EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61983CC0059

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn της 18ης Σεπτεμβρίου 1984.
SA Biovilac NV κατά Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας από παράνομη ή ενδεχομένως νόμιμη πράξη - Πώλησεις αποκορυφομένου γάλακτος σε σκόνη σε μειωμένη τιμή.
Υπόθεση 59/83.

Συλλογή της Νομολογίας 1984 -04057

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1984:283

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ SIR GORDON SLYNN

ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΫΧΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ 18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 1984 ( 1 )

Κύριε πρόεάρε,

Κύριοι δικαστές,

Στην υπό κρίση διαφορά η ενάγουσα, η Biovilac, ζητεί αποζημίωση από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 215, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ για ζημία, την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη ή -9α υποστεί λόγω πωλήσεων αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη από αποθέματα κοινοτικής παρέμβασης. Ζητεί, είτε αποκατάσταση της ζημίας που απορρέει από παράνομη πράξη της Επιτροπής είτε αποζημίωση, την οποία, όπως ισχυρίζεται, δικαιούται, έστω και αν η Επιτροπή ενήργησε νομίμως.

Η Biovilac είναι βελγική εταιρία που παράγει δύο τύπους ζωοτροφών που ανταγωνίζονται το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη. Από τους δύο αυτούς τύπους, το Kulactic κυκλοφορεί στην αγορά από το 1978 πάνω από 80 ο/ο των πωλουμένων ποσοτήτων χρησιμεύουν για τη διατροφή χοιριδίων, 15 % για πουλερικά και το υπόλοιπο για άλλα ζώα, όπως κουνέλια. Το Biobianca κυκλοφορεί στην αγορά από το 1980 και χρησιμεύει αποκλειστικά για τη διατροφή χοιριδίων.

Και τα δυο προϊόντα βασίζονται στον ορρό γάλακτος, που εμπίπτει στην κλάση 04.02 Α Ι του Κοινού Δασμολογίου. Περιλαμβάνεται, επομένως, όπως και το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη, στον πίνακα των προϊόντων, στα οποία αναφέρεται ο κανονισμός 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού) (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82), αν και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι ο ορρός γάλακτος είναι κατάλοιπο προϊόν που λαμβάνεται κατά την παρασκευή τυρού.

Ο κανονισμός 804/68 αναφέρει στο προοίμιό του ότι η κοινή γεωργική πολιτική έχει ως σκοπό την επίτευξη των στόχων του άρθρου 39 της Συνθήκης και ότι πρέπει, στον τομέα του γάλακτος, «να λαμβάνονται μέτρα παρέμβασης για τη σταθεροποίηση των αγορών και την εξασφάλιση ενός δικαίου βιοτικού επεπέδου στον ενδιαφερόμενο γεωργικό πληθυσμό». Το άρθρο 7 υποχρεώνει τους οργανισμούς παρέμβασης να αγοράζουν αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη και να το διαθέτουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην απειλείται η ισορροπία της αγοράς και να εξασφαλίζεται η ισότητα πρόσβασης στα προϊόντα προς πώληση καθώς και η ίση μεταχείριση των αγοραστών. Ωστόσο, «για το αποκορυφωμένο γάλα εις κόνιν που δεν δύναται να διατεθεί κατά τη διάρκεια μιας γαλακτοκομικής περιόδου υπό κανονικές συνθήκες, δύνανται να λαμβάνονται ειδικά μέτρα». Το άρθρο 10 επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεων για το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που παράγεται στην Κοινότητα και χρησιμοποιείται για τη διατροφή ζώων.

Δύο ξεχωριστές σειρές κανονισμών ακολούθησαν. Η μία ρυθμίζει τα των ενισχύσεων η άλλη αφορά τον καθορισμό χαμηλών τιμών σε ειδικές περιπτώσεις.

Ο κανονισμός 986/68 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1968 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 120) έθεσε γενικούς κανόνες για τη χορήγηση ενισχύσεων για το αποκορυφωμένο γάλα και το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που προορίζεται για τη διατροφή ζώων.

Με τον κανονισμό 1844/77 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/019, σ. 53) προβλέφτηκε η χορήγηση ενισχύσεων για το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη που προορίζεται για τη διατροφή ζώων εκτός των νεαρών μόσχων, με εξαίρεση εκείνο που πωλείται δυνάμει των κανονισμών 368/77 και 443/77.

Ο κανονισμός 1725/79 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/026, σ. 12) επέτρεψε την παροχή ενισχύσεων στο αποκορυφωμένο γάλα που προορίζεται για τη διατροφή μόσχων, μόνο αν το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη έχει μετουσιωθεί ή χρησιμοποιηθεί στην παρασκευή συνθέτων ζωοτροφών κατά ορισμένο τρόπο. Δυνάμει των κανονισμών της Επιτροπής 1229/80 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/028, σ. 160) και 232/82 της 29ης Ιανουαρίου 1982 (ΕΕ L 22, σ. 53), μπορεί να επιτραπεί η χρησιμοποίηση ποσότητας τέτοιου γάλακτος σε σκόνη για τη διατροφή χοιριδίων και πουλερικών.

Όσον αφορά τη δεύτερη σειρά κανονισμών, οι κανονισμοί του Συμβουλίου 1014/68 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 128) και 1258/70 (EE ειδ. έκδ. 03/005, σ. 119) επέτρεψαν την πώληση αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη, το οποίο έχουν αγοράσει οι οργανισμοί παρέμβασης, ο δε δεύτερος από τους κανονισμούς αυτούς ορίζει ότι αυτό πωλείται «σε μειωμένη τιμή, αν προορίζεται για τη διατροφή χοίρων και πουλερικών».

