Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61982CJ0096

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 1983.
    NV IAZ International Belgium και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Δίκαιο του ανταγωνισμού - Σήμα καταλληλότητας ANSEAU-NAVEWA.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 96-102, 104, 105, 108 και 110/82.

    Συλλογή της Νομολογίας 1983 -03369

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1983:310

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 96 έως 102, 104, 105, 108 και 110/82,

    — NV IAZ International Belgium, εδρεύουσα στο 1520 Lembeek (Βέλγιο), Steenweg op Bergen 216, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Βρυξελλών André Linden, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34, rue Philippe-Il (υπόθεση 96/82),

    — NV Disem και NV Werkhuizen Gebroeders Andries, εδρεύουσες αμφότερες στο 2800 Malines (Βέλγιο), Eikestraat 8, εκπροσωπούμενες από το δικηγόρο Βρυξελλών Antoine Baetens, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34, rue Philippe-Il (υπόθεση 97/82),

    — NV Bauknecht, εδρεύουσα στο 1820 Grimbergen (Βέλγιο), Nijverheidslaan 1, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Βρυξελλών André Linden, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34, rue Philippe-Il (υπόθεση 98/82),

    — NV Artsel, εδρεύουσα στο 2630 Aartselaar (Βέλγιο), Boomsesteenweg 65, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Βρυξελλών André Linden, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34, rue Philippe-Il (υπόθεση 99/82,

    — NV Zanker, εδρεύουσα στις 1020 Βρυξέλλες (Βέλγιο), Molenbeekstraat 94, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Βρυξελλών André Linden, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34, rue Philippe-Il (υπόθεση 100/82),

    — NV ASOGEM, εδρεύουσα στο 2630 Aartselaar (Βέλγιο), Boomsesteenweg 65, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Βρυξελλών André Linden, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34, rue Philippe-Il (υπόθεση 101/82),

    — NV Éts. J. van Assche & Co, εδρεύουσα στο 1800 Vilvoorde (Βέλγιο), Schaarbeeklei 636-638, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Βρυξελλών André Linden, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34, rue Philippe-Il (υπόθεση 102/82),

    — Robert Despagne, ασκούντα εμπορία υπό την επωνυμία Éts. Despagne, 4000 Λιέγη (Βέλγιο), rue des Carmes 14-16, εκπροσωπούμενος από το δικηγόρο Βρυξελλών André Linden, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34, rue Philippe-Il (υπόθεση 104/82),

    — SA Ateliers de constructions électriques de Charleroi, σύντμηση ACEC, εδρεύουσα στο Saint-Gilles των Βρυξελλών (Βέλγιο), Chaussée de Charleroi 54, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Βρυξελλών André Linden, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34, rue Philippe-Il (υπόθεση 105/82),

    — Association nationale des services D'eau, σύντμηση ANSEAU, εδρεύουσα στις Βρυξέλλες, στο Chaussée de Waterloo 255, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Βρυξελλών Antoine Braun και Francis Herbert, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Ernest Arendt, 34, rue Philippe-Il (υπόθεση 108/82),

    — NV Miele België, εδρεύουσα στο 1702 Asse (Mollem, Βέλγιο), Industriepark, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Βρυξελλών Elisabeth Hoffmann και Bernard van de Walle de Ghelcke, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Gaston Stein, 27, place de Paris (υπόθεση 110/82),

    προσφεύγουσες,

    κατά

    ΕπιτροΠΗς των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 200, rue de la Loi, Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη από τους Giuliano Marenco και Eugenio de March, μέλη της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενους από το δικηγόρο Otto Grolig, με αντίκλητο τον Oreste Montako, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg, Λουξεμβούργο,

    καθής,

    οι οποίες, και οι έντεκα, έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1981, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ (Γ7/29.995 — NAVEWAANSEAU) (ΕΕ L 167, 1982 σ. 39),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους J. Menens de Wilmars πρόεδρο, Τ. Koopmans, Κ. Bahlmann και Y. Galmot, προέδρους τμήματος, P. Pescatore, Mackenzie Stuart, A. O'Keeffe, G. Bosco, O. Due, U. Everling και Κ. Κακούρη, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. VerLoren van Themaat

    γραμματέας: Ρ. Heim

    εκδίδει την ακόλουθη

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    Περιστατικά

    Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας και τα αιτήματα, οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων συνοψίζονται ως ακολούθως:

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

    Α — Η εξέλιξη που κατέληξε οτη σύμδαση της 13ης Δεκεμβρίου 1978

    1.

    Η Association nationale des servcies d'eau (στο εξής «ANSEAU»), εδρεύουσα στις Βρυξέλλες, αποτελεί μια ένωση μη κερδοσκοπικού σκοπού, η οποία περιλαμβάνει 31 επιχειρήσεις διανομής νερού στο Βέλγιο. Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν συσταθεί υπό διάφορους νομικούς τύπους (διακοινοτικές, επιχειρήσεις που συμμετέχει το κράτος, ενώσεις δημοσίου δικαίου ή εταιρείες μεικτής οικονομίας). Συσταθείσες από τις δημόσιες αρχές, για να εξασφαλίζουν την κανονική προμήθεια και διανομή νερού, υπό συνθήκες που εγγυώνται πλήρως την προστασία της δημόσιας υγείας, είναι ιδίως επιφορτισμένες, δυνάμει δύο βασιλικών διαταγμάτων, της 24ης Απριλίου 1965 και της 6ης Μαίου 1966 αντιστοίχως, να επαγρυπνούν για την ποιότητα του πόσιμου νερού. Αποστολή της ANSEAU είναι να επαγρυπνεί για τα κοινά συμφέροντα των εν λόγω επιχειρήσεων.

    Η Communauté de l'électricité (εφεξής «CEG»), εδρεύουσα στος Βρυξέλλες, αποτελεί μια ένωση μη κερδοσκοπικού σκοπού, η οποία περιλαμβάνει εταιρείες παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, κατασκευαστές και εισαγωγείς ηλεκτρικών συσκευών, επαγγελματικές ενώσεις και τεχνικούς οργανισμούς σχετικούς με τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Σκοπός της είναι να ευνοεί άμεσα ή έμμεσα την ανάπτυξη του ηλεκτρισμού σε όλες τις μορφές του. Οι εταιρείες της CEG έχουν συσταθεί κατά ομάδες, μεταξύ των οποίων είναι οι ομάδες «Entretient du linge» [συντήρηση δικτύου] και [Lave-vaisselle] «πλυντήρια».

    Η Fédération du commerce de l'appareillage électrique (FCAEFHEA, εφεξής «FCAE»), εδρεύουσα στις Βρυξέλλες, αποτελεί μια ένωση μη κερδοσκοπικού σκοπού, που περιλαμβάνει κατασκευαστές, εισαγωγείς και διανομείς ηλεκτρικών συσκευών οικιακής χρήσεως. Σκοπό έχει τη βελτίωση της ηθικής και υλικής καταστάσεως του χοντρικού εμπορίου, της εισαγωγής και/ή της εξαγωγής ηλεκτρικών συσκευών.

    Η Union des fournisseurs des artisans de l'alimentation — τμήμα μεγάλων κουζινών (UFARALULEVO, στο εξής «UFARAL»), εδρεύουσα στις Βρυξέλλες, περιλαμβάνει τους κατασκευαστές και εισαγωγείς κουζινών και συσκευών, προοριζομένων για τον εξοπλισμό καντινών, εστιατορίων κλπ.

    2.

    Το 1965, η ANSEAU θέσπισε το «γενικό κανονισμό εγκαταστάσεων συνδρομητών» για το έδαφος του Βασιλείου του Βελγίου, που αποτελεί συνέχεια του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος της 24ης Απριλίου 1965, καθιστώντας τους διανομείς ποινικώς υπεύθυνους για την ποιότητα του νερού. Ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι μόνο οι συσκευές που είναι εφοδιασμένες με ένα εξάρτημα με το οποίο εμποδίζεται κάθε εκτροπή μολυσμένου νερού προς τα δίκτυα υδρεύσεως πόσιμου νερού και που συμφωνούν με τους βελγικούς κανόνες που προβλέπρος τούτο μπορούν να συνδεθούν με το δίκτυο διανομής νερού. Ο κανονισμός συμπληρώθηκε με ειδικές διατάξεις περί πλυντηρίων ρούχων και πιάτων.

    Ο έλεγχος περί του αν συμφωνούν οι συσκευές που πρέπει να συνδεθούν με το δίκτυο διανομής του νερού γινόταν, κατά το πρώτο στάδιο, στα σπίτια των καταναλωτών που ήθελαν να προβούν στη σύνδεση της συσκευής. Αυτός ο έλεγχος αποδείχτηκε όμως πολύ δαπανηρός, δύσκολος στην πραγματοποίηση του και οχληρός για τους καταναλωτές, λόγω του ότι τα εξαρτήματα ασφάλειας που ήταν ενσωματωμένα στις συσκευές, πράγμα που απαιτούσε την αποσυναρμολόγηση των εν λόγω συσκευών σύμφωνα με τα λεπτομερή σχέδια του υδραυλικού κυκλώματος.

    Προς απάμβλυνση της δυσκολίας αυτής, η ANSEAU έθεσε σε ενέργεια, κατά το δεύτερο στάδιο, μια διαδικασία ελέγχου καταλληλότητας, που της επέτρεπε να διενεργεί η ίδια τον έλεγχο στις εγκαταστάσεις του βέλγου κατασκευαστή ή του εισαγωγέα και να τον περιορίζει σε ένα και μόνο έλεγχο κατά τύπο ή μοντέλο συσκευής. Το σύστημα αυτό στηριζόταν στην ύπαρξη ενός πίνακα που περιλάμβανε τα πλυντήρια ως προς τα οποία είχε αναγνωριστεί ότι πληρούσαν τους κανόνες. Αντίθετα, τα πλυντήρια που δεν εμφαίνονται στον πίνακα έπρεπε να υποστούν έλεγχο στους χώρους του καταναλωτή, καθώς περιγράφεται κατωτέρω. Η διαδικασία αυτή ελέγχου ήταν βέβαια ήδη πολύ ευέλικτη, και δεν παρουσίαζε ακόμη μειονεκτήματα. Πράγματι, οι τύποι ή τα μοντέλα πλυντηρίων ρούχων και πιάτων τροποποιούνται συχνά, χωρίς οι τροποποιήσεις να συνεπάγονται αναγκαία τροποποίηση του υδραυλικού κυκλώματος., Επομένως, οι νέοι τύποι ή τα νέα μοντέλα έπρεπε, κάθε φορά, να υποβάλλονται σε έλεγχο ότι πληρούν τους κανόνες, ενώ το εξάρτημα ασφάλειας δεν είχε αλλάξει.

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ANSEAU προτείνει, στο τρίτο στάδιο, να γίνεται χρήση ενός συστήματος ελέγχου με τη χρησιμοποίηση επιγραφών καταλληλότητας. Το σύστημα αυτό πρέπει να συνίσταται στην ανάθεση προς βέλγους κατασκευαστές και εισαγωγείς, οι οποίοι έχουν προς τούτο αναλάβει ορισμένες υποχρεώσεις, του καθήκοντος να επαληθεύουν την καταλληλότητα των τύπων πλυντηρίων που θέτουν στην αγορά. Η καταλληλότητα πρέπει να πιστοποιείται με την επίθεση, σε κάθε σύμφωνη προς τους κανόνες συσκευή, μιας επιγραφής καταλληλότητας που οι κατασκευαστές και εισαγωγείς μπορούν να προμηθευτούν, περιορίζοντας έτσι την παρέμβαση της ANSEAU σε απλές επαληθεύσεις, με δειγματοληψία, της καλής διενέργειας του ελέγχου καταλληλότητας από τις ίδιες τις επιχειρήσεις.

    Στις 26 Ιουλίου 1978, έγινε συνεδρίαση όπου συμμετέσχαν, αφενός, οι εκπρόσωποι της CEG και της FCAE και, αφετέρου, οι εκπρόσωποι της ANSEAU, κατά τη διάρκεια της οποίας συγκεκριμενοποιήθηκαν οι δυσχέρειες του τότε ισχύοντος συστήματος. Η FCAE αναφέρει σχετικά ότι ορισμένες παράλληλες εισαγωγές τυγχάνουν επίσης της επαληθεύσεως που αποκτά ο επίσημος εισαγωγέας, χωρίς να χρειάζεται να συμβάλει στα σχετικά έξοδα.

    Στις 19 Σεπτεμβρίου 1978, σε μια κοινή συνεδρίαση των ομίλων «Entretien du linge» και «Lave-vaisselle» της CEG, οι πρόεδροι των δύο αυτών ομίλων ανέπτυξαν σε ποιο σημείο βρίσκονται οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με την ANSEAU. Διευκρίνισαν ότι ένας από τους σκοπούς της CEG ήταν να επιτύχει για τα μέλη της «μια μεταχείριση που τα ευνοεί σε σχέση προς τα μη μέλη (συσκευές που πωλούνται από τα τελευταία δεν μπορούν να φέρουν την ένδειξη εγκρίσεως, αλλά μπορούν προφανώς να επιτύχουν την έγκριση της ANSEAU για τις συσκευές τους ...). Αυτό έχει ως συνέπεια ότι, αν μια εταιρεία υδάτων διαπιστώσει ότι μια συσκευή, συνδεδεμένη με το δίκτυο της, δεν φέρει την ένδειξη εγκρίσεως, μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο να κόψει το νερό στον οικείο συνδρομητή».

    Στις 21 Σεπτεμβρίου 1978, η ομάδα εργασίας «νομικών» της ANSEAU διατύπωσε παρατηρήσεις σε ένα πρώτο σχέδιο συμβάσεως, που 9α συνήπτετο μεταξύ της ANSEAU και των ενδιαφερόμενων πωλητών πλυντηρίων ρούχων και πιάτων. Αυτή η ομάδα εργασίας διαπίστωσε ιδίως ότι η προβλεπόμενη σύμβαση θα καθιστούσε δυνατό τον έλεγχο του 90°/ο της παραγωγής και, όσον αφορά τον έλεγχο του υπόλοιπου 10 ο/ο, «θα μπορούσε να επιτραπεί στους πωλητές να έχουν τις αναγκαίες επαφές με τους μη συμβαλλομένους, ώστε να μπορέσουν οι τελευταίοι να διαθέτουν επίσης τα εν λόγω σήματα καταλληλότητας, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχουν στους πωλητές που μετέχουν στη σύμβαση τις απαραίτητες εγγυήσεις και δεσμεύσεις».

    Το κείμενο της συμβάσεως καταρτίστηκε κατά τις συνεδριάσεις της 10ης και 13ης Οκτωβρίου 1978 μεταξύ των εκπροσώπων της CEG, της FCAE, της UFARAL και της ANSEAU. Με την ευκαιρία αυτή, το κείμενο του άρθρου 4, σημείο 1, της συμβάσεως διατυπώθηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να προσχωρήσουν στη σύμβαση και άλλα μέρη, κατά το μέτρο που είναι επίσης κατασκευαστές ή αποκλειστικοί εισαγωγείς, εξυπακουομένου ότι η CEG θα είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει σχετικά, υπό την επιφύλαξη, μεταξύ άλλων, ότι τα άλλα αυτά μέρη θα αναγνώριζαν τη CEG ως εντολοδόχο.

    Στις 23 Οκτωβρίου 1978 έγινε κοινή συνεδρίαση των ομίλων «Entretien du linge» και «Lave-vaisselle» της CEG, στην οποία εκπροσωπήθηκαν επίσης οι FCAE και UFARAL, όπως και όλες οι προσφεύγουσες, εκτός της IAZ της Zanker, της Despagne και της ANSEAU.

    Κατά τη συνεδρίαση αυτή, η CEG διευκρίνισε ότι «η ANSEAU θα γνωστοποιήσει την εν λόγω ένδειξη καταλληλότητας (επιγραφής καταλληλότητας) στο ευρύ κοινό μέσω, ιδίως, συνεντεύξεως τύπου, σημειωμάτων με τους λογαριασμούς καταναλώσεως και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο προωθήσεως» και ότι «η ANSEAU θα καταργήσει τον κατάλογο των εγκεκριμένων συσκευών που έχει μέχρι τώρα δημοσιεύσει, αφού μόνη η ένδειξη πιστοποιεί τη συμφωνία των συσκευών με τον κανονισμό της».

    Η CEG υπογράμμισε, εξάλλου, κατά τη συνεδρίαση αυτή, ότι η προβλεπόμενη σύμβαση «έχει το προσόν ότι συνιστά ένα όπλο (ίσως όχι απόλυτο, αλλά όχι αμελητέο) κατά των παράλληλων εισαγωγών: η CEG, η μόνη που έχει δικαίωμα να διανέμει τις επιγραφές καταλληλότητας, τις διανέμει μόνο στους επίσημους αποκλειστικούς εισαγωγείς». Το σχέδιο της συμβάσεως εγκρίθηκε κατά τη συνεδρίαση αυτή, με ομοφωνία μείον τους ψήφους δυο επιχειρήσεων (îndesit και Philips), οι οποίες διατύπωσαν επιφυλάξεις.

    Το κείμενο της συμβάσεως υιοθετήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1978 κατά τη διάρκεια μιας συνεδριάσεως όπου μετέσχαν, αφενός, οι εκπρόσωποι της CEG, της FCAE και της UFARAL και, αφετέρου, οι εκπρόσωποι της ANSEAU. Με την ευκαιρία αυτή υπογραμμίστηκε, από το πρώτο μέρος, ότι το νέο σύστημα θα παρουσίαζε το ακόλουθο πλεονέκτημα: «όλος ο κόσμος έχει σχετικά πειστεί ότι, μετά τη δημοσιότητα που θα γίνει από τα δυο μέρη, προκειμένου να ενημερωθούν οι πελάτες να αγοράζουν, προς το συμφέρον τους, μόνο κατάλληλα πλυντήρια (δηλαδή φέροντα την επιγραφή της καταλληλότητας), θα μειωθεί αυτόματα ο αριθμός πωλήσεων των λοιπών πλυντηρίων, έστω και αν αυτά ανταποκρίνονται στον κανονισμό της ANSEAU».

    Β — Ησνμβαοη της 13ης Δεκεμορίον 1978

    Η επίδικη σύμβαση (στο εξής «σύμβαση») υπογράφηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1978 από τους κατασκευαστές και αποκλειστικούς εισαγωγείς που υπάγονται σε μια ή περισσότερες από τις ενδιαφερόμενες επαγγελματικές οργανώσεις, δηλαδή την CEG, την FCAE, την UFARAL (πρώτο μέρος) και την ANSEAU (δεύτερο μέρος). Μεταξύ των επιχειρήσεων που αποτελούν το πρώτο μέρος, κατά την ημερομηνία της υπογραφής της συμβάσεως, εμφανίζονται όλες οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις. 'Αλλοι κατασκευαστές ή αποκλειστικοί εξαγωγείς προσχώρησαν στη σύμβαση μετά την υπογραφή της, σύμφωνα με το άρθρο 4, σημείο 1, αυτής. Ως προς την UFARAL, σημειώνεται ότι ο οργανισμός αυτός, μολονότι δεν αποτελεί μια επιχείρηση συμμετέχει επίσης στη σύμβαση, προσωπικά και όχι μόνο μέσω των μερών της.

    Σκοπός της συμβάσεως είναι «να αποφεύγεται, χάριν του συμφέροντος της δημόσιας υγείας, κάθε μεταβολή στην ποιότητα του διανεμόμενου ύδατος, προκαλούμενη από μόλυνση — ιδίως δε κατά τη σύνδεση των πλυντηρίων ρούχων ή πιάτων με το δίκτυο διανομής πόσιμου ύδατος» (άρθρο 1 της συμβάσεως). Προς τούτο, η σύμβαση «ρυθμίζει τη χρησιμοποίηση του σήματος καταλληλότητας NAVEWAANSEAU για τα πλυντήρια ρούχων και πιάτων» (άρθρο 2).

    Η σύμβαση περιέχει, επιπλέον, τις ακόλουθες διατάξεις:

    Ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 1979 και συνάπτεται για τρία χρόνια. Μετά την πάροδο κάθε τριετίας παρατείνεται σιωπηρά επί τρία χρόνια (άρθρο 3).

    Όσον αφορά την εφαρμογή της, η CEG ενεργεί επ' ονόματι των εταιρειών που αποτελούν το πρώτο μέρος. «Τα υπόλοιπα μέρη μπορούν να προσχωρήσουν στη σύμβαση, κατά το μέτρο που είναι επίσης κατασκευαστές και αποκλειστικοί εισαγωγείς, εξυπακουομένου ότι η CEG θα είναι η μόνη αρμόδια για να αποφασίζει σχετικά και υπό τη ρητή επιφύλαξη ότι αυτά τα άλλα μέρη θα υπαχθούν επίσης σε όλες τις διατάξεις της παρούσης συμβάσεως και θα αναγνωρίσουν τη CEG ως εντολοδόχο» (άρθρο 4, σημείο 1).

    Η διανομή των επιγραφών καταλληλότητας εξασφαλίζεται αποκλειστικά από την CEG, η οποία εξουσιοδοτείται προς τούτο από όλους τους συμβαλλομένους (άρθρο 5). Η CEG λαμβάνει τις επιγραφές από την ANSEAU στην τιμή των 3,50 βελγικών φράγκων κατά επιγραφή (παράρτημα II της συμβάσεως).

    Οι συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διαβιβάσουν στην ANSEAU — μέσω της CEG — προτού διατεθούν στη βελγική αγορά καινούργια πλυντήρια ή τροποποιημένα, έναν πλήρες τεχνικό φάκελο, που περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που επιτρέπουν την αναγνώριση, καθώς και λεπτομερές τεχνικό σχεδιάγραμμα πλήρους υδραυλικού κυκλώματος των πλυντηρίων (άρθρο 6).

