This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61981CC0270
Opinion of Mr Advocate General Sir Gordon Slynn delivered on 17 June 1982. # Felicitas Rickmers-Linie KG & Co. v Finanzamt für Verkehrsteuern, Hambourg. # Reference for a preliminary ruling: Finanzgericht Hamburg - Germany. # Capital duties on the raising of capital - Nominal amount of company shares. # Case 270/81.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn της 17ης Ιουνίου 1982.
Felicitas Rickmers-Linie KG & Co. κατά Finanzamt für Verkehrsteuern του Αμβούργου.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Hamburg - Γερμανία.
Φόροι επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων εταιριών - Ονομαστική αξία των εταιρικών μεριδίων.
Υπόθεση 270/81.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn της 17ης Ιουνίου 1982.
Felicitas Rickmers-Linie KG & Co. κατά Finanzamt für Verkehrsteuern του Αμβούργου.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Hamburg - Γερμανία.
Φόροι επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων εταιριών - Ονομαστική αξία των εταιρικών μεριδίων.
Υπόθεση 270/81.
Συλλογή της Νομολογίας 1982 -02771
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1982:230
ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΟ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΩΣ
SIR GORDON SLYNN
ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤΊΣ 17 'ΙΟΥΝΊΟΥ 1982 ( 1 )
Κύριε πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
Ἡ παρούσα υπόθεση άφορα τά προδικαστικά ερωτήματα πού υπέβαλε στό Δικαστήριο τό Finanzgericht τοῦ 'Αμβούργου ὡς πρός την ερμηνεία τοῦ ἄθρου 5, παράγραφος 2, τῆς ὁδηγίας 69/335 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 17ης Ἰουλίου 1969, περί των έμμεσων φόρων τῶν επιβαλλομένων ἐπί τῶν συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ ειδ. ἔκδ. 09/001, σ. 20).
Προσφεύγουσα εἶναι ἡ Kommanditgesellschaft Felicitas Rickmers-Linie KG & Co. Ή «Kommanditgesellschaft» (ἐτερόρρυθμη ἐταιρία) εἶναι ἡ ἑταιρική μορφή στην ὁποία υπάρχουν ένας ἡ περισσότεροι ὁμόρρυθμοι εταίροι, ἡ ευθύνη τῶν ὁποίων εἶναι ἀπεριόριστη, καί ένας ἡ περισσότεροι ἑτερόρρυθμοι ἑταίροι, ἡ ευθύνη τῶν ὁποίων περιορίζεται στό ποσό τῶν εισφορῶν τους στην ἑταιρική περιουσία, ὅπως έχουν καταχωρισθεί στό βιβλίο ἐμπόρων καί εμπορικών εταιριῶν.
Καθ' ὅλο τόν κρίσιμο χρόνο ὁμόρρυθμος εταίρος τῆς προσφευγούσης ήταν μία άλλη ετερόρρυθμη εταιρία, ἡ Rickmers-Linie KG, τήν ὀποία στό έξῆς θά ἀποκαλῶ «υπερκείμενη ετερόρρυθμη ἑταιρία». Καθ' οὗ είναι τό Finanzamt für Verkehrsteuern ('Εφορία μεταβιβάσεως κεφαλαίων) τοῦ 'Αμβούργου.
Στίς 10 'Απριλίου 1974 μία ἀνώνυμη ἑταιρία, ἡ Hapag Lloyd AG, έγινε ὁμόρρυθμος ἑταίρος στην υπερκείμενη ἑτερόρρυθμη ἑταιρία. Τό καθ' οὗ ἐθεώρησε ὅτι αυτό ἀποτελούσε πράξη υποκείμενη στον φόρο εἰσφορᾶς, ὁ όποιος θά ὑπελογίζετο ἐπί τοῦ κεφαλαίου τῆς προσφευγούσης, δυνάμει τοῦ νόμου περί επιβολής φόρου ἐπί τῆς κινήσεως τῶν κεφαλαίων, τῆς 17ης Νοεμβρίου 1972 (BGBl. Ι σ. 2129), μέ τόν όποιο ἐπεδιώκετο, ὅπως γίνεται δεκτό, ή εκτέλεση τῆς ὁδηγίας 69/335 τοῦ Συμβουλίου.