Το 1977, τα συσσωρευμένα αποθέματα αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που δεν μπορούσαν να διατεθούν στη διάρκεια μιας κανονικής περιόδου ήσαν σημαντικά και οι δυνατότητες διάθεσης του περιορισμένες. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις διαδικασίες που είχαν προηγουμένως προβλεφτεί με τους κανονισμούς 1014/68 και 1258/70 του Συμβουλίου, η. Επιτροπή εξέδωσε τους κανονισμούς 368/77 και 443/77 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 155 και 183), περί πωλήσεως, με πλειοδοτικό διαγωνισμό ή σε καθορισμένη τιμή, αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που προορίζεται για τη διατροφή χοίρων και πουλερικών. Οι κανονισμοί αυτοί καταρτίστηκαν με τη βασική σκέψη ότι η σκόνη πρέπει να πωλείται σε «πολύ χαμηλή τιμή» που να του επιτρέπει «να συναγωνίζεται τις άλλες ζωοτροφές». Ως εκ τούτου, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι δεν θα παρεκκλίνει από τη χρήση για την οποία προορίζεται, επιβλήθηκε υποχρέωση στους αγοραστές να το μετουσιώνουν ή να το ενσωματώνουν απευθείας σε σύνθετες ζωοτροφές, έτσι ώστε να αποκλειστεί ιδίως η χρησιμοποίηση του στη διατροφή των μόσχων. Προς τούτο ορίστηκαν οι συνταγές και οι μέθοδοι. Οι κανονισμοί αυτοί τέθηκαν σε ισχύ αντιστοίχως στις 25 Φεβρουαρίου και στις 7 Μαρτίου 1977 — πριν δηλαδή αρχίσει η Biovilac να εμπορεύεται τα δύο κύρια προϊόντα της.

Τον Οκτώβριο 1979 ο όγκος των αποθεμάτων είχε μειωθεί και, κατά συνέπεια, η ισχύς των κανονισμών 368/77 και 443/77 ανεστάλη «μέχρι νεωτέρας ειδοποιήσεως». Τον Ιούλιο 1982 τα αποθέματα είχαν αυξηθεί και πάλι και οι κανονισμοί εκείνοι τέθηκαν και πάλι σε ισχύ με τον κανονισμό 1753/82 της Επιτροπής της 1ης Ιουλίου 1982 από τις 6 Ιουλίου 1982 (EE L 193, σ. 6). Τον Οκτώβριο, δεδομένου ότι οι πωλήσεις δεν προχωρούσαν αρκετά γρήγορα, αποφασίστηκε να μειωθούν περαιτέρω οι τιμές. Ταυτόχρονα διαπιστώθηκε ότι αυτό το πολύ φτηνό γάλα σε σκόνη χρησιμο-ποιόταν όχι μόνο για «χοίρους» αλλά και για «χοιρίδια», πράγμα που δεν επιδιωκόταν πλέον.

Συνεπώς θεσπίστηκαν νέες συνταγές μετουσίωσης προκειμένου να αποτραπεί η υποκατάσταση της σκόνης που πωλείται βάσει των κανονισμών που προβλέπουν ενισχύσεις σε σημαντικά υψηλότερη τιμή με τη φτηνή σκόνη. 'Ετσι, ο σκοπός ήταν ο μεν κανονισμός 1725/79 (ενισχύσεις) να ρυθμίζει τη διατροφή χοιριδίων, οι δε κανονισμοί 368/77 και 443/77 (πολύ χαμηλές τιμές) τη διατροφή χοίρων.

Η ενάγουσα ισχυρίζεται ωστόσο ότι οι νέες συνταγές μετουσίωσης δεν κατέστησαν πράγματι το αποκορυφωμένο γάλα που πωλείται βάσει του ειδικού συστήματος ακατάλληλο προς κατανάλωση από χοιρίδια. Υποστηρίζει, κατά συνέπεια, ότι η εκ νέου εισαγωγή του ειδικού συστήματος από το καλοκαίρι του 1982 υπονόμευσε την αγορά του Biobianca και του Kulactic. Σημαντικές ποσότητες των προϊόντων αυτών πωλήθηκαν μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 1982. Στη συνέχεια, όπως αναφέρει, οι πωλήσεις παρουσίασαν πτώση, δραματική στις αρχές του 1983, έτσι ώστε να πιθανολογείται σοβαρώς ότι η Biovilac μπορεί να κλείσει.

Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της υπό κρίση αγωγής. Πρώτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αγωγή ασκήθηκε πρόωρα. Η ζημία δεν είχε επέλθει κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, αλλά υπήρχε απλώς φόβος ότι θα επέλθει. Η ενάγουσα δεν προσδιόρισε την οποιαδήποτε ζημία της στο δικόγραφο της αγωγής και δεν είναι επιτρεπτό να αναφέρει λεπτομερή στοιχεία της προβαλλόμενης ζημίας στην απάντηση της χωρίς καμιά εξήγηση. Δεν δέχομαι το επιχείρημα αυτό. Όπως επεσήμανε η ίδια η Επιτροπή, το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι μπορεί να ασκηθεί αγωγή βάσει του άρθρου 215 για ζημία επικείμενη και προβλεπτή με αρκετή βεβαιότητα, έστω και αν η ζημία δεν μπορεί ακόμη να εκτιμηθεί με ακρίβεια: Υποθέσεις 56-60/74, Kampffmeyer κατά Επιτροπής και Συμβουλίου [1976] ECR 711, και 44/76, Milch-, Felt- und Eier-Kontor κατά Επινροπής και Συμβουλίου [1977] ECR 393. Έπεται ότι πολύ περισσότερο μπορεί να ασκηθεί αγωγή όταν η ζημία έχει ήδη επέλθει, αλλά δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί με ακρίβεια. Εν πάση περιπτώσει, η ενάγουσα σαφώς ισχυρίστηκε στο δικόγραφο της αγωγής της ότι υπέστη ήδη ζημίες λόγω των πωλήσεων από την παρέμβαση και ότι τις εξετίμησε σε γενικές γραμμές, μολονότι δεν προσδιόρισε το ύψος της ζημίας που είχε υποστεί μέχρι τη στιγμή εκείνη αυτό το έκανε μόνο με την απάντηση της. Μολονότι είναι επιθυμητό να προσδιορίζεται η ζημία με πλήρη λεπτομέρεια στο δικόγραφο της αγωγής, υπό τις παρούσες περιστάσεις φρονώ ότι η Biovilac νομιμοποιόταν να εγείρει αξίωση αποζημιώσεως προεκτιμώντας την αναμενόμενη ζημία που θα υφίστατο και να παράσχει πληρέστερα στοιχεία όταν θα τα είχε στη διάθεση της κατά το χρόνο της απάντησης.

Υπό τις παρούσες περιστάσεις δεν νομίζω ότι είναι αναγκαίο, αντίθετα με ό,τι διατείνεται η Επιτροπή, να κριθεί κατά πόσον εν γένει χωρεί αγωγή για επικείμενη ζημία λόγω νομίμων πράξεων. Δεν υφίσταται εν προκειμένω απλώς αγωγή για επικείμενη ζημία: πρόκειται για αξίωση λόγω πραγματικής ζημίας που έχει ήδη επέλθει και συνεχίζεται, έστω και αν το ύψος της δεν έχει πλήρως προσδιοριστεί.

Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της αγωγής, είναι ότι η ενάγουσα, αντί να ασκήσει απ' ευθείας αγωγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έπρεπε να είχε ασκήσει αγωγή κατά ενός ή περισσοτέρων οργανισμών παρέμβασης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Αποκρούω και αυτό τον ισχυρισμό. Πρώτον, δεν υποστηρίζεται στην υπό κρίση διαφορά ότι οι εθνικές αρχές έκαναν τίποτε παραπάνω από το να εφαρμόσουν πιστά τους ένδικους κανονισμούς. Τούτο το γεγονός δεν είναι καθαυτό αποφασιστικής σημασίας, διότι υπήρξαν πολλές παρόμοιες αγωγές, τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτες για τους λόγους που τώρα προβάλλει η Επιτροπή. Ωστόσο, όταν σε μια τέτοια υπόθεση ο ενάγων αξιώνει αποζημίωση για ανεκκαθά-ριστη ζημία και όχι για καθορισμένο ποσό, είναι ορθό να ασκήσει την αγωγή απ' ευθείας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: πρβλ. γενικό εισαγγελέα Warner στην υπόθεση 126/76, Dictz κατά Εμ-τροπής[1977] ECR 2431, στις σελίδες 2448 και 2449. Δεύτερον, δεν υπήρξε καμία επαφή μεταξύ της ενάγουσας και των αρχών κανενός κράτους μέλους. Η ενάγουσα δεν προέβη σε καμιά συναλλαγή με αυτές, ούτε και συνέτρεχε λόγος προς τούτο. Η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά κανένα χρηματικό ποσό ή άλλο οικονομικής (ρύσεως πλεονέκτημα, το οποίο παρακρατούν οι εθνικές αρχές, όπως συμβαίνει σε υποθέσεις που αφορούν γεωργικές εισφορές και επιστροφές. Εκείνο που προσβάλλεται εδώ είναι η πολιτική που υιοθέτησε η Επιτροπή και όχι κάποια συγκεκριμένη εφαρμογή της από εθνική αρχή. Ενόψει των ανωτέρω, ορθώς η Επιτροπή βρίσκεται στη θέση της εναγομένης. Στις υποθέσεις 197 έως 200, 243, 245 και 247/80, Ludwigshafener Walzmühle κατά Επινροπής και Συμβουλίου (Συλλογή 1981, σ. 3211 στη σ. 3244), που αφορούσαν αγωγή που είχε ασκηθεί βάσει του άρθρου 215 σχετικά με την τιμή κατωφλίου του σκληρού σίτου, οι ενάγουσες δεν είχαν εισαγάγει οι ίδιες το σίτο στην Κοινότητα και επομένως δεν είχαν καταβάλει αυτές τις εισφορές. Εφόσον λοιπόν δεν είχε μεσολαβήσει καμιά συναλλαγή μεταξύ του ενάγοντος και της οικείας εθνικής αρχής, δεν υπήρχε τίποτε που να μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αγωγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή. Το ίδιο, κατά την άποψη μου, ισχύει και εν προκειμένω.

