Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61983CJ0041

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 1985.
    Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως (άρθρο 86) - Δημόσιες επιχειρήσεις (άρθρο 90) - Διεθνείς συμφωνίες (άρθρο 234) - Άρθρο 222 - Άρθρο 190 της Συνθήκης.
    Υπόθεση 41/83.

    Συλλογή της Νομολογίας 1985 -00873

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1985:120

    61983J0041

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 20ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1985. - ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ (ΑΡΘΡΟ 86) - ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΑΡΘΡΟ 90) - ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ (ΑΡΘΡΟ 234) - ΑΡΘΡΟ 222 - ΑΡΘΡΟ 190 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 41/83.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1985 σελίδα 00873
    Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00425
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00131
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00135


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Αντικείμενο της υπόθεσης
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 . Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Δραστηριότητα δημόσιας επιχείρησης τηλεπικοινωνιών — Άσκηση κανονιστικής εξουσίας από την επιχείρηση — Εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης

    ( Συνθήκη EOK , άρθρο 86 )

    2 . Ανταγωνισμός — Δεσπόζουσα θέση — Κατάχρηση — Επιχείρηση που διαθέτει το νόμιμο μονοπώλιο των τηλεπικοινωνιών απαγορεύοντας ορισμένες δραστηριότητες των ιδιωτικών φορέων αναμεταδόσεως μηνυμάτων — Κριτήρια εκτιμήσεως

    ( Συνθήκη EOK , άρθρο 86 )

    3 . Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Παράβαση του άρθρου 90 , παράγραφος 2 , της Συνθήκης , την οποία επικαλείται κράτος μέλος άλλο από αυτό στο οποίο υπάγεται η εν λόγω επιχείρηση — Παραδεκτό

    ( Συνθήκη EOK , άρθρα 90 , παράγραφος 2 , και 173 , πρώτη παράγραφος )

    4 . Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση — Έκταση

    ( Συνθήκη EOK , άρθρο 190 )

    Περίληψη


    1 . Η δραστηριότητα με την οποία μια επιχείρηση η οποία έχει το καθεστώς δημόσιας επιχείρησης διαχειρίζεται τις δημόσιες εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνιών και τις θέτει , έναντι καταβολής τελών , στη διάθεση των χρησιμοποιούντων αυτές , αποτελεί επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία , ως εκ της φύσεώς της , υπόκειται στις υποχρεώσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης . Στη δραστηριότητα αυτή εμπίπτει και , επομένως , μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ελέγχου , ενόψει του άρθρου 86 της Συνθήκης , η αυτόνομη άσκηση κανονιστικής εξουσίας που περιορίζεται αυστηρά στον καθορισμό της τιμής και τις άλλες διαδικασίες των υπηρεσιών που παρέχονται στους χρήστες .

    2 . Μια επιχείρηση που διαθέτει το νόμιμο μονοπώλιο της διαχείρισης των δικτύων τηλεπικοινωνιών παραβαίνει το άρθρο 86 της Συνθήκης όταν απαγορεύει τη δραστηριότητα των ιδιωτικών φορέων αναμεταδόσεως μηνυμάτων στη διεθνή τηλεπικοινωνία , χωρίς να έχει διαπιστωθεί ότι οι φορείς αυτοί καταχρώνται των δημόσιων δικτύων . Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κατάχρηση η προσφυγή σε μια νέα τεχνολογία η οποία αποτελεί τεχνική πρόοδο υπέρ του γενικού συμφέροντος .

    3 . Δυνάμει του άρθρου 173 , πρώτη παράγραφος , της Συνθήκης , τα κράτη μέλη μπορούν να αμφισβητούν μέσω προσφυγής ακυρώσεως κάθε αποφασιστικής σημασίας πράξη της Επιτροπής , κανονιστικού ή ατομικού χαρακτήρα , και να επικαλούνται , με την ευκαιρία αυτή , προς στήριξη των αιτημάτων τους , την παράβαση κάθε διατάξεως της Συνθήκης .

    Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι ένα κράτος μέλος μπορεί , προς στήριξη μιας τέτοιας προσφυγής , να επικαλεστεί την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση του άρθρου 90 , παράγραφος 2 , της Συνθήκης , η τήρηση του οποίου αποτελεί έργο της τελευταίας , έστω και αν η επιχείρηση επί της οποίας εφαρμόζεται η διάταξη αυτή ανήκει σε άλλο κράτος μέλος .

    4 . Η αιτιολογία μιας βλαπτικής απόφασης πρέπει να επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του επί της νομιμότητάς της και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τα αναγκαία στοιχεία ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή αβάσιμη . Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης , ιδίως δε με το περιεχόμενο της πράξης , τη φύση των επικαλούμενων λόγων και το συμφέρον που μπορεί να έχουν ως προς την παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά , κατά την έννοια του άρθρου 173 , δεύτερη παράγραφος , της Συνθήκης .