Τό άρθρο 2, παράγραφος 1, τοῦ νόμου αὐτοῦ ὁρίζει ὅτι ἡ ἀπόκτηση δικαιωμάτων συμμετοχης σέ ἐγχωρία κεφαλαιουχική ἑταιρία ἐκ μέρους προσώπου πού ἀποκτά τέτοια δικαιώματα γιά πρώτη φορά ἀποτελεί πράξη υποκείμενη στόν φόρο εισφοράς. Τό άρθρο 5, παράγραφος 1, τοῦ νόμου περιλαμβάνει στόν ὁρισμό των «κεφαλαιουχικών ἑταιριών» καί τίς ἀνώνυμες εταιρίες (Aktiengesellschaft). Τό άρθρο 5, παράγραφος 2, ἀριθμός 3 τοῦ νόμου ὁρίζει ὅτι λογίζεται ὡς κεφαλαιουχική ἑταιρία ἡ ἑτερόρρυθμη ἑταιρία μεταξύ των ὁμορρύθμων εταίρων τῆς ὁποίας καταλέγεται μία κεφαλαιουχική ἑταιρία κατά τήν έννοια τῆς προηγουμένης παραγράφου ἤ μία ἑτερόρρυθμη ἑταιρία πού λογίζεται ή ἴδια ὡς κεφαλαιουχική εταιρία.
Ή λογική τοῦ καθ' οὗ εἶναι ὅτι μετά τήν εἴσοδο τῆς Hapag Lloyd στην υπερκείμενη ἑτερόρρυθμη ἑταιρία ἡ εταιρία αύτη ἑλογίζετο πλέον ὡς κεφαλαιουχική καί ἑπομένως μετά τό γεγονός αυτό καί ἡ ἴδια ἡ προσφεύγουσα ἐλογίζετο πλέον ὡς κεφαλαιουχική ἑταιρία δυνάμει τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 2, ἀριθμός 3 τοῦ νόμου. Ἑπομένως οἱ ἑτερόρρυθμοι ἑταῖροι τῆς προσφευγούσης απέκτησαν τήν ήμερα εκείνη δικαιώματα σέ κεφαλαιουχική εταιρία, σύμφωνα μέ τό άρθρο 2, παράγραφος 1.
Τό άρθρο 8 τοῦ νόμου ὁρίζει σχετικῶς ὅτι ὁ φόρος εισφοράς υπολογίζεται βάσει τῶν ἑταιρικών δικαιωμάτων, άλλα ἐφ' ὅσον τά εταιρικά δικαιώματα έχουν ὀνομαστική ἀξία, ὡς ἀξία τῶν εταιρικών δικαιωμάτων λογίζεται τουλάχιστον ἡ ὀνομαστική ἀξία μετά τήν ἀφαίρεση τῶν ὀφειλομένων εισφορών.
Τά άρθρα 2, παράγραφος 1, 5, παράγραφος 1, 5, παράγραφος 2, ἀριθμός 3, καί τό άρθρο 8 τοῦ νόμου θεωρείται ὅτι ἀντιστοιχούν στά άρθρα 4, παράγραφος 1, στοιχείο β, 3, παράγραφος 1, στοιχείο α, 3, παράγραφος 2, καί τό άρθρο 5 τῆς ὁδηγίας.
Τό παραπέμπον δικαστήριο θεωρεί ὅτι ή πραγματική ἀξία τῶν μερίδων συμμετοχής τῶν ἑτερορρύθμων ἑταίρων ήταν, λόγω ζημιών κατά τόν κρίσιμο χρόνο, μηδενική. Τό καθ' οὗ ἀντιθέτως ἐπέβαλε φόρο εἰσφορᾶς, 'ίσο πρός τό 1 % τῆς συνολικής ἀξίας τῶν καταχωρισμένων εισφορών τῶν ετερορρύθμων εταίρων κατά τήν κρίσιμη ημερομηνία καί κατ' αὐτόν τόν τρόπο ἐγεννήθη ὀφειλή 64800 γερμανικών μάρκων.
Ἡ προσφεύγουσα προσέβαλε τήν πράξη επιβολής τοῦ φόρου αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Finanzgericht, τό όποιο κλίνει πρός τήν άποψη ὅτι δέν πρέπει νά επιβληθεί φόρος ἐπί τῆς ἀξίας τῶν εισφορών τῶν ετερορρύθμων ἑταίρων, επειδή οἱ μερίδες συμμετοχής τῶν ἑτερορρύθμων ἑταίρων ἑτερορρύθμου εταιρίας δέν έχουν «ὀνομαστική ἀξία» κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 8 τοῦ νόμου.
