Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61983CJ0047

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 28ης Μαρτίου 1984.
Pluimveeslachterij Midden-Nederland BV και η Pluimveeslachterij C. Van Miert BV.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: College van Beroep voor het Bedrijfsleven - Κάτω Χώρες.
Κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών - Κανόνες ποιότητας και κανόνες εμπορίας.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 47/83 και 48/83.

Συλλογή της Νομολογίας 1984 -01721

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1984:131

Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 47 και 48/83,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του College van Beroep voor het Bedrijfsleven προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο της εκδικάσεως διοικητικής εφέσεως κατά πειθαρχικού μέτρου που άσκησαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου

Pluimveeslachterij Midden-Nederland BV (εταιρεία περιορισμένης ευθύνης), με έδρα το Harderwijk (υπόθεση 47/83)

και

Pluimveeslachterij C. Van Miert BV (εταιρεία περιορισμένης ευθύνης), με έδρα το Breukelen (υπόθεση 48/83),

η έκδοση προδικαστικής απόφασης ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2 του κανονισμού 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

συγκείμενο από τους Τ. Koopmans, πρόεδρο τμήματος, Κ. Bahlmann, Ρ. Pescatore, Α. O'Keeffe και G. Bosco, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: S. Rozès

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοίκησης

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν δυνάμει του άρθρου 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ συνοψίζονται ως εξής:

Ι — Περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

Η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών διέπεται από τον κανονισμό 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014, σ. 71), ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό 123/67 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1967 (JO 117, σ. 2301).

Το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75 ορίζει:

«1.

Για να ενθαρρυνθούν οι επαγγελματικές και διεπαγγελματικές πρωτοβουλίες που διευκολύνουν την προσαρμογή της προσφοράς στις απαιτήσεις της αγοράς, εξαιρουμένων εκείνων που αφορούν την απόσυρση από την αγορά, είναι δυνατόν να ληφθούν τα ακόλουθα κοινοτικά μέτρα για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1:

μέτρα για την προαγωγή της καλύτερης οργανώσεως της παραγωγής τους, της μεταποιήσεως τους και της εμπορίας τους,

μέτρα για την ποιοτική βελτίωση τους,

μέτρα για να καταστεί δυνατή η καθιέρωση βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προβλέψεων, βάσει της γνώσεως των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής,

μέτρα για να διευκολυνθεί η διαπίστωση της εξελίξεως των τιμών τους στην αγορά.

Οι γενικοί κανόνες που αφορούν τα μέτρα αυτά θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, της συνθήκης.

2.

Προδιαγραφές εμπορίας:

θεσπίζονται για ένα ή περισσότερα από τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, περίπτωση 6),

είναι δυνατόν να θεσπισθούν για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, περιπτώσεις α), γ) δ), ε) και στ).

Οι προδιαγραφές αυτές δύνανται να αφορούν ιδίως την κατάταξη κατά κατηγορία ποιότητας και βάρους, τη συσκευασία, την εναποθήκευση, τη μεταφορά, την παρουσίαση και τη σήμανση.

Οι προδιαγραφές, το πεδίο εφαρμογής τους καθώς και οι γενικοί κανόνες εφαρμογής τους θεσπίζονται προτάσει της Επιτροπής από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία.»

Μέχρι τώρα, ένα μόνο κοινοτικό μέτρο έχει θεσπιστεί για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 2 του κανονισμού 2777/75 : ο κανονισμός 2967/76 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1976, περί καθορισμού κοινών κανόνων για την περιεκτικότητα σε νερό των κατεψυγμένων και υπερκατεψυγμένων αλεκτόρων, ορνίθων και ορνιθίων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/016, σ. 167).

Στις Κάτω Χώρες ίσχυε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το Verordening Kwaliteitseisen (κανονιστική απόφαση περί κανόνων ποιότητας), της 24ης Φεβρουαρίου 1966, που είχε θεσπίσει το Bedrijfschap voor de Pluimveehandel en -industrie (επαγγελματικός οργανισμός για το εμπόριο και τη βιομηχανία στον τομέα των πουλερικών) και είχαν εγκρίνει οι αρμόδιες κρατικές αρχές. Η κανονιστική αυτή απόφαση αντικαταστάθηκε από την 23η Δεκεμβρίου 1982 με το Verordening Kwaliteitseisen en Etikettering (κανονιστική απόφαση περί κανόνων ποιότητας και επισημάνσεως), της 20ής Ιανουαρίου 1982.

Η κανονιστική απόφαση του 1966 περιλαμβάνει λεπτομερείς προδιαγραφές ως προς την κατηγορία, τη διατήρηση, τη συσκευασία και τη μεταφορά των σφαγμένων πουλερικών. Σε περίπτωση παράβασης, το Tuchtgerecht voor de Pluimveehandel en -industrie (πειθαρχικό δικαστήριο για το εμπόριο και τη βιομηχανία στον τομέα των πουλερικών) μπορεί να επιβάλει στις επιχειρήσεις, για τις οποίες πρόκειται, πειθαρχικές ποινές, κατ' εφαρμογή του Verordening Tuchtrechtspraak (κανονιστική απόφαση περί πειθαρχικής δικαιοδοσίας) του Bedrijfschap voor de Pluimveehandel en -industrie. Κατά των αποφάσεων του Tuchtgerecht μπορεί να ασκηθεί έφεση ενώπιον του College van Beroep voor het Bedrijfsleven.

Στην εταιρεία Pluimveeslachterij Bidden-Nederland BV, ολλανδική επιχείρηση σφαγής πουλερικών, με έδρα το Harderwijk, επιβλήθηκαν στις 12 Ιανουαρίου 1982 από το Tuchtgerecht, ως πειθαρχική ποινή, δύο πρόστιμα για παράβαση του άρθρου 7 του Verordening Kwaliteitseisen, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση για τον επιχειρηματία να μεριμνά ώστε τα σφαγμένα πουλερικά, συσκευασμένα σε πλαστική συσκευασία κλειστή ή όχι ή κατά ενότητες, εφοδιασμένες ή μη με κάλυμμα, καθώς και η ίδια η συσκευασία, να ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές που έχουν οριστεί με το Verordening ή βάσει αυτού.

Στις 2 Μαρτίου 1982, το Tuchtgerecht επέβαλε για τους ίδιους λόγους πρόστιμο στην εταιρεία Pluimveeslachterij C. Van Miert BV, επιχείρηση σφαγής πουλερικών, με έδρα το Breukelen.

Οι δύο εταιρείες άσκησαν, στις 18 Μαρτίου και στις 6 Απριλίου αντιστοίχως, προσφυγή ενώπιον του College van Beroep voor het Bedrijfsleven κατά των ποινών που τους είχε επιβάλει το Tuchtgerecht.

Κρίνοντας ότι, για να αποφανθεί επί των προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιον του, είναι απαραίτητο να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75 άφησε ανέπαφη την αρμοδιότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις περί ποιότητας για τα σφαγμένα πουλερικά, το College van Beroep voor Bedrijfslesven, με διατάξεις της 22ας Μαρτίου 1983, αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, για καθεμιά από τις δύο υποθέσεις, να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί με προδικαστική απόφαση επί του ακόλουθου ερωτήματος:

«Το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι είναι ασυμβίβαστες με αυτό εθνικές διατάξεις περί κανόνων ποιότητας για τα σφαγμένα πουλερικά, οι οποίες δεν στηρίζονται στο κοινοτικό δίκαιο και οι οποίες πρέπει να τηρούνται επί ποινή πειθαρχικών κυρώσεων;»

Οι διατάξεις του College van Beroep πρωτοκολλήθηκαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Μαρτίου 1983, με αριθμούς 47/83 και 48/83, αντιστοίχως.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις 2 Ιουνίου 1983 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Jean-François Verstrynge, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, και στις 27 Ιουνίου 1983 το Bedrijfschap voor de Pluimveehandel en -industrie, εκπροσωπούμενο από τον γραμματέα του Η. Η. J. Smit.

Μετά από έκθεση του εισηγητή δικαστή και ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Πάντως, κάλεσε την Επιτροπή και το Bedrijfschap voor de Pluimveehandel en -industrie να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένο αριθμό ερωτημάτων οι ανωτέρω απάντησαν στα ερωτήματα εντός της προ9εσμίας που έταξε το Δικαστήριο.