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση 41/83 ,

    Ιταλική Δημοκρατία , εκπροσωπούμενη από τον Armando Squillante , προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών , επικουρούμενο από τον Giorgio Azzariti , avvocato dello Stato , με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ Ιταλική Πρεσβεία ,

    προσφεύγουσα ,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , εκπροσωπούμενης από το νομικό της σύμβουλο Giuliano Marenco , με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το Γεώργιο Κρεμλή , μέλος της νομικής της υπηρεσίας , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

    καθής ,

    υπέρ της οποίας παρενέβη

    Ηνωμένο Βασίλειο , εκπροσωπούμενο από την G . Dagtoglou , Treasury Solicitor’s Department Queen Anne’s Gate Chambers , Λονδίνο , με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον J.D . Howes , εκπρόσωπο της κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου , Πρεσβεία της Μεγάλης Βρετανίας , 28 , boulevard Royal ,

    παρεμβαίνουσα ,

    Αντικείμενο της υπόθεσης


    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της απόφασης 82/861 της Επιτροπής της 10ης Δεκεμβρίου 1982 που εκδόθηκε για την British Telecommunications , βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης EOK ( EE L 360 , σ . 36 ),

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Δικαστηρίου στις 15 Μαρτίου 1983 , η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε , δυνάμει του άρθρου 173 , πρώτη παράγραφος , της Συνθήκης , προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της απόφασης 82/861 της Επιτροπής , της 10ης Δεκεμβρίου 1982 , που εκδόθηκε για την British Telecommunications βάσει του άρθρου 86 της Συνθήκης EOK ( EE L 360 , σ . 36 ).

    2 Η British Telecommunications , εταιρία δημοσίου δικαίου που ιδρύθηκε με τον British Telecommunications Act του 1981 , διαδέχτηκε , την 1η Οκτωβρίου 1981 , το United Kingdom Post Office , που είχε ιδρυθεί με τον Post Office Act του 1969 — εφεξής καλούμενες αμφότερες δημόσιες επιχειρήσεις BT . H BT που έχει το νόμιμο μονοπώλιο της διαχείρισης των συστημάτων τηλεπικοινωνιών στο Ηνωμένο Βασίλειο υποχρεούται να παρέχει , ιδίως , τηλετυπικές και τηλεφωνικές υπηρεσίες . H BT , στηριζόμενη στις διατάξεις τόσο του Post Office Act όσο και του British Telecommunications Act , ασκεί κανονιστική εξουσία όσον αφορά τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών στο Ηνωμένο Βασίλειο , των οποίων καθορίζει τις τιμές και τους όρους με κανονιστικές ρυθμίσεις ( schemes)· οι ρυθμίσεις αυτές δημοσιεύονται στις London , Edinburgh και Belfast Gazettes .

    3 Εξάλλου , η BT είναι αναγνωρισμένος διεθνής φορέας ιδιωτικής εκμετάλλευσης με έδρα ένα από τα μόνιμα όργανα της ΔΕΤ ( Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών ), που ιδρύθηκε από τη ΔΣΤ ( Διεθνή Σύμβαση Τηλεπικοινωνιών ), η οποία υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου 1947 στην Atlantic City ( Συλλογή των συνθηκών των Ηνωμένων Εθνών , αριθ . 2616 , σ . 188 ) και αναθεωρήθηκε τελικά στις 25 Οκτωβρίου 1973 στη Malaga-Torremolinos . Όλα τα κράτη μέλη της EOK είναι συμβαλλόμενα μέρη στη ΔΣΤ . H BT , ως αναγνωρισμένη από το Ηνωμένο Βασίλειο προς τούτο ιδιωτική εκμετάλλευση , συμμετέχει στις εργασίες της ΔΤΤΣΕ ( Διεθνούς Τηλεγραφικής και Τηλεφωνικής Συμβουλευτικής Επιτροπής ), από κοινού με τις εθνικές αρχές όλων των κρατών που έχουν υπογράψει τη ΔΕΤ και μετέχουν σ’ αυτή αυτοδικαίως .

    4 Η ΔΤΤΣΕ διατυπώνει συστάσεις σχετικά με ζητήματα εκμετάλλευσης και τιμολογήσεως όσον αφορά την τηλεφωνία και την τηλεγραφία , βάσει των διατάξεων της ΔΣΤ και των περί τηλεφωνίας και τηλεγραφίας ρυθμίσεων ( τελικές πράξεις της παγκόσμιας διοικητικής συνδιάσκεψης περί τηλεγραφίας και τηλεφωνίας , ΔΕΤ , Γενεύη 1973 ), οι οποίες , αφού συμπληρώνουν τους κανόνες που θέσπισε η τελευταία , σύμφωνα με το άρθρο της 82 , διέπουν τη χρήση των τηλεπικοινωνιών .

    5 Σύμφωνα με το άρθρο 6-3 του κανόνα περί τηλεγραφίας της 11ης Απριλίου 1973 :

    « Οι διοικήσεις και οι ανεγνωρισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις υποχρεούνται να ρυθμίσουν στα αντίστοιχα γραφεία τους την παραλαβή , μετάδοση και παράδοση των τηλεγραφημάτων που απευθύνονται σε τηλεγραφικούς φορείς αναμεταδόσεως και άλλους οργανισμούς που έχουν συσταθεί για τη μετάδοση των τηλεγραφημάτων εν ονόματι τρίτου , επιδιώκοντας έτσι να εξαιρέσουν αυτά τα μηνύματα από την ολοσχερή καταβολή των τελών που οφείλονται για ολόκληρη τη διαδρομή ... »

    6 Βάσει και κατ’ εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως του κανόνα περί τηλεγραφίας , η ΔΤΤΣΕ εξέδωσε , τον Οκτώβριο 1976 , τη σύσταση F 60 , η παράγραφος 3.5.2 της οποίας περιλαμβάνει τις ακόλουθες διατάξεις :

    « Οι διοικήσεις και οι ανεγνωρισμένοι ιδιωτικοί φορείς οφείλουν να μην επιτρέπουν τη διάθεση των τηλετυπικών υπηρεσιών σε φορείς αναμεταδόσεως τηλεγραφημάτων , που είναι γνωστό ότι έχουν οργανωθεί με σκοπό να πέμπουν ή να δέχονται τηλεγραφήματα για αναμετάδοση με τη μέθοδο της τηλεγραφίας , επιδιώκοντας έτσι να εξαιρέσουν αυτά τα μηνύματα από την ολοσχερή καταβολή των τελών που οφείλονται για ολόκληρη τη διαδρομή . »

