Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61982CC0326

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 15ης Μαρτίου 1984.
    Helga Aschermann και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Υπάλληλοι αμειβόμενοι από τις πιστώσεις για τις έρευνες και επενδύσεις - Αποδοχές.
    Υπόθεση 326/82.

    Συλλογή της Νομολογίας 1984 -02253

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1984:108

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ MARCO DARMON

    που αναπτύχθηκαν στις15 Μαρτίου 1984 ( 1 )

    Κύριε πρόεδρε,

    Κύριοι δικαστές,

    1. 

    Πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 2615/76 του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 1976, οι ανήκοντες στο προσωπικό που αμείβεται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων είχαν την ιδιότητα του τοπικού υπαλλήλου ή του υπαλλήλου εγκαταστάσεων.

    Ο κανονισμός αυτός, που τροποποίησε το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων (ΚΛΠ) και εισήγαγε ορισμένες μεταβατικές διατάξεις αναγνώρισε στα εν λόγω μέλη του προσωπικού την ιδιότητα του έκτακτου υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 2 δ), όπως περιελήφθη στο κείμενο του ΚΛΠ την ιδιότητα δηλαδή υπαλλήλου που προσλαμβάνεται «για να καταλάβει προσωρινά μόνιμη θέση που καλύπτεται από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων και περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο».

    Κατ' εφαρμογή του άρθρου 20 του ΚΛΠ όπως συμπληρώθηκε με τον προαναφερθέντα κανονισμό, οι αποδοχές των εν λόγω υπαλλήλων καθορίστηκαν σύμφωνα με έναν πίνακα που είναι ίδιος με εκείνον που περιλαμβάνεται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την εξής όμως διαφορά: ο μισθός των υπαλλήλων των κατηγοριών C και D ήταν χαμηλότερος κατά 5 ο/ο περίπου από το μισθό των μονίμων υπαλλήλων των αντίστοιχων κατηγοριών.

    2. 

    Η Helga Aschermann και οι 47 άλλοι προσφεύγοντες είναι έκτακτοι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 2 δ) του ΚΛΠ και είτε έχουν υπαχθεί στο νέο αυτό καθεστώς κατ' εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του κανονισμού 2615/76 είτε έχουν προσληφθεί μετά τη θέση σε ισχύ αυτού του κανονισμού. Ανήκουν όλοι στις κατηγορίες C ή D.

    Μέχρι το Δεκέμβριο 1981, οι αμοιβές τόσο των μονίμων όσο και των εκτάκτων υπαλλήλων που υπάγονται στα άρθρα 2 δ) και 20 του ΚΛΠ προσαρμόστηκαν διαδοχικά με διάφορους κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 65 παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Καίτοι οι κανονισμοί αυτοί διατήρησαν τη διαφορά του 5 ο/ο οι προσφεύγοντες δεν τους αμφισβήτησαν όπως δεν αμφισβήτησαν ούτε τον κανονισμό 2615/76 ο οποίος την είχε θεσπίσει.

    Στη συνέχεια εκδίδεται ο κανονισμός 3821/81 του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1981 που, τροποποιώντας τόσο τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως όσο και το ΚΛΠ, καθιερώνει προσωρινά «ειδική εισφορά» κρίσεως, η οποία υπολογίζεται σε ποσοστό επί των καθαρών αποδοχών, συντάξεων και αποζημιώσεων λόγω αποχωρήσεως από την υπηρεσία που καταβάλλονται από τις Κοινότητες.

    Το ποσοστό αυτό που κλιμακώνεται χρονικά είναι ίδιο για όλους τους βαθμούς με εξαίρεση το βαθμό D 4, πρώτο κλιμάκιο που απαλλάσσεται της εισφοράς.

    Το Συμβούλιο εξέδωσε στις 15 Φεβρουαρίου 1982 δύο κανονισμούς με σκοπό την τροποποίηση των μισθολογίων των άρθρων 66 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και 20 του ΚΛΠ από 1ης Ιουλίου 1980 (κανονισμός 371/82) και από 1ης Ιουλίου 1981 (κανονισμός 372/82).

