EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61981CJ0300

Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Μαρτίου 1983.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Παράβαση - Μη εφαρμογή της πρώτης οδηγίας περί των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Υπόθεση 300/81.

Συλλογή της Νομολογίας 1983 -00449

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1983:50

Στην υπόθεση 300/81,

Επιτιόπιι των Ευρωπλϊκων Κοινοτιιτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Antonino Abate, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Oreste Montako, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Arnaldo Squillante, διά του Pier Giorgio Ferri, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιταλίας,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία,^ παραλείποντας να θέσει σε ισχύ εντός των ταχθεισών προθεσμιών τις αναγκαίες διατάξεις για τη συμμόρφωση της προς την πρώτη οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 3), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη συνθήκη ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους J. Mertens de Wilmars, πρόεδρο, Ρ. Pescatore, A. O'Keeffe και U. Everling, προέδρους τμήματος, Mackenzie Stuart, G. Bosco και Y. Galmot, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: S. Rozès

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Η οδηγία 77/780 του Συμβουλίου αποσκοπεί στο συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να θέσουν σε ισχύ το αργότερο μέχρι 15 Δεκεμβρίου 1979, τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας που τους είχε κοινοποιηθεί στις 15 Δεκεμβρίου 1977 και να ενημερώσουν σχετικά την Επιτροπή.

Δεδομένου ότι δεν έλαβε καμία πληροφορία, η Επιτροπή κίνησε με έγγραφο της 29ης Μαίου 1980 τη διαδικασία του άρθρου 169 της συνθήκης ΕΟΚ. Σε απάντηση του εν λόγω εγγράφου η μόνιμη αντιπροσωπεία της Ιταλικής Δημοκρατίας γνωστοποίησε με τηλετύπημα της 10ης Σεπτεμβρίου 1980 και με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 1980 ότι προς μεταφορά της οικείας οδηγίας είχε κατατεθεί ενώπιον της Βουλής νομοσχέδιο το οποίο, εκτός των άλλων, παρείχε σχετική εξουσιοδότηση στην κυβέρνηση.

Διαπιστώνοντας ότι η οδηγία δεν είχε ακόμα μεταφερθεί, η Επιτροπή διατύπωσε στις 24 Μαρτίου 1981 αιτιολογημένη γνώμη, κατ' εφαρμογή του άρ9ρου 169 της συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία καλούσε την Ιταλική Δημοκρατία να συμμορφω9εί σχετικά εντός διμήνου.

Δεδομένου ότι δεν δόθηκε απάντηση στην εν λόγω γνώμη, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή, που πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 1981.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση της γενικής εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Αιτήματα των διαδίκων

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

«—

να κρίνει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσης προθεσμίας τις αναγκαίες διατάξεις για τη συμμόρφωση της προς την οδηγία του Συμβουλίου 77/780/ΕΟΚ, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη συνθήκη ΕΟΚ·

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα».

Η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας ζητεί από το Δικαστήριο:

«—

να κρίνει ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία 77/780».

III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

Κατά την Επιτροπή, ο δεσμευτικός χαρακτήρας των οδηγιών συνεπάγεται την υποχρέωση των κρατών μελών να τηρούν τις προθεσμίες που καθορίζονται για τη θέσπιση των εσωτερικών διατάξεων εφαρμογής τους. Η μη τήρηση των εν λόγω προθεσμιών συνεπάγεται παράβαση της συνθήκης, ανεξάρτητα από το κρατικό όργανο, στην πράξη ή παράλειψη του οποίου οφείλεται η μη εκτέλεση. Το εν λόγω κράτος μέλος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παράβαση με ισχυρισμούς που αφορούν εσωτερικές διατάξεις, την ακολουθούμενη στο εσωτερικό του πρακτική ή σε ιδιαίτερες πραγματικές καταστάσεις επί εθνικού επιπέδου.

Η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου έχει επιβεβαιώσει τις αρχές αυτές.

Με το υπόμνημα αντικρούσεως της η κνβέρνηοη τ?/ς Ιταλικής Δημοκρατίας, επισημαίνοντας ότι υπέβαλε στη Γερουσία νομοσχέδιο, το άρθρο 1 του οποίου προβλέπει την παροχή νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως στην κυβέρνηση προς θέσπιση των κανόνων δικαίου που αφορούν την εκτέλεση στην Ιταλία της κοινοτικής οδηγίας 77/780, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, παρατηρεί ότι κατ' αυτήν, η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 77/780 δεν εξαρτάται από την ψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου ούτε από τη θέσπιση, δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως που προβλέπεται σ' αυτό, νομοθετικών διαταγμάτων.