    7 Η BT , επικαλούμενη τις παραπάνω διατάξεις , ανέλαβε αγώνα κατά της αναπτύξεως στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου ιδιωτικών φορέων αναμεταδόσεως μηνυμάτων , που προσέφεραν στο κοινό μια νέα υπηρεσία που συνίστατο στη λήψη και μετάδοση , για λογαριασμό τρίτου , σημαντικού αριθμού μηνυμάτων σε τιμές αισθητά κατώτερες από εκείνες που ίσχυαν βάσει των τιμολογήσεων που αντιστοιχούσαν στην παραδοσιακή χρήση των γραμμών και συστημάτων τηλεπικοινωνιών .

    8 Η BT , κάνοντας χρήση της κανονιστικής εξουσίας που της είχε αναγνωριστεί με το νόμο , θέσπισε καταρχάς τους κανόνες 17/1975 και T1/1976 . Οι κανόνες αυτοί , μολονότι άφηναν ελεύθερους τους συνδρομητές να χρησιμοποιούν την εγκατάστασή τους για τη μετάδοση ή λήψη μηνυμάτων για λογαριασμό τρίτου , προέβλεπαν , εντούτοις , αντίστοιχα στα άρθρα τους 43 , παράγραφος 2 β ) ( ιιι ), και 70 , παράγραφος 2 β ) ( ιιι ) ότι όταν ένας συνδρομητής αναμετέδιδε ένα τηλετυπικό μήνυμα , το οποίο προερχόταν από ξένη χώρα και προοριζόταν επίσης για ξένη χώρα , δεν μπορούσε να εφαρμόσει τιμή κατώτερη από αυτή που θα ίσχυε αν ο αποστολέας του μηνύματος το διαβίβαζε κατευθείαν . Οι διάδικοι , πάντως , συμφωνούν ότι η BT ουδέποτε εφάρμοσε στην πραγματικότητα αυτές τις διατάξεις .

    9 Περαιτέρω , η BT συμπλήρωσε την κανονιστική αυτή ρύθμιση , θεσπίζοντας τον κανόνα T1/1978 , ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 21 Ιανουαρίου 1978 και απαγόρευε , με τα άρθρα του 44 , παράγραφος 2 α ), και 70 , παράγραφος 2 β ), στους φορείς αναμεταδόσεως να εξασφαλίζουν στους πελάτες τους διεθνείς υπηρεσίες με τις οποίες :

    α ) στέλλονται ή λαμβάνονται διεθνώς μηνύματα , υπό μορφή δεδομένων , διά τηλεφώνου και μετατρέπονται σε μηνύματα τηλεπικοινωνιών υπό μορφή τηλετυπήματος , αντιγράφων , γραπτώς ή με άλλη οπτική μορφή·

    β)τηλετυπήματα διέρχονται από τόπους κείμενους εκτός του Ηνωμένου Βασιλείιου και της νήσου Μαν·

    γ)στέλλονται ή λαμβάνονται τηλετυπήματα μέσω άλλων φορέων αναμεταδόσεως μηνυμάτων .

    Οι προαναφερθείσες διατάξεις του κανόνα T1/1978 περιελήφθησαν αυτούσιες σε νέο κανόνα του 1981 που ακύρωσε και αντικατέστησε όλους τους προηγούμενους .

    10 Με την απόφαση 82/861 της 10ης Δεκεμβρίου 1982 , η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προαναφερθέντες κανόνες συνιστούσαν παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης και ότι η BT όφειλε να τους καταργήσει εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως αυτής της απόφασης , εφόσον οι διαπιστωθείσες παραβάσεις εξακολουθούσαν να υφίστανται .

    11 Με τις αιτιολογικές σκέψεις της απόφασής της , η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι περιορισμοί που επέβαλε η BT και οι κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν για την παραβίασή τους , δηλαδή η διακοπή ή η αποσύνδεση των εγκαταστάσεων που έχουν παραχωρηθεί , εμποδίζουν τους φορείς αναμεταδόσεως μηνυμάτων να παρέχουν ορισμένες υπηρεσίες εις βάρος των πελατών τους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη , επιβάλλουν στη χρήση των τηλεφωνικών και τηλεπικοινωνιακών εγκαταστάσεων υποχρεώσεις που δεν έχουν σχέση με την παροχή τηλεφωνικών ή τηλετυπικών υπηρεσιών και θέτουν τους φορείς αυτούς σε δυσμενή από πλευράς ανταγωνισμού θέση σε σχέση με τους εθνικούς φορείς και τις αρχές των άλλων κρατών μελών που δεν υπόκεινται στους ίδιους κανόνες .

    12 Εντούτοις , παρά τις διαπιστωθείσες παραβάσεις , η Επιτροπή θεώρησε ότι , λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης , που αφορούν ιδίως την τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων , και του γεγονότος ότι η BT δεν επέβαλε κυρώσεις για την παραβίαση των εν λόγω περιορισμών αποσυνδέοντας τις εγκαταστάσεις των φορέων μεταδόσεως μηνυμάτων , δεν έπρεπε να επιβληθεί στην BT κανένα πρόστιμο .