Με δύο διατάξεις της 19ης Οκτωβρίου 1983, το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, αποφάσισε να αναθέσει την εκδίκαση των υποθέσεων 47/83 και 48/83 στο τέταρτο τμήμα.

Με διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 1983, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα), κατ' εφαρμογή του άρθρου 43 του κανονισμού διαδικασίας, αποφάσισε να ενώσει και να συνεκδικάσει τις υποθέσεις 47/83 και 48/83 προς διευκόλυνση της διαδικασίας και προς έκδοση ενιαίας απόφασης.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

Το Bedrijfschap voor de Pluimveehandel en -industrie υπενθυμίζει, στο πλαίσιο μιας γενικής επισκόπησης του συνόλου της ολλανδικής κανονιστικής ρύθμισης στον τομέα αυτό, ότι η κανονιστική απόφαση του 1966 (Verordening Kwaliteitseisen) είχε εφαρμογή στις επιχειρήσεις που ασκούν εμπορία ή ενεργούν ως παραγγελιοδόχοι ή μεσάζοντες στον τομέα κυρίως των πουλερικών ή που μεταποιούν κατά τρόπο βιομηχανικό κυρίως πουλερικά. Η κανονιστική αυτή απόφαση αντικαταστάθηκε στο μεταξύ με το Verordening Kwaliteitseisen en Etikettering, που έχει περίπου την ίδια δομή και επιπλέον θέτει σε εφαρμογή, για τα οικεία προϊόντα, την οδηγία 79/112 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμιση τους (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33).

Το λιανικό εμπόριο διέπεται από το Verordening Kwaliteitseisen Pluimvee en geslacht gevogelte, καθώς και από ορισμένες διατάξεις που θέσπισε, στον τομέα της διατήρησης, το Produktschap voor Pluimvee en Eieren στις 27 Μαίου 1959.

Το Produktschap voor Pluimvee en Eieren είχε καθορίσει ορισμένες προδιαγραφές ποιότητας για τα σφαγμένα κυρίως πουλερικά, με το Verordening Kwaliteitseisen en aanduidingsvoorschriften geslacht Pluimvee, Wild en geslachte konijnen (κανονιστική απόφαση περί των κανόνων ποιότητας και ενδεικτικές προδιαγραφές για τα πουλερικά, το θήραμα και σφαγμένα κουνέλια), της 25ης Αυγούστου 1982' η κανονιστική αυτή απόφαση έθεσε επίσης σε εφαρμογή την οδηγία ΕΟΚ. ως προς την επισήμανση. Στο επίπεδο του λιανικού εμπορίου αντιστοιχεί στη νέα κανονιστική απόφαση του Bedrijfschapsverordening, στην οποία και αναφέρεται.

Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι κτηνιατρικές διατάξεις που θέσπισε κατ' εφαρμογή της οδηγίας 71/118 του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 1971, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των συναλλαγών [του εμπορίου] νωπών κρεάτων πουλερικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/006, σ. 116) το υπουργείο γεωργίας και αλιείας, καθώς και ορισμένες γενικές διατάξεις του Algemeen Besluit (Warenwet) της 11ης Ιουλίου 1949, σχετικά με τους όρους υγιεινής.

Ειδικότερα, όσον αφορά το προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και ενόψει των σκοπών του κανονισμού 2777/75 πρέπει να υπομνηστεί ότι κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού στον τομέα του κρέατος πουλερικών είναι αναγκαίο να μπορούν να λαμβάνονται μέτρα που να διευκολύνουν την προσαρμογή της προσφοράς στις απαιτήσεις της αγοράς, για να σταθεροποιηθούν οι αγορές και να εξασφαλιστεί ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο στον ενδιαφερόμενο γεωργικό πληθυσμό.

Η οργάνωση αγοράς θεσπίζει για το σκοπό αυτόν ενιαίο καθεστώς ανταλλαγών στα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας, το οποίο περιλαμβάνει ένα σύστημα εισφορών και επιστροφών.

Στο επίπεδο των ενδοκοινοτικών εμπορικών ανταλλαγών απαγορεύονται καταρχήν οι κρατικές ενισχύσεις, οι δασμοί ή οι επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος, οι ποσοτικοί περιορισμοί ή μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος, καθώς και οποιοδήποτε σύστημα παρέμβασης, υπό οποιαδήποτε μορφή. Το άρθρο 2 του κανονισμού προβλέπει επίσης τον καθορισμό κοινών κανόνων εμπορίας.

Επομένως, η Κοινότητα έχει αναμφίβολα αρμοδιότητα στον τομέα αυτόν ο κανονισμός δεν προβλέπει πάντως προθεσμίες εφαρμογής.

Όσον αφορά το ζήτημα της αρμοδιότητας των κρατών μελών, πρέπει να τονιστεί, ενόψει της διαφοράς στις κύριες δίκες, ότι πρόκειται στην παρούσα υπόθεση για διατήρηση μάλλον της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης που υπήρχε παρά για θέσπιση νέων διατάξεων. Το Verordening Kwaliteitseisen χρονολογείται από το 1966 και, επομένως, είναι προγενέστερο από κάθε οργάνωση αγοράς στο κοινοτικό επίπεδο. Τα μέτρα που προβλέπονται με το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75 αποβλέπουν στο να διευκολύνουν την προσαρμογή της προσφοράς προς τις απαιτήσεις της αγοράς για να επιτευχθούν οι στόχοι του άρθρου 39 της συνθήκης. Το Συμβούλιο μέχρι τώρα δεν έχει θεσπίσει παρά μόνο ένα μέτρο εφαρμογής του άρθρου 2, δηλαδή τον κανονισμό 2967/76' διάφορες προτάσεις της Επιτροπής δεν είχαν καμιά κατάληξη. Η οργάνωση αγοράς για το κρέας πουλερικών είχε ως σκοπό την προώθηση των εξαγωγών μέσω μιας πολιτικής επί της ποιότητας. Το Συμβούλιο, όμως, εκτός από ένα σημείο, δεν έχει δώσει συγκεκριμένη μορφή στην πολιτική αυτή, παρόλο το γεγονός ότι βάσει αυτού του ίδιου του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2777/75 θεωρεί τους κοινούς κανόνες εμπορίας ως αναγκαίες.

Ελλείψει κοινοτικών κανόνων, τα ίδια τα κράτη μέλη παραμένουν αρμόδια να θεσπίζουν ή να διατηρούν τις προδιαγραφές ποιότητας για την εμπορία του κρέατος πουλερικών. Η αναγνώριση της καταρχήν αρμοδιότητας της Κοινότητας δεν αρκεί' εφόσον η Κοινότητα δεν ασκεί πραγματικά τις εξουσίες της, τα κράτη μέλη παραμένουν αρμόδια.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι η κοινή οργάνωση αγοράς δημιουργεί, σε όλες τις περιπτώσεις, αποκλειστική κανονιστική αρμοδιότητα υπέρ της Κοινότητας, αλλά μάλλον ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να απέχουν από οποιοδήποτε μέτρο ικανό να παρεκκλίνει από την κοινή οργάνωση ή να τη θίγει.

Πρώτη συνέπεια της ανάλυσης αυτής είναι ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση είναι αντίθετη με την κοινή οργάνωση αγοράς, αν αντιβαίνει σε μια από τις διατάξεις της κοινής οργάνωσης, η οποία έχει ήδη ρυθμίσει ικανοποιητικά τον τομέα αυτόν.

Η δεύτερη συνέπεια είναι ότι υπάρχει αντίθεση προς την κοινή οργάνωση, αν η εθνική κανονιστική ρύθμιση θεσπίζει ένα μέτρο, του οποίου η εφαρμογή είχε συνειδητά αποκλειστεί από τον κοινοτικό νομοθέτη, συνεπεία μιας καθορισμένης οικονομικής πολιτικής.