Πράγματι, κατά την κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, η ιταλική νομοθεσία είναι ήδη σύμφωνη με τις επιταγές της κοινοτικής οδηγίας και η πρωτοβουλία της κυβερνήσεως που σκοπεί την έκδοση σχετικού νόμου με βάση την παροχή εξουσιοδοτήσεως από τη Βουλή δικαιολογείται μάλλον από την ανάγκη θεσπίσεως σαφών διατάξεων επί των θεμάτων που θίγει η οδηγία, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης νομοθετικής αναθεωρήσεως που καλύπτει το σύνολο του πιστωτικού τομέα. Το άρθρο 3 της οδηγίας έχει ήδη μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 375 της 12ης Μαρτίου 1935. Η ιταλική κυβέρνηση τηρεί πλήρως το άρθρο 4 της οδηγίας και τον κανόνα που θέτει.

Το προαναφερθέν βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 375 εξασφαλίζει την τήρηση του άρθρου 8, ενώ η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που καθιερώνει το άρθρο 12 της οδηγίας εξασφαλίζεται με το γενικό καθήκον που επιβάλλεται στους δημοσίους υπαλλήλους να μην αποκαλύπτουν τις εμπιστευτικές πληροφορίες που έλαβαν κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, η παράβαση του οποίου διώκεται ποινικά· τέλος, η ιταλική έννομη τάξη τηρεί το άρθρο 13 της οδηγίας σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου.

Η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας συμπεραίνει λοιπόν ότι, από τη σύγκριση της ισχύουσας στην Ιταλία εσωτερικής ρυθμίσεως με τις βασικές διατάξεις που συνθέτουν την οδηγία 77/780, προκύπτει ουσιώδης συμφωνία που δεν πρέπει να υποτιμηθεί κατά την εξέταση της στάσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας έναντι των κοινοτικών υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 77/780.

Κατά την ιταλική κυβέρνηση, τούτο αληθεύει και για τον πρόσθετο λόγο ότι με την εν λόγω οδηγία σκοπείται η καθιέρωση ομοιομόρφων κανόνων σχετικά με την ανάληψη της πιστωτικής δραστηριότητας ως οικονομικού τομέα που υπάγεται στον έλεγχο των δημοσίων αρχών μέσω διατάξεων που συνδέουν, κατά τρόπο ο οποίος δεν είναι πάντοτε αυστηρός, τις παρεμβάσεις και τις αποφάσεις των αρχών, οι οποίες στα διάφορα κράτη είναι αρμόδιες για τη διαχείριση της πίστεως, και ότι σε αυτή τη συγκυρία η de facto συμμόρφωση των δραστηριοτήτων των εν λόγω αρχών προς τους κανόνες που θεσπίζει η κοινοτική οδηγία αποτελεί πολύ σημαντική ένδειξη για την αρμονία των εσωτερικών διατάξεων που οι εν λόγω αρχές εφαρμόζουν με τις επιταγές της ίδιας της οδηγίας.

Ο έλεγχος της συμμορφώσεως των δραστηριοτήτων προς την οδηγία καθίσταται ακόμη ευκολότερος διότι τα θέματα που καλύπτει η οδηγία ανήκουν στην αρμοδιότητα ενός μοναδικού κεντρικού οργάνου, το οποίο εξαρτάται απευθείας από την Τράπεζα της Ιταλίας και διότι οι σχετικές αποφάσεις συνιστούν γεγονότα υψηλής σπουδαιότητας και αριθμητικά πολύ περιορισμένα.

Με το υπόμνημα αντικρούσεως της, η Επιτροπή θεωρεί ότι στερούνται σημασίας τα επιχειρήματα που ανέπτυξε η ιταλική κυβέρνηση και κατά τα οποία υφίσταται ουσιώδης συμφωνία μεταξύ των εσωτερικών νομοθετικών διατάξεων και των βασικών διατάξεων της οδηγίας 77/780.

Καταρχάς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ιταλική τραπεζική νομοθεσία αφήνει στις αρχές ελέγχου σημαντική διακριτική ευχέρεια. Η θέση αυτή συγκρούεται ευθέως με την αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η οδηγία σκοπεί την εγκαθίδρυση μιας εξ ολοκλήρου νέας ρυθμίσεως, ειδικής και δεσμευτικής. Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι, δεδομένου ότι η ανάληψη και άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων ρυθμίζονται στην Ιταλία με νόμο, οι τροποποιήσεις που επιβάλλει η οδηγία απαιτούν φυσικά τη θέσπιση νομοθετικής πράξεως.

