβασης ,

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1984 , που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Φεβρουαρίου , το Hoge Raad των Κάτω Χωρών υπέβαλε , δυνάμει του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( εφεξής η Σύμβαση ), διάφορα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 27 , περίπτωση 2 , της Σύμβασης .

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου μεταξύ των συζύγων Debaecker-Plouvier , αφενός , και του Bouwman , αφετέρου .

    3 Οι σύζυγοι Debaecker-Plouvier είχαν εκμισθώσει στον Bouwman , ολλανδό υπήκοο , από την 15η Οκτωβρίου 1980 και για περίοδο εννέα ετών , εμπορικό ακίνητο κείμενο στην Αμβέρσα . Στις 21 Σεπτεμβρίου 1981 , ο Bouwman εγκατέλειψε το μίσθιο ( όπου είχε την κατοικία του ), χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να αφήσει τη νέα του διεύθυνση . Στις 24 Σεπτεμβρίου 1981 , ο Bouwman κλήθηκε , με δικόγραφο δικαστικού επιμελητή που επιδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του βελγικού κώδικα πολιτικής δικονομίας , στο αστυνομικό τμήμα της Αμβέρσας , δεδομένου ότι εξακολουθούσε να είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα των κατοίκων της πόλης αυτής , να εμφανιστεί , την 1η Οκτωβρίου 1981 , ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμβέρσας . O Bouwman , με επιστολή της 25ης Σεπτεμβρίου 1981 , η οποία περιήλθε στο δικηγόρο των εναγόντων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας , στις 28 Σεπτεμβρίου 1981 , κατήγγειλε την μίσθωση , επέστρεψε τα κλειδιά του ακινήτου και γνωστοποίησε τη νέα του διεύθυνση , μια ταχυδρομική θυρίδα στο Essen , στο Βέλγιο . Καθώς ο δικηγόρος των εναγόντων δεν προέβη σε καμιά ενέργεια για να πληροφορήσει τον εναγόμενο , στη νέα του αυτή διεύθυνση , ότι είχε κληθεί να εμφανιστεί την 1η Οκτωβρίου 1981 ενώπιον του ειρηνοδικείου , το εν λόγω δικαστήριο καταδίκασε ερήμην , την 1η Οκτωβρίου 1981 , τον Bouwman να καταβάλει στους συζύγους Debaecker-Plouvier το ποσό των 1 072 900 βελγικών φράγκων ως « αποζημίωση αναμισθώσεως » .

    4 Στις 30 Νοεμβρίου 1981 , ο πρόεδρος του Arrondissementsrechtbank της Breda , Κάτω Χωρών , εξέδωσε , κατόπιν αιτήσεως των συζύγων Debaecker-Plouvier , Διάταξη με την οποία η ερήμην εκδοθείσα απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμβέρσας περιεβλήθη με τον εκτελεστήριο τύπο . H Διάταξη αυτή , κατά της οποίας ο Bouwman άσκησε ανακοπή ερημοδικίας στις 6 Ιανουαρίου 1982 , ακυρώθηκε από το Arrondissementsrechtbank στις 12 Οκτωβρίου 1982 .

    5 Το Hoge Raad , ενώπιον του οποίου ο σύζυγοι Debaecker-Plouvier άσκησαν αναίρεση , ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και υπέβαλε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα εξής προδικαστικά ερωτήματα :

    « 1 ) Η εφαρμογή του άρθρου 27 , περίπτωση 2 , της Σύμβασης του 1968 , πρέπει να αποκλειστεί όσον αφορά την υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο αυτό να επιδοθεί ή γνωστοποιηθεί έγκαιρα το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης , όταν η επίδοση ή γνωστοποίηση έγινε τηρώντας την προθεσμία που καθόρισε το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως και/ή όταν ο εναγόμενος είχε αποκλειστική ή μη κατοικία στην περιφέρεια ή τη χώρα του δικαστηρίου αυτού ;

    Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα :

    2 α ) Προκειμένου να κριθεί το αν , σε μια συγκεκριμένη περίπτωση , υφίστανται εξαιρετικές συνθήκες λόγω των οποίων η επίδοση ή η γνωστοποίηση υπό την έννοια του άρθρου 27 , περίπτωση 2 , παρόλο που ήταν κανονική , εντούτοις δεν αρκούσε για να αρχίσει να τρέχει η απαιτούμενη από τη διάταξη αυτή προθεσμία , επι βάλλεται να ανατρέξει κανείς μόνο σε συνθήκες που επικρατούσαν κατά την επίδοση ή γνωστοποίηση και τις οποίες ο ενάγων μπορεί να λάβει υπόψη του κατά το χρονικό εκείνο σημείο ;

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 2 α ):

    2 β ) Γεγονότα μεταγενέστερα της επίδοσης ή της γνωστοποίησης , ειδικότερα το γεγονός ότι ο ενάγων πληροφορήθηκε τη διεύθυνση του εναγομένου , μπορούν να επιβάλουν στον ενάγοντα την υποχρέωση να προβεί σε συμπληρωματικές ενέργειες για να ενημερώσει τον εναγόμενο περί της διαδικασίας που έχει μόλις κινηθεί έτσι ώστε η προβλεπόμενη από το άρθρο 27 , περίπτωση 2 , προθεσμία δεν αρχίζει να τρέχει σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθούν οι ενέργειες αυτές ;

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως το ερώτημα 2 β ):

    2 γ ) Ποιο κριτήριο επιβάλλεται να εφαρμοστεί σχετικά ; Ειδικότερα , το ότι ο εναγόμενος φέρει την ευθύνη για το γεγονός ότι το δικόγραφο που επιδόθηκε ή γνωστοποιήθηκε κανονικά δεν περιήλθε σ’ αυτόν , εμποδίζει το δικαστή , έχοντας επίσης υπόψη λόγου χάριν το γεγονός ότι ο ενάγων γνώριζε ότι ο εναγόμενος είχε εγκαταλείψει τη φερόμενη κατοικία του , να κρίνει ότι οι συμπληρωματικές ενέργειες για τις οποίες γίνεται λόγος πιο πάνω , έπρεπε να έχουν πραγματοποιηθεί ; »

    6 Οι διάδικοι στην κύρια δίκη , οι Κυβερνήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου , καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις .

    7 Το Hoge Raad με το πρώτο του ερώτημα , ζητεί να πληροφορηθεί αν η εφαρμογή του άρθρου 27 , περίπτωση 2 , της Σύμβασης , σύμφωνα με το οποίο απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν έχει επιδοθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο κανονικά και έγκαιρα , πρέπει να αποκλειστεί όσον αφορά την υποχρέωση της έγκαιρης διαβίβασης του δικογράφου , όταν η επίδοση ή κοινοποίηση έγινε τηρώντας την προθεσμία που είχε καθορίσει το δικαστήριο του κράτους καταγωγής και/ή όταν ο εναγόμενος είχε την κατοικία του σ’ αυτό το κράτος .

    8 Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα , οι αναιρεσείοντες στην κύρια δίκη θεωρούν ότι η δέουσα απάντηση είναι ότι η εφαρμογή του άρθρου 27 , περίπτωση 2 , της Σύμβασης πρέπει να αποκλειστεί στην περίπτωση που ο αναιρεσίβλητος είχε , κατά το χρόνο της επίδοσης του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης , την κατοικία του στη χώρα του εκδώ σαντος την απόφαση δικαστηρίου ή , τουλάχιστον , στην περίπτωση που ( όπως στην υπό κρίση υπόθεση ) η κατοικία αυτή ήταν αποκλειστική .

