Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61981CC0062

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα VerLoren van Themaat της 16ης Δεκεμβρίου 1981.
    Ανώνυμος εταιρία γαλλικού δικαίου Seco και ανώνυμος εταιρία γαλλικού δικαίου Desquenne & Giral κατά Etablissement d'assurance contre la vieillesse et l'invalidité.
    Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.
    Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 62 και 63/81.

    Συλλογή της Νομολογίας 1982 -00223

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:305

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΟ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΩΣ

    PIETER VERLOREN VAN THEMAAT

    ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤίΣ 16 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 1981 ( 1 )

    Κύριε πρόεδρε,

    κύριοι δικαστές,

    1. Τά υποβληθέντα ἐρωτήματα καί τά σχετικά πραγματικά περιστατικά

    Ό κῶδιξ τοῦ Λουξεμβούργου περί κοινωνικής ἀσφαλίσεως προβλέπει ὅτι κάθε εργαζόμενος πού ἀπασχολείται στό έδαφος τοῦ Λουξεμβούργου ἀσφαλίζεται υποχρεωτικά, κατ' ἀρχήν, γιά σύνταξη γήρατος ἡ ἀναπηρίας. Το ήμισυ τῆς εἰσφορᾶς πού εἶναι 'ίσο μέ 12% τοῦ ποσοῦ τοῦ μισθοῦ πρέπει νά καταβληθεί ἀπό τόν εργοδότη καί τό άλλο ήμισυ ἀπό τόν ἐργαζόμενο.

    Τό άρθρο 174 τοῦ ἀνωτέρω κώδικός ὁρίζει, στό δεύτερο ἐδάφιό του, ὅτι ὁ ἀλλοδαπός εργαζόμενος πού δέν διαμένει παρά προσωρινώς στό έδαφος τοῦ Λουξεμβούργου δύναται νά ἀπαλλαγεί τῆς υποχρεώσεως καταβολής εισφορών. ΟΙ γαλλικές επιχειρήσεις Seco καί Desquenne & Giral επέτυχαν στην προκειμένη περίπτωση παρόμοια ἀπαλλαγή γιά τους ἀπασχολουμένους ἀπό αὐτούς ἐργαζομένους ἐπ' ευκαιρία τῆς ἐκτελέσεως έργων ὑποδομής γιά λογαριασμό των σιδηροδρόμων τοῦ Λουξεμβούργου.

    Τό άρθρο 174 τρίτο εδάφιο τοῦ κώδικος κοινωνικής ἀσφαλίσεως προβλέπει πάντως ὅτι σέ τέτοια περίπτωση ὁ εργοδότης ὀφείλει ἐν τούτοις τίς ἐργοδοτικές εισφορές πού ὀφείλει προσωπικῶς.

    Ό συνδυασμός τῶν καθεστώτων κοινωνικής ἀσφαλίσεως, πού ἐπραγματοποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 1408/71 ΕΟΚ καί οἱ υπογραφεῖσες μέ τίς τρίτες χώρες συμβάσεις στό θέμα τῆς κοινωνικής ἀσφαλίσεως εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τό ἀρμόδιο όργανο τοῦ Λουξεμβούργου στόν τομέα τῶν κοινωνικών ἀσφαλίσεων νά παραιτηθεί στην πραγματικότητα ἀπό τήν είσπραξη τῆς εργοδοτικής κοινωνικής εἰσφορᾶς, ὅταν οἱ ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι προέρχονται ἀπό χώρες τῆς ΕΟΚ ἡ ἀπό τρίες χώρες μέ τίς ὁποῖες υπεγράφησαν οἱ προαναφερθείσες συμβάσεις.

    Κατά τήν περίοδο τῶν ετών 1974 μέχρι 1977, στην ὁποία ανάγεται ἡ διαφορά στην κυρία δίκη, οἱ ἐν λόγω γαλλικές επιχειρήσεις ἀπη-σχόλουν ἐν τούτοις ἐργαζομένους προερχομένους ἀπό τρίτες χώρες μέ τίς όποιες δέν εἶχε ὑπογραφεί σύμβαση κοινωνικής ἀσφαλίσεως. Οἱ επιχειρήσεις Seco καί Desquenne & Giral ήσαν, ἑπομένως, ὑποχρεωμένες σύμφωνα μέ τό άρθρο 174 τρίτο εδάφιο τοῦ κωδικος κοινωνικής ἀσφαλίσεως νά κατα-βάλλουν τήν εργοδοτική τους κοινωνική εἰ-σφορά πού προεβλέπετο ἀπό τό δίκαιο τοῦ Λουξεμβούργου. Δέν ἀμφισβητείται ὅτι οἱ ἐν λόγω εργαζόμενοι παρέμειναν υποκείμενοι στην γαλλική νομοθεσία περί κοινωνικής ἀσφαλίσεως κατά τήν διάρκεια ἐκτελέσεως τῶν εργασιών στό Λουξεμβοῦργο.