Για να έλθω στην ουσία, αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων κατά πόσον το 1979η τιμή του Kulactic ήταν υψηλότερη ή κατώτερη από εκείνη του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που πωλούνταν βάσει των κανονισμών 368/77 και 443/77. Αν ήταν υψηλότερη, τότε η διαφορά ήταν, όπως το αντιλαμβάνομαι, πολύ μικρή και είναι σαφές ότι η ενάγουσα πωλούσε σημαντικές ποσότητες των προϊόντων της, έστω και αν στην αρχή το περιθώριο κέρδους της δεν ήταν πολύ υψηλό και παρ' όλο που αντιμετώπιζε δυσχέρειες λόγω του αυξημένου κόστους. Είναι, ωστόσο, σαφές ότι η τιμή του αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη που πωλήθηκε βάσει αυτών των κανονισμών μεταξύ Νοεμβρίου 1982 (21 ECU ανά 100 kg) και Φεβρουαρίου 1983 (19 ECU ανά 100 kg) ήταν σημαντικά χαμηλότερη από τις τιμές των προϊόντων της ενάγουσας που ήσαν 27,92 ECU (ή 1200 βελγικά φράγκα) ανά 100 kg. Είναι επίσης σαφές ότι σημαντικές ποσότητες γάλακτος σε σκόνη πωλήθηκαν μέσω των οργανισμών παρέμβασης.

Η Επιτροπή αρνείται ότι η ενάγουσα απέδειξε επαρκώς ότι υπήρξε μείωση των πωλήσεων των προϊόντων της στην έκταση που ισχυρίζεται και εν πάση περιπτώσει δεν δέχεται ως αποδεδειγμένο ότι οποιαδήποτε μείωση των πωλήσεων της ενάγουσας οφειλόταν στην προσφορά στην αγορά αυτού του φτηνού γάλακτος σε σκόνη. Στο βαθμό που συνέβη τέτοια μείωση, ισχυρίζεται ότι οφειλόταν στην αύξηση της τιμής των προϊόντων της ενάγουσας, που ήταν πολύ μεγαλύτερη από το ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού.

Μολονότι η τιμή των προϊόντων της ενάγουσας όντως αυξήθηκε από 650 βελγικά φράγκα (BFR) σε 1200 BFR από το 1978 μέχρι το 1982, θα δεχόμουν ότι η αύξηση αυτή οφειλόταν ιδίως στην αύξηση του κόστους του ορρού γάλακτος και της ενέργειας. Δεν πείθομαι από τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η ενάγουσα κατέστησε τον εαυτό της λιγότερο ανταγωνιστικό από ό,τι έπρεπε αυξάνοντας χωρίς λόγο τις τιμές της.

Προκύπτει επίσης σαφώς από τους λογαριασμούς της ενάγουσας ότι ο κύκλος των εργασιών της αυξήθηκε μεταξύ 1981 και 1983, όπως τονίζει η Επιτροπή. Θα δεχόμουν, ωστόσο, την εξήγηση της ενάγουσας ότι η αύξηση αυτή του κύκλου εργασιών της οφειλόταν στο γεγονός ότι αναγκαζόταν να πωλεί σημαντικές ποσότητες των προϊόντων της σε ασύμφορες τιμές προκειμένου να τα διαθέσει.

Νομίζω ότι οι αποδείξεις που προσκόμισε η ενάγουσα, ιδίως όπως αναλύθηκαν και κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, περί του ότι η μείωση των πωλήσεών της όντως συνέβη και ότι σημαντικοί πελάτες της μεταστράφηκαν από τα προϊόντα της ενάγουσας προς το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη, για όσο δε χρόνο αυτό διετίθετο σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές πιθανότατα θα εξακολουθούσαν να το χρησιμοποιούν προτιμώντας το από τα προϊόντα της ενάγουσας, πρέπει να γίνουν δεκτές.

Μολονότι δεν είμαι πεπεισμένος ότι το — όπως υποστηρίζεται — επικείμενο κλείσιμο της επιχείρησης της ενάγουσας οφείλεται κατ' ανάγκην στην προσφορά στην αγορά του φτηνού γάλακτος σε σκόνη, νομίζω, 6άσει των αποδείξεων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι μια κάποια ζημία επήλθε πράγματι λόγω της προσφοράς του φτηνού γάλακτος σε σκόνη και ότι δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο όλος ισχυρισμός καταρρέει διότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της χαμηλότερης τιμής του γάλακτος σε σκόνη και της προ-κληθείσας ζημίας. Είναι, επομένως, αναγκαίο να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι που προβάλλονται.

Η ενάγουσα προσβάλλει τη βάση των κανονισμών της Επιτροπής για τεχνικούς λόγους. Ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή επιδίωκε στην πραγματικότητα να αποκλείσει τη χρήση της σκόνης αυτής μόνο για τα πολύ νεαρά χοιρίδια — εκείνα δηλαδή που είναι μέχρι επτά εβδομάδων περίπου και που ζυγίζουν μέχρι 15 περίπου κιλά. Εκείνο που όφειλε να κάνει η Επιτροπή ήταν να αποκλείσει τη χρήση της σκόνης για τα ζώα βάρους μέχρι 30 κιλών, δεδομένου ότι, όπως γίνεται γενικά δεκτό, αυτά είναι «χοιρίδια» κατά την έννοια των κανονισμών. Η Επιτροπή απαντά ότι δεν είναι δυνατό να εισαχθούν μετουσιωτικά στοιχεία σε τροφή για χοιρίδια μεταξύ 15 και 30 kg που να μη την καθιστούν ακατάλληλη προς βρώση από ζώα που είναι άνω των 30 kg. Σ' αυτό η ενάγουσα απαντά με τη σειρά της ότι υπάρχει μια χρωστική ουσία που θα έδινε τη δυνατότητα στην Επιτροπή, πραγματοποιώντας ελέγχους, να βεβαιώνεται ότι η σκόνη χρησιμοποιείται για τα ζώα, για τα οποία προορίζεται.