    9 O αναιρεσίβλητος στην κύρια δίκη αμφισβητεί αυτή την ερμηνεία ισχυριζόμενος ότι το κείμενο του άρθρου 27 , περίπτωση 2 , δεν επιτρέπει να περιοριστεί η εφαρμογή των κανόνων που θέσπισε η Σύμβαση για την « εξασφάλιση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης » στη μόνη περίπτωση όπου ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε συμβαλλόμενο κράτος άλλο από αυτό στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο καταγωγής . Αν συνέβαινε αυτό , το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως , στην περίπτωση που του ζητείται η εκτέλεση μιας απόφασης που εκδόθηκε μεταξύ διαδίκων που είχαν την κατοικία τους σε ένα και το αυτό συμβαλλόμενο κράτος , θα εστερείτο οποιασδήποτε ευχέρειας εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσει αν μια κοινοποίηση ή επίδοση έγινε έγκαιρα . Την άποψη του αναιρεσίβλητου συμμερίζονται η Επιτροπή και η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου η οποία τονίζει ότι το Δικαστήριο , στην απόφασή του της 16ης Ιουνίου 1981 ( Klomps κατά Michel , 166/80 , Συλλογή σ . 1593 ), δέχτηκε ήδη , σιωπηρά , ότι το άρθρο 27 , περίπτωση 2 , εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το αν οι διάδικοι διαμένουν σε διαφορετικά κράτη ή στο ίδιο κράτος .

    10 Καταρχάς , στο ερώτημα που υπέβαλε το Hoge Raad πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από το κείμενο του εν λόγω άρθρου , το οποίο δεν θέτει καμιά προϋπόθεση όσον αφορά την κατοικία του εναγομένου , δεν συνάγεται κανένα επιχείρημα υπέρ μιας καταφατικής απαντήσεως . Πράγματι , ακόμα και αν σκοπός της Σύμβασης είναι , όπως προκύπτει από το προοίμιό της , « να εξασφαλίσουν » τα συμβαλλόμενα μέρη « την απλούστευση των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων » , εντούτοις ο στόχος αυτός , όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του δικαστηρίου , δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί με την κατά οποιονδήποτε τρόπο αποδυνάμωση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης .

    11 Όσον αφορά το άρθρο 27 της Σύμβασης , από το ίδιο το κείμενο του άρθρου αυτού προκύπτει ότι το δικαστήριο ενός συμβαλλομένου κράτους , ενώπιον του οποίου ζητείται η αναγνώριση μιας απόφασης δεν μπορεί να απορρίψει τη σχετική αίτηση παρά για έναν από τους λόγους που προβλέπονται ρητώς σ’ αυτό το άρθρο . Μεταξύ των σχετικών λόγων αναφέρεται αυτός της περίπτωσης 2 με τον οποίο αποσκοπείται να διασφαλιστεί η επαρκής προστασία των δικαιωμάτων της υπεράσπισης του ερήμην καταδικασθέντος στην αλλοδαπή εναγομένου . Πράγματι , στη διάταξη αυτή αναφέρεται ότι οι αποφάσεις δεν αναγνωρίζονται : « ... αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν έχει επιδοθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο κανονικά και έγκαιρα ώστε να μπορεί να αμυνθεί » . H διάταξη αυτή λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι στα διάφορα συμβαλλόμενα κράτη υφίστανται συστήματα πλασματικής κοινοποιήσεως , τα οποία έχουν εφαρμογή στην περίπτωση που δεν είναι γνωστή η κατοικία του εναγομένου , τα δε αποτελέσματά τους είναι ποικίλα . H πιθανότητα ο εναγόμενος να έλαβε πράγματι γνώση της κοινοποίησης και , επομένως , ότι διέθετε τον αναγκαίο χρόνο για να προετοιμάσει την άμυνά του είναι δυνατό να ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με το σύστημα πλασματικής κοινοποίησης που προβλέπει κάθε έννομη τάξη .

    12 Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο , το άρθρο 27 , περίπτωση 2 , πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στην προστασία του δικαιώματος υπερασπίσεως του ερημοδικήσαντος εναγομένου κατά το στάδιο της αναγνώρισης μιας απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος , έστω και αν τηρήθηκαν οι κανόνες περί επιδόσεως ή κοινοποιήσεως του συμβαλλόμενου αυτού κράτους .