    Η ANSEAU προβαίνει σε τακτικό έλεγχο της αγοράς, προκειμένου να διαπιστώνει, με δειγματοληψία, κατά πόσο τα πλυντήρια που έχουν εισαχθεί στο κύκλωμα του εμπορίου φέρουν το σήμα της καταλληλότητας και, σε περίπτωση που το φέρουν, κατά πόσο ανταποκρίνονται στις τεχνικές προδιαγραφές καταλληλότητας που περιλαμβάνονται στον «ειδικό κανονισμό». Η CEG μπορεί, για βάσιμους λόγους να ζητήσει από την ANSEAU να διενεργήσει επιτόπιο ειδικό έλεγχο (άρθρο 2, σημείο 1).

    Αν, κατά τους ελέγχους, η ANSEAU διαπιστώσει ότι ένα πλυντήριο δεν φέρει το σήμα καταλληλότητας, γνωστοποιεί, με συστημένη επιστολή, στον οικείο έμπορο ότι το εν λόγω πλυντήριο δεν πληροί τους όρους που απαιτούνται για τη σύνδεση του πλυντηρίου ρούχων ή πιάτων με το δίκτυο διανομής (άρθρο 8, σημείο 2).

    Η ANSEAU θα συστήσει στα μέλη της να λάβουν υπόψη τους το περιεχόμενο και το σκοπό της συμβάσεως και να πληροφορούν σχετικά τους καταναλωτές (άρθρο 10, σημείο 1).

    Η σύμβαση συμπληρώθηκε από τον «ειάκό κανονισμό» (παράρτημα 1), που προσδιορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές καταλληλότητας, στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται τα εν λόγω πλυντήρια. Οι κύριες διατάξεις του κανονισμού αυτού είναι οι ακόλουθες:

    Τα πλυντήρια ρούχων και πιάτων θεωρούνται ότι πληρούν τις τεχνικές προδιαγραφές καταλληλότητας αν συμφωνούν πλήρως με το «γενικό κανονισμό εγκαταστάσεων των συνδρομητών», που συμπληρώθηκε από τις «προδιαγραφές που αφορούν την κατασκευή και τον έλεγχο των πλυντηρίων ρούχων και πιάτων» (άρθρο 1).

    Ο «ειδικός κανονισμός» προβλέπει, επιπλέον, ότι οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να εξετάζουν οι ίδιοι αν τα πλυντήρια που πρόκειται να διοχετευθούν στη βελγική αγορά συμφωνούν με τις παραπάνω τεχνικές προδιαγραφές καταλληλότητας. Εντούτοις, μπορούν να επιτύχουν προς τούτο την τεχνική συνδρομή της ANSEAU (άρθρο 2, σημείο 1).

    Αν διαπιστωθεί ότι το σήμα καταλληλότητας έχει επιτεθεί σε πλυντήρια που δεν πληρούν τις προαναφερθείσες τεχνικές προδιαγραφές καταλληλότητας, τα επιτεθέντα σήματα μπορούν να αποκολληθούν εντός 10ημερών, εκτός αν τα πλυντήρια αναγνωριστούν εντός της ίδιας προθεσμίας ως κατάλληλα. Ο υπεύθυνος συμβαλλόμενος οφείλει, εξάλλου, να καταβάλει μια κατ' αποκοπή αποζημίωση 50000 βελγικών φράγκων στην ANSEAU. Αν ο συμβαλλόμενος δεν συμμορφωθεί στα μέτρα κυρώσεως εντός της πορβλεπόμενης προθεσμίας ή είναι υπότροπος στα τρία χρόνια, χάνει οριστικά το δικαίωμα χρήσεως του σήματος καταλληλότητας (άρθρο 3).

    Ο «ειδικός κανονισμός» περιέχει επίσης μεταβατικά μέτρα, ισχύοντα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1979 το αργότερο (άρθρο 6).

    Ι- θέση σε εφαρμογή της σνμόάσεως

    Η θέση σε εφαρμογή της συμβάσεως συνοδεύτηκε με μια διαφημιστική εκστρατεία, που έγινε τόσο από τους κατασκευαστές και τους αποκλειστικούς εισαγωγείς, που απαρτίζουν το πρώτο μέρος της συμβάσεως, όσο και από την ANSEAU: Οι ανακοινώσεις έθεσαν σε επαγρύπνηση τους καταναλωτές, ώστε να προφυλάσσονται από την αγορά πλυντηρίων που δεν φέρουν την επιγραφή καταλληλότητας.

    Η CEG, η μόνη που σύμφωνα με τη σύμβαση έχει δικαίωμα να διανέμει τις επιγραφές καταλληλότητας, εφήρμοσε τη σύμβαση κατά τρόπο ώστε πωλούσε πράγματι τις επιγραφές μόνο στους κατασκευαστές και στους αποκλειστικούς εισαγωγείς. Τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις, σε εμπόρους που ρώτησαν τι διαδικασία πρέπει να ακολουθήσουν για να αποκτήσουν τις επιγραφές καταλληλότητας, αυτή απήντησε με επιστολή που περιέχει την ακόλουθη παράγραφο:

    «Θα θέλαμε:

    να μας επιβεβαιώσετε την ιδιότητα σας ως αποκλειστικού εισαγωγέα για το Βέλγιο, διευκρινίζοντας τον/τους τύπο(ους) και το/τα είδος (η) των πλυντηρίων ρούχων και/ή των πλυντηρίων πιάτων περί των οποίων πρόκειται˙

    να μας διαβιβάσετε τη βεβαίωση του/των προμηθευτή (ων) με την οποία σας έχει αναγνωριστεί επίσημα η προαναφερόμενη ιδιότητα.»

    Η ANSEAU έχει ελέγξει την εφαρμογή του νέου συστήματος, ιδίως στα καταστήματα και στις εμπορικές εκθέσεις. Σε μια τουλάχιστον περίπτωση, έστειλε σε έμπορο που εξέθετε πλυντήρια μη φέροντα το σήμα καταλληλότητας συστημένη επιστολή, απαριθμώντας τα πλυντήρια περί των οποίων επρόκειτο και διευκρινίζοντας ότι «τα πλυντήρια αυτά δεν πληρούν ... τις απαιτούμενες προδιαγραφές για τη σύνδεση τους με το δίκτυο διανομής ... Τα πλυντήρια που φέρουν το σήμα καταλληλότητας αναγνωρίζονται, πράγματι, ως σύμφωνα με τις εν λόγω προδιαγραφές. Προς αποφυγή δυσκολιών στην πελατεία σας, σας συμβουλεύουμε επομένως να ζητήσετε από τον προμηθευτή σας να τακτοποιήσει πάραυτα αυτό το θέμα».

    Σε μια τουλάχιστον περίπτωση, η ANSEAU απήντησε επίσης σ' έναν αλλοδαπό έμπορο, που ήθελα να μάθει τις τεχνικές προδιαγραφές που έπρεπε να πληρούνται για τα πλυντήρια ρούχων και πιάτων, για να μπορούν να εισάγονται στο Βέλγιο, διευκρινίζοντας ότι:

    «είναι απαραίτητο ότι ένα από τα πρόσωπα με τα οποία προτείνετε να συνάψετε σύμβαση πρέπει να οριστεί από σας ως αποκλειστικός εισαγωγέας της δικής σας μάρκας πλυντηρίων για το Βέλγιο. Ο τελευταίος πληροί έτσι τους απαραίτητους όρους για την προσχώρηση του στην Communauté de l'électricité (CEG) ..., οργανισμό που ενεργεί εξ ονόματος όλων των οικείων κατασκευαστών και εισαγωγέων».

    Τέλος, ασκήθηκε επίσης έλεγχος από τις τοπικές υπηρεσίες ύδατος στο πολεοδομικό συγκρότημα των Βρυξελλών, της Αμβέρσας και της Γάνδης, οι οποίες, στις περισσότερες περιπτώσεις, επαλήθευσαν στους χώρους των συνδρομητών κατά πόσο τα εγκατεστημένα πλυντήρια διελαμβάνοντο στον πίνακα των κατάλληλων πλυντηρίων (για τα πλυντήρια που είχαν κατασκευαστεί πριν από την 31η Ιανουαρίου 1979) ή έφεραν την επιγραφή καταλληλότητας (για τα πλυντήρια που κατασκευάστηκαν μετά την 31η Ιανουαρίου 1979). Αν δεν επλη-ρούτο κανένας από τους όρους αυτούς, ο συνδρομητής προειδοποιείτο με επιστολή ότι όφειλε, εντός ορισμένης προθεσμίας, να προσκομίσει ένα λεπτομερές τεχνικό σχεδιάγραμμα του πλήρους υδραυλικού κυκλώματος του πλυντηρίου και να επιτρέψει στην υπηρεσία υδάτων να προβεί στους αναγκαίους ελέγχους επί του πλυντηρίου, εξυπακουομένου ότι ενδεχόμενη αποσυναρμολόγηση του πλυντηρίου έπρεπε να γίνει με φροντίδα του συνδρομητή.

    Δ — Η προ της προ6αλΑόμενης αποφάσεως όιαδικασία

    Στις 14 Νοεμβρίου 1980, η Επιτροπή αποφάσισε αυτεπαγγέλτως να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 17/62.

    Στις 15 Δεκεμβρίου 1980, απηύθυνε στα μέρη που υπέγραψαν τη σύμβαση μια κοινοποίηση των αιτιάσεων, στην οποία ανέφερε ότι σκόπευε να διαπιστώσει ότι η σύμβαση είχε «ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα να καταστήσει αδύνατες ή τουλάχιστον δυσχερέστερες τις παράλληλες εισαγωγές πλυντηρίων ρούχων και πιάτων στο Βέλγιο» και ότι οι περιορισμοί αυτοί αποτελούν περιορισμούς του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΟΚ.. Η σύμβαση δεν μπορούσε να τύχει εξαιρέσεως και είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τέρμα στην εξαίρεση που χορηγήθηκε με τον κανονισμό 67/67 στις εν λόγω συμφωνίες αποκλειστικής παραχωρήσεως. Η Επιτροπή δήλωσε επίσης ότι σκόπευε να υποχρεώσει τα μέρη της συμβάσεως να τερματίσουν πάραυτα τις παραβάσεις και ότι θα τους επέβαλε πρόστιμα κατ' εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 17.

    Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους, απαντώντας στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 99/63.

    Η ακρόαση που προβλέπεται από τα άρθρα 7, 8 και 9 του κανονισμού 99/62 έγινε στις 11 Μαρτίου 1981. Κατά τη διάρκεια της ακροάσεως αυτής, τα παρόντα ενδιαφερόμενα μέρη πρότειναν να τροποποιηθούν ορισμένα άρθρα της συμβάσεως και να επανυποβάλουν προς τούτο ένα κείμενο στην Επιτροπή.

    Στις 24 Απριλίου 1981, το συμβούλιο της ANSEAU υπέβαλε στην Επιτροπή σχέδιο «ειδικής συμβάσεως σχετικής με τη χρησιμοποίηση του σήματος καταλληλότητας ANSEAUNAVEWA για τα πλυντήρια ρούχων και πιάτων», που 9α μπορούσε να συναφθεί μεταξύ της ANSEAU και κάθε κατασκευαστή ή εισαγωγέα, ο οποίος δεν συγκέντρωνε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να προσχωρήσει στη γενική σύμβαση. Το σχέδιο, παρόμοιο προς τη γενική σύμβαση, προέβλεπε, διαφορετικά απ' αυτή, ότι οι συμβαλλόμενοι 9α ελάμβαναν τις επιγραφές καταλληλότητας απευθείας από την ANSEAU σε τιμή που κυμαινόταν από 3,50 μέχρι 10 βελγικά φράγκα, ανάλογα με την παραγγελόμενη ποσότητα, και ότι οι συμβαλλόμενοι έπρεπε να καταθέσουν σε τράπεζα εγγύηση ποσού 50000 βελγικών φράγκων.

    Με την από 19 Μαΐου 1981 επιστολή, η Επιτροπή απάντησε ότι οι εν λόγω προτάσεις «φαίνονται ικανές να τερματίσουν τους περιορισμούς του ανταγωνισμού που συνεπάγεται η τωρινή σύμβαση, κατά το μέτρο ποι οι εισαγωγείς — μη μέλη της CEG, της UFARAL και της FCAE — μπορούν να επιτύχουν τη συμφωνία των πλυντηρίων τους με όρους που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις έναντι εκείνων των όρων που αναγνωρίστηκαν στους κατασκευαστές ή εισαγωγείς που είναι μέλη των οργανώσεων αυτών». Η Επιτροπή, προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει το σημείο αυτό, ζήτησε πάντως από την ANSEAU να της γνωστοποιήσει, εντός ορισμένης προθεσμίας, ορισμένες διευκρινίσεις.

    Η ANSEAU, με επιστολή της 15ης Ιουνίου 1981, διαβίβασε στην Επιτροπή φωτοαντίγραφο του οριστικού σχεδίου της επικείμενης ειδικής συμβάσεως, το κείμενο του οποίου διαβίβασε εν συνεχεία σε μη αποκλειστικούς εισαγωγείς, οι οποίοι ήθελαν να εισάγουν πλυντήρια ρούχων και πιάτων.

    Στις 17 Δεκεμβρίου 1981, η Επιτροπή έλαβε την απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο των υπό κρίση προσφυγών (IV/29.995 — NAVEWAANSEAU) και κοινοποίησε τις διατάξεις στους αποδέκτες. Πάντως, το πλήρες κείμενο της αποφάσεως δεν κοινοποιήθηκε, όσον αφορά την ANSEAU, παρά με επιστολή της 20ής Ιανουαρίου 1982.

    Ε — Η προοοαΜόμενη απόφαση

    1. Το διατακτικό

    Η επίδικη απόφαση (στο εξής: «Απόφαση») απευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο της 5, στην ANSEAU, στην UFARAL και στις επιχειρήσεις που είναι μέρη της συμβάσεως, ο πίνακας των οποίων περιλαμβάνεται σε παράρτημα. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγονται οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις.

    Σύμφωνα με το άρθρο 1 της αποφάσεως, οι διατάξεις της συμβάσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1978, «οι οποίες στερούν τους μη αποκλειστικούς εισαγωγείς της δυνατότητας ελέγχου καταλληλότητας των πλυντηρίων ρούχων και πλυντηρίων πιάτων που εισάγουν οι τελευταίοι στο Βέλγιο, υπό όρους που δεν συνιστούν διακριτική μεταχείριση σε σχέση με τους όρους οι οποίοι ισχύουν για τους κατασκευαστές ή αποκλειστικούς εισαγωγείς, συνιστούν παραβάσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Ως παραβάσεις θεωρούνται κυρίως τα άρθρα 2, 4 παράγραφος 1, 5 και 6 της ανωτέρω συμβάσεως, καθώς και το άρθρο 6 του ειδικού κανονισμού που είναι προσαρτημένο στην ανωτέρω σύμβαση».

    Το άρθρο 2 ορίζει ότι τα μέρη της συμβάσεως υποχρεούνται να τερματίσουν πάραυτα τις παραβάσεις που διαπιστώνονται με το άρθρο 1 και οφείλουν να ενημερώσουν την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως, για τα σχετικά μέτρα που θα λάβουν.

    Με το άρθρο 3 επιβάλλονται πρόστιμα στις ονομαστικά καθοριζόμενες επιχειρήσεις, που είναι οι προσφεύγουσες, και στην ANSEAU.

    Πρόστιμο 9500 ECU επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, στις επιχειρήσεις ASOGEM (υπόθεση 101/82) και Despagne (υπόθεση 104/82).

    Πρόστιμο 38500 ECU επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, στις επιχειρήσεις IAZ (υπόθεση 96/82, Disem-Andries (υπόθεση 97/82), Artsei (υπόθεση 99/82 Zanker (100/82) και van Assche (υπόθεση 102/82).

    Πρόστιμο 76500 ECU επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, στις επιχειρήσεις Bauknecht (υπόθεση 98/82), ACEC (υπόθεση 105/82, και Miele (υπόθεση 110/82), καθώς και στην ANSEAU (υπόθεση 108/82).

    2. Το σκεπτικό της αποφάσεως

    Με το σκεπτικό της αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει τα εξής:

    α) Επί vov άρρον 85, παράγραφος Ι, της συνθήκης

    Η σύμβαση αποτελεί συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων (των κατασκευαστών και αποκλειστικών εισαγωγέων που πρόσκεινται στην CEG, της FCAE και της UFARAL) και μιας ενώσεως επιχειρήσεων (ANSEAU) κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης.

    Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή αφορά επίσης τις συμφωνίες μεταξύ ενώσεων επιχειρήσεων. Με την απόφαση του της 19ης Μαρτίου 1964 (SOREMA, 67/62, Recueil σ. 293), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι συμφωνία συναφθείσα από ένωση επιχειρήσεων εμπίπτει στο άρθρο 65 της συνθήκης ΕΚΑΧ, οι διατάξεις του οποίου είναι οι ίδιες, στο σημείο αυτό, με τις διατάξεις του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ. Την ερμηνεία αυτή επιβεβαίωσε, όσον αφορά το άρθρο 85 της συνθήκης ΕΟΚ, με την απόφαση της 15ης Μαΐου 1975 (Frubo, 71/74, Recueil σ. 563), αποφανθέν ότι το άρθρο 85, παράγραφος 1, εφαρμόζεται επί των ενώσεων κατά το μέτρο που η δραστηριότητα τους ή η δραστηριότητα των επιχειρήσεων που υπάγονται σ' αυτές τείνει να παραγάγει τα αποτελέσματα που αναφέρονται στη διάταξη αυτή (σημεία 37, 38).

    Εν προκειμένω, η σύμβαση συνέδεε, μέσω της ANSEAU, τις επιχειρήσεις που αποτελούν μέλη της. Μολονότι η ANSEAU δεν είχε τυπικά την εξουσία να επιβάλει μια κανονιστική ρύθμιση στα μέλη της, ωστόσο η σύμβαση την επιβάλλει πράγματι στις επιχειρήσεις μέλη. Η σύμβαση, κατάργησε, για τα πλυντήρια που κατασκευάστηκαν μετά την 31η Ιανουαρίου 1979, το παλαιό σύστημα ελέγχου καταλληλότητας που στηρίζεται σε πίνακα συσκευών οι οποίες θεωρείται ότι έχουν τις σχετικές προδιαγραφές. Υποχρέωσε έτσι τις επιχειρήσεις διανομής ύδατος να αναγνωρίσουν την περιγραφή NAVEWAANSEAU ως απόδειξη καταλληλότητας, άλλως αυτές έπρεπε να εξετάζουν, συσκευή προς συσκευή, την καταλληλότητα όλων των πλυντηρίων ρούχων και πιάτων που πωλούνται στο Βέλγιο (σημείο 39).

    Το κείμενο της συμβάσεως και η εφαρμογή που θα γινόταν δεικνύουν ότι η σύμβαση έχει ως αντικείμενο να εμποδίσει ή να περιορίσει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης (σημείο 41).

    Σχετικά, η Επιτροπή αναφέρει ότι το σύστημα καταλληλότητας NAVEWAANSEAU αντικατέστησε το προηγούμενο σύστημα ελέγχου της καταλληλότητας, που στηριζόταν στους καταλόγους εγκεκριμένων συσκευών για όλες τις συσκευές που κατασκευάστηκαν μετά την 31η Ιανουαρίου 1979.

    Το άρθρο 8, σημείο 2, της συμβάσεως, που αφορά τους ελέγχους οι οποίοι διενεργούνται στους χώρους όλων των εμπόρων, χωρίς διάκριση ανάλογα με την προέλευση του πλυντηρίου, δεικνύει ότι η σύμβαση έχει ως αντικείμενο την κατάργηση κάθε δυνατότητας αποδείξεως της καταλληλότητας, πλην της επιθέσεως της επιγραφής. Όσον αφορά τα πλυντήρια που δεν φέρουν την επιγραφή καταλληλότητας, τα οποία έχουν ήδη εγκατασταθεί στους χώρους των καταναλωτών, ο έλεγχος που διενεργείται από τις τοπικές υπηρεσίες ύδατος επιβάλλει στους χρησιμοποιούντες τα πλυντήρια να προσκομίζουν ένα τεχνικό σχεδιάγραμμα του υδραυλικού κυκλώματος των πλυντηρίων και να προβαίνουν, μεριμνώντας οι ίδιοι, στη μερική αποσυναρμολόγηση του πλυντηρίου (σημεία 42, 44, 46).

    Το μεταπειστικό αποτέλεσμα των μέτρων αυτών ενισχύθηκε με τη δημοσιότητα στην οποία προέβησαν οι ANSEAU και τ' άλλα μέρη της συμβάσεως, παροτρύνοντας τους καταναλωτές να μην αγοράζουν παρά πλυντήρια που φέρουν την επιγραφή καταλληλότητας, υπογραμμίζοντας τις δυσχέρειες που θα μπορούσαν να προκύψουν από την αγορά πλυντηρίων μη εφοδιασμένων με την επιγραφή (σημείο 47).

    Εξάλλου, το άρθρο 2 της συμβάσεως αποκλείει την απόκτηση των εν λόγω σημάτων από πρόσωπα διαφορετικά πλην των μερών της συμβάσεως, δηλαδή τους κατασκευαστές ή τους αποκλειστικούς εισαγωγείς. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής ελέγχεται αυστηρά από την CEG, η οποία ζητάει από τις επιχειρήσεις που θέλουν να λάβουν τις επιγραφές καταλληλότητας να επιβεβαιώνουν την ιδιότητα τους ως αποκλειστικού εισαγωγέα και να διαβιβάζουν προς τούτο πιστοποιητικό του προμηθευτή τους. Πράγματι, εκτός από την ειδική περίπτωση των υλικών «μεγάλες κουζίνες», οι πωλητές, οι οποίοι δεν είναι αποκλειστικοί εισαγωγείς ή κατασκευαστές, για να μπορούν να λαμβάνουν την επιγραφή πρέπει να ενεργούν μέσω του αποκλειστικού εισαγωγέα ή του κατασκευαστή (σημεία 48, 49, 52).