Μόνο η ύπαρξη της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα των πουλερικών δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα σε τομέα, για τον οποίο δεν έχουν ακόμη θεσπιστεί κοινοτικοί κανόνες. Η έλλειψη κοινοτικών κανόνων στον τομέα των προδιαγραφών ποιότητας δεν εξηγείται από συνειδητή οικονομική επιλογή, αφού η Επιτροπή και το Συμβούλιο έχουν διαπιστώσει την ανάγκη να θεσπιστούν προδιαγραφές ποιότητας.

Στο ερώτημα αν η εθνική κανονιστική ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα να διαταράσσει ή να επηρεάζει τους κανόνες ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στους οποίους στηρίζεται η κοινή οργάνωση αγοράς, με άλλα λόγια αν συνεπάγεται περιορισμούς δυσανάλογους σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκει, πρέπει να υπομνηστεί ότι τα επίδικα εθνικά μέτρα επιδιώκουν ένα διπλό στόχο: να εξασφαλίσουν την εντιμότητα στο εμπόριο δημιουργώντας ίσους όρους ανταγωνισμού και να προστατεύσουν τον καταναλωτή προσφέροντας του ορισμένη σαφήνεια στην εμφάνιση και εξασφαλίζοντας του ένα ελάχιστο διατάξεων περί ποιότητας και μεταποίησης. Τα μέτρα αυτά είχαν ληφθεί για να επιφέρουν, με τις εγγυήσεις ποιότητας που προσφέρουν, ευνοϊκό αποτέλεσμα στις εξαγωγές. Η κανονιστική απόφαση εφαρμόζεται στα εγκεκριμένα προϊόντα για ανθρώπινη κατανάλωση βάσει της οδηγίας 71/118, χωρίς να επιβάλει συμπληρωματικούς περιορισμούς ως προς αυτά.

Ως προς το περιεχόμενο των επίδικων εθνικών μέτρων, πρέπει να διαπιστωθεί ότι πρόκειται για διατάξεις σχετικές με την κατάσταση της μεταποίησης των σφαγμένων πουλερικών, την καθαυτό μεταποίηση, την κατάταξη κατά κατηγορίες ποιότητας, το βάρος, τη συσκευασία και τη μεταφορά.

Το άρθρο 8, το οποίο επιβάλλει την κατάταξη και την περιγραφή των πουλερικών ανάλογα με την κατάσταση μεταποίησης τους ευνοεί τη διαφάνεια της αγοράς.

Το άρθρο 9, εδάφιο 7, το οποίο απαγορεύει την προσθήκη νερού, είναι αναγκαίο από την άποψη της εντιμότητας στο εμπόριο και προς το συμφέρον των καταναλωτών.

Η κατάταξη κατά κατηγορίες ποιότητας, που θεσπίζεται με το άρθρο 10, ευνοεί επίσης την εντιμότητα στο εμπόριο και συνιστά εγγύηση ποιότητας για τον καταναλωτή.

Η κατάταξη αυτή είναι σύμφωνη με το σκοπό της οργάνωσης αγοράς που εκφράζεται με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2777/75.

Το περιθώριο αποκλίσεως ως προς το ακριβές βάρος, που προβλέπεται με το άρθρο 11, εξηγείται από τις εμπορικές συνήθειες στο διεθνές επίπεδο.

Οι διατάξεις περί επισημάνσεως, που θεσπίζει το άρθρο 14 για τις ατομικές συσκευασίες, έχουν καθοριστεί για την προστασία του καταναλωτή, προς το συμφέρον του εμπορίου και για να διευκολύνουν τον έλεγχο. Κατά το χρονικό σημείο, για το οποίο πρόκειται στην κύρια δίκη, δεν υπήρχαν παρόμοιες διατάξεις για το λιανικό εμπόριο. Πάντως, τα επίδικα μέτρα είχαν ληφθεί προς το συμφέρον του καταναλωτή, εφόσον ο παραγωγός/χονδρέμπορος προμηθεύει προϊόντα έτοιμα προς κατανάλωση.

Τα μέτρα που αποβλέπουν στην προστασία της δημόσιας υγείας και προβλέπονται από την εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν περιλαμβάνουν συμπληρωματικούς περιορισμούς σε σχέση με την οδηγία 71/118.

Δεδομένου ότι έχουν ως σκοπό την εξασφάλιση της εντιμότητας στο εμπόριο και την προστασία των καταναλωτών, οι επίδικες εθνικές διατάξεις πρέπει να χαρακτηριστούν ως λογικές. εξάλλου, ελάχιστα διαφέρουν από τις προτάσεις που είχε κάνει άλλοτε η Επιτροπή. Η επίδικη εθνική κανονιστική ρύθμιση είναι νόμιμη, δεδομένου ότι το Συμβούλιο εν μέρει μόνο έχει ανταποκριθεί στην αποστολή που του έχει ανατεθεί με το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75, δεν διαταράσσει δε την καλή λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγοράς. Στο ερώτημα που υπέβαλε το College van Beroep πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

Ενόσω και καθόσον η Κοινότητα δεν εκπληρώνει πλήρως τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που της επιβάλλονται από το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2777/75 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών, τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίζουν εθνικά μέτρα ποιότητας, υπό τον όρο ότι δεν θίγεται η καλή λειτουργία της οργάνωσης αγοράς.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο κανονισμός 2777/75 και ο κανονισμός 123/67 περιέχουν, σε σχέση με το εν λόγω άρθρο 2, μια ταυτόσημη αιτιολογική σκέψη ως προς τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής, που αναφέρεται στην ανάγκη να μπορούν να λαμβάνονται στον τομέα των πουλερικών μέτρα που να διευκολύνουν την προσαρμογή της προσφοράς προς τις απαιτήσεις της αγοράς.

Με την απόφαση της 18ης Μαΐου 1977 (Van den Hazel, 111/76, Jurispr. σ. 901), σχετική με τον κανονισμό 123/67, το Δικαστήριο διαπίστωσε το ασυμβίβαστο προς την κοινή κανονιστική ρύθμιση ορισμένων εθνικών μέτρων. Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την υποχρέωση των κρατών μελών να απέχουν από οποιοδήποτε μέτρο ικανό να παρεκκλίνει από τη ρύθμιση αυτή ή να τη θίξει και περιόρισε τη δυνατότητα προσφυγής σε επαγγελματικές ή διεπαγγελματικές πρωτοβουλίες υπό τη ρητή προϋπόθεση ότι πρόκειται για κοινοτικά μέτρα. Ασυντόνιστη δράση των επαγγελματικών ή διεπαγγελματικών οργανώσεων των διαφόρων κρατών μελών είναι ικανή να προκαλέσει διακρίσεις μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών και στρεβλώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

Η ίδια η ύπαρξη του άρθρου 2 στον κανονισμό 2777/75, η διατύπωση του, το γεγονός ότι έχει ληφθεί από τον κανονισμό 123/67, καθώς και η πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2967/76, η οποία υπενθυμίζει τους στόχους των κανόνων εμπορίας που προβλέπονται με το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75 και δικαιολογεί τα ιδιαίτερα μέτρα που θεσπίζει εν αναμονή πληρέστερης κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης, καταδεικνύουν ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, με τη διάταξη αυτή, θέλησε να «καταλάβει το έδαφος» στην ύλη αυτή.

Αν τα επιχειρήματα αυτά δεν θεωρηθούν ικανοποιητικά, θα πρέπει να εφαρμοστεί η συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση του της 30ής Οκτωβρίου 1974 (Van Haaster, 190/73, Jurispr. σ. 1123), από την οποία προκύπτει ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ελλείψει ρητών διατάξεων ως προς το συμβιβαστό της επίδικης εθνικής κανονιστικής ρύθμισης με την οργάνωση που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό 2777/75, η απάντηση στο ερώτημα, το οποίο έχει υποβληθεί, πρέπει να αναζητηθεί υπό το φως των σκοπών και των στόχων του κανονισμού, στο πλαίσιο των αρχών που έχει καθορίσει η συνθήκη.

Σχετικά, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι:

Ο κανονισμός 2777/75 έχει θεσπίσει, στον τομέα του κρέατος πουλερικών, μια οργάνωση αγοράς που χαρακτηρίζεται από ένα σύστημα διατάξεων περί ποιότητας και εμπορικών ανταλλαγών.