Περαιτέρω, η Επιτροπή αμφισβητεί τις διαβεβαιώσεις της καθής, κατά τις οποίες το άρθρο 3, παράγραφος 2, το άρθρο 4, το άρθρο 8, παράγραφοι 2, 3 και 4, και το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3 απαντώνται και στο ιταλικό δίκαιο, χωρίς να απαιτείται η ψήφιση συγκεκριμένων διατάξεων εφαρμογής της οδηγίας.

Τέλος, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ορισμένες διατάξεις της οδηγίας, οι οποίες κατά την άποψη της έχουν όλως ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της παρούσας διαφοράς, δεν αναφέρθηκαν από την καθής. Πρόκειται συγκεκριμένα για το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο δ), το άρθρο 4, παράγραφος 2, καθώς και τα άρθρα 5 και 7.

Βάσει των παρατηρήσεων αυτών η Επιτροπή θεωρεί ότι απέδειξε επαρκώς την παράβαση από την Ιταλική Δημοκρατία των υποχρεώσεων που υπέχει από την οδηγία 77/780 και εμμένει στα αιτήματα της.

Με την ανταπάντηση της, η κνυέρνηοη της ΙταΑικής άημοκρατίας διευκρινίζει ότι το νομοσχέδιο που περιέχει την παροχή εξουσιοδοτήσεως για την προσαρμογή προς την οδηγία 77/780 ψηφίστηκε από τη Γερουσία της Δημοκρατίας, η οποία το διαβίβασε στη Βουλή στις 15 Απριλίου 1982. Πάντως, διευκρινίζει ότι η διαδικασία αυτή δεν πρέπει να εκληφθεί ως αναγνώριση του βάσιμου των αντιρρήσεων που διατύπωσε η Επιτροπή ως προς τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας εφάρμοσε μέχρι τώρα την οδηγία 77/780.

Κατά την κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, δεν είναι ακριβές ότι, αν μία οδηγία αφορά θέμα ρυθμιζόμενο από τον κοινό νομοθέτη, απαιτείται οι εκτελεστικοί κανόνες της οδηγίας να θεσπιστούν από τον κοινό νομοθέτη, όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, οι εκτελεστικοί κανόνες της οδηγίας μπορούν να ενταχθούν χωρίς σύγκρουση ή αντίφαση στο νομοθετικό πλαίσιο που καθορίζει ο εθνικός νομοθέτης.

Για την κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, η ισχύουσα ιταλική τραπεζική νομοθεσία και η οδηγία 77/780 έχουν κοινή αναμφισβήτητη βάση, η οποία καθιερώνει τη θεμελιώδη αρχή του συστήματος που συνίσταται στην υποβολή της τραπεζικής επιχειρήσεως στον έλεγχο των δημοσίων αρχών. Η προς συμπλήρωση διαφορά μεταξύ της εθνικής νομοθεσίας και των κοινοτικών οδηγιών προέρχεται από το γεγονός ότι, ενώ η πρώτη απέχει από του να καθορίσει κριτήρια για την παροχή ή την άρνηση της εγκρίσεως λειτουργίας, η δεύτερη καθορίζει εκ των προτέρων τις απαιτήσεις και τους όρους που εμποδίζουν την έγκριση, η ύπαρξη των οποίων υποχρεώνει το δημόσιο όργανο να χορηγήσει ή να αρνηθεί αντίστοιχα την έγκριση λειτουργίας. Συνεπώς, κατά την κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, η διακριτική ευχέρεια που η ιταλική νομοθεσία χορηγεί κατ' αυτόν τον τρόπο στο αρμόδιο όργανο περιλαμβάνει σιωπηρά την ευχέρεια αντικαταστάσεως μιας διοικητικής ρυθμίσεως γενικής εφαρμογής από την εκτίμηση ανά περίπτωση. Η ρύθμιση αυτή, σύμφωνη προς τις απαιτήσεις για ασφάλεια των σχέσεων και ισότητα στη μεταχείριση, μπορεί κάλλιστα να καθιερώσει με υποχρεωτική ισχύ τα αντικειμενικά κριτήρια και τους όρους που πρέπει να τηρούνται κατά τη θέσπιση των συγκεκριμένων μέτρων.