    Το περιοριστικό αντικείμενο της συμβάσεως επιρρωννύεται, επιπλέον, από το γεγονός ότι η διανομή των επιγραφών εξασφαλίζεται αποκλειστικά από την CEG, ως εντολοδόχου όλων των συμβαλλομένων και νέων μερών της συμβάσεως (άρθρο 4, σημεία 1 και 5). Μολονότι η CEG έχει, όπως για τα υλικά «μεγάλες κουζίνες», δώσει εντολή στην UFARAL για τη διανομή των επιγραφών, έχει εν πάση περιπτώσει διατηρήσει τη δυνατότητα να ελέγχει ποιος διαθέτει τις επιγραφές. Επομένως, έστω και αν καταργήθηκε η ρήτρα που αποκλείει τους μη αποκλειστικούς εισαγωγείς, αυτοί δεν μπορούν να λάβουν τις επιγραφές καταλληλότητας παρά μέσω της CEG, πράγμα που επιτρέπει τον έλεγχο μιας οργανώσεως η οποία περιλαμβάνει αποκλειστικώς τους κατασκευαστές ή τους αποκλειστικούς εισαγωγείς, επί των πωλήσεων που πραγματοποιούν οι μη αποκλειστικοί εισαγωγείς (σημεία 53, 54).

    Από τα παραπάνω η Επιτροπή συνάγει ότι οι διατάξεις της συμβάσεως, που αποκλείουν τη δυνατότητα για τους μη αποκλειστικούς εισαγωγείς να επιτυγχάνουν έλεγχο καταλληλότητας των πλυντηρίων που εισάγουν στο Βέλγιο, υπό δυσμενείς όρους σε σχέση με εκείνους που παρέχονται στους κατασκευαστές ή τους αποκλειστικούς εισαγωγείς, αποτελούν περιορισμούς του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης. Οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να επηρεάσουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, καθόσον ενισχύουν την αποκλειστικότητα που χορηγείται στους αποκλειστικούς αντιπροσώπους και έχουν την τάση να αποκλείουν τη δυνατότητα άλλων εμπορικών ρευμάτων για τα εν λόγω προϊόντα μέσω των παράλληλων εισαγωγών. Ασκούν έτσι μια επίδραση επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να βλάψει την πραγματοποίηση των στόχων της ενιαίας αγοράς (σημεία 58, 59).

    6) Επί τον άραρον 85, παράγραφος 3, της σιηΦήκης

    Η Επιτροπή προβάλλει ότι η σύμβαση δεν μπορεί να τύχει της εξαιρέσεως του άρθρου 85, παράγραφος 3, της συνθήκης, δεδομένου ότι η συμφωνία δεν είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1 ή το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 17. Υποστηρίζεται σχετικά ότι η σύμβαση δεν απαλλάσσεται της κοινοποιήσεως βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αφορά μόνο τις συμφωνίες στις οποίες μετέχουν μόνο «επιχειρήσεις που έχουν την ιθαγένεια ενός μόνο κράτους μέλους, αυτές δε οι συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δεν αφορούν ούτε την εισαγωγή ούτε την εξαγωγή μεταξύ κρατών μελών». Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την απόφαση του της 3ης Φεβρουαρίου 1976 (Roubaix, 63/75, Recueil σ. 111), ότι «η δεύτερη αυτή προϋπόθεση πρέπει να ερμηνευτεί σε συνάρτηση με την οικονομία του άρθρου 4 και με τους στόχους της διοικητικής απλουστεύσεως που επιδιώκει ή υποχρεώνοντας τις επιχειρήσεις να κοινοποιούν συμβάσεις οι οποίες, καίτοι μπορούν να εμπίπτουν στο άρθρο 85 παράγραφος 1, παρίστανται, γενικά, λόγω των ιδιομορφιών τους, ως λιγότερο βλαπτικές ενόψει των σκοπών της διατάξεως αυτής και, επομένως, δυνάμενες πολύ πιθανό να ευεργετηθούν από την παράγραφο 3 του άρθρου 85». Εν προκειμένω, η σύμβαση που επιφυλάσσει την απόκτηση των επιγραφών καταλληλότητας στους κατασκευαστές και στους αποκλειστικούς εισαγωγείς, αφορά τις εισαγωγές και εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (σημεία 61, 62).

    Εν πάση περιπτώσει, έστω κι αν η σύμβαση είχε κοινοποιηθεί, η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 85, παράγραφος 3, δεν ήταν δυνατό να χορηγηθεί, δεδομένου ότι τα εμπόδια που τίθενται στις παράλληλες εισαγωγές τείνουν να απομονώσουν τη βελγική αγορά κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τις θεμελιώδεις αρχές της κοινής αγοράς. Εξάλλου, οι περιοριστικές του ανταγωνισμού διατάξεις δεν είναι ούτε απόλυτα απαραίτητες για την εγγύηση της ποιότητας του ύδατος ούτε ευεργετικές για τους καταναλωτές (σημείο 63).

    γ) Επί τον άρΰρον 90, παράγραφος 2, της σννάηκης

    Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι εταιρείες διανομής ύδατος που είναι μέλη της ANSEAU είναι επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2. Πάντως, αυτές είναι δυνατό να απαλλαγούν από την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού μόνο κατά το μέτρο που η εφαρμογή τους θα εμπόδιζε, νομικώς ή πραγματικώς, την εκπλήρωση της ειδικής αποστολής τους. Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, διότι κατέστη δυνατό να προβλεφθεί ότι οι μη αποκλειστικοί εισαγωγείς μπορούσαν να λάβουν τις επιγραφές υπό μη δυσμενείς όρους απευθείας από την ANSEAU, χωρίς αυτή να μπορεί να προκαλέσει αποτυχία στην αποστολή των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων (σημεία 65, 66, 67).

    δ) Επί τον άρθρον 3, παράγραφος 1, τον κανονισμού 17

    Δεδομένου ότι τα μέρη της συμβάσεως έχουν διαπράξει παραβάσεις του άρθρου 85 της συνθήκης — παραβάσεις για τις οποίες θα επιβληθούν ποινές — συντρέχει περίπτωση να υποχρεωθούν να τερματίσουν πάραυτα τις εν λόγω παραβάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 17. Η Επιτροπή προβάλλει σχετικά ότι οι τροποποιήσεις της σύμβασης που προτάθηκαν μετά την κοινοποίηση των αιτιάσεων δεν έχουν συντελεστεί (σημεία 68, 69).

    ε) Επί τον άρθρον 15, παράγραφος 2, τον κανονισμού 17

    Κατ' εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, πρέπει να επιβληθούν πρόστιμα στις επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει στην επεξεργασία της συμβάσεως, όπως η ANSEAU. Η Επιτροπή φρονεί ότι οι περιορισμοί στις παράλληλες εισαγωγές, που στηρίζονται στο συμβατικό σύστημα που περιγράφηκε παραπάνω, αποτελούν σοβαρές παραβάσεις του άρθρου 85 της συνθήκης, λόγω του δεσμευτικού χαρακτήρα της συμβάσεως έναντι εκείνων που είναι τρίτοι προς το σύστημα αυτό.

    Δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις μετέσχαν στην επεξεργασία της συμβάσεως, διέπραξαν τις εν λόγω παραβάσεις εκ προθέσεως, εφόσον είχαν συνείδηση του προσβάλλοντος τον ανταγωνισμό σκοπού της συμβάσεως. Όλες αυτές οι επιχειρήσεις φέρουν την ίδια ευθύνη, λόγω της συμμετοχής τους στην επεξεργασία της συμβάσεως και της ιδιότητας τους ως μέλη της CEG. Για το ποσό των προστίμων θα έπρεπε, εξάλλου, να ληφθούν υπόψη ταυτοχρόνως το ειδικό πλαίσιο στο οποίο διαπράχτηκε η παράβαση και η αντίστοιχη σπουδαιότητα των επιχειρήσεων αυτών στη σχετική αγορά (σημεία 70-73).

    Ως προς την ANSEAU, η Επιτροπή κρίνει δικαιολογημένη την επιβολή προστίμου, το ποσό του οποίου ισούται με εκείνο των πλέον υψηλών προστίμων που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις οι οποίες μετέσχαν στην επεξεργασία της συμβάσεως. Πράττοντας αυτό, στηρίζεται στις ακόλουθες σκέψεις:

    Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τις παραβάσεις βαρύνει την ANSEAU , λόγω του ότι παρουσίασε τη σύμβαση ως δεσμευτική συμφωνία και της έδωσε δεσμευτική δύναμη έναντι των τρίτων, μολονότι η ομάδα εργασίας των «νομικών» της είχε επισύρει την προσοχή της στο γεγονός ότι η σύμβαση επέτρεπε τον έλεγχο του 90 ο/ο της παραγωγής και έπρεπε να αναζητηθεί μια λύση που να επιτρέπει στο υπόλοιπο ΙΟΟ/ο να διαθέτει επίσης σήματα καταλληλότητας. Η ANSEAU τελούσε επίσης εν γνώσει του γεγονότος ότι, λόγω της δημοσιότητας που έγινε για να παροτρύνονται οι καταναλωτές να αγοράζουν μόνο πλυντήρια που φέρουν την επιγραφή, ο αριθμός πωλήσεων των άλλων πλυντηρίων έπρεπε να μειωθεί. Διέπραξε επομένως τις εν λόγω παραβάσεις από βαριά αμέλεια. Υπέρ της ANSEAU , πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται περί μιας ενώσεως η οποία δεν έχει κερδοσκοπικό σκοπό (σημεία 75,76).

    Όσον αφορά τις επιχειρήσεις που προσχώρησαν στη σύμβαση μετά την υπογραφή της, δικαιολογείται η μη επιβολή προστίμων, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν ανέπτυξαν καμιά πρωτοβουλία στην επεξεργασία της συμβάσεως και πρακτικά υποχρεώθηκαν να προσχωρήσουν (σημείο 74).

    Ζ — Διαοικαοία ενώπιον τον Δικαστηρίου

    Οι παρούσες παροσφυγές, στρεφόμενες κατά της προαναφερθείσης αποφάσεως, καταχωρίστηκαν στο πρωτόκολλο του Δικαστηρίου, όσον αφορά τις υποθέσεις 96 έως 102, 104 και 105/82, στις 22 Μαρτίου 1982 και, όσον αφορά τις υποθέσεις 108 και 110/82, στις 24 Μαρτίου 1982.

    Με διάταξη της 5ης Μαΐου 1982, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των ένδεκα υποθέσεων προς διευκόλυνση της διαδικασίας και έκδοση ενιαίας αποφάσεως.

    Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Αιτήματα των διαδίκων

    Οι προσφεύγουσες σης υποθέσεις 96 έως 102, 104 και 105/82 ζητούν από το Δικαστήριο:

    να αναγνωρίσει την ακυρότητα της αποφάσεως της Επιτροπής περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης (IV/29.995 — NAVEWAANSEAU)

    επικουρικώς, να αναγνωρίσει την ακυρότητα της εν λόγω αποφάσεως κατά το μέτρο που, με αυτή, επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες πρόστιμο'

    έτι επικουρικότερον, να μειώσει το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο στις προσφεύγουσες με την απόφαση αυτή.

    Η προσφεύγουσα στην υπόθεση 108/82 (ANSEAU) ζητεί από το Δικαστήριο:

    να κηρύξει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη

    κυρίως:

    να ακυρώσει την απόφαση IV/29.995 της 17ης Δεκεμβρίου 1981 για παράβαση ουσιωδών τύπων και διατάξεων της συνθήκης ΕΟΚ,

    επικουρικώς:

    να εξαφανίσει ή εν πάση περιπτώσει να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα.

    Η προσφεύγουσα στην υπόθεση 110/82 (Miele) ζητεί από το Δικαστήριο:

    να κηρύξει την παρούσα προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη-

    να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 17ης Δεκεμβρίου 1981, τουλάχιστον κατά το μέτρο που επιβλήθηκε πρόστιμο στην προσφεύγουσα και, επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του προστίμου.

    'Ολες οι προσφεύγουσες ζητούν την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει τις προσφυγές ως αβάσιμες

    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

    III — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

    Α — Λόγοι ακυρώσεως αφορώντες τη διαδικασία

    1. Προσβολή των δικαιωμάτων υπερασπίσεως και παράβαση ουσιωδών τύπων (άρθρο 2, παράγραφος 1 και άρθρο 4 του κανονισμού 99/63)

    Ο λόγος αυτός, επικαλούμενος απ' όλες ή από ορισμένες των προσφευγουσών, εκτός της Miele (110/82), στηρίζεται στο γεγονός ότι με την απόφαση διαπιστώθηκε δυσμενής μεταχείριση των μη αποκλειστικών εισαγωγέων, ενώ στην κοινοποίηση των αιτιάσεων αναφερόταν μόνο το εμπόδιο στις παράλληλες εισαγωγές.

    α)

    Οι προσφεύγουσες IAZ (96/82), Disem-Andries (97/82), Bauknecht (98/82), Artsei (99/82), Zanker (100/82), ASOGEM (101/82), van Assche (102/82), Despagne (104/82) και ACEC (105/82) υποστηρίζουν ότι με την απόφαση δόθηκε στη σύμβαση ως αντικείμενο η δημιουργία δυσμενούς μεταχειρίσεως των μη αποκλειστικών εισαγωγέων Ιναντι των κατασκευαστών και των αποκλειστικών εισαγωγέων που είναι εγκα-Γεστημένοι στο Βέλγιο, όσον αφορά την αναγνώριση της συμφωνίας των πλυντηρίων ρούχων και πιάτων προς τους κανόνες της ANSEAU. Εντούτοις, η κοινοποίηση των αιτιάσεων θα έπρεπε να περιοριστεί στο να δώσει στη σύμβαση ως αντικείμενο παρακώλυση ή εμπόδιση των παράλληλων εισαγωγών. Επομένως, η Επιτροπή στήριξε την απόφαση της σε αιτίαση με την οποία δεν πραγματεύτηκε η κοινοποίηση των αιτιάσεων, οι δε προσφεύγουσες δεν είχαν τη δυνατότητα να καταστήσουν ως προς αυτό το σημείο γνωστή την άποψη τους.

    Μ' αυτόν τον τρόπο η Επιτροπή παρέβη τόσο το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 99/63, κατά το οποίο «η Επιτροπή ανακοινώνει γραπτώς στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων τις αιτιάσεις που τους προσάπτονται», όσο και το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού, κατά το οποίο «στις αποφάσεις της η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη εκείνες μόνο τις αιτιάσεις, για τις οποίες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων είχαν τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψη τους».

    Η ANSEAU (108/82) υποστηρίζει επίσης ότι με την απόφαση παραβιάζεται το άρθρο 4 του κανονισμού 99/63, καθόσον αυτή τροποποίησε το νομικό χαρακτηρισμό της αιτιάσεως. Αφενός, η απόφαση αφορούσε μόνο το περιοριστικό αντικείμενο της συμβάσεως, ενώ η κοινοποίηση των αιτιάσεων περιείχε το ότι η σύμβαση είχε περιοριστικό αντικείμενο και αποτέλεσμα. Αφετέρου, ως προς το αντικείμενο αυτό δεν προσδιορίζεται ότι οδηγεί σε στεγανοποίηση της βελγικής αγοράς — με την οποία θα εμποδίζονταν οι παράλληλες εισαγωγές ή θα καθίσταντο δυσχερέστερες — αλλά ότι καθιερώνει δυσμενή διάκριση εις βάρος των παράλληλων εισαγωγών.

    Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 4 του κανονισμού 99/63 απαιτεί να περιέχονται στις αιτιάσεις που εκτίθενται στην απόφαση, «καίτοι συνοπτικώς, πλην όμως σαφώς, τα ουσιώδη περιστατικά στα οποία βασίζεται η Επιτροπή» (απόφαση της 15. 7. 1970, ACF Chemiefarma, 41/69, Recueil σ. 661' απόφαση της 14.7. 1972, Imperial Chemical Industries, 48/69, Recueil σ. 619' απόφαση της 21. 2. 1973, Europemballage και Continental Can, 6/72, Recueil σ. 215 απόφαση της 13. 2. 1979, Hoffmann-La Roche, 85/76, Recueil σ. 461). Η απαίτηση αυτή δεν ικανοποιείται όταν, όπως εν προκειμένω, ο νομικός χαρακτηρισμός τροποποιείται. Σχετικά, το Δικαστήριο, με την προπαρατε-θείσα απόφαση του της 13ης Φεβρουαρίου 1979 (Hoffmann-La Roche ), διαπίστωσε ότι «ο σεβασμός των δικαιωμάτων του αμυνομένου απαιτεί όπως η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είναι σε θέση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψη της επί του πραγματικού και του σχετικού των επικαλούμενων περιστατικών και περιστάσεων και επί των εγγράφων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή».

    6)

    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι όλες οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής διαδικασίας, να καταστήσουν γνωστή την άποψη τους ως προς τη διαφοροποιημένη μεταχείριση μεταξύ των αποκλειστικών εισαγωγέων, αφενός, και των παράλληλων εισαγωγέων, αφετέρου. Φρονεί ότι ο νομικός χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς των προσφευγουσών δεν τροποποιήθηκε σε σχέση με την κοινοποίηση των αιτιάσεων. Αυτό προκύπτει ιδίως από το σημείο 56 της παραθέσεως των αιτιάσεων της αποφάσεως, κατά το οποίο οι διατάξεις της συμβάσεως «επιτρέπουν επομένως στους αποκλειστικούς εισαγωγείς να ελέγχουν τις παράλληλες εισαγωγές και να λαμβάνουν ενδεχομένως κάθε άλλο περιοριστικό μέτρο για να τις εμποδίζουν».

    Δεδομένου ότι η δυσμενής μεταχείριση των παράλληλων εισαγωγέων και τα εμπόδια στις παράλληλες εισαγωγές δεν είναι παρά οι δύο όψεις της ίδιας πρακτικής, η Επιτροπή δεν δέχτηκε ότι υπήρχε καθαρή διάκριση, αλλά μόνο ότι, εκ τους γεγονότος αυτού, η πρακτική αυτή συνεπάγεται εμπόδια στις παράλληλες εισαγωγές. Η Επιτροπή προσθέτει ότι το καθεστώς που καθιέρωσε η σύμβαση εξασθένισε την ανταγωνιστική θέση των παράλληλων εισαγωγέων, εκθέτοντας τους σε πιέσεις των κατασκευαστών ή αποκλειστικών εισαγωγέων.

    2. Παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως

    Ο λόγος αυτός, τον οποίο επικαλείται η ANSEAU (108/82), στηρίζεται στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εξακρίβωσε σε ποια έκταση τα μέρη της συμβάσεως αντέ-κρουσαν τις αντιρρήσεις που αναπτύσσονται στην κοινοποίηση των αιτιάσεων και ότι η Επιτροπή δημοσίευσε την απόφαση πριν τη γνωστοποιήσει επίσημα στους ενδιαφερόμενους.

    α)

    Η ANSEAU παρατηρεί ότι η Επιτροπή είχε ενημερωθεί, με την από 15 Ιουνίου 1981 επιστολή, για το περιεχόμενο της σχεδιαζόμενης ειδικής συμβάσεως, όπως επίσης είχε ενημερωθεί, από την ακρόαση της 11ης Μαρτίου 1982, για τις προταθείσες τροποποιήσεις της επίδικης συμβάσεως. Με την από 19 Μαΐου 1981 επιστολή της δημιούργησε την πεποίθηση ότι, με τη θέση σε ισχύ των προταθεισών τροποποιήσεων, η διαδικασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευνοϊκή έκβαση. Εν πάση περιπτώσει, οι κανόνες του «fair play» επέβαλαν στην Επιτροπή να δηλώσει ότι δεν είχε ικανοποιηθεί από την απάντηση που δόθηκε με την εν λόγω επιστολή.

    Η παραβίαση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν κοινοποίησε στην ANSEAU το αιτιολογικό της αποφάσεως στην οριστική του μορφή παρά στις 20 Ιανουαρίου 1982. Εντούτοις, η Επιτροπή δημοσίευσε, από τις 17 Δεκεμβρίου 1981, ένα ανακοινωθέν διά του τύπου γνωστοποιώντας την απόφαση. Ο τρόπος αυτός ενέργειας είχε ως συνέπεια ότι η ANSEAU και τα μέλη της εφέροντο από τα μέσα ενημερώσεως ως έχοντα διαπράξει σοβαρή παράβαση των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού, χωρίς να διαθέτουν τα μέσα να αμυνθούν κατά της μομφής αυτής, γεγονός που προκάλεσε έτσι σημαντική ζημία τόσο στην ANSEAU όσο και στα μέλη της.

    6)

    Η Επιτροπή, μολονότι δεν αμφισβητεί τα γεγονότα που εκθέτει η ANSEAU, αμφισβητεί ότι δημιούργησε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για το γεγονός ότι οι προταθείσες τροποποιήσεις μπορούσαν να γίνουν χωρίς συναίνεση. Δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι κάθε σχέδιο που υποβάλλεται στην Επιτροπή και συνεπάγεται τροποποιήσεις σε μια σύμβαση που αντιβαίνει στο άρθρο 85 της συνθήκης πρέπει να γίνεται αποδεκτό από την Επιτροπή, χωρίς να μπορεί να ληφθεί καμιά απαγορευτική απόφαση κατά της παλαιάς συμβάσεως και ότι ot αμυνόμενοι μπορούν να παρατείνουν τη διαδικασία με παρελκυστική συμπεριφορά. Εν προκειμένω, με την από 19 Μαΐου 1981 επιστολή της ANSEAU, δεν ικανοποιήθηκαν οι διατυπωθείσες απαιτήσεις, καθόσον από την απάντηση αυτή προκύπτει ιδίως ότι η ANSEAU ήθελε να διατηρήσει την εγγύηση των 50000 βελγικών φράγκων εις βάρος των παράλληλων εισαγωγέων.

    Όσον αφορά την κοινοποίηση και τη δημοσίευση της αποφάσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι από τις 17 Δεκεμβρίου 1981 είχε στη διάθεση των αποδεκτών ένα αιτιολογημένο κείμενο. Εξάλλου, η αρχή της χρηστής διοικήσεως επιβάλλει ακριβώς να ενεργεί με ταχύτητα, άπαξ και διαπιστωθεί παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, οι μεταγενέστερες της αποφάσεως πράξεις δεν είναι δυνατό να επηρεάσουν την ισχύ τους.