    3. 

    Με προσφυγή που κατέθεσαν στις 20 Δεκεμβρίου 1982 οι προσφεύγοντες ζητούν από το Δικαστήριο να κρίνει ανεφάρμοστους από 1ης Ιανουαρίου 1982 τους δύο αυτούς κανονισμούς, καθώς και τον κανονισμό που θέσπισε την εισφορά λόγω κρίσεως, επικαλούμενοι τις διατάξεις του άρθρου 184 της συνθήκης ΕΟΚ και των αντίστοιχων άρθρων των άλλων συνθηκών. Περαιτέρω ζητούν από το Δικαστήριο να κρίνει ότι η επιτροπή οφείλει να τους τακτοποιήσει τουλάχιστον από 1ης Ιανουαρίου 1982, έτσι ώστε οι αποδοχές τους να εξισωθούν με τις αποδοχές των μονίμων υπαλλήλων της ίδιας κατηγορίας και επιπλέον να την καταδικάσει στην καταβολή προκαταβολής εξόδων, τόκων, και τέλος, στα δικαστικά έξοδα.

    Η προσφυγή αυτή ασκήθηκε μετά την απόρριψη από την Επιτροπή, στις 20 Δεκεμβρίου 1982, της ενστάσεως που είχαν υποβάλει οι ενδιαφερόμενοι στις 24 Μαΐου 1982, βάσει των διατάξεων του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

    Σας ζητείται να εξετάσετε το παραδεκτό και ενδεχομένως το βάσιμο αυτής της προσφυγής.

    4. 

    Η επιτροπή προβάλλει, πράγματι, ένσταση απαραδέκτου ισχυριζόμενη:

    αφενός ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν τήρησαν τις διατάξεις του άρθρου 90 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, επειδή δεν υπέβαλαν αίτηση πριν από την ένσταση,

    αφετέρου ότι η θέσπιση από το Συμβούλιο των αμφισβητούμενων κανονισμών δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να θεωρηθεί ως νέο πραγματικό περιστατικό ικανό να μεταβάλει ουσιωδώς την κατάσταση τους όπως προκύπτει από τον κανονισμό 2615/76.

    Έχω τη γνώμη ότι δεν ευσταθεί ο πρώτος ισχυρισμός που προβάλλεται προς στήριξη της ενστάσεως. Πράγματι, η ένσταση, η απόρριψη της οποίας οδήγησε στην άσκηση της υπό κρίση προσφυγής στρεφόταν κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών του Φεβρουάριου 1982 και εφεξής, δηλαδή κατά εγγράφων που περιέχουν απόφαση της Επιτροπής να εφαρμόσει τους προσβαλλόμενους κανονισμούς του Συμβουλίου. Αφού ελήφθη αυτή η απόφαση, η οποία άλλωστε δεν ήταν δυνατό να μη ληφθεί, κατά τη γνώμη τόσο της Επιτροπής όσο και των ίδιων των προσφευγόντων, οι τελευταίοι νομιμοποιούνταν να υποβάλλουν απευθείας ένσταση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Σημειωτέον, κατά τα λοιπά, ότι μετά την υποβολή της ένστασης των προσφευγόντων, στις 24 Μαΐου 1982, η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε καθόλου, με το από τις 20 Δεκεμβρίου 1982 απορριπτικό σημείωμα, στην ανάγκη υποβολής προηγουμένης αιτήσεως.

    Νομίζω, εντούτοις, ότι η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να γίνει δεκτή λαμβανομένου υπόψη του δευτέρου ισχυρισμού. Πράγματι, η κατάσταση, για την οποία παραπονούνται οι προσφεύγοντες, οφείλεται στον κανονισμό 2615/76 του Συμβουλίου. Παρά την προσβαλλόμενη διαφορά ως προς τις αποδοχές, ο κανονισμός αυτός βελτίωσε αισθητά την κατάσταση των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, πράγμα που εξηγεί γιατί δεν αμφισβητήθηκε τότε από κανένα.