Το άρθρο 11 του κανονισμού αποβλέπει στην εξάλειψη όλων των εμποδίων στην ελευθερία των συναλλαγών στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

Το άρθρο 19 ορίζει ότι έχουν καταρχήν εφαρμογή στο εμπόριο των οικείων προϊόντων οι διατάξεις των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης.

Εκτός των κανόνων που αφορούν την εμπορία των προϊόντων, η οργάνωση αγοράς περιλαμβάνει επίσης διάφορες διατάξεις που εφαρμόζονται στο στάδιο της παραγωγής, κυρίως το άρθρο 2, παράγραφος 1.

Πρωταρχική σημασία αποδίδεται στις κοινές διατάξεις περί ποιότητας, οι οποίες πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα να διευκολύνουν την προσαρμογή της προσφοράς στις απαιτήσεις της αγοράς.

Προς το σκοπό αυτόν, το άρθρο 2 προβλέπει ένα σύνολο κοινοτικών μέτρων που αφορούν την εισαγωγή κοινών διατάξεων περί ποιότητας και άλλων μέτρων που αποβλέπουν στο να ενθαρρύνουν τις επαγγελματικές πρωτοβουλίες για να βελτιωθεί η ποιότητα των προϊόντων και να τελειοποιηθεί η οργάνωση της παραγωγής.

Οι διατάξεις περί ποιότητας, ακόμη και αν αναφέρονται μόνο στην εμπορία των προϊόντων, έχουν πάντως περιοριστικές επιπτώσεις στο επίπεδο της παραγωγής.

Από τη γενική οικονομία του κανονισμού προκύπτει ότι, για το ενδοκοινοτικό εμπόριο, η οργάνωση αγοράς βασίζεται στην ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών, υπό συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού, χάρη στην αξιοποίηση της ποιότητας των προϊόντων.

Το σύστημα αυτό αποκλείει κάθε εθνική κανονιστική ρύθμιση ικανή να φέρει εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο αμέσως ή εμμέσως, ρύθμιση που το εμποδίζει πραγματικά ή που μπορεί να το εμποδίσει.

Προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου (ιδίως από την απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1978, Pigs Marketing Board, 83/78, Jurispr. σ. 2347) ότι η κοινή οργάνωση στον τομέα του κρέατος πουλερικών στηρίζεται επίσης στην αρχή της ανοικτής αγοράς, στην οποία κάθε παραγωγός έχει ελεύθερα πρόσβαση, η δε λειτουργία της ρυθμίζεται αποκλειστικά με τα μέσα που προβλέπονται από την οργάνωση αυτή.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 18. 5. 1977, Van den Hazel) η έλλειψη στον κανονισμό περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών οποιουδήποτε μέτρου παρέμβασης δικαιολογείται από τη σκέψη ότι παρόμοια μέτρα δεν είναι επιθυμητά στην αγορά των αυγών και του κρέατος πουλερικών, αφού η προσαρμογή του όγκου της παραγωγής προς τη ζήτηση πρέπει να γίνεται όχι με τη βοήθεια των μηχανισμών παρέμβασης αλλά από τις δυνάμεις της αγοράς' το Δικαστήριο έκρινε ότι η έλλειψη αυτή δεν είναι συνέπεια παράλειψης ή επιθυμίας να αφεθεί η αρμοδιότητα στα κράτη, αλλά συνειδητή επιλογή οικονομικής πολιτικής, που αφήνει ουσιαστικά στις δυνάμεις της αγοράς τη μέριμνα να εξασφαλίσουν τις επιθυμητές ισορροπίες.

Από τη νομολογία αυτή προκύπτει επίσης ότι οι εθνικές διατάξεις, οι οποίες θεσπίζουν προδιαγραφές ποιότητας και οι οποίες δεν στηρίζονται στο κοινοτικό δίκαιο αποκλείονται από τον κανονισμό: πρόκειται για μέτρα, τα οποία παρεκκλίνουν από την οργάνωση αγοράς ή τη θίγουν και τα οποία περιέχουν τον κίνδυνο να παρεμποδίσουν την πραγματοποίηση των στόχων της και την καλή της λειτουργία κάθε παρέμβαση κράτους μέλους στο μηχανισμό της αγοράς περιέχει τον κίνδυνο να παρεμποδίσει τη λειτουργία της κοινής οργανώσεως της αγοράς αυτής.

Έτσι, η ύπαρξη εθνικής κανονιστικής ρύθμισης που αφορά τις προδιαγραφές ποιότητας, η οποία δεν στηρίζεται στο κοινοτικό δίκαιο, θέτει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση του στόχου που συνίσταται στη θέσπιση προδιαγραφών ποιότητας σε κοινοτικό επίπεδο. Εξάλλου, συνεπάγεται διάκρίση μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 40, παράγραφος 3, της συνθήκης, και στρεβλώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, εφόσον οι επιχειρήσεις των διαφόρων κρατών μελών δεν μπορούν να παράγουν και να διαθέσουν στο εμπόριο τα προϊόντα τους υπό ίσους όρους ανταγωνισμού.

Η ανισότητα αυτή των όρων ανταγωνισμού, που ασκεί άνιση επίδραση στο επίπεδο των τιμών στα διάφορα κράτη μέλη μπορεί να εμποδίσει την αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος προστασίας των τιμών που προβλέπει ο κανονισμός 2777/75. Όπως τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 123/67, έτσι και τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2777/75 δεν μπορούν να θεσπιστούν παρά μόνο υπό τη ρητή προϋπόθεση ότι πρόκειται για κοινοτικά μέτρα.

Στο ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προσήκει η ακόλουθη απάντηση:

Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που περιλαμβάνονται στη συνθήκη ΕΟΚ, ο κανονισμός 2777/75, και κυρίως το άρθρο 2, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν συμβιβάζονται με τις προαναφερόμενες διατάξεις τα εθνικά μέτρα τα οποία θεσπίζουν διατάξεις περί ποιότητας για το κρέας πουλερικών, οι οποίες δεν βασίζονται στο κοινοτικό δίκαιο.

III — Απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο

Στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο δόθηκαν οι ακόλουθες απαντήσεις:

α)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης αναγνώρισε ότι οι κανόνες εμπορίας, που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2777/75, μπορούν να είναι αναγκαίοι για την προσαρμογή της προσφοράς στις απαιτήσεις της αγοράς, αλλά επίσης διατήρησε το δικαίωμα να καθορίσει το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής των κανόνων αυτών η παράλληλη ύπαρξη διαφορετικών εθνικών κανόνων θα συνεπήγετο στρεβλώσεις και θα εμπόδιζε την καλή λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγοράς. Με τον κανονισμό αναγνωρίζεται η ανάγκη κοινών κανόνων εμπορίας για τα σφαγμένα πουλερικά' η θέσπιση ανάλογων κανόνων για άλλα προϊόντα εξαρτάται από απόφαση του Συμβουλίου. Η διαφορά μεταξύ της επιτακτικής υποχρέωσης να θεσπιστούν κανόνες εμπορίας για τα σφαγμένα πουλερικά και της μη δεσμευτικής διάταξης, όσον αφορά τα άλλα προϊόντα, έχει μειωμένη μόνο σημασία, αν ληφθεί κυρίως υπόψη το γεγονός, ότι, ακόμη και για τους αναγκαστικούς κανόνες, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει την επιλογή των στοιχείων που οι κανόνες αυτοί πρέπει να διέπουν.

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2777/75 μπορεί να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διατήρησε την εξουσία όχι μόνο να θεσπίζει κανόνες εμπορίας για τα σφαγμένα πουλερικά, αλλά και να αποφασίζει ως προς την αναγκαιότητα να θεσπίζει κανόνες για τα άλλα προϊόντα και να τα καθορίζει' η έλλειψη κανόνων για άλλα προϊόντα εκτός από τα σφαγμένα πουλερικά μπορεί να ισοδυναμεί με άρνηση θέσπισης κοινοτικών ή εθνικών κανόνων.