    13 Επομένως , επιβάλλεται να συναχθεί ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση κατά την έννοια ότι το άρθρο 27 , περίπτωση 2 , της Σύμβασης των Βρυξελλών έχει επίσης εφαρμογή , όσον αφορά την προβλεπόμενη σ’ αυτό υποχρέωση έγκαιρης επίδοσης ή γνωστοποίησης του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης , στην περίπτωση που η επίδοση ή γνωστοποίηση έγινε τηρώντας την προθεσμία που είχε ορίσει το Δικαστήριο του κράτους προελεύσεως ή στην περίπτωση που ο εναγόμενος είχε την αποκλειστική ή μη κατοικία του στην περιφέρεια ή το κράτος αυτού του δικαστηρίου .

    14 Το Hoge Raad με το πρώτο μέρος του δεύτερου ερωτήματός του [ ερώτημα 2 α ) ] ζητεί να πληροφορηθεί προκειμένου να κριθεί αν υφίστανται εξαιρετικές συνθήκες λόγω των οποίων η επίδοση ή γνωστοποίηση , παρόλο που ήταν κανονική , δεν αρκούσε για να επιτρέψει στον εναγόμενο να εξασφαλίσει την άμυνά του και , ως εκ τούτου , να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία που απαιτεί το άρθρο 27 , περίπτωση 2 , αν επιβάλλεται να ανατρέξει κανείς μόνο σε συνθήκες που επικρατούσαν κατά την επίδοση ή τη γνωστοποίηση και τις οποίες μπορούσε να λάβει υπόψη του ο ενάγων κατά το χρονικό εκείνο σημείο .

    15 Σχετικά με το ζήτημα αυτό οι διάδικοι που κατέθεσαν παρατηρήσεις αναφέρουν την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 1981 , κατά την οποία , ακόμα και αν το δικαστήριο του κράτους εκτελέσεως μπορεί , κατά γενικό κανόνα , να περιοριστεί στην εξέταση του αν η προθεσμία , που υπολογίζεται από την ημερομηνία που έγινε η κανονική επίδοση ή γνωστοποίηση , ήταν επαρκής για την προετοιμασία της άμυνας του εναγομένου , σ’ αυτό εναπόκειται , πάντως , να εκτιμήσει αν , στη συγκεκριμένη περίπτωση , υφίστανται εξαιρετικές συνθήκες που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η επίδοση ή γνωστοποίηση , αν και κανονική , δεν αρκούσε για να επιτρέψει στον εναγόμενο να αρχίσει τις ενέργειες προς υπεράσπισή του , ούτε , συνεπώς , για να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία που απαιτεί το άρθρο 27 , περίπτωση 2 .

    16 Οι αναιρεσείοντες στην κύρια δίκη ερμηνεύουν αυτή την απόφαση κατά την έννοια ότι δεν είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη περιστάσεις που δεν ανακύπτουν παρά μετά τη γνωστοποίηση και ότι δεν επιτρέπεται μια κανονική γνωστοποίηση , η οποία θεωρείται επαρκής κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκε ώστε να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία , λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούν κατά το χρονικό εκείνο σημείο , να είναι δυνατό να χάνει αυτό το έννομο αποτέλεσμα λόγω μεταγενέστερων περιστάσεων . Κάτι τέτοιο έχει ακόμα βαρύτερες συνέπειες δεδομένου ότι η στηριζόμενη στο άρθρο 27 , περίπτωση 2 , άμυνα μπορεί να στρέφεται όχι μόνο κατά της εκτελέσεως , αλλά επίσης και κατά της αναγνωρίσεως μιας απόφασης .

    17 Τη γνώμη των αναιρεσειόντων στην κύρια δίκη συμμερίζεται , σε κάποιο βαθμό , και η Επιτροπή , για λόγους σχετικούς με την ασφάλεια του δικαίου , την ανάγκη στενής ερμηνείας του άρθρου 27 , περίπτωση 2 , ως διατάξεως με την οποία εισάγονται παρεκκλίσεις στο γενικό κανόνα με τον οποίο απαγορεύεται στο πλαίσιο της εκτέλεσης οποιαδήποτε νέα εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και το γεγονός ότι οι εσωτερικές έννομες τάξεις ήδη προβλέπουν εγγυήσεις στα συστήματά τους όσον αφορά τις γνωστοποιήσεις . Εντούτοις , η Επιτροπή παραδέχεται ότι είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη ορισμένες όλως εξαιρετικές συνθήκες που επέρχονται μετά τη γνωστοποίηση και που δεν είναι δυνατό να καταλογιστούν στον εναγόμενο .

