EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61983CJ0013

Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 1985.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κοινή πολιτική μεταφορών - Υποχρεώσεις του Συμβουλίου.
Υπόθεση 13/83.

Συλλογή της Νομολογίας 1985 -01513

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1985:220

61983J0013

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 22ΑΣ ΜΑΙΟΥ 1985. - ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΚΟΙΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 13/83.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1985 σελίδα 01513
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00627
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00197
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00207


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Προσφυγή κατά παραλείψεως — Δικαίωμα προσφυγής των οργάνων — Κοινοβούλιο

( Συνθήκη EOK , άρθρο 4 , παράγραφος 1 , και άρθρο 175 , παράγραφος 1 )

2 . Προσφυγή κατά παραλείψεως — Όχληση του οργάνου — Λήψη θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 175 , παράγραφος 2 , της Συνθήκης — Έννοια

( Συνθήκη EOK , άρθρο 175 , παράγραφος 2 )

3 . Προσφυγή κατά παραλείψεως — Παράλειψη — Έννοια — Μέτρα , η μη λήψη των οποίων μπορεί να αποτελέσει παράλειψη

( Συνθήκη EOK , άρθρα 175 και 176 )

4 . Προσφυγή κατά παραλείψεως — Μέσα άμυνας — Βαθμός της δυσκολίας που αντιμετωπίζει το όργανο κατά την εκπλήρωση υποχρεώσεώς του — Χωρίς σημασία

( Συνθήκη EOK , άρθρο 175 )

5 . Μεταφορές — Θέσπιση κοινής πολιτικής — Διακριτική εξουσία του Συμβουλίου — Πραγματοποίηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών — Υποχρέωση του Συμβουλίου προς ενέργεια

( Συνθήκη EOK , άρθρα 59 , 60 , 61 , 74 και 75 )

6 . Μεταφορές — Διεθνείς και εθνικές μεταφορές — Πραγματοποίηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών — Υποχρέωση του Συμβουλίου προς ενέργεια

( Συνθήκη EOK , άρθρο 75 )

Περίληψη


1 . Το άρθρο 175 , παράγραφος 1 , της Συνθήκης EOK αναγνωρίζει ρητώς τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά παραλείψεως κατά του Συμβουλίου και της Επιτροπής , μεταξύ άλλων , στα « άλλα όργανα της Κοινότητας » . Επομένως , η διάταξη αυτή προβλέπει εξίσου για όλα τα όργανα της οινότητας το δικαίωμα ασκήσεως της εν λόγω προσφυγής . Δεν μπορεί να περιοριστεί η άσκηση αυτού του δικαιώματος ως προς ένα από τα κοινοτικά όργανα χωρίς να θιγεί η θεσμική του θέση , όπως τη θέλησε η Συνθήκη και ιδίως το άρθρο της 4 , παράγραφος

Το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό οινοβούλιο είναι ταυτόχρονα το όργανο της οινότητας που έχει ως αποστολή να ασκεί πολιτικό έλεγχο στις δραστηριότητες της Επιτροπής και , ως ένα ορισμένο βαθμό , και στις δραστηριότητες του Συμβουλίου , δεν μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με τα ένδικα μέσα που διαθέτουν τα

Συνεπώς , πρέπει να αναγνωριστεί ότι το Συμβούλιο δικαιούται να ασκεί προσφυγή κατά

2 . Δεν συνιστά λήψη θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 175 , παράγραφος 2 , της Συνθήκης μια απάντηση , η οποία αποτελεί συνέχεια οχλήσεως , δεν αμφισβητεί ούτε επιβεβαιώνει την προβαλλόμενη παράλειψη ούτε αποκαλύπτει με κανένα τρόπο τη στάση του οργάνου , από το οποίο προέρχεται , έναντι των μέτρων που του είχε ζητηθεί να

3 . Για να μπορέσει να διαπιστωθεί παράλειψη στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 175 της Συνθήκης , η παράλειψη που προσάπτεται στο Συμβούλιο ή στην Επιτροπή πρέπει να αφορά μέτρα , των οποίων η σπουδαιότητα μπορεί να καθορίζεται επαρκώς ώστε να μπορούν να συγκεκριμενοποιούνται και να εκτελούνται κατά την έννοια του άρθρου 176 της

4 . Το Δικαστήριο οφείλει ενδεχομένως , δυνάμει του άρθρου 175 , να διαπιστώσει την παράβαση της Συνθήκης , η οποία συνίσταται στην παράλειψη του Συμβουλίου ή της Επιτροπής να εκδώσουν απόφαση σε ορισμένη περίπτωση κατά την οποία είχαν σχετική O βαθμός της δυσκολίας που μπορεί να αντιμετωπίζει κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του το οικείο όργανο δεν λαμβάνεται υπόψη από το άρθρο 175 .

5 . Είναι μεν αλήθεια ότι η διακριτική του εξουσία περιορίζεται από τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη δημιουργία της κοινής αγοράς και από ορισμένες συγκεκριμένες διατάξεις της Συνθήκης , όπως αυτές που καθορίζουν τις προθεσμίες , κατά το σύστημα όμως της Συνθήκης , το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να καθορίσει , σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπονται , τους στόχους και τα μέσα μιας κοινής πολιτικής

Πάντως , στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών , το Συμβούλιο δεν διαθέτει τη διακριτική εξουσία που μπορεί να επικαλεστεί σε άλλους τομείς της κοινής πολιτικής των Δεδομένου ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα καθορίζεται από το συνδυασμό των άρθρων 59 , 60 , 61 και 75 , παράγραφος 1 , στοιχεία α ) και β ), της Συνθήκης μόνο κατά τον προσδιορισμό των λεπτομερειών ώστε να επιτευχθεί το εν λόγω αποτέλεσμα , αφού ληφθούν υπόψη , σύμφωνα με το άρθρο 75 , τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μεταφορών , μπορεί να χωρήσει άσκηση κάποιας διακριτικής

6 . Το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να επεκτείνει την ελευθερία παροχών υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου , σύμφωνα με το άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχείο α , και παράγραφος 2 , καθόσον η επέκταση αυτή αφορούσε τις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή προς το έδαφος κράτους μέλους ή που διέρχονται από το έδαφος ενός ή περισσότερων κρατών μελών , καθώς και να καθορίσει στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα αυτό , σύμφωνα με το άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχείο β ), και παράγραφος 2 , τους όρους υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’

Διάδικοι


Στην υπόθεση 13/83 ,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο , εκπροσωπούμενο από τον F . Pasetti-Bombardella , γενικό διευθυντή της γενικής γραμματείας του , το νομικό του σύμβουλο R . Bieber και τον J . Schoo , υπάλληλο διοικήσεως της γενικής γραμματείας του Κοινοβουλίου , επικουρούμενους από τον J . Schwarze , καθηγητή του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και τον F . Jacobs , δικηγόρο Λονδίνου και καθηγητή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου , με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη γενική γραμματεία του Κοινοβουλίου , Plateau du Kirchberg , Λουξεμβούργο ,

προσφεύγον ,

υποστηριζόμενο από την

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , εκπροσωπούμενη από τον C.-D . Ehlermann , γενικό διευθυντή της νομικής της υπηρεσίας , το νομικό της σύμβουλο G . Close και τον Chr . Bail , μέλος της νομικής της υπηρεσίας με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον M . Beschel , μέλος της νομικής της υπηρεσίας , κτίριο Jean Monnet , Plateau du Kirchberg , Λουξεμβούργο ,

παρεμβαίνουσα ,

κατά

Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , εκπροσωπούμενου από το νομικό του σύμβουλο H.-J . Glaesner , επικουρούμενο από τον A . Sacchettini και την J . Aussant , μέλη της νομικής του υπηρεσίας , και τον R . M . Chevallier , καθηγητή του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου , τον W . von Simson , καθηγητή του Πανεπιστημίου του Freiburg , και την B . Laloux , μέλος της νομικής του υπηρεσίας , με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον H . J . Pabbruwe , διευθυντή της νομικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων , 100 , boulevard Konrad-Adenauer ,

καθού ,

υποστηριζόμενου από το

Βασίλειο των Κάτω Χωρών , εκπροσωπούμενο από τον A . Bos , βοηθό νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών , επικουρούμενο από τον L . H . Klaassen , καθηγητή του Erasmus-Universiteit του Rotterdam , με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία του Βασιλείου των άτω Χωρών , 5 , rue C.-M.-Spoo ,

παρεμβαίνον ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


που έχει ως αντικείμενο προσφυγή η οποία ασκήθηκε βάσει του άρθρου 175 της Συνθήκης και με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί η παράλειψη του Συμβουλίου στον τομέα της κοινής πολιτικής μεταφορών ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 24 Ιανουαρίου 1983 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο άσκησε , δυνάμει του άρθρου 175 , παράγραφος 1 , της Συνθήκης EOK , προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Συμβούλιο παρέβη τη Συνθήκη EOK και ιδίως τα άρθρα 3 , στοιχείο ε ), 61 , 74 , 75 και 84 της εν λόγω Συνθήκης παραλείποντας να θεσπίσει κοινή πολιτική στον τομέα των μεταφορών και , ειδικότερα , να καθορίσει κατά τρόπο υποχρεωτικό το πλαίσιο αυτής της πολιτικής και ότι το Συμβούλιο , κατά παράβαση της εν λόγω Συνθήκης , παρέλειψε να αποφασίσει επί δεκαέξι προτάσεων που αναφέρονται ονομαστικώς , τις οποίες του είχε υποβάλει η Επιτροπή στον τομέα των μεταφορών .