    β— Λόγοι ακυρώσεως αφορώντες την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης

    Η ANSEAU (108/82) και η Miele (110/82) προβάλλουν παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης, καθόσον η σύμβαση δεν συγκεντρώνει τα ακόλουθα συστατικά στοιχεία:

    1)

    Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων.

    2)

    Αντικείμενο που περιορίζει τον ανταγωνισμό.

    3)

    Αισθητά περιοριστικά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού.

    4)

    Αισθητός επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

    1. Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων

    α)

    Η ANSEAU (108/82) υποστηρίζει ότι η σύμβαση συνήφθη μεταξύ, αφενός, επιχειρήσεων και, αφετέρου, μιας ενώσεως επιχειρήσεων, η οποία δεν ασκεί, η ίδια, καμιά οικονομική δραστηριότητα. Τέτοια σύμβαση εμπίπτει στο άρθρο 85, παράγραφος 1 μόνο αν οι επιχειρήσεις — μέλη της ενώσεως συνδέονται νομικά με τη σύμβαση. Εν προκειμένω, το καταστατικό της ANSEAU της απονέμει τη μοναδική εξουσία να προβαίνει σε συστάσεις προς τα μέλη της.

    Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το άρθρο 10, σημείο 1, της συμβάσεως προέβλεψε ότι «η ANSEAU συνιστά στα μέλη της να λαμβάνουν υπόψη το περιεχόμενο και το σκοπό της παρούσας σύμβασης και να ενημερώνουν σχετικά τους καταναλωτές».

    Η ANSEAU υποστηρίζει, από νομικής πλευράς, ότι τόσο η υπόθεση Frubo που αναφέρεται στην απόφαση (σημεία 37, 38) όσο και οι υποθέσεις FEDETAB (απόφαση της 29. 10. 1980, van Landewyck κλπ, 209 έως 215 και 218/78, Recueil σ. 3125) διαφέρουν από την παρούσα καθόσον στις υποθέσεις αυτές οι οικείες ενώσεις ασκούσαν πράγματι εξουσία ελέγχου επί των μελών τους μέσω της επιβολής κυρώσεων.

    6)

    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η σύμβαση δεσμεύει πράγματι τα μέλη της ANSEAU, καθόσον η παρουσία της επιγραφής καταλληλότητας αποτελεί στην πράξη το μοναδικό μέσο, για τις επιχειρήσεις διανομής ύδατος, ασκήσεως ελέγχου επί της ποιότητας του ύδατος. Το προαναφερθέν άρθρο 10 της συμβάσεως περιέχει ακριβώς μια υποχρέωση για την ANSEAU, της οποίας η εκτέλεση θα μπορούσε, ανάλογα με την περίπτωση, να επιτευχθεί δικαστικώς από τα συμβαλλόμενα μέρη.

    Προσθέτει ότι το άρθρο 8 της συμβάσεως επιβάλλει στην ANSEAU την υποχρέωση να επαληθεύει κατά πόσο τα πλυντήρια που εισάγονται στο εμπορικό κύκλωμα φέρουν το σήμα καταλληλότητας και, ανάλογα με την περίπτωση, καθιστά γνωστό στους εμπόρους ότι το συγκεκριμένο πλυντήριο δεν συγκεντρώνει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να συνδεθεί με το δίκτυο διανομής.

    Εξάλλου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι με το άρθρο 5 της συμβάσεως έχει ανατεθεί στη CEG η διανομή, κατ' αποκλειστικότητα, των σημάτων καταλληλότητας και ότι οι υποχρεώσεις που ανέλαβε η ANSEAU έχουν πράγματι προσδιορίσει τη συμπεριφορά ενός μέλους, τουλάχιστον των μελών της, δηλαδή των επιχειρήσεων διανομής ύδατος εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος των Βρυξελλών, της Αμβέρσας και της Γάνδης.

    Αντίθετα από ό,τι συνέβη στις υποθέσεις Frubo και FEDETAB, η μομφή που συνίσταται στον περιορισμό του ανταγωνισμού απευθύνθηκε, στην παρούσα υπόθεση, μόνο στην ANSEAU, και όχι στα μέλη της. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε μόνο να αποδείξει ότι τα μέλη της ANSEAU δεσμεύονταν με τη σύμβαση, πλην όμως περιορίστηκε στο να διαπιστώσει το αντικείμενο που περιορίζει τον ανταγωνισμό των δραστηριοτήτων της ANSEAU.

    2. Αντικείμενο που περιορίζει τον ανταγωνισμό

    α)

    Η ANSEAU (108/82) και η Miele (110/82) υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η σύμβαση είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, ιδίως δε ότι τα μέρη είχαν αυτή την πρόθεση.

    Η Λ ΛΉΪΛί/υποστηρίζει σχετικά ότι το να έχει μια συμφωνία αντικείμενο που περιορίζει τον ανταγωνισμό, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης, προϋποθέτει την πρόθεση όλων των μερών της συμφωνίας να πραγματοποιήσουν το σκοπό αυτό. Τέτοια πρόθεση δεν προκύπτει ούτε από τις διατάξεις της συμβάσεως ούτε από τις περιστάσεις της εκτελέσεως της ούτε από το οικονομικό της πλαίσιο.

    Πράγματι, ο πραγματικός σκοπός της συμβάσεως είναι να μειωθεί το οικονομικό και διοικητικό κόστος του ελέγχου, αναθέτοντας στους κατασκευαστές και τους αποκλειστικούς εισαγωγείς το καθήκον να εξακριβώνουν αν οι τύποι των πλυντηρίων που διοχετεύονται στην αγορά συμφωνούν με τους κανόνες καταλληλότητας. Η ANSEAU και οι επιχειρήσεις διανομής ύδατος δεν είχαν κανένα ειδικό συμφέρον, καθόσον ο ανταγωνισμός στη βελγική αγορά πλυντηρίου ρούχων και πιάτων γίνεται μάλλον μέσω το)ν αποκλειστικών, παρά των παράλληλων εισαγωγέίον.

    Εξάλλου, η μομφή που συνίσταται στις δυσμενείς διακρίσεις προϋποθέτει τη διαφορετική μεταχείριση όμοιων ή ισοδύναμων καταστάσεων χωρίς να δικαιολογείται αντικειμενικά. Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, καθόσον ο αποκλειστικός εισαγωγέας, αντίθετα προς τον παράλληλο εισαγωγέα, δεσμεύεται με πολυετείς συμβάσεις και γνωρίζει καλύτερα το προϊόν που εισάγει. Λόγω των δεσμών αποκλειστικότητας μεταξύ αυτού και του κατασκευαστή, υποκινείται ακόμα πιο πολύ, αφενός, στο να εξασφαλίζει τους απαραίτητους ελέγχους και, αφετέρου, μπορεί να υποχρεώσει τον αλλοδαπό κατασκευαστή να συμμορφώνει τις συσκευές με τους βελγικούς κανόνες.

    Τα ανερχόμενα σε 10000 βελγικά φράγκα έξοδα ελέγχου περί των οποίων ομιλεί η Επιτροπή αντιπροσώπευαν, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, το κόστος εγκρίσεως, όχι ανάλογα με τις συσκευές, αλλά με τον τύπο της συσκευής. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονταν 2500 βελγικά φράγκα για μετακίνηση, τα οποία καταλογίζονταν μόνο μια φορά, όταν ο εισαγωγέας επετύγχανε την έγκριση περισσότερων τύπων πλυντηρίων. Το Δικαστήριο δέχτηκε, με την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1975 (General Motors, 26/75, Recueil σ. 1367), ότι το κόστος ελέγχου μπορεί να εκτιμηθεί ανάλογα με την παρεχόμενη υπηρεσία.

    Η Miele συμμερίζεται την άποψη ότι οι μεμονωμένες δηλώσεις των μερών δεν αρκούν προς απόδειξη του ότι η σύμβαση απέβλεπε στο να εμποδίσει τις παράλληλες εισαγωγές. Πράγματι, δεν είχε παρά σχετικό μόνο χαρακτήρα, δηλαδή να καθιερώσει ένα μόνο σύστημα ελέγχου μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Με την απόφάση της 30ής Ιουνίου 1963 (LTM/MBU, 56/65, Recueil σ. 337), το Δικαστήριο δέχτηκε ότι οι αλλοιώσεις στην άσκηση του ανταγωνισμού που προβλέπονται από το άρθρο 85, παράγραφος 1, πρέπει να προκύπτουν, εν όλω ή εν μέρει, από την ίδια τη συμφωνία. Σχετικά, η Miele αναφέρει ιδίως ότι η σύμβαση δεν παρέχει στην CEG τη δυνατότητα ελέγχου των πωλήσεων που πραγματοποιούν οι παράλληλοι εισαγωγείς, αλλά αφήνει, αντίθετα, κάθε ελευθερία στην ANSEAU να παρέχει στους παράλληλους εισαγωγείς τη δυνατότητα διενέργειας ελέγχου των πλυντηρίων ή αποδείξεως της συμφωνίας τους με όρους ισοδύναμους προς εκείνους που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο καθεστώς της συμβάσεως. Εν πάση περιπτώσει, η μομφή των δυσμενών διακρίσεων μεταξύ των κατασκευαστών και των αποκλειστικών εισαγωγέων, αφενός, και των παράλληλων εισαγωγέων, αφετέρου, στερείται ερείσματος, καθόσον οι δυο αυτές ομάδες παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που τις διακρίνουν αντικειμενικά τις μεν από τις δε.

    6)

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η σύμβαση έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, καθόσον αποβλέπει στο να αναλαμβάνονται τα σημαντικά έξοδα ελέγχου από τους κατόχους των πλυντηρίων τα οποία εισάγονται με παράλληλες εισαγωγές. Πράγματι, τα έξοδα του ατομικού ελέγχου (10000 βελγικά φράγκα κατά συσκευή) αποτελούν μια αναλογία που κυμαίνεται μεταξύ του ενός και των δύο τρίτων της τιμής πωλήσεως.

    Η Επιτροπή δέχεται ότι η σύμβαση έχει ως δεδηλωμένο σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας. Πάντως, αυτό δεν εμποδίζει και το να αποσκοπεί επίσης στον περιορισμό του ανταγωνισμού, αυτό δε λόγω των εξής γεγονότων:

    η επιγραφή καταλληλότητας ANSEAU-NAVEWA αντικατέστησε το προηγούμενο σύστημα ελέγχου καταλληλότητας, που στηριζόταν στους καταλόγους εγκεκριμένων συσκευών

    μόνο οι κατασκευαστές ή οι αποκλειστικοί εισαγωγείς μπορούσαν να λάβουν τις επιγραφές καταλληλότητας'

    η διανομή των επιγραφών εξασφαλίζεται αποκλειστικά από την CEG, στην οποία συγκαταλέγονται ιδίως οι κατασκευαστές και οι εισαγωγείς ηλεκτρικών συσκευών.

    Κατά την Επιτροπή, το αντικείμενο μιας συμπράξεως πρέπει να νοείται ως η αναμενόμενη εκτέλεση της εν λόγω συμπράξεως, όπως απορρέει λογικά από το κείμενο της, λαμβανομένου υπόψη του νομικού και οικονομικού πλαισίου. Η πρόθεση των μερών και οι πραγματικές συνέπειες της συμπράξεως μπορούν να διαδραματίσουν επίσης κάποιο ρόλο. Πάντως, δεν είναι ανάγκη και τα δυο μέρη να έχουν την πρόθεση περιορισμού του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 1979, BMW Belgique, 32, 36 έως 82/78, Recueil σ. 2435). Όσον αφορά τις δηλώσεις της CEG, σύμφωνα με τις οποίες αυτή χρησιμοποίησε τη σύμβαση ως όπλο κατά των παράλληλων εισαγωγών, διαπιστώνεται ότι, μολονότι οι δηλώσεις αυτές δεν αρκούν, από μόνες τους, για τη διαπίστωση του αντικειμένου που περιορίζει τον ανταγωνισμό, από τη φύση τους, από κοινού με άλλες ενδείξεις, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η σύμβαση είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

    3. Αισθητά περιοριστικά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού

    α)

    Η ANSEAU (108/80) και η Miele (110/82) προβάλλουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η σύμβαση είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού ή, τουλάχιστον, ότι είχε περιοριστικά επί του ανταγωνισμού αποτελέσματα τα οποία παρουσιάζουν ζωηρό χαρακτήρα.

    Σχετικά, η ANSEAU αναφέρει ιδίως ότι η απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, καθόσον δεν αναφέρει ότι η σύμβαση είχε, κατά την Επιτροπή, επίσης περιοριστικό' επι του ανταγωνισμού αποτέλεσμα.

    Η Miele είναι της γνώμης ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η σύμβαση είχε πράγματι ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά τρόπο αισθητό. Τα παραδείγματα που αναφέρει η Επιτροπή, εκτός του ότι δεν αποδεικνύουν ότι είχαν παραγκωνιστεί οι παράλληλοι εισαγωγείς εμφαίνουν αντίθετα ότι οι έλεγχοι της' ANSEAU περιορίζονται στα πολεοδομικά συγκροτήματα των Βρυξελλών, της Αμβέρσας και της Γάνδης. Ήταν επομένως θεμιτό για τους παράλληλους εισαγωγείς να πωλούν ή να διαθέτουν τα πλυντήρια τους αλλού. Εξάλλου, σύμφωνα με τη Miele, οι ενδεχόμενες δυσχέρειες που συναντούν οι εισαγωγείς οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι οι προδιαγραφές ασφάλειας δεν έχουν εναρμονιστεί στα διάφορα κράτη μέλη

    6)

    Η Επιτροπή αντιτείνει σ' αυτό ότι οι επιστολές της CEG και της ANSEAU, που αναφέρονται στην απόφαση, φέρουν χρονολογίες τοποθετούμενες σε μια εποχή που ακολουθεί αμέσως μετά τη θέση σε ισχύ της συμβάσεως και συνάδουν πλήρως με την ίδια τη σύμβαση. Η Miele γνώριζε την πρόθεση της CEG να χρησιμοποιήσει τη σύμβαση ως όπλο κατά των παράλληλων εισαγωγών. Αν πράγματι οι διισταμένες κανονιστικές ρυθμίσεις των διαφόρων κρατών μελών δεν ευνοούν τις παράλληλες εισαγωγές, κάθε πρόσθετο εμπόδιο του εμπορίου θα ήταν ακόμη πιο σοβαρό.

    Η Επιτροπή συμπεραίνει από τα παραπάνω ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις αποδει-κνυουσες ότι η σύμβαση μπορούσε να επηρεάσει, πράγματι, αισθητά τον ανταγωνισμό, περιορίζοντας τις παράλληλες εισαγωγές και ότι αυτοί οι περιορισμοί του ανταγωνισμού απορρέουν από την ίδια την σύμβαση και όχι από τη μεμονωμένη συμπεριφορά της ANSEAU.

    4. Αισθητός επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών

    α)

    Η ANSEAU (108/82) προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η επίδραση των φερόμενων περιορισμών επί του ανταγωνισμού στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών ήταν αρκετά αισθητή, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου (απόφαση της 29. 7. 1969 Volk, 5/69, Recueil σ. 295 απόφαση της 6. 5. 1971, Cadillon, 1/71, Recueil σ. 351 απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1971 Béguehn, 22/71, Recueil σ. 949).

    Η Επιτροπή θεμελίωσε τον αισθητό χαρακτήρα του επηρεασμού επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου, αφενός, στη φύση του ίδιου του περιορισμού και, αφετέρου, στο γεγονός ότι ο περιορισμός αφορά το σύνολο των πλυντηρίων ρούχων που πωλούνται στο Βέλγιο, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εισάγεται από άλλα κράτη μέλη. Η άποψη αυτή αγνοεί, αφενός την προαναφερθείσα απόφαση Volk, κατά' την οποία δεν υφίσταντο απαγορευμένοι οι περιορισμοί per se αφετέρου, το αισθητό αποτέλεσμα του περιορισμού έπρεπε να αποδειχτεί προσδιορίζοντας την αγορά που καλύπτει ο περιορισμός, δηλαδή τις παράλληλες εισαγωγές και όχι την αγορά που καλύπτουν τα μέρη της συμβάσεως.

    Επομένως, αισθητός περιορισμός υπάρχει μόνο στην περίπτωση όπου ο καταναλωτής εμποδίζεται να επωφεληθεί από ένα αρκετά μεγάλο μέρος της προσφοράς που θα μπορούσε να του γίνει από τους διανομείς. Αυτό προϋποθέτει τον προηγούμενο προσδιορισμό τόσο της συνολικής προσφοράς προς τον καταναλωτή όσο και των παράλληλων εισαγωγών. Η Επιτροπή δεν ικανοποίησε την απαίτηση αυτή, διότι, αφενός, παρέλειψε να προσδιορίσει το ποσοστό των εισαγωγών από τρίτες χώρες (οι οποίες δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω) και, αφετέρου, στρογγυλοποίησε τον αριθμό των πλυντηρίων ρούχων και πιάτων, τα οποία συνιστούν δύο διαφορετικές αγορές.

    6)

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, από πλευράς περιστατικών, ότι έχει αποδείξει το ποσοστό εισαγωγών UEBL, προελεύσεως άλλων κρατών μελών και τρίτων χωρών, τόσο για τα πλυντήρια ρούχων όσο και για τα πλυντήρια πιάτων. Από τους ανακοινωθέντες αριθμούς προκύπτει ότι το ποσοστό που εισήχθη από άλλα κράτη μέλη, σε σχέση προς το συνολικό αριθμό των συσκευών που διατέθηκαν προς πώληση στην αγορά, ανήρχετο σε 86 ο/ο για τα πλυντήρια ρούχων και σε 88 ο/ο για τα πλυντήρια πιάτων. Κατά τα λοιπά, από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της ομάδας εργασίας «νομικών» της ANSEAU, της 21ης Σεπτεμβρίου 1978, προκύπτει ότι οι κατασκευαστές και οι αποκλειστικοί εισαγωγείς των πλυντηρίων ρούχων και πιάτων κατέχουν περίπου το 90 ο/ο της αγοράς.

    Από νομικής πλευράς, η Επιτροπή φρονεί ότι, για την εκτίμηση του περιορισμού του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από τα εμπόδια στις παράλληλες εισαγωγές, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι παράλληλες εισαγωγές αποτελούν συγχρόνως ενδεχόμενο ανταγωνισμό, διότι προϋποθέτουν αρκετά σημαντική διαφορά τιμών από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, καθώς και έναν ιδιαζόντως αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Οι παράλληλες εισαγωγές ασκούν επίδραση στην αγορά, καθόσον επιβάλλουν τη σύγκριση τιμών μεταξύ των προστατευόμενων και των λοιπών αγορών, ώστε τα αγαθά να διατίθενται σε χαμηλότερες τιμές προς πώληση στις προστατευόμενες αγορές, αυτό δε, ακόμη κι αν το ποσοστό των παράλληλων εισαγωγών στην αγορά είναι πολύ μικρό.

    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, για να διαπιστωθεί ο επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου, αρκεί να αποδειχτεί ότι η σύμπραξη μπορεί να έχει τέτοιο αποτέλεσμα. Εν προκειμένω, έχει αποδειχτεί ότι το τμήμα της αγοράς που διέπεται από τη σύμβαση είναι πολύ σημαντικό και ότι η σύμβαση έχει ως αντικείμενο την εξάλειψη των παράλληλων εισαγωγών. Η επίδραση της εν λόγω συμβάσεως επί του εμπορίου είναι αισθητή, εκτός αν έχει συναφθεί μεταξύ επιχειρήσεων που κατέχουν ασήμαντο μερίδιο της αγοράς.

    Γ — Λόγοι ακυρώσεως που αφορούν τη μη εφαρμογή τον άρθρον 85, παρά-' γράφος 3, της ουναήκης

    Ο λόγος αυτός, τον οποίο επικαλούνται όλες οι προσφεύγουσες, στηρίζεται στη σκέψη κατά την οποία η σύμβαση εξαιρούνταν της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εφαρμόσει το άρθρο 85, παράγραφος 3, της συνθήκης, λόγω του ότι η σύμβαση δεν είχε κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, ή το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 17. Με την απόφαση παραβιάστηκε επίσης το άρθρο 190 της συνθήκης, καθόσον δεν περιήχοντο σ' αυτήν οι λόγοι για τους οποίους η σύμβαση δεν ήταν δυνατό να τύχει της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 85, παράγραφος 3, της συνθήκης.

    α)

    Όλες οι προσφεύγουσες προβάλλουν σχετικά ότι η σύμβαση συγκεντρώνει τις δύο προϋποθέσεις απαλλαγής από την κοινοποίηση, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, δηλαδή, αφενός, την αποκλειστική συμμετοχή επιχειρήσεων που έχουν την ιθαγένεια ίου αυτού κράτους μέλους και, αφετέρου, το γεγονός ότι η σύμβαση δεν αφορά ούτε τις εισαγωγές ούτε τις εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών.

    Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, οι προσφεύγουσες δέχονται ότι το υποκατάστημα μιας εταιρείας γερμανικού δικαίου, δηλαδή το βελγικό κατάστημα της BBC Hausgeräte GmbH, αποτελεί επίσης μέρος της συμβάσεως. Υποστηρίζουν πάντως ότι το κατάστημα αυτό, μολονότι στερείται ιδίας νομικής προσωπικότητας, πρέπει να θεωρηθεί ως επιχείρηση, δεδομένου ότι απολαμβάνει, έναντι της γερμανικής εταιρείας, μεγάλη αυτονομία. Κατά τα λοιπά, η ίδια η Επιτροπή τη θεώρησε ως επιχείρηση, απευθύνοντας στην «BBC Hausgeräte GmbH» (υποκατάστημα Βελγίου) τόσο την κοινοποίηση των αιτιάσεων όσο και την απόφαση.

