Roghnaigh na gnéithe turgnamhacha is mian leat a thriail

Is sliocht ón suíomh gréasáin EUR-Lex atá sa doiciméad seo

Doiciméad 61983CJ0253

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 15ης Ιανουαρίου 1985.
    Sektkellerei C.A. Kupferberg & Cie KG a.A. κατά Hauptzollamt Mainz.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Rheinland-Pfalz - Γερμανία.
    Φορολογικό καθεστώς οινοπνεύματος.
    Υπόθεση 253/83.

    Συλλογή της Νομολογίας 1985 -00157

    Aitheantóir ECLI: ECLI:EU:C:1985:8

    61983J0253

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 15ΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1985. - SEKTKELLEREI C.A. KUPFERBERG & CIE KG ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT MAINZ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ FINANZGERICHT ΤΗΣ ΡΗΝΑΝΙΑΣ-ΠΑΛΑΤΙΝΑΤΟΥ. - ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 253/83.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1985 σελίδα 00157
    Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00065


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Αντικείμενο της υπόθεσης
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Φορολογικές διατάξεις — Εσωτερικοί φόροι — Εθνικό μονοπώλιο οινοπνεύματος — Πραγματική μείωση της τιμής πωλήσεως — Συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης EOK και των Συμφωνιών που συνδέουν την Κοινότητα με την Ισπανία και την Πορτογαλία — Προϋποθέσεις

    ( Συνθήκη EOK , άρθρα 37 και 95· Συμφωνία ΕΟΚ-Ισπανίας της 29ης Ιουνίου 1970 , άρθρο 3· Συμφωνία ΕΟΚ-Πορτογαλίας της 22ας Ιουλίου 1972 , άρθρο 21 )

    Περίληψη


    Τα άρθρα 95 και 37 της Συνθήκης EOK , καθώς και τα άρθρα 21 και 3 των Συμφωνιών που συνδέουν την Κοινότητα με την Πορτογαλία και την Ισπανία αντιστοίχως , πρέπει να ερμηνευθούν ως μη αντιτιθέμενα στην πραγματική μείωση της τιμής πωλήσεως του οινοπνεύματος , το οποίο πώλησε η διοίκηση του μονοπωλίου επί ορισμένο χρονικό διάστημα , αν ο φορολογικός συντελεστής που πράγματι εφαρμοζόταν στα εισαγόμενα προϊόντα δεν υπερέβαινε , κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα , το φόρο που πράγματι επιβαλλόταν στα αντίστοιχα εγχώρια προϊόντα .

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση 253/83

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Rheinland-Pfalz προς το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης EOK , με την οποία ζητείται , στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    Sektkellerei C . A . Kupferberg & Cie KG a . A .

    και

    Hauptzollamt Mainz ,

    Αντικείμενο της υπόθεσης


    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 37 και 95 της Συνθήκης EOK , του άρθρου 3 της Συμφωνίας της 29ης Ιουνίου 1970 μεταξύ της EOK και της Ισπανίας ( EE ειδ . έκδ . 11/001 , σ . 121 ) και του άρθρου 21 , πρώτη παράγραφος , της Συμφωνίας της 22ας Ιουλίου 1972 μεταξύ της EOK και της Δημοκρατίας της Πορτογαλίας ( EE ειδ . έκδ . 11/004 , σ . 167 ), όσον αφορά την εφαρμογή ορισμένων μέτρων που άπτονται της ρυθμίσεως του γερμανικού νόμου της 8ης Απριλίου 1922 περί του μονοπωλίου οινοπνεύματος ( Branntweinmonopol-Gesetz ),

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με Διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 1983 , που περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Νοεμβρίου 1983 , το Finanzgericht Rheinland-Pfalz υπέβαλε , δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης EOK , προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 37 και 95 της Συνθήκης EOK , καθώς και των άρθρων 3 της Συμφωνίας μεταξύ της EOK και της Ισπανίας της 29ης Ιουνίου 1970 ( EE ειδ . έκδ . 11/001 , σ.121 ) και 21 , πρώτη παράγραφος , της Συμφωνίας μεταξύ της EOK και της Δημοκρατίας της Πορτογαλίας της 22ας Ιουλίου 1972 ( EE ειδ . έκδ . 11/004 , σ.167 ).