    18 Αντίθετα , ο αναιρεσίβλητος στην κύρια δίκη , η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου τάσσονται υπέρ μιας αρνητικής απαντήσεως , τονίζοντας , ιδίως , ότι η προστασία που παρέχει το άρθρο 27 , περίπτωση 2 , δεν μπορεί να είναι πλήρης αν δεν ληφθούν υπόψη όλες οι συνθήκες , δηλαδή και αυτές που επήλθαν μετά τη γνωστοποίηση .

    19 Όσον αφορά αυτό το μέρος του δεύτερου ερωτήματος , επιβάλλεται να παρατηρηθεί ότι , αν οι συνθήκες που πρέπει να ληφθούν υπόψη περιορίζονταν μόνο σε αυτές που ήσαν γνωστές κατά το χρόνο της γνωστοποίησης , θα υπήρχε κίνδυνος η έννοια του όρου « έγκαιρα » να ερμηνευτεί κατά τρόπο τόσο περιοριστικό και τυπικό ώστε να συμπίπτει στην πραγματικότητα με την προϋπόθεση της κανονικής γνωστοποίησης , πράγμα που θα οδηγούσε στην εξάλειψη μιας από τις εγγυήσεις που θεσπίζει η Σύμβαση υπέρ του εναγομένου .

    20 Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι η απαίτηση σχετικά με το « έγκαιρο » της επίδοσης , που τέθηκε ακριβώς για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του εναγομένου , πρέπει επίσης να εκτιμάται και σε σχέση με γεγονότα τα οποία , μολονότι επήλθαν μετά την γνωστοποίηση , μπορούν εντούτοις να εμποδίζουν ώστε η γνωστοποίηση αυτή να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να προετοιμάσει την άμυνά του .

    21 Εξάλλου , η λύση αυτή επιβεβαιώνεται από την προαναφερθείσα απόφαση της 16ης Ιουνίου 1981 , με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι , προκειμένου ο δικαστής του κράτους εκτελέσεως να εκτιμήσει αν η γνωστοποίηση έγινε έγκαιρα , μπορεί να λάβει υπόψη του « όλα τα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης , συμπεριλαμβανομένου και του τρόπου επιδόσεως ή κοινοποιήσεως , των σχέσεων μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου , ή του χαρακτήρος των μέτρων που έπρεπε να λάβει για να αποφευχθεί η έκδοση ερήμην αποφάσεως » . Όμως , η εξέταση των μέτρων που έπρεπε να ληφθούν για να αποφευχθεί η έκδοση ερήμην αποφάσεως αφορά αναγκαστικά στοιχεία μεταγενέστερα της γνωστοποίησης .

    22 Επομένως , στο πρώτο μέρος του δεύτερου ερωτήματος [ ερώτημα 2 α ) ] επιβάλλεται να δοθεί απάντηση υπό την έννοια ότι ο δικαστής του κράτους εκτελέσεως , όταν εξετάζει αν η γνωστοποίηση έγινε έγκαιρα , μπορεί επίσης να λάβει υπόψη του εξαιρετικά γεγονότα ή περιστάσεις που επήλθαν μετά την κανονική γνωστοποίηση .