2 H κοινή πολιτική των μεταφορών περιλαμβάνεται στη δράση της Κοινότητας , την οποία ορίζει το άρθρο 3 της Συνθήκης EOK , προκειμένου να δημιουργηθεί κοινή αγορά και να επιτευχθεί η προοδευτική προσέγγιση της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών . Στην πολιτική αυτή αναφέρεται ο τίτλος IV του δεύτερου μέρους της Συνθήκης σχετικά με τις « βάσεις της Κοινότητας » . Το εισαγωγικό άρθρο αυτού του τίτλου , το άρθρο 74 , προβλέπει ότι οι στόχοι της Συνθήκης στον τομέα των μεταφορών επιδιώκονται « στο πλαίσιο κοινής πολιτικής μεταφορών » . Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης , το Συμβούλιο οφείλει σύμφωνα με το άρθρο 75 , παράγραφος 1 , προτάσει της Επιτροπής και μετά από γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού οινοβουλίου , να θεσπίσει :

« α ) κοινούς κανόνες εφαρμοστέους στις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από/ή προς την επικράτεια ενός κράτους μέλους ή που διέρχονται από την επικράτεια ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών·

β ) τους όρους υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό·

γ ) κάθε άλλη χρήσιμη διάταξη . »

Σύμφωνα με το άρθρο 75 , παράγραφος 2 , οι διατάξεις της παραγράφου 1 , στοιχεία α ) και β ), πρέπει να θεσπιστούν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου .

A — Το ιστορικό της διαφοράς

3 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρατηρεί ότι ήδη το 1968 , προς το τέλος της μεταβατικής περιόδου που προέβλεπε η Συνθήκη EOK , είχε εγκρίνει ψήφισμα σχετικά με το στάδιο πραγματώσεως της κοινής πολιτικής μεταφορών ( ABl . C 10 , σ . 8 ) στο οποίο , αφού αναφερόταν σε προηγούμενο ψήφισμα σχετικά με την καθυστέρηση κατά την εφαρμογή της κοινής πολιτικής μεταφορών , τόνιζε « τη ρητή του βούληση να καθοριστεί και να εφαρμοστεί , χωρίς καθυστέρηση , κοινή πολιτική μεταφορών , την οποία θεωρεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της κοινής αγοράς » . Δύο χρόνια αργότερα , το 1970 , το Κοινοβούλιο ενέκρινε παρόμοιο ψήφισμα ( ABl . C 40 , σ . 27 ), στο οποίο επισήμαινε ξανά την καθυστέρηση στον εν λόγω τομέα και καλούσε το Συμβούλιο να καθορίσει πρόγραμμα εργασίας που να περιλαμβάνει ακριβές χρονοδιάγραμμα των υπό λήψη αποφάσεων .

4 Ταυτόχρονα με τη γνωμοδότησή του επί της ανακοινώσεως της Επιτροπής προς το Συμβούλιο , του Οκτωβρίου 1973 , σχετικά με την περαιτέρω εξέλιξη της κοινής πολιτικής μεταφορών , το οινοβούλιο ενέκρινε στις 25 Σεπτεμβρίου 1974 ψήφισμα περί των αρχών της κοινής πολιτικής μεταφορών ( ABl . C 127 , σ . 24 ). Το Κοινοβούλιο επανέλαβε το αίτημά του προς το Συμβούλιο περί θεσπίσεως χωρίς καθυστέρηση ενιαίας κοινής πολιτικής στον τομέα των μεταφορών με τα ψηφίσματα της 16ης Ιανουαρίου 1979 ( ABl . C 39 , σ . 16 ) και της 3ης Μαρτίου 1982 ( EE C 87 , σ . 42 ).

5 Αφού διαπίστωσε ότι η κοινή πολιτική την οποία επιδίωκε η Συνθήκη παρέμενε απραγματοποίητη , το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τελικά , στις 16 Σεπτεμβρίου 1982 , ψήφισμα περί προσφυγής επί παραλείψει κατά του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στον τομέα της πολιτικής μεταφορών ( EE C 267 , σ . 62 ). Στο ψήφισμα αυτό περιλαμβάνεται η διαπίστωση ότι η πολιτική μεταφορών αποτέλεσε αντικείμενο μηδαμινών μέτρων που δεν ανταποκρίνονται καθόλου στις ανάγκες της κοινής αγοράς και ότι , με τον τρόπο αυτό , οι διατάξεις του άρθρου 3 , στοιχείο ε ), και των άρθρων 74 έως 84 της Συνθήκης EOK δεν τηρήθηκαν . Το ψήφισμα αναφέρει εξάλλου « ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε απόφαση για μεγάλο αριθμό προτάσεων της Επιτροπής , επί των οποίων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε ήδη εδώ και πολύ χρόνο γνωμοδοτήσει θετικά » .

6 Με το εν λόγω ψήφισμα της 16ης Σεπτεμβρίου 1982 , το Κοινοβούλιο ανέθεσε στον πρόεδρό του να ασκήσει προσφυγή κατά του Συμβουλίου , κατ’ εφαρμογή του άρθρου 175 , παράγραφος 1 , της Συνθήκης , αφού καλέσει προηγουμένως το Συμβούλιο να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 175 , παράγραφος 2 . Με έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 1982 , ο πρόεδρος του οινοβουλίου ενημέρωσε πράγματι το Συμβούλιο σχετικά με την πρόθεση του οινοβουλίου να ασκήσει προσφυγή επί παραλείψει κατά του Συμβουλίου επειδή παρέλειψε να καθορίσει , δυνάμει των άρθρων 3 , στοιχείο ε ), 61 και 74 , το πλαίσιο κοινής πολιτικής μεταφορών , μέσα στο οποίο να μπορούν να επιδιωχθούν οι στόχοι της Συνθήκης , καθώς και να λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στα άρθρα 75 έως 84 για την εφαρμογή των άρθρων 61 και

7 Με το ίδιο έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 1982 το Συμβούλιο καλείται να προβεί σε σειρά ενεργειών και ιδίως :

— να καθορίσει το πλαίσιο κοινής πολιτικής μεταφορών σύμφωνα με το άρθρο 3 , στοιχείο ε ), και το άρθρο 74 της Συνθήκης·

—να θεσπίσει την ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών που προβλέπεται στο άρθρο 61 και να εφαρμόσει προς το σκοπό αυτό τις διατάξεις των άρθρων 74 έως 84·

— να λάβει αμέσως τις αποφάσεις που έπρεπε να έχουν ληφθεί πριν από το τέλος της μεταβατικής περιόδου , ιδίως αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχεία α ) και β ) ·

— να θεσπίσει κάθε κατάλληλη διάταξη προς επιδίωξη των στόχων της Συνθήκης στο πλαίσιο κοινής πολιτικής μεταφορών σύμφωνα με το άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχείο γ ) ·

— να αποφασίσει χωρίς καθυστέρηση σχετικά με σειρά προτάσεων της Επιτροπής που αναφέρονται ονομαστικώς , ως προς τις οποίες το Κοινοβούλιο έχει ήδη γνωμοδοτήσει .