    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται σχετικά ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 δεν αφορά την επιλεγείσα νομική μορφή, αλλά το ζήτημα κατά πόσο το υποκατάστημα αποτελεί ή όχι ιδία οικονομική ολότητα. Το Δικαστήριο υιοθέτησε την άποψη αυτή με την απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1974 (Centrafarm, 15/74, Recueil σ. 1147), αφού δέχτηκε ότι οι επιχειρήσεις που αναφέρει το άρθρο 85 της συνθήκης δεν πρέπει να αντιστοιχούν οπωσδήποτε σε νομικά πρόσωπα σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο.

    Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι η συμφωνία δεν πρέπει να αφορά ούτε τις εισαγωγές ούτε τις εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών, όλες οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ' ουσία, ότι η σύμβαση αποτελεί καθαρώς εθνική συμφωνία και ως εκ τούτου απαλλάσσεται της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί η ενδεχόμενη εφαρμογή των όρων του άρθρου 85, παράγραφος 3.

    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες IAZ (96/82, Disem-Anäries (97/82, Bauknecht (98/82), Artsei (99/82), Zanker, (100/82), ASOGEM (101/82), van Asscbe (102/82), Despagne (104/82) και ACEC (105/82) φρονούν ότι κακώς η απόφαση καθιστά μια πολύ πιθανή δυνατότητα παροχής του ευεργετήματος του άρθρου 85, παράγραφος 3, προϋπόθεση της απαλλαγής κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Τέτοια ερμηνεία θα εισήγε ένα σοβαρό στοιχείο ανασφάλειας του δικαίου, καθόσον θα εναπέκειτο έτσι στα ίδια τα μέρη της συμφωνίας να εκτιμούν τη δυνατότητα αυτή και το βαθμό πιθανότητας της.

    Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι η σύμβαση επηρεάζει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, λόγω του ότι επιφυλάσσει την απόκτηση των επιγραφών μόνο στους κατασκευαστές και στους αποκλειστικούς εισαγωγείς, δεν έπεται απ' αυτό ότι «αφορά τις εισαγωγές ή εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση παραβιάζει το άρθρο 190 της συνθήκης, καθόσον δεν διευκρινίζει επαρκώς τους λόγους για τους οποίους η σύμβαση αφορά τις εισαγωγές ή εξαγωγές μεταξύ κρατών μελών.

    Η Míele (110/82) είναι επίσης της γνώμης ότι η φράση «δεν αφορά ούτε τις εισαγωγές ούτε τις εξαγωγές μεταξύ κρατών μελών» έχει μια πιο στενή έννοια από τη φράση «επηρεάζουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο». Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την άποψη αυτή με την απόφαση της 18ης Μαρτίου 1970 (Bilger, 43/69, Recueil σ. 127).

    Η Miele απορρίπτει το επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο το άρθρο 85, παράγραφος 3, δεν έχει εφαρμογή λόγω του ότι η σύμβαση αποσκοπεί στην απομόνωση της βελγικής αγοράς. Η εν λόγω διάταξη 9α είχε εφαρμογή εν προκειμένω βάσει των ακόλουθων σκέψεων:

    θεσπίζοντας ένα σύστημα αποτελεσματικού ελέγχου της καταλληλότητας, η σύμβαση συνέβαλε στη βελτίωση της παραγωγής και της διανομής των προϊόντων, ιδίως στην οικονομική πρόοδο˙

    ο έλεγχος της καταλληλότητας που θεσπίστηκε με τη σύμβαση είναι επωφελής για τους καταναλωτές, διότι αποφεύγουν τις δυσχέρειες ενός δαπανηρού ατομικού ελέγχου και εμφανίζει επομένως μια σημαντική βελτίωση, τόσο για τις συμβαλλόμενες επιχειρήσεις όσο και για τους καταναλωτές˙

    η σύμβαση δεν περιέχει καμιά διάταξη που να μην είναι απαραίτητη για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών˙

    ο ανταγωνισμός δεν καταργείται, καθόσον ο έλεγχος της καταλληλότητας έχει αμελητέα μόνο επίπτωση στις παράλληλες εισαγωγές.

    Η ANSEAU(\Q%/%2) παραπέμπει στην απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1976 (Fonderies Roubaix-Wattrelos, 63/75, Recueil σ. 111). Βάσει της αποφάσεως αυτής, απαλλάσσονται επίσης της κοινοποιήσεως οι συμφωνίες που αφορούν τη διάθεση στο εμπόριο εμπορευμάτων η οποία γίνεται αποκλειστικά στο έδαφος ενός και μόνο κράτους μέλους, την ιθαγένεια του οποίου έχουν οι επιχειρήσεις, έστω και αν πρόκειται περί εμπορευμάτων τα οποία, σ' ένα προηγούμενο στάδιο, είχαν εισαχθεί από άλλο κράτος μέλος.

    Η ANSEAU προσθέτει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 σκοπό έχει να παράσχει σαφή και ακριβή κριτήρια στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, με τη βοήθεια των οποίων αυτές μπορούν εύκολα να προσδιορίσουν αν πρέπει ή όχι να κοινοποιηθεί μια συμφωνία. Έπεται επομένως ότι η φράση «δεν αφορούν ούτε τις εισαγωγές ούτε τις εξαγωγές κρατών μελών» πρέπει να ερμηνευτεί ως αφορώσα μια άμεση και προφανή σχέση με τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές.

    6)

    Η Επιτροπή παρατηρεί πρώτον ότι η σύμβαση δεν απαλλασσόταν της κοινοποιήσεως, δυνάμει το άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, δεδομένου ότι, αφενός, αφορούσε τις εισαγωγές μεταξύ κρατών μελών και, αφετέρου, ότι είχαν μετάσχει επιχειρήσεις διαφόρων κρατών μελών.

    Η έννοια «δεν αφορούν ούτε τις εισαγωγές ούτε τις εξαγωγές μεταξύ κρατών μελών» πρέπει να ερμηνευτεί σε συνάρτηση με το σκοπό της διατάξεως, ήτοι τη διοικητική απλούστευση για τις συμπράξεις που έχουν λιγότερο βλαπτικό χαρακτήρα. Πάντως, η σύμβαση δεν πληροί το κριτήριο αυτό, καθόσον το αντικείμενο της ήταν να εξαλείφει τις παράλληλες εξαγωγές. Αποτελεί επομένως σοβαρή παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, χωρίς να μπορεί να ληφθεί υπόψη για να τύχει εξαιρέσεως της απαγορεύσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3.

    Η σύμβαση δεν ανταποκρίνεται επίσης στο κριτήριο ότι όλες οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε μια συμφωνία πρέπει να είναι του αυτού κράτους μέλους, λόγω της συμμετοχής της γερμανικού δικαίου εταιρείας BBC Hausgeräte GmbH. Η Επιτροπή διευκρινίζει σχετικά ότι η έννοια της επιχειρήσεως σημαίνει τη νομική προσωπικότητα της, άλλως δεν 3α μπορούσε να συνάψει συμφωνία. Ειδικότερα, κατά το βελγικό δίκαιο, υποκατάστημα που δεν έχει νομική προσωπικότητα δεν μπορεί να συνάψει συμφωνία, χώρις να δεσμευτεί από την ίδια την εταιρεία στο σύνολο της. Οι προσφεύγουσες δεν ερμηνεύουν ορθά την απόφαση Centrafarm, δεδομένου ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε με ακρίβεια, στην απόφαση του αυτή, ότι μητρική και θυγατρική εταιρεία αποτελούν διαφορετικές επιχειρήσεις, έστω και αν απαρτίζουν μια οικονομική μονάδα.

    Όσον αφορά τη μη εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, η συνθήκη παρατηρεί ότι οι προϋποθέσεις απαλλαγής, που προβλέπονται από τη διάταξη αυτή, δεν πληρούνται. Πράγματι, η σύμβαση αποβλέπει στην απομόνωση της βελγικής αγοράς κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τις θεμελιώδεις αρχές της κοινής αγοράς και δεν συμβάλλει επομένως στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων, ούτε στην προώθηση της τεχνικής και οικονομικής προόδου. Εξάλλου, δεν εξασφαλίζει στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει, αλλά αντίθετα, συμβάλλει στη διατήρηση μιας καταστάσεως στην οποία, για ένα σημαντικό μέρος των εν λόγω προϊόντων, ο ανταγωνισμός καταργήθηκε.

    Δ — Aóyoi ακυρώσεως αφορώντες την επιβολή προστίμων

    Οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της επιβολής των προστίμων με τους τρεις ακόλουθους λόγους:

    1)

    Απαγόρευση επιβολής προστίμου για συμφωνίες απαλλασσόμενες της κοινοποιήσεωςμετοχής˙

    2)

    'Ελλειψη προθέσεως ή αμέλειας˙

    3)

    Μη προσήκων προσδιορισμός του ποσού του προστίμου.

    1. Απαγόρευση επιβολής προστίμου για συμφωνίες απαλασσόμενες της κοινοποιήσεως

    α)

    Όλες οι προσφεύγουσες, εκτός από τη Miele (110/82), ισχυρίζονται ότι η συμφωνία η οποία, σύμφωνα με την προπαρα-τεθείσα άποψη τους, απαλλάσσεται της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως δεν μπορεί να δώσει λαβή στην επιβολή προστίμου. Επικουρικώς, υποστηρίζεται ότι οι προσφεύγουσες μπορούσαν να έχουν τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η Επιτροπή δεν θα επέβαλε εν προκειμένω πρόστιμο.

    Σχετικά, όλες οι προσφεύγουσες, εκτός από τη Miele, εκθέτουν ότι το άρθρο 15, παράγραφος 5, του κανονισμού 17 προστατεύει τις καινούργιες συμφωνίες, από την επιβολή προστίμων, από της κοινοποιήσεως τους. Λογικό θα ήταν να τύχουν της προστασίας αυτής και οι συμφωνίες που το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 απαλλάσσει της κοινοποιήσεως — αυτό δε έστω κι αν αποδεικνυόταν εκ των υστέρων ότι δεν μπορούν να τύχουν της απαλλαγής βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3 — καθόσον, γενικά η ύπαρξη των προϋποθέσεων που καθιερώνει η διάταξη αυτή αποτελεί ένδειξη πολύ μικρής βλαπτικότητας σε σχέση με τους σκοπούς της συνθήκης.

    Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η ερμηνεία τους συμφωνεί επίσης με την ασφάλεια του δικαίου και τους σκοπούς της διοικητικής απλουστεύσεως, όπου βασίζεται το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, άλλως οι επιχειρήσεις που επιθυμούν την ασφάλεια του δικαίου θα ήταν υποχρεωμένες να προσφεύγουν, συστηματικά, στη δυνητική κοινοποίηση.

    6)

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει πρώτον ότι, αντίθετα προς την άποψη των προσφευγουσών, η σύμβαση δεν απαλλάσσεται της κοινοποιήσεως. Ο παρών λόγος ακυρώσεως έχει επικουρικό μόνο χαρακτήρα.

    Αναπτύσσει εν συνεχεία την άποψη ότι, για παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, πρόστιμο μπορεί να επιβληθεί σε περίπτωση συμφωνίας που δεν κοινοποιήθηκε, πλην όμως εξαιρείται της διατυπώσεως αυτής, αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 3.

    Σχετικά, επικαλείται την οικονομία του κανονισμού 17. Πράγματι, η κατ' αναλογία επέκταση της εξαιρέσεως του άρθρου 15, παράγραφος 5, του κανονισμού 17 σε συμφωνίες που απαλλάσσονται της κοινοποιήσεως θα αντέβαινε στην οικονομία του εν λόγω κανονισμού. Ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούν να επιβληθούν πρόστιμα στις κοινοποιούμενες συμφωνίες είναι ότι η κοινοποίηση συνεπάγεται σοβαρό κίνδυνο για όσους θα γνωστοποιούσαν τη συμφωνία τους στην Επιτροπή και θα τους εξέθετε έτσι σε απόφαση απαγορεύσεως. Αντιστρόφως, σε περίπτωση συμφωνίας που απαλλάσσεται της κοινοποιήσεως και η οποία πράγματι δεν κοινοποιήθηκε, τα μέρη δεν εκτίθενται στον ίδιο κίνδυνο.

    Η Επιτροπή παραπέμπει σχετικά στο τέλος του άρθρου 4 του κανονισμού 17, όπου προβλέπεται η δυνητική κοινοποίηση συμφωνιών που απαλλάσσονται από τη διατύπωση της κοινοποιήσεως. Η κοινοποίηση μπορεί κάλλιστα να έχει διπλό σκοπό, δηλαδή, αφενός, να επιτρέψει στα μέρη να επιτύχουν απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, και, αφετέρου, να εξουδετερώσει τη δυνατότητα επιβολής προστίμου. Πάντως, στο πλαίσιο της δυνητικής κοινοποιήσεως, ο δεύτερος μόνο σκοπός πρέπει να γίνει δεκτός. Απ' αυτά έπεται ότι συμφωνία που δεν έχει κοινοποιηθεί κατά το άρθρο 4, εντέλει, δεν προστατεύεται από την απειλή επιβολής προστίμων.

    Το συμπέρασμα αυτό επαληθεύεται από το άρθρο 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, το απρόσβλητο από τα πρόστιμα, του οποίου τυγχάνει μια συμφωνία εμπίπτουσα στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, μπορεί να αρθεί με προσωρινή απόφαση. Η Επιτροπή δεν μπορεί πάντως να άρει το απρόσβλητο όσον αφορά τις μη κοινοποιηθείσες συμφωνίες, διότι αυτές δεν αναφέρονται στην παράγραφο 5 και, επιπλέον, δεν περιέρχονται σε γνώση της Επιτροπής παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

    Οι προσφεύγουσες δεν μπορούν επίσης να προβάλουν την καλή τους πίστη για να επιτύχουν το απρόσβλητο από την επιβολή προστίμων, διότι η Επιτροπή έχει πάντοτε υποστηρίξει την προεκτεθείσα άποψη και ουδέποτε δημιούργησε την εντύπωση ότι για τις συμφωνίες που απαλλάσσονται της κοινοποιήσεως δεν μπορούν να επιβληθούν πρόστιμα.

    γ)

    Οι προσφεύγουσες IAZ, Disem-Andries, Bauknecht, Artsei, Zanker, ASOGEM, van Asscbe, Despagne και ACEC αντιτείνουν στην άποψη της Επιτροπής ότι το άρθρο 15, παράγραφος 6, του κανονισμού 17 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να άρει, με προσωρινή απόφαση, το απρόσβλητο από τα πρόστιμα σχετικά με συμφωνίες που απαλλάσσονται της κοινοποιήσεως, δεδομένου ότι οι τελευταίες πρέπει να εξομοιώνονται με τις συμφωνίες που κοινοποιούνται. Το επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο αυτή δεν μπορεί να λάβει υπόψη μια συμφωνία που δεν κοινοποιήθηκε, δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι όλες σχεδόν αυτές οι συμφωνίες περιέρχονται σε γνώση της από τα πρόσωπα που θεωρούν ότι βλάπτονται από τη συμφωνία.

    2. 'Ελλειψη προθέσεως ή αμέλειας

    α)

    Όλες οι προοφείψονσες προβάλλουν ότι, ελλείψει προθέσεως ή αμέλειας, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, δεν ήταν δυνατό νο επιβληθεί κανένα πρόστιμο ή, τουλάχιστον το ποσό του προστίμου έπρεπε να είναι μειωμένο.

    Οι IAZ (96/82), Disem-Andries (97/82), Zanker (100/82), Despagne (104/82) και ACEC (105/82) προβάλλουν ότι δεν είχαν συνείδηση του αντικειμένου ή του εναντίον του ανταγωνισμού αποτελέσματος της συμβάσεως ούτε ανέλαβαν καμιά πρωτοβουλία κατά την επεξεργασία της συμβάσεως, αλλά υποχρεώθηκαν πρακτικώς να προσχωρήσουν, προκειμένου οι πελάτες τους να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν δυσχέρειες εκ μέρους της ANSEAU. Θα έπρεπε λοιπόν να εξομοιωθούν με τις επιχειρήσεις που προσχώρησαν στη σύμβαση μετά την υπογραφή της στις οποίες η Επιτροπή δεν επέβαλε κανένα πρόστιμο.

    Ειδικότερα, οι IAZ, Zanker και Despagne παρατηρούν ότι δεν παραβρέθηκαν σε καμιά από τις συνεδριάσεις για την επεξεργασία της συμβάσεως, ιδίως στις συνεδριάσεις της 25ης Ιουλίου 1978, 19ης Σεπτεμβρίου 1978, 23ης Οκτωβρίου 1978 και 26ης Οκτωβρίου 1978. Η ACEC ισχυρίζεται ότι εκπροσωπήθηκε μόνο στη συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου, ενώ η Disem-Andries υποστηρίζει ότι εκπροσωπήθηκε, στις συνεδριάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 1978 και 23ης Οκτωβρίου 1978, μόνο από τους «εμπορικούς αντιπροσώπους».

    Οι Despagne και ACEC προσθέτουν ότι δεν υφίστανται παράλληλες εισαγωγές στο Βέλγιο προϊόντων τα οποία πωλούν. Η Despagne διευκρινίζει ότι εισάγει συσκευές της γαλλικής μάρκας Thomson, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 1 ο/ο μόνο της αγοράς. Η ACEC αναφέρει ότι τα πλυντήρια που πωλεί, με το δικό της σήμα, τίθενται επίσης στο εμπόριο από τρίτους με άλλα σήματα.

    Η Disem-Andries παρατηρεί ότι εμπορεύεται δύο σειρές προϊόντων, δηλαδή, αφενός, προϊόντα κατασκευαζόμενα στο εξωτερικό που της παραδίδονται με το δικό της σήμα SAM και δεν μπορούν επομένως να αποτελέσουν αντικείμενο παράλληλων εισαγωγών με το σήμα αυτό και, αφετέρου, προϊόντων με το σήμα Brandt. Αυτή δεν μπορεί να επιθέσει τις επιγραφές επί των τελευταίων παρά μόνο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η παρέμβαση της ANSEAU.

    Η Miele (110/82) ισχυρίζεται ότι δεν ενήργησε εκ προθέσεως, αλλά το πολύ εξ αμελείας, καθόσον διαδραμάτισε έναν καθαρώς παθητικό ρόλο στις διεξαχθείσες διαπραγματεύσεις. Επιπλέον, μπορούσε θε-μιτώς να νομίζει ότι η σύμβαση, η οποία είχε εξεταστεί από τους νομικούς της ANSEAU, δεν παραβιάζει τους κανόνες περί ανταγωνισμού. Τέλος, δεν θα έπρεπε να της αποδοθούν οι μονομερείς δηλώσεις των άλλων συμβαλλομένων. Η Miele παραπέμπει σχετικά στην απόφαση της 12ης Ιουλίου 1979 (BMW Belgium, 32, 36, έως 82/78. Recueil σ. 2435), από την οποία εμφαίνεται ότι το ότι η παράβαση έγινε εκ προθέσεως πρέπει να προκύπτει σαφώς από τις διατάξεις της συμφωνίας.

    Η ANSEAU (108/82) φρονεί ότι δεν υπάρχει εκ μέρους της βαριά αμέλεια. Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η ANSEAU δεν παρουσίασε τη σύμβαση ως υποχρεωτική συμφωνία ούτε της έδωσε δεσμευτική δύναμη έναντι των τρίτων. Επιπλέον, ουδέποτε έλαβε μέτρα παρεμποδίσεως των παράλληλων εισαγωγών.

    Ούτε, επιπλέον, μπορεί να συναχθεί βαριά αμέλεια από το γεγονός ότι η ANSEAU δεν έλαβε υπόψη τα πορίσματα της ομάδας εργασίας «νομικών» της. Η ομάδα αυτή τοποθετείται, αντίθετα, μέσα στην προοπτική των αναγκών ενός αυστηρού ελέγχου, που πρέπει να καλύπτει το σύνολο της παραγωγής, ώστε οι μετέχοντες στη σύμβαση, μεταξύ των οποίων οι παράλληλοι εισαγωγείς, να αποφεύγεται να εισάγουν υπό όρους λιγότερο δεσμευτικούς από τους αποκλειστικούς εισαγωγείς. Η παρουσία της ANSEAU στη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 1978 δεν ήταν επίσης δηλωτική βαριάς αμελείας, καθόσον οι δηλώσεις που έγιναν από τους εκπροσώπους του πρώτου μέρους της συμβάσεως δεν ήταν δυνατό να αποδοθούν στην ANSEAU.

    6)

    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα εμπόδια στις παράλληλες εισαγωγές περιορίζουν σημαντικά το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και συνιστούν, ως εκ τούτου, σοβαρές παραβάσεις του άρθρου 85. Οι παραβάσεις διεπράχθησαν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

    Όσον αφορά τις προσφεύγουσες, πλην της ANSEAU, ενήργησαν εκ προθέσεως, δηλαδή είχαν πλήρη γνώση ότι η σύμβαση είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Πράγματι, από τη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1978 μπορούσαν να μάθουν ότι η CEG είχε την πρόθεση να ευνοήσει τα μέλη της σε σχέση προς τα μη μέλη και ότι η κύρωση που προβλέπεται στην περίπτωση ελλείψεως επιγραφής καταλληλότητας θα συνίστατο σε διακοπή της συνδέσεως των συσκευών με το δίκτυο διανομής ύδατος.

    Από τη δήλωση της CEG της 23ης Οκτωβρίου 1978 προκύπτει, εξάλλου, ότι η σύμβαση αποτελεί ένα όπλο κατά των παράλληλων εισαγωγών. Μολονότι ορισμένες από τις προσφεύγουσες δεν παραβρέθηκαν κατά τη συνεδρίαση αυτή, μπόρεσαν να λάβουν γνώση σχετικά, το αργότερο κατά την ανάγνωση των πρακτικών. Επομένως, από τη στιγμή αυτή τελούσαν εν γνώσει ή, τουλάχιστον, όφειλαν να γνωρίζουν το περιοριστικό επι του ανταγωνισμού αντικείμενο της συμβάσεως. Δεδομένου ότι δεν αντιτάχθηκαν στο να τεθεί σε εφαρμογή η σύμβαση και έθεσαν την υπογραφή τους, ενήργησαν εκ προθέσεως.

    Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν έχει σημασία αν οι προσφεύγουσες τελούσαν ή όχι εν γνώσει ότι διέπραξαν παράβαση, εφόσον η σαφής πρόθεση εμποδίσεως των παράλληλων εισαγωγών προκύπτει από το αντικείμενο της συμβάσεως, από το νομικό και ουσιαστικό πλαίσιο της και τη συμπεριφορά των μερών. Αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες εμπόδισαν τις παράλληλες εισαγωγές εκ προθέσεως (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση της 12. 7. 1979, σκέψη 44).

    Όσον αφορά την ANSEAU, υπέπεσε σε βαριά αμέλεια συνάπτοντας τη σύμβαση μόνο με τους κατασκευαστές ή τους αποκλειστικούς εισαγωγείς που πρόσκεινται στη CEG, στη FCAE ή στην UFARAL, μολονότι ήταν ενήμερη των προθέσεων των από κοινού συμβαλλομένων της και μολονότι οι νομικοί σύμβουλοι της της είχαν καταστήσει γνωστό ότι έπρεπε να αναζητηθεί μια ρύθμιση για τους μη μετέχοντες στη σύμβαση.

    Η Επιτροπή δεν δέχεται τον ισχυρισμό της ANSEAU, κατά τον οποίο η σύμβαση δεν είχε δεσμευτική δύναμη έναντι των τρίτων. Αντίθετα, είναι προφανές ότι οι τρίτοι υφίστανται τις δυσκολίες λόγω της εφαρμογής της συμβάσεως, δεδομένου ότι η ANSEAU ήταν υποχρεωμένη να επιφυλάξει τα πλεονεκτήματα της συμβάσεως στους κατασκευαστές και στους αποκλειστικούς εισαγωγείς και να επιφυλάξει τη διανομή των επιγραφών καταλληλότητας στην CEG, η οποία άφησε να εννοηθεί ότι θα τα έδινε μόνο στους κατασκευαστές και στους αποκλειστικούς εισαγωγείς. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η ίδια η ANSEAU έγραψε στους εμπόρους ότι οι συσκευές που εισάγονται με παράλληλες εισαγωγές δεν είναι δυνατό να συνδεθούν με το δίκτυο διανομής ύδατος.

    Εξάλλου, η βαριά αμέλεια της ANSEAU προκύπτει από το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη τα πορίσματα της ομάδας της εργασίας «νομικών», η οποία είχε δηλώσει ότι έπρεπε να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα ώστε και οι μη συμβαλλόμενοι να μπορούν να αποκτήσουν τις επιγραφές καταλληλότητας.

    Έπεται ότι η Anseau ήταν ενήμερη της ανάγκης προβλέψεως μιας ρυθμίσεως που δεν βλάπτει τις παράλληλες εισαγωγές, γνώριζε δε επίσης ότι η πρόθεση των από κοινού συμβαλλομένων της ήταν να μην εισάγουν παρόμοια ρύθμιση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η συμμετοχή της στη σύμβαση συνιστά βαριά αμέλεια, ακόμα δε περισσότερο διότι η αποστολή της ANSEAU τοποθετείται στο πεδίο του δημόσιου συμφέροντος και διότι η εφαρμογή της ρυθμίσεως που προτάθηκε εξηρτάτο από τη συνεργασία της.

    3. Μη προσήκων προσδιορισμός του ποσού του προστίμου

    α)

    Όλες οι προσφεύγουσες, πλην της Miele (110/82) προβάλλουν ότι η Επιτροπή δεν εξατομίκευσε αρκετά τα πρόστιμα, διότι δεν έλαβε υπόψη τις ιδιομορφίες της οικονομικής της καταστάσεως.

    Ειδικότερα, οι IAZ (96/82), Disem-Andries, (97/82), Artsei (99/82), Zanker (100/82), ASOGEM (101/82), van Anche (102/82), Despagne (104/82) και ACEC (105/82) υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή κακώς εφήρμοσε το κριτήριο που η ίδια επέλεξε, για να καθορίσει το ποσό του προστίμου, δηλαδή τη σπουδαιότητα που έχουν, αντίστοιχα, οι διάφορες επιχειρήσεις στη σχετική αγορά. Πράγματι, τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν είναι σχετικά βαρύτερα από εκείνα που επιβάλλονται σε ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις.

    Οι προσφεύγουσες αναφέρονται σχετικά στους ακόλουθους αριθμούς:

    σύνολο πωλήσεων που πραγματοποίησαν τα μέλη της CEG το 1980:

    πλυντήρια ρούχων: 250103 πλυντήρια

    πλυντήρια πιάτων: 44485 πλυντήρια

    ποσοστό της αγοράς των «μεγάλων επιχειρήσεων» στις οποίες επιβλήθηκε πρόστιμο 76500 ECU (ήτοι 3146346 βελγικά φράγκα)

    Miele

    πλυντήρια ρούχων: 13,6%

    πλυντήρια πιάτων: 17,1%

    σύνολο: 15,35 %

    Philips

    πλυντήρια ρούχων: 11,9 %

    πλυντήρια πιάτων: 8,4 %

    σύνολο: 10,15 %

    Bosch

    πλυντήρια ρούχων: 3,5 %

    πλυντήρια πιάτων: 12,1%

    σύνολο: 7,8%

    AEG

    πλυντήρια ρούχων: 6,4%

    πλυντήρια πιάτων: 8,4%

    σύνολο: 7,4%

    IAZ (96/82)

    Επιβληθέν πρόστιμο: 38500 ECU ήτοι 1583455 BFR

    Κύκλος εργασιών το 1980:

    συνολικός κύκλος εργασιών: 800899756 BFR

    πλυντήρια ρούχων: 175990255 BFR ήτοι 21441 πλυντήρια

    πλυντήρια πιάτων: 22140717 BFR, ήτοι 2791 πλυντήρια

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς που είχαν τα μέλη της CEG:

    πλυντήρια ρούχων: 8,57 ο/ο

    πλυντήρια πιάτων: 6,29 °/ο

    σύνολο: 7,43 °/ο

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς, που στηρίζεται στη διείσδυση διαφόρων τύπων πλυντηρίων στο επίπεδο του καταναλωτή:

    πλυντήρια ρούχων:

    Castor: 1,6 %

    Zanussi: 2,4%

    Zoppas: 1,2 %

    πλυντήρια πιάτων: δεν αναφέρονται, άρα ασήμαντα.

    Εν συμπεράσματι, η IAZ προβάλλει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε ήταν ανώτερο κατά 50 0/0 εκείνων που επιβλήθηκαν στις μεγάλες επιχειρήσεις, το ποσοστό επί της αγοράς των οποίων υπερβαίνει 1,4 έως 3 φορές το ποσοστό που κατέχει η προσφεύγουσα.

    Disem-Andries (97/82)

    Επιβληθέν πρόστιμο: 38500 ECU ήτοι 1583455 BFR

    Κύκλος εργασιών το 1980:

    συνολικός κύκλος εργασιών: 446682044 BFR

    πλυντήρια ρούχων:

    SAM: 54732388 BFR, ήτοι 5532 πλυντήρια

    Brandt: 20569373 BFR, ήτοι 1532 πλυντήρια

    σύνολο:

    75302251 BFR, ήτοι 7064 πλυντήρια

    πλυντήρια πιάτων:

    SAM: 1971528 BFR, ήτοι 160 πλυντήρια

    Brandt: 5019900 BFR, ήτοι 491 πλυντήρια

    σύνολο:

    6991428 BFR, ήτοι 651 πλυντήρια

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς που κατέχουν τα μέλη της CEG:

    πλυντήρια ρούχων: 2,82 ο/ο

    πλυντήρια πιάτων: 1,46 °/ο

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς, που στηρίζεται στη διείσδυση διαφόρων τύπων στο επίπεδο του καταναλωτή:

    πλυντήρια ρούχων (SAM): 1,1 ο/ο

    πλυντήρια πιάτων (Brandt): 1,1 °/ο

    σύνολο: 1,1 °/ο

    Εν συμπεράσματι, η Disem-Andries προβάλλει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά 50 ο/ο τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις μεγάλες επιχειρήσεις, το ποσοστό των οποίων στην αγορά υπερβαίνει 8,5 έως 14 φορές το ποσοστό που κατέχει η προσφεύγουσα.

    Artsei (99/82)

    Επιβληθέν πρόστιμο: 38500 ECU ήτοι 1583455 BFR,

    Κύκλος εργασιών το 1980:

    συνολικός κύκλος εργασιών: 159520308 BFR

    πλυντήρια ρούχων:

    — Candy:

    4 196 πλυντήρια

    — Fagor:

    210 πλυντήρια

     

    4 406 πλυντήρια

    πλυντήρια πιάτων:

    — Candy:

    210 πλυντήρια

    — Fagor:

    55 πλυντήρια

     

    265 πλυντήρια

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς που κατέχουν τα μέλη της CEG:

    πλυντήρια ρούχων: 1,76%

    πλυντήρια πιάτων: 0,60 °/ο

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς, που στηρίζεται στη διείσδυση διαφόρων τύπων στο επίπεδο του καταναλωτή:

    πλυντήρια ρούχων

    — Candy:

    1,3 %

    — Fagor:

    δεν αναφέρονται, άρα ασήμαντα

    πλυντήρια πιάτων

    — Candy:

    1,1 ο/ο

    — Fagor:

    δεν αναφέρονται

    σύνολο: 1,2 ο/ο

    Εν συμπεράσματι, η Artsei προβάλλει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά 50 0/0 τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις μεγάλες επιχειρήσεις, το ποσοστό των οποίων στην αγορά υπερβαίνει 6,16 έως 12,8 φορές το ποσοστό που κατέχει η προσφεύγουσα.

    Zanker (100/82)

    Επιβληθέν πρόστιμο: 38500 ECU ήτοι 1583455 BFR

    Κύκλος εργασιών το 1980:

    συνολικός κύκλος εργασιών: 446682044 BFR

    πλυντήρια ρούχων:

    ιταλικής κατασκευής: 39045006 BFR, ήτοι 5726 πλυντήρια

    γερμανικής κατασκευής: 103733498 BFR, ήτοι 8686 πλυντήρια

    πλυντήρια πιάτων: 18128378 BFR, ήτοι 1986 πλυντήρια

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς που κατέχουν τα μέλη της CEG:

    πλυντήρια ρούχων: 5,76 ο/ο

    πλυντήρια πιάτων: 4,46 ο/ο

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς που στηρίζεται στη διείσδυση των διαφόρων τύπων στο επίπεδο του καταναλωτή:

    πλυντήρια ρούχων: 2,1 ο/ο

    πλυντήρια πιάτων: 1,2 ο/ο

    σύνολο: 2,15 ο/ο

    Εν συμπεράσματι, η Zanker, προβάλλει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά 50 0/0 τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις μεγάλες επιχειρήσεις, το ποσοστό των οποίων στην αγορά υπερβαίνει 1,4 έως 3 φορές το ποσοστό που κατέχει η προσφεύγουσα.

    ASOGEM (10\/%2)

    Επιβληθέν πρόστιμο 9500 ECU ήτοι 390723 FB

    Κύκλος εργασιών το 1980:

    συνολικός κύκλος εργασιών: 446682044 FB

    πλυντήρια ρούχων:

    — Zerowatt:

    733 πλυντήρια

    — Smeg:

    114 πλυντήρια

    — Aspes:

    135 πλυντήρια

     

    982 πλυντήρια

    πλυντήρια πιάτων

    — Zerowatt:

    50 πλυντήρια

    — Smeg:

    662 πλυντήρια

    — Aspes:

    20 πλυντήρια

    — Sauter:

    76 πλυντήρια

     

    808 πλυντήρια

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς που κατέχουν τα μέλη της CEG:

    πλυντήρια ρούχων: 0,39 ο/ο

    πλυντήρια πιάτων: 1,80 ο/ο

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς που στηρίζεται στη διείσδυση των διαφόρων τύπων στο επίπεδο του καταναλωτή:

    δεν αναφέρεται, άρα ασήμαντο.

    Εν συμπεράσματι, η ASOGEM, προβάλλει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά 1/8 τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις Miele και Philips, το ποσοστό των οποίων στην αγορά υπερβαίνει 10 έως 15 φορές το ποσοστό που κατέχει η προσφεύγουσα.

    van Assche (102/82)

    Επιβληθέν πρόστιμο: 38500 ECU ήτοι 1583455 BFR

    Κύκλος εργασιών το 1980:

    συνολικός κύκλος εργασιών: 183407531 BFR

    πλυντήρια ρούχων: 36441000 BFR, ήτοι 2596 πλυντήρια

    πλυντήρια πιάτων: 13041000 BFR, ήτοι 1195 πλυντήρια

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς που κατέχουν τα μέλη της CEG:

    πλυντήρια ρούχων: 1 °/ο

    πλυντήρια πιάτων: 1,7 °/ο

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς που στηρίζεται στη διείσδυση των διαφόρων τύπων στο επίπεδο του καταναλωτή:

    πλυντήρια ρούχων:

    Constructa: 1,3 °/θ

    πλυντήρια πιάτων:

    Constructa: 1,5 °/θ

    General Electrics: 1,3 %

    σύνολο: 2 %

    Εν συμπεράσματι, η van Assche προβάλλει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά 50 0/0 τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις μεγάλες επιχειρήσεις, το πρόστιμο των οποίων στην αγορά υπερβαίνει 3,5 έως 7,7 φορές το πρόστιμο που κατέχει η προσφεύγουσα.

    Despagne (104/82)

    Επιβληθέν πρόστιμο: 9500 ECU ήτοι 390723 BFR

    Κύκλος εργασιών το 1980:

    συνολικός κύκλος εργασιών: 61199 BFR

    πλυντήρια ρούχων: 6268847 BFR

    πλυντήρια πιάτων: 2760500 BFR

    ποσοστό των εισαγωγών που διενήργησε η Despagne:

    επί του συνόλου των εισαγωγών των εν λόγω προϊόντων: 0,29 °/ο

    επί των εισαγωγών προελεύσεως άλλων κρατών μελών: 0,30 °/ο

    Εν συμπεράσματι, η Despagne προβάλλει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά το 1/8 τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις Miele και Philips, το ποσοστό των οποίων στην αγορά υπερβαίνει 8,4 έως 13,6 φορές το ποσοστό που κατέχει η προσφεύγουσα.

    ACEC (105/82)

    Επιβληθέν πρόστιμο: 76500 ECU ήτοι 3146346 BFR

    Κύκλος εργασιών για το 1980:

    πλυντήρια ρούχων: 66294925 BFR, ήτοι 9437 πλυντήρια

    πλυντήρια πιάτων: 6354600 BFR, ήτοι 534 πλυντήρια

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς που κατέχουν τα μέλη της CEG:

    πλυντήρια ρούχων: 3,77 %

    πλυντήρια πιάτων: 1,2 %

    σύνολο: 2,49 ο/ο

    Ποσοστό της προσφεύγουσας επί της αγοράς που στηρίζεται στη διείσδυση των διαφόρων τύπων στο επίπεδο του καταναλωτή:

    πλυντήριο ρούχων: 2,5 °/ο

    πλυντήριο πιάτων: 2,5 °/ο

    Εν συμπεράσματι, η ACEC προβάλλει ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε είναι ίσο με τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις μεγάλες επιχειρήσεις Miele και Philipps, το ποσοστό των οποίων στην αγορά υπερβαίνει, τουλάχιστον, 4 έως 6,5 φορές το ποσοστό που κατέχει η προσφεύγουσα.

    Οι IAZ, Disem-Andries, Bauknecht, Artsei, Zanker, ASOGEM, van Assche, Despagne και ACEC ισχυρίζονται, εξάλλου, ότι η σύμβαση δεν έχει επηρεάσει μέχρι σήμερα αισθητά το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, αλλά θα μπορούσε, το πολύ, να το επηρεάσει στο μέλλον, αν αυξάνονταν στο μέλλον οι παράλληλες εισαγωγές από άλλα κράτη μέλη. Όμως, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση της αγοράς κατά την περίοδο κατά την οποία διαπράχτηκε η παράβαση.

    Η Disem-Andries προσθέτει ότι η Επιτροπή όφειλε επίσης να λάβει υπόψη την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων. Εν προκειμένω, οι εταιρείες Disem και Andries είχαν σημαντικές ζημίες. Η υποχρέωση καταβολής του προστίμου θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη τους.

    Η ANSEAU (Ì0S/S2) ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι κακώς η Επιτροπή της επέβαλε πρόστιμο ποσού ίσου με εκείνο των υψηλότερων προστίμων που επέβαλε στις επιχειρήσεις οι οποίες μετέσχαν στην επεξεργασία της συμβάσεως. Κατά την ενέργεια της αυτή η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι η ANSEAU είναι μια ένωση μη κερδοσκοπικού σκοπού, η οποία δεν ασκεί καμιά οικονομική δραστηριότητα και ότι δεν άντλησε κανένα οικονομικό όφελος από τη σύμβαση. Δεν έλαβε επίσης υπόψη το κανονιστικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο η ANSEAU πρότεινε τη σύναψη της συμβάσεως, δηλαδή την ανάγκη να εξασφαλιστεί η συνέχεια μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, τηρώντας τις νομικές διατάξεις και υπό ικανοποιητικούς οικονομικούς όρους.

    Τέλος, κακώς η Επιτροπή φρονεί ότι συνεχίζονται οι παραβάσεις. Στην πραγματικότητα, η ANSEAU αντιμετώπισε τις εναντιώσεις της Επιτροπής, από την κοινοποίηση των αιτιάσεων, προτείνοντας την τροποποίηση της γενικής συμβάσεως και καταρτίζοντας μια ειδική σύμβαση, που θα πρεπε να συναφθεί με τους εισαγωγείς που θέλουν να προσχωρήσουν στη γενική σύμβαση.

    6)

    Η Επιτροπή αντιτείνει σ' αυτό ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 την υποχρεώνει να λαμβάνει υπόψη μόνο τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως για τον προσδιορισμό του ποσού του προστίμου. Παρ' ολ' αυτά, έλαβε υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

    Η διαπιστωθείσα παράβαση ήταν ιδιαζόντως σοβαρή, εφόσον τα εμπόδια στις παράλληλες εισαγωγές αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές στις οποίες στηρίζεται η κοινή αγορά. Προσθέτει ότι η σύμβαση διέπει το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής αγοράς, ότι όλες οι προσφεύγουσες συνήψαν τη σύμβαση καίτοι είχαν πλήρη ενημέρωση για το περιοριστικό επί του ανταγωνισμού αντικείμενο της και ότι η σύμβαση τέθηκε σε εφαρμογή.

    Όσον αφορά την ANSEAU, επιβλήθηκε πρόστιμο ίσου ποσού με εκείνο των υψηλότερων προστίμων που επιβλήθηκαν στις οικείες επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, ότι η ANSEAU φέρει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης και, αφετέρου, ότι αυτή δεν έχει κερδοσκοπικό σκοπό. Ελήφθη επίσης υπόψη ότι η ANSEAU συνεργάστηκε σε μια συμφωνία που προσβάλλει το γενικό συμφέρον, μολονότι η αποστολή της τοποθετείται ακριβώς στο πεδίο του γενικού συμφέροντος ότι έθεσε σε εφαρμογή τον περιοριστικό σκοπό της συμβάσεως' και ότι άντλησε οφέλη (1268798 βελγικά φράγκα) το 1981) εκμεταλλευόμενη την εφαρμογή της συμβάσεως, δεδομένου ότι μόνη η πώληση των επιγραφών της απέφερε το ποσό του 1007833 βελγικών φράγκων το 1981.

    Ο ισχυρισμός τη ANSEAU, κατά τον οποίο η παράβαση δεν συνεχίζεται πλέον, δεν ασκεί επιρροή, καθόσον οι περιοριστικές διατάξεις συμβάσεως τέθηκαν σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 1979 και μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως δεν είχαν ακόμη γνωστοποιηθεί.

    Όσον αφορά τις προσφεύγουσες πλην της ANSEAU, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, δεδομένου ότι η ευθύνη όλων των προσφευγουσών είναι η ίδια, δικαιολογείται η επιβολή των ίδιων προστίμων σ' αυτές. Η Επιτροπή έλαβε εντούτοις υπόψη και τις αναμενόμενες από τη σύμβαση συνέπειες για τις προσφεύγουσες, διαιρώντας τις σε τρεις ομάδες, βάσει της σπουδαιότητας τους στην αγορά, καθώς και από την έκταση κατά την οποία αναμενόταν ότι θα ωφεληθούν από τη σύμβαση. Σχετικά, τήρησε μια στενή σχέση μεταξύ του αντίστοιχου ποσοστού επί της αγοράς και του ποσού του προστίμου, όπως προέκυψε από τα ίδια αυτά στατιστικά στοιχεία που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες.

    Η Επιτροπή διευκρινίζει πάντως ότι δεν νομίζει ότι η υποδιαίρεση αυτή απορρέει από κάποια υποχρέωση και ότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι υποχρεωμένη να επιβάλλει πρόστιμα κατ' ακριβή αναλογία προς το ποσοστό επί της αγοράς των επιχειρήσεων. Δεν έλαβε υπόψη την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων, διότι αυτό θα επέφερε ένα αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είναι λιγότερο προσαρμοσμένες στους όρους της αγοράς και θα οδηγούσε τις επιχειρήσεις αυτές να ενισχύσουν τις ασθενείς δυνατότητες τους επιβιώσεως με συμπεριφορά αντιβαίνουσα στον ανταγωνισμό.

