Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61983CC0019

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn της 8ης Νοεμβρίου 1984.
    Knud Wendelboe και άλλοι κατά πτωχευτικής περιουσίας της εταιρίας L. J. Music ApS.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Vestre Landsret - Δανία.
    Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων.
    Υπόθεση 19/83.

    Συλλογή της Νομολογίας 1985 -00457

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1984:337

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    SIR GORDON SLYNN

    της 8ης Νοεμβρίου 1984 ( 1 )

    Κύριε πρόεδρε,

    Κύριοι οικαοτές,

    Οι Wendelboe, Jensen και Jeppesen ήταν εργαζόμενοι μισθωτοί της L. J. Music ApS, εταιρίας εγγραφής μαγνητοταινιών, μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου 1980. Κατά την ημερομηνία αυτή τους κοινοποιήθηκε η άμεση απόλυση τους, όπως και στην πλειοψηφία των εργαζομένων της εταιρίας η οποία αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες. Στις 4 Μαρτίου 1980 η εταιρία κηρύχτηκε σε κατάσταση αφερεγγυότητας με προσωρινή απόφαση του τοπικού πτωχευτικού δικαστηρίου. Κατά τη συνεδρίαση της ίδιας ημέρας, ο διευθυντής της εταιρίας, ο οποίος ήταν μέχρι τότε υπάλληλος της, πρότεινε την αγορά της επιχείρησης, περιλαμβανομένων των εγκαταστάσεων της, των αποθεμάτων και των μηχανών από την εταιρία SPKR αριθ. 534 ApS. Η οριστική συμφωνία περί μεταβιβάσεως δεν είχε συναφθεί μέχρι τις 27 Μαρτίου, αλλά το Δικαστήριο επέτρεψε στην SPKR αριθ. 534 ApS να χρησιμοποιεί τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό της αφερέγγυας επιχειρήσεως από τις 5 Μαρτίου. Η οριστική συμφωνία, η οποία συνήφθη στις 27 Μαρτίου, όριζε ότι η διάδοχος εταιρία θεωρείται ότι εξακολουθούσε τις δραστηριότητες της μεταβιβασθείσας για λογαριασμό της πρώτης και με δικό της κίνδυνο από τις 4 Μαρτίου 1980.

    Στις 6 Μαρτίου 1980, έξι μόνο ημέρες μετά την απόλυση τους, οι τρεις ενάγοντες προσλήφθηκαν από τη νέα εταιρία. Η σύμβαση εργασίας τους προέβλεπε ότι θα ελάμβαναν υψηλότερο μισθό από ό,τι προηγουμένως, αλλά θα έχαναν την αρχαιότητα τους. Τότε, ήγειραν αγωγή κατά της αφερέγγυας εταιρίας, ως προνομιούχοι πιστωτές, με την οποία ζητούσαν αποζημίωση λόγω παράνομης απολύσεως και την καταβολή των επιδομάτων αδείας. Η εν λόγω εταιρία αναγνώρισε ότι οφείλει τα επιδόματα αδείας, αλλά αμφισβήτησε ότι οφείλει αποζημίωση λόγω παράνομης απολύσεως, ισχυριζόμενη ότι, εφόσον η εργασιακή σχέση εξακολουθούσε να υπάρχει, μόνο η διάδοχος εταιρία υπείχε ευθύνη, αν υποτεθεί ότι οφειλόταν κάτι στους ενάγοντες. Σχετικά, η εταιρία επικαλέστηκε το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου 111, της 21ης Μαρτίου 1979, περί των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, που ίσχυε στη Δανία. Ο νόμος αυτός εκδόθηκε προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή η οδηγία 77/187 (περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171 ). Κατόπιν εφέσεως, η υπόθεση ήχθη ενώπιον του Vestre Landsret (Western Division of the High Court) το οποίο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας.

    Με το ερώτημα ζητείται να διασαφηνιστεί αν η οδηγία « υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες η υποχρέωση καταβολής επιδόματος αδείας και καταβολής αποζημιώσεως έναντι των [πρώην] υπαλλήλων, οι οποίοι κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως δεν απασχολούνταν σ' αυτήν, μεταβιβάζονται στον εκδοχέα ».