8 O πρόεδρος του Συμβουλίου απάντησε με έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 1982 . Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό το Συμβούλιο , « χωρίς να διατυπώσει την άποψή του στο στάδιο αυτό επί των δικαστικών απόψεων » που αναφέρει ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου , αλλά « εν επιγνώσει των καλών σχέσεων του Συμβουλίου με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο » , διαβιβάζει προς αυτό ανάλυση , τα στοιχεία της οποίας θα επιτρέψουν στο Κοινοβούλιο να αντιληφθεί « πώς κρίνει το Συμβούλιο , στο παρόν στάδιο , την εξέλιξη της κοινής πολιτικής μεταφορών » . Το Συμβούλιο αναφέρει επιπλέον ότι συμμερίζεται το ενδιαφέρον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής , ότι έχει ήδη εκδώσει σε διαφόρους τομείς των μεταφορών δέσμη αποφάσεων που συνιστούν σημαντικά μέτρα κατά την εφαρμογή κοινής πολιτικής μεταφορών , αλλ’ ότι εντούτοις γνωρίζει πως η κοινή πολιτική μεταφορών απαιτεί και άλλες επιπλέον ενέργειες παρά τις προόδους που έχουν

9 Σε σημείωμα που επισυνάπτεται στο έγγραφο αυτό περιλαμβάνεται κατάσταση των 71 πράξεων που το Συμβούλιο θέσπισε στον τομέα των μεταφορών καθώς και παρατηρήσεις σχετικά με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η εξέταση καθεμιάς από τις προτάσεις της Επιτροπής που αναφέρονται στο έγγραφο του προέδρου του

10 Μετά την εξέταση της απάντησης του Συμβουλίου από τις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές , σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο ψήφισμα της 16ης Σεπτεμβρίου 1982 , ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού οινοβουλίου έκρινε ότι αυτή η απάντηση δεν συνιστούσε « λήψη θέσεως » κατά την έννοια του άρθρου 175 , παράγραφος 2 , της ατόπιν αυτού , αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προ

11 H Επιτροπή παρενέβη στη διαφορά υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρενέβη υπέρ του Συμβουλίου .

B — Το παραδεκτό της προσφυγής

12 Το καθού Συμβούλιο θεωρεί την προσφυγή απαράδεκτη για δύο λόγους : πρώτον , επειδή ο προσφεύγων δεν έχει το δικαίωμα προς άσκηση προσφυγής ή δε νομιμοποιείται ενεργητικώς και δεύτερον επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις σχετικά με την προκαταρκτική διαδικασία που προβλέπονται στο άρθρο

1 . H ενεργητική νομιμοποίηση

13 Το Συμβούλιο αναφέρει καταρχάς ότι , κατά τη γνώμη του , η παρούσα προσφυγή εν- τάσσεται στις προσπάθειες του Κοινοβουλίου για την ενίσχυση της επιρροής του στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων εντός της Κοινότητας . Στο πλαίσιο αυτών των προσπαθειών , οι οποίες κατά τα λοιπά είναι θεμιτές , δεν πρέπει εντούτοις να χρησιμοποιηθεί η προσφυγή επί παραλείψει που προβλέπεται στο άρθρο 175 δεδομένου ότι η συνεργασία μεταξύ των κοινοτικών οργάνων δεν διέπεται από την εν λόγω Οι πολιτικοί στόχοι του οινοβουλίου πρέπει να επιδιωχθούν με άλλες

14 Υπό το φως αυτής της σκέψεως , το Συμβούλιο , παρόλον ότι αναγνωρίζει ότι με το άρθρο 175 δίνεται στα κράτη μέλη και « τα άλλα κοινοτικά όργανα » η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής επί παραλείψει κατά των παραλείψεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής , αναρωτιέται μήπως το δικαίωμα ελέγχου που η Συνθήκη χορηγεί στο Κοινοβούλιο περιορίζεται στις αρμοδιότητες που προβλέπονται στα άρθρα 137 , 143 και 144 της Συνθήκης , τα οποία ρυθμίζουν τις δυνατότητες επιρροής του οινοβουλίου επί των δραστηριοτήτων της Επιτροπής και του Υπ’ αυτές τις συνθήκες , το οινοβούλιο δεν μπορεί να διαθέτει έναντι του Συμβουλίου δικαίωμα ελέγχου που να μπορεί να ασκηθεί με προσφυγή επί

15 Το Συμβούλιο προσθέτει ότι η συστηματική ερμηνεία της Συνθήκης κωλύει την ενεργητική νομιμοποίηση του Πράγματι , η προσφυγή ακυρώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 173 , η οποία επιτρέπει τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής , δεν μπορεί να ασκηθεί από το Εφόσον η Συνθήκη δεν προβλέπει ότι το οινοβούλιο μπορεί να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων αυτών των δύο οργάνων , θα ήταν παράλογο να του παρέχεται η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής σε περίπτωση παράνομης παραλείψεως ενός από τα εν λόγω δύο όργανα . Επομένως , μόνο με ρητή ανάθεση αρμοδιότητας μπορεί να αναγνωριστεί στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής επί παραλείψει .

16 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν αυτή την επιχειρηματολογία , αναφέρονται δε σχετικά στο ίδιο το γράμμα του άρθρου H διατύπωση της διάταξης αυτής δεν αφήνει περιθώρια για ερμηνεία που να αποστερεί το Κοινοβούλιο από το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής επί παραλείψει . Τα δύο όργανα θεωρούν επίσης ότι η αναγνώριση παρόμοιου δικαιώματος δεν είναι κατά κανένα τρόπο ασυμβίβαστη με την κατανομή των εξουσιών που προβλέπεται στη

17 Πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά ότι το άρθρο 175 , παράγραφος 1 , όπως δέχεται και το Συμβούλιο , αναγνωρίζει ρητώς τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής επί παραλείψει κατά του Συμβουλίου και της Επιτροπής , μεταξύ άλλων , στα « άλλα όργανα της Κοινότητας » . Επομένως , η διάταξη αυτή προβλέπει εξίσου για όλα τα όργανα της Κοινότητας το δικαίωμα ασκήσεως της εν λόγω Δεν μπορεί να περιοριστεί η άσκηση αυτού του δικαιώματος ως προς ένα από τα κοινοτικά όργανα χωρίς να θιγεί η θεσμική του θέση όπως τη θέλησε η Συνθήκη και ιδίως το άρθρο της 4 , παράγρα- φος 1 .

18 Το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ταυτόχρονα το όργανο της Κοινότητας που έχει ως αποστολή να ασκεί πολιτικό έλεγχο στις δραστηριότητες της Επιτροπής και , ως ένα ορισμένο βαθμό , και στις δραστηριότητες του Συμβουλίου , δεν μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με τα ένδικα μέσα που διαθέτουν τα

19 Επομένως , η πρώτη ένσταση περί απαραδέκτου της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί .

2 . Οι προϋποθέσεις σχετικά με την προκαταρκτική διαδικασία

20 Το Συμβούλιο θεωρεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις σχετικά με την προκαταρκτική διαδικασία που προβλέπονται στο άρθρο Αφενός , το έγγραφο του προέδρου του Ευρωπαϊκού οινοβουλίου , της 21ης Σεπτεμβρίου 1982 , δεν αποτέλεσε « πρόσκληση προς ενέργεια » κατά την έννοια του άρθρου 175· αφετέρου , το Συμβούλιο « έλαβε θέση » επί του εγγράφου αυτού κατά την έννοια της ίδιας διάταξης , διαβιβάζοντας στο Κοινοβούλιο πλήρη ανάλυση των δραστηριοτήτων του Συμβουλίου στον τομέα της κοινής πολιτικής μεταφορών που αναφέρονται στο προαναφερθέν έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 1982 .

21 Επί του πρώτου θέματος , το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το έγγραφο του προέδρου του Κοινοβουλίου δεν θεωρήθηκε τότε ως πρόσκληση προς ενέργεια , κατά την έννοια του άρθρου 175 . H απάντηση του Συμβουλίου επέτρεψε να διαπιστωθεί ότι η ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ των δύο οργάνων αποτελούσε , κατά την άποψη του Συμβουλίου , συμβολή στον πολιτικό διάλογο και όχι το πρώτο στάδιο διαφοράς . Για το λόγο αυτό , το Συμβούλιο διαβίβασε στο Κοινοβούλιο όλα τα αναγκαία στοιχεία ώστε να καταστεί σαφής ο τρόπος με τον οποίο το Συμβούλιο έκρινε τη μελλοντική εξέλιξη της κοινής πολιτικής

22 Ως προς το δεύτερο σημείο , το Συμβούλιο εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι το ακριβές περιεχόμενο της κατά την έννοια του άρθρου 175 « θέσεως που λαμβάνει » το συγκεκριμένο όργανο εξαρτάται από την αιτίαση παραλείψεως που προσάπτεται στο εν λόγω όργανο . Αν αυτό έχει υποχρέωση να λάβει απόφαση χωρίς να διαθέτει την ελάχιστη διακριτική εξουσία , δύσκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι η λήψη θέσεως με περιεχόμενο διαφορετικό από την πράξη που πρέπει να εκδοθεί , μπορεί να καταστήσει απαράδεκτη την προσφυγή . Αν , αντιθέτως , η Συνθήκη παρέχει στο όργανο ευρέα όρια διακριτικής εξουσίας για να ενεργήσει , όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση , η κατάσταση εμφανίζεται διαφορετική : πράγματι , αρκεί σ’ αυτή την περίπτωση μια απάντηση του εν λόγω οργάνου που να αναφέρει το στάδιο προόδου των εργασιών και να εμφανίζει τους λόγους για τους οποίους δεν έχει ακόμη αποφασίσει καθώς και τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να ενεργήσει στη συνέχεια , για να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει παράλειψη κατά την έννοια του άρθρου 175 και ότι συνεπώς η προσφυγή είναι