    13 Προς στήριξη των αιτημάτων της περί ακυρώσεως της προαναφερθείσας απόφασης της Επιτροπής , η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί , πρώτον , ότι οι επίμαχοι κανόνες μπορούσαν να εκτιμηθούν νομίμως σύμφωνα με το άρθρο 86 της Συνθήκης . Εν προκειμένω , η προσφεύγουσα ισχυρίζεται , αφενός , ότι η κανονιστική δραστηριότητα ενός οργανισμού δημοσίου δικαίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιχειρηματική δραστηριότητα , κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης , και , αφετέρου , λόγω του νόμιμου μονοπωλίου που η BT διαθέτει , το άρθρο 222 της Συνθήκης δεν επιτρέπει να εφαρμοστούν επί της BT οι κοινοτικοί κανόνες περί ανταγωνισμού .

    14 Δεύτερον , η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί ότι οι επίμαχοι κανόνες μπορούν να θεωρηθούν κατά νόμο ως αντιβαίνοντες στο άρθρο 86 της Συνθήκης , καθόσον , αφενός , αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των αθέμιτων πρακτικών των ιδιωτικών φορέων αναμεταδόσεως και , αφετέρου , δεδομένου ότι η BT αποτελεί δημόσια επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 90 , παράγραφος 2 , της Συνθήκης , οι κοινοτικοί κανόνες περί ανταγωνισμού μπορούν να εφαρμοστούν επ’ αυτής μόνο υπό ορισμένους περιορισμούς . Τέλος , οι προαναφερθείσες διατάξεις της ΔΣΤ επέβαλαν στην BT να λάβει τα αμφισβητούμενα μέτρα .

    15 Τέλος , η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη .

    I — Επί των λόγων που συνίστανται στην αμφισβήτηση της δυνατότητας εκτιμήσεως , από πλευράς άρθρου 86 της Συνθήκης , των κανόνων της BT

    1 . Η δυνατότητα εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού όσον αφορά τη δραστηριότητα που αναφέρει η επίδικη απόφαση

    16 Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι το άρθρο 86 της Συνθήκης εφαρμόζεται αποκλειστικά επί επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκείται με τους τύπους του ιδιωτικού δικαίου και όχι επί της κανονιστικής δραστηριότητας που ασκείται , βάσει νόμου , από δημόσια υπηρεσία που διοικείται σύμφωνα με τους όρους που καθορίζει η δημόσια αρχή . Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 86 παραβλέποντας το σκοπό του , κατά το μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά , όχι τη συμπεριφορά της BT ως οργανισμού διαχειρίσεως εγκαταστάσεων ή παροχής υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών στους χρήστες , αλλά την κανονιστική δραστηριότητα που ασκεί δυνάμει του Post Office Act του 1969 και του British Telecommunications Act του 1981 . Η αμφισβητούμενη κανονιστική δραστηριότητα θα μπορούσε , ενδεχομένως , να αποτελέσει λόγο προσφυγής κατά του Ηνωμένου Βασιλείου , βάσει των άρθρων 90 ή 169 της Συνθήκης .

    17 Η Επιτροπή , υπέρ των αιτημάτων και των επιχειρημάτων της οποίας παρενέβη το Ηνωμένο Βασίλειο , ισχυρίζεται ότι η παροχή υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών αποτελεί επιχειρηματική δραστηριότητα . Η βρετανική νομοθεσία παραχώρησε στην BT την εξουσία να χρησιμοποιεί τον κανονιστικό τύπο αποκλειστικά και μόνο για να καθορίζει τις τιμές και τους όρους παροχής των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών . Επομένως , οι εν λόγω κανόνες εκπληρώνουν την ίδια αποστολή με τις συμβατικές ρήτρες και έχουν θεσπιστεί ελεύθερα από την BT δυνάμει της αυτοτελούς εξουσίας της χωρίς καμία παρέμβαση των βρετανικών αρχών . Έστω και αν υποτεθεί ότι , στην προκείμενη περίπτωση , μπορεί να τεθεί θέμα ευθύνης του Ηνωμένου Βασιλείου , το γεγονός αυτό θα μπορούσε να έχει , το πολύ , ως συνέπεια τη μείωση της ευθύνης της επιχειρήσεως όσον αφορά το ύψος του προστίμου , αλλά όχι και τον αποκλεισμό της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού εναντίον της .

    18 Πρώτον , πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η δραστηριότητα με την οποία η BT , παρά το χαρακτήρα της ως δημόσιας επιχείρησης , διαχειρίζεται τις δημόσιες εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνιών και τις θέτει , έναντι καταβολής τελών , στη διάθεση των χρησιμοποιούντων αυτές , αποτελεί επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία , ως εκ της φύσεώς της , υπόκειται στις υποχρεώσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης .

    19 Δεύτερον , επιβάλλεται η παρατήρηση ότι , δυνάμει , του άρθρου 28 του Post Office Act του 1969 και στη συνέχεια του άρθρου 21 του British Telecommunications Act του 1981 , η εξουσία που χορηγήθηκε στην BT για τη θέσπιση κανόνων περιορίζεται αυστηρά μόνο στις διατάξεις που αφορούν τον καθορισμό της τιμής και τις άλλες διαδικασίες και όρους των υπηρεσιών που παρέχει στους χρήστες . Εξάλλου , λαμβανομένης υπόψη της διατύπωσης αυτών των διατάξεων , πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο βρετανός νομοθέτης με κανένα τρόπο δεν προκαθόρισε το περιεχόμενο των εν λόγω κανόνων το οποίο καθορίζει ελεύθερα η BT .

    20 Υπό τις περιστάσεις αυτές , οι κανόνες που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας της BT . Επομένως , ο λόγος ο οποίος στηρίζεται στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να εκτιμήσει αν οι κανόνες αυτοί συμβιβάζονται με το άρθρο 86 της Συνθήκης πρέπει να απορριφθεί .