Τό Finanzgericht παρατηρεί ὅτι ἐκ πρώτης όψεως φαίνεται νά πρόκειται γιά ζήτημα τοῦ γερμανικοῦ δικαίου. Τό δικαστήριο ὅμως αυτό ἐθεώρησε ὅτι, ἀφοῦ ἡ ὁδηγία έχει «ἀπ' ευθείας εφαρμογή» καί ἀφοῦ ἐν πάση περιπτώσει μέ τόν νόμο ἐπεδιώκετο ή εκτέλεση τῆς ὁδηγίας, τό πραγματικό ζήτημα έγκειται στην έννοια τῆς ὁδηγίας, ιδίως δέ τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 2, τό ὁποιο κατά τήν κρίσιμη ημερομηνία ὅριζε μεταξύ άλλων τά έξῆς:
«τό ποσό ἐπί τοῦ ὁποίου εκκαθαρίζεται ὁ φόρος δέν δύναται ... νά εἶναι μικρότερο από τήν πραγματική ἀξία τῶν εταιρικών μεριδίων, τά όποια έχουν δοθεί ἡ τά όποια ἀνήκουν σέ κάθε εταίρο, ἡ ἀκόμη ἀπό τήν ονομαστική αξία τῶν εταιρικών αυτών μεριδίων, ἄν αυτή εἶναι μεγαλύτερα ἀπό τήν πραγματική ἀξία».
Ή προσφεύγουσα ἰσχυρίσθη ὅτι, σύμφωνα μέ τό άρθρο 4, παράγραφος 1, τῆς ὁδηγίας, σέ συνδυασμό μέ τό άρθρο 3, παράγραφος 2, δέν υπήρχε ἐν προκειμένω πράξη υποκείμενη σέ φόρο εισφοράς δυνάμει τῶν άρθρων αυτών. Ή εἰσδοχή μιᾶς κεφαλαιουχικής εταιρίας σέ μία ἑτερόρρυθμη εταιρία πού εἶναι καί ήταν καθ' ὅλο τό κρίσιμο διάστημα ὁμόρρυθμος ἑταῖρος σέ μία άλλη ετερόρρυθμη ἑταιρία δέν ισοδυναμεί μέ μετατροπή τῆς τελευταίας αυτής σέ κεφαλαιουχική εταιρία. Τό Finanzgericht ἐθεώρησε ὅτι τό επιχείρημα αυτό ευρίσκεται σέ ἀντίθεση πρός ὁρισμένες ἀποφάσεις τοῦ Bundesfinanzhof, τίς ὁποιες φαίνεται νά δέχεται ὡς δεσμευτικές. Τό Finanzgericht πάντως δέν παρέπεμψε τό προδικαστικό αυτό ζήτημα στό Δικαστήριο καί συνεπῶς δέν χρειάζεται νά σχολιασθεί.
'Αντιθέτως, τό πρώτο ερώτημα πού υπέβαλε τό Finanzgericht άφορᾶ τό ζήτημα κατά πόσο οἱ μερίδες συμμετοχής στίς ετερόρρυθμες ἑταιρίες έχουν ὀνομαστική ἀξία κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 2, καί, σέ περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιό στοιχείο ἀντιπροσωπεύει τήν ἀξία αὑτή. Μέ τό δεύτερο ἐρώτημα ἐρωτᾶται ἄν τό άρθρο 5, παράγραφος 2, τής οδηγίας ἔχει ἀπ' ευθείας εφαρμογή ὑπό τήν έννοια ὅτι οἱ φορολογούμενοι δύνανται νά τό επικαλούνται ενώπιον τῶν δικαστηρίων, προκειμένου νά φορολογηθοῦν σύμφωνα μέ αυτό.
