Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61984CJ0025

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1985.
    Ford - Werke AG και Ford of Europe Inc. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Ανταγωνισμός - Σύστημα διανομής.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 25 και 26/84.

    Συλλογή της Νομολογίας 1985 -02725

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1985:340

    61984J0025

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 17ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1985. - FORD - WERKE AG ΚΑΙ FORD OF EUROPE INC. ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ - ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΝΟΜΗΣ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 25 ΚΑΙ 26/84.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1985 σελίδα 02725


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Αντικείμενο της υπόθεσης
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 . Ανταγωνισμός — Συμφωνίες — Σύστημα επιλεκτικής διανομής — Απόφαση του κατασκευαστή να τροποποιήσει τον κατάλογο των προϊόντων που διαθέτει στο εμπόριο — Χαρακτηρισμός — Μονομερής ενέργεια που δεν εμπίπτει στην απαγόρευση των συμφωνιών — Δεν είναι — Πράξη που εντάσσεται στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων του κατασκευαστή με τους μεταπωλητές του — Λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση για χορήγηση εξαιρέσεως

    ( Συνθήκη EOK , άρθρο 85 , παράγραφοι 1 και 3 )

    2 . Ανταγωνισμός — Συμφωνίες — Απαγόρευση — Εξαίρεση — Σύστημα επιλεκτικής διανομής — Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη — Άρνηση εφοδιασμού — Εκτίμηση από την Επιτροπή

    ( Συνθήκη EOK , άρθρο 85 , παράγραφος 3 )

    3 . Πράξεις των Οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση — Έκταση — Απόφαση εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού

    ( Συνθήκη EOK , άρθρο 190 )

    Περίληψη


    1 . Όταν η συμμετοχή σε δίκτυο επιλεκτικής διανομής συνεπάγεται την αποδοχή εκ μέρους των διανομέων της πολιτικής του κατασκευαστή όσον αφορά τον κατάλογο των προϊόντων που πρόκειται να παραδίδονται στην εθνική αγορά , η απόφαση του κατασκευαστή να διακόψει την πώληση ενός από τους τύπους του καταλόγου αυτού δεν συνιστά μονομερή συμπεριφορά που δεν εμπίπτει , ως τοιαύτη , στην απαγόρευση του άρθρου 85 , παράγραφος 1 , της Συνθήκης . Αντίθετα εντάσσεται στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων που η επιχείρηση διατηρεί με τους μεταπωλητές της και , επομένως , μπορεί να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή κατά την εξέταση της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου για ενδεχόμενη χορήγηση εξαιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 85 , παράγραφος 3 , της Συνθήκης .

    2 . H Επιτροπή έχει το δικαίωμα να λάβει υπόψη της κατά την εξέταση της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου για μια ενδεχόμενη χορήγηση εξαιρέσεως , βάσει του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , της Συνθήκης , όλες τις περιστάσεις που αφορούν την εφαρμογή της . Κατά την εξέταση αυτή μπορεί να θεωρήσει ότι η άρνηση του κατασκευαστή να παραδώσει στους αποκλειστικούς αντιπροσώπους ενός κράτους μέλους ορισμένους τύπους του καταλόγου των προϊόντων που προορίζονται για εξαγωγή συνιστά από μόνη της βασικό στοιχείο της τεχνητής στεγανοποίησης της κοινής αγοράς , και να σταθμίσει , αφενός , τη βελτίωση της διανομής του εμπορεύματος που επιτυγχάνεται από τη σύμβαση και , αφετέρου , τα μειονεκτήματα που προκύπτουν στο επίπεδο του ανταγωνισμού , λόγω του ότι δεν είναι δυνατό να αγοράζονται ορισμένοι τύποι του καταλόγου σε ένα κράτος μέλος στις τιμές που ισχύουν εκεί και λόγω της σημαντικής μειώσεως της ανταγωνιστικής πίεσης σε άλλο κράτος μέλος που προκύπτει σχετικά .

    3 . Στην απόφασή της να μη χορηγήσει εξαίρεση βάσει του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , της Συνθήκης , σε ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής , η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε λεπτομερή εξέταση όλων των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που είναι δυνατό να απορρέουν από το εν λόγω σύστημα όταν έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι ο κατασκευαστής το χρησιμοποίησε για να εμποδίζει τις παράλληλες εισαγωγές , δημιουργώντας , κατ’ αυτό τον τρόπο , τεχνητή στεγανοποίηση της κοινής αγοράς .

    Διάδικοι


    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 25 και 26/84 ,

    1 ) Ford-Werke AG , με έδρα την Κολωνία ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ),

    προσφεύγουσα στην υπόθεση 25/84 ,

    2 ) Ford of Europe Inc ., με έδρα το Wilmington , Delaware ( Ηνωμένες Πολιτείες ),

    προσφεύγουσα στην υπόθεση 26/84 ,

    εκπροσωπούμενες και οι δύο από τους J . Lever , Q . C ., και C . S . Vajda , μέλη του Gray’s Inn του Λονδίνου , επικουρούμενους από τον Ph . Collins , Solicitor Λονδίνου , και από τον P . Sambuc , δικηγόρο Κολωνίας , με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο J.-C . Wolter ,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , εκπροσωπούμενης από το νομικό της σύμβουλο J . Temple Lang , με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον M . Beschel , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

    καθής ,

    υποστηριζόμενης από το

    Bureau europeen des unions de consommateurs , στις Βρυξέλλες , εκπροσωπούμενο από τον S . A . Crossick , Solicitor του Supreme Court of England and Wales , με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο E . Arendt ,