    Ο κανονισμός του 1981 που καθιέρωσε την εισφορά λόγω κρίσεως και οι κανονισμοί του 1982 διατήρησαν την ποσοστιαία διαφορά που είχε θεσπιστεί το 1976. Δεν την αύξησαν καθόλου. Οι κανονισμοί αυτοί, όπως άλλωστε και η πρόσφατη πρόταση της Επιτροπής περί εξαλείψεως αυτής της διαφοράς, δεν συνιστούν «νέο περιστατικό ικανό να μεταβάλλει ουσιωδώς τις συνθήκες, που υπαγόρευσαν την αρχική απόφαση», για να επαναλάβω τις λέξεις του Δικαστηρίου στην απόφαση Tontodonati ( 2 ).

    Συνεπώς, για το λόγο αυτό, η υπό κρίση προσφυγή θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

    5. 

    Αν όμως η ένσταση απαραδέκτου κριθεί απορριπτέα, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, η προσφυγή να κριθεί αβάσιμη.

    Πράγματι, η προσφυγή στηρίζεται σε δύο λόγους ακυρώσεως:

    στη διάκριση που αντιβαίνει στην υπέρτερη αρχή της ίσης μεταχείρισης και που υφίστανται οι προσφεύγοντες έναντι των μονίμων υπαλλήλων της ίδιας κατηγορίας που εκτελούν παρόμοια καθήκοντα ή των άλλων εκτάκτων υπαλλήλων που δεν υπάγονται στο άρθρο 2 δ) του ΚΛΠ,

    στην παράβαση από την Επιτροπή του καθήκοντος μέριμνας που έχει έναντι των προσφευγόντων, δεδομένου ότι δεν φρόντισε να εναρμονιστούν οι αποδοχές τους με τις αποδοχές των μόνιμων υπαλλήλων των ίδιων κατηγοριών C και D.

    Όπως ορθά παρατηρεί η Επιτροπή, το Δικαστήριο κρίνει κατά πάγια νομολογία ότι «η διάκριση συνίσταται στην ίδια αντιμετώπιση καταστάσεων που είναι διαφορετικές ή στη διαφορετική μεταχείριση καταστάσεων που είναι ίδιες» ( 3 ).

    Οι προσφεύγοντες όμως, έκτακτοι υπάλληλοι αμειβόμενοι από τις πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων, δεν προσλαμβάνονται βάσει των ίδιων κριτηρίων ούτε αμείβονται από τις ίδιες πιστώσεις όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι ή οι έκτακτοι υπάλληλοι του λοιπού προσωπικού, στους οποίους αναφέρονται οι παράγραφοι α), 6) και γ) του άρθρου 2 του ΚΛΠ. Οι προσφεύγοντες υπάγονται σε ειδικές διατάξεις.

    Κατά συνέπεια, καίτοι ανήκουν στις ίδιες κατηγορίες, δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους μόνιμους και τους έκτακτους υπαλλήλους του λοιπού προσωπικού ούτε από πλευράς κανονισμού ούτε από πλευράς προϋπολογισμού.

    Ως προς το λόγο ακυρώσεως λόγω παραβάσεως του καθήκοντος μέριμνας, δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε καθόλου την αρχή της ίσης μεταχείρισης. 'Αλλωστε, καταβάλλει προσπάθειες προκειμένου να εξαλειφθεί στο μέλλον η εν λόγω διαφορά ως προς τις αποδοχές, αυτή δε η ευνοϊκή για τους προσφεύγοντες πρωτοβουλία δεν μπορεί να προβληθεί κατ' αυτής.

    Προτείνω, κατά συνέπεια, να απορριφθεί η προσφυγή και οι προσφεύγοντες να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.


    ( 1 ) Μετάφραση από τα γαλλικά.

    ( 2 ) Απόφαση της 12. 7. 1973, υπόθεση 28/72, Recueil σ. 784, σκέψη 3.

    ( 3 ) Απόφαση της 4. 2. 1982, Battaglia, υπόθεση 1253/79, Συλλογή σ. 322, σκέψη 37.

    Top