    2 . Η δυνατότητα εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού ενόψει της μονοπωλιακής θέσης που κατέχει η BT

    21 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι , δυνάμει του άρθρου 222 της Συνθήκης το οποίο « δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη » , τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν στο πλαίσιο της εσωτερικής τους έννομης τάξης τις δραστηριότητες που έχουν επιφυλαχτεί στο δημόσιο τομέα και να δημιουργούν κρατικά μονοπώλια . Επίσης η BT έχει το δικαίωμα να προστατεύει το μονοπώλιό της εμποδίζοντας τη δραστηριότητα των ιδιωτικών φορέων που επιδιώκουν την παροχή υπηρεσιών υπαγόμενων σ’ αυτό . Επομένως , η Επιτροπή , κολάζοντας ως ασυμβίβαστους προς το άρθρο 86 τους κανόνες που θέσπισε προς τούτο η BT , παρέβη το άρθρο 222 της Συνθήκης .

    22 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι , μολονότι η BT έχει το νόμιμο μονοπώλιο να διαχειρίζεται , με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων , τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών και να τα διαθέτει στους χρήστες , δεν έχει το μονοπώλιο παροχής παρεπόμενων υπηρεσιών , όπως η αναμετάδοση μηνυμάτων για λογαριασμό τρίτου . Εν πάση περιπτώσει , επιβάλλεται η παρατήρηση ότι οι κανόνες της BT δεν αποβλέπουν στον αφανισμό των ιδιωτικών φορέων που θα δημιουργούνταν κατά παράβαση του μονοπωλίου της , αλλά στην τροποποίηση των όρων υπό τους οποίους οι φορείς αυτοί ασκούν τη δραστηριότητά τους . Επομένως , πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 222 της Συνθήκης δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να εκτιμήσει τους εν λόγω κανόνες από πλευράς άρθρου 86 της Συνθήκης .

    23 Επομένως , ο λόγος που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 222 της Συνθήκης πρέπει να απορριφθεί .

    II — Επί των λόγων που αποβλέπουν στο να διαπιστωθεί ότι οι κανόνες που θέσπισε η BT δεν είναι αντίθετοι προς το άρθρο 86 της Συνθήκης

    1 . Οι κανόνες που θέσπισε η BT ανταποκρίνονταν στην ανάγκη αποφυγής καταχρηστικής χρησιμοποίησης των εγκαταστάσεων τηλεπικοινωνιών από τους ιδιωτικούς φορείς αναμεταδόσεως

    24 Η Ιταλική Δημοκρατία ανέφερε , τόσο με τα γραπτά της υπομνήματα όσο και κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου , ότι οι ιδιωτικοί φορείς αναμεταδόσεως μηνυμάτων που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου χρησιμοποιούν καταχρηστικώς το δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών . Πρώτη συνέπεια αυτής της καταχρηστικής χρησιμοποίησης είναι η ανώμαλη χρήση των « δικτύων άμεσης μετάδοσης » , δηλαδή δημόσιων δικτύων που έχουν εκμισθωθεί σε ιδιώτες για αποκλειστική τους χρήση , έναντι μιας κατ’ αποκοπή τιμής στην οποία λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των μηνυμάτων που μεταδίδονται συνήθως από αυτή την κατηγορία χρηστών . Οι εν λόγω φορείς , μεταδίδοντας μέσω τέτοιων δικτύων μηνύματα για λογαριασμό τρίτου , διαφεύγουν από τους συνήθεις όρους τιμολογήσεως . Οι φορείς αυτοί καταχρώνται επίσης του δημόσιου δικτύου , χρησιμοποιώντας ειδικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν , χάρη στην πληροφορική , τη μετάδοση μεγάλου αριθμού μηνυμάτων σε βραχύτατο χρονικό διάστημα . Η πρακτική αυτή προκαλεί ακόμη σοβαρότερη ζημία στην εύρυθμη λειτουργία του διεθνούς συστήματος τηλεπικοινωνιών , καθόσον εφαρμόζεται σε υπερφορτωμένες γραμμές . Επομένως , η BT μπορούσε , χωρίς να παραβεί το άρθρο 86 της Συνθήκης , να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να τεθεί τέρμα σε τέτοιες αθέμιτες δραστηριότητες .

    25 Η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητούν ότι οι φορείς αναμεταδόσεως χρησιμοποιούν « δίκτυα άμεσης μετάδοσης » . Το γεγονός ότι οι εν λόγω φορείς χρησιμοποιούν νέες τεχνικές μεθόδους και εισάγουν έναν ελάχιστο βαθμό ανταγωνισμού στη διεθνή τηλεπικοινωνία δεν είναι δυνατό να συνιστά , αυτό καθαυτό , κατάχρηση .

    26 Εν προκειμένω , αρκεί να τονιστεί ότι ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας ούτε από την ενώπιον του Δικαστηρίου συζήτηση διαπιστώθηκε ότι οι φορείς αναμεταδόσεως μηνυμάτων που είναι εγκατεστημένοι στο Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποιούν καταχρηστικά τα δημόσια δίκτυα τηλεπικοινωνιών . Αφενός , δεν διαπιστώθηκε ότι οι εν λόγω φορείς χρησιμοποιούν « δίκτυα άμεσης μετάδοσης » για την αναμετάδοση μηνυμάτων για λογαριασμό τρίτου . Αφετέρου , η προσφυγή σε μια νέα τεχνολογία που επιτρέπει ταχεία μετάδοση των μηνυμάτων αποτελεί τεχνική πρόοδο υπέρ του γενικού συμφέροντος και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι , αυτή καθαυτή , συνιστά κατάχρηση . Άλλωστε , η Ιταλική Δημοκρατία δεν υποστήριξε ότι οι φορείς αναμεταδόσεως προσπαθούν να αποφύγουν την καταβολή των τελών που αναλογούν στη διάρκεια της πραγματικής χρησιμοποιήσεως του δημόσιου δικτύου .