Η ιταλική κυβέρνηση εμμένει στην άποψη της ότι οι διατάξεις της ιταλικής νομοθεσίας και η εφαρμογή τους συμφωνούν ουσιαστικά με την οδηγία. Επ· αυτού, η ιταλική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η τήρηση της εν λόγω ρυθμίσεως από το επιφορτισμένο με τον έλεγχο όργανο υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, δυνάμει του οποίου η απόφαση των διοικητικών αρχών μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Kat σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι ų Επιτροπή αρνήθηκε να προσδώσει οιαδήποτε σημασία σε μια «πραγματική κατάσταση» που δεν ανταποκρίνεται ακριβώς προς τις νομοθετικές διατάξεις. Το γεγονός αυτό καθίσταται πλέον λυπηρό αν ληφθεί υπόψη ότι η οδηγία 77/780 ρυθμίζει ειδικά θέματα έναντι των οποίων η διαχείριση των δημοσίων αρχών, έστω και αν βασίζεται σε κανόνες δικαίου, δέχεται κατά την εφαρμογή της την επίδραση παραδόσεων και εθίμων, καθώς και σχέσεων που ανθίστανται σημαντικά στις εξελίξεις που επιφέρει η ρύθμιση.

Χωρίς βέβαια να αρνείται οιαδήποτε αξία στην ασφάλεια που παρέχει η θέσπιση ρητών διατάξεων για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως που προβλέπει το άρθρο 189, τρίτη παράγραφος, της συνθήκης, ^ η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας εμμένει στο ότι η ασφάλεια αυτή δεν έχει σημασία παρά αν συνοδεύεται από τη σύμφωνη προς τις διατάξεις της οδηγίας δραστηριότητα των αρχών ελέγχου. Στην Ιταλία η εν λόγω συμφωνία είναι εξασφαλισμένη και η ιταλική κυβέρνηση επιθυμεί η Επιτροπή να της εξηγήσει το λόγο^ για τον οποίο θεωρεί ότι συντρέχει γενική μη εκτέλεση της οδηγίας 77/780 από την Ιταλία. Διερωτάται επίσης κατά πόσο οι διατάξεις που εθέσπισαν τα λοιπά κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίσουν πραγματική ίση μεταχείριση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων.

IV — Προφορική διαδικασία

Κατά τη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 1982, η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Α. Abate, και η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον P. G. Ferri, avvocato dello Stato, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.

Η γενική εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 8ης Δεκεμβρίου 1982.

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 1981, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή, με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσης προθεσμίας τις αναγκαίες διατάξεις για τη συμμόρφωση της προς την οδηγία 77/780 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 3), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 189, τρίτη παράγραφος, της συνθήκης.

2

Η εν λόγω προσφυγή πρέπει να εξεταστεί ενόψει του ιστορικού της ίδιας της οδηγίας, καθώς και των γεγονότων που προηγήθηκαν της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως.

3

Η οδηγία 77/780 του Συμβουλίου αποτελεί το πρώτο στάδιο της καθιερώσεως εναρμονισμένων τραπεζικών δομών και του ελέγχου τους. Η εναρμόνιση αυτή θα επέτρεπε την προοδευτική υλοποίηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων και την ελεύθερη παροχή των τραπεζικών υπηρεσιών. Η οδηγία θέτει σχετικά ορισμένους ελάχιστους όρους που αφορούν την έγκριση λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, και που οφείλουν να τηρούν όλα τα κράτη μέλη. Με την οδηγία σκοπείται ιδίως η μείωση του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν ορισμένες αρχές ελέγχου σχετικά με την έγκριση λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε να διευκολύνεται η ανάληψη και άσκηση της δραστηριότητας τους.

4

Δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τα αναγκαία μέτρα συμμορφώσεως τους προς την οδηγία εντός προθεσμίας 24 μηνών από την κοινοποίηση της· στην προκειμένη περίπτωση η προθεσμία αυτή έληξε στις 15 Δεκεμβρίου 1979. Στην Ιταλία η εν λόγω διάταξη συνετέλεσε στη σύνταξη νομοσχεδίου, που είχε κατατεθεί ενώπιον των νομοθετικών σωμάτων όταν η Επιτροπή άσκησε την προσφυγή της λόγω παραβάσεως, και το οποίο προβλέπει παροχή εξουσιοδοτήσεως στην εκτελεστική εξουσία προς θέσπιση των μέτρων εφαρμογής της οδηγίας.

5

Προς υπεράσπιση της η ιταλική κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι, από τη σύγκριση της ισχύουσας στην Ιταλία εσωτερικής ρυθμίσεως με τις βασικές διατάξεις της οδηγίας, προκύπτει ουσιώδης συμφωνία που δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Κατά την ιταλική κυβέρνηση, το γεγονός ότι στην πράξη οι δραστηριότητες των αρχών ελέγχου των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι σύμφωνες προς τους κοινοτικούς κανόνες καταδεικνύει την αρμονία των εσωτερικών διατάξεων που εφαρμόζουν με τις διατάξεις της ίδιας της οδηγίας.