Η απάντηση της Επιτροπής μου φαίνεται εκ πρώτης όψεως εύλογη. Με πάνω από 2 εκατομμύρια χοιροτρόφους, έστω και αν, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, η μεγαλύτερη αναλογία των ζώων εκτρέφεται από σχετικά μικρό αριθμό κτηνοτρόφων, ο έλεγχος θα ήταν δυσχερέστατος και δαπανηρότερος, έστω και αν δεν μπορεί να υπολογιστεί εκ των προτέρων το ακριβές κόστος του.

Συνοψίζοντας, έστω και αν τα «χοιρίδια» μπορούσαν να είχαν οριστεί με περισσότερη ακρίβεια στους κανονισμούς, ώστε να φαίνεται ποια ζώα ενδιαφερόταν πράγματι να αποκλείσει η Επιτροπή, αποκρούω τα επιχειρήματα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή, ενδιαφερόμενη για τα νεαρά χοιρίδια, υιοθέτησε νομικώς πεπλανημένη προσέγγιση ή ότι θέσπισε τεχνικές μεθόδους μετουσίωσης ή ελέγχου, που ήσαν τόσο ανεπαρκείς ή παράλογες, ώστε δεν έπρεπε κανονικά να είχαν θεσπιστεί. Με την επιφύλαξη του γενικότερου ζητήματος κατά πόσον ήταν παράνομο το ότι επετράπη η πώληση του γάλακτος σε σκόνη, έτσι ώστε να περιορισθεί ο επικερδής χαρακτήρας της επιχείρησης της ενάγουσας, ή κατά πόσον, αν ήταν νόμιμη, γεννά αξίωση αποζημίωσης, νομίζω ότι ό,τι έγινε ήταν εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας της Επιτροπής. Η Επιτροπή ήταν πεπεισμένη ότι για τους νεαρούς χοίρους ό,τι έγινε, στο μέτρο που μπορούσε τεχνικά να γίνει, και αν ακόμη δεν μπορούσε να είναι κατά 100 % αποτελεσματικό, ήταν αρκετό για να επιτευχθεί ο στόχος της Επιτροπής να παρεμποδιστεί η υποκατάσταση της σκόνης που υπόκειται στις ενισχύσεις του κανονισμού 1725/79 από τη σκόνη που πωλείται βάσει των κανονισμών 368/77 και 443/77.

Η ενάγουσα ισχυρίζεται, ότι η Επιτροπή, υπονομεύοντας την αγορά ως προς τα προϊόντα της, παρέβη την υποχρέωση της να σταθεροποιεί τις αγορές, η οποία περιέχεται στο άρθρο 39 της Συνθήκης και στον κανονισμό 804/68, με τον οποίο συνιστάται η κοινή αργάνωση αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.

Το άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο γ, ορίζει ότι ένας από τους στόχους των κοινών οργανώσεων αγοράς είναι η «σταθεροποίηση της αγοράς». Δέχομαι ότι η λήψη μέτρων, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα ένα προϊόν (ζωοτροφές με βάση τον ορρό γάλακτος) να χάσει εντελώς την ανταγωνιστικότητά του, μπορεί να συνιστά αποσταθεροποίηση της αγοράς ζωοτροφών. Μπορεί να είναι δυνατή η προσβολή της νομιμότητας κοινοτικής κανονιστικής πράξης που στηρίζεται άμεσα ή έμμεσα στα άρθρα 38 έως 47 για το λόγο ότι δεν επιτυγχάνει κανέναν από τους στόχους που εκτίθενται στο άρθρο 39. Ωστόσο, στην υπόθεση 5/67, Beus κατά Hauptzollamt München [1968] ECR 83 στη σελίδα 98, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι οι στόχοι που εκτίθενται στο άρθρο 39 «μπορεί να μην επιτυγχάνονται όλοι ταυτόχρονα και πλήρως». Επομένως, μια τέτοια πράξη δεν μπορεί να προσβληθεί για το λόγο και μόνο ότι, ενώ εξυπηρετεί έναν ή περισσότερους από τους στόχους αυτούς εντός λογικών ορίων, δεν εξυπηρετεί το συγκεκριμένο στόχο, για τον οποίο έχει συμφέρον ο προσφεύγων. Στην υπό κρίση υπόθεση φαίνεται σαφές ότι οι πωλήσεις αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές από την παρέμβαση αποτελούσαν τμήμα της γενικής στρατηγικής που είχε ως σκοπό να εξασφαλίσει στους παραγωγούς γάλακτος ένα δίκαιο εισόδημα κατά την έννοια του άρθρου 39, παράγραφος 1, στοιχείο β. Ενόψει των μεγάλων ποσοτήτων γάλακτος σε σκόνη που έπρεπε να διατεθούν και των δυσχερειών της διάθεσης τους εκτός της Κοινότητας ή για άλλες χρήσεις εντός της Κοινότητας (εκτός από την καταστροφή τους), δεν νομίζω ότι μπορεί να υποστηριχτεί ότι υπήρξε υπέρβαση των λογικών ορίων ως προς τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο β. Επομένως το επιχείρημα της Biovilac όσον αφορά το άρθρο 39 πρέπει κατά τη γνώμη μου να απορριφθεί.

Η ενάγουσα στηρίζεται επίσης εν προκειμένω στον κανονισμό 804/68. Η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του αναφέρεται στους στόχους του άρθρου 39 και στην ανάγκη να σταθεροποιηθούν οι αγορές στο γαλακτοκομικό τομέα. Είναι αλήθεια ότι το πρώτο εδάφιο του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού επιβάλλει η διάθεση του γάλακτος σε σκόνη να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην απειλείται η ισορροπία της αγοράς.