    27 Υπό τις περιστάσεις αυτές , πρέπει να απορριφθεί ο λόγος που στηρίζεται στο ότι οι επίμαχοι κανόνες δικαιολογούνται από τις φερόμενες καταχρήσεις των ιδιωτικών φορέων αναμεταδόσεως .

    2 . Τα μέτρα που θέσπισε η BT εμπίπτουν στο πλαίσιο των παρεκκλίσεων από την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού του άρθρου 90 , παράγραφος 2 , της Συνθήκης , προς όφελος των επιχειρήσεων στις οποίες έχει ανατεθεί η διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος

    28 Κατά την προσφεύγουσα , η Επιτροπή παραβίασε τη Συνθήκη καθόσον θεώρησε ότι το άρθρο 90 , παράγραφος 2 , δεν είχε εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση .

    29 Πριν εξεταστεί το βάσιμο του λόγου αυτού , πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή δηλώνει ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα επικλήσεως του λόγου αυτού από την προσφεύγουσα . Το άρθρο 90 , παράγραφος 2 , της Συνθήκης , το οποίο αποσκοπεί στην προστασία του έργου που ένα κράτος μέλος κρίνει σκόπιμο να αναθέσει σε συγκεκριμένο οργανισμό , προϋποθέτει λεπτή στάθμιση μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων στην οποία υπεισέρχονται γεγονότα και εκτιμήσεις προσιδιάζοντα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος , ως προς τα οποία συμφέροντα άλλα κράτη μέλη αδιαφορούν , δεν έχουν την ευθύνη τους και , επομένως , δεν έχουν συμφέρον να τα υπερασπίσουν .

    30 Σχετικά , πρέπει να επισημανθεί ότι , δυνάμει του άρθρου 173 , πρώτη παράγραφος , της Συνθήκης , τα κράτη μέλη μπορούν να ασκούν προσφυγές κατά πάσης αποφασιστικής σημασίας πράξεως της Επιτροπής , κανονιστικού ή ατομικού χαρακτήρα , και να επικαλούνται ιδίως , προς στήριξη των αιτημάτων τους , την παράβαση κάθε διατάξεως της Συνθήκης . Εξάλλου , επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η εφαρμογή του άρθρου 90 , παράγραφος 2 , της Συνθήκης δεν αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του κράτους μέλους , το οποίο έχει αναθέσει σε μια επιχείρηση τη διαχείριση μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος . Πράγματι , το άρθρο 90 , παράγραφος 3 , αναθέτει στην Επιτροπή , υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου , το έργο της σχετικής επιτήρησης . Υπό τις περιστάσεις αυτές , δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί το άρθρο 90 , παράγραφος 2 , της Συνθήκης από τις διατάξεις την παράβαση των οποίων μπορεί να επικαλεστεί κάθε κράτος μέλος προς στήριξη μιας προσφυγής ακυρώσεως .

    31 Κατά την Ιταλική Δημοκρατία , η Επιτροπή θέτει σε κίνδυνο την εκπλήρωση της αποστολής που έχει ανατεθεί στην BT , ισχυριζόμενη ότι οι κανόνες που θέσπισε είναι αντίθετοι προς το κοινοτικό δίκαιο .

    32 Η προσφεύγουσα προβάλλει σχετικά ένα πρώτο επιχείρημα που στηρίζεται στο ότι η δραστηριότητα των ιδιωτικών φορέων αναμεταδόσεως επιφέρει οικονομική ζημία στη βρετανική δημόσια υπηρεσία τηλεπικοινωνιών .

    33 Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι , μολονότι η ταχύτητα μεταβιβάσεως μηνυμάτων που κατέστη δυνατή χάρη στην εξέλιξη της τεχνολογίας , έχει αναμφίβολα ως αποτέλεσμα κάποια μείωση των εσόδων της BT , η ύπαρξη ιδιωτικών φορέων αναμεταδόσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο έλκει προς το βρετανικό δημόσιο δίκτυο , όπως η ίδια η προσφεύγουσα παρατηρεί , έναν αριθμό διεθνών μηνυμάτων και τα συναφή έσοδα . Η Ιταλική Δημοκρατία ουδαμώς απέδειξε ότι ο εν γένει ισολογισμός των δραστηριοτήτων των φορέων αυτών στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν αρνητικός για την BT και ότι ο εκ μέρους της Επιτροπής κολασμός των επίμαχων κανόνων θέτει σε κίνδυνο , από οικονομική άποψη , την εκπλήρωση της ειδικής αποστολής που έχει ανατεθεί στην BT .

    34 Το δεύτερο επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας στηρίζεται στην ανάγκη παγκόσμιας συνεγασίας που η ΔΕΤ έχει θέσει σε εφαρμογή για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των διεθνών υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και της δικαιολογημένης προσδοκίας των λοιπών εθνικών διοικητικών αρχών να βλέπουν τηρούμενους τους ισχύοντες διεθνείς κανόνες που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της δραστηριότητας των ιδιωτικών φορέων αναμεταδόσεως μηνυμάτων . Η προσβαλλόμενη απόφαση , με το να εμποδίζει την BT από την τήρηση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διεθνή αυτή συνεργασία , εκθέτει επιπλέον σε κίνδυνο την εκπλήρωση της ειδικής αποστολής που έχει ανατεθεί σ’ αυτή τη δημόσια επιχείρηση .