6

Επ' αυτού, πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η ιταλική κυβέρνηση δεν προέβαλε τον παραπάνω ισχυρισμό παρά μόνο κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, ενώ κατά την προηγηθείσα της προσφυγής φάση περιορίστηκε να βεβαιώσει ότι για τη μεταφορά της οικείας οδηγίας ήταν υπό κατάρτιση νόμος που εξουσιοδοτούσε την κυβέρνηση να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα.

7

Πρέπει να αναγνωριστεί ότι παρόμοιος τρόπος ενέργειας δεν είναι σύμφωνος προς την υποχρέωση που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/780 και η οποία συνίσταται στο να παρέχουν αμέσως στην Επιτροπή κάθε χρήσιμη πληροφορία που αφορά τα μέτρα που έλαβαν για τη συμμόρφωση τους προς την οδηγία.

8

Πάντως η προσφυγή που άσκησε η Επιτροπή αποβλέπει αποκλειστικά στο να αναγνωριστεί ότι, «παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσης προθεσμίας τις αναγκαίες διατάξεις για τη συμμόρφωση της προς την οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου», η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη συνθήκη ΕΟΚ και δεν αφορά, επομένως, την υποχρέωση για ενημέρωση που απορρέει από το άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας. Άρα, στα πλαίσια αυτά πρέπει να δοθεί και η απάντηση στον παραπάνω ισχυρισμό της ιταλικής κυβερνήσεως.

9

Συναφώς, φαίνεται ότι τόσο η ισχύουσα στην Ιταλία τραπεζική νομοθεσία όσον και η οδηγία, καθιερώνουν τη θεμελιώδη αρχή της εγκρίσεως λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Όπως όμως παραδέχεται και η ίδια η ιταλική κυβέρνηση, ο ιταλικός εθνικός νόμος, σε αντίθεση προς την οδηγία, δεν προβλέπει αντικειμενικά κριτήρια για την παροχή ή άρνηση της εγκρίσεως λειτουργίας. Τα εν λόγω κριτήρια τηρούνται μόνο στο επίπεδο της διοικητικής δραστηριότητας, με την άσκηση της εξουσίας εγκρίσεως κατά τρόπο που να συμβιβάζεται με τις υποδείξεις της οδηγίας.

10

Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της, η οδηγία αποσκοπεί στον περιορισμό των περιθωρίων διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν οι αρχές ελέγχου ορισμένων κρατών μελών γιά την έγκριση λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα κράτη μέλη εκπλήρωσαν την υποχρέωση που υπέχουν από την οδηγία, αν ανταποκρίθηκαν απλώς στις επιταγές της μέσω μιας de facto πρακτικής. Πράγματι, είναι αναγκαίο κάθε κράτος μέλος να εφαρμόζει την οικεία οδηγία κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις σαφήνειας και ασφάλειας των εννόμων καταστάσεων που επιδιώκει η οδηγία, προς το συμφέρον των ιδρυμάτων, τα οποία δικαιούνται να λάβουν την έγκριση λειτουργίας, που προβλέπεται από την οδηγία. Απλές διοικητικές πρακτικές, που εκ φύσεως μπορούν να μεταβληθούν από τη διοίκηση κατά το δοκούν και που στερούνται κατάλληλης δημοσιότητας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν, υπό τις συνθήκες αυτές, ότι συνιστούν έγκυρη εκπλήρωση της υποχρεώσεως που υπέχουν, τα κράτη μέλη προς τα οποία απευθύνεται η οδηγία, από το άρθρο 189, τρίτη παράγραφος, της συνθήκης ΕΟΚ.

11

Πρέπει, επομένως, να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσης προθεσμίας τις αναγκαίες διατάξεις για τη συμμόρφωση της προς την οδηγία 77/780 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη συνθήκη ΕΟΚ.

Επί των δικαστικών εξόδων

12

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

13

Επειδή η καθής ηττήθη, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνει και αποφασίζει:

 

1)

Παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσης προθεσμίας τις αναγκαίες διατάξεις για τη συμμόρφωση της προς την πρώτη οδηγία του Συμβουλίου 77/780/ΕΟΚ, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη συνθήκη ΕΟΚ.

 

2)

Καταδικάζει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

 

Menens de Wilmars

Pescatore

O'Keeffe

Everling

Mackenzie Stuart

Bosco

Galmot

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Μαρτίου 1983.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος

J. Menens de Wilmars

Top