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 7, παράγραφος 2 («ειδικά μέτρα») πρέπει, ωστόσο, να ληφθεί υπό την έννοια ότι αποτελεί παρέκκλιση από τον κανόνα του πρώτου εδαφίου, τουλάχιστον όσον αφορά τη σταθερότητα της αγοράς· αυτό μπορεί να μην ισχύει όσον αφορά την αρχή της ισότητας πρόσβασης και ίσης μεταχείρισης, εφόσον αυτή προφανώς κατοχυρώνεται από το άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης και δεν μπορεί επομένως σε καμία περίπτωση να μη ληφθεί υπόψη. Με άλλα λόγια, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 7, παράγραφος 2, πρέπει να ληφθεί υπό την έννοια ότι, όταν το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη δεν μπορεί να διατεθεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου εμπορίας υπό κανονικές συνθήκες, μπορούν να λαμβάνονται μέτρα που να εξασφαλίζουν στους γαλακτοπαραγωγούς ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο και που να προστατεύουν τα κοινοτικά οικονομικά συμφέροντα, έστω και αν αυτό έχει αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα στην αγορά. Η διάταξη αυτή είναι ειδική διάταξη που προοριζόταν να εφαρμοστεί σε κατάσταση που πράγματι απαιτούσε επείγουσα αντιμετώπιση. Επομένως, νομίζω ότι οι αμφισβητούμενες πωλήσεις από την παρέμβαση δεν συνιστούν παράβαση του κανονισμού 804/68.

Η ενάγουσα ισχυρίζεται έπειτα ότι υπέστη διάκριση που αντιβαίνει στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι υπήρξε ευμενέστερη μεταχείριση προς το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη από ό,τι προς τον ορρό γάλακτος. Το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη όχι μόνο περιελήφθη στο σύστημα παρέμβασης, αλλά και εκποιήθηκε σε ειδικά χαμηλές τιμές, πράγμα που αναμφισβήτητα συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό βάρος για την Κοινότητα. Από την άλλη πλευρά, ο ορρός γάλακτος δεν επωφελήθηκε από καμιά άμεση κοινοτική υποστήριξη. Επί πλέον, είναι σαφές ότι τα δύο προϊόντα είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους, εφόσον και τα δύο προορίζονται υπό ορισμένη μορφή για τη διατροφή χοίρων και άλλων ζώων. Είναι σαφές ότι η πολιτική της Επιτροπής επιδιώκει να ευνοήσει τη χρήση του γάλακτος σε σκόνη σε βάρος των φυτικών προϊόντων και ιδίως της εισαγόμενης σόγιας.

Το ζήτημα όμως δεν εξαντλείται εδώ. Το Δικαστήριο έχει δεχτεί ότι η απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ παραγωγών που καθιερώνεται με το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, «απαιτεί να μην υπάρχει διαφορετική μεταχείριση παρομοίων καταστάσεων, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικά»: υποθέσεις 117/76 και 16/77, Ruckdeschel κατά Hauptzollamt St. Annen [1977] ECR 1753 στη σελίδα 1769, και υποθέσεις 103 και 104/77, Royal Scholten-Honig κατά IBAP[1978] ECR 2037 στη σελίδα 2072. Στην υπό κρίση υπόθεση δεν αμφισβητείται ότι ο ορρός γάλακτος αποτελεί κατάλοιπο, το οποίο κανονικά αποβάλλεται ως λύμα, η δε Βίο-vilac αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής της ότι δεν μπορεί να περιμένει ότι η Κοινότητα θα επιδοτήσει τα προϊόντα της. Το γάλα, όμως, αποτελεί αντικείμενο κοινοτικής πολιτικής που υπόκειται σε παρέμβαση. Οι μεγάλες ποσότητες που παράγονται και αγοράζονται βάσει της πολιτικής αυτής πρέπει να χρησιμοποιηθούν ή να διατεθούν. 'Λπαξ μετατραπεί σε σκόνη γάλακτος, για να διατηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί, ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος διάθεσης του είναι η χρησιμοποίηση του για τη διατροφή ζώων. Για τους λόγους αυτούς τα δύο προϊόντα, έστω και αν βρίσκονται σε ανταγωνισμό, χαρακτηρίζονται, κατά την άποψη μου, από αντικειμενική διαφορά, η οποία δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση κατά την εφαρμογή του συστήματος παρέμβασης βάσει της κοινής γεωργικής πολιτικής.

Στη συνέχεια, η Biovilac υποστηρίζει ότι οι αμφισβητούμενες πωλήσεις αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη συνιστούν παραβίαση του δικαιώματός της ιδιοκτησίας, και του δικαιώματός της να αναπτύσσει ελεύθερα την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Επ' αυτού επικαλείται την απόφαση στην υπόθεση 44/79, Hauer κατά LandRbcinland-Pfalz[1979] ECR 3727. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη ζημία ως αποτέλεσμα των αμφισβητουμένων πωλήσεων από παρέμβαση, πράγμα που αρκεί, έστω και αν τα ληφθέντα μέτρα ούτε της στέρησαν κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας της ούτε την εμπόδισαν να το ασκήσει. Επί πλέον, στην υπόθεση Hauer, όπως και στην προγενέστερη απόφαση του στην υπόθεση 4/73, Nold κατά Επιτροπής [1974] ECR 491, το Δικαστήριο δέχτηκε σιωπηρά ότι η κοινοτική έννομη τάξη εξασφαλίζει το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δοθέντος ότι το συνταγματικό δίκαιο διαφόρων κρατών μελών εξασφαλίζει το δικαίωμα αυτό. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις επεσήμανε ότι σ' αυτά τα κράτη μέλη το δικαίωμα, το οποίο εξασφαλίζεται κατά τον τρόπο αυτό, δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς που έχουν τεθεί για χάρη του δημοσίου συμφέ-