Πέρα ἀπό οποιοδήποτε ζήτημα «ἀπ' ευθείας εφαρμογής», μοῦ φαίνεται ὅτι, ἐφ' ὅσον γίνεται δεκτό ὅτι μέ τόν νόμο ἐπεδιώκετο νά εκτελεσθεί, καί πράγματι ἐξετελέσθη, ἡ ὁδηγία, τό εθνικό δικαστήριο δικαιοῦται νά υποβάλλει ερωτήματα ὡς πρός τήν ὀρθή διάρθρωση τῆς ὁδηγίας, ἀφοῦ αυτό ἀποτελεί ζήτημα κοινοτικοί) δικαίου. Τό ερώτημα, μέ τήν διατύπωση μέ τήν ὁποία υπεβλήθη, μοῦ φαίνεται ὅτι άφορᾶ συγχρόνως ζητήματα κοινοτικοῦ δικαίου καί ζητήματα ἐπί τῶν ὁποίων πρέπει νά ἀποφανθεῖ τό εθνικό δικαστήριο, τό Δικαστήριο δέ ὀφείλει φυσικά νά κρίνει μόνο τά πρώτα.
Κατά τήν γνώμη μου, ὁ ὁρισμός τοῦ ὅρου «ὀνομαστική ἀξία» τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 2, τῆς ὁδηγίας εἶναι κατά βάση ζήτημα κοινοτικοῦ δικαίου πού πρέπει σέ τελευταία ἀνάλυση νά λυθεῖ ἀπό τό παρόν Δικαστήριο. Ό προσδιορισμός τῶν σχετικών κριτηρίων δέν ἀνήκει στό εθνικό άλλα στό κοινοτικό δίκαιο (βλ. π.χ. υπόθεση 161/78, Conradsen κατά Ministeriet for Skatter og Afgifter, ECR 1979, σ. 2221, στίς σελίδες 2244-2245), ἀφοῦ σέ ἀντίθετη περίπτωση θά ἀνέκυπταν ἐνδεχομένως ἀπαράδεκτες διαφορές στην ἀντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων εντός τῆς Κοινότητος. Ή εφαρμογή τοῦ ὁρισμού τόν όποιο δίνει τό κοινοτικό δίκαιο ἀνήκει στην σφαίρα τῆς ἁρμοδιότητος τῶν εθνικών δικαστηρίων. Ἐφ' ὅσον τό Δικαστήριο προσδιορίζει τά χαρακτηριστικά τῆς «ὀνομαστικής ἀξίας» ἀνεξάρτητα ἀπό τά ἐθνικά δίκαια, νομίζω ὅτι εναπόκειται στά εθνικά δικαστήρια να κρίνουν ἄν τά μερίδια ἑταιριών πού έχουν συσταθεί κατά τό ἐθνικό δίκαιο έχουν βάσει τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου τά χαρακτηριστικά αυτά.
Δέν νομίζω ὅτι τό άρθρο 5, παράγραφος 2, έχει τήν έννοια ὅτι ὅλα τά εἴδη τῶν ὀργανισμών πού καλύπτονται ἀπό τόν ευρύ ὁρισμό τῆς «κεφαλαιουχικής ἑταιρίας» έχουν, ἡ πρέπει νά θεωρηθεί ὅτι έχουν, μερίδια μέ «ὀνομαστική ἀξία». Κατά τήν γνώμη μου, ἡ ὀρθή ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 2, εἶναι ὅτι λαμβάνεται ὑπ' ὄψη ἡ πραγματική ἀξία τῶν ἑταιρικών μεριδίων, ἐκτός ἄν α) τά μερίδια αυτά έχουν ὀνομαστική ἀξία καί β) ἡ ὀνομαστική ἀξία αύτη υπερβαίνει τήν πραγματική ἀξία τῶν μεριδίων. Ό νόμος περί ἐπιβολής φόρου ἐπί τῆς κινήσεως τῶν κεφαλαίων εξετάζει ρητώς (ή διατύπωση τοῦ άρθρου 8 εἶναι ἡ ἑξῆς: «ἐφ' ὅσον τά ἑταιρικά δικαιώματα έχουν ὀνομαστική ἀξία») τήν πιθανότητα νά μή έχουν τά ἑταιρικά διακιώματα ὀνομαστική άξια. Ἀπό τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ὁ νόμος ἀντικατοπτρίζει επακριβώς τήν ὁδηγία.
Ὡς σημείο ἀφετηρίας πρέπει ἑπομένως νά τεθεί τό ὅτι σέ ὁρισμένες κεφαλαιουχικές εταιρίες τά μερίδια δέν έχουν ὀνομαστική ἀξία, ἐνῶ σέ άλλες έχουν.