    Δέν ἀμφισβητείται επίσης τό γεγονός ὅτι στους ἐν λόγω ἐργαζομένους δέν ἀναγνωρίζεται κανένα συμπληρωματικό δικαίωμα, στό Λουξεμβοῦργο, στό θέμα τῆς συντάξεως γήρατος ἡ ἀναπηρίας. Οἱ δύο επιχειρήσεις προσέφυγαν κατά τῆς ἀποφάσεως τοῦ ὀργάνου τοῦ Λουξεμβούργου πού εἶναι αρμόδιο στόν τομέα τῶν κοινωνικών ἀσφαλίσεων (l'Établissement d'assurance contre la vieillesse et l'invalidité — ἐφ' ἑξης EVI ), Ισχυριζόμενες ὅτι ἡ ἀπόφαση αυτή εἶναι ἀντίθετη πρός τίς διατάξεις τῆς συνθήκης ΕΟΚ στόν τομέα τῆς ελεύθερης παροχής τῶν υπηρεσιών.

    Στό πλαίσιο τῶν διαφορών αὐτών τό Cour de cassation τοῦ Μεγάλου Δουκάτου τοῦ Λουξεμβούργου σᾶς υπέβαλλε τά ἀκόλουθα ερωτήματα:

    1.

    ΟΙ διατάξεις τοῦ ἄρθρου 60 τῆς συνθήκης τῆς Ρώμης πρέπει νά ἑρμηνεύονται κατά τήν έννοια ὅτι Κράτος μέλος τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δύναται νά ἀπαιτεῖ, σύμφωνα μέ τόν εθνικό του νόμο, τήν καταβολή τῶν ἐργοδοτικών εἰσφορῶν κοινωνικής ἀσφαλίσεως γήρατος καί ἀναπηρίας, ἀκριβώς ὁπως καί ἀπό τους ὑπηκόους του, ἀπό ἀλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο υπήκοο Κράτους μέλους τῶν Κοινοτήτων, τό όποιο ἐκτελεῖ προσωρινά εργασίες μέσα στό πρῶτο κράτος, ἀπασχολώντας ἐκεῖ εργάτες, υπηκόους κρατών, τά όποια δέν έχουν κανένα δεσμό μέ την Κοινότητα ή μήπως ἡ ἀπαίτηση αυτή έρχεται σέ ἀντίθεση μέ τίς προαναφερθείσες κοινοτικές διατάξεις ἡ μέ ὁποιεσδήποτε άλλες, ως πρακτική πού εισάγει διακρίσεις καί ή ὁποία δύναται νά βλάψει τήν ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών, δεδομένου ὅτι ὁ κοινοτικός αυτός εργοδότης υποβάλλεται μιά πρώτη φορά στην καταβολή, μεταξύ άλλων, τῆς ἐργοδοτικής του εισφοράς γιά τους ἀλλοδαπούς εργάτες του στην χώρα καταγωγής καί εγκαταστάσεως του, καί, μία δεύτερη φορά, στην καταβολή τῆς ἐργοδοτικής εισφορᾶς στό κράτος όπου παρέχει τίς υπηρεσίες του μέσω τῶν ἀλλοδαπών ἐργατῶν του;

    2.

    'Άν ἡ ἀπάντηση στό πρώτο ερώτημα είναι ὅτι ἡ ἀνωτέρω πρακτική ἀποτελεί κατ' ἀρχήν πρακτική, ἡ ὁποία εισάγει διάκριση πού ἀπαγορεύεται, ἡ λύση θά εἶναι ἀναγκαστικά ἡ ἴδια ἡ μήπως δύναται νά εἶναι διαφορετική στην περίπτωση πού ὁ εργοδότης συμψηφίζει πράγματι τό μειονέκτημα διπλής καταβολής τῆς εργοδοτικής εισφορᾶς μέ άλλους οικονομικούς παράγοντες, ὅπως ή καταβολή στους ἀλλοδαπούς ἐργάτες του μισθών, οἱ όποιοι εἶναι χαμηλότεροι ἀπό τόν κατώτατο κοινωνικό μισθό πού καθορίζεται στην χώρα ὅπου παρέχονται οἱ ὑπηρεσίες ἡ ἀπό αὐτούς πού ἐπιβάλλονται ἀπό συλλογικές συμβάσεις εργασίας πού ισχύουν στην χώρα αυτή;

    2. Γραπτές καί προφορικές παρατηρήσεις

    Παραπέμπω στην έκθεση γιά τήν ἐπ᾽ ἀκροατηρίου συζήτηση ως πρός τήν περίληψη τῶν γραπτών παρατηρήσεων πού κατέθεσαν ἐπί τῶν ερωτημάτων αυτών οἱ δύο προσφεύγουσες ἐπιχειρήσεις στην κυρία δίκη, τό EVI καί ἡ 'Επιτροπή. Κατά τήν διάρκεια τῆς προφορικής διαδικασίας ὁ εκπρόσωπος τοῦ EVI προσέδωσε ιδιαιτέρως μεγάλη σημασία στην διαπίστωση ὅτι τό Λουξεμβοῦργο εἶχε τήν δυνατότητα νά ἀρνηθεί παντελώς τήν είσοδο στό έδαφος του καί τήν χορήγηση ἀδείας εργασίας στους μή κοινοτικούς εργαζομένους τῶν γαλλικών επιχειρήσεων.