    Αντικείμενο της υπόθεσης


    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση εν μέρει της απόφασης 83/560/EOK της Επιτροπής , της 16ης Νοεμβρίου 1983 , περί διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 85 της Συνθήκης EOK ( IV/30.696 — Σύστημα διανομής προϊόντων της Ford-Werke AG , EE L 327 , σ . 31 ),

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Ιανουαρίου 1984 , η Ford-Werke Aktiengesellschaft , Κολωνία , και η Ford of Europe Incorporated , Wilmington , Delaware ( Ηνωμένες Πολιτείες ) άσκησαν , δυνάμει του άρθρου 173 , δεύτερη παράγραφος , της Συνθήκης EOK , δύο προσφυγές με τις οποίες ζητούν την ακύρωση της απόφασης 83/560 της Επιτροπής , της 16ης Νοεμβρίου 1983 , περί διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 85 της Συνθήκης EOK ( IV/30.696 — Σύστημα διανομής προϊόντων της Ford-Werke AG , EE L 327 , σ . 31 ).

    2 Το Δικαστήριο , με Διάταξη της 29ης Φεβρουαρίου 1984 , λόγω συναφείας των δύο υποθέσεων αποφάσισε να τις ενώσει και να τις συνεκδικάσει προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης .

    3 Οι προσφεύγουσες είναι θυγατρικές εταιρίες της Ford Motor Company , εταιρίας που έχει την έδρα της στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής . H προσφεύγουσα Ford of Europe Incorporated ( στο εξής Ford of Europe ) είναι εταιρία που έχει συσταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και είναι εγκατεστημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο , το Βέλγιο και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας , ενώ η προσφεύγουσα Ford-Werke Aktiengesellschaft ( στο εξής Ford AG ) είναι εταιρία γερμανικού δικαίου εγκατεστημένη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και , ως εταιρία παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων , στο Βέλγιο .

    4 H Ford Ευρώπης συντονίζει τον καταμερισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων μεταξύ των ευρωπαϊκών θυγατρικών εταιριών της Ford Motor Company ( στο εξής όμιλος Ford ). H Ford AG κατασκευάζει οχήματα Ford από τα οποία άλλα μεν διατίθενται στο εμπόριο από αυτή την ίδια εταιρία στην αγορά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας , ενώ άλλα εξάγονται , ιδίως σε ορισμένα κράτη μέλη , όπου διατίθενται στο εμπόριο από άλλες επιχειρήσεις του ομίλου . Σημαντικό μέρος της παραγωγής της Ford AG πωλείται κατευθείαν στη Ford Motor Company Limited ( στο εξής Ford Βρετανίας ), στο Ηνωμένο Βασίλειο , για να διατεθεί στο εμπόριο της χώρας αυτής από την τελευταία , η οποία , όπως ακριβώς και η Ford AG , διαθέτει το δικό της πρόγραμμα πωλήσεων και το δικό της δίκτυο διανομής . Κατά συνέπεια , η Ford AG κατασκευάζει ταυτόχρονα οχήματα αριστερής και αυτοκίνητα δεξιάς διεύθυνσης ( εφεξής αυτοκίνητα ΔΔ ).

    5 H Ford AG , για την εκτέλεση του προγράμματος πωλήσεών της στη γερμανική αγορά , έθεσε σε εφαρμογή ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής βάσει συμβάσεως γενικού αντιπροσώπου η οποία τη συνδέει με τους γερμανούς διανομείς της . H σύμβαση αυτή γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 14 Μα ΐου 1976 και η Ford AG επιδίωξε αρνητική βεβαίωση κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου , της 6ης Φεβρουαρίου 1962 ( Official Journal , English Special Edition 1959-1962 , σ . 87 ) ή , επικουρικώς , εξαίρεση κατά την έννοια του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , της Συνθήκης .

    6 Μέχρι την 1η Μα ΐου 1982 , ορισμένος αριθμός αυτοκινήτων ΔΔ — άλλα μεν με βρετανικές , άλλα δε με γερμανικές προδιαγραφές — παραδόθηκαν από τη Ford AG στους εγκεκριμένους γερμανούς διανομείς της και πωλήθηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας . Από την άνοιξη του 1981 , η ζήτηση στη γερμανική αγορά των αυτοκινήτων ΔΔ είχε σημαντικά αυξηθεί , διότι οι τιμές τους , εν μέρει λόγω των νομισματικών διακυμάνσεων , ήσαν αρκετά χαμηλότερες από τις τιμές της βρετανικής αγοράς , λόγω δε του γεγονότος αυτού αυξανόμενος αριθμός βρετανών πελατών αγόραζε τα αυτοκίνητα αυτά από τους γερμανούς διανομείς . H Ford AG , ανήσυχη από τα αποτελέσματα των πωλήσεων αυτών επί της λειτουργίας της Ford Βρετανίας και του δικτύου διανομής της , γνωστοποίησε , με εγκύκλιο της 27ης Απριλίου 1982 , στους γερμανούς διανομείς της Ford ότι από την 1η Μα ΐου του ιδίου έτους δεν θα δεχόταν πλέον τις παραγγελίες τους για αυτοκίνητα ΔΔ και ότι , εφεξής , όλα τα εν λόγω αυτο κίνητα θα έπρεπε να αγοράζονται είτε από τους αντιπροσώπους της Ford που είναι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο , είτε από κάποια θυγατρική εταιρία της Ford Βρετανίας .