ροντος. Με αυτή τη βάση, στην υπόθεση Noid, το Δικαστήριο απέρριψε προσφυγή ακυρώσεως αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία επετράπη στον οργανισμό πώλησης άνθρακα του Ρουρ να εξαρτά την απευθείας προμήθεια άνθρακα από τη σύναψη συμβάσεων με σταθερούς όρους διετούς διάρκειας που προέβλεπαν την αγορά τουλάχιστον 6000 τόνων ετησίως για τον τομέα οικιακής κατανάλωσης και μικρών βιομηχανικών μονάδων, μολονότι η ποσότητα αυτή υπερέβαινε κατά πολύ τις ετήσιες πωλήσεις της προσφεύγουσας σ' αυτό τον τομέα. Στην υπόθεση Hauer η απαγόρευση φύτευσης νέων αμπελιών για τριετή περίοδο κρίθηκε ισχυρή για τους ίδιους λόγους.

Στην υπό κρίση υπόθεση η υποτιθέμενη επέμβαση στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της ενάγουσας δεν είναι τόσο άμεση όσο ήταν στην υπόθεση Nold ή στην υπόθεση Hauer, όπου συνίστατο στην επιβολή άμεσου περιορισμού στις δραστηριότητες αυτές. Εδώ υποστηρίζεται ότι, διατάσσοντας τις αμφισβητούμενες πωλήσεις από παρέμβαση, η Επιτροπή υπονόμευσε την εμπορική θέση της Biovilac και ότι τα ληφθέντα μέτρα μπορεί να οδηγήσουν στην κατάρρευση της επιχείρησης της. Με άλλα λόγια, η υποτιθέμενη επέμβαση λαμβάνει τη μορφή ενίσχυσης στο αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη, η οποία δεν χορηγήθηκε στον ορρό γάλακτος. 'Ετσι το επιχείρημα της ενάγουσας ότι υπονομεύτηκαν οι επιχειρηματικές της δραστηριότητες αντανακλά με διαφορετική μορφή τον ισχυρισμό της ότι υπέστη διάκριση που είναι αντίθετη στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 40, παράγραφος 3. Αποκρούω, επομένως, το επιχείρημα αυτό για τους ίδιους λόγους. Επίσης δε διότι, μολονότι η αρχή αυτή ισχύει σε περιστάσεις, όπου η ιδιοκτησία απαλλοτριώνεται αυθαίρετα ή έστω για χάρη του δημοσίου συμφέροντος —, δεν θεωρώ ότι εκτείνεται τόσο, ώστε να καλύπτει μια κατάσταση, όπου επέρχεται εμπορική ζημία ως αποτέλεσμα του ότι άλλα προϊόντα κατέστησαν φτηνότερα για χάρη του δημόσιου συμφέροντος, εκτός αν συντρέχει παράνομη διάκριση.

Η Biovilac υποστήριξε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ισχυρίστηκε ότι είχε επικαλεστεί το επιχείρημα αυτό στις γραπτές παρατηρήσεις της, αν και νομίζω ότι έμμεσα μόνο μπορεί να συναχθεί. Όπως, όμως, έχει γίνει δεκτό στην υπόθεση 146/77, British Beef κατά ΙΒΑΡ [1978] ECR 1347 στη σελίδα 1355, δεν μπορεί ένα άτομο να επικαλείται την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όταν όφειλε να γνωρίζει ότι η αμφισβητούμενη νομοθετική μεταβολή ήταν πιθανό να επέλθει. Στην υπό κρίση υπόθεση, το γεγονός ότι το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη πωλούνταν από την παρέμβαση σε ειδικά χαμηλές τιμές μεταξύ 1977 και 1979 θα έπρεπε να είχε καταστήσει προσεκτική την Biovilac για το ότι ένα τέτοιο σύστημα ενδεχόταν να εισαχθεί εκ νέου οποτεδήποτε, δεδομένου ότι ο κανονισμός 2307/79 απλώς ανέστειλε την ισχύ των δύο κανονισμών του 1977 «μέχρι νεωτέρας ειδοποιήσεως» χωρίς να τους καταργήσει. Η Biovilac ισχυρίζεται ότι δεν μπορούσε να είχε προβλέψει ότι η τιμή της σκόνης θα έπεφτε τόσο πολύ μετά το 1982. Δεν νομίζω ότι δικαιολογημένα μπορούσε να λάβει ως δεδομένο ότι, αν αυξάνονταν τα αποθέματα, η Επιτροπή δεν θα λάμβανε περαιτέρω μέτρα μειώνοντας ακόμη περισσότερο τις τιμές προκειμένου να τα αντιμετωπίσει, έστω και αν αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκλειστούν και τα φυτικά προϊόντα και τα προϊόντα με βάση τον ορρό γάλακτος από την αγορά των ζωοτροφών.