Τά χαρακτηριστικά τῆς «ὀνομαστικής ἀξίας» κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 2, τῆς ὁδηγίας πρέπει νά προσδιορισθοῦν βάσει τῶν σκοπών τῆς ὁδηγίας καί τοῦ ὅλου κειμένου μέσα στό όποιο συναντᾶται ὁ ὅρος αυτός. Όπως ἀναφέρεται στόν τίτλο τῆς ὁδηγίας καί στην δεύτερη καί τήν έκτη αιτιολογική σκέψη, σκοπός της ὁδηγίας εἶναι ἡ προώθηση τῆς ἐλεύθερης κυκλοφορίας τῶν κεφαλαίων δια της εναρμονίσεως τῶν κανόνων περί τῶν φόρων ἐπί τῶν συγκεντρώσεων κεφαλαίων. Σύμφωνα μέ τόν ὁρισμό πού δίδεται, οἱ έμμεσοι φόροι ἐπί τῶν συγκεντρώσεων κεφαλαίων περιλαμβάνουν «τόν φόρο ὁ όποιος ἐπιβάλλεται ἐπί τῶν εταιρικών εισφορών». Κατά τό άρθρο 1, τά Κράτη μέλη εἰσπράττουν φόρο «ἐπί τῶν εισφορών σέ κεφαλαιουχικές ἑταιρίες», εναρμονισμένο σύμφωνα μέ ὅσα προβλέπει ἡ ὁδηγία, ὁ ὁποιος ὀνομάζεται «φόρος εἰσφορᾶς».
Προκειμένου νά εφαρμοσθεί τό άρθρο 5, παράγραφος 2, τά ἑταιρικά μερίδια πρέπει νά έχουν «δοθεί» ἤ νά «ἀνήκουν» στους ἑταίρους. Ή τελευταία κατηγορία κατά την γνώμη μου ἀναφέρεται στά μερίδια εκείνα πού, ἀφοῦ εδόθησαν, κατόπιν μετεβιβάσθησαν. Πρέπει συνεπώς νά υπάρχει ἀναγνωρισμένη χορήγηση ἡ παροχή συγκεκριμένου εταιρικοῦ δικαιώματος. Ή ὀνομαστική ἀξία ενός τέτοιου δικαιώματος πρέπει κατά την γνώμη μου νά εκφράζεται σέ χρῆμα, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄν χαρακτηρίζεται ὡς ἑταιρικό μερίδιο ἡ μερίδα συμμέτοχης (ή ὡς σύνολο εταιρικών μεριδίων ἤ μερίδων συμμέτοχης) ἤ ὡς προσδιορισμένο ή προσδιοριστό μέρος τοῦ ἑταιρικοῦ κεφαλαίου πού ἐκφράζεται ὡς χρηματικό ποσό. Ή ὀνομαστική αυτή ἀξία πρέπει νά είναι ένα σταθερό ποσό πού νά μή μεταβάλλεται ἀνάλογα μέ τίς τύχες τῆς εταιρίας. Ἐπομένως δέν εἶναι δυνατόν νά προσδιορίζεται βάσει τῆς ἀξίας τῆς ἑταιρικῆς περιουσίας ή της ἀξιας πού δύναται νά έχει τό ἴδιο τό δικαίωμα τῶν εταίρων. Οὔτε άλλωστε είναι δυνατόν νά προσδιορισθεί βάσει της εὐθύνης τῆς ἑταιρίας πρός τους τρίτους ἤ βάσει τῆς ἐκτάσεως τῆς ευθύνης τῶν εταίρων πρός τους τρίτους. Πρέπει νά είναι ένα προσδιορισμένο ποσό πού συνήθως ἀναφέρεται σέ έγγραφο τῆς εταιρίας, όπως στό καταστατικό ἤ στον εσωτερικό κανονισμό τῆς εταιρίας, στην πράξη περί συστάσεως τῆς ἑταιρίας ἡ στό έγγραφο πού κατανέμει τά ἑταιρικά μερίδια, ἡ στό βιβλίο έγγραφης τῶν έμπόρων ἡ τῶν εταιριών. Είναι δυνατόν δέ νά έχει ὁρισμένη τιμή ἡ μία ἐλάχιστη τιμή πού νά ἐπιβάλλεται ἀπό τόν νόμο.