    7 H εγκύκλιος αυτή οδήγησε το Bureau europeen des unions de consommateurs ( Ευρωπαϊκό Γραφείο Ενώσεων Καταναλωτών ) ( εφεξής BEUC ), το οποίο άσκησε παρέμβαση στις υπό κρίση υποθέσεις , να απευθύνει καταγγελία προς την Επιτροπή , στις 12 Ιουλίου 1982 , ζητώντας να λάβει προσωρινά μέτρα . Στις 2 Ιουλίου 1982 , η Επιτροπή αποφάσισε « να κινήσει ... διαδικασία βάσει του άρθρου 6 , παράγραφος 1 , του κανονισμού 17 » , διάταξης σχετικής με την εφαρμογή του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , της Συνθήκης και απηύθυνε προς τη Ford AG ανακοίνωση των αιτιάσεων . Στην ανακοίνωση αυτή η Επιτροπή ανέφερε ότι σχεδίαζε να λάβει απόφαση σύμφωνα με την οποία το σύστημα διανομής που εφάρμοζε η AG ήταν αντίθετο προς το άρθρο 85 , παράγραφος 1 , και δεν μπορούσε να υπαχθεί στην εξαίρεση της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου , αλλά ότι , εν τω μεταξύ , σχεδίαζε να εκδώσει απόφαση προσωρινών μέτρων με την οποία θα έδιδε την εντολή στη Ford AG να αποσύρει την εγκύκλιό της της 27ης Απριλίου του 1982 και να συμπεριλάβει εκ νέου τις πωλήσεις αυτοκινήτων ΔΔ στον κατάλογο των προϊόντων που πρόσφερε η εταιρία .

    8 Στις 18 Αυγούστου 1982 , η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση περί προσωρινών μέτρων ( EE L 256 , σ . 20 ). H απόφαση αυτή υποχρέωνε τη Ford AG να αποσύρει την εγκύκλιο της 27ης Απριλίου 1982 και να γνωστοποιήσει στους γερμανούς διανομείς της Ford ότι τα αυτοκίνητα ΔΔ εξακολουθούσαν να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συμβατικού προγράμματος παραδόσεων της Ford AG και αυτό εντός προθεσμίας 10 ημερών από της γνωστοποιήσεως της απόφασης . H απόφαση αυτή ίσχυε μέχρι την έκδοση απόφασης με την οποία θα επερατούτο οριστικά η διαδικασία .

    9 H απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου ( Ford , 228 και 229/82 , Συλλογή σ . 1129 ). Το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν η Επιτροπή μπορούσε , στην απόφασή της περί εφαρμογής του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , που είχε ληφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 του κανονισμού 17 , να θεωρήσει την άρνηση παραδόσεως ως περίσταση αποκλείουσα την εξαίρεση της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου ή να εξαρτήσει τη χορήγηση μιας τέτοιας εξαίρεσης από την προϋπόθεση της επανάληψης των παραδόσεων . Εν τούτοις το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να μετατρέψει μια τέτοια προϋπόθεση , μέσω απόφασης περί προσωρινών μέτρων , σε ξεχωριστή εκτελεστή επιταγή , που δεν θα άφηνε καμιά επιλογή στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση .

    10 Στις 16 Νοεμβρίου 1983 , η Επιτροπή εξέδωσε την οριστική απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής . Με την απόφαση αυτή , αποδέκτης της οποίας είναι η Ford AG , ανακαλείται η απόφαση της 18ης Αυγούστου 1982 ( άρθρο 3 ). Με την ίδια απόφαση η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η σύμβαση γενικού αντιπροσώπου της Ford AG περιορίζει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 85 , παράγραφος 1 , της Συνθήκης και αρνείται να χορηγήσει εξαίρεση , βάσει του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , της Συνθήκης , για την πιο πάνω σύμβαση όπως αυτή εφαρμόστηκε από τη Ford AG μετά την 1η Μα ΐου 1982 , ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ η εγκύκλιος της Ford AG της 27ης Απριλίου 1982 ( άρθρο 1 ). Τέλος , η Επιτροπή διατάσσει τη Ford AG να θέσει τέρμα στη διαπιστωθείσα παράβαση ( άρθρο 2 ).

    11 Στην αιτιολογία της απόφασης , η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η απόφαση αφορά αποκλειστικά τη σύμβαση γενικού αντιπροσώπου όπως εφαρμόστηκε από τη Ford AG μετά την 1η Μα ΐου 1982 , και κατά την εφαρμογή της οποίας η Ford AG είχε παύσει να παραδίδει αυτοκίνητα ΔΔ στους γερμανούς αντιπροσώπους της ( 28η αιτιολογική σκέψη της απόφασης ). H διακοπή αυτή παραδόσεων μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 85 της Συνθήκης , έστω και αν δεν προκλήθηκε κατ’ άμεσο τρόπο από τη συμφωνία , διότι η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει μια συμφωνία στα οικονομικά πλαίσια στα οποία εφαρμόζεται ( 36η αιτιολογική σκέψη της απόφασης ).

    12 Οι προσφεύγουσες και η Επιτροπή συμφωνούν στο ότι το κύριο πρόβλημα που ανακύπτει από την υπό κρίση προσφυγή είναι το αν η Επιτροπή μπορούσε να αρνηθεί τη χορήγηση εξαίρεσης , κατά την έννοια του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , της Συνθήκης , στη σύμβαση γενικού αντιπροσώπου της Ford AG , λόγω του ότι η επιχείρηση αυτή είχε παύσει να παραδίδει αυτοκίνητα ΔΔ στους γερμανούς διανομείς της . Κατά τις προσφεύγουσες , η διακοπή των παραδόσεων αυτοκινήτων ΔΔ αποτελεί μονομερή πράξη που δεν εμπίπτει στις απαγορεύσεις του άρθρου 85 της Συνθήκης· κατά την Επιτροπή , η εξέταση της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου , προκειμένου να χορηγηθεί , ενδεχομένως , εξαίρεση , δεν μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από το πλαίσιο εντός του οποίου εφαρμόζεται η εν λόγω σύμβαση , μέρος του οποίου αποτελεί και η συμπεριφορά της Ford AG .