23 Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή έχουν τη γνώμη ότι το έγγραφο του προέδρου του Κοινοβουλίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1982 εκφράζει με αρκετή σαφήνεια τα μέτρα που απαιτεί το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο του άρθρου 175 , παράγραφος 2 , και ότι το απαντητικό έγγραφο του προέδρου του Συμβουλίου της 22ας Νοεμβρίου 1982 χαρακτηρίζεται ακριβώς από το γεγονός ότι δεν λαμβάνει θέση ως προς κανένα από αυτά τα μέτρα και δεν δίνει συνεπώς απάντηση στο οινοβούλιο όσον αφορά την αιτίαση παραλείψεως που είχε

24 Πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 175 , παράγραφος 2 . Αφού αναφέρθηκε ρητώς στην εν λόγω διάταξη , το Κοινοβούλιο κατέστησε σαφές με το έγγραφο του προέδρου του ότι καλούσε το Συμβούλιο να ενεργήσει κατά την έννοια του άρθρου 175 , απαριθμώντας και τα μέτρα που κατά τη γνώμη του έπρεπε να ληφθούν από το Συμβούλιο για να τεθεί τέρμα στην παράλειψή του .

25 H απάντηση του Συμβουλίου , αντιθέτως , περιορίστηκε στη μνεία των μέτρων που το Συμβούλιο είχε ήδη λάβει στον τομέα των μεταφορών , χωρίς να εκφράζει την άποψή του « επί των δικαστικών απόψεων » που προκύπτουν από την ανταλλαγή εγγράφων που προκάλεσε το Κοινοβούλιο . Με την απάντηση , δεν αμφισβητήθηκε ούτε επιβεβαιώθηκε η προβαλλόμενη παράλειψη και δεν διαφάνηκε με κανένα τρόπο η στάση του Συμβουλίου έναντι των μέτρων που κατά την άποψη του οινοβουλίου έπρεπε ακόμη να H απάντηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λήψη θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 175 , παράγραφος 2 .

26 Το Δικαστήριο εξάλλου θεωρεί ότι , στην προκειμένη περίπτωση , οι παρατηρήσεις του Συμβουλίου σχετικά με τη διακριτική εξουσία που διαθέτει για την εφαρμογή της κοινής πολιτικής μεταφορών δεν αφορούν το ζήτημα αν συνέτρεχαν οι ειδικές προϋποθέσεις του άρθρου 175 , αλλά εντάσσονται στο γενικότερο πρόβλημα , αν η απουσία κοινής πολιτικής στον τομέα των μεταφορών μπορεί να αποτελεί παράλειψη κατά την έννοια αυτής της διάταξης , πρόβλημα που εξετάζεται πιο κάτω στην παρούσα από

27 Επομένως , και η δεύτερη ένσταση περί απαραδέκτου της προσφυγής πρέπει επίσης να απορριφθεί .

Γ — Το αντικείμενο της προσφυγής

28 Στο υπόμνημα αντικρούσεώς του , το Συμβούλιο προσάπτει στο Κοινοβούλιο ότι δεν έθιξε το θέμα που είναι καθοριστικό για την έκβαση της διαφοράς , αν δηλαδή η έκφραση « να αποφασίσουν » που περιέχεται στο άρθρο 175 μπορεί να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει τη θέσπιση κοινής πολιτικής μεταφορών . Το Συμβούλιο εξηγεί ότι αυτή η πολιτική αφορά έναν εξαιρετικά πολύπλοκο τομέα που περιλαμβάνει πολυάριθμα θέματα , όπως είναι η υποδομή , οι τιμές , οι όροι των μεταφορών , η ελευθερία εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών , τα κοινωνικά προβλήματα , τα προβλήματα του ανταγωνισμού και Επομένως , κοινή πολιτική σ’ αυτόν τον τομέα , που πρέπει να συμπεριλάβει τόσο τις οδικές μεταφορές όσο και την εσωτερική ναυσιπλο ΐα και τους σιδηροδρόμους δεν μπορεί να θεσπιστεί με μία και μόνη απόφαση : πρέπει να εκπονηθεί βαθμιαίως με ειδικές

29 Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 175 προορίζεται για τις περιπτώσεις που το εν λόγω όργανο έχει τη νομική υποχρέωση να εκδώσει ορισμένη νομική πράξη και δεν αρμόζει για τη λύση περιπτώσεων στις οποίες πρόκειται για θέσπιση ολόκληρου συστήματος μέτρων στο πλαίσιο πολύπλοκης νομοθετικής Πράγματι , σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι κάποιο όργανο παρέλειψε , κατά παράβαση της Συνθήκης , να « αποφασίσει » , το εν λόγω όργανο έχει υποχρέωση , δυνάμει του άρθρου 176 , να « λάβει τα μέτρα » που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου . Το προσφεύγον όμως δεν υπέδειξε τα συγκεκριμένα μέτρα των οποίων η μη θέσπιση προσάπτεται στο Συμ

30 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναγνωρίζει ότι , πιθανώς , κοινή πολιτική μεταφορών δεν μπορεί να θεσπιστεί « uno actu » αλλ’ ότι πρέπει να πραγματοποιηθεί με τη λήψη διαδοχικών μέτρων που πρέπει να είναι εναρμονισμένα μεταξύ τους και να περιλαμβάνονται σ’ ένα και μόνο ενιαίο Εντούτοις , είναι προφανές ότι απαιτείται « η λήψη αποφάσεως » , είτε έτσι είτε αλλιώς , για να τεθεί σ’ εφαρμογή , σύμφωνα με προκαθορισμένο σχέδιο , το σύνολο των αναγκαίων προς το σκοπό αυτό

31 Σύμφωνα με την άποψη της Επιτροπής που υποστηρίζει τη θέση του Κοινοβουλίου ως προς το σημείο αυτό , η Συνθήκη συνεπάγεται γενική υποχρέωση θεσπίσεως κοινής πολιτικής στον τομέα των μεταφορών . Βάσει της υποχρεώσεως αυτής απαιτείται καταρχάς να καθοριστούν , σύμφωνα με τους γενικούς στόχους της Συνθήκης , οι αρχές της κοινής πολιτικής μεταφορών που θα αποτελέσουν την απαραίτητη βάση για τη θέσπιση μέτρων εκτελέσεως . H θέσπιση σποραδικών μόνο μέτρων που δεν περιλαμβάνουν τους κύριους τομείς μιας κοινής πολιτικής δεν ανταποκρίνονται στην απαίτηση H Επιτροπή θεωρεί ότι όποια κι αν είναι η ελευθερία που η Συνθήκη παρέχει στο Συμβούλιο για τον προσδιορισμό της φύσης των μέτρων που πρέπει να ληφθούν , μέσα στο πλαίσιο που αυτό καθορίζει , και τη σειρά με την οποία τα μέτρα αυτά θα ληφθούν , η υποχρέωση προς ενέργεια που συνεπάγονται τα άρθρα 74 και 75 , καθώς επίσης και το άρθρο 3 , στοιχείο ε ), της Συνθήκης , είναι αρκετά σαφής , ώστε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής επί παραλείψει βάσει του άρθρου 175 σε περίπτωση παραβάσεως .

32 Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή προσθέτουν ότι , εν πάση περιπτώσει , το άρθρο 75 καθορίζει απολύτως ακριβή προθεσμία για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στους τομείς που η Συνθήκη θεωρεί προδήλως ως ουσιώδεις , δεδομένου ότι οι κοινοί κανόνες που εφαρμόζονται στις διεθνείς μεταφορές και οι όροι υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό πρέπει να θεσπιστούν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου , δηλαδή μέχρι το τέλος του έτους 1969 . Οι εν λόγω δύο τομείς συνδέονται στενά με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών για την οποία η Συνθήκη προβλέπει ότι πραγματοποιείται καταρχήν πριν από το τέλος της μεταβατικής περιόδου αλλ’ ότι , σύμφωνα με το άρθρο 61 , στον τομέα των μεταφορών εξαρτάται από την πραγματοποίηση κοινής πολιτικής .