    γ)

    Η ANSEAU αμφισβητεί ότι οι αριθμοί που παρέθεσε η Επιτροπή, σχετικά με το όφελος από την εκμετάλλευση και το προϊόν πωλήσεως των επιγραφών, ασκούν επιρροή. Λαμβανομένων υπόψη των εξόδων που αφορούν τον έλεγχο καταλληλότητας, η πώληση επιγραφών, το 1981, δεν άφησε παρά ένα όφελος 59128 βελγικών φράγκων. Αντίθετα, το όφελος χρήσεως (1339892 βελγικά φράγκα το 1981) δεν αντιπροσώπευε παρά μια λογιστική αξία, δεδομένου ότι η ANSEAU είναι μια ένωση μη κερδοσκοπικού σκοπού. Από τα στοιχεία του προϋπολογισμού για το 1982 προκύπτει, εξάλλου, ζημία 683500 βελγικών φράγκων.

    IV — Απάντηση σε ερώτημα που έθεσε το Δικαστήριο

    Η Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, εξέθεσε λεπτομερέστερα τα κριτήρια υπολογισμού, βάσει των οποίων κατέληξε στα ποσά των προστίμων, αντίστοιχα, 9500 ECU, 38500 ECU και 76500 ECU.

    Προσδιόρισε πρώτον το συνολικό ποσό του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στο σύνολο των επιχειρήσεων που μετέσχαν στην επεξεργασία της συμβάσεως. Το συνολικό ποσό καθορίστηκε σε 1,5 °/ο της αξίας των εισαγωγών στο Βέλγιο πλυντηρίων ρούχων και πιάτων προελεύσεως άλλων κρατών μελών της Κοινότητας κατά το 1980 (67500000 ECU), ήτοι σε 1015000 ECU.

    Το ποσό των κατ' ιδίαν προστίμων υπολογίστηκε σε συνάρτηση προς τη σπουδαιότητα των επιχειρήσεων στη σχετική αγορά και προς τα οφέλη που άντλησαν από τη σύμβαση. Εν προκειμένω, το στοιχείο υπολογισμού που έγινε γνωστό ήταν ο αριθμός των επιγραφών ANSEAU που οι επιχειρήσεις παράγγειλαν για τα έτη 1979 και 1980. Σχετικά, η Επιτροπή σχημάτισε τρεις ομάδες επιχειρήσεων, δηλαδή εκείνες που παράγγειλαν, για την επίδικη περίοδο:

    (α)

    λιγότερες από 10000 επιγραφές

    (6)

    από 10000 μέχρι 50000 επιγραφές

    (γ)

    πάνω από 50000 επιγραφές.

    Η ANSEAU εξομοιώθηκε με τις επιχειρήσεις της τρίτης ομάδας.

    Εν συνεχεία η Επιτροπή καθόρισε τα πρόστιμα κατά τρόπο ώστε τα ποσά (στρογγυλοποιημένα) των προστίμων, που επιβλήθηκαν στις επιχειρήσεις της δεύτερης και της τρίτης ομάδας, να αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα το τετραπλάσιο και το οκταπλάσιο του ποσού (στρογγυλοποιημένο) του προστίμου που επιβλήθηκε σε κάθε μία από τις επιχειρήσεις της πρώτης ομάδας.

    V — Προφορική διαδικασία

    Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις προφορικές τους παρατηρήσεις κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Μαΐου 1983.

    Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Ιουνίου 1983.

    Σκεπτικό

    1

    Με δικόγραφα που κατατέθηκαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 και 24 Μαρτίου 1982, οι προσφεύγουσες άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητούν την ακύρωση της απόφασης IV/29.995 — NAVEWAANSEAU της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1981, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ (ΕΕ L 167, σ. 39).

    2

    Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τη «σύμβαση περί της χρησιμοποιήσεως του σήματος καταλληλότητας NAVEWAANSEAU για πλυντήρια ρούχων και πιάτων» (εφεξής: «η σύμβαση»), που συνήφθη στις 13 Δεκεμβρίου 1978 μεταξύ, αφενός, των αποκλειστικών κατασκευαστών και εισαγωγέων που υπάγονται σε ορισμένες επαγγελματικές οργανώσεις στο Βέλγιο, δηλαδή την Communauté de l'électricité (εφεξής: «CEG», τη Fédération du commerce de l'appareillage électrique (εφεξής: «FCAE») και την Union des fournisseurs des artisans de l'alimentation (εφεξής: «UFARAL») και, αφετέρου, της Association nationale des services d'eau (εφεξής: «ANSEAU»), ενώσεως μη κερδοσκοπικού σκοπού, η οποία περιλαμβάνει 31 επιχειρήσεις διανομής ύδατος.

    3

    Η εν λόγω σύμβαση αφορά την οργάνωση του ελέγχου καταλληλότητας των πλυντηρίων ρούχων και πιάτων προς τις τεχνικές απαιτήσεις που έχουν καθιερώσει, για την καλή ποιότητα του πόσιμου νερού, τα διατάγματα της 24ης Απριλίου 1965 και 6ης Μαίου 1966. Τα διατάγματα αυτά προβλέπουν ότι μόνο οι συσκευές που είναι εφοδιασμένες με ορισμένα εξαρτήματα και πληρούν τους σχετικούς βελγικούς κανόνες μπορούν να συνδεθούν με το δίκτυο διανομής νερού. Οι επιχειρήσεις διανομής νερού, των οποίων η ANSEAU υπερασπίζει τα κοινά συμφέροντα, είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία της τήρησης των κανόνων αυτών.

    4

    Η σύμβαση, η οποία αντικατέστησε ένα σύστημα ελέγχου, στηριζόμενο σε καταλόγους που περιλαμβάνουν τους τύπους συσκευών που αναγνωρίζονται ως σύμφωνοι με τις απαιτήσεις των προαναφερθέντων διαταγμάτων, προβλέπει τον έλεγχο των συσκευών μέσω επιγραφών καταλληλότητας. Η διανομή των επιγραφών εξασφαλίζεται, κατά τους όρους της συμβάσεως, από την CEG, που είναι προς τούτο εντολοδόχος όλων των συμβαλλομένων. Όσον αφορά την ANSEAU, υποχρεούται, σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως, να επαγρυπνεί, ώστε τα πλυντήρια που εισάγονται στο κύκλωμα του εμπορίου να φέρουν το σήμα καταλληλότητας. Όταν διαπιστώνει ότι ένα πλυντήριο δεν φέρει το σήμα, είναι υποχρεωμένη να καθιστά γνωστό στον έμπορο ότι το εν λόγω πλυντήριο δεν συγκεντρώνει τους όρους που απαιτούνται για τη σύνδεση του με το δίκτυο διανομής. Η ANSEAU υποχρεούται εξάλλου να συνιστά στα μέλη της να λαμβάνουν υπόψη το περιεχόμενο και το σκοπό της συμβάσεως και να ενημερώνουν σχετικά τους καταναλωτές. Στη σύμβαση μπορούν να προσχωρήσουν και άλλα μέλη, εφόσον είναι επίσης κατασκευαστές ή αποκλειστικοί εισαγωγείς.

    5

    Η σύμβαση τέθηκε σε ισχύ κατά τρόπο ώστε η CEG, η μόνη που είναι εξουσιοδοτημένη προς διανομή των επιγραφών, να τα έχει πράγματι δώσει μόνο σε κατασκευαστές και επίσημους εισαγωγείς, ζήτησε δε από τους εμπόρους που ήθελαν να αποκτήσουν τις επιγραφές είτε την απόδειξη της ιδιότητας τους ως αποκλειστικού εισαγωγέα είτε το χαρακτηριστικό του αποκλειστικού εισαγωγέα στο Βέλγιο. Η ANSEAU έχει ενεργώς ελέγξει την επίθεση των επιγραφών και έχει επισύρει την προσοχή εμπόρων και καταναλωτών για τις συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από την έλλειψη των εν λόγω επιγραφών.'Εχει εξάλλου παράσχει την τεχνική συνδρομή της, ενόψει του ελέγχου της καταλληλότητας των πλυντηρίων που στερούνται επιγραφών, υπό συνθήκες σαφώς δυσμενέστερες για τους μη συμβληθέντες απ' ό,τι για τα μέρη της συμβάσεως.

    6

    Στις 15 Δεκεμβρίου 1980, η Επιτροπή απηύθυνε κοινοποίηση των αιτιάσεων στα μέρη της συμβάσεως, με την οποία δήλωσε ότι σκόπευε να διαπιστώσει ότι η σύμβαση είχε «ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα να καταστήσει αδύνατες ή τουλάχιστον δυσκολότερες τις παράλληλες εισαγωγές πλυντηρίων ρούχων και πιάτων στο Βέλγιο».

    7

    Στις 17 Δεκεμβρίου 1981, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής. Στην απόφαση αυτή εκτίδεται ότι ορισμένες διατάξεις της συμβάσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1978,

    «οι οποίες στερούν τους μη αποκλειστικούς εισαγωγείς της δυνατότητας ελέγχου καταλληλότητας των πλυντηρίων ρούχων και πλυντηρίων πιάτων που εισάγουν οι τελευταίοι στο Βέλγιο, υπό όρους που δεν συνιστούν διακριτική μεταχείριση σε σχέση με τους όρους οι οποίοι ισχύουν για τους κατασκευαστές ή αποκλειστικούς εισαγωγείς, συνιστούν παραβάσεις του άρ8ρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης».

    Η απόφαση ορίζει ότι τα μέρη της συμβάσεως υποχρεούνται να θέσουν τέρμα στις διαπιστωθείσες παραβάσεις και επιβάλλει πρόστιμο στα μέρη εκείνα που συμμετέσχαν στην επεξεργασία της συμβάσεως. Όσον αφορά τις προσφεύγουσες, τα πρόστιμα κατανέμονται ως εξής: 9500 ECU για τις προσφεύγουσες ASOGEM (101/82) και Despagne (104/82) 38500 ECU για τις προσφεύγουσες IAZ (96/82), Disem-Andrjes (97/82), Ansel (99/82), Zanker (100/82) και van Assclie (102/82) και 76500 ECU για τις προσφεύγουσες Bauknecht (98/82), ACEC (105/82), ANSEAU (108/82) και Miele (110/82).

    8

    Προς υποστήριξη των προσφυγών τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται σειρά λόγων, εν μέρει παραλλήλων, οι οποίοι, για διευκόλυνση της εξετάσεως τους, κατατάσσονται ως ακολούθως:

    Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και της παραβάσεως ουσιωδών τύπων

    9

    Όλες οι προσφεύγουσες, εκτός της Miele (110/82), προσάπτουν εν πρώτοις στην Επιτροπή ότι προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας και παρέβη ουσιώδεις τύπους, ειδικότερα το άρδρο 4 του κανονισμού 99/63 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. τόμ. 08/001), κατά τις διατάξεις του οποίου η Επιτροπή προβάλλει κατά των αποδεκτών μόνο τις αιτιάσεις ως προς τις οποίες αυτοί είχαν την ευκαιρία να καταστήσουν γνωστές τις απόψεις τους.

    10

    Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η κοινοποίηση των αιτιάσεων προσέδωσε στη σύμβαση ως αντικείμενο και αποτέλεσμα την παρακώλυση ή τον περιορισμό των παράλληλων εισαγωγών, ενώ η απόφαση διατήρησε μόνο το αντικείμενο δημιουργίας δυσμενούς μεταχειρίσεως των μη αποκλειστικών εισαγωγέων έναντι των κατασκευαστών και των αποκλειστικών εξαγωγέων. Κατά συνέπεια, η απόφαση αναφέρθηκε σε αιτίαση που δεν είχε περιληφθεί στην κοινοποίηση των αιτιάσεων και ως προς την οποία οι προσφεύγουσες δεν είχαν, συνεπώς, την ευκαιρία να καταστήσουν γνωστές τις απόψεις τους.

    11

    Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Η εξέταση της κοινοποίησης των αιτιάσεων αποδεικνύει ότι ασχολείται με την απόδειξη της δυσμενούς διακρίσεως, αντικείμενο της οποίας αποτελούν οι παράλληλοι εισαγωγείς έναντι των αποκλειστικών εισαγωγέων. Αναλύοντας τη συμπεριφορά των προσφευγουσών σε σχέση με το άρθρο 85 της συνθήκης, η Επιτροπή αναφέρει ρητώς, προς συναγωγή του περιοριστικού χαρακτήρα της συμφωνίας ως προς τον ανταγωνισμό, ότι αυτή έχει επίσης ως αντικείμενο την παρακώλυση ή τον περιορισμό των παράλληλων εισαγωγών πλυντηρίων ρούχων και πιάτων. Επομένως, δεν υπάρχει καμιά διάσταση μεταξύ της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων και της αποφάσεως.

    Επί της παραβιάσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως

    12

    Η ANSEAU (108/82) προσάπτει στην Επιτροπή, αφενός, ότι δεν επαλήθευσε σε ποιο βαθμό τα μέρη της συμβάσεως απήλειψαν τις αντιρρήσεις που πραγματεύεται η κοινοποίηση των αιτιάσεων και, αφετέρου, έδωσε στη δημοσιότητα την απόφαση πριν την καταστήσει επίσημα γνωστή στους ενδιαφερομένους.

    13

    Όσον αφορά το πρώτο παράπονο, η ANSEAU διαβίβασε στην Επιτροπή, κατά τις αρχές του 1981, ένα σχέδιο τροποποιήσεων της συμβάσεως και ένα σχέδιο «ειδικής συμβάσεως». Με το τελευταίο θα επιτρεπόταν και στους εισαγωγείς που δεν μετέχουν της επίδικης συμβάσεως να αποκτούν τις επιγραφές καταλληλότητας, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, καταβολής ορισμένου ποσού ως εγγυήσεως. Το οριστικό σχέδιο της «ειδικής συμβάσεως» διαβιβάστηκε στην Επιτροπή με έγγραφο της 15ης Ιουνίου 1981, αυτή όμως έλαβε την επίδικη απόφαση έξι μήνες αργότερα, χωρίς να απαντήσει στο έγγραφο.

    14

    Η Επιτροπή, καίτοι αποδέχεται τα περιστατικά που προβάλλει η ANSEAU φρονεί ότι δικαιολογημένα δεν έδωσε συνέχεια στο από 15 Ιουνίου 1981 έγγραφο δεδομένου ότι είχε λόγους να αμφιβάλλει για την πραγματική θούληση της ANSEAU να προβεί σε τροποποιήσεις. Πράγματι, με το από 19 Μαίου 1981 έγγραφο, η Επιτροπή διατύπωσε ορισμένες αντιρρήσεις στο σχέδιο της «ειδικής συμβάσεως», στις οποίες δεν ανταποκρινόταν η οριστική διατύπωση του σχεδίου αυτού. Κατά τα λοιπά, η εν λόγω σύμβαση δεν τέθηκε σε ισχύ παρά μετά την έκδοση της αποφάσεως.

    15

    Σχετικά, πρέπει πρώτα να υπομνηστεί ότι σκοπός της προκαταρκτικής διοικητικής διαδικασίας είναι η προπαρασκευή της αποφάσεως της Επιτροπής που αφορά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η διαδικασία δε αυτή αποτελεί επίσης την ευκαιρία, για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, να προσαρμόσουν την επικρινόμενη πρακτική στους κανόνες της συνθήκης. Είναι βεβαίως λυπηρό και όχι σύμφωνο με τις απαιτήσεις της χρηστής διοικήσεως ότι η Επιτροπή δεν αντέδρασε στο σχέδιο της «ειδικής συμβάσεως», που της είχε υποβληθεί ακριβώς ενόψει μιας τέτοιας προσαρμογής. Πάντως, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι το σχέδιο αυτό δεν ανταποκρινόταν σε όλες τις αντιρρήσεις της. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν αλληλογράφησε πρώτα με την προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πλημμέλεια της διαδικασίας, θίγουσα τη νομιμότητα της αποφάσεως.

    16

    Όσον αφορά την αιτίαση ότι έδωσε στη δημοσιότητα την απόφαση προτού τη γνωστοποιήσει στους αποδέκτες, διαπιστώνεται ότι, όσο λυπηρή κι αν είναι αυτή η συμπεριφορά, η απόφαση είχε ήδη ληφθεί και ότι πράξεις μεταγενέστερες της εκδόσεως της δεν μπορούν να θίξουν την ισχύ της.

    17

    Επομένως, και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

    Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης

    18

    Η ANSEAU (108/82) και η Miele (110/82) προβάλλουν επιπλέον ότι η σύμβαση οεν περιέχει τα στοιχεία που συνιστούν παράβαση του άρθρου 85, παράγοαα^ 1, της συνθήκης.

    19

    Πρώτον, η ANSEAU αναφέρει ότι δεν είναι δυνατό να γίνει λόγος περί «συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων» κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως. Πράγματι, η ANSEAU είναι ένωση επιχειρήσεων που δεν ασκεί, η ίδια, καμιά οικονομική δραστηριότητα. Το άρθρο 85, παράγραφος 1, της συνθήκης μπορεί επομένως να έχει εφαρμογή επ' αυτής μόνο κατά το μέτρο που οι επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν μέλη της, συνδέονται νομικά με τη σύμβαση. Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, διότι, κατά τους όρους τόσο της συμβάσεως όσο και του καταστατικού της ANSEAU, μόνον αυτή είχε την εξουσία να προβαίνει σε συστάσεις.

    20

    Όπως έχει ήδη δεχτεί το Δικαστήριο, με τις αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1975 (Frubo, 71/74, Recueil σ. 563) και της 29ης Οκτωβρίου 1980 (van Landewyck, 209-215 και 218/78, Recueil σ. 3125), το άρθρο 85, παράγραφος 1, έχει επίσης εφαρμογή επί ενώσεων επιχειρήσεων, κατά το μέτρο που η δική τους δραστηριότητα ή η δραστηριότητα των επιχειρήσεων οι οποίες είναι μέλη τους τείνει στην παραγωγή των αποτελεσμάτων που η διάταξη αυτή επιδιώκει να απαλείψει. Από την τελευταία ιδίως απόφαση προκύπτει ότι η σύσταση, μολονότι στερείται δεσμευτικού αποτελέσματος, δεν εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, όταν η αποδοχή της συστάσεως από τις αποδέκτριες επιχειρήσεις ασκεί αισθητή επίδραση επί του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά.

    21

    Ενόψει της νομολογίας αυτής, πρέπει να υπογραμμιστεί, όπως ορθά διαπίστωσε η Επιτροπή, ότι οι συστάσεις που εξέδωσε η ANSEAU σχετικά με τη σύμβαση και σύμφωνα με τις οποίες οι επιχειρήσεις μέλη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το περιεχόμενο και το σκοπό της συμβάσεως και οφείλουν να ενημερώνουν τους καταναλωτές, είχαν πράγματι ως συνέπεια, οι επιχειρήσεις διανομής νερού στις κατοικημένες περιοχές των Βρυξελλών, της Αμβέρσας και της Γάνδης να ελέγξουν, στις κατοικίες των συνδρομητών, εάν τα πλυντήρια που είναι συνδεδεμένα με το δίκτυο διανομής νερού ήταν εφοδιασμένα με την επιγραφή καταλληλότητας. Οι συστάσεις αυτές προσδιόρισαν επομένως τη συμπεριφορά ενός σημαντικού μέρους των μελών της ANSEAU και άσκησαν, έτσι, μια αισθητή επίδραση επί του ανταγωνισμού.

    22

    Η ANSEAU και η Miele προσάπτουν, εξάλλου, στην απόφαση ότι δεν αποδεικνύει, επαρκώς κατά νόμο, ότι η σύμβαση είχε σκοπό να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Σχετικά, ισχυρίζονται αφενός ότι ο αληθινός σκοπός της συμβάσεως ήταν η εξασφάλιση του ελέγχου καταλληλότητας και η μείωση του διοικητικού κόστους και αφετέρου ότι τα μέρη δεν είχαν όλα πρόθεση να περιορίσουν τον ανταγωνισμό.

    23

    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του επιχειρήματος των προσφευγουσών, διαπιστώνεται οτι τόσο το περιεχόμενο της συμβάσεως όσο και η κατάρτιση της και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τέθηκε σε εφαρμογή εμφαίνουν σαφώς τη θέληση να επιφυλαχτεί στις παράλληλες εισαγωγές, με σκοπό την παρακώλυση τους δυσμενέστερη μεταχείριση από τις επίσημες εισαγωγές.

    24

    Το συμπέρασμα αυτό απορρέει πρώτον από το γεγονός ότι η σύμβαση στηρί-ςεται σε ενιαίο σύστημα ελέγχου μέσω των επιγραφών καταλληλότητας που αντικατέστησε ενα προηγούμενο σύστημα ελέγχου, στηριζόμενο σε καταλόγους εγκεκριμένων συσκευών και ότι μόνοι οι κατασκευαστές ή οι αποκλειστικοί εισαγωγείς μπορούν να αποκτήσουν τις επιγραφές αυτές. Προκύπτει επίσης από ορισμένες δηλώσεις στις οποίες προέβησαν η CEG και η FCAE κατά τις προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις. Πράγματι, κατά τις εν λόγω συνεδριάσεις, η CEG εκδήλωσε τη θέληση της να επιτύχει για τα μέλη της μια μεταχείριση που θα τα ευνοούσε σε σχέση προς τα μη μέλη και δήλωσε ότι θεωρούσε την υπό κατάρτιση σύμβαση ως ενα «όπλο» κατά των παράλληλων εισαγωγών Η FCAE εξάλλου, υπογράμμισε ότι το σύστημα των καταλόγων εγκεκριμένων συσκευών παρουσίαζε το μειονέκτημα ότι οι παράλληλες εισαγωγές επωφελούνταν επίσης του ελέγχου όπως ο επίσημος εισαγωγέας, χωρίς να πρέπει εντούτοις να συμμετέχουν στα έξοδα. Τέλος, η πρόθεση παρακωλύσεως των παράλληλων εισαγωγών φαίνεται επίσης απο τις ενέργειες στις οποίες η CEG και η ANSEAU προέβησαν μετά τη σύναψη της συμβάσεως, προκειμένου να προφυλάξουν τους εμπόρους και τους καταναλωτές, αντίστοιχα, από την πώληση και την αγορά συσκευών μη εφοδιασμένων με επιγραφή καταλληλότητας.