Κατά συσταλτικότερη ερμηνεία, η Κοινότητα δεν έχει διατηρήσει αποκλειστική εξουσία παρά μόνο για τους υποχρεωτικούς κανόνες εμπορίας στον τομέα των σφαγμένων πουλερικών για τα άλλα προϊόντα, εφόσον η Κοινότητα δεν έχει ασκήσει τη δική της αρμοδιότητα θεσπίζοντας κανόνες ή διαπιστώνοντας ότι δεν χρειάζεται να θεσπιστούν τέτοιοι κανόνες, τα κράτη μέλη παραμένουν, καταρχή, αρμόδια. Μπορούν να διατηρούν τους προγενέστερους δικούς τους κανόνες — όπως η επίδικη κανονιστική απόφαση του 1966 — εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστοι προς την κοινή οργάνωση αγοράς και προς τη συνθήκη- αντίθετα, η θέσπιση νέων εθνικών κανόνων ή η αισθητή τροποποίηση υφισταμένων κανόνων δεν συμβιβάζεται καθόλου προς την αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

Η Κοινότητα δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα, αν δεν ασκεί την αρμοδιότητα αυτή εντός ευλόγου προθεσμίας. Εξάλλου, το να γίνει δεκτό ότι στην περίπτωση αυτή τα κράτη μέλη ανακτούν την αρμοδιότητα που αφέθηκε στην Κοινότητα, θα εξασθενούσε τη θέληση τους να συνεργαστούν για τη θέσπιση κοινοτικών κανόνων εμπορίας' η κοινοτική παράλειψη δεν δημιουργεί εξάλλου κανένα κενό δικαίου, το οποίο θα μπορούσαν να καλύψουν τα ίδια τα κράτη μέλη: ακόμη και οι υποχρεωτικοί κανόνες, οι οποίοι ασφαλώς κρίθηκαν αναγκαίοι για να εξασφαλίσουν καλύτερα την προσαρμογή της προσφοράς στις απαιτήσεις της αγοράς, δεν είναι νομικά απαραίτητοι για την καλή λειτουργία της οργάνωσης αγοράς.

Εν πάση περιπτώσει, οι εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις όπως η επίδικη ολλανδική κανονιστική απόφαση, πρέπει να εκτιμούνται σε συνδυασμό με το αν συμβιβάζονται προς την κοινή οργάνωση της οικείας αγοράς και τους γενικούς κανόνες της συνθήκης, λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που προκύπτουν για τα κράτη μέλη από την αποστολή που ανατέθηκε στον κοινοτικό νομοθέτη.

Η ολλανδική κανονιστική απόφαση, καθορίζοντας κανόνες ποιότητας, επεδίωκε διπλό στόχο: να εξασφαλίσει την εντιμότητα στο εμπόριο, δημιουργώντας ίσους όρους ανταγωνισμού, και την προστασία του καταναλωτή, παρέχοντας του ορισμένη σαφήνεια ως προς την εμφάνιση και εξασφαλίζοντας του ένα ελάχιστο κανόνων ποιότητας και μεταποίησης, οι δε κανόνες αυτοί έχουν και ευνοϊκό αποτέλεσμα ως προς τις αγορές που μπορεί να διατεθεί το προϊόν η προστασία της δημόσιας υγείας δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των επιδιωκόμενων στόχων.

Η κατάταξη κατά κατηγορίες των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο είναι ασυμβίβαστη προς την οργάνωση αγοράς αν περιορίζει την ελεύθερη διάθεση τους στην αγορά, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας ή άλλες επιτακτικές απαιτήσεις γενικού συμφέροντος. Αντίθετα, η «ανοικτή» κανονιστική ρύθμιση ως προς την ποιότητα, η οποία προβλέπει κατάταξη των προϊόντων, χωρίς όμως να αποκλείει κανένα προϊόν από την αγορά, μπορεί να έχει προαιρετικό χαρακτήρα Kat να εφαρμόζεται χωρίς να προκαλεί προβλήματα στα προϊόντα που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη.

Η εφαρμογή υποχρεωτικής κανονιστικής ρύθμισης στα εγχώρια προϊόντα, η οποία επιβάλλει στις επιχειρήσεις να προσφέρουν τα προϊόντα τους κατά καθορισμένες κατηγορίες, ιδίως με τις επιβαλλόμενες επωνυμίες και άλλες ενδείξεις, σε καθορισμένη συσκευασία, δεν είναι ασυμβίβαστη προς την οργάνωση αγοράς υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για «ανοικτή» κανονιστική ρύθμιση' εφαρμοζόμενη στα προϊόντα που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη, η κανονιστική αυτή ρύθμιση συνιστά μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, ασυμβίβαστο προς την κοινή οργάνωση αγοράς και προς το άρθρο 30 της συνθήκης ΕΟΚ.

Κατά τη νομολογία που Δικαστηρίου, κράτος μέλος δεν μπορεί να υποβάλει σε παρόμοια κανονιστική ρύθμιση τα προϊόντα που εισάγονται από άλλο κράτος μέλος, τα οποία διατίθενται νομίμως στο εμπόριο στο τελευταίο αυτό κράτος, υπό την επιφύλαξη επιτακτικών απαιτήσεων δημόσιου συμφέροντος που αναφέρονται στην προστασία του καταναλωτή ή στην εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος εισαγωγής μπορεί να εφαρμόσει τα απολύτως αναγκαία μέτρα που έχουν το μικρότερο περιοριστικό αποτέλεσμα.

Στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που τους έχουν απομείνει τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τηρούν ορισμένες υποχρεώσεις: οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 5 της συνθήκης, να βοηθούν την Κοινότητα να θεσπίζει κοινοτικούς κανόνες εμπορίας και να απέχουν από κάθε μέτρο ικανό να την παρεμποδίζει στην εκπλήρωση του εν λόγω έργου, να παραιτούνται, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων επί των κοινοτικών κανόνων, από τη θέσπιση νέων εθνικών κανόνων ή την αισθητή τροποποίηση των υφισταμένων κανόνων κατά τρόπο που να διακυβεύεται η εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων, να περιορίζουν κατά το δυνατό τις ανομοιότητες μεταξύ των διαφόρων εθνικών κανόνων και τις στρεβλώσεις που προκύπτουν από αυτούς. Η αρμοδιότητα των κρατών μελών δεν έχει πλέον παρά μόνο εξαρτημένο και μεταβατικό χαρακτήρα.

6)

Η Επινροπή υπενθυμίζει ότι, στις 15 Ιουλίου 1971, διατύπωσε προς το Συμβούλιο πρόταση κανονισμού περί ορισμένων κανόνων εμπορίας στον τομέα του κρέατος πουλερικών θεσπίστηκε μόνο ο κανονισμός 2967/76, που αφορά την περιεκτικότητα σε νερό. Η πρόταση του 1971 οδήγησε, το 1978, σε ένα συμβιβαστικό κείμενο που παρέμεινε χωρίς συνέχεια' η Επιτροπή απέσυρε την πρόταση της στις 21 Δεκεμβρίου 1982.

γ)

Κατά την Επιτροπή, η ολλανδική κανονιστική απόφαση του 1966 έχει πλήρη εφαρμογή επί των προϊόντων που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη και, επομένως, έχει το ίδιο αποτέλεσμα επί των ανταλλαγών όπως ο ποσοτικός περιορισμός, χωρίς η συνολική αυτή εφαρμογή να δικαιολογείται από επιταγές γενικού συμφέροντος. Η εφαρμογή του καθεστώτος αυτού στην εθνική παραγωγή δεν είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή οργάνωση, εφόσον οι προβλεπόμενες διατάξεις δεν αποκλείουν κανέναν τύπο εμφάνισης.

Η εφαρμογή στις εισαγωγές από άλλα κράτη μέλη διαφορετικών εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων θα δημιουργούσε εμπόδια στις ενδοκοινοτικές ανταλλαγές και στρεβλώσεις μεταξύ παραγωγών της Κοινότητας.

δ)

Κατά το Bedrijfschap, η κανονιστική απόφαση περί κανόνων ποιότητας δεν κάνει διάκριση μεταξύ των πουλερικών καταγωγής Κάτω Χωρών και πουλερικών προέλευσης άλλων κρατών μελών.