    35 Το επιχείρημα αυτό θέτει στην πραγματικότητα το ερώτημα αν η ΔΣΤ ή το παράγωγο δίκαιό της επέβαλαν ή όχι στην BT να λάβει τα επίδικα μέτρα . Το επιχείρημα αυτό συνάδει πλήρως με τον τρίτο λόγο που προέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία για να αποδείξει ότι η BT δεν υποχρεούνταν , στην προκείμενη περίπτωση , να τηρήσει τους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού και , επομένως , πρέπει να εξεταστεί αμέσως παρακάτω .

    3 . Η ΔΣΤ και το παράγωγο δίκαιό της επιβάλλουν στην BT να εμποδίζει , όπως έπραξε , τη δραστηριότητα ιδιωτικών φορέων αναμεταδόσεως που λειτουργούν στο Ηνωμένο Βασίλειο

    36 Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 234 της Συνθήκης . Πράγματι , η διάταξη αυτή ρυθμίζει την ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ διατάξεων κοινοτικού δικαίου και κανόνων διεθνούς δικαίου που προϋπήρξαν αυτών , υπό την έννοια της υπεροχής των δεύτερων έναντι των πρώτων . Κατά την προσφεύγουσα , οι διατάξεις της ΔΣΤ και των διοικητικών της κανόνων ανέκαθεν απαγόρευαν στις εθνικές διοικητικές αρχές να ανέχονται στρεβλώσεις στη μετάδοση των διεθνών τηλεγραφικών ή τηλεφωνικών μηνυμάτων , όταν αυτές προκαλούνται από ιδιωτικούς φορείς αναμεταδόσεως με το σκοπό της μη ολοσχερούς καταβολής για τις επικοινωνίες των τελών που οφείλονται για ολόκληρη τη διαδρομή . Δυνάμει των διατάξεων , αφενός , του άρθρου 6-3 του κανόνα περί τηλεγραφίας του 1973 και , αφετέρου , της σύστασης F-60 της ΔΤΤΣΕ , η BT ήταν υποχρεωμένη να θεσπίσει τους κανόνες που μέμφεται η Επιτροπή .

    37 Η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο εκθέτουν ότι οι εν λόγω διατάξεις αποσκοπούν αποκλειστικά στην εξάλειψη του φαινομένου που συνίσταται στο να μην καταβάλλονται ολοσχερώς για τις επικοινωνίες τα τέλη που οφείλονται για ολόκληρη τη διαδρομή και όχι στην απαγόρευση της διελεύσεως ενός μηνύματος από τρίτη χώρα λόγω του γεγονότος και μόνο ότι κατ’ αυτό τον τρόπο καταβάλλεται χαμηλότερο τέλος . Επομένως , δεν είναι δυνατό να δικαιολογήσουν τους κανόνες της BT .

    38 Εξάλλου , η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 234 της Συνθήκης δεν μπορεί να έχει εφαρμογή , καθόσον η ΔΣΤ αναθεωρήθηκε στη Malaga - Torremolinos , στις 25 Οκτωβρίου 1973 , δηλαδή μετά την προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στις Κοινότητες . Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ως προς την ομοιότητα των διατάξεων που ίσχυαν πριν την εν λόγω ημερομηνία δεν ασκούν επιρροή , καθόσον , κατά τη διάρκεια κάθε αναθεωρήσεως , τα κράτη μέλη της ΔΕΤ ανακτούν την ελευθερία τους και ανα λαμβάνουν νέα υποχρέωση . Πάντως , έστω και αν υποτεθεί ότι υφίστανται διεθνείς κανόνες προγενέστεροι της Συνθήκης EOK , οι οποίοι επιβάλλουν την επικρινόμενη συμπεριφορά της BT , το άρθρο 234 εξουδετερώνει την απαγόρευση του άρθρου 86 της Συνθήκης μόνο κατά το μέτρο που η τήρηση της τελευταίας αυτής διάταξης εμποδίζει ένα κράτος μέλος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του έναντι τρίτων χωρών .

    39 Το Ηνωμένο Βασίλειο , το οποίο δηλώνει ότι δεν συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής όσον αφορά την αναθεώρηση , μετά την προσχώρηση κράτους μέλους στις Κοινότητες , μιας διεθνούς συνθήκης που συνήφθη πριν από τη Συνθήκη EOK , ισχυρίζεται ότι , σύμφωνα με την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1962 ( Ιταλία κατά Επιτροπής , 10/61 , Racc . σ . 1 ), τα κράτη μέλη παραιτούνται , δυνάμει του άρθρου 234 της Συνθήκης , από όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από προγενέστερη συνθήκη , τα οποία είναι αντίθετα προς τους κοινοτικούς κανόνες . Εφόσον η BT δεν προέβη σε καμία διάκριση μεταξύ των διεθνών και των κοινοτικών υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και εφόσον , κατά συνέπεια , δεν περιόρισε τα αποτελέσματα των κανόνων της στις δραστηριότητες των φορέων αναμεταδόσεως που θίγουν τις αντίστοιχες δραστηριότητες στις τρίτες χώρες , οι εν λόγω κανόνες αποτελούν ασφαλώς παραβάσεις του άρθρου 86 της Συνθήκης .