    Στην συνεδρίαση, ἡ 'Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεως τοῦ Δικαστηρίου, ἀνέπτυξε συνοπτικά τήν κατάσταση πού επικρατεί ὅσον άφορᾶ τό πρόβλημα τῆς «διπλής» εισπράξεως τῆς εργοδοτικής εἰσφορᾶς σέ άλλα Κράτη μέλη. Κατά τήν 'Επιτροπή, ἡ Γαλλία, ή 'Ιταλία καί οἱ Κάτω Χώρες εφαρμόζουν σύστημα ανάλογο μέ τό ἐφαρμοζόμενο ἀπό τό Λουξεμβούργο. Στό Βέλγιο, στην Γερμανία, στην Δανία (ἐν πάση περιπτώσει κατά τήν ἀκολουθούμενη πρακτική), στην 'Ελλάδα, στό 'Ηνωμένο Βασίλειο (δυνάμει νομοθετικής διατάξεως) καί στην 'Ιρλανδία οἱ ἐργαζόμενοι πού ἀπασχολούνται σέ ἐπιχειρήσεις άλλων Κρατών μελών ἀπαλάσ-σονται, ἀνεξαρτήτως ιθαγενείας τους, τῆς καταβολής ασφαλιστικών κοινωνικών εισφορών σέ περίπτωση ἐκτελέσεως έργου προσωρινού χαρακτῆρος. 'Η ἀπαλλαγή αυτή ἐπεκτείνεται επίσης καί στους εργοδότες.

    'Η 'Επιτροπή συνήγαγε ἀπό τά ἀνωτέρω ὅτι δέν εἶναι μόνο στό Λουξεμβοῦργο πού τά ερωτήματα γιά τά όποια πρόκειται στην προκειμένη περίπτωση έχουν σημασία γιά τόν καθορισμό τοῦ ἐφαρμοστέου ἐπί τοῦ θέματος κοινοτικοῦ δικαίου.

    3. Τό πρώτο ερώτημα

    Τό άρθρο 60 τῆς συνθήκης ΕΟΚ ὁρίζει στό τρίτο του εδάφιο τά έξῆς:

    «Μέ τήν επιφύλαξη τῶν διατάξεων τοῦ κεφαλαίου πού άφορᾶ τό δικαίωμα εγκαταστάσεως, εκείνος πού παρέχει υπηρεσία δύναται γιά τήν εκτέλεση αυτής νά ἀσκήσει προσωρινά τήν δραστηριότητα του στό κράτος ὅπου παρέχεται ἡ υπηρεσία μέ τους ἴδιους ὅρους πού τό κράτος αυτό επιβάλλει στους δικούς του ὑπηκόους.»

    Στά ερωτήματα πού σᾶς υπεβλήθησαν, τό παραπέμπον δικαστήριο διαβλέπει πιθανή διάκριση, ὑπό τήν έννοια τοῦ προαναφερθέντος άρθρου, στό γεγονός ότι ἐν ἀντιθέσει πρός επιχείρηση τοῦ Λουξεμβούργου πού ἀπασχολεί εργαζομένους τρίτων χωρών καί καταβάλλει ἀσφαλιστικές εισφορές γιά αυτούς, ἡ επιχείρηση άλλου Κράτους μέλους πού καταφεύγει στίς υπηρεσίες τέτοιων εργαζομένων καί καταβάλλει ήδη γιά αυτούς εισφορές σέ ένα Κράτος μέλος υπόκειται επίσης στό Λουξεμβοῦργο στην καταβολή ἀσφαλιστικών εισφορών τῆς ἰδίας φύσεως.

    Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν 'Επιτροπή, φρονῶ ὅτι τό υποβληθέν ερώτημα δύναται πράγματι νά δεχθεί ἀπάντηση εντός τοῦ πλαισίου τοῦ ἄρθρου 60 τῆς συνθήκης ΕΟΚ καί ὅτι πιθανόν διαφορετικά ἀπό τήν περίπτωση διαδικασίας βάσει τοῦ άρθρου 169 τῆς συνθήκης ΕΟΚ δέν εἶναι ἀναγκαίο νά βασίσουμε Ιδίως, ἡ μᾶλλον ἀποκλειστικώς, τήν ἀπάντηση μας ἐπί τοῦ άρθρου 59 τῆς συνθήκης ΕΟΚ.