33 Πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι το Κοινοβούλιο διατύπωσε δύο διαφορετικά αιτήματα : το ένα αφορά την παράλειψη θεσπίσεως κοινής πολιτικής στον τομέα των μεταφορών και ειδικότερα την παράλειψη καθορισμού του πλαισίου της και το άλλο την παράλειψη του Συμβουλίου να αποφασίσει επί 16 προτάσεων στον τομέα των μεταφορών , που του είχε υποβάλει η Μόνο όσον αφορά το πρώτο αίτημα τίθεται το ερώτημα αν το γράμμα του άρθρου 175 και η θέση αυτής της διάταξης μέσα στο σύστημα των διατάξεων περί ενδίκων μέσων που προβλέπει η Συνθήκη επιτρέπουν στο Δικαστήριο να διαπιστώσει παράλειψη λήψεως αποφάσεως κατά παράβαση της

34 Το γράμμα του άρθρου 175 φαίνεται μεν ότι ευνοεί την ερμηνεία που προϋποθέτει την απουσία ορισμένης νομικής πράξεως , ιδίως στη γερμανική και ολλανδική του διατύπωση , το επιχείρημα όμως αυτό δεν είναι Αφενός , οι άλλες γλωσσικές αποδόσεις του ίδιου κειμένου έχουν γίνει κατά τρόπο που να μπορούν να περιλαμβάνουν παράλειψη λιγότερο σαφώς προσδιορισμένη· αφετέρου , θα αντέκειτο στο άρθρο 175 το να μη μπορεί ο προσφεύγων να προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου την παράλειψη ενός οργάνου να λάβει πολλές αποφάσεις ή μια δέσμη αποφάσεων , στην περίπτωση που η λήψη των αποφάσεων αυτών συγκαταλέγεται μεταξύ των υποχρεώσεων που η Συνθήκη επιβάλλει στο εν λόγω

35 Υπ’ αυτές τις συνθήκες , το ζήτημα που έθεσε το Συμβούλιο έγκειται στο αν , εν προκειμένω , το Ευρωπαϊκό οινοβούλιο περιέγραψε στο πρώτο του αίτημα τα μέτρα των οποίων τη μη λήψη προσάπτει στο Συμβούλιο με τέτοια ακρίβεια , ώστε το Δικαστήριο κάνοντας δεκτή την προσφυγή του οινοβουλίου , να εκδώσει απόφαση που να μπορέσει να εκτελεστεί από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου

36 H ακρίβεια αυτή επιβάλλεται ακόμη περισσότερο επειδή το σύστημα των ενδίκων μέσων που θεσπίζεται από τη Συνθήκη συνεπάγεται στενή σχέση μεταξύ της προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 173 , με την οποία μπορεί να επιτευχθεί η ακύρωση παράνομων πράξεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής και αυτής που στηρίζεται στο άρθρο 175 , η οποία μπορεί να καταλήξει στη διαπίστωση ότι η παράλειψη του Συμβουλίου ή της Επιτροπής να εκδώσουν ορισμένες πράξεις είναι αντίθετη προς τη Συν Ενόψει αυτής της σχέσεως πρέπει να συναχθεί ότι και στις δύο περιπτώσεις οι πράξεις που αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να συγκεκριμενοποιούνται επαρκώς ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να κρίνει τη νομιμότητα της έκδοσής τους ή αντιστοίχως της μη έκδοσής

37 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι το πρώτο αίτημα του Κοινοβουλίου μπορεί να γίνει δεκτό , ακόμη και αν αποδειχθεί βάσιμο , μόνο στο βαθμό που η έλλειψη κοινής πολιτικής στον τομέα των μεταφορών που προσάπτεται στο Συμβούλιο συνίσταται σε παράλειψη λήψεως των μέτρων , των οποίων η σπουδαιότητα μπορεί να καθορίζεται επαρκώς ώστε να μπορούν να συγκεκριμενοποιούνται και να εκτελούνται κατά την έννοια του άρθρου 176 . Συνεπώς , πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα των διαδίκων σχετικά με την έλλειψη ή όχι κοινής πολιτικής στον τομέα των μεταφορών .

Δ — Το πρώτο αίτημα : η παράλειψη θεσπίσεως κοινής πολιτικής μεταφορών

1 . H κοινή πολιτική μεταφορών γενικώς

38 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναγνωρίζει ότι η Συνθήκη αφήνει ευρεία διακριτική εξουσία στο Συμβούλιο όσον αφορά το περιεχόμενο της κοινής πολιτικής μεταφορών . Αυτή η εξουσία περιορίζεται εντούτοις διττώς : πρώτον , δεν επιτρέπεται στο Συμβούλιο να παραμείνει αδρανές πέρα από τη λήξη των προθεσμιών που προβλέπονται από τη Συνθήκη και ιδίως αυτής του άρθρου 75 , παράγραφος 2· δεύτερον , το Συμβούλιο έχει υποχρέωση να καθορίσει κοινό πλαίσιο συνιστάμενο σε ενιαίο σύστημα αρχών , το οποίο να λαμβάνει υπόψη του τα πολύπλοκα οικονομικά δεδομένα που είναι συμφυή με τον τομέα των μεταφορών στο σύνολό τους . Οι αρχές αυτές πρέπει να διέπουν τα διάφορα ειδικά μέτρα που είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση των γενικών αρχών της Συνθήκης στον εν λόγω τομέα .

39 Υπ’ αυτές τις συνθήκες , οι βασικές αρχές που το Συμβούλιο όφειλε να θεσπίσει , έπρεπε , πάντοτε κατά την άποψη του Κοινοβουλίου , τουλάχιστον να λαμβάνουν υπόψη τους ορισμένους στόχους και να καλύπτουν ορισμένους τομείς . H ίδια η φύση μιας κοινής πολιτικής μεταφορών συνεπάγεται , πράγματι , την ανάγκη να εξασφαλιστεί η πραγματοποίηση ορισμένων στόχων , ιδίως προκειμένου να επιτευχθεί η ελευθέρωση των μεταφορών και να διευκολυνθούν οι διεθνείς Οι εν λόγω αρχές πρέπει επίσης να προσδιορίζουν ποιοι τομείς περιλαμβάνονται στο σύστημα κανόνων που πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή· η οικονομική κατάσταση στον τομέα των μεταφορών απαιτεί να περιλαμβάνονται σ’ αυτούς τους τομείς δράσεως ιδίως οι σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ σιδηροδρομικών και οδικών συγκοινωνιών , καθώς και οι κανόνες για τον περιορισμό του δυναμικού της εσωτερικής ναυσιπλο ΐας και των οδικών μεταφορών .

40 H Επιτροπή επισημαίνει τα σημαντικά κενά που υπάρχουν σε όλους τους τομείς της πολιτικής μεταφορών παρά τις πολυάριθμες προτάσεις που έχει υποβάλει στο Συμβούλιο από 20 ετών και Αναφέρει , ιδίως , την ανεπάρκεια των μέτρων που έχουν ληφθεί στον τομέα των οδικών εμπορευματικών μεταφορών , όπου οι περιορισμοί του δυναμικού καθορίζονται κυρίως με διμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών , με βάση πολύ διαφορετικά κριτήρια , τα οποία συχνά εμποδίζουν την άριστη χρησιμοποίηση του υπάρχοντος δυναμικού λόγω των πολυάριθμων επιστροφών που πραγματοποιούνται χωρίς φορτίο και όπου , εξάλλου , η μεταφορά στο εσωτερικό καθενός από τα κράτη μέλη ανατίθεται μόνο στις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στο εν λόγω κράτος Τέλος , σημαντικός αριθμός ελέγχων στα σύνορα εξακολουθούν να παρεμποδίζουν τις διεθνείς

41 Σχετικά με αυτά , η Επιτροπή αναφέρει τη μη ικανοποιητική οικονομική κατάσταση των σιδηροδρόμων και τις μη ικανοποιητικές σχέσεις μεταξύ αυτών και του κράτους· το σημαντικό διαρθρωτικό πλεόνασμα των εσωτερικών πλωτών μεταφορών που έχει επιδεινωθεί λόγω της απουσίας συντονισμένων μέτρων παροπλισμού των πλοίων· τη μη πραγματοποίηση προόδου όσον αφορά την πραγματοποίηση έργων υποδομής που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την Κοινότητα και την έλλειψη συντονισμού των εθνικών μέτρων υποδομής· και , τέλος , τη σχεδόν παντελή απουσία κοινοτικής δράσεως στον τομέα των θαλασσίων και αεροπορικών

42 Το Συμβούλιο δεν αμφισβητεί τα κενά που επισήμανε η Επιτροπή . Εντούτοις , προβάλλει σειρά επιχειρημάτων επιδιώκοντας να αποδείξει ότι αυτά τα κενά δεν μπορούν να εξομοιωθούν με παράλειψη ενεργείας , κατά την έννοια του άρθρου 175 της Συν Προς το σκοπό αυτό επικαλείται ιδίως τη διακριτική εξουσία που διαθέτει κατά την εφαρμογή της κοινής πολιτικής των μεταφορών , καθώς και τις αντικειμενικές δυσκολίες γεωγραφικής , οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που δεν επιτρέπουν ταχύτερη Εξάλλου , το Συμβούλιο υπενθυμίζει το πρόβλημα της ιδιαίτερης θέσης των σιδηροδρόμων στην αγορά των μεταφορών και τον ιδιαίτερο ρόλο που θα έπαιζαν τα κράτη μέλη στον τομέα των μεταφορών εντός του συστήματος λήψεως αποφάσεων του