    23 Το δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το Hoge Raad περιλαμβάνει επίσης δύο σκέλη , που αναφέρονται αντίστοιχα ως ερώτημα 2 β ) και ερώτημα 2 γ ). Με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος αυτού το εθνικό δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν μπορούν γεγονότα μεταγενέστερα της επίδοσης ή της γνωστοποίησης να επιβάλουν στον ενάγοντα την υποχρέωση να προβεί σε συμπληρωματικές ενέργειες για να ενημερώσει τον εναγόμενο περί της διαδικασίας που έχει μόλις κινηθεί , έτσι ώστε η προβλεπόμενη από το άρθρο 27 , περίπτωση 2 , προθεσμία δεν αρχίζει να τρέχει σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθούν οι ενέργειες αυτές . Με το δεύτερο σκέλος , ερωτάται αν το ότι ο εναγόμενος φέρει την ευθύνη του γεγονότος ότι δεν περιήλθε σ’ αυτόν το δικόγραφο που επιδόθηκε ή γνωστοποιήθηκε κανονικά εμποδίζει το δικαστή , λαμβανομένου υπόψη , μεταξύ άλλων , του γεγονότος ότι ο ενάγων γνώριζε ότι ο εναγόμενος είχε εγκαταλείψει τη φερόμενη κατοικία του , να κρίνει ότι έπρεπε να έχουν πραγματοποιηθεί συμπληρωματικές ενέργειες , κατά την έννοια που αναφέρεται στο δεύτερο μέρος του ερωτήματος .

    24 Όσον αφορά το ερώτημα 2 β ), οι αναιρεσείοντες στην κύρια δίκη παρατηρούν ότι τέτοια υποχρέωση δεν προβλέπεται ούτε στην εθνική νομοθεσία που έχει εφαρμογή ούτε στην ίδια τη Σύμβαση και θεωρούν ότι ένας κανόνας αυτού του τύπου έρχεται σε αντίθεση με την ασφάλεια του δικαίου στο πεδίο της πολιτικής δικονομίας . Άλλωστε , δεν υφίσταται ομοιόμορφη πρακτική στα κράτη μέλη δεδομένου ότι μερικά είναι περισσότερο προσηλωμένα στους τύπους και , επομένως , λιγότερο διατεθειμένα να λάβουν μέτρα που δεν επιβάλλει η νομοθεσία ή η Σύμβαση . Εν πάση περιπτώσει , έστω και αν μπορεί να είναι πιθανό , σε παρόμοια με την προκειμένη περίπτωση , κάποιος δικηγόρος να ενημερώσει τον αντίδικο ή να ζητήσει την αναστολή της διαδικασίας , δεν είναι δυνατό να αποδοθεί μομφή στο δικηγόρο που δεν πράττει κάτι τέτοιο .

    25 H Επιτροπή επίσης θεωρεί ότι τέτοια υποχρέωση θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την ασφάλεια του δικαίου . Επομένως , το γεγονός ότι ο ενάγων δεν ενημέρωσε τον εναγόμενο όταν πληροφορήθηκε , μετά τη γνωστοποίηση , ότι ο τελευταίος μπορούσε να βρεθεί σε άλλη διεύθυνση , δεν πρέπει να συνεπάγεται καμιά έννομη συνέπεια , επί επιπέδου διαδικασίας .

    26 Αντιθέτως , ο αναιρεσίβλητος στην κύρια δίκη , η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προτείνουν να δοθεί καταφατική απάντηση , επισημαίνοντας , μεταξύ άλλων , ότι πνεύμα και σκοπός του άρθρου 27 , περίπτωση 2 , είναι να διασφαλιστεί ειδικά , ανεξάρτητα από την τυπική επίδοση ή γνωστοποίηση , η τήρηση του δικαιώματος να ακουστεί ο εναγόμενος και , με αυτό τον τρόπο , η δυνατότητα υπερασπίσεως και ότι , κατά συνέπεια , πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται , στο μέτρο του δυνατού , να αντιμετωπίζει ο εναγόμενος μια διαδικασία ή μια απόφαση χωρίς να του έχει παρασχεθεί η ευκαιρία να αμυνθεί .