    Δεδομένου ὅτι οἱ Λουξεμβούργιοι ἐργοδότες ὀφείλουν ἐπίσης τήν ἐν λόγω ἀσφαλιστική εἰσφορά γιά τους εργαζομένους τρίτων χωρών, δέν δύναται νά υποστηριχθεί ὅτι ὑφίσταται ἐν προκειμένω ρητή διάκριση. Τό ερώτημα, επομένως, υποδιαιρείται σέ δύο ἐπί μέρους ερωτήματα: τό άρθρο 60 τῆς συνθήκης ΕΟΚ άφορᾶ ἐπίσης τίς υλικές διακρίσεις καί υφίσταται υλική διάκριση ἐν προκειμένω;

    'Όπως ἀκριβώς τό άρθρο 52 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, έτσι καί τό άρθρο 60 τῆς συνθήκης ΕΟΚ δύναται νά θεωρηθεῖ ὡς άμεση εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 7 τῆς συνθήκης. Ἀπεφασί-σατε ήδη στην υπόθεση τῶν ἰταλικῶν ψυγείων (υπόθεση 13/63, Jurispr. ΙΧ, σ. 349) ὅτι τό τελευταίο αὐτό άρθρο ἀπαγορεύει επίσης τίς υλικές διακρίσεις εντός τοῦ πλαισίου τῶν ὁποίων μή συγκρίσιμες περιπτώσεις ἀντιμετωπίζονται κατά τόν 'ίδιο τρόπο.

    'Η εφαρμογή τῆς ἀρχής αυτής στόν τομέα τῆς ελεύθερης παροχής τῶν υπηρεσιών ἀσφαλώς περιορίζεται ἀπό τά άρθρα 57 παράγραφος 2 καί 66 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι πρέπει νά συναχθεί ἀπό τίς διατάξεις αὐτές ὅτι οἱ περιορισμοί στην ελεύθερη παροχή τῶν υπηρεσιών σέ άλλα Κράτη μέλη, πού συνεπάγεται ή εφαρμογή, σέ παρόμοια περίπτωση, τῆς νομοθεσίας τῆς χώρας εγκαταστάσεως, παράλληλα πρός τήν νομοθεσία τῆς χώρας ὅπου παρέχονται υπηρεσίες δέν ἀποτελούν ἀκόμα ἀπηγορευμένες υλικές διακρίσεις. Ή ἀντίληψη αυτή, κατά τήν γνώμη μου, διαφαίνεται επίσης στίς ἀποφάσεις σας ἐπί τῶν υποθέσεων Choquet (υπόθεση 16/78, Jurispr. 1978, σ. 2293) καί Debauve (ὑπόθεση 52/79, Jurispr. 1980, σ. 833). Προκύπτει, πάντως, ἀπό τίς ἀποφάσεις σας στίς υποθέσεις van Binsbergen (υπόθεση 36/74, Jurispr. 1974, σ. 1299), Coenen (υπόθεση 39/75, Jurispr. 1975, σ. 1579), καί Debauve (υπόθεση 52/79, Jurispr. 1980, σ. 883), καθ' ὅσον αυτό ενδιαφέρει τήν παρούσα υπόθεση, ὅτι οἱ εθνικές διατάξεις τοῦ κράτους εντός τοῦ ὁποίου παρέχονται υπηρεσίες πρέπει νά στηρίζονται ἐπί τοῦ γενικοῦ συμφέροντος. 'Από αυτό συνάγεται, επίσης, ὅτι οἱ διατάξεις αυτές πρέπει νά εἶναι ἀναγκαίες, εξεταζόμενες ἀντικειμενικώς, δέν δύνανται νά ἀντικατασταθοῦν ἀπό διατάξεις πού επιβάλλουν ὀλιγότερους περιορισμούς καί πρέπει νά εφαρμόζονται κατά τόν 'ίδιο τρόπο σέ ὅλες τίς υπηρεσίες πού παρέχονται ἐπί τοῦ εδάφους γιά τό ὁποίο πρόκειται. Μέ τήν ἀπόφαση στην υπόθεση Debauve πού ήδη ἀνέφερα προσθέσατε σέ αυτό τόν ὅρο, σημαντικό γιά τίς παροῦσες υποθέσεις, ὅτι παρόμοιες διατάξεις δέν συμβιβάζονται μέ τό κοινοτικό δίκαιο παρά «κατά τό μέτρο πού εκεῖνος πού παρέχει υπηρεσία σέ ένα άλλο Κράτος μέλος δέν θά ὑπόκειτο στό κράτος αυτό σέ παρόμοιες διατάξεις». Παρόμοια λύση εὑρίσκετο άλλωστε καί στήν ἀπόφαση σας ἐπί τῆς υποθέσεως van Wesemael (υποθέσεις 110-111/78, Jurispr. 1979, σ. 35). Ὑπό τό φως τῶν άρθρων 57 παράγραφος 2 καί 66 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, θά έπρεπε πάντως, κατά τήν γνώμη μου, σέ μία τέτοια φράση πού περιλαμβάνεται στην νομολογία σας νά δοθεί στενή ἑρμηνεία κατά τό ὅτι δέν εἶναι ἐφαρμοστέα παρά μόνο ἐάν οἱ διατάξεις πού Ισχύουν στό κράτος εγκαταστάσεως παρέχουν πράγματι, ἀπό ὑλικής ἀπόψεως, ταυτόσημες ἐγγυήσεις γιά τό ἀντικειμενικώς δικαιολογούμενο γενικό συμφέρον μέ τίς εγγυήσεις τῆς ἐπικαλούμενης διατάξεως τοῦ κράτους ὅπου παρέχονται οἱ υπηρεσίες. Είμαι τῆς γνώμης ὅτι δέν είναι ἀρκετό νά ἀφοροῦν την 'ίδια ύλη. Δύναται, πάντως νά συναχθεί ἀπό την ἀπόφαση σας στην υπόθεση Thieffry (υπόθεση 71/76, Jurispr. 1977, σ. 765), ὅτι ἡ πραγματική ἰσότης τῶν εγγυήσεων δύναται ἐπίσης νά γίνει δεκτή σέ περίπτωση ἀμελητέας διαφοράς μεταξύ τῶν εθνικῶν διατάξεων.