43 Το Συμβούλιο αναφέρεται στη συνέχεια στα μέτρα που έχει ήδη λάβει και των οποίων κατάσταση έχει διαβιβάσει στο Κοινοβούλιο μαζί με το έγγραφο του προέδρου του Συμβουλίου της 22ας Νοεμβρίου 1982 , καθώς και στις αποφάσεις του της 13ης Μαΐου 1965 , στην οποία καθορίζει τους επιδιωκόμενους στόχους όσον αφορά την εναρμόνιση δημοσιονομικών και κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των μεταφορών ( EE ειδ . έκδ . 07/001 , σ . 66 ) και της 14ης Δεκεμβρίου 1967 , με την οποία θεσπίζεται πρόγραμμα μέτρων ικανών να εξασφαλίσουν τη μεταγενέστερη ανάπτυξη της κοινής πολιτικής μεταφορών ( EE ειδ . έκδ . 07/001 , σ . 76 ). Οι αποφάσεις αυτές έδειξαν εξάλλου ότι το Συμβούλιο προσέκρουσε τότε στην αλληλεξάρτηση των διαφόρων τομέων των μεταφορών και των διαφόρων προβλημάτων που έπρεπε να λυθούν , πράγμα που επιβεβαιώθηκε πολλές φορές από την

44 Ως προς αυτό , το Συμβούλιο αναφέρει ότι , σύμφωνα με τη δική του θεώρηση των πραγμάτων , η ελευθέρωση των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων δεν είναι διόλου νοητή χωρίς ουσιαστική προσέγγιση των όρων ανταγωνισμού , πράγμα που , εντούτοις , θα ήταν αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς να έχει λυθεί το πρόβλημα των σιδηροδρόμων και των σχέσεών τους με τις δημόσιες αρχές . Πάντως , η Επιτροπή ποτέ δεν υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση που να επιτρέπει τη ρύθμιση αυτού του θεμελιώδους προβλή

45 H ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει τα αιτήματα του Συμβουλίου ως προς αυτό το σημείο χωρίς να συμμερίζεται όλη του την επιχειρηματολογία . Πράγματι , θεωρεί ότι η απουσία κοινής πολιτικής μεταφορών δεν συνεπάγεται ότι οι γενικοί κανόνες της Συνθήκης και οι ελευθερίες που οι κανόνες αυτοί εξασφαλίζουν , δεν εφαρμόζονται στις Είναι μεν αλήθεια ότι , κατά το άρθρο 61 της Συνθήκης , η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών ρυθμίζεται από τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την κοινή πολιτική μεταφορών , απ’ αυτό όμως δεν μπορεί να συναχθεί ότι η λήξη της μεταβατικής περιόδου δεν είχε συνέπειες για την ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών σ’ αυτό τον H ολλανδική κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έκρινε σε άλλους τομείς , όπως ο τομέας της οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ο τομέας της διατήρησης των θαλασσίων πόρων , ότι η λήξη της μεταβατικής περιόδου μπορεί αφεαυτής να δημιουργήσει δικαιώματα και υποχρεώσεις που βασίζονται στους γενικούς κανόνες της

46 Από τους πιο πάνω ισχυρισμούς των τεσσάρων διαδίκων μπορεί χωρίς δυσκολία να συναχθεί το εξής συμπέρασμα : οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι δεν υπάρχει ακόμη ενιαίο σύστημα ρυθμίσεων που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κοινή πολιτική μεταφορών κατά την έννοια των άρθρων 74 και 75 της Συνθήκης . Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να στηριχτεί είτε στην έλλειψη ενιαίου πλαισίου για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής , πράγμα που επικαλείται το Κοινοβούλιο , είτε στο γεγονός που επισήμανε η Επιτροπή ότι τα ουσιαστικά προβλήματα στον τομέα των μεταφορών εξακολουθούν να υπάρχουν , είτε στη μη εκτέλεση , που αναφέρει το Συμβούλιο , των αποφάσεων του 1965 και 1967 που καθόριζαν το χρονοδιάγραμμα των εργασιών στον εν λόγω τομέα , είτε τέλος στη διατήρηση των εμποδίων όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών , που τόνισε η ολλανδική

47 Επομένως , πρέπει να εξεταστεί αν , ενόψει της απουσίας συνόλου μέτρων ικανών να θεσπίσουν κοινή πολιτική στον τομέα των μεταφορών , η παράλειψη του Συμβουλίου να λάβει αποφάσεις συνιστά παράλειψη υποκειμένη σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 175 της Συνθήκης .

48 Ως προς αυτό , πρέπει καταρχάς να παρατηρηθεί ότι οι αντικειμενικές δυσκολίες που , σύμφωνα με την άποψη του Συμβουλίου , παρεμποδίζουν την αναγκαία πρόοδο στην άγουσα στην κοινή πολιτική μεταφορών οδό , είναι επουσιώδεις στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς . Το Δικαστήριο οφείλει ενδεχομένως , δυνάμει του άρθρου 175 , να διαπιστώσει την παράβαση της Συνθήκης , η οποία συνίσταται στην παράλειψη του Συμβουλίου ή της Επιτροπής να εκδώσουν απόφαση σε ορισμένη περίπτωση κατά την οποία είχαν σχετική υποχρέωση . O βαθμός της δυσκολίας που μπορεί να αντιμετωπίζει κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του το οικείο όργανο δεν λαμβάνεται υπόψη από το άρθρο

49 Πάντως , το επιχείρημα που το Συμβούλιο αρύεται από τη διακριτική εξουσία πρέπει , καταρχήν , να γίνει δεκτό . Είναι μεν αλήθεια ότι αυτή η εξουσία περιορίζεται από τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη δημιουργία της κοινής αγοράς και από ορισμένες συγκεκριμένες διατάξεις της Συνθήκης , όπως αυτές που καθορίζουν τις προθεσμίες , κατά το σύστημα όμως της Συνθήκης το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να καθορίσει , σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπονται από τη Συνθήκη , τους στόχους και τα μέσα μιας κοινής πολιτικής μεταφορών .

50 Πράγματι , το Συμβούλιο οφείλει μεν , στο πλαίσιο της υποχρέωσής του να θεσπίσει κοινή πολιτική μεταφορών , να προβεί σ’ όλες τις αναγκαίες επιλογές για να επιτευχθεί η βαθμιαία εφαρμογή αυτής της πολιτικής , αλλά το περιεχόμενο αυτών των επιλογών δεν καθορίζεται ειδικότερα από τη Συνθήκη . Έτσι η Συνθήκη αφήνει στο Συμβούλιο , για παράδειγμα , τη μέριμνα να καθορίσει αν τα μέτρα στον τομέα των μεταφορών πρέπει καταρχάς να αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των σιδηροδρόμων και των δημοσίων αρχών ή τις σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ των οδικών και των σιδηροδρομικών συ O καθορισμός των προτεραιοτήτων που πρέπει να τηρηθούν κατά την εναρμόνιση των νομοθεσιών και της διοικητικής πρακτικής στον εν λόγω τομέα και η λήψη αποφάσεων σχετικά με το ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της εναρμόνισης περιλαμβάνεται επίσης στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου . Γι’ αυτά τα θέματα η Συνθήκη παρέχει διακριτική εξουσία στο

51 H σκέψη αυτή ενισχύεται από τα πληροφοριακά στοιχεία που προσκόμισαν τα τρία ενδιαφερόμενα κοινοτικά όργανα και η ολλανδική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της δίκης . Από τις πληροφορίες αυτές προκύπτει ότι , από την προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου του 1965 , οι απόψεις σχετικά με το περιεχόμενο της κοινής πολιτικής μεταφορών εξελίχθηκαν και , ιδίως , η εκάστοτε σημασία των διαφόρων πτυχών αυτής της πολιτικής αποτέλεσε αντικείμενο ποικίλων εκτιμήσεων στην πάροδο του χρόνου .