    27 Όσον αφορά το μέρος αυτό του δεύτερου ερωτήματος , πρέπει να επισημανθεί ότι το ζήτημα αν η γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε έγκαιρα είναι πραγματικό , και , επομένως , δεν είναι δυνατό να επιλυθεί ούτε σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του δικαστηρίου προελεύσεως ούτε σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του δικαστηρίου του κράτους εκτελέσεως . Εντούτοις , η Σύμβαση δεν προβλέπει εις βάρος του ενάγοντος την υποχρέωση να προβεί σε ενέργειες όπως οι αναφερόμενες στο προδικαστικό ερώτημα . Στην πραγματικότητα , πρόκειται για πραγματικό στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη για να διαπιστωθεί αν η γνωστοποίηση έγινε έγκαιρα .

    28 Από την άποψη αυτή , το γεγονός ότι ο ενάγων έλαβε γνώση , μετά τη γνωστοποίηση , της νέας διεύθυνσης του εναγομένου , δεν τον υποχρεώνει να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες , αλλά συντελεί στο να αποκτήσει η μεταγενέστερη συμπεριφορά του σημασία προκειμένου να εκτιμηθεί αν η γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε έγκαιρα . Πράγματι , εφόσον ο ενάγων πληροφορήσει τον εναγόμενο στη νέα του διεύθυνση , εμποδίζει το δικαστή του κράτους εκτελέσεως να χαρακτηρίσει την επελθούσα αλλαγή διευθύνσεως ως εξαιρετική περίσταση η οποία εμποδίζει να θεωρηθεί η γνωστοποίηση που έγινε στην παλιά διεύθυνση ως έγκαιρη .

    29 Όσον αφορά το ερώτημα 2γ ), οι αναιρεσείοντες στην κύρια δίκη θεωρούν ότι , έστω και αν ο ενάγων υποχρεούνταν να προβεί σε συμπληρωματικές ενέργειες , το γεγονός ότι δεν προέβη στις ενέργειες αυτές δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την άρνηση της αναγνώρισης και της εκτέλεσης της απόφασης εφόσον εξ υπαιτιότητος του εναγομένου αγνοούσε ο ενάγων , κατά το χρόνο της γνωστοποίησης , τη διεύθυνση στην οποία μπορούσε να βρεθεί ο εναγόμενος . Ως προς το σημείο αυτό , δεν αρκεί το ότι ο εναγόμενος γνωστοποίησε τον αριθμό μιας ταχυδρομικής θυρίδας . H Επιτροπή συμμερίζεται την άποψη αυτή , δεδομένου ότι θεωρεί ότι , εφόσον ένα δικόγραφο το οποίο επιδόθηκε ή γνωστοποιήθηκε κανονικά δεν περιήλθε στον εναγόμενο λόγω πταίσματος του τελευταίου , ο ενάγων δεν έχει καμιά υποχρέωση να προβεί σε συμπληρωματικές ενέργειες , έστω και αν έλαβε γνώση , μεταγενέστερα , της νέας διεύθυνσης του εναγομένου .

    30 O αναιρεσίβλητος στην κύρια δίκη , η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου , φρονούν ότι η συμπεριφορά του ενάγοντος αποτελεί επίσης ένα από τα στοιχεία , που ο δικαστής του κράτους εκτελέσεως μπορεί να λάβει υπόψη του προκειμένου να εκτιμήσει αν η γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε έγκαιρα , και ότι η βαρύτητα αυτού του στοιχείου θα πρέπει να εκτιμάται από το δικαστή σύμφωνα με την απαίτηση της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων της υπεράσπισης .

    31 Ενόψει της σκέψης ότι το άρθρο 27 , περίπτωση 2 , όπως αναφέρθηκε πιο πάνω , αποσκοπεί στο να δοθεί στον εναγόμενο η δυνατότητα να αμυνθεί αποτελεσματικά , πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη μια καταλογιστέα στον εναγόμενο συμπεριφορά προκειμένου να θεωρηθεί ότι η γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε έγκαιρα , έστω και αν ο ενάγων πληροφορήθηκε κατόπιν ότι ο εναγόμενος μπορούσε να ειδοποιηθεί σε νέα διεύθυνση . Πράγματι , αν συνέβαινε αυτό , θα γινόταν δεκτό το τεκμήριο ότι η γνωστοποίηση έγινε « έγκαιρα » . Όμως , μολονότι ορθώς μπορεί να θεωρηθεί ότι η γνωστοποίηση έγινε έγκαιρα στην περίπτωση που δεν ήταν γνωστή η διεύθυνση του εναγομένου , ένα τέτοιο τεκμήριο έρχεται προφανώς σε αντίθεση με την αρχή της προστασίας των δικαιωμάτων της υπεράσπισης στην περίπτωση που ο ενάγων έλαβε γνώση , μετά την γνωστοποίηση , της νέας διεύθυνσης του εναγομένου .