    Εἶναι, επομένως, στην πραγματικότητα δυνατό, κατά τήν γνώμη μου, νά συναχθεί ἀπό τήν προηγούμενη νομολογία σας τό συμπέρασμα ὅτι τά άρθρα 59 καί 60 τῆς συνθήκης ΕΟΚ ἀπαγορεύουν ἐπίσης, ἀπό τοῦ πέρατος τῆς μεταβατικῆς περιόδου, τίς πραγματικές διακρίσεις πού ἀπορρέουν ἀπό τήν ἴδια μεταχείριση περιπτώσεων πού στην πραγματικότητα δέν εἶναι συγκρίσιμες. Οἱ δικοί του ὑπήκοοι υπόκεινται μόνον στην νομοθεσία τοῦ κράτους ὅπού παρέχεται ἡ υπηρεσία ἀντιθέτως, οἱ υπήκοοι άλλου Κράτους μέλους υπόκεινται επίσης καί στην νομοθεσία τοῦ κράτους ἐγκαταστάσεως τους ἐνῶ ἡ τελευταία αυτή νομοθεσία περιλαμβάνει ταυτόσημες εγγυήσεις γιά τό γενικό συμφέρον περί τοῦ ὁποίου πρόκειται. Μοῦ φαίνεται επίσης ἀπό τά ὅσα ήδη ἀνέφερα περί τῶν ἀποφάσεων σας van Wesenmael καί Debauve ὅτι σέ μία τέτοια περίπτωση, κατά τήν ὁποία ή νομοθεσία τοῦ κράτους ὅπου παρέχεται ή ὑπηρεσία καί ἡ νομοθεσία τοῦ κράτους εγκαταστάσεως επικαλύπτονται καί στην ὁποία ἡ εφαρμογή τῶν νομοθεσιῶν αυτών «επιβαρύνει», ἑπομένως, διπλά τόν παρέχοντα υπηρεσίες, πρέπει κατ᾽ ἀρχήν νά ἀναγνωρισθεῖ ὅτι υπερισχύει ἡ νομοθεσία τοῦ κράτους ἐγκαταστάσεως. Προκύπτει, πάντως, ἀπό τήν ἀπόφαση σας στην υπόθεση Koestier (υπόθεση 15/78, Jurispr. 1978, σ. 1971) ὅτι «ή υπερίσχυση αὐτή, τῆς νομοθεσίας τοῦ κράτους ἐγκαταστάσεως» δέν πρέπει νά συνεπάγεται κατ' ἀρχήν εὐνοϊκότερη μεταχείριση γιά τους υπηκόους άλλων Κρατών μελών λόγω μή εφαρμογής τοῦ δικαίου τοῦ κράτους ὅπου παρέχονται οἱ υπηρεσίες. Όλες οἱ σκέψεις αυτές δέν γίνονται βεβαίως ἐπί ζημία τῶν μεγαλύτερων περιορισμών τῆς ἐλευθερίας δράσεως τῶν Κρατών μελών, οἱ όποιοι δύνανται νά προκύψουν ἀπό τόν συντονισμό ἡ τήν εναρμόνιση τῶν νομοθετικών, κανονιστικών ἡ διοικητικών διατάξεων τῶν Κρατών μελών βάσει τῶν άρθρων 57 καί 66 τῆς συνθήκης ΕΟΚ ἡ βάσει άλλων διατάξεων τῆς συνθήκης στό πλαίσιο τοῦ συντονισμού ἡ τῆς εναρμονίσεως.