52 Οι πληροφορίες που δόθηκαν επιτρέπουν ακόμη μία δεύτερη διαπίστωση . Πράγματι , απ’ αυτές προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο , προσφεύγον στην παρούσα δίκη , δεν περιέγραψε , παρ’ όλες τις σχετικές προσκλήσεις ποια πρέπει να είναι τα μέτρα που οφείλει να λάβει το Συμβούλιο δυνάμει της Συνθήκης και με ποια σειρά πρέπει αυτά να Το οινοβούλιο περιορίστηκε να αναφέρει ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να σχηματίζουν ενιαίο σύνολο , να είναι κοινά για όλα τα κράτη μέλη και να υλοποιούν τους στόχους της Συνθήκης στον τομέα των

53 Όπως ήδη διαπιστώθηκε πιο πάνω , η απουσία κοινής πολιτικής της οποίας η θέσπιση προβλέπεται από τη Συνθήκη δεν συνιστά καθαυτή αναγκαίως παράλειψη επαρκώς καθορισμένη , ώστε να μπορεί να υπαχθεί στο δικαστικό έλεγχο του άρθρου 175 . H διαπίστωση αυτή ισχύει εν προκειμένω ακόμη και αν είναι αλήθεια ότι οι εργασίες που άρχισαν βάσει του άρθρου 75 πρέπει συνεχώς να προχωρούν για να μπορέσει να τεθεί βαθμιαία σε εφαρμογή κοινή πολιτική μεταφορών και αν , επίσης , αληθεύει ότι ουσιώδες μέρος αυτών των εργασιών έπρεπε να περατωθεί , σύμφωνα με το άρθρο 75 , παράγραφος 2 , πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου .

2 . H ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών

54 Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή ισχυρίστηκαν σχετικά ότι οι διατάξεις του άρθρου 75 , παράγραφος 1 , στοιχεία α ) και β ), που αφορούν τους κοινούς κανόνες που εφαρμόζονται στις διεθνείς μεταφορές , καθώς και οι όροι υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό , όχι μόνο πρέπει να θεσπιστούν εντός ορισμένης προθεσμίας , αλλά επίσης επιβάλλουν στο Συμβούλιο υποχρεώσεις επαρκώς καθορισμένες , ώστε να μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο διαπιστώσεως παραλείψεως κατά την έννοια του άρθρου 175 της Συν Τα δύο κοινοτικά όργανα τονίζουν τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ αυτών των διατάξεων και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών , η πραγματοποίηση της οποίας αποτελεί ένα από τα κύρια καθήκοντα της

55 Το Συμβούλιο αμφισβήτησε αυτή την άποψη ισχυριζόμενο ότι ακόμη και στον τομέα του άρθρου 75 , παράγραφος 1 , στοιχεία α ) και β ), το περιεχόμενο και ο σκοπός των κανόνων που πρέπει να θεσπιστούν δεν είναι επαρκώς καθορισμένοι .

56 H Επιτροπή επισήμανε ότι , εν πάση περιπτώσει , το περιεχόμενο ενός στοιχείου της κοινής πολιτικής μεταφορών που θέλησε να θεσπίσει η Συνθήκη , δηλαδή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών , περιγράφεται επαρκώς ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως συγκεκριμένη H έκταση αυτής της υποχρέωσης μπορεί να προσδιοριστεί βάσει των διατάξεων της Συνθήκης που αναφέρονται στην παροχή υπηρεσιών , ιδίως βάσει των άρθρων 59 και 60 , των σχετικών οδηγιών και της σχετικής νομολογίας .

57 Και η ολλανδική κυβέρνηση επίσης τόνισε τη σημασία της ελεύθερης παροχής υπηρε

58 Συνεπώς , πρέπει να εξεταστούν επισταμένως τα επιχειρήματα των διαδίκων σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών και η σχέση της με τη θέσπιση κοινής πολιτικής στον εν λόγω τομέα .

59 H Επιτροπή και η ολλανδική κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι , κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου , μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου οι διατάξεις των άρθρων 59 και 60 εφαρμόζονται αμέσως . Συμφωνούν ως προς το ότι το γεγονός και μόνον ότι δυνάμει του άρθρου 61 οι παροχές υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών καθίστανται ελεύθερες στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής μεταφορών δεν αρκεί για να παραμείνουν επ’ άπειρον ανενεργείς οι διατάξεις περί παροχής υπηρεσιών επειδή το Συμβούλιο παραλείπει επί έτη να θεσπίσει αυτή την κοινή πολιτική .

60 H ολλανδική κυβέρνηση προσθέτει ότι , δυνάμει του άρθρου 8 , παράγραφος 7 , της Συνθήκης , η λήξη της μεταβατικής περιόδου συνιστά την έσχατη προθεσμία για την πραγματοποίηση του συνόλου των αναγκαίων μέτρων για τη δημιουργία της κοινής αγοράς· δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποκλειστεί απ’ αυτήν η αγορά των μετα Εξάλλου , η μη θέσπιση εκτελεστικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς από τη Συνθήκη , ουδέποτε εμπόδισε την εφαρμογή των γενικών κανόνων της Συνθήκης ή των βασικών της H ολλανδική κυβέρνηση συνάγει από αυτό ότι , από το τέλος της μεταβατικής περιόδου , τα αποτελέσματα της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών πρέπει να αναγνωριστούν και στον τομέα των μεταφορών . Δεδομένου ότι η απευθείας εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 59 και 60 αρκεί αφεαυτής για να επιτευχθούν οι στόχοι κοινής πολιτικής στον τομέα των μεταφορών , χωρίς να χρειάζονται άλλες παρεμβάσεις εκ μέρους του Συμβουλίου , δεν μπορεί να προσαφθεί παράλειψη στο εν λόγω όργανο .

61 H Επιτροπή φρονεί , αντιθέτως , ότι τα άρθρα 59 και 60 δεν εφαρμόζονται άμεσα στον τομέα των μεταφορών . Δυνάμει του άρθρου 61 , η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των κανόνων που προβλέπονται από το άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχεία α ) και β ). H διάταξη αυτή έχει ως σκοπό να παρασχεθεί στο Συμβούλιο εύλογη προθεσμία , που να εκτείνεται ενδεχομένως πέρα από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου , για την πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών στο πλαίσιο κοινής πολιτικής . H εύλογη αυτή προθεσμία δεν μπορεί , πάντως , να εκταθεί επ’ άπειρον και ύστερα από δεκαπέντε χρόνια μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου θα πρέπει πλέον να πλησιάζει στο τέλος της· διαφορετικά , η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών , παρόλο που διασφαλίζεται από τη Συνθήκη , θα παραμείνει ανεφάρμοστη σε ένα μόνο τομέα δράσεως , γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει μακροπροθέσμως στρεβλώσεις ανταγω Υπ’ αυτές τις συνθήκες , το Δικαστήριο πρέπει να υποδείξει συμβουλευτικά στην παρούσα απόφαση πότε παρήλθε η εύλογη προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο

62 Πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι το άρθρο 61 , παράγραφος 1 , προβλέπει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών , στον τομέα των μεταφορών , ρυθμίζεται από τις διατάξεις του τίτλου περί H εφαρμογή των αρχών της ελευθερίας των παροχών υπηρεσιών , όπως θεσπίζεται ιδίως από τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης , πρέπει επομένως να πραγματοποιηθεί , σύμφωνα με τη Συνθήκη , με την εφαρμογή της κοινής πολιτικής μεταφορών και ειδικότερα με τον καθορισμό των εφαρμοστέων στις διεθνείς μεταφορές κοινών κανόνων και των όρων υπό τους οποίους θα γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό· αυτοί οι κανόνες και όροι προβλέπονται από το άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχεία α ) και β ), και αφορούν αναγκαστικά την ελευθερία παροχής

63 Επομένως , η θέση της ολλανδικής κυβέρνησης , σύμφωνα με την οποία η λήξη της μεταβατικής περιόδου είχε ως αποτέλεσμα , να εφαρμόζονται απευθείας οι διατάξεις των άρθρων 59 και 60 της Συνθήκης και στον τομέα των μεταφορών , δεν μπορεί να γίνει δεκτή .

64 Πάντως το Κοινοβούλιο , η Επιτροπή και η ολλανδική κυβέρνηση ορθώς ισχυρίστηκαν ότι μεταξύ των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στο Συμβούλιο από το άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχεία α ) και β ), συγκαταλέγεται η υποχρέωση της καθιέρωσης της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών και ότι το πεδίο εφαρμογής αυτής της υποχρέωσης καθορίζεται σαφώς από τη Δυνάμει των άρθρων 59 και 60 , οι επιταγές της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών συνεπάγονται πράγματι , όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 17ης Δεκεμβρίου 1981 ( Webb , 279/80 , Συλλογή σ . 3305 ), την κατάργηση κάθε διάκρισης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες λόγω της ιθαγένειάς του ή του γεγονότος ότι είναι εγκατεστημένος σε διαφορετικό κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο πρέπει να παρασχεθεί η υπηρεσία .