Τέλος, ως προς το νομικό μέρος, η Biovilac ισχυρίζεται ότι, και αν ακόμη οι σχετικές πράξεις της Επιτροπής κριθούν νόμιμες, και πάλι δικαιούται αποζημιώσεως. Προς στήριξη του ισχυρισμού της, επικαλείται την έvvota «Sonderopfer» (ειδική θυσία) του γερμανικού δικαίου και την ισοδύναμη έννοια του γαλλικού δικαίου, της rupture de l'égalité devant les charges publiques» (άνιση συμβολή στα δημόσια βάρη). Δυνάμει των εννοιών αυτών, μπορεί να ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης λόγω νόμιμης πράξεως της διοικήσεως, εάν ο ενάγων μπορεί να αποδείξει ότι υπέστη ιδιαίτερα σοβαρή ζημία ως αποτέλεσμα της πράξης αυτής. Στην υπό κρίση υπόθεση προβάλλεται πράγματι ο ισχυρισμός ότι, αν χάρη του κοινοτικού συμφέροντος ληφθούν μέτρα τα οποία προκαλούν σε μια επιχείρηση οικονομική ζημία ή την αναγκάζουν να σταματήσει τη λειτουργία της, αυτό μπορεί να γίνει μόνο υπό την προϋπόθεση καταβολής αποζημίωσης. Ισοδυναμεί με αναγκαστική απαλλοτρίωση της επιχείρησης και δεν μπορεί να υπάρξει αναγκαστική απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση.

Όπως υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας Mayras στις υποθέσεις 9 και 11/71, Compagnie d'approvisionnement κατά Επιτροπής [1972] ECR 391 στη σελίδα 422, το άρθρο 215, δεύτερη παράγραφος, δεν περιορίζει ρητά την εφαρμογή του σε παράνομες πράξεις και, ως εκ τούτου, υπάρχει έδαφος εφαρμογής της έννοιας αυτής στο κοινοτικό δίκαιο. Το Δικαστήριο, χωρίς να αποφανθεί κατά πόσο μια τέτοια αγωγή χωρεί κατ' αρχήν, έκρινε ότι «ευθύνη από νόμιμη κανονιστική πράξη δεν νοείται σε μια κατάσταση όπως η υπό κρίση, δεδομένου ότι σκοπός των μέτρων που θέσπισε η Επιτροπή ήταν απλώς να αμβλυνθούν, χάρη του γενικού οικονομικού συμφέροντος, οι συνέπειες που προέκυψαν ιδίως για το σύνολο των γάλλων εισαγωγέων από την εθνική απόφαση περί υποτιμήσεως του φράγκου». Στην υπόθεση 169/73, Compagnie continentale κατά' Επιτροπής [1975] ECR 117, σελίδα 141, ο γενικός εισαγγελέας Trabucchi εξέφρασε, στη συνέχεια, την άποψη ότι με το χωρίο που μόλις παρέθεσα το Δικαστήριο είχε δεχτεί σιωπηρά ότι τέτοια αγωγή χωρεί. Κατά τη δική μου άποψη, το Δικαστήριο απλώς άφησε το ζήτημα ανοικτό.

Στην υπόθεση 44/79, Hauer, στη σελίδα 3760, ο γενικός εισαγγελέας Capotorti κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ως γενικός κανόνας, η ιδέα ότι το κράτος δεν μπορεί να απαλλοτριώσει ιδιοκτησία χωρίς αποζημίωση κατοχυρώνεται στα συνταγματικά δίκαια των κρατών μελών. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, αν ήταν δυνατό η Κοινότητα νόμιμα να απαλλοτριώσει ιδιοκτησία, τότε ο κύριος θα δικαιούταν αποζημίωση' η αποζημίωση αυτή θα μπορούσε τότε να επιδικαστεί κατόπιν αγωγής βάσει του άρθρου 215, δεύτερη παράγραφος. Για τον ίδιο λόγο, μπορεί κάλλιστα μια τέτοια αγωγή να χωρεί λόγω πράξεων του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, με τις οποίες περιορίζεται ο κύριος κατά την άσκηση του δικαιώματός του ιδιοκτησίας.

Νομίζω ότι, όσον αφορά κοινοτικές πράξεις που θίγουν τις Επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός προσώπου και του επιφέρουν οικονομική ζημία, μια τέτοια αγωγή, εφόσον υφίσταται πράγματι, πρέπει να ασκείται εντός περιορισμένων ορίων. Ειδικότερα, δεν θα πρέπει να επιδικάζεται αποζημίωση αν ο ενάγων γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τον υπάρχοντα επιχειρηματικό κίνδυνο, όταν άρχισε να εμπορεύεται τα προϊόντα του. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Kulactic άρχισε να διατίθεται στο εμπόριο το 1978 κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του συστήματος πωλήσεων αποκορυφωμένου γάλακτος σε σκόνη σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, το οποίο είχε καθιερωθεί με τους κανονισμούς 368/77 και 443/77. Το Biobianca διατέθηκε στο εμπόριο για πρώτη φορά το 1980, όταν οι κανονισμοί αυτοί τελούσαν εν αναστολή, μόνο όμως μέχρι νεωτέρας ειδοποιήσεως. Η ενάγουσα όφειλε να γνωρίζει ότι ενδεχόταν να ξανα-τεθούν σε ισχύ οποτεδήποτε. Η επενε-χθείσα ζημία βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, εντός των ορίων του εμπορικού κινδύνου, τον οποίο διατρέχει μια επιχείρηση που λειτουργεί υπό τις υφιστάμενες συνθήκες της αγοράς. Συνεπώς αποκρούω αυτόν τον ισχυρισμό.

Καταλήγοντας συμπεραίνω ότι, μολονότι επήλθε ζημία, αυτή δεν οφείλεται σε παράνομη πράξη της Επιτροπής, η οποία ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που της έχει απονεμηθεί, ούτε και γεννά αξίωση αποζημίωσης που να απορρέει από νόμιμη πράξη.

Επομένως η αγωγή πρέπει να απορριφθεί και η ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.


( 1 ) Μετάφραση από τα αγγλικά.

Top