    Τό δεύτερο ἐπί μέρους ερώτημα στό όποιο ἀπομένει νά δοθεί τώρα ἀπάντηση εἶναι ἄν τά συμπεράσματα αυτά ἐπεκτείνονται ἐπίσης στίς υποχρεώσεις καταβολής εισφορών γιά σύνταξη λόγω ἀποχωρήσεως ή ἀναπηρίας, ὅπως οἱ εισφορές γιά τίς ὁποίες πρόκειται καί πού επικαλύπτονται. Αυτό δέν εἶναι πρόδηλο ὑπό τήν ἔννοια ὅτι οἱ προαναφερθείσες ἀποφάσεις ἀναφέρονται ὅλες σέ διατάξεις πού ἀφορούν στην δυνατότητα ἀσκήσεως ἡ τήν άσκηση δραστηριοτήτων.

    Τό «γενικό πρόγραμμα γιά τήν κατάργηση τῶν περιορισμών στην ἐλεύθερη παροχή υπηρεσιών» τῆς 18ης Δεκεμβρίου 1961 (JO 33/62), δέν παρέχει τά στοιχεῖα σαφούς ἀπαντήσεως ὅσον άφορᾶ τό δεύτερο αὐτό ἐπί μέρους ερώτημα. Προκύπτει, ὅμως, ἀπό τόν πίνακα τῶν διατάξεων πού ἐπιβάλλουν περιορισμούς καί πρέπει νά καταργηθούν, ὅτι οἱ διατάξεις αυτές δύνανται επίσης νά ἀνήκουν στό πλαίσιο τῆς κοινωνικής ασφαλίσεως. Τό σημεῖο Α, ζ) τοῦ γενικοῦ προγράμματος ἀναφέρει πράγματι ὡς τέτοιες διατάξεις, τίς διατάξεις πού ἀποκλειστικώς έναντι τῶν ἀλλοδαπών «ἀπαγορεύουν ἡ περιορίζουν τό δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνική ἀσφάλιση καί κυρίως στην ἀσφάλιση έναντι ἀσθενείας, ἀτυχημάτων, ἀναπηρίας, γήρατος καί στά οἰκογενειακά επιδόματα». Φαίνεται, ἐν τούτοις, ὅτι ἡ διάταξη αὐτή, δέν ἀρκεῖ γιά νά εντάξει τήν προκειμένη περίπτωση στά πεδίο ἐφαρμογής τοῦ ἄρθρου 60 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. Πράγματι, ὅπως προκύπτει ἀπό τό κείμενο τῆς βασιμου ἐν προκειμένω διατάξεως τοῦ δικαίου τοῦ Λουξεμβούργου δέν πρόκειται, κατά πρώτο λόγο, περί διατάξεως ἀποκλειστικώς εφαρμοστέας στους ἀλλοδαπούς. Κατά δεύτερο λόγο, πρόκειται στήν παρούσα υπόθεση γιά εντελώς διάφορο πράγμα ἀπό τόν περιορισμό τῆς κτήσεως τοῦ ευεργετήματος τοῦ καθεστῶτος κοινωνικῆς ἀσφαλίσεως τοῦ Λουξεμβούργου, ήτοι γιά περίπτωση πραγμα-τικοῦ περιορισμοί) τῆς παροχῆς υπηρεσιῶν λόγω τῆς διπλής εἰσπράξεως εἰσφορῶν.

    Φαίνεται ὅτι πρόκειται μᾶλλον ἐδῶ περί διατάξεως ἡ μεθόδου πού, έναντι τῶν ἀλλοδαπών «καθιστᾶ ἐπαχθή τήν παροχή υπηρεσιών ἐπιβάλλοντας φορολογικές ἡ άλλες επιβαρύνσεις» κατά τήν ἔννοια τοῦ σημείου Α, ε) τοῦ προαναφερθέντος προγράμματος. Δεδομένου ὅτι ἡ νομολογία σας φαίνεται επίσης νά ἀπαγορεύει τίς διακρίσεις ὑλικοῦ χαρακτῆρος ὑπό τίς ἀναφερθείσες προϋποθέσεις, ἡ είσπραξη εἰσφορᾶς γιά τήν ὁποία δέν παρέχεται συμπληρωματική κοινωνική ἀσφάλιση γιά τους ἐργαζομένους πού άφορα καί ἡ ὁποία πλήττει τους εργοδότες, οἱ όποιοι εἶναι επίσης υποχρεωμένοι νά καταβάλλουν εἰσφορές στην χώρα εγκαταστάσεως τους, βαρύτερα ἀπό τους ίδιους υπηκόους δύναται πράγματι νά θεωρηθεί, κατά τήν γνώμη μου, ὡς ἀπηγορευμένη βάσει τῆς «ratio» τῆς προμνησθείσης διατάξεως τοῦ γενικού προγράμματος.