Η επίδικη κανονιστική ρύθμιση εφαρμόζεται μόνο στις επιχειρήσεις, για τις οποίες δημιουργήθηκε ο επαγγελματικός οργανισμός, δηλαδή το χονδρεμπόριο και τις επιχειρήσεις σφαγής και τεμαχισμού πουλερικών που παραδίδουν τα προϊόντα τους σε μεταπωλητές δεν έχει εφαρμογή στις συναλλαγές που διενεργούνται με τις επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν ρητά εξαιρεθεί, είτε πρόκειται για εισαγωγικές δραστηριότητες είτε όχι.

Οι στατιστικές αποδεικνύουν ότι εισάγεται μόνο ένα μικρό τμήμα της ποσότητας που καταναλώνεται στις Κάτω Χώρες το μεγαλύτερο τμήμα των εισαγωγών αυτών προέρχεται από τα άλλα κράτη μέλη. Οι εισαγωγές σημειώνουν ανοδική τάση. Η επίδικη κανονιστική ρύθμιση δεν έχει εφαρμογή στο αποστεωμένο κρέας πουλερικών, που αντιπροσωπεύει σημαντικό τμήμα των εισαγωγών εφόσον δεν έχει εφαρμογή ούτε στις εισαγωγές που προορίζονται για ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, στην πραγματικότητα δεν θίγει παρά μικρό σχετικά τμήμα των εισαγωγών, δηλαδή τους νεοσσούς που διατίθενται ολόκληροι στο εμπόριο ή τμήματα νεοσσών, τα οποία διατίθενται στο χονδρεμπόριο. Συνολικά, το πρακτικό αποτέλεσμα της κανονιστικής απόφασης επί των εισαγωγών είναι ελάχιστο. Η υπηρεσία γενικού ελέγχου παρενέβη δύο μόνο φορές κατά τα τελευταία έτη σχετικά με δραστηριότητες εισαγωγής πουλερικών και σε πολύ ειδικές περιπτώσεις.

IV — Προφορική διαδικασία

Το Bedrijfschap voor de Pluimveehandel en -industrie, εκπροσωπούμενο από τον E. Grabandt, δικηγόρο Χάγης, και η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο R. C. Fischer, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους καθώς και τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο στην συνεδρίαση της 30ής Νοεμβρίου 1983.

Η γενική εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις της στη συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου 1984.

Σκεπτικό

1

Με δύο διατάξεις της 22ας Μαρτίου 1983, που περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 25 του ίδιου μήνα, το College van Beroep voor het Bedrijfsleven υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα, όμοιο και για τις δύο υποθέσεις, ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2 του κανονισμού 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/014, σ. 71).

Επί του κανονιστικού πλαισίου

2

Τα ερωτήματα αυτά υποβλήθηκαν προκειμένου να μπορέσει το College van Beroep να κρίνει αν συμβιβάζεται προς τις προαναφερθείσες διατάξεις η κανονιστική απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1966, περί των κανόνων ποιότητας που ισχύουν στην παραγωγή κρέατος πουλερικών (Verordening Kwaliteitseisen) που θέσπισε, με την έγκριση της ολλανδικής κυβέρνησης, το Bedrijfschap voor de Pluimveehandel en -industrie (επαγγελματικός οργανισμός για το εμπόριο και τη βιομηχανία στον τομέα των πουλερικών). Η κανονιστική αυτή απόφαση περιλαμβάνει λεπτομερείς προδιαγραφές ως προς την κατάταξη σε κατηγορίες, τη συσκευασία και τη μεταφορά σφαγμένων πουλερικών. Σε περίπτωση παράβασης, προβλέπει πειθαρχικές ποινές υπό μορφή προστίμων που επιβάλλονται από το Tuchtgerecht (όργανο πειθαρχικής δικαιοδοσίας) του Bedrijfschap. Κατά των αποφάσεων αυτών μπορεί να ασκηθεί έφεση ενώπιον του College van Beroep voor het Bedrijfsleven.

3

Με τον κανονισμό 123/67, της 13ης Ιουνίου 1967 (PB, σ. 2301), το Συμβούλιο θέσπισε την πρώτη κοινή οργάνωση αγορών στον τομέα του κρέατος πουλερικών. Ο κανονισμός αυτός τροποποιήθηκε επανειλημμένως και το σχετικό αντικείμενο ρυθμίζεται ήδη από τις κωδικοποιημένες διατάξεις του κανονισμού 2777/75, που αναφέρεται πιο πάνω. Ο κανονισμός αυτός, όπως και ο προγενέστερος τους κανονισμός 123/67, περιλαμβάνει στο άρθρο 2 διάταξη, η οποία προβλέπει ότι πρέπει να θεσπιστούν, με μεταγενέστερους κανονισμούς που πρέπει να εκδώσει το Συμβούλιο, διατάξεις που να αποβλέπουν, μεταξύ άλλων, στην ποιοτική βελτίωση και να καθορίζουν κανόνες εμπορίας.

4

Πρέπει να σημειωθεί ότι, εκτός από έναν κανονισμό που αφορά την περιεκτικότητα σε νερό των κατεψυγμένων πουλερικών (κανονισμός 2967/76, της 23ης Νοεμβρίου 1976, ΕΕ ειδ. έκδ. 03/016, σ. 167), που δεν ενδιαφέρει στην παρούσα υπόθεση, το Συμβούλιο δεν έθεσε μέχρι τώρα σε ισχύ τους κανόνες που προβλέπει το άρθρο 2.

5

Από τα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προκύπτει ότι είχε υποβάλει στο Συμβούλιο, στις 15 Ιουλίου 1971, πρόταση κανονισμού περί ορισμένων κανόνων εμπορίας στον τομέα του κρέατος πουλερικών και ότι μετά τις δυσχέρειες που ανέκυψαν σχετικά στους κόλπους του Συμβουλίου, η Επιτροπή είχε υποβάλει στο Συμβούλιο, το 1978, ένα όπως αποκαλείται «συμβιβαστικό» κείμενο. Επειδή η επεξεργασία του κειμένου αυτού, μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες το 1978 και 1979, κατέληξε σε αδιέξοδο, και επειδή το Συμβούλιο δεν συζήτησε πλέον την πρόταση από τότε, η Επιτροπή, απέσυρε την εν λόγω πρόταση στις 21 Δεκεμβρίου 1982. Η Επιτροπή κατέστησε γνωστό ότι σχεδιάζει προς το παρόν να διατυπώσει προς το Συμβούλιο πρόταση σχετικά με την αγορά των αυγών και ότι δεν θα επανέλθει στο ζήτημα της αγοράς πουλερικών παρά μόνο αφού λυθεί το πρόβλημα των αυγών.

Πραγματικά περιστατικά και ιστορικό της διαφοράς

6

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι στις δύο επιχειρήσεις σφαγής πουλερικών Midden-Nederland και Van Miert, εφεσείουσες στην κύρια δίκη, επιβλήθηκαν το 1982 πρόστιμα από το Tuchtgerecht, ύστερα από ελέγχους, κατά τους οποίους διαπιστώθηκαν διάφορες παραβάσεις των διατάξεων της κανονιστικής απόφασης περί ποιότητας, ιδίως η διάθεση στην αγορά εμπορευμάτων που δεν ήταν φρέσκα, ο μη πλήρης καθαρισμός των σκελετών, καθώς και η παρουσία ακαθαρσιών, αιματωμάτων και σπασμένων οστών. Οι επιχειρήσεις άσκησαν κατά των αποφάσεων αυτών έφεση ενώπιον του College van Beroep.

7

Από τις διατάξεις περί παραπομπής προκύπτει ότι το εν λόγω δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν στο ερώτημα «αν οι διατάξεις του άρθρου 2 του κανονισμού 2777/75 άφησαν άθικτη την αρμοδιότητα καθορισμού εθνικών κανόνων ποιότητας όσον αφορά τα σφαγμένα πουλερικά». Αφού άκουσε τους διαδίκους, το College van Beroep υπέβαλε στο Δικαστήριο, για καθεμιά από τις δύο υποθέσεις, το ακόλουθο ερώτημα:

«το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι είναι ασυμβίβαστες με αυτό εθνικές διατάξεις περί κανόνων ποιότητας για σφαγμένα πουλερικά, οι οποίες δεν στηρίζονται στο κοινοτικό δίκαιο και οι οποίες πρέπει να τηρούνται επί ποινή πειθαρχικών κυρώσεων;»

8

Οι εφεσείουσες στην κύρια δίκη δεν κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο. Αντίθετα, γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις υπέβαλαν το Bedrijfschap και η Επιτροπή.