Ή ὀνομαστική ἀξία τῶν εταιρικών μεριδίων εἶναι συνήθως τό ποσό ἡ ἡ ἀξία τῶν ἀγαθών τά όποια εἰσέφεραν οἱ εταίροι κατά τόν χρόνο τῆς εἰσφορᾶς, περιλαμβάνει δέ επίσης καί τό ποσό πού ὁ ἑταίρος πρέπει νά καταβάλει, άλλά δέν έχει ἀκόμη καταβάλει, ἄν καί τά Κράτη μέλη έχουν κατά τό άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεῖο α τήν ευχέρεια νά ἀναβάλουν τήν είσπραξη τοῦ φόρου μέχρι τήν πραγματοποίηση της καταβολῆς τῶν εἰσφορῶν τῶν ἑταίρων. Λέγω «συνήθως», επειδή ἡ ὁδηγία προβλέπει τήν δυνατότητα ὑπολογισμοῦ τοῦ φόρου βάσει τριών διαφορετικών τιμών, κάθε μία ἀπό τίς όποιες δύναται νά είναι ὑψηλότερη ἀπό τίς άλλες δύο. Ή πρώτη τιμή ἀνευρίσκεται στό άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α, εἶναι δηλαδή «ή πραγματική ἀξία τῶν ἀγαθών ὁποιασδήποτε φύσεως, τά όποια έχουν εἰσφερθεῖ ή πρέπει νά εἰσφερθοῦν ἀπό τους εταίρους, ἀφοῦ ἀφαιρεθοῦν οἱ ὑποχρεώσεις οἱ όποιες έχουν ἀναληφθεί καί οἱ επιβαρύνσεις στίς όποιες έχει ὑποβληθεί ἡ ἑταιρία ἐξ ἀφορμῆς κάθε μιᾶς εἰσφορᾶς», ἡ δεύτερη εἶναι «ή πραγματική ἀξία τῶν ἑταιρικών μεριδίων, τά όποια έχουν δοθεί ἤ τά όποια ἀνήκουν σέ κάθε ἑταίρο» καί ἡ τρίτη ἡ ὀνομαστική ἀξία τῶν μεριδίων αὐτών πού έχουν δοθεί ή ἀνήκουν στους εταίρους. 'Επομένως, ἡ ὀνομαστική ἀξία αυτή, ἄν εκφρασθεί σέ χρῆμα σέ σχέση μέ τά εταιρικά μερίδια, είναι δυνατόν, ἐφ' ὅσον ἐπιτρέπεται ἀπό τό εθνικό δίκαιο, νά εἶναι διαφορετική καί μεγαλύτερη ἀπό τό καθαρό ποσό τῶν εἰσφορῶν (δηλαδή τήν ἀξία τῶν εἰσφερθέντων ἀγαθών μετά ἀπό τίς προσδιοριζόμενες ἐκπτώσεις).
Στό ἐθνικό δικαστήριο ἐναπόκειται νά ἀποφασίσει ἄν ἡ ένωση προσώπων πού υφίσταται κατά τό εθνικό δίκαιο 'έχει χορηγήσει ἑταιρικά μερίδια μέ «ὀνομαστική ἀξία» καί ποιά εἶναι ἡ ἀξία αυτή βάσει τῶν ἀνωτέρω κριτηρίων.