    Νομίζω, πάντως, ὅτι ὁρισμένες επιφυλάξεις επιβάλλονται ὅσον ἀφορᾶ τήν διατύπωση συμπεράσματος σέ τόσο γενικούς ὅρους. Ό τίτλος III, initio, τοῦ ἀναφερθέντος γενικού προγράμματος διατυπώνει, πράγματι, ρητή ἐπιφύλαξη γιά τίς εξαιρέσεις στίς εἰδικές διατάξεις πού προβλέπονται ἀπό τήν συνθήκη, μεταξύ τῶν ὁποίων πρέπει νά ἀναφερθούν «οἱ σχετικές μέ ... τά φορολογικά καθεστώτα διατάξεις». Δεδομένου ὅτι οἱ διατάξεις αυτές περιλαμβάνονται στην 'ίδια ὁμάδα πού συγκεντρώνει τίς διατάξεις πού ἀφορούν «τήν ελεύθερη κυκλοφορία τῶν προσώπων, τῶν υπηρεσιών καί τῶν κεφαλαίων», ελήφθησαν πιθανόν ἐδῶ ὑπ' ὄψη μόνον τά άρθρα 95-99 τῆς συνθήκης, τά ὁποῖα ἀναφέρονται ὑπό τόν τίτλο «Φορολογικές διατάξεις». Δέν ἀποκλείω ἐν τούτοις νά ελήφθη ὑπ' ὄψη καί τό άρθρο 220 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, πού προβλέπει, μεταξύ άλλων, εἰδικές διαπραγματεύσεις γιά νά εξασφαλισθεί ἡ κατάργηση τῆς διπλής φορολογίας εντός τῆς Κοινότητος.

    Λαμβάνοντας ὑπ' ὄψη τίς τελευταίες αυτές διατάξεις, καθώς επίσης τόν γνωστό περίπλοκο χαρακτήρα τοῦ προβλήματος αὐτοῦ, αἰσθάνομαι, πράγματι, κάποιο δισταγμό γιά νά θεωρήσω ὅτι τό πρόβλημα τῆς καταργήσεως τῆς διπλής φορολογίας καί τῆς διπλής εἰσπράξεως εἰσφορῶν δύναται νά λυθεί κατά πολύ γενικό τρόπο μέ τά άρθρα 52 ἑπ. καί 59 ἑπ. τῆς συνθήκης, ἐφ' οσον τό φαινόμενο τῆς διπλής φορολογίας ἀπό τό κράτος καταγωγής καί ἀπό τό κράτος ὅπου ἀσκείται ἡ δραστηριότης πού άφορᾶ περιορίζει εἴτε τήν πρόσβαση σέ μή μισθωτές δραστηριότητες εἴτε τήν άσκηση τους.

    Εἶμαι, πάντως, τῆς γνώμης ὅτι εἶναι δυνατή ή περιορισμένη συμβολή τῆς νομολογίας σας στην επίλυση τοῦ γενικού προβλήματος τῆς καταργήσεως τῆς διπλῆς φορολογίας, τοῦ ὅρου αὐτοῦ νοουμένου ὑπό τήν ευρεία έννοια πού εξέθεσα, βάσει τῆς προγενεστέρας νομολογίας σας. Μαζί μέ τά κριτήρια τῆς νομολογίας αυτής, πού ήδη ἀνεφέρθησαν ανωτέρω, θά ήθελα ἀκόμα, μέσα στό πλαίσιο αυτό, νά ἀναφέρω Ιδίως τό ἀπόλυτο όριο πού ὁρίζεται στην 15η σκέψη τῆς ἀποφάσεως σας Coditel (υπόθεση 62/79, Jurispr. 1980, σ. 881), ὅτι δηλαδή ἡ εφαρμογή μιᾶς θεμιτής κατά τά άλλα εθνικής νομοθεσίας δέν πρέπει νά συνιστά «μέσον αυθαιρέτου διακρίσεως ή κεκαλυμμένου περιορισμού στίς οἰκονο-μικές σχέσεις μεταξύ τῶν Κρατών μελών». Ή είσπραξη εἰσφορῶν ἀπό ἐργοδότες άλλων Κρατών μελών σέ περιπτώσεις ὅπως ή προκειμένη δέν εἶναι μόνο ἀνωφελής γιά τήν καλή λειτουργία τοῦ καθεστώτος κοινωνικής ἀσφαλίσεως τοῦ Λουξεμβούργου καί, επομένως, ἀντίθετη πρός τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος. Πράγματι, καμμία συμπληρωματική κοινωνική ἀσφάλιση γιά τους εργαζομένους περί τῶν οποίων πρόκειται δέν συνδέεται μέ τήν είσπραξη τῆς εισφοράς αυτής. 'Επί πλέον, έχει ἀποδειχθεί ὅτι οἱ ἐν λόγω εργαζόμενοι είναι υποκείμενα τῶν δικαιωμάτων καί τῶν υποχρεώσεων τοῦ γαλλικού καθεστώτος κοινωνικής ἀσφαλίσεως. Ή είσπραξη εἰσφορῶν σέ περιπτώσεις ὅπως ἡ προκειμένη συνιστά, ἑπομένως, κεκαλυμμένο περιορισμό στην παροχή υπηρεσιών προερχομένων ἀπό άλλα Κράτη μέλη, δεδομένου ὅτι χρησιμεύει μεταξύ άλλων, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς γραπτές καί προφορικές παρατηρήσεις τοῦ ECI, στην ἀντιστάθμιση ἀνταγωνιστικοῦ πλεονεκτήματος τοῦ ἀλλο-δαποῦ ἐργοδότου.