Επί της ουσίας

9

Κατά την άποψη του Bedrijfschap, εφόσον το Συμβούλιο δεν άσκησε την αρμοδιότητα που επιφύλαξε στον εαυτό του με το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν και να εφαρμόζουν τους δικούς τους κανόνες ποιότητας στο πλαίσω των στόχων του κανονισμού. Εν πάση περιπτώσει, η αρμοδιότητα που καθορίζεται με τον κανονισμό δεν αποκλείει μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο. Επομένως, η εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ασυμβίβαστη προς την οργάνωση αγοράς παρά μόνο αν αποδειχθεί ότι θίγει πράγματι την καλή λειτουργία της. Αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η κανονιστική ρύθμιση που τέθηκε σε ισχύ από το Bedrijfschap δεν επιδιώκει άλλο σκοπό εκτός από το να διασφαλίσει την εντιμότητα στον ανταγωνισμό και να εξασφαλίσει την προστασία των καταναλωτών.

10

Το Bedrijfschap υπογραμμίζει ακόμη ότι οι διατάξεις που αμφισβητούν οι προσφεύγουσες στην κύρια δίκη ίσχυαν ήδη κατά το χρόνο συστάσεως της κοινής οργάνωσης αγοράς και ότι ουσιαστικά ανταποκρίνονται προς τις μεταγενέστερες προτάσεις της Επιτροπής. Με τη νομολογία του επί της αλιείας και, τελευταία, με την απόφαση του της 5ης Μαΐου 1981 (Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, υποθ. 804/79, Συλλογή 1981, σ. 1045), το Δικαστήριο αναγνώρισε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα, σε περίπτωση αδράνειας του Συμβουλίου, όχι μόνο να διατηρούν τις εθνικές τους διατάξεις που είναι σύμφωνες με το στόχο, τον οποίο καθορίζει το κοινοτικό δίκαιο, αλλά ακόμη και να τις προσαρμόζουν, εφόσον παρίσταται ανάγκη.

11

Τέλος, το Bedrijfschap υπογραμμίζει τη στενή σχέση μεταξύ των διατάξεων περί της ποιότητας και των διατάξεων περί υγειονομικού ελέγχου· θεωρεί ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί το στοιχείο αυτό κατά την εξέταση του ερωτήματος που υπέβαλε το College van Beroep.

12

Με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η Επιτροπή προβάλλει ότι, με το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75, ο κοινοτικός νομοθέτης εκδήλωσε τη θέληση του «να καταλάβει το έδαφος» στην ύλη που διέπεται από την οργάνωση αγοράς και ότι, συνεπώς, δεν ανήκει πλέον στα κράτη μέλη η εξουσία να νομοθετούν στην ίδια ύλη. Κατά τη γνώμη της, η διατήρηση εθνικών κανόνων ποιότητας έχει ως αποτέλεσμα να διαταράσσει τη λειτουργία της οργάνωσης αγοράς και να καθιστά δυσκολότερη τη μεταγενέστερη θέσπιση κοινοτικών κανόνων ποιότητας.

13

Μετά από ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, η Επιτροπή παραδέχτηκε ότι η Κοινότητα δύσκολα μπορεί να εξακολουθήσει να ισχυρίζεται ότι έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στα θέματα αυτά, εφόσον δεν ασκήσει αυτή την αρμοδιότητα καθ' οιονδήποτε τρόπο μέσα σε εύλογη προθεσμία. Συνεπώς, θεωρεί ότι επιτρέπεται να μπορούν τα κράτη μέλη να διατηρούν τους ισχύοντες κανόνες τους ποιότητας και εμπορίας υπό τον όρο ότι είναι σύμφωνοι με το στόχο που επιδιώκεται με την κοινή οργάνωση αγοράς. Εντούτοις, επισύρει συγχρόνως την προσοχή επί του κινδύνου που μπορεί να προκύψει, για την ελεύθερη κυκλοφορία των εν λόγω προϊόντων, από το γεγονός ότι, λόγω της αδράνειας του Συμβουλίου, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ εθνικούς κανόνες ποιότητας, των οποίων οι διαφορές απειλούν να δημιουργήσουν εμπόδια στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Επομένως, υπογραμμίζει ότι η αρμοδιότητα που θα μπορούσε να αναγνωριστεί στα κράτη μέλη στα θέματα αυτά έχει μόνο εξαρτώμενο και μεταβατικό χαρακτήρα και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να επιτρέπουν ελεύθερα στις αγορές τους την είσοδο των προϊόντων, τα οποία διατέθηκαν νομίμως στο εμπόριο στο κράτος μέλος καταγωγής, σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στο κράτος αυτό.

14

Όσον αφορά την ολλανδική ρύθμιση, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι δεν περιέχει διατάξεις, οι οποίες, αυτές καθαυτές, αντιβαίνουν προς το στόχο της κοινής οργάνωσης αγοράς. Θεωρεί, πάντως, ότι ο λεπτομερής της χαρακτήρας μπορεί να δημιουργήσει εμπόδια στις ενδοκοινοτικές ανταλλαγές, αν εφαρμοστεί στα εισαγόμενα πουλερικά.

15

Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν συντρέχει λόγος να εξεταστεί το ζήτημα των υγειονομικών κανόνων, οι οποίοι δεν αποτελούν αντικείμενο του ερωτήματος που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο και οι οποίοι, στο κοινοτικό πλαίσιο, περιέχονται σε άλλες διατάξεις από εκείνες που να διέπουν την κοινή οργάνωση αγοράς.

16

Πριν από την εξέταση του ερωτήματος που υπέβαλε το College van Beroep, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία και ειδικότερα από τις διατάξεις παραπομπής, το πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεν αναφέρεται στα μέτρα υγειονομικού ελέγχου. Το ζήτημα αυτό δεν υποβλήθηκε από το εθνικό δικαστήριο και, συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι διάδικοι δεν είχαν τη δυνατότητα να το εξετάσουν. Πρέπει επομένως να μην περιληφθούν στη συζήτηση τα σχετικά επιχειρήματα που ανέπτυξε το Bedrijfschap.

17

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το College van Beroep, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών, όπως επί του παρόντος ρυθμίζεται με τον κανονισμό 2777/75, στηρίζεται σε ένα σύνολο μέτρων που επιδιώκουν τη σταθεροποίηση των αγορών και την εξασφάλιση ενός δίκαιου επιπέδου τιμών, χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνονται παρεμβατικά μέτρα παρόμοια με αυτά που προβλέπονται για τις άλλες γεωργικές αγορές. Κατά το άρθρο 2, η προσαρμογή της προσφοράς στις απαιτήσεις της αγοράς πρέπει να πραγματοποιείται με ένα σύνολο μέτρων που έχουν ως σκοπό να προωθήσουν την καλύτερη οργάνωση της παραγωγής, της μεταποίησης και της εμπορίας, την ποιοτική βελτίωση, την καθιέρωση προβλέψεων στην αγορά και την παρακολούθηση της εξέλιξης των τιμών.

18

Για το σκοπό αυτό, η παράγραφος 1 του άρθρου 2 ορίζει ότι το Συμβούλιο μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 6, της συνθήκης, να θεσπίζει μέτρα που αποβλέπουν στην ποιοτική βελτίωση των προϊόντων, τα οποία υπάγονται στην οργάνωση αγοράς.

19

Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, οι κανόνες εμπορίας θεσπίζονται προτάσει της Επιτροπής από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία. Προβλέπεται ότι οι κανόνες αυτοί πρέπει να θεσπιστούν για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο 6, δηλαδή για τα σφαγμένα πουλερικά ορνιθώνα και τα βρώσιμα υποπροϊόντα, και ότι μπορούν να θεσπίζονται και για τα άλλα προϊόντα που αφορά η οργάνωση αγοράς. Διευκρινίζεται ότι οι κανόνες αυτοί μπορούν να αναφέρονται, κυρίως, στην κατάταξη κατά κατηγορίες ποιότητας και βάρους, στη συσκευασία, στην αποθήκευση, στη μεταφορά, στην εμφάνιση και στην επισήμανση.