    Το δανικό δικαστήριο υποθέτει, ή έκρινε, ότι η οδηγία έχει εφαρμογή στη μεταβίβαση αφερέγγυας ή πτωχευσάσης επιχειρήσεως. Η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, η οποία άσκησε παρέμβαση, ισχυρίζεται ότι η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή σε τέτοια μεταβίβαση. Για τους λόγους που ανέπτυξα στις προτάσεις μου στην υπόθεση 135/83, Η. Β. Μ. Abels κατά ώενθννσης νου Bedrijfsverenigung voor de Metaalindustrie en de Electrotechnische Industrie, συμφωνώ με τους ισχυρισμούς της Ολλανδικής Κυβερνήσεως ότι, από τα περιστατικά που εκτέθηκαν στην ανωτέρω υπόθεση, δεν προκύπτει ότι το υποβληθέν ερώτημα εμπίπτει στο κοινοτικό δίκαιο. Βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας, τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια να εφαρμόζουν ή να εισάγουν μέτρα τα οποία είναι περισσότερο ευνοϊκά για τους εργαζομένους από ό,τι οι διατάξεις της ίδιας της οδηγίας. Βάσει αυτού επιτρέπεται στα κράτη μέλη να παρέχουν στους εργαζομένους τέτοιων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων προστασία του είδους που πρόβλεψε η οδηγία. Πάντως, αυτό είναι ζήτημα εθνικού και όχι κοινοτικού δικαίου.

    Εντούτοις, σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο θα αποφάσιζε ότι η οδηγία έχει εφαρμογή στη μεταβίβαση πτωχευσάσης επιχειρήσεως και επειδή το ερώτημα έχει γενικότερη σημασία και διερευνήθηκε εμπεριστατωμένα είναι αναγκαίο να το εξετάσω.

    Καίτοι το ερώτημα δεν αναφέρεται σε ειδική διάταξη της οδηγίας, στην πραγματικότητα απορρέει από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι:

    «Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται για τον εκχωρητή από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, μεταβιβάζονται, εξαιτίας της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα ».

    Η απάντηση αφορά στο κατά πόσο η φράση «που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως » αναφέρεται στα « δικαιώματα και τις υποχρεώσεις » ή στη « σύμβαση εργασίας ή... στην εργασιακή σχέση ».

    Όλοι οι διάδικοι που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο ή εμφανίστηκαν στην επ' ακροατηρίου συζήτηση, δηλαδή οι ενάγοντες στην κύρια υπόθεση, οι Κυβερνήσεις της Δανίας, των Κάτω Χωρών, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η φράση « που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως » αναφέρεται στη « σύμβαση εργασίας ή... στην εργασιακή σχέση » και όχι στα « δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ».

    Η διατύπωση στην αγγλική γλώσσα μπορεί να ερμηνευτεί κατά τους δύο τρόπους, ώστε είναι φυσικότερο η φράση « existing on the date of transfer » να ερμηνευτεί ως αναφερόμενη στις αμέσως προηγούμενες λέξεις, έστω κι αν δεν υπάρχει κόμμα πριν από τη λέξη « arising » και μετά τη λέξη « Article 1 (1) ». Αντιλαμβάνομαι ότι το ίδιο ισχύει και για τη διατύπωση στη δανική γλώσσα.

    Αντίθετα, από τη διατύπωση στη γαλλική, ολλανδική, γερμανική και ιταλική γλώσσα προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι είναι η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση που πρέπει να υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, και όχι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις. 'Ετσι, το γαλλικό κείμενο έχει ως εξής: « Les droits et obligations qui résultent pour le cédant d'un contrat de travail ou d'une relation de travail existant à la date du transfert... ». Εν προκειμένω, οι λέξεις « existant a la date du transfert » αποτελούν μέρος της επιθετικής προτάσεως που αρχίζει με τις λέξεις « qui résultent... » και μπορεί να αναφέρεται μόνο στη σύμβαση εργασίας ή στην εργασιακή σχέση.

    Αντιλαμβάνομαι ότι το ίδιο αναμφίβολο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με τη χρήση επιθετικών φράσεων στην ολλανδική Kat γερμανική διατύπωση. 'Ετσι, η γερμανική διατύπωση αναφέρει: «... Einem zum Zeitpunkt des Übergangs im Sinne des Artikels 1 Absatz 1 bestęhenden Arbeitsvertrag oder Arbeitsverhältnis ». Ομοίως, το ολλανδικό κείμενο ορίζει «... De op het tijdstip van de overgang in de zin van Artikel 1, lid 1, bestaande arbeidsovereenkomst of arbeidsverhouding. ».

    Ακόμη, η ιταλική διατύπωση έχει ως εξής: « Ι diritti e gli obblighi che risultano per il cedente da un contratto di lavoro o da un rapporto di lavoro esistente alla data del trasferimento ». Η λέξη « esistente » είναι στον ενικό αριθμό, ώστε να συμφωνεί με τη φράση « un contratto di lavoro » ή με τη φράση « un rapporto di lavoro »· « esistente » δεν μπορεί να αφορά τις λέξεις « diritti » ή « obblighi », που είναι στον πληθυντικό αριθμό.

    Από απλή ανάγνωση του κειμένου προκύπτει ότι, δυνάμει της οδηγίας, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των προσώπων που έπαψαν να εργάζονται στην οικεία επιχείρηση κατά το χρόνο της μεταβίβασης, δεν μεταβιβάζονται στον εκδοχέα.