    32 Θεωρώντας έτσι ότι η καταλογιστέα στον εναγόμενο συμπεριφορά δεν μπορεί να αποκλείσει κατά τρόπο αυτόματο τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη εξαιρετικές περιστάσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την μη έγκαιρη γνωστοποίηση , η ίδια συμπεριφορά θα μπορεί να εκτιμηθεί από το δικαστή του κράτους εκτελέσεως ως ένα από τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία μπορεί να διαπιστωθεί αν η γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε έγκαιρα . Επομένως , στο δικαστή αυτό εναπόκειται να εκτιμήσει , σε περίπτωση όπως η προκειμένη , σε ποιο μέτρο η καταλογιστέα στον εναγόμενο συμπεριφορά μπορεί να αντισταθμίσει το γεγονός ότι ο ενάγων έλαβε γνώση , ύστερα από τη γνωστοποίηση , της νέας διεύθυνσης του εναγομένου .

    33 Επομένως , ενόψει των προηγουμένων σκέψεων , στο δεύτερο και τρίτο μέρος του δεύτερου ερωτήματος [ ερωτήματα 2 β ) και 2 γ ) ] προσήκει η απάντηση ότι το γεγονός ότι ο ενάγων πληροφορήθηκε , μετά τη γνωστοποίηση νέα διεύθυνση του εναγομένου καθώς και το γεγονός ότι ο εναγόμενος είναι υπεύθυνος για το ότι το δικόγραφο που γνωστοποιήθηκε κανονικά δεν περιήλθε σ’ αυτόν , αποτελούν στοιχεία που ο δικαστής του κράτους εκτελέσεως μπορεί να λάβει υπόψη του προκειμένου να εκτιμήσει αν η γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε έγκαιρα .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    34 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας , η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο , δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τέταρτο τμήμα )

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Hoge Raad των Κάτω Χωρών , με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1984 , αποφαίνεται :

    1 ) Το άρθρο 27 , περίπτωση 2 , της Σύμβασης των Βρυξελλών έχει επίσης εφαρμογή , όσον αφορά την προβλεπόμενη σ’ αυτό υποχρέωση έγκαιρης επίδοσης ή γνωστοποίησης του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης , στην περίπτωση που η επίδοση ή γνωστοποίηση έγινε τηρώντας την προθεσμία που είχε ορίσει το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως ή στην περίπτωση που ο εναγόμενος είχε την αποκλειστική ή μη κατοικία του , στην περιφέρεια ή το κράτος του δικαστηρίου αυτού .

    2 ) Ο δικαστής του κράτους εκτελέσεως όταν εξετάζει αν η γνωστοποίηση έγινε έγκαιρα , μπορεί επίσης να λάβει υπόψη του εξαιρετικά γεγονότα ή περιστάσεις που επήλθαν μετά την κανονική γνωστοποίηση .

    3 ) Το γεγονός ότι ο ενάγων πληροφορήθηκε , μετά τη γνωστοποίηση , νέα διεύθυνση του εναγομένου καθώς και το γεγονός ότι ο εναγόμενος είναι υπεύθυνος για το ότι το δικόγραφο που γνωστοποιήθηκε κανονικά δεν περιήλθε σ’ αυτόν , αποτελούν στοιχεία που ο δικαστής του κράτους εκτελέσεως μπορεί να λάβει υπόψη του προκειμένου να εκτιμήσει αν η γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε έγκαιρα .

    Top