65 Από αυτό προκύπτει ότι , ως προς το σημείο αυτό , το Συμβούλιο δεν διαθέτει τη διακριτική εξουσία που μπορεί να επικαλεστεί σε άλλους τομείς της κοινής πολιτικής των Δεδομένου ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα καθορίζεται από το συνδυασμό των άρθρων 59 , 60 , 61 και 75 , παράγραφος 1 , στοιχεία α ) και β ), μόνο κατά τον προσδιορισμό των λεπτομερειών ώστε να επιτευχθεί το εν λόγω αποτέλεσμα , αφού ληφθούν υπόψη , σύμφωνα με το άρθρο 75 , τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μεταφορών , μπορεί να χωρήσει άσκηση κάποιας διακριτικής

66 Υπ’ αυτές τις συνθήκες , οι υποχρεώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχεία α ) και β ), καθόσον αποσκοπούν στην πραγματοποίηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών , καθορίζονται επαρκώς ώστε η μη εκπλήρωσή τους να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπιστώσεως παραλείψεως κατά την έννοια του άρθρου

67 Το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να επεκτείνει την ελευθερία παροχών υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου , σύμφωνα με το άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχείο α ), και παράγραφος 2 , καθόσον η επέκταση αυτή αφορούσε τις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή προς το έδαφος κράτους μέλους ή που διέρχονται από το έδαφος ενός ή περισσότερων κρατών μελών , καθώς και να καθορίσει στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα αυτό , σύμφωνα με το άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχείο β ), και παράγραφος 2 , τους όρους υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό . Είναι δεδομένο ότι τα αναγκαία για το σκοπό αυτό μέτρα δεν έχουν ακόμη ληφθεί .

68 H παράλειψη του Συμβουλίου έχει επομένως διαπιστωθεί , ως προς αυτό το σημείο , δεδομένου ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να λάβει μέτρα που έπρεπε να ληφθούν πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου και των οποίων το αντικείμενο και η φύση μπορούν να καθοριστούν με αρκετή ακρίβεια .

69 Το Κοινοβούλιο , η Επιτροπή και η ολλανδική κυβέρνηση αναφέρθηκαν ακόμη στη νομική κατάσταση που θα εμφανιζόταν αν , μετά από ενδεχόμενη καταδίκη , το Συμβούλιο εξακολουθούσε να απέχει από τη λήψη Εν πάση περιπτώσει , το ζήτημα αυτό είναι Το άρθρο 176 υποχρεώνει το Συμβούλιο να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της παρούσας απόφασης· δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν προβλέπει καμία προθεσμία , πρέπει να συναχθεί ότι το Συμβούλιο διαθέτει προς το σκοπό αυτό εύλογη Δεν είναι αναγκαίο να εξεταστούν στην παρούσα απόφαση οι συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη παρατεινόμενη παράλειψη του

70 Επομένως , πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο παρέλειψε , κατά παράβαση της Συνθήκης , να εξασφαλίσει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των διεθνών μεταφορών και να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους θα γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό .

71 Εξυπακούεται ότι εναπόκειται στο Συμβούλιο να λάβει τα κατά την κρίση του αναγκαία μέτρα που θα συνοδεύσουν τα επιβαλλόμενα μέτρα ελευθερώσεως , και μάλιστα κατά τη σειρά που αυτό κρίνει

E — Το δεύτερο αίτημα : παράλειψη λήψεως αποφάσεως επί των δεκαέξι προτάσεων της Επιτροπής

72 Με το δεύτερο αίτημά του , το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσάπτει στο Συμβούλιο ότι παρέλειψε να αποφασίσει σχετικά με δεκαέξι προτάσεις της Επιτροπής που απαριθμούνται σε κατάλογο περιλαμβανόμενο στο δικόγραφο της Το οινοβούλιο είχε ήδη γνωμοδοτήσει επί όλων αυτών των

73 Δύο από αυτές τις προτάσεις εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο πριν από την προφορική διαδικασία· το Κοινοβούλιο δήλωσε ότι για το λόγο αυτό διέγραψε τις δύο αυτές προτάσεις από τον υποβληθέντα κατάλογο . Μία τρίτη πρόταση που εγκρίθηκε τροποποιημένη από το Συμβούλιο μετά την προφορική διαδικασία και αποτέλεσε αντικείμενο της οδηγίας σχετικά με το βάρος , τις διαστάσεις και ορισμένα άλλα τεχνικά χαρακτηριστικά ορισμένων οδικών οχημάτων ( οδηγία 85/3 της 19ης Δεκεμβρίου 1984 , EE 1985 L 2 , σ . 14 ), το Κοινοβούλιο δεν μπορούσε πλέον να τη διαγράψει . Είναι δεδομένο ότι το Συμβούλιο απέρριψε μία τέταρτη πρόταση που περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Κοινοβουλίου και ότι μία πέμπτη πρόταση δεν έχει πλέον αντικείμενο , δεδομένου ότι το Συμβούλιο ενσωμάτωσε το περιεχόμενό της σε άλλη οδηγία .

74 Το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι το Συμβούλιο υπέχει την υποχρέωση από τα άρθρα 74 και 75 της Συνθήκης EOK να αποφασίζει εντός εύλογης προθεσμίας σχετικά με τις προτάσεις που του υποβάλλει η Επιτροπή στον τομέα των Το Συμβούλιο δεν είναι υποχρεωμένο να εγκρίνει πρόταση με τη μορφή που του την υποβάλλει η Επιτροπή· πρέπει όμως να αποφασίζει κατά τον ένα ή τον άλλο

75 H άποψη αυτή συνεπάγεται ότι η υποχρέωση του Συμβουλίου στην οποία αναφέρεται το Κοινοβούλιο συμπίπτει με τη γενική υποχρέωση του Συμβουλίου να θεσπίσει κοινή πολιτική στον τομέα των μεταφορών , καθόσον αυτή η πολιτική πρέπει να καθοριστεί εντός ορισμένης προθεσμίας . Υπ’ αυτές τις συνθήκες μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνο οι προτάσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχείο α ) και β ).

76 Μία μόνο πρόταση στηρίζεται στο άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχείο β ): η πρόταση κανονισμού σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά των εσωτερικών πλωτών μεταφορών εμπορευμάτων που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο το Από τις παρατηρήσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής προκύπτει ότι η πρόταση αυτή , στην αρχική της μορφή , δεν είναι πλέον H Επιτροπή γνωστοποίησε στο Συμβούλιο ότι θα διατηρήσει μόνο το άρθρο 38 της πρότασης· οι άλλες διατάξεις αποτελούν αντικείμενο της συζήτησης σχετικά με την εντολή της Επιτροπής για τις διαπραγματεύσεις με την Ελβετία στο πλαίσιο της εντρικής Επιτροπής για τη Ναυσιπλοϊα του

77 H πλειοψηφία των προτάσεων που στηρίζονται στο άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχείο α ), αφορούν τις οδικές συγκοινωνίες . Αυτό ισχύει στην περίπτωση των δύο προτάσεων σχετικά με τις εγκρίσεις για συζευγμένα οχήματα και για την πρόταση σχετικά με την ελευθέρωση των μεταφορών ζώντων ζώων και αντικειμένων τέχνης με ειδικά

78 Καθόσον οι προτάσεις που στηρίζονται στο άρθρο 75 , παράγραφος 1 , στοιχεία α ) και β ), οφείλουν να συμβάλουν στην πραγματοποίηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών , η υποχρέωση του Συμβουλίου να αποφασίσει σχετικά προκύπτει ήδη από τη διαπίστωση που έχει γίνει για την παράλειψη του Συμβουλίου . Καθόσον οι προτάσεις αυτές δεν εμπίπτουν σ’ αυτό το πλαίσιο , ανήκουν στην κατηγορία των συνοδευτικών μέτρων που μπορούν επιπροσθέτως να ληφθούν μαζί με τα επιβαλλόμενα μέτρα ελευθερώσεως , η λήψη των οποίων εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του

79 Επομένως , δεν χρειάζεται πλέον να εξεταστεί χωριστά η υποχρέωση του Συμβουλίου να αποφασίσει επί των εν λόγω προτάσων .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Δικαστικά έξοδα

80 Σύμφωνα με το άρθρο 69 , παράγραφος 3 , του κανονισμού διαδικασίας , το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων . Στην προκειμένη περίπτωση επομένως , τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των παρεμβάντων στη δίκη πρέπει να συμψηφιστούν υπό την έννοια ότι κάθε διάδικος και κάθε παρεμβάς φέρει τα δικαστικά του έξοδα .

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει :

1 ) Το Συμβούλιο παρέλειψε , κατά παράβαση της Συνθήκης , να εξασφαλίσει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των διεθνών μεταφορών και να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους θα γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό .

2 ) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά .

3 ) Κάθε διάδικος και κάθε παρεμβάς φέρει τα δικαστικά του έξοδα .

Top