20

Οι διατάξεις αυτές εμπεριέχουν περιθώριο αβεβαιότητας, όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσο το Συμβούλιο πρέπει οπωσδήποτε να θεσπίσει κανόνες αναγκαστικού χαρακτήρα και κατά πόσο ο κανονισμός τού παρέχει εν προκειμένω απλή ευχέρεια. Το άρθρο 2 στο σύνολο του εκφράζει πάντως τη σαφή πρόθεση να θεσπιστούν προοδευτικώς ενιαία και υποχρεωτικά πρότυπα ποιότητας, καθώς και κοινοί κανόνες εμπορίας, δεδομένου ότι οι κανόνες αυτοί είναι πράγματι απαραίτητοι για τη λειτουργία της αγοράς υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού και διαφάνειας.

21

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί η σχεδόν πλήρης αδράνεια του Συμβουλίου, το οποίο, για έναν τομέα που υπόκειται από το 1967 σε κοινή οργάνωση αγοράς, δεν έχει ακόμη θεσπίσει τους αναγκαίους κανόνες για την κανονική λειτουργία αυτής της οργάνωσης. Αυτή η ίδια η Επιτροπή, ενόψει των αντιδράσεων που συναντά στους κόλπους του Συμβουλίου, έχει προφανώς παραιτηθεί από την άσκηση, επί του παρόντος, του δικαιώματος της υποβολής προτάσεων και τα άλλα μέτρα ενέργειας που της παρέχει η συνθήκη.

22

Ενώπιον της καταστάσεως αυτής, η διατήρηση ή η θέσπιση από κράτος μέλος εθνικών μέτρων που προορίζονται να υλοποιήσουν στο έδαφος του τους στόχους που επιδιώκονται με την οργάνωση αγοράς και, ειδικότερα με το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75 δεν μπορούν καταρχήν να προκαλέσουν αντιρρήσεις.

23

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, της 5ης Μαΐου 1981, η οποία αναφέρθηκε ήδη, παρόμοια μέτρα δεν μπορούν πάντως να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στην άσκηση ιδίας αρμοδιότητας των κρατών μελών, αλλά ως εφαρμογή του καθήκοντος συνεργασίας που τους επιβάλλει το άρθρο 5 της συνθήκης, περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται από την αδράνεια του κοινοτικού νομοθέτη, ενόψει της πραγματοποίησης των στόχων της κοινής οργάνωσης αγοράς. Κατά συνέπεια, τα μέτρα που έλαβαν τα κράτη μέλη δεν μπορούν να έχουν παρά μόνο μεταβατικό και προσωρινό χαρακτήρα, πρέπει δε να παύσουν να εφαρμόζονται, μόλις θεσπιστούν τα κοινοτικά μέτρα.

24

Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο, τον οποίο ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, ότι η παγίωση αυτόνομων εθνικών και ενδεχομένως διαφορετικών κανονιστικών ρυθμίσεων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα, λόγω της παρατεταμένης αδράνειας των κοινοτικών αρχών, να δημιουργηθούν εμπόδια στις ανταλλαγές, πρέπει να τονιστούν ορισμένες προϋποθέσεις, από τις οποίες εξαρτάται η εκτίμηση των κανονιστικών αυτών ρυθμίσεων.

25

Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήρω με τις αποφάσεις του της 23ης Ιανουαρίου 1975 (Van der Hulst, 51/74, Jurispr. σ. 79) και της 18ης Μαΐου 1977 (Van den Hazel, 111/76, Jurispr. σ. 901), οι διατάξεις που θέσπισαν ή διατήρησαν τα κράτη μέλη, στην κατάσταση που περιγράφεται πιο πάνω, δεν γίνονται αποδεκτές παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι συμβιβάζονται με τις αρχές της κοινής οργάνωσης αγοράς.

26

Μπορεί να γίνει δεκτό, όπως δέχεται και η Επιτροπή, ότι μέτρα παρόμοια με εκείνα που προβλέπονται από την κανονιστική ρύθμιση που εφαρμόζει το Bedrijfschap ως προς τους κανόνες ποιότητας και εμπορίας δεν μπορούν, καταρχήν, να εγείρουν αντιρρήσεις από την άποψη των απαιτήσεων της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών.

27

Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εφαρμογή εθνικών κανόνων ποιότητας και εμπορίας δεν μπορεί να περιορίσει την ελευθερία εισαγωγής κρέατος πουλερικών που παρήχθη και διατέθηκε νομίμως στο εμπόριο στα άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με τους κανόνες ποιότητας και εμπορίας που ισχύουν στα κράτη αυτά.

28

Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η αδράνεια του Συμβουλίου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή της Επιτροπής από την υποχρέωση να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, στο πλαίσιο των εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 155 της συνθήκης, προκειμένου να διασφαλίσει την ελεύθερη ενδοκοινοτική κυκλοφορία των προϊόντων που αφορά η οργάνωση αγοράς, υπό προϋποθέσεις σύμφωνες προς τους στόχους της αγοράς αυτής, αν παρεμποδιζόταν η ελευθερία των ανταλλαγών από τις διαφορές μεταξύ των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων ή αν η έλλειψη μέτρων προορισμένων να εξασφαλίσουν κατάλληλο ποιοτικό έλεγχο προκαλούσε οικονομικές διαταραχές στον οικείο τομέα αγοράς.

29

Λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις σκέψεις, στο ερώτημα που υπέβαλε το College van Beroep προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, ενώπιον καταστάσεως που χαρακτηρίζεται από έλλειψη των από τον κανονισμό αυτό προβλεπόμενων μέτρων εφαρμογής, συμβιβάζονται με την προαναφερθείσα διάταξη οι εθνικές διατάξεις που καθορίζουν κανόνες ποιότητας και εμπορίας για τα σφαγμένα πουλερικά και οι οποίοι πρέπει να τηρούνται επί ποινή πειθαρχικών κυρώσεων, υπό τον όρο ότι συμβιβάζονται προς το στόχο που επιδιώκεται από την κοινή οργάνωση αγοράς και εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν περιορίζεται η εισαγωγή κρέατος πουλερικών που παρήχθη και διατέθηκε στο εμπόριο νόμιμα, σύμφωνα με τους κανόνες ποιότητας και εμπορίας που ισχύουν στα άλλα κράτη μέλη.

30

Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να κρίνει, υπό το φως των αρχών που συνάγονται από την παρούσα απόφαση, αν συμβιβάζονται οι κανόνες ποιότητας και εμπορίας που καθορίζονται από την ολλανδική κανονιστική ρύθμιση με τις απαιτήσεις που απορρέουν από την κοινή οργάνωση αγοράς του κρέατος πουλερικών.

Επί των δικαστικών εξόδων

31

Τα έξοδα, στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί τον δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

κρίνοντας επί του ερωτήματος που υπέβαλε με διατάξεις της 22ας Μαρτίου 1983 το College van Beroep voor het Bedrijfsleven, αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 2 του κανονισμού 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, ενώπιον καταστάσεως που χαρακτηρίζεται από έλλειψη των από τον κανονισμό αυτό προβλεπόμενων μέτρων εφαρμογής, συμβιβάζονται με την προαναφερθείσα διάταξη οι εθνικές διατάξεις που καθορίζουν κανόνες ποιότητας και εμπορίας για τα σφαγμένα πουλερικά και οι οποίοι πρέπει να τηρούνται επί ποινή πειθαρχικών κυρώσεων, υπό τον όρο ότι συμβιβάζονται προς το στόχο που επιδιώκεται από την κοινή οργάνωση αγοράς και εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν περιορίζεται η εισαγωγή κρέατος πουλερικών που παρήχθη και διατέθηκε στο εμπόριο νόμιμα, σύμφωνα με τους κανόνες ποιότητας και εμπορίας που ισχύουν στα άλλα κράτη μέλη.

 

Koopmans

Bahlmann

Pescatore

O'Keeffe

Bosco

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Μαρτίου 1984.

Ο γραμματέας

κ.α.α.

J. Α. Pompe

Βοη9ός γραμματέας

Ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος

Τ. Koopmans

Top