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς , κατά την οποία αμφισβητείται αν συμφωνεί με τις εν λόγω διατάξεις το ύψος του εξισωτικού φόρου μονοπωλίου που καθόρισε το Hauptzollamt ( Κεντρικό Τελωνείο ) Mainz για το οινόπνευμα , το οποίο εισήγαγε η εταιρία Kupferberg , προσφεύγουσα στην κύρια δίκη , από τη Μεγάλη Βρετανία ( ουίσκυ ), τις Κάτω Χώρες ( Jenever και λικέρ ), τη Γαλλία ( Armagnac και Pruneaux ), την Ισπανία ( Xeres ) και την Πορτογαλία ( Porto ) και έθεσε σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μεταξύ 1ης και 17ης Μαρτίου 1976 .

    3 O γερμανικός νόμος της 8ης Απριλίου 1922 περί του μονοπωλίου οινοπνεύματος , πριν τροποποιηθεί με το νόμο της 2ας Μα ΐου 1976 , υπέβαλλε , όπως έχει ήδη επισημάνει το Δικαστήριο σε διάφορες αποφάσεις , το οινόπνευμα σε φόρο καταναλώσεως που το επιβάρυνε υπό τρεις διαφορετικές μορφές , αναλόγως του αν επρόκειτο :

    α ) για οινόπνευμα το οποίο εκμεταλλευόταν η διοίκηση του μονοπωλίου , το οποίο , σύμφωνα με το άρθρο 85 , παράγραφος 1 , του νόμου περί του μονοπωλίου οινοπνεύματος , υποβαλλόταν σε φόρο οινοπνεύματος ( Branntweinsteuer ) ·

    β ) για οινόπνευμα που απαλλασσόταν από την υποχρέωση παραδόσεως στο μονοπώλιο ( ορισμένα είδη οινοπνεύματος από δημητριακά και από οπώρες ) ή που δεν παραδινόταν σ’ αυτό κατά παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης , για το οποίο το άρθρο 78 προέβλεπε την καταβολή προσθέτου φόρου οινοπνεύματος ( Branntweinaufschlag ). O πρόσθετος αυτός φόρος ήταν ίσος προς τη διαφορά μεταξύ της κανονικής τιμής πωλήσεως του οινοπνεύματος μονοπωλίου και της βασικής του τιμής , κατόπιν αφαιρέσεως ενός μέσου κατ’ αποκοπήν ποσού των δαπανών , τις οποίες εξοικονομούσε η διοίκηση του μονοπωλίου λόγω της μη αναλήψεως του εν λόγω οινοπνεύματος . Δυνάμει του άρθρου 79 , παράγραφοι 2 έως 8 , και του άρθρου 79a , ο πρόσθετος φόρος οινοπνεύματος , υπό ορισμένες προϋποθέσεις , μειωνόταν ή αυξανόταν , ιδίως εν συναρτήσει κριτηρίων σχετικών με τον τύπο αποστακτηρίου , τις παραγόμενες ποσότητες και τη χρησιμοποιούμενη πρώτη ύλη . Κατά κανόνα ο πρόσθετος φόρος υπερέβαινε πάντα το φόρο οινοπνεύματος , η δε διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών αποκαλούνταν υπερβάλλον του πρόσθετου φόρου·

    γ ) για εισαγόμενο οινόπνευμα , το οποίο , σύμφωνα με το άρθρο 151 , παράγραφος 1 , του νόμου περί του μονοπωλίου οινοπνεύματος , υποβαλλόταν σε εξισωτικό φόρο μονοπωλίου . O φόρος αυτός υπολογιζόταν κατά τον ίδιο τρόπο με τον πρόσθετο φόρο οινοπνεύματος , χωρίς όμως αφαίρεση κατ’ αποκοπήν ποσού για τις δαπάνες που εξοικονομούσε η διοίκηση του μονοπωλίου , εφόσον , κατά το άρθρο 152 , παράγραφος 1 , του νόμου περί του μονοπωλίου , που προσδιόριζε το ύψος του , « ο εξισωτικός φόρος μονοπωλίου ισούται με τη διαφορά μεταξύ της κανονικής τιμής πωλήσεως του οινοπνεύματος και της βασικής τιμής του οινοπνεύματος » . Το μέρος του εξισωτικού φόρου μονοπωλίου που υπερέβαινε το φόρο οινοπνεύματος αποκαλούνταν υπερβάλλον του εξισωτικού φόρου μονοπωλίου .