    40 Χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο αν οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 6-3 του κανόνα περί τηλεγραφίας του 1973 ή οι διατάξεις της σύστασης F-60 της ΔΤΤΣΕ ήταν δεσμευτικές για την BT , αρκεί να σημειωθεί ότι οι εν λόγω διατάξεις έχουν αντικείμενο και περιεχόμενο διαφορετικά από αυτά των κανόνων της BT που κολάζει η Επιτροπή .

    41 Πράγματι , όπως προκύπτει από την ίδια τους τη διατύπωση , το άρθρο 6-3 του κανόνα περί τηλεγραφίας καθώς και η σύσταση F-60 της ΔΤΤΣΕ αποσκοπούν αποκλειστικά στην εμπόδιση της δραστηριότητας των φορέων αναμεταδόσεως μηνυμάτων οι οποίοι « έχουν συσταθεί » ή « παγκοίνως οργανωθεί » , με σκοπό να απαλλάσσονται οι επικοινωνίες από την ολοσχερή καταβολή των τελών που οφείλονται για ολόκληρη τη διαδρομή . Επομένως , τα μέτρα που περιέχουν ο διατάξεις αυτές δεν είναι δυνατό παρά να αφορούν μόνο τους φορείς οι οποίοι , με καταχρηστικές μεθόδους , προσπαθούν να αποφύγουν για ορισμένα μηνύματα την ολοσχερή καταβολή των οφειλόμενων τελών .

    42 Εφόσον ένα κράτος μέλος ή ένας αναγνωρισμένος ιδιωτικός φορέας στον οποίο ένα κράτος μέλος έχει αναθέσει τη διαχείριση των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών επιτρέπει δραστηριότητες μεταδόσεως που δεν ασκούνται καταχρηστικά , κατά την έννοια που προσδιορίστηκε παραπάνω , και , επομένως , δεν απαγορεύονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις , δεν είναι δυνατό να τεθεί ζήτημα παραβάσεως εκ μέρους των οικείων κρατών των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει σε διεθνές επίπεδο .

    43 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι οι κανόνες της BT είχαν διαφορετικό αντικείμενο από εκείνο των προαναφερθεισών διατάξεων του κανόνα περί τηλεγραφίας και της σύστασης της ΔΤΤΣΕ και αφορούσαν τους ιδιωτικούς φορείς αναμεταδόσεως μηνυμάτων , η δραστηριότητα των οποίων δεν ήταν καθόλου καταχρηστικού χαρακτήρα .

    44 Υπό τις περιστάσεις αυτές , ο λόγος που στηρίζεται στο ότι η ΔΣΤ και το παράγωγο δίκαιό της υποχρέωναν την BT να θεσπίσει τους επίδικους κανόνες πρέπει , εν πάση περιπτώσει , να απορριφθεί .

    III — Επί του λόγου που στηρίζεται στην ανεπαρκή αιτιολογία της επίδικης απόφασης

    45 Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων που επιβάλλει το άρθρο 190 της Συνθήκης , καθόσον η Επιτροπή δεν ανέφερε τους λόγους για τους οποίους είχε θεωρήσει ότι :

    — το νόμιμο μονοπώλιο της BT ήταν αντίθετο προς το κοινοτικό δίκαιο·

    —η άσκηση κανονιστικής εξουσίας μπορούσε να αντιστοιχεί σε επιχειρηματική δραστηριότητα·

    —οι κοινοτικοί κανόνες περί ανταγωνισμού υπερείχαν των προγενέστερων διεθνών κανόνων .

    46 Πρώτον , πρέπει να τονιστεί ότι , κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου , η αιτιολογία μιας βλαπτικής απόφασης πρέπει να επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του επί της νομιμότητάς της και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τα αναγκαία στοιχεία ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή αβάσιμη . Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης , ιδίως δε με το περιεχόμενο της πράξης , τη φύση των επικαλούμενων λόγων και το συμφέρον που μπορεί να έχουν ως προς την παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά , κατά την έννοια του άρθρου 173 , δεύτερη παράγραφος , της Συνθήκης .

    47 Δεύτερον , πρέπει να παρατηρηθεί ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αμφισβητείται καθόλου το συμβιβαστό του νόμιμου μονοπωλίου της BT με το κοινοτικό δίκαιο . Επομένως , ως προς αυτό το σημείο , η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να παράσχει καμιά αιτιολογία .

    48 Τέλος , προκειμένου περί των δύο άλλων σημείων που αμφισβητεί η Ιταλική Δημοκρατία , από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή επισήμανε πρώτα ότι η BT , εταιρία δημοσίου δικαίου , ήταν μια οικονομική οντότητα που ασκούσε δραστηριότητες οικονομικής φύσεως και αποτελούσε , υπό την ιδιότητά της αυτή , επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης . Εξάλλου , η Επιτροπή ανέφερε ότι , μολονότι δεχόταν το επιχείρημα της BT ότι η διεθνής συνεργασία και η τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της απο τελεσματικής παροχής διεθνών υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας , εντούτοις μια τέτοια συνεργασία δεν είναι δυνατό να φθάνει μέχρι το σημείο να δικαιολογεί παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης .

    49 Η αιτιολογία αυτή ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης , καθόσον επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του και στους ενδιαφερόμενους να κάνουν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους όσον αφορά το αν τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ασκούν επιρροή .

    50 Υπό τις περιστάσεις αυτές , ο λόγος που στηρίζεται στην ανεπαρκή αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί .

    51 Από το σύνολο των προηγούμενων σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή της Ιταλικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    52 Σύμφωνα με το άρθρο 69 , παράγραφος 2 , του κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα . Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε , πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα .

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει :

    1 ) Απορρίπτει την προσφυγή .

    2 ) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα .

    Top