    25

    Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το περιεχόμενο της όσο και το νομικό και οικονομικό της πλαίσιο, καθώς και τη συμπεριφορά των μερών, σκοπός της συμ-6ασεως είναι να περιορίσει αισθητά τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς παρά το γεγονός ότι επιδιώκει εξίσου να προστατεύσει τη δημόσια υγεία και να μειώσει το κόστος ελέγχου της καταλληλότητας. Η διαπίστωση αυτή δεν θίγεται από το γεγονός ότι η πρόθεση περιορισμού του ανταγωνισμού δεν αποδείχτηκε ως προς ολα τα μέρη της συμβάσεως.

    26

    Η ANSEAU και η Miele προβάλλουν ακόμα ότι, αντίθετα προς τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην απόφαση, η σύμβαση δεν είχε περιοριστικό αποτέλεσμα για τον ανταγωνισμό.

    27

    Από τις παραπάνω σκέψεις προκύπτει ότι η σύμβαση είναι δυνατό να καταστήσει δυσχερέστερες, αν όχι αδύνατες, τις παράλληλες εισαγωγές πλυντηρίων ρούχων και πιάτων και μπορεί επομένως να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας, το ποσοστό της αγοράς το οποίο κατέχουν οι εταιρείες που υπέγραψαν τη σύμβαση ανέρχεται περίπου στο 90 ο/ο και επομένως ποσοστό πολύ σημαντικό, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η σύμβαση είχε περιοριστικό αποτέλεσμα για τον ανταγωνισμό.

    28

    Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει επίσης ότι, αντίθετα προς τις αντιρρήσεις που διατύπωσε η ANSEAU, η σύμβαση επηρεάζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο κατά τρόπο που πρέπει να θεωρηθεί αισθητός.

    29

    Επομένως, αυτή η ομάδα λόγων ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    Επί της μη εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της συνθήκης

    30

    Όλες οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αρνηθεί την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της συνθήκης, για το λόγο ότι η σύμβαση δεν είχε κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 17/62. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, ισχυρίζονται ότι η σύμβαση εξαιρούνταν της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού, διότι επρόκειτο περί καθαρώς εθνικής συμφωνίας, στην οποία είχαν μετάσχει οι επιχειρήσεις που έχουν την ιθαγένεια ενός μόνο κράτους μέλους, και η οποία, επιπλέον, δεν αφορούσε ούτε τις εισαγωγές ούτε τις εξαγωγές μεταξύ κρατών μελών.

    31

    Κατά την Επιτροπή, η τελευταία αυτή προϋπόθεση πρέπει να ερμηνευτεί σε συνάρτηση με το σκοπό της εν λόγω διατάξεως, δηλαδή τη διοικητική απλούστευση υπέρ των συμπράξεων οι οποίες έχουν χαρακτήρα λιγότερο βλαπτικό ενόψει των σκοπών του άρθρου 85 της συνθήκης. Αυτή δεν είναι η περίπτωση της συμβάσεως, σκοπός της οποίας ήταν η κατάργηση των παράλληλων εισαγωγών. Η Επιτροπή αμφισβητεί, εξάλλου, τον καθαρώς εθνικό χαρακτήρα της συμβάσεως, λόγω της συμμετοχής της γερμανικού δικαίου εταιρίας BBC Hausgeräte GmbH, η οποία είχε ένα μόνο υποκατάστημα στο Βέλγιο.

    32

    Διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 17/62, οι συμφωνίες που συνάπτονται μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού και υπέρ των οποίων οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να επωφεληθούν των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 3, πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή, διαφορετικά δεν είναι δυνατή η έκδοση αποφάσεως εφαρμογής του άρθρου αυτού Πάντως, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού απαλλάσσει από την κοινοποίηση τις συμφωνίες στις οποίες μετέχουν επιχειρήσεις που έχουν την ιθαγένεια ενός μόνο κράτους μέλους και οι οποίες, επιπλέον δεν αφορούν ούτε τις εισαγωγές ούτε τις εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών.

    33

    Πρέπει πρώτον να διερευνηθεί αν πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17/62, εξυπακουομένου ότι αν δεν πληρούται η μια από τις προϋποθέσεις αυτές, η σύμβαση δεν μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος του άρθρου 85, παράγραφος 3, ελλείψει κοινοποιήσεως της συμφωνά με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

    34

    Σχετικά, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η σύμβαση δεν πληρούσε την προϋπόθεση ότι η συμφωνία δεν αφορά ούτε τις εισαγωγές ούτε τις εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελων^ Οπως έχει δεχτεί το Δικαστήριο με την απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 1976 Fondenes Roubaix-Wattrelos, 63/75, Recueil σ. 111), η προϋπόθεση αυτή πρέπει να ερμηνευτεί σε συνάρτηση με την οικονομία του άρθρου 4 και τους σκοπούς της διοικητικής απλουστεύσεως που επιδιώκει, με το να μην υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να κοινοποιούν συμβάσεις οι οποίες, μολονότι θα μπορούσαν να εμπέσουν στο άρθρο 85, παράγραφος 1, παρουσιάζονται, γενικώς λόγω των ιδιομορφιών τους, ως λιγότερο βλαπτικές ενόψει των σκοπών της διατάξεως αυτής.

    35

    Εν προκειμένω, η σύμβαση αποβλέπει, καθώς διαπιστώθηκε παραπάνω να περιορίσει αισθητά τις παράλληλες εισαγωγές πλυντηρίων ρούχων και πιάτων στο Βέλγιο και τείνει κατ' αυτόν τον τρόπο να απομονώσει τη βελγική αγορά κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τις θεμελιώδεις αρχές της κοινής αγοράς. Επομένως, αφορά τις εισαγωγές σε βαθμό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λίγο βλαπτικός. Κατά συνέπεια, η σύμβαση αυτή δεν πρέπει να εξαιρεθεί της κοινοποιήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17/62 και, ελλείψει κοινοποιήσεως σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού δεν μπορεί να τύχει της απαλλαγής του άρθρου 85, παράγραφος 3.

    36

    Οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ακόμα, σ' αυτό το συνειρμό, ότι με την απόφαση παραβιάστηκε το άρθρο 190 της συνθήκης, καθόσον δεν περιέχει επαρκή κατά νόμο αιτιολογία της αρνήσεως εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3 της συνθήκης.

    37

    Ούτε αυτός ο λόγος μπορεί να γίνει δεκτός. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η καθιερωθείσα με το άρθρο 190 της συνθήκης υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών αποφάσεων έχει ως σκοπό να επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχο του επί της νομιμότητας της αποφάσεως και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο επαρκή ένδειξη ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή αν περιέχει ελάττωμα που καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση της νομιμότητας. Κατά συνέπεια, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980, η εν λόγω υποχρέωση αιτιολογίας εκπληρούται όταν η απόφαση αναφέρει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία απο τα οποία εξαρτάται η νόμιμη αιτιολόγηση του μέτρου, καθώς και οι σκέψεις που οδήγησαν στη λήψη της αποφάσεως.

    38

    Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω. Από το σκεπτικό της αποφάσεως εμφαίνεται σαφώς ότι δεν ήταν δυνατό να έχει εφαρμογή το άρθρο 85, παράγραφος 3, εφόσον η σύμβαση, ως προς την οποία υπήρχε η υποχρέωση κοινοποιήσεως για τους προεκτεθέντες λόγους, δεν είχε κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 17/62 και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θέτει αυτό τούτο το άρθρο 85, παράγραφος 3.

    39

    Επομένως, και οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν.

    Επί των προστίμων

    40

    Όσον αφορά τα επιβληθέντα πρόστιμα, όλες οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται πρώτον ότι συμφωνία που απαλλάσσεται της κοινοποιήσεως, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 17/62, δεν μπορεί να αποτελέσει αιτία επιβολής προστίμων. Εν πάση περιπτώσει, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εμποδίζει εν προκειμένω την επιβολή προστίμων, δεδομένου ότι η ίδια η Επιτροπή έχει δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι συμφωνίες που απαλλάσσονται της κοινοποιήσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προστίμων.

    41

    Σχετικώς αρκεί να υπομνηστεί ότι, όπως προεκτέθηκε, η σύμβαση δεν απαλλασσόταν της κοινοποιήσεως.

    42

    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι δεν έπρεπε να τους επιβληθεί πρόστιμο ή, εν πάση περιπτώσει, ότι το ποσό του προστίμου έπρεπε να είναι μειωμένο, εφόσον, αντίθετα προς τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην απόφαση, η παράβαση δεν είχε διαπραχθεί εκ προθέσεως ή εκ βαρείας αμελείας. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες, πλην της ANSEAU, ισχυρίζονται ότι δεν ενήργησαν εκ προθέσεως, όπως αναφέρεται στην απόφαση, δεδομένου ότι δεν τελούσαν εν γνώσει του εναντίον του ανταγωνισμού σκοπού της συμβάσεως, κατά την επεξεργασία της οποίας, επιπλέον, δεν διαδραμάτισαν παρά έναν καθαρώς παθητικό ρόλο ή μάλλον δεν μετέσχαν καθόλου. Η ANSEAU αρνείται ότι ενήργησε με βαριά αμέλεια, όπως αναφέρεται στην απόφαση, καθόσον ο εναντίον του ανταγωνισμού σκοπός δεν προκύπτει από την ίδια τη σύμβαση και ότι αυτή δεν ήταν ενήμερη των προθέσεων των συμβληθέντων μαζί της.

    43

    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι οι προσφεύγουσες είχαν γνώση ή, τουλάχιστον, όφειλαν να έχουν γνώση του περιοριστικού του ανταγωνισμού σκοπού της συμβάσεως, δεδομένου ότι είχαν λάβει ή μπορούσαν να έχουν λάβει γνώση των δηλώσεων στις οποίες προέβη ιδίως η CEG κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών συνεδριάσεων, το αργότερο κατά την ανάγνωση των πρακτικών.

    44

    Πρέπει να σημειωθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17/62, η Επιτροπή μπορεί, με απόφαση, να επιβάλει στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας διαπράττουν παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού της συνθήκης.

    45

    Εν προκειμένω, από τις παραπάνω σκέψεις προκύπτει ότι όλα τα μέρη που μετέσχαν στην επεξεργασία της συμβάσεως τελούσαν εν γνώσει ότι η σύμβαση, όπως εμφανίζεται ενόψει του περιεχομένου της, του νομικού και οικονομικού της πλαισίου και της συμπεριφοράς των μερών, είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό των παράλληλων εισαγωγών και μπορούσε να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, καθόσον ήταν πράγματι δυνατό να καταστήσει δυσχερέστερες, αν όχι αδύνατες, τις παράλληλες εισαγωγές. Προσυπογράφοντας τη σύμβαση, εν γνώσει των περιστάσεων αυτών, ενήργησαν επομένως εκ προθέσεως, ασχέτως του αν είχαν ή όχι συνείδηση ότι, πράττοντας αυτό, παραβίαζαν την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης.

    46

    Το συμπέρασμα αυτό δεν εξασθενίζει από το γεγονός που επικαλούνται ορισμένες από τις προσφεύγουσες, ότι δεν παραβρέθηκαν σε όλες τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη σύναψη της συμβάσεως, αφού το ουσιώδες περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων αυτών προκύπτει σαφώς από τα πρακτικά, τα οποία ήταν προσιτά σε όλα τα μέρη.

    47

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η άποψη των προσφευγουσών, κατά την οποία η παράβαση δεν διαπράχθηκε εκ προθέσεως ή, εν πάση περιπτώσει εκ βαρείας αμελείας, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή, οπότε και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

    48

    Τρίτον, όλες οι προσφεύγουσες, πλην της Miele, ισχυρίζονται ότι το ποσό του προστίμου προσδιορίστηκε εσφαλμένα.

    49

    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες, πλην της ANSEAU, προσάπτουν στην Επιτροπή πεπλανημένη εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως, όσον αφορά τόσο τη βλαπτική επίπτωση της συμφωνίας όσο και το μέρος της ατομικής ευθύνης των εν λόγω επιχειρήσεων. Προς υποστήριξη του επιχειρήματος αυτού, επικαλούνται, αφενός, την αισθητή ασυμφωνία μεταξύ του ποσού του προστίμου και του αντίστοιχου μεριδίου των επιχειρήσεων επί της αγοράς και, αφετέρου, το γεγονός ότι η σύμβαση δεν έχει μέχρι τώρα επηρεάσει αισθητά το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

    50

    Από το σκεπτικό της αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, κατά τον προσδιορισμό του ποσού των προστίμων, έλαβε υπόψη, πρώτον, ότι πρόκειται περί βαριάς παραβάσεως, καθόσον αυτή συνεπάγεται εμπόδια στις παράλληλες εισαγωγές και θέτει, ως εκ τούτου, τεχνητά εμπόδια στο εσωτερικό της Κοινότητας. Καθορίζοντας τα κατ' ιδίαν πρόστιμα σε 9500, 38500 και 76500 ECU η Επιτροπή προσέβλεψε, σύμφωνα με το σκεπτικό της αποφάσεως, στη σπουοαι-ότητα που έχουν αντιστοίχως οι επιχειρήσεις στη σχετική αγορά ξεκινώντας από την υπόθεση ότι όλες οι επιχειρήσεις που μετέσχαν στην επεξεργασία της συμβάσεως φέρουν την ίδια ευθύνη λόγω της συμμετοχής τους στη σύμβαση.

    51

    Κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι για τον υπολογισμό των προστίμων, προσδιόρισε πρώτα το συνολικό ποσό των προστίμων που έπρεπε να επιβληθεί στο σύνολο των επιχειρήσεων στις οποίες έπρεπε να επιβληθεί κύρωση, εφαρμόζοντας το συντελεστή 1 5 ο/ο επί της αξίας των εισαγωγών στο Βέλγιο πλυντηρίων ρούχων και πιάτων προελεύσεως άλλων κρατών μελών. Το συνολικό αυτό ποσό κατανεμήθηκε εν συνεχεία μεταξύ των εν λόγο3 επιχειρήσεων, καταρτίζοντας προς τούτο τρεις ομάδες, σύμφωνα με τον αριθμό των επιγραφών καταλληλότητας που είχαν παραγγελθεί στην ANSEAU.

    52

    Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 7ης Ιουνίου 1983 (Pioneer και λοιποί, υποθέσεις 100 έως 103/80, Συλλογή 1983, σ. 1825), για την εκτίμηση της βαρύτητας μιας παραβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μεγάλος αριθμός στοιχείων των οποίων ο χαρακτήρας και η σπουδαιότητα ποικίλλουν ανάλογα με το είδος και τις ειδικές περιστάσεις της οικείας παραβάσεως. Μεταξύ των στοιχείων αυτών μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να συγκαταλέγεται ο όγκος και η αξία των εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως, καθώς και το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της επιχειρήσεως και, εντεύθεν, η επίδραση που αυτή μπορεί να ασκήσει στην αγορά. Με την απόφαση του της 15ης Ιουλίου 1970 (Boehringer Mannheim, 45/69, Recueil σ. 769), το Δικαστήριο αναγνώρισε επίσης ότι συμβιβάζεται με τον ατομικό προσδιορισμό της κυρώσεως ο καθορισμός, προηγουμένως, συνολικού ανωτάτου ορίου για το πρόστιμο, που προσδιορίζεται σε σχέση με τη σοβαρότητα του κινδύνου που ενέχει η σύμπραξη για τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μέσα στην κοινή αγορά.

    53

    Υπό το φως της νομολογίας αυτής, δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις βλαπτικές συνέπειες της συμβάσεως, προσδιόρισε πρώτα το συνολικό ποσό των επιβλητέων προστίμων, εφαρμόζοντας προς τούτο στην αξία των εν λόγω εισαγωγών το επιλεγέν επί τοις εκατό ποσοστό. Δικαιολογημένα επίσης η Επιτροπή κατένειμε εν συνεχεία το σύνολο αυτό μεταξύ των επιχειρήσεων επί των οποίων επιβλήθηκε η κύρωση, κατατάσσοντας τες σε ομάδες βάσει του αριθμού των επιγραφών που είχαν παραγγείλει. Τα επιχειρήματα που αναφέρονται στην πεπλανημένη εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως πρέπει επομένως να απορριφθούν.

    54

    Η προσφεύγουσα Disem-Andries υποστηρίζει, εξάλλου, την ύπαρξη πλάνης περί την εκτίμηση, καθότι η Επιτροπή, κατά τον προσδιορισμό του προστίμου που της επέβαλε, δεν έλαβε υπόψη την ελλειμματική οικονομική της κατάσταση.

    55

    Ούτε αυτό το επιχείρημα μπορεί να γίνει δεκτό. Όπως εύλογα υπογράμμισε η Επιτροπή, η αναγνώριση παρόμοιας υποχρεώσεως θα οδηγούσε, στην πραγματικότητα, στην παροχή αδικαιολόγητου από απόψεως ανταγωνισμού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις που έχουν προσαρμοστεί λιγότερο στους όρους της αγοράς.

    56

    Η ANSEAU, προσάπτει στην απόφαση ότι δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι αυτή δεν ασκούσε ιδία οικονομική δραστηριότητα, ούτε είχε αντλήσει οικονομικό όφελος από την εφαρμογή της συμβάσεως και ότι, επιπλέον, η διαπιστωθείσα παράβαση είχε παύσει κατά την ημερομηνία λήψεως της αποφάσεως.

    57

    Από το σκεπτικό της αποφάσεως προκύπτει σχετικά ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην ANSEAU, ποσού ίσου με εκείνο των υψηλότερων προστίμων που επιβλήθηκαν στις μετέχουσες στη σύμβαση επιχειρήσεις, καθορίστηκε λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, ότι η ANSEAU έφερε το σημαντικότερο μέρος της ευθύνης και, αφετέρου, ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός οτι δεν είχε κερδοσκοπικό σκοπό.

    58

    Αυτή η συλλογιστική πρέπει να θεωρηθεί δικαιολογημένη, παρά την έλλειψη κερδοσκοπικού σκοπού της ANSEAU, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε κατά την προετοιμασία και τη θέση σε εφαρμογή της συμβάσεως.

    59

    Τέλος όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο, αντίθετα προς τα αναφερόμενα στην απόφαση, η παράβαση είχε παύσει κατά την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως, αρκεί να υπομνηστεί ότι καμιά τροποποίηση της συμβάσεως, ικανή να θέσει τέρμα στην παράβαση, δεν είχε τεθεί σε εφαρμογή πριν απο τη λήψη της αποφάσεως.

    60

    Επομένως, και αυτός ο λόγος πρέπει να απορριφθεί.

    61

    Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους των προσφευγουσών δεν ευδοκίμησε, πρέπει να απορριφθούν οι παρούσες προσφυγές, στο σύνολο τους, ως αβάσιμες.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    62

    Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Όταν, όμως, οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι, το Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων.

    63

    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα. Κά9ε προσφεύγουσα βαρύνεται με το τμήμα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής που αντιστοιχεί στο επί τοις εκατό ποσοστό του προστίμου που της επιβλήθηκε σε σχέση με το συνολικό ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στο σύνολο των προσφευγουσών.

     

    Διά ταύτα

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    κρίνει και αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει τις προσφυγές.

     

    2)

    Οι προσφεύγουσες καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα. ΚάΦε προσφεύγουσα βαρύνεται με το τμήμα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής που αντιστοιχεί στο επί τοις εκατό ποσοστό του προστίμου που της επιβλήθηκε σε σχέση με το συνολικό ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στο σύνολο των προσφευγουσών.

     

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος

    J. Mertens de Wilma

    Mertens de Wilmars

    Koopmans

    Bahlmann

    Galmot

    Pescatore

    Mackenzie Stuart

    O'ICeeffe

    Bosco

    Due

    Everling

    Κακούρης

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Νοεμβρίου 1983.

    ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

    Περιονανικά

     

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

     

    Α — Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της συνάψεως της από 13 Δεκεμβρίου 1978 συμβάσεως

     

    Β — Η σύμβαση της 13ης Δεκεμβρίου 1978

     

    Γ — Θέση σε εφαρμογή της συμβάσεως

     

    Δ — Η προ της προσβαλλομένης αποφάσεως διαδικασία

     

    Ε — Η προσβαλλόμενη απόφαση

     

    1. Το διατακτικό

     

    2. Το σκεπτικό

     

    α) Ως προς το άρ9ρο 85, παράγραφος 1, της συνθήκης

     

    6) Ως προς το άρθρο 85, παράγραφος 3, της συνθήκης

     

    γ) Ως προς το άρθρο 90, παράγραφος 2, της συνθήκης

     

    δ) Ως προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17

     

    ε) Ως προς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17

     

    Ζ — Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

     

    II — Αιτήματα των διαδίκων

     

    III — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Α — Λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι στη διαδικασία

     

    1. Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση ουσιωδών τύπων (άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4 του κανονισμού 99/63)

     

    2. Παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως

     

    Β — Λόγοι ακυρώσεως αφορώντες την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης

     

    1. Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων

     

    2. Αντικείμενο που περιορίζει τον ανταγωνισμό

     

    3. Αισθητά περιοριστικά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού

     

    4. Αισθητός επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών

     

    Γ — Λόγοι ακυρώσεως αφορώντες τη μη εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της συνθήκης

     

    Δ — Λόγοι ακυρώσεως αφορώντες την επιβολή προστίμων

     

    1. Απαγόρευση επιβολής προστίμου για συμφωνίες απαλλασσόμενες της κοινοποιήσεως

     

    2. Έλλειψη προθέσεως ή αμέλειας

     

    3. Μη προσήκων προσδιορισμός του ποσού του προστίμου

     

    IV — Απάντηση σε ερώτημα που έθεσε το Δικαστήριο

     

    V — Προφορική διαδικασία

    Σκεπτικό

     

    Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και της παραβάσεως ουσιωδών τύπων

     

    Επί της παραβιάσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως

     

    Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της συνθήκης

     

    Επί της μη εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της συνθήκης

     

    Επί των προστίμων

     

    Επί των δικαστικών εξόδων

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος

    J. Mertens de Wilma

    Top