    13 Δεδομένου ότι διάφοροι ισχυρισμοί που προβάλλουν οι προσφεύγουσες αφορούν το κύριο αυτό πρόβλημα , επιβάλλεται αυτό να εξεταστεί πρώτα .

    α ) O μονομερής χαρακτήρας της συμπεριφοράς της επιχείρησης

    14 Σχετικά με το ζήτημα αυτό , οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι στον τομέα του αυτοκινήτου , όπου οι πωλήσεις αφορούν προϊόντα προηγμένης τεχνολογίας , είναι ανάγκη , όπως έχει δεχθεί και η Επιτροπή , να γίνεται προσφυγή σε συστήματα επιλεκτικής διανομής . Ένα τέτοιο σύστημα τέθηκε σε εφαρμογή από τη Ford AG υπό τη μορφή της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου που συνήψε με τους διανομείς της . H σύμβαση αυτή δεν περιορίζει τον ανταγωνισμό περισσότερο απ’ όσο οποιοδήποτε άλλο σύστημα διανομής στον τομέα του αυτοκινήτου . Επίσης , η Επιτροπή θα ήταν διατεθειμένη να εξαιρέσει , σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 85 , την εν λόγω σύμβαση από την εφαρμογή του άρθρου 85 , παράγραφος 1 , της Συνθήκης αν δεν επιθυμούσε να αρθεί η υπό της Ford AG επιβληθείσα απαγόρευση πωλήσεως αυτοκινήτων ΔΔ στη Γερμανία . Πράγματι , η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποσκοπεί στην ανάκληση ορισμένων υποτιθεμένων περιοριστικών όρων της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου , αλλά έχει ως αντικείμενο την επανάληψη της πωλήσεως αυτοκινήτων Ford AG στη γερμανική αγορά .

    15 Όμως , πάντοτε κατά τις προσφεύγουσες , η εγκύκλιος της 27ης Απριλίου 1982 , και η με αυτήν αναγγελθείσα διακοπή της πώλησης αυτοκινήτων ΔΔ στους γερμανούς αντιπροσώπους , είχε μονομερή χαρακτήρα . Μια μονομερής όμως πράξη δεν μπορεί να περιλαμβάνεται μεταξύ των απαγορευόμενων από το άρθρο 85 της Συνθήκης συμφωνιών . Αφενός , μια επιχείρηση που κατασκευάζει αυτοκίνητα δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να συμπεριλάβει έναν ορισμένο τύπο αυτοκινήτων στο πρόγραμμα της παραγωγής της ή της διαθέσεως στο εμπόριο , δεδομένου ότι αυτή φέρει τον κίνδυνο που συνεπάγεται κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα . Εξάλλου , στην προκείμενη περίπτωση , η διακοπή παραδόσεως αυτοκινήτων ΔΔ δεν έχει καμία σχέση με τη σύμβαση γενικού αντιπροσώπου και , εν πάση περιπτώσει , η Επιτροπή με κανένα τρόπο δεν απέδειξε την ύπαρξη τέτοιας σχέσης . Κατά συνέπεια , πρέπει να συναχθεί ότι η απόσυρση των αυτοκινήτων ΔΔ από την αγορά δεν ασκεί καμιά επιρροή στην εκτίμηση , από πλευράς Συνθήκης , της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου .

    16 Καταρχάς , η Επιτροπή τονίζει ότι κατά τη λήψη της απόφασης περί χορηγήσεως ή μη εξαιρέσεως , σύμφωνα με το άρθρο 85 , παράγραφος 3 , σε μια συμφωνία που εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 85 , παράγραφος 1 , πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των οικονομικών και νομικών συνθηκών υπό τις οποίες εφαρμόστηκε η εν λόγω συμφωνία . H συμπεριφορά μιας επιχείρησης που συνδέεται με τους μεταπωλητές της στο πλαίσιο ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής αποτελεί μέρος των συνθηκών αυτών . Στην προκείμενη περίπτωση , η απόφαση να μη χορηγηθεί εξαίρεση στη σύμβαση γενικού αντιπροσώπου ήταν ακόμη περισσότερο δικαιολογημένη καθόσον η συμπεριφορά της Ford AG είχε ως αποτέλεσμα την αισθητή επιδείνωση των περιοριστικών αποτελεσμάτων των πιο πάνω συμβάσεων και τον περιορισμό του ανταγωνισμού στο πλαίσιο του συστήματος Ford , με μοναδικό σκοπό να τεθεί τέρμα σε παράλληλες εισαγωγές στη Μεγάλη Βρετανία και να στεγανοποιηθούν , κατ’ αυτό τον τρόπο , οι αγορές .

    17 Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου και της άρνησης παραδόσεως αυτοκινήτων ΔΔ σε γερμανούς μεταπωλητές , η Επιτροπή αναφέρεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ( 42η αιτιολογική σκέψη της απόφασης ) κατά την οποία η σύμβαση γενικού αντιπροσώπου της Ford AG και ο τύπος των σχέσεων που δημιούργησε αποτέλεσαν το πλαίσιο και το περιεχόμενο της εγκυκλίου της Ford AG της 27ης Απριλίου 1982 και της διακοπής εκ μέρους της εταιρίας αυτής του εφοδιασμού με αυτοκίνητα ΔΔ . Πράγματι , η εν λόγω εγκύκλιος απευθυνόταν αποκλειστικά στους διανομείς που ήσαν συμβαλλόμενα μέρη στη γερμανική σύμβαση γενικού αντιπροσώπου , ενώ , προηγουμένως , η Ford AG πωλούσε αυτοκίνητα ΔΔ μόνο στους διανομείς αυτούς και το δικαίωμα των διανομέων να τους παραδίδονται , σύμφωνα με το άρθρο 2 της σύμβασης , αυτοκίνητα Ford , περιλάμβανε τα αυτοκίνητα ΔΔ . Έτσι , η εγκύκλιος μετέβαλε τις σχέσεις μεταξύ της Ford AG και των διανομέων της .

    18 Το BEUC εφιστά την προσοχή επί του άρθρου 2 , παράγραφος 1 , της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου , κατά το οποίο η Ford AG οφείλει να παραδίδει « τα προϊόντα της » στους διανομείς της . Το άρθρο 1 της σύμβασης περιγράφει τον κατάλογο των προϊόντων ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα οχήματα και τα ανταλλακτικά που κατασκευάζει η Ford AG· όσον αφορά τα οχήματα , η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι πρόκειται για « συνήθεις τύπους όλων των αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως , ημιφορτηγών και αμαξωμάτων που απαριθμούνται στο παράρτημα 1 της σύμβασης » , ενώ το εν λόγω παράρτημα απαριθμεί ορισμένους τύπους ( Fiesta , Escort κλπ . ) και προσθέτει ότι σε περίπτωση εισαγωγής ενός νέου τύπου , η Ford AG τον προσφέρει στους διανομείς τροποποιώντας εγγράφως το παράρτημα 1 της Σύμβασης .

    19 Εξάλλου , το BEUC παρατηρεί ότι μετά την παύση των παραδόσεων αυτοκινήτων ΔΔ στους γερμανούς διανομείς , η σύμβαση γενικού αντιπροσώπου κατέστη για τη Ford AG όργανο με το οποίο εμπόδιζε τις παράλληλες εισαγωγές αυτοκινήτων ΔΔ στη βρετανική αγορά , διατηρώντας κατ’ αυτό τον τρόπο το υψηλό επίπεδο των βρετανικών τιμών και στερώντας , κατά συνέπεια , τους καταναλωτές από τα πλεονεκτήματα που πρέπει να τους παρέχει η κοινή αγορά .

    20 Επί του σημείου αυτού πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι συμφωνίες που αποτελούν σύστημα επιλεκτικής διανομής και αποβλέπουν , όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση , στη διατήρηση ενός ειδικευμένου εμπορίου ικανού να προσφέρει ειδικές παροχές για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας , συνάπτονται συνήθως για να ρυθμιστεί η διανομή των εν λόγω προϊόντων για ορισμένα χρόνια . Επομένως , δεδομένου ότι η τεχνική εξέλιξη δεν είναι πάντοτε δυνατό να προβλεφθεί για ένα τέτοιο χρονικό διάστημα , οι συμφωνίες αυτές πρέπει , κατ’ ανάγκη , να αφήνουν τη ρύθμιση ορισμένων θεμάτων σε μεταγενέστερες αποφάσεις του κατασκευαστή . Τέτοιες ακριβώς μεταγενέστερες αποφάσεις προβλέπονται , όπως ορθώς παρατήρησε το BEUC , στο παράρτημα 1 της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου της Ford AG όσον αφορά τους τύπους των αυτοκινήτων που πρόκειται να παραδίδονται στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής .

    21 Παρόμοια απόφαση του κατασκευαστή δεν συνιστά μονομερή συμπεριφορά της επιχείρησης η οποία , όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες , δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 85 , παράγραφος 1 , της Συνθήκης . Αντίθετα , εντάσσεται στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων που η επιχείρηση διατηρεί με τους μεταπωλητές της . Πράγματι , η συμμετοχή στο δίκτυο διανομέων της Ford AG συνεπάγεται την αποδοχή , εκ μέρους των συμβαλλομένων , της πολιτικής της Ford όσον αφορά τους τύπους που πρόκειται να παραδίδονται στη γερμανική αγορά .

    22 Κατά συνέπεια , το επιχείρημα που οι προσφεύγουσες στηρίζουν στο μονομερή χαρακτήρα της πράξης με την οποία η Ford AG απέσυρε τα αυτοκίνητα ΔΔ από την ποικιλία των τύπων της , πρέπει να απορριφθεί .

    23 Σχετικά , οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επιπλέον ότι , έστω και αν υποτεθεί ότι είναι δυνατό η πράξη με την οποία η Ford AG απέσυρε τα αυτοκίνητα ΔΔ από τη σειρά των τύπων της να έχει σχέση με οποιαδήποτε συμφωνία , η συμφωνία αυτή δεν μπορεί να είναι η σύμβαση γενικού αντιπροσώπου . Πράγματι , τα αυτοκίνητα ΔΔ που ανταποκρίνονται στις βρετανικές νομικές προδιαγραφές ουδέποτε διανεμήθηκαν στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής , δεδομένου ότι οι παραδόσεις των αυτοκινήτων αυτών αποτελούσαν μέρος ειδικής συμφωνίας που ίσχυε μόνο για τις πωλήσεις αυτοκινήτων ΔΔ και ήταν γνωστή ως « Visit Europe Plan » .

    24 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η συμφωνία , η καλούμενη « Visit Europe Plan » , δεν γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή και ότι όλα τα αυτοκίνητα ΔΔ πουλήθηκαν στη Γερμανία από τους διανομείς που συνδέονταν με τη σύμβαση γενικού αντιπροσώπου . Εφαρμόζονταν οι συνήθεις όροι και διαδικασίες που ίσχυαν για την πώληση αυτοκινήτων Ford , ειδικότερα δε αυτοί που αφορούσαν το περιθώριο κέρδους του διανομέα , την εγγύηση , την εξυπηρέτηση μετά την πώληση κλπ ., ενώ το μόνο ειδικό χαρακτηριστικό των πωλήσεων στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής ήταν ότι δεν συντελούσαν στην επίτευξη των στόχων ως προς τις πωλήσεις που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ της Ford AG και των αντιπροσώπων . H εγκύκλιος της 27ης Απριλίου 1982 απευθυνόταν αποκλειστικά στους γερμανούς διανομείς που ήσαν συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση γενικού αντιπροσώπου .

    25 Τα γεγονότα αυτά , τα οποία μνημονεύει η προσβαλλόμενη απόφαση ( 17η και 42η αιτιολογική σκέψη ), είναι αρκετά για να αποδειχθεί ότι η διακοπή εφοδιασμού με αυτοκίνητα ΔΔ δεν τοποθετείται σε συμβατικό πλαίσιο άλλο από αυτό της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου .

    26 Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι η Επιτροπή είχε δικαίωμα , κατά την εξέταση της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου στην οποία προέβη για ενδεχόμενη χορήγηση εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , της Συνθήκης , να λάβει υπόψη της την εκ μέρους της Ford AG διακοπή παραδόσεως αυτοκινήτων ΔΔ στους γερμανούς διανομείς της .

    β ) Οι λοιποί ισχυρισμοί των προσφευγουσών

    27 Οι λοιποί ισχυρισμοί που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στηρίζονται αντίστοιχα :

    — στην ανακρίβεια του συλλογισμού που ακολούθησε η προσβαλλόμενη απόφαση·

    — στην κατάχρηση εξουσίας·

    — στην παραβίαση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου·

    — στην ανεπαρκή αιτιολογία .

    28 Όσον αφορά το συλλογισμό που ακολούθησε η απόφαση , οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υιοθέτησε εσφαλμένη μέθοδο . H Επιτροπή , πριν εξετάσει αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , ώφειλε , καταρχάς , να εντοπίσει κάθε διάταξη της συμφωνίας που υπαγόταν στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού . Πράγματι , σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου , οι επιχειρήσεις προκειμένου να τους χορηγηθεί αρνητική βεβαίωση ή εξαίρεση της συμφωνίας δικαιούνται να ζητούν από την Επιτροπή να εξετάσει προσηκόντως τις αιτήσεις τους .

    29 Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η Επιτροπή , αρνούμενη τη χορήγηση εξαιρέσεως , στηρίχτηκε επί των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , σχετικά με τις συμφωνίες που συμβάλλουν στη βελτίωση της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου , εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει . H Επιτροπή , εξετάζοντας τις προϋποθέσεις αυτές ώφειλε να καθορίσει πρώτα ποια μπορούσαν να είναι τα ευνοϊκά και ποια τα δυσμενή αποτελέσματα της εν λόγω συμφωνίας και , στη συνέχεια , να τα σταθμίσει . Όμως , από καμιά αιτιολογική σκέψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι πράγματι έγινε μια τέτοια εκτίμηση .

    30 Ως προς την εφαρμογή του άρθρου 85 , παράγραφος 1 , η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι αρκετό να διαπιστωθεί ότι οι κύριες περιοριστικές ρήτρες της συμφωνίας εμπίπτουν στην απαγόρευση της εν λόγω διάταξης . Κατά τη γνώμη της η συμφωνία πρέπει να εκτιμάται στο σύνολό της δεδομένου ότι οι εν λόγω συμφωνίες , και ιδίως αυτές που καθιερώνουν σύστημα επιλεκτικής διανομής , περιλαμβάνουν συχνά αρκετές περιοριστικές διατάξεις , η δε εφαρμογή τους μπορεί να είναι περιοριστική από πολλές απόψεις . Κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις είναι δύσκολο να απομονωθούν τα αποτελέσματα μιας συγκεκριμένης διάταξης και να προσδιοριστεί με βεβαιότητα αν η διάταξη αυτή είναι μόνη της ικανή να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό .

    31 H Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η άρνησή της να χορηγήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 85 , παράγραφος 3 , εξαίρεση στηρίζεται στις δύο πρώτες προϋποθέσεις της διάταξης αυτής . Εν τούτοις υποστηρίζει ότι η άρνηση της Ford AG να προμηθεύει αυτοκίνητα ΔΔ στη Γερμανία , εμπόδισε πράγματι την τήρηση των δύο αυτών προϋποθέσεων . H άρνηση αυτή είχε αποτελέσματα σοβαρότερα από αυτά που απορρέουν από μια απλή απαγόρευση εξαγωγής , διότι μείωσε επίσης τον υφιστάμενο στη Γερμανία ανταγωνισμό όσον αφορά τα αυτοκίνητα αυτά ενώ ταυτόχρονα εμπόδισε τους καταναλωτές του Ηνωμένου Βασιλείου από το να αγοράζουν αυτοκίνητα ΔΔ σε γερμανικές τιμές .

    32 Πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ως προς την εφαρμογή του άρθρου 85 , παράγραφος 1 , δεν βρίσκουν έρεισμα στην απόφαση . H τελευταία διευκρινίζει ποιες από τις ρήτρες της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου είναι οι πιο ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και , αναφέρει σχετικά ιδίως το άρθρο 6 , παράγραφος 2 , τα άρθρα 2 και 5 και το άρθρο 6 , παράγραφος 3 , της σύμβασης αυτής ( αιτιολογικές σκέψεις 30 και 31 της απόφασης ). H απόφαση συνεχίζει διαπιστώνοντας ότι η Ford AG , μέσω των ρητρών αυτών , ήταν σε θέση να εμποδίζει τους γερμανούς διανομείς της Ford να αναπτύσσουν δραστηριότητες πωλήσεως εκτός της Γερμανίας και να παραδίδουν αυτοκίνητα Ford σε μεταπωλητές άλλων κρατών μελών οι οποίοι δεν ανήκουν σε ένα από τα συστήματα διανομής της Ford ( 33η αιτιολογική σκέψη ). H απόφαση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι « λόγω των διατάξεων αυτών , που αποτελούν το πιο σημαντικό μέρος της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου της Ford » , το άρθρο 85 , παράγραφος 1 , της Συνθήκης εφαρμόζεται στη σύμβαση αυτή ( 34η αιτιολογική σκέψη ). O συλλογισμός αυτός , από τον οποίο συνάγεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το σύνολο της επίμαχης σύμβασης , δεν στηρίζεται σε εσφαλμένη μέθοδο .

    33 Ως προς την άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει εξαίρεση βάσει του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , πρέπει να τονισθεί ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να κρίνει ότι , κατά την εξέταση της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου για μια ενδεχόμενη χορήγηση εξαιρέσεως , έπρεπε να λάβει υπόψη της όλες τις περιστάσεις που αφορούν την εφαρμογή της συμβάσεως αυτής και ότι , επομένως , μπορούσε να θεωρήσει ότι η άρνηση και μόνο εφοδιασμού των γερμανών αντιπροσώπων με αυτοκίνητα ΔΔ που προορίζονται για εξαγωγή , συνιστούσε βασικό στοιχείο της τεχνητής στεγανοποίησης της αγοράς ( 41η αιτιολογική σκέψη ). H απόφαση προσθέτει ότι η Επιτροπή σταθμίζοντας , αφενός , τη βελτίωση της διανομής των αυτοκινήτων που επιτυγχάνεται από τη σύμβαση και , αφετέρου , τα μειονεκτήματα που προκύπτουν στο επίπεδο του ανταγωνισμού , λόγω του ότι δεν είναι δυνατό να αγοράζονται αυτοκίνητα ΔΔ στη Γερμανία σε γερμανικές τιμές και λόγω του ότι μειώνεται σημαντικά η ανταγωνιστική πίεση στο Ηνωμένο Βασίλειο ( 43η αιτιολογική σκέψη ), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συνέτρεχαν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 85 , παράγραφος 3 .

    34 Κατά συνέπεια , ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην εσφαλμένη μέθοδο που ακολούθησε ο συλλογισμός της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί .

    35 O αντλούμενος από την κατάχρηση εξουσίας λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε δύο στοιχεία : πρώτον , η Επιτροπή αρνήθηκε να χορηγήσει εξαίρεση στη σύμβαση γενικού αντιπροσώπου με απρόσφορο νομικά πρόσχημα· δεύτερον , καταρτίζοντας η Επιτροπή την επίδικη απόφαση , προκάλεσε αβεβαιότητα , ιδίως ως προς τις αιτιάσεις που μπορεί να προσάψει αργότερα όσον αφορά άλλες ρήτρες της σύμβασης που δεν έχει ακόμα προσδιορίσει .

    36 Το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού εξετάστηκε ήδη στις προηγούμενες σκέψεις· το δεύτερο σκέλος αφορά , πράγματι , την ενδεχόμενη παραβίαση της ασφάλειας του δικαίου πράγμα που θα ερευνηθεί στο πλαίσιο της εξέτασης ενός άλλου λόγου .

    37 Επομένως , δεν παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο ξεχωριστά ως προς το λόγο ακυρώσεως που στηρίζεται στην κατάχρηση εξουσίας .

    38 Οι προσφεύγουσες , με το λόγο που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου , υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση τις άφησε σε πλήρη αβεβαιότητα όσον αφορά τη νομική τους κατάσταση . Αφενός , η απόφαση διευκρινίζει ότι η Ford AG « είναι ελεύθερη , εφόσον το επιθυμεί , να συνάψει σύμβαση αντιπροσώπου που δεν εμπίπτει στο άρθρο 85 , παράγραφος 1 » ( αιτιολογική σκέψη 45 ) χωρίς να καθορίζει ποιες ρήτρες της σύμβασης εμπίπτουν στη διάταξη αυτή . Αφετέρου , η απόφαση διατάσσει τη Ford AG να θέσει τέρμα « στη διαπιστωθείσα παράβαση » ( άρθρο 2 ) χωρίς να αναφέρει με σαφήνεια ποια συμπεριφορά επιβάλλεται να ακολουθήσει η επιχείρηση αυτή .

    39 H Επιτροπή , απαντώντας στην επιχειρηματολογία αυτή , ισχυρίζεται καταρχάς ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει αν , ύστερα από την απόφαση , η Ford AG θα αποφάσιζε να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ίσχυε πριν από το Μάιο του 1982 , ή θα τροποποιούσε τη σύμβαση γενικού αντιπροσώπου συνεχίζοντας να αρνείται την παράδοση αυτοκινήτων ΔΔ στη Γερμανία . Στη Ford AG εναπόκειται να οργανώσει το δικό της δίκτυο διανομής , με τις προϋποθέσεις πάντως ότι θα συμμορφωθεί προς τις κοινοτικές διατάξεις περί ανταγωνισμού .

    40 Περαιτέρω , η Επιτροπή φρονεί ότι ο λόγος που προβάλλουν οι προσφεύγουσες φαίνεται να έχει ως αφετηρία την ιδέα κατά την οποία το άρθρο 2 της απόφασης επιβάλλει στη Ford AG την υποχρέωση να παράσχει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να αποκτήσουν την πλήρη σειρά των τύπων του κατασκευαστή ( « full line availability » ), πράγμα που όμως δεν συμβαίνει . H απόφαση ερείδεται στο γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση αυτοκινήτων ΔΔ από πρόσωπα που επιθυμούν να τα αγοράσουν μέσω γερμανών διανομέων και ότι η ζήτηση αυτή εξηγείται από διαφορές στην τιμή 10 έως 30 % .

    41 Σχετικά , επιβάλλεται να τονισθεί ότι οι αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης απόφασης που αφορούν την εφαρμογή του άρθρου 85 , παράγραφος 1 , έχουν υπόψη ιδίως ορισμένες διατάξεις της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου και ειδικότερα τις διατάξεις σχετικά με το αποκλειστικό δικαίωμα που έχουν οι γερμανοί αντιπρόσωποι να εκπροσωπούν τη Ford . Εξάλλου , η απόφαση στηρίζεται στην ιδέα ότι το περιοριστικό αποτέλεσμα των ρητρών αυτών αυξήθηκε σημαντικά αφότου η Ford AG , προκειμένου να προστατεύσει , στο πλαίσιο του ομίλου Ford , τη θέση της Ford Βρετανίας και των βρετανών αντιπροσώπων , έπαυσε να παραδίδει αυτοκίνητα ΔΔ στους γερμανούς αντιπροσώπους της . H απόφαση θεωρεί ότι , υπό τις περιστάσεις αυτές , δεν μπορεί να χορηγηθεί εξαίρεση εφόσον πρέπει « τα συστήματα διανομής που εφαρμόζονται στην Κοινότητα να μην προξενούν σκοπίμως την απομόνωση σημαντικού μέρους της κοινοτικής αγοράς από το υπόλοιπο » ( 44η αιτιολογική σκέψη ).

    42 Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η παράβαση στην οποία πρέπει να θέσει αμέσως τέρμα η Ford AG , βάσει του άρθρου 2 της απόφασης , έχει επαρκώς προσδιοριστεί . Πράγματι , το άρθρο 1 της απόφασης διαπιστώνει ότι « η σύμβαση γενικού αντιπροσώπου » υπάγεται στις απαγορεύσεις του άρθρου 85 , παράγραφος 1 , της Συνθήκης , και ότι η χορήγηση απαλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 85 , παράγραφος 3 , για τη σύμβαση αυτή απορρίπτεται « όπως εφαρμόζεται ... από την 1η Μα ΐου 1982 » .

    43 Επομένως , ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ασφάλειας του δικαίου δεν είναι βάσιμος .

    44 Απομένει να εξετασθεί ο τελευταίος λόγος που στηρίζεται στην ανεπάρκεια αιτιολογήσεως . Σχετικά οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν ανέφερε με ποιο τρόπο η εγκύκλιος της 27ης Απριλίου 1982 μπόρεσε να επιδεινώσει τα περιοριστικά αποτελέσματα της σύμβασης γενικού αντιπροσώπου . Έστω και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή δικαιολογημένα μπορούσε να θεωρήσει τη διακοπή παραδόσεως αυτοκινήτων ΔΔ στη γερμανική αγορά ως περιορισμό πλεονεκτήματος που απέρρεε από τη σύμβαση , ώφειλε , εν πάση περιπτώσει , να εξετάσει σε ποια έκταση η απώλεια του πλεονεκτήματος αυτού εμπόδιζε να χορηγηθεί για τη σύμβαση αυτή η βάσει του άρθρου 85 , παράγραφος 3 , εξαίρεση .

    45 H Επιτροπή αναγνωρίζει ότι θεώρησε τη δυνατότητα εφοδιασμού της γερμανικής αγοράς με αυτοκίνητα ΔΔ ως ένα από τα πλεονεκτήματα που απέρρεαν από τη σύμβαση . Εν τούτοις η επίδικη απόφαση έδειξε ότι η συμπεριφορά της Ford AG οδήγησε , όχι μόνο στην απώλεια του πλεονεκτήματος αυτού , αλλά επίσης και στην αισθητή μείωση άλλων πλεονεκτημάτων που μπορούσαν να απορρέουν από τη σύμβαση ( αιτιολογικές σκέψεις 36 και 43 ). Πράγματι , η σχέση μεταξύ πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων επηρεάστηκε αισθητά από το γεγονός ότι η Ford AG εμπόδισε παράλληλες εισαγωγές , πράγμα που αποτελεί αποφασιστικό λόγο για να μη χορηγηθεί στη σύμβαση η εξαίρεση του άρθρου 85 , παράγραφος 3 .

    46 Σχετικά , πρέπει να γίνει δεκτό , όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή , ότι η τελευταία δεν υποχρεούται να προβεί σε λεπτομερή εξέταση όλων των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που είναι δυνατό να απορρέουν από ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής όταν έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι ένας κατασκευαστής χρησιμοποίησε ένα τέτοιο σύστημα για να εμποδίζει τις παράλληλες εισαγωγές , δημιουργώντας , κατ’ αυτό τον τρόπο , τεχνητή στεγανοποίηση της κοινής αγοράς . Εξάλλου , η προσβαλλόμενη απόφαση εξετάζει ποια είναι τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που μπορεί να προκύψουν από τη σύμβαση γενικού αντιπροσώπου ( αιτιολογικές σκέψεις 38 και 43 ).

    47 Κατά συνέπεια , επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    48 Κατά το άρθρο 69 , παράγραφος 2 , του κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα . Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν , πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα . H παρεμβαίνουσα πρέπει να φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα .

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει :

    1 ) Απορρίπτει τις προσφυγές .

    2 ) Καταδικάζει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα· το παρεμβαίνον φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα .

    Top