    'Ἔτσι, ἡ γνώμη μου, βάσει τῆς προγενέστερης νομολογίας σας, εἶναι ἡ ἀκόλουθη:

    Συνιστᾶ, ὑπό την επιφύλαξη τῆς ἰθαγενεαίς τοῦ ἐργοδότου, συμπεριφορά ἀντίθετη πρός τό άρθρο 60 εδάφιο 3 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ἡ επιβολή ἀπό Κράτος μέλος σέ εργοδότη άλλου Κράτους μέλους τῆς υποχρεώσεως νά καταβάλει εισφορές, χωρίς νά παρέχεται στους ἐνδιαφερομένους εργαζομένους ηὐξημένη κοινωνική ἀσφάλιση, ἐνῶ ὁ ἐν λόγω εργοδότης φέρει ήδη παρόμοια υποχρέωση γιά τούς εργαζομένους αὐτούς στην χώρα τῆς εγκαταστάσεως του καί ἡ υποχρέωση αυτή σκοπό 'έχει κυρίως νά διασφαλίσει τό ευεργέτημα κοινωνικῆς ἀσφαλίσεως στους εργαζομένους αὐτούς μέσα στό πλαίσιο τῆς ἀσκήσεως δραστηριοτήτων στό πρῶτο κατονομαζόμενο Κράτος μέλος.

    4. Τό δεύτερο ερώτημα

    Μέ τό δεύτερο ἐρώτημά του, τό Cour de cassation τοῦ Λουξεμβούργου επιθυμεί νά μάθει στην περίπτωση πού ἡ ἀπάντηση εις τό πρώτο ἐρώτημα θά ήταν διαφορετική, ἄν ἡ είσπραξη τῶν εισφορών στην χώρα ὅπου προσφέρονται οἱ ὑπηρεσίες ἀντισταθμίζεται στην πραγματικότητα μέ άλλους οικονομικούς παράγοντες, ὅπως ἡ καταβολή μισθών, οἱ όποιοι εἶναι χαμηλότεροι ἀπό τόν κατώτατο κοινωνικό μισθό ἡ τους μισθούς πού καθορίζονται ἀπό συλλογικές συμβάσεις πού ἰσχύουν στην χώρα αύτη.

    Είναι, κατά τήν γνώμη μου, σαφές ὅτι ἡ ἀπάντηση στό δεύτερο αυτό ερώτημα πρέπει νά εἶναι ἀρνητική.

    'Ένα ἀπό τά θεμελιώδη χαρακτηριστικά τῆς ελεύθερης παροχῆς τῶν ὑπηρεσιῶν στην πραγματοποίηση τῆς ὁποίας ἀποβλέπει μεταξύ άλλων ἡ Κοινή 'Αγορά, είναι ὁ κάθε εργοδότης νά δύναται, κατ' ἀρχήν, νά επωφελείται τῶν πλεονεκτημάτων ἀπό ἀπόψεως κόστους πού υφίστανται στην χώρα του καί κυρίως τῶν ελαφρότερων μισθολογικῶν επιβαρύνσεων, ἐπ᾽ ευκαιρία τῆς παροχῆς υπηρεσιών σέ άλλα Κράτη μέλη μέσα στό πλαίσιο ὑγιοῦς ἀνταγωνισμοῦ, πού καί αυτός ἀποτελεῖ επίσης ἕνα ἀπό τους επιδιωκόμενους ἀπό τήν συνθήκη στόχους. Κατά τό μέτρο πού τέτοια πλεονεκτήματα ἀπό ἀπόψεως κόστους θά ἀπετέ-λουν μέτρα ἡ πρακτική πού ἀντιβαίνουν σέ άλλες διατάξεις τῆς συνθήκης ἡ ἀκόμα εθνικές διατάξεις ἀντίθετες πρός τό κοινοτικό δίκαιο, θά εἶναι δυνατή ἡ επέμβαση κατ' αυτών ἀποκλειστικῶς βάσει τῶν άλλων αυτών κοινοτικών ἡ εθνικών διατάξεων. Κατά τά λοιπά, θεωρώ ὅτι δέν είναι βέβαιο ὅτι ἡ προσφυγή ἐν προκειμένω στην ἀναφερομένη ἀπό τό EVI δυνατότητα ἀρνήσεως χορηγήσεως ἀδείας εργασίας γιά τό ἐν λόγω εργατικό δυναμικό θά ήταν σύμφωνη μέ τό άρθρο 60. Τό ερώτημα αυτό, δέν υποβάλλεται πάντως μέσα στό πλαίσιο τῆς παρούσης διαδικασίας ούτως ώστε δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά ἐξετασθεῖ σέ βάθος.


    ( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ὀλλανδικά.

    Top