    Η γραμματική αυτή ερμηνεία επιβεβαιώνεται από άλλα στοιχεία που ανέφεραν οι διάδικοι. Το αντίθετο συμπέρασμα — δηλαδή ότι ο εκδοχέας ευθύνεται έναντι των πρώην υπαλλήλων που έπαψαν να εργάζονται πριν από τη μεταβίβαση — θα δημιουργούσε σημαντικές δυσχέρειες. Θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για τον ενδεχόμενο διάδοχο να εξακριβώσει με βεβαιότητα ποιος είναι ο βαθμός ευθύνης του έναντι των πρώην υπαλλήλων. Τόσο η αβεβαιότητα όσο και τα απαιτούμενα ποσά μπορούν να αποτρέψουν πραγματικά τους αγοραστές των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να μη πωληθεί η επιχείρηση και μεγάλος αριθμός εργαζομένων να απολέσει την εργασία του. Αυτό είναι αντίθετο προς τον κύριο σκοπό της οδηγίας, δηλαδή την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως.

    Ο περιορισμός της ευθύνης έναντι των υπαλλήλων κατά το χρόνο της μεταβίβασης είναι επίσης πλήρως σύμφωνος με το σύστημα της οδηγίας, που αποβλέπει στη μεταβίβαση της επιχείρησης από τον ένα ιδιοκτήτη στον άλλο χωρίς μεταβολή για τους υπαλλήλους των όρων και συνθηκών εργασίας που υπήρχαν πριν από τη μεταβίβαση, εκτός ασφαλώς αν συνομολογηθούν καλύτεροι όροι με το διάδοχο. Οι πρώην υπάλληλοι διατηρούν τα δικαιώματα τους έναντι του μεταβιβάζοντος ή σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίστηκαν κατά την οδηγία 80/987, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των υπαλλήλων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους.

    Επίσης, θεωρώ ότι τα άρθρα 3, παράγραφος 2, και 4 της υπό εξέταση οδηγίας περιορίζονται σαφώς στους υπαλλήλους που ήδη υπάρχουν στην επιχείρηση κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Μόνο το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 3 αναφέρεται στα πρόσωπα που δεν απασχολούνται πλέον από τον μεταβιβάζοντα κατά τη στιγμή της μεταβιβάσεως και αυτό σε περιορισμένο πλαίσιο και με σαφή διατύπωση.

    Το αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση έχει τερματιστεί ή όχι κατά το χρόνο της μεταβίβασης είναι ασφαλώς ζήτημα που πρέπει να προσδιοριστεί βάσει του εθνικού δικαίου. Πάντως, η πρώτη περίοδος του άρθρου 4, παράγραφος 1, ορίζει ότι « η μεταβίβαση μιας επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως δεν συνιστά αυτή καθαυτή λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα ». Η διάταξη αυτή ισχύει υπό την επιφύλαξη της δεύτερης περιόδου και του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 4.

    Σε περίπτωση απολύσεως υπαλλήλων, ενόψει και πριν από μεταβίβαση που εμπίπτει στην οδηγία και εν συνεχεία άμεσης επαναπρόσληψης από τον εκδοχέα, η απόλυση τους πρέπει να θεωρείται αντίθετη προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, υπό την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στην παράγραφο αυτή. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να ρυθμίσουν το ζήτημα αν η αποκατάσταση για παρόμοια παράνομη απόλυση συνίσταται στην ακύρωση της απόλυσης αυτής με δικαστική απόφαση ή στην επιδίκαση αποζημιώσεως ή σε οποιαδήποτε άλλη πραγματική αποκατάσταση. Εν πάση περιπτώσει, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν αποκατάσταση που είναι πραγματική και όχι απλώς συμβολική: παραπέμπω σχετικά στις υποθέσεις 14/83, von Colson κατά Land Nordrhein-Westfalen, και 79/83, Harz κατά Deutsche Tradax (αποφάσεις της 10ης Απριλίου 1984). Αν η αποκατάσταση συνίσταται στην ακύρωση της απόλυσης, τότε έπεται ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ενδιαφερομένων υπαλλήλων μεταβιβάζονται στον εκδοχέα.

    Κατά τη γνώμη μου, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η ακόλουθη απάντηση:

    « Η οδηγία του Συμβουλίου 77/187 πρέπεινα ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να θεσπίσουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των προσώπων που έπαψαν να απασχολούνται στην οικεία επιχείρηση κατά το χρόνο της μεταβίβασης της μεταβιβάζονται στον εκδοχέα, υπό την επιφύλαξη πάντως της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και των μέτρων προστασίας που θέσπισαν τα κράτη μέλη κατ' εφαρμογή της οδηγίας ».

    Εναπόκειται στο δανικό δικαστήριο να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι ενάγοντες της κύριας δίκης. Δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή και οι Κυβερνήσεις που παρενέβησαν στη δίκη.


    ( 1 ) Μετάφραση από τα αγγλικά.

    Top