"Εχω συνείδηση τοῦ ότι ἡ ἀντιμετώπιση αυτή καθιστᾶ ἀναπόφευκτη τήν εξέταση κάθε ἑταιρίας χωριστά, προκειμένου νά διαπιστωθεί κατά πόσο τά ἑταιρικά μερίδια πού ἔχουν δοθεί έχουν «ὀνομαστική ἀξία», ἐφ' ὅσον ἡ σύσταση τῆς ἑταιρίας αυτής έχει γίνει σύμφωνα μέ εθνικό δίκαιο πού τῆς επιτρέπει νά έχει τά ἀνωτέρω χαρακτηριστικά, χωρίς ὅμως καί νά τήν ὑποχρεώνει. Ἐν ὄψει τῶν διαφορών πού υπάρχουν μεταξύ τοῦ δικαίου τῶν ἑταιριών τῶν Κρατών μελών καί τοῦ βαθμοῦ τῆς ποικιλίας στην διάρθρωση τῶν ενώσεων προσώπων ἀκόμη καί εντός τοῦ ιδίου Κράτους μέλους, δέν νομίζω ὅτι εἶναι δυνατόν νά ἀποφευχθεί αυτό, ἐφ' ὅσον επιδιώκεται ή ὁμοιόμορφη ἑρμηνεία τῆς «ὀνομαστικής αξίας» σέ ὅλη τήν Κοινότητα. Δέν νομίζω συνεπῶς ὅτι εἶναι δυνατόν — καί ούτε νομίζω ὅτι βάσει τῶν στοιχείων πού διαθέτει τό Δικαστήριο εἶναι ὀρθό — νά λεχθεί κατά ἀπόλυτο τρόπο ὅτι ὅλες οἱ ἑτερόρρυθμες ἑταιρίες έχουν ἡ δέν έχουν μερίδια μέ ὀνομαστική ἀξία. Στό συμπέρασμα μου αυτό κατέληξε τελικώς καί ὁ πληρεξούσιος τοῦ καθ' οὗ, ἄν καί ἀρχικώς εἶχε υποστηρίξει ευρύτερη άποψη. Στό ἐθνικό δικαστήριο ἐναπόκειται ἡ εξέταση τῆς συγκεκριμένης ἑνώσεως προσώπων.
Δέν νομίζω ὅτι τό δεύτερο ερώτημα ἀνακύπτει στην παρούσα υπόθεση. Γιά τους λόγους πού εξέθεσα στίς προτάσεις μου στην υπόθεση 8/81, Becker κατά Finanzamt Münster-Innenstadt (18 Νοεμβρίου 1981, δέν έχουν δημοσιευθεῖ ἀκόμη στήν Συλλογή) τό ζήτημα τοῦ ἀμεσου ἀποτελέσματος τῶν οδηγιών τίθεται μόνο ἐφ' ὅσον οἱ ιδιώτες ἑπικαλούνται ὁδηγία, οἱ ὅροι τῆς ὁποίας εἶναι ἐπαρκώς σαφείς καί δεσμευτικοί γιά τά Κράτη μέλη, κατά Κράτους μέλους πού δέν τήν έχει εκτελέσει. Ἐν προκειμένω γίνεται δεκτό ὅτι ἡ 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας έχει εκτελέσει τό μέτρο καί δέν έχει παραβεί καθόλου τίς υποχρεώσεις της. Ή ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 5 εἶναι ἐν γένει ζήτημα πού ὀρθώς παραπέμπεται στό Δικαστήριο, ἀφοῦ τό γερμανικό δίκαιο πρέπει νά ἑρμηνευθεί κατά τόν 'ίδιο τρόπο ὅπως ἡ ὁδηγία. Ή προσφεύγουσα δύναται νά ἐπικαλεσθεί τό γερμανικό δίκαιο καί δέν χρειάζεται τήν 'ίδια τήν ὁδηγία. "Αν καί ἡ προσφεύγουσα ἰσχυρίσθη ἐν προκειμένω ὅτι τό άρθρο 5, παράγραφος 2, έχει άμεσο ἀποτέλεσμα, στην πραγματικότητα τό καθ' οὗ εἶναι αυτό πού επικαλείται τήν ὁδηγία ἡ ἐν πάση περιπτώσει τό γερμανικό δίκαιο στό όποιο εἶναι ενσωματωμένη ἡ ὁδηγία.
Είμαι συνεπώς τῆς γνώμης ὅτι στό πρώτο ερώτημα πρέπει νά δοθεί ἡ ἀπάντηση ὅτι εναπόκειται στό γερμανικό δικαστήριο νά ἀποφασίσει ἄν σέ αύτη τήν συγκεκριμένη περίπτωση ἡ προσφεύγουσα έχει δώσει στους εταίρους ἑταιρικά μερίδια ἡ κάποιο δικαίωμα μέ ὀνομαστική ἀξία πού εκφράζεται σέ χρῆμα, είναι σταθερή καί συνεπώς δέν μεταβάλλεται ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τῆς εταιρικής περιουσίας ἤ τήν ἀξία πού δύνανται εκάστοτε νά έχουν τα μερίδια ἡ τά δικαιώματα.
Τό δεύτερο ἐρώτημα κατά τήν γνώμη μου δέν ἀνακύπτει.
( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά.