EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61981CC0213

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα VerLoren van Themaat της 9ης Ιουνίου 1982.
Norddeutsches Vieh- und Fleischkontor Herbert Will, Trawako, Transit-Warenhandels-Kontor GmbH & Co., και Gedelfi, Großeinkauf GmbH & Co., κατά Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hessischer Verwaltungsgerichtshof - Γερμανία.
Δασμολογικές ποσοστώσεις.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 213 έως 215/81.

Συλλογή της Νομολογίας 1982 -03583

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1982:218

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΩΣ

PIETER VERLOREN VAN THEMAAT

ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤίΣ 9 'ΙΟΥΝΊΟΥ 1982 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.1. Διαφορές ἀπό ὁρισμένες προγενέστερες υποθέσεις πού ἀφορούσαν τήν κατανομή δασμολογικών ποσοστώσεων γιά τό κατεψυγμένο βόειο κρέας

Οἱ συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 213, 214 καί 215/81 πού εξετάζουμε σήμερα καί ἀναφορικά μέ τίς όποιες τό Verwaltungsgerichtshof τῆς ' Ἐσσης σᾶς υπέβαλε διάφορα ερωτήματα, δέν εἶναι οι πρῶτες πού ἀφορούν εθνικά κριτήρια κατανομής τῶν δασμολογικῶν ποσοστώσεων γιά τό κατεψυγμένο βόειο κρέας. Τρεις ήδη φορές ἔχετε κληθεί νά δώσετε ἀπαντήσεις σέ ερωτήματα σχετικά μέ τό πρόβλημα αυτό, στίς υποθέσεις Grosoli Ι (υπόθεση 131/73, Jurispr. 1973, σ. 1555), Grosoli II (υπόθεση 35/79, Jurispr. 1980, σ. 177) καί van Walsum (υπόθεση 124/79, Jurispr. 1980, σ. 813).

Υπάρχουν ωστόσο τρεῖς θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ τῶν σημερινών υποθέσεων καί τῶν προηγουμένων διαδικασιών πού ἀνεφέροντο στά κριτήρια κατανομής τῶν δασμολογικών ποσοστώσεων γιά τό κατεψυγμένο βόειο κρέας.

Καλεῖσθε, κατ' ἀρχάς, νά δώσετε ἀπάντηση σέ ἕνα πρόβλημα, τό όποιο δέν έχει ἀκόμη κατ' ουσία συζητηθεί, ἄν δηλαδή τό άρθρο 3 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2956/79 πού δίνει τή σχετική εξουσιοδότηση (PB L 336, 1979, σ. 3) εἶναι σύμφωνο μέ τους ἀνώτερους κανόνες τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, ἰδίως τήν ἀρχή της ἴσης μεταχειρίσεως τῶν επιχειρηματιών οἱ όποιοι εἶναι εγκατεστημένοι στά διάφορα κράτη μέλη τῆς Ευρωπαϊκής Κοινότητος. Στά κατωτέρω προδικαστικά ερωτήματα θίγονται καί άλλες πλευρές τῆς γενικής ἀρχής τῆς ἰσότητος.

Μία δεύτερη διαφορά, ὄχι λιγότερο σημαντική, ἀπό τίς προγενέστερες υποθέσεις έγκειται στό γεγονός ὅτι οἱ τελευταίες αυτές ἀνεφέροντο ἀποκλειστικά στά κριτήρια κατανομής, τά όποια εἶχαν σχέση μέ ὁρισμένες εθνικές ἀνάγκες πού δικαιολογοῦσαν τήν εισαγωγή τοῦ κατεψυγμένου βοείου κρέατος. Ή πρώτη υπόθεση Grosoli ἀφεώρα τό ἄν επιτρέπεται, πράγμα τό όποιο δέν δεχθήκατε, νά υπάρχει ρήτρα, ή οποία νά παρέχει δυνατότητες εισαγωγής μόνο στό κατεψυγμένο βόειο κρέας πού προορίζεται γιά άμεση κατανάλωση. Στην δεύτερη υπόθεση Grosoli, τό ειδικότερο πρόβλημα ήταν ἄν επιτρέπεται ρήτρα, σύμφωνα μέ τήν ὁποία επιφυλάσσεται ένα μέρος τῆς ποσοστώσεως γιά τό υπουργείο ἀμύνης, ἐνώ οἱ υπόλοιποι δικαιούχοι ήταν, κάθε ένας κατά μία ὁρισμένη ἀναλογία, καταναλωτικοί συνεταιρισμοί τοπικής αὐτοδιοικήσεως, καθώς καί επιχειρήσεις καί λιανοπωληταί οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦσαν εμπορικές καί βιομηχανικές δραστηριότητες. Γιά τίς τρεις αυτές τελευταίες κατηγορίες ἡ κατανομή ἐπραγματοποιεῖτο, κατά τό μεγαλύτερο μέρος της, ἀνάλογα μέ τίς εισαγωγές τους ἀπό τρίτες χώρες κατά τό παρελθόν. Τέλος, στην υπόθεση van Walsum, επρόκειτο γιά τό επιτρεπτό μιᾶς ρήτρας, μέ τήν ὁποία ἐπεφυλάσσετο ένα μέρος τῆς ποσοστώσεως στην μεταποιητική βιομηχανία κρέατος.

Ἀντίθετα, στίς σημερινές υποθέσεις, σημαντικό μέρος καταλαμβάνει τό ερώτημα τοῦ κατά πόσον επιτρέπονται επίσης κριτήρια κατανομής πού ἀναφέρονται στίς ἀγορές πού ἐπραγματοποίησαν επιχειρηματίες τῶν κρατών μελών ἀπό τους εθνικούς ὀργανισμούς παρεμβάσεως, στίς εισαγωγές ἀπό ἤ στίς εξαγωγές πρός άλλα κράτη μέλη, ἡ στίς εξαγωγές πρός τρίτες χώρες. Ό παραπέμπων δικαστής ὀρθώς ἀνέφερε στά ερωτήματα του, ὅτι ἀπό τέτοια κριτήρια κατανομῆς, τά όποια δέν ἀναφέρονται στίς εθνικές ανάγκες κατεψυγμένου βοείου κρέατος πού ἔχει εισαχθεί ἀπό τρίτες χώρες, ανακύπτουν ερωτήματα σχετικά μέ τήν καλή λειτουργία τῆς Κοινής Ἀγορᾶς καί τῆς κοινής ὀργανώσεως ἀγορών στόν τομέα τοῦ βοείου κρέατος, τά όποια δέν εἶχαν τεθεῖ στίς προηγούμενες υποθέσεις, ἐπί τῶν ὁποίων ἔχετε ἀποφανθεῖ.

1.2. Ἀρχές πού προκύπτουν ἀπό τήν προηγούμενη νομολογία σας

Οἱ διαφορές αὐτές ἀπό τίς προηγούμενες υποθέσεις δέν ἀποκλείουν τήν δυνατότητα νά συναχθούν ἀπό τήν νομολογία σας, ή ὁποία ἀνεφέρθη πιό πάνω, ὁρισμένες ἀρχές οἱ όποιες έχουν επίσης σημασία γιά τήν εκτίμηση τῶν σημερινών υποθέσεων. 'Ιδίως, ή πρώτη απόφαση Grosoli (υπόθεση 131/73) ἀποτελεί, στην προκειμένη περίπτωση, σημαντική πηγή εμπνεύσεως.

Κατ' ἀρχάς, μετά ἀπό έκθεση τοῦ πλαισίου τῆς εμπορικής πολιτικής καί άλλων γενικών χαρακτηριστικών τοῦ προβλήματος τῆς κατανομής τῶν δασμολογικών ποσοστώσεων (σκέψεις 4 καί 5), ή σκέψη 7 τῆς πρώτης αυτής ἀποφάσεως Grosoli διατυπώνει τήν πρώτη σημαντική ἀρχή, σύμφωνα μέ τήν οποία, μέσα στό πλαίσιο αυτό, μόνο τά θεσμικά ὄργανα έχουν δικαίωμα νά ορίζουν τόν τρόπο χρήσεως τῆς ποσοστώσεως. Τό Δικαστήριο συμπλήρωσε, βεβαίως, ευθύς ἀμέσως ὅτι «προς τόν σκοπό αυτό, τά θεσμικά όργανα δύνανται εἴτε νά διασφαλίζουν τό όφελος τῆς ποσοστώσεως σέ κάθε καταναλωτή, εἴτε νά ὁρίζουν τά ἴδια τόν προορισμό του, εἴτε ἀκόμα νά επιτρέπουν στά κράτη μέλη νά κάνουν χρήση τῆς ποσοστώσεως μέ κριτήριο τά ἴδια τους συμφέροντα». Στην τελευταία, ὅμως, αυτή, δυνατότητα προσετέθη ὁ σημαντικός περιορισμός ὅτι «ὁ μή καθορισμός τοῦ προορισμού μιας ποσοστώσεως [πρέπει] νά ερμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι νά τήν χρησιμοποιήσουν ὅλοι οἱ ενδιαφερόμενοι». Στή σκέψη 8 ἀναπτύσσεται ἡ ἀρχή αυτή μέ τόν συλλογισμό «ὅτι πράγματι, κάθε διάταξη κράτους μέλους πού έχει σκοπό νά ὁρίσει τόν προορισμό μιᾶς κοινοτικής ποσοστώσεως, σύμφωνα μέ τά δικά του κριτήρια, δύναται νά προσβάλλει τους στόχους οικονομικής πολιτικής πού επιδιώκει ἡ Κοινότης, καθώς καί τήν ἴση μεταχείριση ὅλων τῶν ὑπηκόων της». Στην ἴδια σκέψη ἀναφέρεται ἀκόμη ὅτι οἱ εθνικές διοικητικές διατάξεις «έχουν σκοπό νά διασφαλίσουν τήν τήρηση τῶν συνολικών ὁρίων τῆς ποσοστώσεως καί τήν ἴση μεταχείριση ὅσων κάνουν χρήση της ποσοστώσεως». Τέλος, στή σκέψη 9 προστίθεται «ὅτι, ἀντίθετα, όταν ένα κράτος μέλος θέτει προϋποθέσεις χρήσεως οἱ όποιες επιδιώκουν σκοπούς οικονομικῆς πολιτικῆς πού δέν προβλέπονται ἀπό τίς διατάξεις πού έχει θεσπίσει ἡ Κοινότης υπερβαίνει τό πλαίσιο αυτής τῆς εξουσίας διαχειρίσεως».

Ἀπό τίς σκέψεις αυτές, νομίζω, ὅτι ένα πρώτο σημαντικό στοιχείο γιά τήν ἀπάντηση πού πρέπει νά δοθεῖ στά ερωτήματα πού σᾶς έχουν υποβληθεί στό πλαίσιο τῆς παρούσης υποθέσεως, εἶναι τό γεγονός ὅτι ἀπό τήν πρώτη υπόθεση Grosoli προκύπτει ὅτι τό Δικαστήριο, δέν θεώρησε ὡς αυτή καθ᾽ εαυτή ἀσυμβίβαστη μέ τό κοινοτικό δίκαιο, τήν δυνατότητα μιᾶς εθνικής κατανομής τῶν κοινοτικών ποσοστώσεων. Ή διαπίστωση αὐτή εἶναι σημαντική γιά τήν ἀπάντηση πού πρέπει νά δοθεί στό πρώτο ἀπό τά ερωτήματα πού σᾶς έχουν ὑποβληθεί. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν φράση τῆς ἀποφάσεως πού μίλα γιά «ελευθερία, ὅλων τῶν ενδιαφερομένων, νά κάνουν χρήση» τῆς ποσοστώσεως πού πρέπει νά κατανεμηθεί σέ εθνικό επίπεδο, καθώς καί μέ την φράση πού κάνει λόγο γιά τίς εθνικές διοικητικές διατάξεις πού ἔχουν, μεταξύ άλλων, σκοπό νά διασφαλίσουν «την ίση μεταχείριση ὅσων επωφελοῦνται ἀπό την ποσόστωση». Ἀντίθετα, ή ἀρχή πού διατυπώνεται στη σκέψη 9, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ένα κράτος μέλος δέν δύναται νά θέσει προϋποθέσεις χρήσεως, οἱ όποιες επιδιώκουν σκοπούς οικονομικής πολιτικής πού δέν προβλέπουν οἱ διατάξεις πού ἔχει θεσπίσει ἡ Κοινότης, ενέχει μία έμμεση σημασία γιά τήν ἀπάντηση πού πρέπει νά δοθεῖ στά ερωτήματα ὡς πρός ὁρισμένα κριτήρια κατανομής, τά όποια έχουν εφαρμοσθεί στην Όμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας.

Στην δεύτερη νπόαεση Grosoli (υπόθεση 35/79), ἐπιβεβαιώθη, μεταξύ άλλων, στην σκέψη 7, ἡ ἀρχή σύμφωνα μέ τήν ὁποία επιβάλλεται ἡ διασφάλιση τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὅσων ἐπωφελοῦνται ἀπό τίς ποσοστώσεις, καί ἡ ὁποία ἀνελύθη κατόπιν στίς ἑπόμενες σκέψεις. Γιά τήν εκτίμηση των ὑποβληθέντων ερωτημάτων, ἀξίζει, ιδίως, νά υπογραμμισθεί ἡ διαπίστωση, πού γίνεται στή σκέψη 9, σύμφωνα μέ τήν ὁποία «γιά μιά ὀρθολογική διαχείριση τοῦ ποσοστιαίου αὐτοῦ μεριδίου» (στην περίπτωση εκείνη τοῦ ἰταλικοῦ) «δυνατόν, ὑπό τίς ειδικές συνθήκες τῆς ἀγοράς τοῦ κατεψυγμένου βοείου κρέατος στό έδαφος ενός κράτους μέλους, νά θεωρηθεί χρήσιμο, ή ἀκόμα καί αναγκαίο, νά ὁρισθοῦν οἱ διάφορες κατηγορίες τῶν ενδιαφερομένων επιχειρηματιῶν καί νά καθορισθεί ἐκ τῶν προτέρων ἡ συνολική ποσότης πού θά δικαι-οῦται κάθε μία ἀπό τίς κατηγορίες αυτές». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ συνολική ἐκ τῶν προτέρων κατανομή τοῦ ἐθνικοῦ ποσοστιαίου μεριδίου μεταξύ τῶν διαφόρων κατηγοριών των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών δέν δύναται, πολύ περισσότερο, νά θεωρηθεί, κατ' ἀρχήν, ὡς αυτή καθ' εαυτή ἀντίθετη πρός τήν ἴση μεταχείριση. Ευθύς ἀμέσως ὅμως, στή σκέψη 10, προστίθεται ἡ προϋπόθεση ὅτι ἕνα τέτοιο σύστημα δέν εἶναι επιτρεπτό παρά μόνο «ἐφ᾽ ὅσον δέν στερεί ἀπό ορισμένους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες τήν δυνατότητα νά κάμουν χρήση τοῦ ποσοστιαίου μεριδίου πού έχει ἀπονεμηθεί στό κράτος αυτό» καί «ἐφ᾽ ὅσον οἱ διάφορες κατηγορίες επιχειρηματιών, καθώς καί οἱ συνολικές ποσότητες πού δύνανται νά ἀπορροφήσουν οἱ κατηγορίες αυτές, δέν έχουν καθορισθεί κατά τρόπο αυθαίρετο».

Στή σκέψη 11 τῆς δευτέρας ἀποφάσεως Grosoli παρέχεται μία ἀκόμη συμπληρωματική διευκρίνιση τοῦ ὅρου «ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες» πού υπάρχει στό άρθρο 3 τοῦ εξουσιοδοτικοῦ κανονισμοῦ πού ἴσχυε κατά τήν εποχή εκείνη, ὁ σημαντικός ὅμως αυτός ὅρός γιά τήν παρούσα υπόθεση, καθώς καί ἡ σχετική νομολογία σας, θά ἀναλυθοῦν χωριστά κατωτέρω.

Ή ἀπόφαση van Waisum έχει σημασία γιά τίς παροῦσες υποθέσεις, κατά πρώτο λόγο, διότι ἡ ἀπόφαση αυτή ἀφεώρα, ὅπως καί οἱ παροῦσες υποθέσεις, τό επιτρεπτό μιᾶς ποσοστώσεως εισαγωγής γιά τήν μεταποιητική βιομηχανία κρέατος. Μιά σημαντική διαφορά, ωστόσο, μεταξύ τῶν προκειμένων υποθέσεων καί τῆς ὑποθέσεως van Waisum, εἶναι ὅτι ἐπρόκειτο σαφώς γιά βιομηχανίες μεταποιήσεως, οἱ όποιες εισήγαγαν οἱ ἴδιες καί στίς όποιες, ὁπως καί στους εισαγωγείς έμπορους, κατενέμοντο ποσοστιαῖα μερίδια ἀνάλογα μέ τίς εισαγωγές τους ἀπό τρίτες χώρες κατά τό παρελθόν. Ή ἀπόφαση επιβεβαιώνει, ἐξ άλλου, ὅτι τά εθνικά κριτήρια κατανομής δέν δύνανται νά ἀποκλείουν ὁρισμένες ομάδες εισαγωγέων (οὔτε καί ὡς συνέπεια ὑπό προθεσμία: σκέψη 12). Τέλος, εἶναι ἀκόμη σημαντική διότι στην σκέψη 14 ἡ κατανομή τῆς ποσοστώσεως τοποθετείται σαφώς «εντός τοῦ πλαισίου τῆς κοινῆς ὀργανώσεως τῆς ἀγορᾶς τοῦ βοείου κρέατος». Τήν ἴδια ἀκριβώς ἀρχή έχετε ἐξ άλλου διατυπώσει, μεταξύ άλλων, στην δεύτερη φράση τῆς έκτης σκέψεως τῆς πρώτης ἀποφάσεως Grosoli. Ἐτσι, ἡ άποψη πού διετύπωσε ἡ ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση τῆς Γερμανίας στίς γραπτές παρατηρήσεις της ἐπί τῶν υποθέσεων πού ἔχετε ενώπιόν σας, ὅτι, δηλαδή, τά δύο θέματα εἶναι ἀνεξάρτητα τό ένα ἀπό τό άλλο, πρέπει ἤδη ἐκ τῶν προτέρων νά ἀπορριφθεί.

1.3. Ὁ ὅρος «ὅλοι οἱ ἐνδιαφερόμενοι επιχειρηματίες» («tous les opérateurs intéressés», «alle betrokkenen», «alle betroffene Marktteilnehmer») πού αναφέρεται στό ἄρθρο 3 τον κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2956/79

Τό τέταρτο ερώτημα πού σᾶς έχει υποβληθεῖ ἀναφέρεται σέ μιά πολύ συγκεκριμένη πλευρά τοῦ ὅρού «ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες» πού χρησιμοποιείται στό άρθρο 3 τοῦ κανονισμοῦ τοῦ Συμβουλίου, ὁ όποιος εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ὅτι ὁ παραπέμπων δικαστής έρωτᾶ ἄν περιλαμβάνει επίσης εκείνους οἱ όποιοι ἀγοράζουν βόειο κρέας σέ ένα κράτος μέλος μέ σκοπό νά τό μεταπωλήσουν κατόπιν στό εξωτερικό. Ὅπως, ὅμως, προέκυψε ἀπό τήν γραπτή καί προφορική διαδικασία, ὁ ὅρος αυτός έχει επίσης σημασία γιά τήν ἀπάντηση πού πρέπει νά δοθεί στά τρία πρώτα ερωτήματα. Γι' αὐτό καί προτίθεμαι νά τόν εξετάσω ἀπό τώρα κατά τρόπο γενικό, κατόπιν δέ νά ενσωματώσω τά σχετικά συμπεράσματα, ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρξει ἀνάγκη, στην ἀπάντηση πού πρέπει νά δοθεί στά καθ' ἕκαστον υποβληθέντα ερωτήματα.

Γιά τήν γενική ἀνάλυση μου, σχετικά μέ τό θέμα αυτό, ξεκινῶ ἀπό τή βάση ὅτι στη σκέψη 11 τῆς δευτέρας ἀποφάσεως Grosoli, τό Δικαστήριο διέγραψε, βέβαια, τό κατώτατο όριο — πού έχει ἐξ άλλου διατυπωθεί κατά τρόπο πολύ γενικό —, ὄχι, ὅμως, καί τό ἀνώτατο όριο τοῦ ἐν λόγω όρου. Πράγματι, έκρινε επιβεβλημένο «νά διαπιστώσει, σχετικῶς, ὅτι ὁ ὅρος “ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες” πού αναφέρεται στό άρθρο 3 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2861/77 έχει περιεχόμενο πολύ ευρύτερο ἀπό τόν ὅρο τῶν “ενδιαφερομένων επιχειρηματιών” πού πε-ριείχετο σέ προγενέστερους κανονισμούς, παραδείγματος χάρη στό άρθρο 3 τοῦ κανονισμού (ΕΟΚ) 3167/76 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 21ης Δεκεμβρίου 1976, περί ἀνοίγματος μιᾶς κοινοτικής δασμολογικής ποσοστώσεως γιά τό κατεψυγμένο βόειο κρέας, γιά τό έτος 1977 (PB L 357, 1977, σ. 14)». Γιά τά ἐρωτήματα πού είχαν τεθεί στην υπόθεση εκείνη, ἡ διαπίστωση αυτή ήταν πράγματι επαρκής γιά νά δικαιολογήσει, μεταξύ άλλων, τήν χορήγηση ποσοστώσεων εισαγωγής στό υπουργείο ἀμύνης, στους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως καί στό λιανικό εμπόριο.

Γιά νά δοθεῖ, ὅμως, ἀπάντηση στά ερωτήματα τά ὁποῖα σᾶς έχουν ὑποβληθεί στό πλαίσιο τῆς παρούσης υποθέσεως, νομίζω ὅτι εἶναι απαραίτητη μία προσπάθεια συμπληρωματικής διευκρινίσεως. Ἀφ' ενός μέν, θεωρώ σημαντικό νά ὑπογραμμισθεί σχετικά ὁ σκοπός τῆς εμπορικής πολιτικής, ὁ όποιος συνίσταται στή διασφάλιση ὁρισμένων εμπορικών ρευμάτων μέ τρίτες χώρες (πρώτη αιτιολογική σκέψη τοῦ κανονισμού (ΕΟΚ) 2956/79, τοῦ Συμβουλίου, πού έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση). Ἀφ' ἑτερου, νομίζω ὅτι πρέπει νά ἀναφερθεί ἡ δεύτερη αιτιολογική σκέψη τοῦ ἰδίου κανονισμοῦ ὅπου τονίζεται «ὅτι πρέπει ιδίως νά διασφαλισθεί σέ ὅλους τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες τῆς Κοινότητος ἡ δυνατότης νά χρησιμοποιούν κατά τρόπο ἴσο καί ἀπρόσκοπτο τήν ποσόστωση αυτή». Υπάρχει, τέλος, ή φράση τῆς ἰδιας αιτιολογικής σκέψεως πού τονίζει «ὅτι ἡ κατανομή αύτη ( 2 ) πρέπει νά πραγματοποιηθεί ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῶν κρατών μελών, υπολογιζόμενες, ἀφ᾽ ενός μέν, σύμφωνα μέ τά στατιστικά δεδομένα πού ἀφορούν τίς εισαγωγές ἀπό τρίτες χώρες κατά τήν διάρκεια μιᾶς ἀντιπροσωπευτικής περιόδου ἀναφοράς καί, ἀφ᾽ ἑτερου, σύμφωνα μέ τίς οικονομικές προοπτικές τοῦ έτους στό όποιο ἀναφέρεται ἡ δασμολογική ποσόστωση». Ἀπαντῶν σέ μία ερώτηση μου κατά τήν ἐπ᾽ ακροατηρίου διαδικασία, ὁ εκπρόσωπος της Επιτροπῆς ἐδήλωσε ὅτι ἡ Ἐπιτροπή εἶχε, ιδίως, ὑπ᾽ όψη της, σέ ὅ,τι άφορᾶ τίς οικονομικές αυτές προοπτικές, τήν συνολική ποσότητα βοείου κρέατος, τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά εισαγάγουν τά διάφορα κράτη μέλη ἀπό χῶρες τῆς Κοινότητος καί ἀπό τρίτες χώρες. Ή γενική έκφραση : «ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῶν κρατών μελών», πού χρησιμοποιείται στην προαναφερθείσα φράση, δέν επιτρέπει, κατά τήν άποψη μου, να συναχθεί ὅτι επιδιώκεται ένας άλλος σκοπός.

Οἱ προσφεύγουσες στην κυρία δίκη προέβαλαν τόν ισχυρισμό, κατά τήν διάρκεια τῆς διαδικασίας, ὅτι σύμφωνα μέ τους προαναφερθέντες σκοπούς τοῦ κανονισμού, ὑπενοοῦντο, ἰδίως, μεταξύ άλλων, οἱ ἔμποροι πού ἐθίγοντο ἀπό τήν εξάλειψη τῶν παραδοσιακών εμπορικών ρευμάτων, λόγω τῆς κοινής ὀργανώσεως τῶν ἀγορών. 'Υπέρ τῆς ἀπόψεως αυτής συνηγορεί, ἐξ άλλου, καί ἡ λέξη «betroffen» πού χρησιμοποιείται στό γερμανικό κείμενο τοῦ άρθρου 3 τοῦ κανονισμοῦ πρίν ἀπό τήν λέξη «Marktteilnehmer». 'Υπέρ τῆς ἀπόψεως αυτής δύναται ἀκόμα νά υποστηριχθεί ὅτι σύμφωνα μέ τά προαναφερθέντα ἀποσπάσματα τοῦ κανονισμοῦ, οἱ παραδοσιακές εισαγωγές, κατά τό παρελθόν, (κατεψυγμένου) βοείου κρέατος ἀπό τρίτες χώρες ἀποτελούν τό πρώτο κριτήριο γιά τήν κατανομή τῆς δασμολογικής ποσοστώσεως μεταξύ τῶν κρατών μελών, καθώς καί ὅτι, σύμφωνα μέ τίς υποθέσεις Grosoli Ι καί van Walsum, άλλα καί τῶν προκειμένων υποθέσεων, τό κριτήριο αυτό εἶναι πολύ πιό σημαντικό σέ σύγκριση μέ τά άλλα γιά τήν κατανομή τῶν εθνικών ποσοστώσεων, τουλάχιστον στην Όμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, στην Ἰταλία καί στίς Κάτω Χώρες. Τέλος, αυτοί οἱ όποιοι κατά παράδοση εισήγαγαν ἀπό τρίτες χώρες ἔχουν, χωρίς ἀμφιβολία, ἀποκτήσει πράγματι μία ειδική καί πολύτιμη πείρα σχετικά μέ τήν ἀγορά βοείου κρέατος ἀπό τίς χώρες αυτές, ή ὁποία ἀποτελεί τήν κατ' ἐξοχη εγγύηση ὅτι θά διασφαλισθεί ἡ συνέχεια στό εμπόριο αυτό, ὅπως εξήγησαν οἱ προσφεύγουσες στην κυρία δίκη.

Τά επιχειρήματα πού ἀνέπτυξαν οἱ προσφεύγουσες στην κυρία δίκη έχουν πράγματι, κατά τήν γνώμη μου, μιά ιδιαίτερη βαρύτητα πού δέν πρέπει νά ἀγνοηθεί. Ἀναφέρομαι, ἰδίως, στά επιχειρήματα τά όποια συνήγαγαν ἀπό τό κείμενο τοῦ άρθρου 3 καθώς καί ἀπό τό γενικό πλαίσιο τῆς ἐμπορικής πολιτικής τοῦ κανονισμού. Ἀπό τήν άλλη πλευρά ὅμως, δέν είναι δυνατόν νά ἀγνοηθεί τό δεύτερο κριτήριο γιά τήν κατανομή τῆς δασμολογικής ποσοστώσεως μεταξύ τῶν κρατών μελών. Καί μόνο λόγω τῶν ηὐξημένων ποσοτήτων πού πρέπει νά εισαχθούν σέ ὁρισμένα κράτη μέλη, εἶναι ἀναγκαίο νά δημιουργηθεί στην ἀγορά εισαγωγών θέση γιά νέους ενδιαφερομένους. Ἐξ άλλου, ὅπως προκύπτει τόσο ἀπό τήν ἀπόφαση Grosoli II ὅσο καί ἀπό τήν ἀπόφαση van Walsum , ἀκόμα καί ἡ έννοια τῶν παραδοσιακών εισαγωγέων δέν δύναται νά περιορισθεί στην έννοια τῶν εμπόρων εισαγωγέων. Στην ἀπόφαση Grosoli II τό ιταλικό υπουργείο ἀμύνης καί επίσης, τόσο στην υπόθεση Grosoli II, ὅσο καί στην υπόθεση van Walsum , ἡ μεταποιητική βιομηχανία κρέατος ἀπεδείχθη ὅτι ἀποτελούν μέρος τῶν παραδοσιακών εισαγωγέων. Συμφωνώ, τέλος, μέ τήν Ἐπιτροπή ὅταν επισύρει τήν προσοχή στον κίνδυνο μονοπωλήσεως ή ἀρτηριοσκληρώσεως τῶν διόδων εισαγωγής στην περίπτωση πού θά παρέμεναν καθ' ὁλοκληρία, ἡ κατά ένα πολύ σημαντικό μέρος, εις χείρας τῶν παραδοσιακών εισαγωγέων. Ή Ἐπιτροπή, ὅμως, προχωρεί σαφώς πολύ μακριά ὅταν εξομοιώνει τόν ὅρο «ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας», πού χρησιμοποιείται στό άρθρο 3 τοῦ κανονισμοῦ, μέ τόν ὅρο «επιχειρηματίας». Ἐκτός ἀπό τό ὅτι δέν υπάρχει στό ὀλλανδικό κείμενο τό ἀντίστοιχο τοῦ τελευταίου αυτού ὅρου ὅλα τά κείμενα πού προαναφέρθησαν συμβάλλουν στόν συμπληρωματικό καθορισμό τοῦ ὅρού. Τά ενδιαφερόμενα πρόσωπα πρέπει νά εἶναι «ενδιαφερόμενοι» ἡ «betroffen», ἤ «opérateurs intéressés» ἡ «betrokkenen». Μέσα στην ὅλη οἰκονομία τοῦ κανονισμού, ὁ συμπληρωματικός αυτός καθορισμός μπορεί νά σημαίνει κάτι άλλο έκτός ἀπό «εκείνον πού τόν ἀφορᾶ ἡ τόν ενδιαφέρει κατά τρόπον άμεσο ἡ εισαγωγή κατεψυγμένου βοείου κρέατος ἀπό τρίτες χῶρες». Οὔτε, επίσης, ἀπό τήν ἀπόφαση σας Grosoli II δύναται νά συναχθεί ὅτι είχατε τότε κρίνει ὅτι ὅλοι οἱ επιχειρηματίες δύνανται νά θεωρηθούν ὡς «ενδιαφερόμενοι». Ἐκείνο πού είχατε τονίσει, κατά την γνώμη μου, εἶναι ὅτι ὁ ὅρος αυτός δέν άφορᾶ πλέον ἀποκλειστικά τους εισαγωγείς κατά τήν έννοια τοῦ ἀρχικοῦ κανονισμοῦ. Ἀλλωστε, δέν υπήρχε τότε ἀνάγκη ἀκριβέστερης διευκρινίσεως τοῦ ὅρού, γιά νά δοθεί ἀπάντηση στά ἐρωτήματα πού σᾶς είχαν ὑποβληθεί στό πλαίσιο εκείνης τῆς υποθέσεως. Στό πλαίσιο τῆς παρούσης υποθέσεως ἡ ἀνάγκη αύτη υπάρχει. Όπως θά ἀναφέρω καί κατωτέρω, τό προσωρινό αυτό συμπέρασμα στηρίζεται, επίσης, στην υποχρέωση, τήν ὁποία συνεχώς υπογραμμίζει ἡ νομολογία σας, νά λαμβάνεται ὑπ' ὄψη ἡ αρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὅλων τῶν ενδιαφερομένων τῆς Κοινότητος.

Λαμβανομένων ὑπ' ὄψη τῶν προηγουμένων ἀποφάσεων σας, καθώς καί τῆς ἀνάγκης νά ληφθούν ὑπ' ὄψη οἱ νέες ἀνάγκες εισαγωγής, νομίζω ὅτι δύναται προσωρινώς νά ὁρισθεί ὁ ὅρός «ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες», πού περιέχεται στό άρθρο 3 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2956/79 τοῦ Συμβουλίου, ὡς περιλαμβάνων «ὅλες τίς επιχειρήσεις οἱ όποιες έχουν ἡ οἱ όποιες ἀποκτούν ένα άμεσο συμφέρον, τό όποιο πρέπει νά ληφθεί ὑπ' ὄψη κατά τήν εφαρμογή τῆς ἀρχής τῆς ἴσης μεταχειρίσεως, κατά τήν εξαγωγή κατεψυγμένου βοείου κρέατος ἀπό τρίτες χώρες».

1.4. Ἡ ἐν συνεχεία διάρθρωση τῶν προτάσεών μου

Δέν νομίζω ὅτι δύναμαι νά συνοψίσω τά πιό σημαντικά ἀπό τά πραγματικά περιστατικά καί τήν ἔγγραφη διαδικασία κατά τρόπο καλύτερο ἀπό τήν έκθεση γιά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση.

Στην παράγραφο 2 τῶν προτάσεων μου θά επαναλάβω, λοιπόν χωρίς προσθήκη τήν περίληψη αυτή. Σέὅ,τι άφορᾶ τίς παρατηρήσεις πού υποβλήθηκαν κατά τήν διάρκεια τῆς έγγράφου διαδικασίας ἄς μοῦ επιτραπεί νά παραπέμψω στην περίληψη πού παρατίθεται στην έκθεση γιά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση. Προσθέτω, ωστόσο, ὅτι κυρίως ή Ἐπιτροπή ήταν εκείνη πού προσέφερε κατά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου διαδικασία, εἰς ἀπάντηση ερωτήσεων πού είχε θέσει τό Δικαστήριο σας, άλλά καί ἐγώ ὁ ἴδιος, συμπληρωματικά στοιχεία καί σημαντικές διευκρινίσεις ὡς πρός τήν άποψη της, οἱ όποιες δέν κατέστη, βεβαίως, δυνατόν νά ενσωματωθοῦν στην έκθεση γιά τὴν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση. Κατά τό μέτρο πού κρίνεται ἀναγκαίο θά επανέλθω, στή συνέχεια τῆς ἀναπτύξεως μου, ἐπί ὁρισμένων γραπτών ἡ προφορικών παρατηρήσεων.

Στίς επόμενες παραγράφους τῶν προτάσεων μου θά εξετάσω, κατ' ἀρχάς, χωριστά τά διάφορα ἐρωτήματα πού σᾶς έχουν υποβληθεί. Θά κλείσω τίς προτάσεις μου μέ ὁρισμένες γενικές παρατηρήσεις.

2. Τά πραγματικά περιστατικά καί ή έγγραφη διαδικασία

Σύμφωνα μέ υποχρέωση πού ἀνέλαβε στό πλαίσιο τοῦ GATT, ἡ Κοινότης ἀνοίγει ετησίως μία δασμολογική ποσόστωση γιά τό κατεψυγμένο βόειο κρέας τῆς διακρίσεως 02.01 Α II β) τοῦ ΚΔ. Γιά τό 1980, ή ποσόστωση αυτή, ἡ ὁποία υπόκειται σέ δασμό 20 ο/ο καί εἶναι ελεύθερη εισφοράς, καθορίσθη σέ 50000 τόνους μέ τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 2956/79. Ό ἐν λόγω κανονισμός κατένειμε σέ κάθε κράτος μέλος ένα ποσοστιαίο μερίδιο. Σύμφωνα μέ τό άρθρο 3, παράγραφος 1 «τά κράτη μέλη θεσπίζουν τίς αναγκαίες διατάξεις γιά νά εξασφαλίσουν στους επιχειρηματίες πού εἶναι εγκατεστημένοι στό έδαφός τους τήν ελεύθερη συμμετοχή στά ποσοστιαία μερίδια πού έχουν κατανεμηθεί σ' αυτά».

Στην Όμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας μέχρι τό 1979 ἐπετρέπετο νά συμμετάσχουν στό ποσοστιαίο μερίδιο σχεδόν ἀποκλειστικώς ὅσοι πραγματοποιοῦσαν συνήθως εισαγωγές βοείου κρέατος ἀπό τρίτες χώρες. Ἐνα νέο σύστημα κατανομής, ἐθεσπίσθη μέ τήν κανονιστική ἀπόφαση τοῦ γερμανοῦ ὁμοσπονδιακοῦ ὑπουργοῦ οἰκονομικῶν τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1979, περί τῶν ἀρχῶν κατανομῆς τοῦ γερμανικοῦ μεριδίου τῆς κοινοτικῆς δασμολογικῆς ποσοστώσεως γιά τό 1980 («Verordnung über die Grundsätze für die Verteilung der Deutschen Quote des Gemeinschaftszollkontingents 1980» Bundesanzeiger ἀριθ. 241, σ. 2).

Σύμφωνα μέ τό άρθρο 2 τῆς ἀνωτέρω ἀποφάσεως τό 75 % τῆς ποσότητος πού ἀντιπροσωπεύει τό ποσοστιαίο μερίδιο κατενεμήθη στους ἐπιχειρηματίες, ἀνάλογα μέ τίς εισαγωγές πού πραγματοποίησαν στην Όμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας κατά τό διάστημα μεταξύ τοῦ 1977 καί 1979, ἐκ τῶν ὁποίων 85 % παρείχετο στους επιχειρηματίες πού είχαν πραγματοποιήσει εισαγωγές βοείου κρέατος ἀπό τρίτες χῶρες, καί 15% στους επιχειρηματίες πού πραγματοποίησαν εισαγωγές ἀπό κράτη μέλη τῆς Κοινότητος. Ἐνα άλλο 15 ο/ο τοῦ γερμανικού ποσοστιαίου μεριδίου κατενεμήθη σύμφωνα μέ τίς εξαγωγές πρός τρίτες χῶρες καί πρός κράτη μέλη της ΕΟΚ, μέ ἔτη ἀναφοράς, ἐπίσης, τά ἔτη 1977 μέχρι 1979. Τέλος, τό υπόλοιπο 10 ο/ο κατενεμήθη σύμφωνα μέ τίς ἀγορές βοείου κρέατος ἀπό τόν γερμανικό ὀργανισμό παρεμβάσεως (τό «Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung», στό έξης «BALM»). Τό BALM έχει ἀναλάβει επίσης τήν κατανομή ἡ ὁποία πραγματοποιείται μέσω τῆς χορηγήσεως πιστοποιητικῶν σχετικών μέ τήν τελωνειακή ποσόστωση («Zollkontingentscheine»).

Δεδομένου ὅτι οἱ κοινοτικές τιμές του βοείου κρέατος εἶναι πολύ ὑψηλότερες στην Κοινότητα ἀπό τίς τιμές τῶν σημαντικότερων υπερπόντιων τρίτων χωρών, ή πώληση κατεψυγμένου βοείου κρέατος πού προέρχεται ἀπό τίς ποσότητες τῆς ποσοστώσεως εἶναι ιδιαίτερα πλεονεκτική, ἔτσι ὥστε ἡ συμμετοχή στην κατανομή της ποσοστώσεως νά ἀντιπροσωπεύει γιά τους επιχειρηματίες σημαντικό κέρδος.

Οἱ επιχειρήσεις Will, Trawako καί Gedelfi εισάγουν συνήθως στην Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας βόειο κατεψυγμένο κρέας ἀπό τρίτες χώρες. Τό 1980, μετά τήν έναρξη τῆς ισχύος τῆς νέας κανονιστικῆς ρυθμίσεως περί κατανομής της ποσοστώσεως ἔλαβαν ἕνα μέρος ἀπό τό γερμανικό μερίδιο, πολύ μικρότερο ἀπό αυτό πού τους εἶχε κατανεμηθεί τά προηγούμενα έτη. Ἐπειδή ἐθεώρησαν ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ γερμανικοῦ ὁμοσπονδιακού υπουργείου οικονομικών, τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1979, στην ὁποία ὀφείλετο ἡ μείωση, ἀντέβαινε πρός τό κοινοτικό δίκαιο, οἱ τρεις επιχειρήσεις άσκησαν προσφυγή ἐνώπιον τοῦ Verwaltungsgericht τῆς Φραγκφούρτης ἐπί τοῦ Μάιν, αιτούμενες νά τους χορηγήσουν οἱ γερμανικές διοικητικές ἀρχές πιστοποιητικά εἰσαγωγῆς στά πλαίσια τῆς ποσοστώσεως γιά ποσότητα μεγαλύτερη εκείνης πού τους είχε χορηγηθεί. Οἱ προσφυγές αυτές ἀπερρίφθησαν πρωτοβαθμίως, ὅμως, τό Verwaltungsgerichtshof τῆς Ἔσσης, ενώπιον τοῦ οποίου ἤσκησαν έφεση οἱ προσφεύγουσες, υπέβαλε πρός τό Δικαστήριο, κατ' ἐφαρμογή τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, μέ τρεις διατάξεις τῆς 25ης 'Ιουνίου 1981, τά ἀκόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.

Τό άρθρο 3, παράγραφος 1 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2956/79 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 26ης Δεκεμβρίου 1979, περί ἀνοίγματος, κατανομῆς καί τρόπου διαχειρίσεως κοινοτικῆς δασμολογικῆς ποσοστώσεως γιά τό κατεψυγμένο βόειο κρέας τῆς διακρίσεως 02.01 Α ΙΙ β) τοῦ κοινοῦ δασμολογίου (έτος 1980, ABl. L 336 τῆς 29ης Δεκεμβρίου 1979, σ. 3) πρέπει νά ερμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι μέ τήν εφαρμογή του αίρεται ἡ ἴση μεταχείριση τῶν επιχειρηματιών πού εἶναι εγκατεστημένοι στά διάφορα κράτη μέλη τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθ' ὅσον πρόκειται γιά τήν κατανομή ἀπό τά διάφορα κράτη μέλη τῶν ποσοστιαίων μεριδίων τους τῆς συνολικῆς κοινοτικής δασμολογικής ποσοστώσεως γιά τό έτος 1980 τοῦ κατεψυγμένου βοείου κρέατος;

2.

Τό άρθρο 7, παράγραφος 1 τοῦ κανονισμού (ΕΟΚ) 805/68 τοῦ Συμβουλίου, της 27ης 'Ιουνίου 1968, περί κοινής ὀργανώσεως ἀγοράς στόν τομέα τοῦ βοείου κρέατος (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 03/003, σ. 72) πρέπει νά ερμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι επιβάλλεται νά εξασφαλισθεί ἡ γενική ἴση μεταχείριση ὅλων ὅσων ἀγοράζουν προϊόντα ἀπό τόν εθνικό ὀργανισμό παρεμβάσεως μέχρι τῆς περατώσεως κάθε εμπορικῆς πράξεως; Ή μήπως ἡ διάταξη αύτη επιτρέπει νά παρέχονται ἐκ τῶν υστέρων, σ᾽ ένα κράτος μέλος, στους ἀγοραστές προϊόντων ἀπό την παρέμβαση, μέσω συμμέτοχης σέ μία κοινοτική δασμολογική ποσόστωση, ὀφέλη τά όποια δέν παρέχονται στους ἀγοραστές αυτούς σέ ἄλλα κράτη μέλη;

3.

Ὅταν ιδίως πρόκειται γιά ενίσχυση πού χορηγείται ἀπό κρατικούς πόρους, συμβιβάζεται μήπως μέ τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 2956/79 ἡ παροχή μεριδίου ἀπό τήν κοινοτική δασμολογική ποσόστωση τοῦ έτους 1980, γιά τό βόειο κρέας, στους γερμανούς ἐκείνους εἰσαγωγεῖς πού εισήγαγαν βόειο κρέας ἀπό κράτη μέλη τῶν Εὐρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς καί στους γερμανούς εξαγωγείς, ιδίως εκείνους πού εξήγαγαν βόειο κρέας σέ κράτη μέλη των Ευρωπαϊκῶν Κοινοτήτων;

4.

“ Ἐνδιαφερόμενος επιχειρηματίας” κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 3, παράγραφος 1 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2956/79 εἶναι επίσης καί εκείνος πού ἀγοράζει βόειο κρέας σέ ένα κράτος μέλος καί τό μεταπωλεί ἐν συνεχεία στό εξωτερικό;»

Στό σκεπτικό τῶν διατάξεων αυτῶν τό Verwaltungsgerichtshof τῆς Ἔσσης εξηγεί τους λόγους πού τό ὁδήγησαν νά ζητήσει ερμηνεία τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου.

Έκρινε ὅτι είχε ἀνάγκη ερμηνείας γιά νά πληροφορηθεί:

α)

ἄν ὁ κανονισμός (ΕΟΚ) 2956/79 είναι έγκυρος, δεδομένου ὅτι οἱ διατάξεις του (ιδίως τό άρθρο 3, παράγραφος 1) φαίνεται νά ἀντιβαίνουν πρός υπέρτερους κανόνες τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου

β)

ἄν τό εθνικό σύστημα κατανομής τοῦ ποσοστιαίου μεριδίου τῆς δασμολογικής ποσοστώσεως πού εἶχε παραχωρηθεί στην Όμοσπονδιακή Δημοκρατία είναι σύμφωνο μέ τό κοινοτικό δίκαιο κατά τό μέτρο πού επιτρέπει νά συμμετάσχουν στην ποσόστωση πολλές κατηγορίες επιχειρηματιών οι ὁποῖες δέν είχαν ληφθεί ὑπ᾽ ὄψη ἀπό τήν προγενεστέρως ισχύουσα κανονιστική ρύθμιση.

Οἱ περί παραπομπής διατάξεις ἐπρωτο-κολλήθησαν στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου στίς 20 'Ιουλίου 1981.

Μέ διάταξη τῆς 16ης Δεκεμβρίου 1981, τό Δικαστήριο, ἐν ὄψει τῆς συναφειας τῶν ερωτημάτων καί τῆς ταυτότητος τῶν πραγματικών περιστατικών ἐκ τῶν ὁποίων οἱ διαφορές, ἀπεφάσισε νά ενώσει τίς τρεις ὑποθέσεις πρός διευκόλυνση τῆς προφορικής διαδικασίας καί πρός έκδοση κοινής ἀποφάσεως.

Κατόπιν εκθέσεως τοῦ εισηγητοῦ δικαστοῦ καί μετ᾽ ἀκρόαση τοῦ γενικού εισαγγελέως τό Δικαστήριο ἀπεφάσισε τήν έναρξη τῆς προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή ἀποδείξεων. 'Ωστόσο, ή επιχείρηση Gedelfi καί ἡ Ἐπιτροπή εκλήθησαν νά ἀπαντήσουν, κατά τήν διάρκεια τῆς προφορικής διαδικασίας σέ ὁρισμένα ερωτήματα, καθώς καί νά παράσχουν διευκρινίσεις ἐπί ὁρισμένων στοιχείων. Ἐφ᾽ ὅσον κριθεί ἀναγκαίο, ὅπως εἶπα, θά επανέλθω ἐπί τῶν στοιχείων αυτών κατά τήν εξέταση τῶν διαφόρων ερωτημάτων.

3. Πρώτο ερώτημα

Ὑπενθυμίζω ὅτι τό πρώτο ἀπό τά ερωτήματα πού σᾶς έχουν υποβληθεί εἶναι διατυπωμένο ὡς έξῆς:

Τό άρθρο 3, παράγραφος 1 τοῦ κανονισμού (ΕΟΚ) 2956/79 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 20ής Δεκεμβρίου 1979, περί ἀνοίγματος, κατανομής καί τρόπου διαχειρίσεως κοινοτικής δασμολογικής ποσοστώσεως γιά τό κατεψυγμένο βόειο κρέας τῆς διακρίσεως 02.01 Α II β) τοῦ κοινού δασμολογίου (έτος 1980, ABl. L 336, σ. 3) πρέπει νά ερμηνευθεί ὑπό τήν έννοια ὅτι μέ τήν εφαρμογή του αίρεται ἡ ἴση μεταχείριση τῶν επιχειρηματιών πού εἶναι εγκατεστημένοι στά διάφορα κράτη μέλη τῶν Εὐρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθόσον πρόκειται γιά τήν κατανομή ἀπό τά διάφορα κράτη μέλη τῶν ποσοστιαίων μεριδίων τους τῆς συνολικῆς κοινοτικής δασμολογικής ποσοστώσεως γιά τό έτος 1980 τοῦ κατεψυγμένου βοείου κρέατος;

Ή κυβέρνηση τῆς Όμοσπονδιακής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας ἰσχυρίσθη στίς γραπτές παρατηρήσεις της, χωρίς νά ἔχει εντελώς ἄδικο, ὅτι τό ερώτημα αυτό άφορα, στην ουσία, τό κύρος τοῦ ἄρθρου 3. Στό σκεπτικό τῆς διατάξεως περί παραπομπής υπάρχει, πράγματι, μία φράση ή ὁποία ενισχύει την άποψη αύτη. Οὔτε, ὅμως, τό κείμενο οὔτε ἡ κατεύθυνση τοῦ ερωτήματος μας υποχρεώνουν, κατά την άποψη μου, νά τοῦ προσδώσουμε την έννοια αύτη.

Σ' αυτό καθ'εαυτό τό ερώτημα θά ήταν δυνατόν, γιά τους λόγους πού ἀνέφερα ἀνωτέρω, νά δοθεί ἀπάντηση ἀρνητική. 'Υπό την προοπτική, ὅμως, τῶν επομένων ερωτήσεων νομίζω ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη μία συμπληρωματική διευκρίνιση. Ἐν ὄψει των διαφόρων πλευρών τοῦ ερωτήματος πού συζητήθηκαν κατά την ἔγγραφη καί προφορική διαδικασία επιθυμῶ νά υποστηρίξω τήν έξῆς άποψη.

Ὅπως έχετε ήδη κρίνει στην πρώτη ἀπόφαση Grosoli , ἡ μετάθεση στά κράτη μέλη τῆς συγκεκριμένης κατανομής τῆς κοινοτικής ποσοστώσεως δέν πρέπει, αύτη καθ' εαυτή νά θεωρηθεί ὡς ἀντίθετη πρός τό κοινοτικό δίκαιο, ἐφ' ὅσον, ελλείψει λεπτομερῶν κανόνων τῶν κοινοτικών ὀργάνων ὡς πρός τόν προορισμό, ὅλοι οἱ ενδιαφερόμενοι δύνανται ελεύθερα νά κάνουν χρήση (σκέψη 7). Ὅπως ὀρθώς ἐδήλωσε ἡ Ἐπιτροπή στίς γραπτές παρατηρήσεις της, ἡ κατανομή τῆς κοινοτικής ποσοστώσεως μεταξύ τῶν κρατών μελών, βάσει τῆς ἀρχής τῆς ἴσης μεταχειρίσεως, πρέπει νά πραγματοποιηθεί κατ'εφαρμογή τῶν ἴδιων ἀντικειμενικών κριτηρίων γιά ὅλα τά κράτη μέλη, τό πρόβλημα ὅμως αυτό δέν ἔχει θιγεί στην παρούσα υπόθεση.

Ἡ δεύτερη ἀπόφαση Grosoli επιβεβαιώνει, ὅπως ήδη ἀνέφερα, ὅτι ἡ ἀρχή τῆς ελεύθερης συμμετοχής ὅλων τῶν ενδιαφερομένων προϋποθέτει τήν ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὅλων εκείνων πού κάνουν χρήση τῆς ποσοστώσεως (σκέψη 7). Ἐπί πλέον, στήν ἴδια ἀπόφαση διευκρινίζεται ὅτι τό γεγονός ὅτι ὁρισμένες ποσότητες επιφυλάσσονται γιά ὁρισμένες κατηγορίες ενδιαφερομένων δέν εἶναι, αυτό καθ' εαυτό, ἀντίθετο πρός τήν ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὑπό τόν ὅρο ὅτι δέν ἀφαιρείται ἀπό ὁρισμένους ενδιαφερομένους ή δυνατότητα χρησιμοποιήσεως τῆς ποσοστώσεως (σκέψεις 9 καί 10).

Ἀπό τό σύνολο τῶν ερωτημάτων πού σᾶς έχουν υποβληθεί στό πλαίσιο τῶν προκειμένων υποθέσεων, προκύπτει ἡ ἀνάγκη νά διευκρινισθεί περισσότερο ἡ ἀρχή αυτή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὅλων τῶν ενδιαφερομένων. Στό πλαίσιο τοῦ πρώτου ερωτήματος, φαίνεται ἰδίως ἀναγκαίο νά διευκρινισθεί σχετικώς ὅτι ἡ εφαρμογή, ἀπό τά κράτη μέλη, τοῦ ἄρθρου 3, παράγραφος 1 τοῦ κανονισμοῦ πρέπει νά γίνει χωρίς νά θιγοῦν οἱ κανόνες τῶν άρθρων 7, 30, 34, 40, παράγραφος 3, καί 52 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, δεδομένου ὅτι πρόκειται γιά τίς διατάξεις πού ἀφοροῦν πιό άμεσα τήν ἀρχή αύτη τῆς ἴσης μεταχειρίσεως. 'Υπό τήν έννοια αύτη εξέλαβα, ἐξ άλλου, τήν ἀπάντηση πού έδωσε ἡ Ἐπιτροπή, κατά τήν διάρκεια τῆς προφορικής διαδικασίας, στά ερωτήματα πού τῆς είχε ἐκ τῶν προτέρων θέσει τό Δικαστήριο. Νομίζω ἀπαραίτητη μία διευκρίνιση ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ, γιά τόν λόγο, κατ' ἀρχάς, ὅτι εἰς ἀπάντηση ενός άλλου ερωτήματος ἡ Ἐπιτροπή ἀνέφερε ὅτι οἱ εισαγωγές ἀπό τρίτες χώρες πού πραγματοποιοῦσαν διαμετακομισταί έμποροι εγκατεστημένοι σέ άλλα κράτη μέλη συνυπολογίζοντο, κατά τήν κατανομή μεταξύ τῶν κρατών μελών τῆς ποσοστώσεως, μεταξύ εκείνων τῆς χώρας προορισμοῦ. Οἱ βέλγοι, δανοί, γάλλοι ἡ ὀλλανδοί διαμετακομισταί έμποροι έχουν λοιπόν τήν δυνατότητα νά προβάλουν δικαιώματα γιά ποσοστιαίο μερίδιο στην Όμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, στην περίπτωση πού έχουν ιδρύσει στήν χώρα αυτή, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 52 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, πρακτορείο, υποκατάστημα ἤ θυγατρική εταιρία. Ἀντίθετα, κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 34 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ἡ Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας ἤ ὁποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος δέν επιτρέπεται να ἀρνηθοῦν στους ενδιαφερομένους ἕνα ποσοστιαίο μερίδιο γιά τόν μόνο λόγο ὅτι μία επιχείρηση εγκατεστημένη στην χώρα αύτη επιθυμεί νά χρησιμοποιήσει την ποσόστωση εισαγωγής γιά νά εξάγει πρός ἕνα άλλο κράτος μέλος. Ὡς πρός τό εντελῶς διαφορετικό ζήτημα, ἄν ἡ εξαγωγή αύτη καθ' εαυτή συνιστᾶ ἀποδεκτό κριτήριο κατανομής θά επανέλθω κατωτέρω.

Ή μόνη συνέπεια πού εἶναι συμφυής πρός τό ὅλο σύστημα εἶναι ὅτι, ὑπό την επιφύλαξη ενδεχομένης εφαρμογῆς τοῦ άρθρου 52, οἱ επιχειρήσεις πού δέν εἶναι εγκατεστημένες στην Όμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας δέν υπολογίζονται στην Όμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας γιά νά λάβουν ποσοστιαίο μερίδιο, διότι, σύμφωνα μέ τά κριτήρια κατανομής τῆς ποσοστώσεως μεταξύ τῶν κρατῶν μελῶν καί λαμβανομένης ὑπ᾽ ὄψη τῆς ἀρχής τῆς ἴσης μεταχειρίσεως, ἡ κατανομή αύτη επιφυλάσσεται σέ άλλα κράτη μέλη. Τέλος,

δυνάμει τοῦ ἄρθρου 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ἕνα κράτος μέλος δέν δύναται νά εφαρμόσει κριτήρια κατανομής τά όποια εμμέσως περιορίζουν την εισαγωγή βοείου κρέατος ἀπό άλλα κράτη μέλη. Ή διαπίστωση αύτη έχει, επίσης, σημασία γιά τήν ἀπάντηση πού θά πρέπει νά δοθεί στό δεύτερο ἀπό τά ερωτήματα πού σᾶς ἔχουν υποβληθεί.

Βάσει τῆς ἀναλύσεως αὐτής καί λαμβανομένων ὑπ᾽ ὄψη τῶν γενικῶν παρατηρήσεων μου πού ἀνεπτύχθησαν προηγουμένως ὡς πρός τόν ὅρο τοῦ επιχειρηματία προτείνω νά δώσετε στό πρῶτο ερώτημα τήν έξῆς ἀπάντηση:

«Κατά τήν ἐφαρμογή τοῦ ἄρθρου 3, παράγραφος 1 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2956/79 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 20ής Δεκεμβρίου 1979, πρέπει νά τηρούνται οἱ γενικοί κανόνες τῆς συνθήκης ΕΟΚ περί ἴσης μεταχειρίσεως τῶν επιχειρηματιών, ἰδίως οἱ κανόνες τῶν άρθρων 7, 30, 34, 40, παράγραφος 3, καί 52 έναντι ὅλων τῶν επιχειρήσεων οἱ όποιες έχουν άμεσο συμφέρον γιά τήν εισαγωγή κατεψυγμένου βοείου κρέατος ἀπό τρίτες χώρες πρός τό ἐν λόγω κράτος μέλος καί οἱ όποιες εἶναι εγκατεστημένες στό κράτος αυτό σύμφωνα μέ τό άρθρο 52. Δυνάμει τῆς ἀρχής τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὅλων τῶν υπηκόων τῆς Κοινότητος, ή ὁποία ἔχει διαμορφωθεί από τήν πάγια νομολογία ὡς πρός τήν κατανομή τῶν δασμολογικών ποσοστώσεων δέν επιτρέπεται επίσης νά εφαρμοσθούν κριτήρια κατανομής, τά όποια, λόγω τῆς φύσεως των, έχουν ὡς συνέπεια νά εὐνοοῦν τους υπηκόους ἑνός κράτους μέλους σέ σύγκριση μέ τους υπηκόους τῶν άλλων κρατών μελών τῆς Κοινής Ἀγορᾶς.»

4. Δεύτερο ερώτημα

Μέ τό δεύτερο ερώτημά του ὁ παραπέμπων δικαστής έρωτᾶ ουσιαστικώς, ἄν τό άρθρο 7, παράγραφος 1 τοῦ κανονισμού (ΕΟΚ) 805/68 (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 03/003 σ. 72) επιτρέπει νά χορηγηθούν ἐκ τῶν υστέρων στους ἀγο-ραστάς εμπορευμάτων παρεμβάσεως σέ ἕνα ὁρισμένο κράτος μέλος, μέσω τῆς συμμετοχής σέ μία κοινοτική δασμολογική ποσόστωση, πλεονεκτήματα, τά όποια οἱ ἐν λόγω ἀγοραστές δέν θά ἀπελάμβαναν σέ ἕνα άλλο κράτος μέλος.

Ἀναφέρω, κατ' ἀρχάς ὅτι ἡ ἐν λόγω διάταξη τοῦ κανονισμοῦ ἔχει ως έξης: «Ἡ διάθεση τῶν προϊόντων πού ἀγοράζονται ἀπό τους ὀργανισμούς παρεμβάσεως σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τῶν άρθρων 5 καί 6, γίνεται μέ τέτοιους ὅρούς, ώστε νά ἀποφεύγεται κάθε διαταραχή τῆς ἀγοράς καθώς καί νά εξασφαλίζεται ἡ ισότητα προσβάσεως στά εμπορεύματα καί ἡ ισότητα στην μεταχείριση τῶν ἀγοραστών».

Ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ ερωτήματος εξέθεσε ἡ γερμανική ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση τήν άποψη της, ἡ ὁποία, ὅπως ήδη ἀνέφερα στίς εισαγωγικές παρατηρήσεις μου εἶναι ἀντίθετη πρός τήν νομολογία σας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ κατανομή τῶν δασμολογικών ποσοστώσεων πρέπει νά είναι ἀνεξάρτητη ἀπό τήν ὀργάνωση τῆς ἀγορᾶς.

Θεωρώ αυτονόητο ὅτι ὅταν ένα κράτος μέλος εφαρμόζει ἕνα κριτήριο κατανομής, ὅπως αυτό, γιά τό όποιο πρόκειται στην παρούσα υπόθεση, ἀπομακρυνόμενο ἀπό τήν πρακτική πού ἀκολουθείται σέ άλλα κράτη μέλη, ἡ εφαρμογή αυτή ἀντίκειται πρός τό ἀνωτέρω άρθρο, καθώς καί πρός τήν γενική ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως, ή ὁποία, ὅπως ἀνέφερα στην δεύτερη φράση των προτάσεων μου ἐπί τοῦ πρώτου ερωτήματος, συνάγεται ἀπό τήν προγενέστερη νομολογία σας. Πράγματι, σέ ὅ,τι άφορᾶ τίς ἀγορές ἀπό τους εθνικούς ὀργανισμούς παρεμβάσεως, οἱ υπήκοοι τοῦ ενδιαφερομένου κράτους βρίσκονται σέ ευνοϊκότερη θέση ἀπό τους υπηκόους τῶν άλλων κρατῶν μελών. Ἐφ᾽ ὅσον ὅλα τά κράτη μέλη δέν εφαρμόζουν τό ἴδιο κριτήριο κατανομής, ἡ ευνοϊκή αυτή μεταχείριση δέν ἀντισταθμίζεται ἀπό ἀντίστοιχα πλεονεκτήματα πού ἀπολαμβάνουν οἱ υπήκοοι άλλων κρατών μελών γιά τίς ἀγορές ἀπό τους ὀργανισμούς παρεμβάσεως αυτών τῶν κρατών μελών. Τέλος, ὀρθώς παρετήρησε ή Ἐπιτροπή ὅτι ἕνα τέτοιο κριτήριο ευνοεί τίς ἀγορές τῶν υπηκόων ἑνός κράτους μέλους ἀπό τόν κρατικό ὀργανισμό παρεμβάσεως σέ σύγκριση μέ τίς ἀγορές πού πραγματοποιούν οἱ υπήκοοι τοῦ κράτους αὐτοῦ ἀπό τους ὀργανισμούς παρεμβάσεως άλλων κρατών μελών. Ὅπως ήδη παρετήρησα προηγουμένως τό γεγονός αυτό συνιστά, ἐπίσης, παράβαση τοῦ ἄρθρου 30 τῆς συνθήκης ΕΟΚ.

Δέν μπορώ νά συμφωνήσω μέ τήν άποψη τῆς Ἐπιτροπῆς σύμφωνα μέ τήν ὁποία ή ἀνισότης μεταχειρίσεως πού προκύπτει ἀπό ένα τέτοιο κριτήριο εἶναι συμφυής πρός τό ὅλο σύστημα. Κατά τήν διάρκεια τῆς διαδικασίας, ἀπό κανένα στοιχείο δέν προέκυψε ὅτι τό κριτήριο αυτό ἐθεσπίσθη ειδικώς πρός όφελος τῆς μεταποιητικής βιομηχανίας κρέατος, έστω καί ἄν δέν περιορίζεται στόν τομέα αυτό. Σχετικώς, έχει σημασία νά τονισθεί ὅτι σύμφωνα μέ τήν ἑβδόμη αἰτιολογική σκέψη τοῦ κανονισμού (ΕΟΚ) 805/68, εκρίθησαν ιδιαιτέρως ενδεδειγμένα πρός τό συμφέρον τῆς μεταποιητικής βιομηχανίας ειδικά μέτρα γιά τήν εισαγωγή κατεψυγμένου βοείου κρέατος προελεύσεως τρίτων χωρών. Οἱ υποθέσεις Grosoli II καί van Walsum έχουν ωστόσο, καταδείξει ὅτι εἶναι καθόλα δυνατόν νά επιτευχθεί ὁ σκοπός αυτός μέ τήν χορήγηση στην μεταποιητική βιομηχανία ποσοστώσεων οἱ όποιες εἶναι ἀμέσως ἀνάλογες πρός τίς εισαγωγές τους ἀπό τρίτες χώρες κατά τήν διάρκεια μιᾶς ὁρισμένης περιόδου ἀναφοράς κατά τό παρελθόν. Στην περίπτωση πού ἡ μεταποιητική βιομηχανία δέν εἶχε προβεί, κατά τό παρελθόν, σέ ἀπ᾽ ευθείας εισαγωγές, εἶχε, ἐξ άλλου, τήν δυνατότητα σύμφωνα μέ τα κριτήρια κατανομής τῆς ποσοστώσεως μεταξύ τῶν κρατών μελών, τά όποια ἀνέφερε ἡ Ἐπιτροπή κατά τήν διάρκεια τῆς προφορικής διαδικασίας νά λάβει ένα εύλογο μερίδιο ἀπό τήν ποσόστωση ἀνάλογα μέ τίς προβλεπόμενες ἀνάγκες τῆς γιά κατεψυγμένο κρέας εισαγόμενο ἀπό τρίτες χώρες, ὅπως αυτό συνέβη, σύμφωνα μέ τά πραγματικά περιστατικά τῆς υποθέσεως Grosoli II, στην 'Ιταλία.

Γιά τους λόγους αυτούς πρέπει, κατά την γνώμη μου, νά δοθεί στό δεύτερο ερώτημα ἡ ἀκόλουθη ἀπάντηση :

«Εἶναι ἀντίθετο πρός τό άρθρο 7, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 805/68 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 27ης 'Ιουνίου 1968, περί κοινής ὀργανώσεως ἀγορᾶς στον τομέα τοῦ βοείου κρέατος (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 03/003, σ. 72), νά ἀπολαμβάνουν, εκείνοι οἱ όποιοι ἀγοράζουν ἀπό τους ὀργανισμούς παρεμβάσεως ενός ὁρισμένου κράτους μέλους, μέσω τῆς συμμέτοχης σέ μιά κοινοτική δασμολογική ποσόστωση, ἐκ τῶν ὑστέρων πλεονεκτήματα, τά όποια οἱ ἴδιοι οἱ ἀγοραστές δέν ἀπολαμβάνουν σέ ένα άλλο κράτος μέλος, τοῦτο δέ, ἀκόμα καί στην περίπτωση πού οἱ ἀγοραστές αύτοῦ τοῦ κράτους μέλους ἀπολαμβάνουν επίσης τό πλεονέκτημα αυτό σέ περίπτωση ἀγορᾶς ἀπό τους ὀργανισμούς παρεμβάσεως άλλων κρατών μελῶν.»

5. Τρίτο ερώτημα

Μέ τό τρίτο του ερώτημα ὁ παραπέμπων δικαστής έρωτᾶ ἄν συμβιβάζεται μέ τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 2956/79, ειδικότερα δέ ἄν πρόκειται γιά ενίσχυση χορηγούμενη ἀπό τό κράτος, τό γεγονός ὅτι χορηγείται στους γερμανούς εισαγωγείς, οἱ όποιοι εισήγαγαν βόειο κρέας ἀπό κράτη μέλη των Ευρωπαϊκῶν Κοινοτήτων, καθώς καί στους γερμανούς εξαγωγείς, ιδίως σ᾽ αυτούς οἱ όποιοι εξήγαγαν βόειο κρέας πρός κράτη μέλη τῶν Ευρωπαϊκῶν Κοινοτήτων, ἕνα μερίδιο τῆς κοινοτικῆς δασμολογικῆς ποσοστώσεως γιά τό 1980 γιά τό κατεψυγμένο βόειο κρέας.

Σχετικά μέ τό ερώτημα αὐτό, παρατηρώ, κατ' ἀρχάς, ὅτι δέν εἶναι ἀρκετά ἀφηρημένο καί ὅτι ἐπίσης δέν εἶναι διατυπωμένο κατά τρόπο εντελώς ὀρθό δεδομένου ὅτι τό άρθρο 92 τῆς συνθήκης ΕΟΚ — ἄν υποτεθεί ὅτι ὁ ἐν λόγω κανονισμός δέν ἀπομακρύνεται περισσότερο, δυνάμει τοῦ άρθρου 42 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ἀπό ὅ,τι οἱ γενικοί κανόνες πού ισχύουν στό πλαίσιο της κοινής ἀγροτικής πολιτικής ( 3 ) — δέν θεωρεί, μόνο, ἀσυμβίβαστες πρός τήν Κοινή Ἀγορά τίς ενισχύσεις «πού χορηγοῦνται ... ἀπό κρατικούς πόρους ὑπό ὁποιαδήποτε μορφή». Τό άρθρο 92 ἀπαγορεύει, επίσης, καί άλλες κρατικές ενισχύσεις, εἶναι δέ ἀπολύτως δυνατόν νά υποστηριχθεί ὅτι μία αυτόνομη χορήγηση ἀπό ἕνα κράτος μέλος πλεονεκτημάτων πού δύνανται νά μεταφραστοῦν σέ χρήμα καί τά όποια δέν χορηγοῦνται ἀπό τους πόρους τοῦ κράτους αὐτοῦ, εμπίπτει επίσης στην απαγόρευση τοῦ ἄρθρου 92. Ἀφ' ενός μέν, εἶναι δυνατές, σχετικώς, μειώσεις τιμολογίων, τίς όποιες επιβάλλει ένα κράτος μέλος υπέρ ὁρισμένων επιχειρήσεων ἡ ὁρισμένων προϊόντων, ἐπί παραδείγματι, υπέρ εταιριών ηλεκτροπαραγωγής ἡ ειδικών επιχειρήσεων μεταφορών (χωρίς ἀντιστάθμισμα γιά τό κόστος πού προκαλεί τό μέτρο). Ἀφ' έτερου, εἶναι δυνατόν νά υπάρξει αὐτόνομη χρήση πλεονεκτημάτων, τά οποία, ὅπως στην παρούσα περίπτωση, χορηγοῦνται ἀπό πόρους τῆς Κοινότητος. Ἐφ' ὅσον, κατά τήν κατανομή τῶν πόρων πού προέρχονται ἀπό κοινοτικά ταμεία, ὅπως τό Κοινωνικό Ταμείο ἡ τό Περιφερειακό Ταμείο ἡ τῶν πόρων ἀπό τήν Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ἐπενδύσεων, τά κράτη μέλη διαθέτουν μία ορισμένη ἐλευθερία κατανομής, οἱ περιπτώσεις αυτές εἶναι επίσης πιθανές. Τέλος, εἶναι δυνατόν ἀπό τήν νομική πρακτική νά συναχθοῦν επιχειρήματα, τά όποια στηρίζουν τήν άποψη τῆς ἴδιας τῆς Κοινότητος, δεδομένου ὅτι ὅταν χορηγεί σέ ὁρισμένες ἐπιχειρήσεις πλεονεκτήματα, τά όποια δύνανται νά ἐκτιμηθοῦν σέ χρήμα, δεσμεύεται ἀπό τό άρθρο 92 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Δέν θεωρώ ἀναγκαίο νά εξετασθοῦν ἐδῶ εἰς βάθος τά ερωτήματα αὐτά, διότι τό ερώτημα πού σᾶς ἔχει υποβληθεί ὡς πρός τόν χαρακτήρα παρανόμων ενισχύσεων τῶν χορηγούμενων πλεονεκτημάτων, ἔτσι ὅπως ἔχει διατυπωθεί, ἀποτελεί μόνο μία ειδική πλευρά τοῦ γενικότερου προβλήματος πού έχει ἀνακύψει. Περιορίζομαι, σχετικώς, νά παρατηρήσω ὅτι ὅσον άφορᾶ ιδίως τό πρόβλημα τοῦ ὅρού «ενισχύσεις πού χορηγούνται ἀπό τά κράτη», ἡ ὁποία κυρίως έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση, δέν ἠδυνήθην νά εὕρω ούτε σαφή νομική πρακτική, οὕτε ευκρινείς θεωρητικές ἀπόψεις, θεωρῶ δέ τήν ἀπάντηση πού προέτεινε ἡ Ἐπιτροπή στό μερικό αυτό ερώτημα τό ἴδιο ἀνεπαρκή μέ τίς ἀπαντήσεις πού προέτειναν ἡ γερμανική ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση καί οἱ προσφεύγουσες στην κυρία δίκη.

Θεωρώ περιττό τό νά δοθεί ἀπάντηση στό ειδικό αυτό ερώτημα, δεδομένου ὅτι κατά τήν γνώμη μου τά κριτήρια πού ἀποτελούν ἀντικείμενο τῆς διαφοράς αυτής ἀντιβαίνουν καταφανώς πρός τήν ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὅλων τῶν ὑπηκόων τῆς Κοινότητος, ἡ ὁποία, ὅπως ἀνέφερα στην δεύτερη φράση τῆς ἀπαντήσεως μου στό πρώτο ερώτημα, συνάγεται ἀπό τήν προγενέστερη νομολογία σας.

Κατ' ἀρχάς, οἱ εισαγωγείς καί οἱ εξαγωγείς γιά τους ὁποίους πρόκειται στην παρούσα περίπτωση δέν δύνανται νά θεωρηθούν, κατά τήν γνώμη μου, ὡς «ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες» γιά τήν εισαγωγή κατεψυγμένου βοείου κρέατος ἀπό τρίτες χώρες κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ επιδίκου κανονισμοῦ.

Ἔστω καί ἄν δέν λάβετε ὑπ' ὄψη τήν ἀντίρρηση αυτή, ἔχω τήν γνώμη ὅτι τά κριτήρια αυτά ἀντιβαίνουν πρός τίς βασικές ἀρχές τοῦ ἐν λόγω κανονισμοῦ.

Σύμφωνα μέ τήν δεύτερη αιτιολογική σκέψη τοῦ κανονισμοῦ αὐτοῦ, ὅπως ήδη ἔχω ἀναφέρει, ἡ κατανομή τῆς κοινοτικής ποσοστώσεως μεταξύ τῶν κρατών μελών πρέπει νά πραγματοποιηθεί ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῶν κρατών μελών σέ κατεψυγμένο βόειο κρέας, εισαγόμενο ἀπό τρίτες χώρες. Θεωρώ σαφές, ὅτι τά κριτήρια τῆς εσωτερικής κατανομής πρέπει επίσης, ὑπό τά δεδομένα αυτά, νά ἀναφέρονται στίς ἀνάγκες αυτές, ειδικότερα δέ, ἡ ἀπαίτηση τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὅλων τῶν ενδιαφερομένων εντός τῆς Κοινότητος, τήν ὁποία επανειλημμένως ἔχει τονίσει τό Δικαστήριο, προϋποθέτει έλεγχο τῶν ἀναγκών αυτών. Πράγματι, σέ ἐναντία περίπτωση δέν ἀντιλαμβάνομαι ἐπί ποίας βάσεως θά ήταν δυνατό νά καθορισθοῦν ἀντικειμενικά καί παρόμοια γιά ὅλους τους ενδιαφερομένους κριτήρια, πρός τό σκοπό τῆς συνολικής κατανομής τῆς ποσοστώσεως. Τέλος, θεωρώ προφανές ὅτι ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐν λόγω κριτηρίων ἐντιβαίνει πρός τήν ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὅλων τῶν ενδιαφερομένων τῆς Κοινής Ἀγοράς γιά τήν κοινοτική ποσόστωση, ὅταν τά κριτήρια αὐτά δέν εφαρμόζονται ἀπό ὅλα τά κράτη μέλη. Οί γερμανοί εισαγωγείς βοείου κρέατος πού προέρχεται ἀπό άλλα κράτη μέλη ἀπολαύουν καταφανώς, μέ τόν τρόπο αυτό, ἀνταγωνιστικά πλεονεκτήματα, πού δύνανται νά ἐκτιμηθοῦν σέ χρήμα, σέ σχέση μέ εκείνους οἱ όποιοι εξάγουν πρός τήν Γερμανία ἀπό άλλα κράτη μέλη. Οἱ γερμανοί εξαγωγείς βοείου κρέατος πού προέρχεται ἀπό τήν Κοινότητα, οἱ όποιοι εξάγουν πρός τρίτες χώρες ἡ πρός άλλα κράτη μέλη, επιτυγχάνουν επίσης, μέσω τῶν οικονομικών πλεονεκτημάτων πού προκύπτουν ἀπό τήν συμμετοχή τους στην δασμολογική ποσόστωση, πού καί ἡ ἴδια ή Ἐπιτροπή τά θεωρεί σημαντικά, ἕνα εμφανές πλεονέκτημα, ὅσον άφορᾶ τήν ἀνταγωνιστική τους θέση, έναντι τῶν εξαγωγέων τῶν άλλων κρατών μελών. Άπό τήν άποψη αυτή, εἶναι χρήσιμο νά ύπομνησθεῖ ὅτι, ἰδίως σέ ὅ,τι άφορᾶ τίς διακρατικές ἀνταλλαγές, ἡ Ἐπιτροπή θεωρεί ὅτι κάθε ενίσχυση λόγω εξαγωγής ἔστω καί ἄν ἡ επίπτωση τῆς στίς διακρατικές ἀνταλλαγές εἶναι ελάχιστη, συνιστᾶ στρέβλωση τοῦ ἀνταγωνισμοῦ ἡ οποία είναι ἀσυμβίβαστη μέ τήν Κοινή Ἀγορά.

Γιά τους λόγους αυτούς προτείνω νά δώσετε στό τρίτο ερώτημα τήν ἀκόλουθη ἀπάντηση :

«Εἶναι ἀσυμβίβαστο πρός τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 2956/79, ἰδίως πρός τήν ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὅλων τῶν ενδιαφερομένων τῆς Κοινής Ἀγοράς, κατά τήν κατανομή μιᾶς δασμολογικῆς ποσοστώσεως, νά χορηγήσει ένα κράτος μέλος ἕνα μερίδιο τῆς κοινοτικής δασμολογικής ποσοστώσεως τοῦ 1980 γιά τό κατεψυγμένο βόειο κρέας, στους εγκατεστημένους ἐντός τοῦ κράτους αὐτοῦ εισαγωγείς, οἱ όποιοι εισήγαγαν βόειο κρέας ἀπό άλλα κράτη μέλη, καθώς καί στους εγκατεστημένους στό ἐν λόγω κράτος μέλος εξαγωγείς, οἱ όποιοι εξήγαγαν βόειο κρέας πρός άλλα κράτη μέλη ἡ πρός τρίτες χώρες.»

6. Τέταρτο ερώτημα

Μέ τό τέταρτο ερώτημά του τό Verwaltungsgerichtshof τῆς Ἔσσης έρωτα ἄν ὁ ὅρος «ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες» κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 3, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2956/79 περιλαμβάνει επίσης καί ἐκείνον, ὁ όποιος ἀγοράζει σέ ἕνα κράτος μέλος καί μεταπωλεί κατόπιν στό εξωτερικό.

Σέ ὅ,τι άφορᾶ τό ερώτημα αυτό, ὅπως ήδη προκύπτει ἀπό τίς ἀπαντήσεις πού έχω προτείνει στό πρῶτο καί τρίτο ερώτημα, ή ἀπάντηση πού πρέπει νά δοθεῖ, κατά τήν γνώμη μου, εἶναι ἀρνητική. Ή εφαρμογή τοῦ κριτηρίου πού ἀναφέρεται στό τέταρτο ἐρώτημα έχει, επίσης, ὡς ἀποτέλεσμα τήν νόθευση τῶν ἀνταγωνιστικῶν σχέσεων σέ σύγκριση μέ τους εξαγωγείς οἱ όποιοι εἶναι εγκατεστημένοι σέ άλλα κράτη μέλη, οἱ όποιοι εξάγουν πρός τό εξωτερικό καί επομένως προσβάλλει, κατά τόν τρόπο αυτό, τήν ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως. Σέ ὅ,τι άφορᾶ τόν ὅρο «ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες» («betroffener Marktteilnehmer»), ὁ όποιος ρητώς ἀναφέρεται στό ἐν λόγω ερώτημα, περιορίζομαι νά παραπέμψω στην ἀνάλυση πού έχω ήδη κάνει στίς εἰσαγωγικές παρατηρήσεις μου. Ουσιαστικώς, συντάσσομαι, στό σημείο αυτό, μέ τίς γραπτές παρατηρήσεις τίς όποιες κατέθεσε ή επιχείρηση Will καί οἱ όποιες ἔχουν συνοψισθεί στην έκθεση γιά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση στό σημείο πού εξετάζεται τό τέταρτο ερώτημα.

Ή διάκριση μεταξύ τῶν άρχων γιά τήν κατανομή τῆς δασμολογικῆς ποσοστώσεως καί τῶν ἀρχῶν πού διέπουν τήν ὀργάνωση της ἀγοράς, τήν ὁποία υπεστήριξε ἡ γερμανική ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση ἀναφερομένη επίσης στό τέταρτο ερώτημα, ἀντιβαίνει, κατά τήν γνώμη μου, ὅπως ήδη έχω εκθέσει ἀνωτέρω, πρός τήν προγενέστερη νομολογία σας. Ή γερμανική ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση είχε ἀνάγκη τοῦ ἐπιχειρήματος αὐτοῦ στήν προκειμένη περίπτωση, διότι, ὅπως ἡ ἴδια παραδέχεται, τό κριτήριο αυτό θέτει σέ κίνδυνο τήν ὁμοιόμορφη εφαρμογή τῶν επιστροφών λόγω εξαγωγής. Ή προσβολή αύτη τῆς ὁμοιόμορφης ἐφαρμογῆς τῶν επιστροφών λόγω εξαγωγής βοείου κρέατος, δέν δύναται συνεπώς νά γίνει δεκτή βάσει τῆς προγενέστερης νομολογίας σας, ὡς δικαιολογία τῆς προσβολῆς τῆς ἀρχης τῆς ἴσης μεταχειρίσεως ὅλων τῶν ενδιαφερομένων τῆς Κοινῆς Ἀγορᾶς.

Ή Ἐπιτροπή ἀνεγνώρισε τελικώς, κατά τήν διάρκεια τῆς προφορικῆς διαδικασίας, ὅτι παρέλειψε νά λάβει ὑπ' ὄψη, στίς γραπτές παρατηρήσεις τῆς ἐπί τοῦ τετάρτου ερωτήματος, τα ἀνταγωνιστικά πλεονεκτήματα πού προκύπτουν γιά τους γερμανούς εξαγωγείς, ἀπό τήν εφαρμογή τοῦ ἐν λόγω κριτηρίου, σέ σύγκριση μέ τους ἀνταγωνιστάς τῶν τῶν άλλων κρατών μελών. Ἐπίσης, εδέχθη κατά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου διαδικασία ὅτι εἶναι ἀμφίβολο τό ἄν ένας εξαγωγεύς βοείου κρέατος δύναται πράγματι νά θεωρηθεί ὡς ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας γιά εἰσαγωγή κατεψυγμένου βοείου κρέατος ἀπό τρίτες χώρες.

Προτείνω, λοιπόν, νά δοθεί στό τέταρτο ερώτημα ἡ ἀκόλουθη ἀπάντηση:

«Όπως, ἤδη, προκύπτει ἀπό την ἀπάντηση πού εδόθη στό πρῶτο καί τό τρίτο ερώτημα, ἡ ἀπάντηση στό τέταρτο ερώτημα πρέπει νά εἶναι ἀρνητική. Ειδικότερα, οἱ εξαγωγείς κοινοτικοῦ βοείου κρέατος δέν δύνανται νά θεωρηθούν ὡς «ἐνδιαφερόμενοι επιχειρηματίες» γιά τήν εισαγωγή κατεψυγμένου βοείου κρέατος ἀπό τρίτες χῶρες κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 3, παράγραφος 1 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2956/79.»

7. Τελικές παρατηρήσεις

Ἀπό τίς ἀπαντήσεις πού προτείνω, γεννᾶται το ερώτημα μήπως δέν θά έπρεπε, τελικῶς, νά δοθεί ἀπάντηση μόνο στό πρῶτο ερώτημα. Πράγματι, οι ἀπαντήσεις πού προτείνω σέ ὅλα τά ακόλουθα ερωτήματα προκύπτουν λογικῶς ἀπό τήν ἀπάντηση πού προτείνω γιά τό πρῶτο ερώτημα, τό όποιο εἶναι διατυπωμένο κατά τρόπο πολύ γενικό. Ωστόσο, δέν συνιστώ, νά δώσετε μία τέτοια σφαιρική ἀπάντηση καί στά τέσσερα ερωτήματα πού σας ἔχουν υποβληθεί. Νομίζω, ὅτι εξυπηρετεί τήν πρακτική ἀποτελεσματικότητα τῶν ἀπαντήσεων σας τό νά δώσετε μία ἀπάντηση αιτιολογημένη καί σαφῆ σέ κάθε ένα ἀπό τά ερωτήματα χωριστά.

Σέ ὅ,τι άφορᾶ τίς πρακτικές συνέπειες, τῶν απαντήσεων πού προτείνω, παρατηρώ, τελειώνοντας, τά έξης.

Οἱ ἀπαντήσεις πού προτείνω δέν θίγουν τήν δυνατότητα μιᾶς ὁλικῆς κατανομῆς, ἐκ τῶν προτέρων, σέ ὁρισμένες σημαντικές κατηγορίες ενδιαφερομένων επιχειρηματιών γιά εισαγωγή κατεψυγμένου βοείου κρέατος ἀπό τρίτες χώρες. Ἐξ άλλου, ή δυνατότης αύτη έχει ρητώς ἀναγνωρισθεί στίς ἀποφάσεις σας Grosoli ΙΙ καί van Walsum, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι κανένας ενδιαφερόμενος δέν θά ἀποκλεισθεί ἀπό τήν δυνατότητα χρησιμοποιήσεως της ποσοστώσεως. Οἱ παροῦσες υποθέσεις ἀπαιτοῦν ωστόσο, λαμβάνοντας ὡς ἀντικειμενική καί ὅμοια γιά ὅλους τους ενδιαφερομένους παράμετρο τίς ἀνάγκες, νά διευκρινισθοῦν τά κριτήρια κατανομῆς περισσότερο ἀπό ὅ,τι ήταν ἀναγκαίο στίς υποθέσεις, οἱ όποιες σᾶς υπεβλήθησαν προηγουμένως. Ειδικότερα, ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν ερωτημάτων πού σᾶς έχουν υποβληθεί προκύπτει ὅτι ἡ χορήγηση τῶν ἐν λόγω πλεονεκτημάτων στους υπηκόους ενός κράτους μέλους, μέ κριτήριο συναλλαγές οἱ όποιες δέν έχουν άμεση σχέση μέ τίς ἀνάγκες σέ εισαγόμενο κατεψυγμένο βόειο κρέας, δύναται καταφανώς νά ὁδηγήσει σέ διατάραξη τῆς ἀγοράς εἰς βάρος τῶν υπηκόων άλλων κρατών μελών.

Οἱ ἀπαντήσεις πού προτείνω δέν θίγουν επίσης τήν δυνατότητα, τήν ὁποία ὀρθώς ή Ἐπιτροπή έκρινε ὡς ευκταία, χορηγήσεως ποσοστιαίων μεριδίων σέ νέους ἐπιχειρηματίες τῆς ἀγοράς εισαγωγών. Υπάρχουν, σχετικώς, διάφορες τεχνικές, οἱ όποιες δέν θίγουν τήν ἀρχή τῆς ἴσης μεταχειρίσεως.

Τέλος, οἱ παρατηρήσεις μου ἐπί τοῦ πρώτου ερωτήματος παρέχουν ένα κάποιο έρεισμα στην ευχή πού διετύπωσε ἡ Ἐπιτροπή, νά διαθέτει δηλαδή καί αὐτή, παράλληλα μέ τά κράτη μέλη, μιά περιορισμένη δική της ποσόστωση τήν ὁποία νά κατανέμει μέ κριτήρια ἐξ ὁλοκλήρου κοινοτικά. Ειδικότερα, μία κοινοτική ποσόστωση πού θά προορίζεται στους ἀσχολούμενους μέ τό διαμετακομιστικό εμπόριο εντός τῶν διαφόρων κρατών μελών, θά ἠδύνατο νά ελαττώσει τους περιορισμούς, οἱ όποιοι βάσει τοῦ άρθρου 3 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2956/79, υφίστανται, ἐπί τοῦ παρόντος, γι' αυτούς, παρά τό άρθρο 52 τῆς συνθήκης ΕΟΚ ὅσον άφορα την χορήγηση ποσοστώσεως μέσα σέ διάφορα κράτη μέλη, πρός τά όποια ἐπιθυμοῦν νά εξάγουν κατεψυγμένο βόειο κρέας πού έχουν εἰσάγει ἀπό τρίτες χῶρες. Πράγματι, κατεδείχθη ὅτι οἱ εισαγωγές πού πραγματοποιεί τό διαμετακομιστικό εμπόριο ὑπολογίζονται, κατά τήν συνολική κατανομή τῆς κοινοτικής ποσοστώσεως μεταξύ τῶν κρατῶν μελῶν, μεταξύ των εισαγωγών τῆς χώρας προορισμού.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ὀλλανδικά.

( 2 ) Δηλαδή, κατά τίς περιστάσεις, ἡ κατανομή τῆς κοινοτικής δασμολογικής ποσοστώσεως μεταξύ τῶν κρατῶν μελών. Ὅπως ἀναφέρω κατωτέρω, ἡ βασική ιδέα τῆς φράσεως αυτής, ὅτι δηλαδή ἡ κατανομή πρέπει νά γίνει ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες (κατεψυγμένου βοείου κρέατος εισαγομένου ἀπό τρίτες χώρες), έχει επίσης σημασία γιά τήν μεταγενέστερη κατανομή ἀπό τά κράτη μέλη.

( 3 ) Σχετικώς, βλέπε ἰδίως τόν κανονισμό 26/62, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 49/62.

Top