    4 Δεδομένου ότι το ύψος του εξισωτικού φόρου που επιβάρυνε τα προϊόντα που εισήγε η Kupferberg είχε καθοριστεί , για το χρονικό διάστημα από τις 23 Φεβρουαρίου μέχρι τις 17 Μαρτίου 1976 ( εγκύκλιος του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών της 23ης Μαρτίου 1976 ), σε 1 500 γερμανικά μάρκα ( DM ) ανά εκατόλιτρο αιθυλικής αλκοόλης ( στο εξής hlW ), ποσό που ισοδυναμούσε με το συντελεστή του φόρου οινοπνεύματος που ίσχυε κατά την υπό κρίση περίοδο , η Kupferberg άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Rheinland-Pfalz ισχυριζόμενη ότι , κατ’ εφαρμογή του άρθρου 152 , πρώτη παράγραφος , του νόμου περί του μονοπωλίου και λαμβανομένου υπόψη ότι η κανονική τιμή πωλήσεως του οινοπνεύματος , στην οποία πράγματι πωλούσε η διοίκηση του μονοπωλίου μεταξύ 1ης και 17ης Μαρτίου 1976 , είχε μειωθεί από 1 833 DM/hlW σε 1 683 DM/hlW , το ύψος του εξισωτικού φόρου μονοπωλίου έπρεπε να καθοριστεί σε 1 430 DM/hlW , ποσό που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής τιμής πωλήσεως και της βασικής τιμής του οινοπνεύματος που ανερχόταν κατά την υπό κρίση περίοδο σε 253 DM/hlW .

    5 Με απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1978 , το Finanzgericht έκανε δεκτή την προσφυγή αυτή . Κατόπιν Revision , την οποία άσκησε το Hauptzollamt , το Bundesfinanzhof , με απόφαση της 5ης Αυγούστου 1980 , εξαφάνισε την παραπάνω απόφαση με την αιτιολογία ότι η πραγματική από 23 Φεβρουαρίου 1976 τιμή πωλήσεως των 1 683 DM/hlW δεν αντιστοιχούσε στην « κανονική τιμή πωλήσεως οινοπνεύματος » κατά την έννοια του άρθρου 152 του νόμου περί του μονοπωλίου . H τιμή αυτή παρέμενε η ίδια με εκείνη που είχε προσηκόντως καθοριστεί και δημοσιευτεί στο Bundesanzeiger αριθ . 174 της 19ης Σεπτεμβρίου 1975 , δηλαδή 1 833 DM/hlW . Βάσει της μεθόδου υπολογισμού που προβλεπόταν στο άρθρο 152 , παράγραφος 1 , πρώτη φράση του νόμου , προέκυπτε για τα εισαγόμενα προϊόντα εξισωτικός φόρος μονοπωλίου ύψους 1 580 DM/hlW . Τονίζοντας ότι το Hauptzollamt , με την απόφασή του περί επιβολής φόρου , είχε απλώς εφαρμόσει στενά τη γερμανική ρύθμιση , δεδομένου ότι , καθορίζοντας το ύψος του εξισωτικού φόρου βάσει συντελεστή 1 500 DM/hlW , δεν απήτησε την καταβολή του μέρους του εξισωτικού φόρου που αποκαλείται « υπερβάλλον του εξισωτικού φόρου » , το Bundesfinanzhof , ενόψει του αντικειμένου της προσφυγής , συνήγαγε ότι η είσπραξη εξισωτικού φόρου ύψους 1 500 DM/hlW , όπως είχε καθοριστεί με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις , ήταν νόμιμη από τη σκοπιά του γερμανικού δικαίου .

    6 Το Bundesfinanzhof διαπίστωσε ωστόσο ότι το Finanzgericht δεν είχε εξετάσει με την απόφασή του το ζήτημα της ενδεχόμενης αντίθεσης του καθορισμού εξισωτικού φόρου μονοπωλίου άνω των 1 430 DM/hlW προς τα άρθρα 37 και 95 της Συνθήκης EOK . Κατ’ αυτό , η απόφαση περί επιβολής φόρου ήταν ενδεχόμενο να παραβιάζει το άρθρο 95 της Συνθήκης EOK , καθώς επίσης και το άρθρο 3 της Συμφωνίας ΕΟΚ/Ισπανίας και το άρθρο 21 , πρώτη παράγραφος , της Συμφωνίας ΕΟΚ/Πορτογαλίας , στο μέτρο που το Finanzgericht θα κατέληγε , μετά την επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών , στο συμπέρασμα ότι το οινόπνευμα εγχώριας παραγωγής , που δεν υπέκειτο στην υποχρέωση παράδοσης και ήταν όμοιο με τα εισαγόμενα προϊόντα , είχε ευνοηθεί από τα πλεονεκτήματα που παρείχαν οι διατάξεις των άρθρων 79 , παράγραφος 2 , και 79α του νόμου περί του μονοπωλίου .

    7 Επιληφθέν εκ νέου της υποθέσεως , το Finanzgericht έκρινε ότι το Bundesfinanzhof δεν είχε αποφανθεί επί του ζητήματος αν η μείωση της πραγματικής τιμής πωλήσεως του οινοπνεύματος κατά 150 DM/hlW , την οποία είχε επιφέρει η διοίκηση του μονοπωλίου λόγω του ανταγωνισμού που ασκούσε στο επίπεδο των τιμών το εισαγόμενο οινόπνευμα , και η ταυτόχρονη διατήρηση της παλιάς τιμής πωλήσεως για τον καθορισμό του ύψους του εξισωτικού φόρου μονοπωλίου του επιβαλλόμενου στο εισαγόμενο οινόπνευμα συμβιβάζονται ή όχι με τα άρθρα 37 και 95 της Συνθήκης και με τις αντίστοιχες διατάξεις των Συμφωνιών που έχουν συναφθεί με την Ισπανία και την Πορτογαλία .

    8 Προς επίλυση αυτού του προβλήματος το Finanzgericht υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα :

    « Πρέπει οι διατάξεις των άρθρων 37 και 95 της Συνθήκης EOK , καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 3 της Συμφωνίας της 29ης Ιουνίου 1970 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ισπανίας και οι διατάξεις του άρθρου 21 , πρώτη παράγραφος , της Συμφωνίας της 22ας Ιουλίου 1972 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Πορτογαλίας να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ένας εισαγωγέας οινοπνεύματος προελεύσεως άλλων κρατών μελών , καθώς και προελεύσεως Ισπανίας και Πορτογαλίας , μπορεί να τις επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου , για το λόγο ότι η διοίκηση του γερμανικού ομοσπονδιακού μονοπωλίου οινοπνεύματος μείωσε την τιμή πωλήσεως του οινοπνεύματος κατά το χρονικό διάστημα από 23 Φεβρουαρίου 1976 μέχρι 17 Μαρτίου 1976 κατά 150 γερμανικά μάρκα ανά εκατόλιτρο αιθυλικής αλκοόλης , δηλαδή από 1 833 σε 1 683 γερμανικά μάρκα ανά εκατόλιτρο αιθυλικής αλκοόλης , ενώ για τον υπολογισμό του εξισωτικού φόρου μονοπωλίου για το εισαγόμενο οινόπνευμα διατήρησε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα την τιμή πωλήσεως των 1 833 γερμανικών μάρκων ανά εκατόλιτρο αιθυλικής αλκοόλης ; »

    9 Το ερώτημα αυτό περιέχει δύο σκέλη . Το πρώτο σκέλος αφορά το κατά πόσον συμβιβάζεται με τα άρθρα 37 και 95 της Συνθήκης η πραγματική μείωση της τιμής πωλήσεως του οινοπνεύματος , το οποίο πωλούσε η διοίκηση του μονοπωλίου , διατηρώντας ταυτόχρονα την παλιά τιμή πωλήσεως του οινοπνεύματος αυτού για τον υπολογισμό του εξισωτικού φόρου μονοπωλίου που επιβαλλόταν στα εισαγόμενα προϊόντα , ενώ το δεύτερο αναφέρεται στο κατά πόσον η πρακτική αυτή συμβιβάζεται με τις αντίστοιχες προς το άρθρο 95 της Συνθήκης διατάξεις που περιέχονται στις Συμφωνίες που έχουν συναφθεί με την Ισπανία και την Πορτογαλία .

    Επί του πρώτου σκέλους

    10 Κατά την προσφεύγουσα στην κύρια δίκη , το εισαγόμενο οινόπνευμα υπέστη κατά το χρονικό διάστημα από τις 23 Φεβρουαρίου μέχρι τις 17 Μαρτίου 1976 δυσμενή διάκριση κατά την έννοια των άρθρων 37 και 95 της Συνθήκης , στο μέτρο που , κατά το χρονικό αυτό διάστημα , το άρθρο 152 , πρώτη παράγραφος , του νόμου περί του μονοπωλίου , το οποίο καθόριζε τον τρόπο υπολογισμού του εξισωτικού φόρου που επιβαλλόταν σ’ αυτά , είχε ερμηνευτεί και εφαρμοστεί αντίθετα προς τη διατύπωσή του· η ερμηνεία δε αυτή είχε ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν τα εισαγόμενα προϊόντα με φόρο 1 580 DM/hlW , βάσει της κανονικής τιμής πωλήσεως του οινοπνεύματος του μονοπωλίου , ενώ , αν είχε ληφθεί ως βάση η πραγματική τιμή πωλήσεως , θα προέκυπτε φόρος ύψους 1 430 DM/hlW . Υποστηρίζει ότι , αν ο φόρος ο επιβαλλόμενος στο οινόπνευμα μονοπωλίου ήταν ίσος με το φόρο που επιβαλλόταν στο εισαγόμενο οινόπνευμα , το μονοπώλιο αναγκαστικά θα πωλούσε το οινόπνευμα με ζημία , απ’ αυτό δε συνάγει ότι για το οινόπνευμα μονοπωλίου , εφαρμόστηκε χαμηλότερος φορολογικός συντελεστής από το συντελεστή που επιβαλλόταν λόγω εισαγωγής .

    Ως προς το άρθρο 95 της Συνθήκης

    11 Όπως τόνισε η Επιτροπή , το ότι για το εισαγόμενο οινόπνευμα θα μπορούσε να επιβληθεί κατά την υπό κρίση περίοδο , ελαφρύτερη φορολογική επιβάρυνση , αν ως κανονική τιμή πωλήσεως είχε λογισθεί η μειωμένη τιμή πωλήσεως , στην οποία πωλούσε η διοίκηση του μονοπωλίου , δεν έχει καμιά σημασία όσον αφορά το άρθρο 95 της Συνθήκης , εφόσον ο φορολογικός συντελεστής που πράγματι εφαρμοζόταν κατά την υπό κρίση περίοδο στα εισαγόμενα προϊόντα δεν υπερέβαινε ούτε άμεσα ούτε έμμεσα το φόρο που πράγματι επιβαλλόταν στα ομοειδή ή ανταγωνιστικά εγχώρια προϊόντα .

    12 Σχετικώς πρέπει να υπομνηστεί ότι , όπως έχει ήδη δεχτεί το Δικαστήριο με την απόφασή του της 7ης Μα ΐου 1981 ( Hansen , 153/80 , Συλλογή 1981 , σ.1165 ), ναι μεν το άρθρο 95 απαιτεί να απολαύει το εισαγόμενο προϊόν πράγματι της ίδιας μεταχειρίσεως , όπως ένα όμοιο εθνικό προϊόν , πλην όμως το κοινοτικό δίκαιο δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν τα εισαγόμενα προϊόντα κατά τρόπο ευνοϊκότερο από την ίδια την εθνική τους παραγωγή .

    13 Τέλος , πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου , αλλά του εθνικού δικαιοδοτικού οργάνου , να προσδιορίσει τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την ιστορική βάση της διαφοράς και να ελέγξει αν τα εισαγόμενα και τα αντίστοιχα εγχώρια είδη οινοπνεύματος επιβαρύνθηκαν πράγματι και γενικώς κατά την υπό κρίση περίοδο με φόρους του ίδιου ύψους , κατ’ εφαρμογή ιδίως της εγκυκλίου του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών της 23ης Μαρτίου 1976 ή με φόρους διαφορετικού ύψους . Εξάλλου , η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας , απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο , δήλωσε ότι το μονοπώλιο κατέβαλε , καθ’ όλη την υπό κρίση περίοδο , τον ίδιο φόρο με το οινόπνευμα που εισήχθη από τα άλλα κράτη μέλη .

    Ως προς το άρθρο 37 της Συνθήκης

    14 Το ερώτημα που υποβάλλεται αναφορικά με το άρθρο 37 της Συνθήκης έχει ως σκοπό να διευκολύνει το εθνικό δικαστήριο να κρίνει κατά πόσο συμβιβάζεται με τη διάταξη αυτή η μείωση της τιμής στην οποία πράγματι πωλούσε η διοίκηση του μονοπωλίου από 1 833 DM/hlW σε 1 683 DM/hlW .

    15 Όπως έχει ήδη δεχτεί το Δικαστήριο , με την απόφασή του της 13ης Μαρτίου 1979 ( Hansen , 91/78 , Slg . 1979 , σ.935 ), ένα τέτοιο μέτρο , όταν υπαγορεύεται από λόγους συμφυείς με την πρακτική πωλήσεων του μονοπωλίου , δεν είναι κατακριτέο αυτό καθαυτό , εκτός αν η εφαρμογή του θίγει την ισότητα ευκαιριών που πρέπει να εξασφαλίζεται στα εισαγόμενα προϊόντα καθορίζοντας , με τη βοήθεια κρατικών κεφαλαίων , την τιμή πωλήσεως του οινοπνεύματος εγχώριας παραγωγής σε επίπεδο αφύσικα χαμηλό σε σύγκριση με την προ της επιβολής φόρου τιμή του οινοπνεύματος ανάλογης ποιότητας που εισάγεται από άλλο κράτος μέλος .

    16 Σχετικώς , το μόνο καθοριστικό στοιχείο είναι ότι η μείωση της τιμής είχε ως στόχο να καταστήσει το οινόπνευμα του μονοπωλίου ανταγωνιστικό των εισαγόμενων προϊόντων . Όπως παραδέχεται η Επιτροπή , δεν πρόκειται για μέτρο που προσιδιάζει στη φύση του κρατικού μονοπωλίου , αλλά για εμπορικό μέτρο που υπαγορεύεται από τις ανάγκες του ανταγωνισμού . H εν λόγω μείωση της τιμής πραγματοποιήθηκε μεν με τη βοήθεια κρατικών κεφαλαίων , πρέπει όμως να τονιστεί ότι η ενίσχυση αυτή , που μπορεί να εκτιμηθεί βάσει του άρθρου 92 της Συνθήκης , κοινοποιήθηκε δεόντως στην Επιτροπή , η οποία , κρίνοντας ότι συνιστούσε μεταβατικό μέτρο σύντομης διάρκειας , δεν εξέφρασε κατ’ αρχήν καμία αντίρρηση .

    Επί του δευτέρου σκέλους

    Ως προς το άρθρο 21 της Συμφωνίας ΕΟΚ/Πορτογαλίας

    17 Όπως έχει ήδη δεχτεί το Δικαστήριο με την απόφασή του της 26ης Οκτωβρίου 1982 ( Kupferberg , 104/81 , Συλλογή 1982 , σ.3641 ), το άρθρο 21 , πρώτη παράγραφος , της Συμφωνίας μεταξύ της Κοινότητας και της Πορτογαλίας , όπως άλλωστε και το άρθρο 95 της Συνθήκης , αποσκοπεί στην εξάλειψη των φορολογικών διακρίσεων . Κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να συναχθεί από τη διατύπωση του άρθρου 21 η ύπαρξη υποχρέωσης των συμβαλλομένων μερών να μεταχειρίζονται ευνοϊκότερα τα εισαγόμενα προϊόντα από o,τι τη δική τους εγχώρια παραγωγή .

    18 Δεδομένου ότι το άρθρο 21 , πρώτη παράγραφος , της Συμφωνίας θέτει απλώς για τα συμβαλλόμενα μέρη τον κανόνα της απαγόρευσης των φορολογικών διακρίσεων , η οποία προϋποθέτει τη διαπίστωση του ομοειδούς χαρακτήρα των οικείων προϊόντων , το γεγονός ότι , επί ορισμένο χρονικό διάστημα , η μείωση της τιμής στην οποία πωλούσε η διοίκηση του μονοπωλίου , θα επέτρεπε , αν είχε ληφθεί υπόψη στον τρόπο υπολογισμού του εξισωτικού φόρου μονοπωλίου , να φορολογείται ελαφρύτερα το εισαγόμενο οινόπνευμα , δεν έχει ομοίως σημασία ως προς τη διάταξη αυτή αν ο φορολογικός συντελεστής που πράγματι εφαρμοζόταν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα στα εισαγόμενα προϊόντα δεν υπερέβαινε το φόρο που πράγματι επιβαλλόταν στα ομοειδή εγχώρια προϊόντα .

    19 Δεδομένου ότι η έννοια του ομοειδούς κατά το άρθρο 21 , πρώτη παράγραφος , της Συμφωνίας , όπως έχει ερμηνευτεί από το Δικαστήριο , συνεπάγεται ότι τα οικεία προϊόντα είναι παρόμοια τόσο κατά τον τρόπο της παρασκευής τους όσο και κατά τα χαρακτηριστικά τους , εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν , κατά την υπό κρίση περίοδο , το εισαγόμενο οινόπνευμα επιβαρύνθηκε πράγματι με φόρο του ίδιου ύψους με το φόρο που επιβαλλόταν στα προϊόντα κοινοτικής καταγωγής που είναι ομοειδή με τα πρώτα .

    Ως προς το άρθρο 3 της Συμφωνίας ΕΟΚ/Ισπανίας

    20 Δεδομένου ότι το άρθρο 3 της Συμφωνίας μεταξύ της Κοινότητας και της Ισπανίας είναι διατυπωμένο κατά τρόπο ταυτόσημο με το άρθρο 21 , πρώτη παράγραφος , της Συμφωνίας με την Πορτογαλία και ότι το αντικείμενο καθώς και ο σκοπός των δύο αυτών Συμφωνιών είναι ανάλογοι , οι σκέψεις που αναπτύχθηκαν παραπάνω ισχύουν και ως προς αυτό .

    21 Επομένως , στα δύο σκέλη του προδικαστικού ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι τα άρθρα 95 και 37 της Συνθήκης EOK , καθώς και τα άρθρα 21 και 3 των Συμφωνιών που συνδέουν την Κοινότητα με την Πορτογαλία και την Ισπανία αντιστοίχως , πρέπει να ερμηνευθούν ως μη αντιτιθέμενα στην πραγματική μείωση της τιμής πωλήσεως του οινοπνεύματος , το οποίο πώλησε η διοίκηση του μονοπωλίου επί ορισμένο χρονικό διάστημα , αν ο φορολογικός συντελεστής που πράγματι εφαρμοζόταν στα εισαγόμενα προϊόντα δεν υπερέβαινε , κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα , το φόρο που πράγματι επιβαλλόταν στα αντίστοιχα εγχώρια προϊόντα .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    22 Τα έξοδα , στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο , δεν αποδίδονται .

    23 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει , ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης , το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τέταρτο τμήμα ),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Finanzgericht Rheinland-Pfalz με Διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 1983 , αποφαίνεται :

    Τα άρθρα 95 και 37 της Συνθήκης EOK , καθώς και τα άρθρα 21 και 3 των Συμφωνιών που συνδέουν την Κοινότητα με την Πορτογαλία και την Ισπανία αντιστοίχως , πρέπει να ερμηνευθούν ως μη αντιτιθέμενα στην πραγματική μείωση της τιμής πωλήσεως του οινοπνεύματος , το οποίο πώλησε η διοίκηση του μονοπωλίου επί ορισμένο χρονικό διάστημα , αν ο φορολογικός συντελεστής που πράγματι εφαρμοζόταν στα εισαγόμενα προϊόντα δεν υπερέβαινε , κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα , το φόρο που πράγματι επιβαλλόταν στα αντίστοιχα εγχώρια προϊόντα .

    Barr