Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61981CC0026

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα VerLoren van Themaat της 22ας Ιουνίου 1982.
    SA Oleifici Mediterranei κατά Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
    Εξωσυμβατική ευθύνη.
    Υπόθεση 26/81.

    Συλλογή της Νομολογίας 1982 -03057

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1982:234

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΊΣΑΓΓΕΛΈΩΣ

    PIETER VERLOREN VAN THEMAAT

    ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤίΣ 22 'ΙΟΥΝΊΟΥ 1982 ( 1 )

    Κύριε πρόεδρε,

    Κύριοι δικαστές,

    1. Εἰσαγωγή

    Στην παρούσα ὑπόθεση, το δικαστήριο ἀντιμετωπίζει ἐκ νέου μία ἀγωγή ἀποζημιώσεως στηριζομένη στην ἐξωσυμβατική ευθύνη τῆς Κοινότητος, πού προβλέπεται στά ἄρθρα 178 καί 215, εδάφιο 2, της συνθήκης ΕΟΚ. Ή ἐν λόγω ἀγωγή, ἡ ὁποία καθ' εαυτή δέν εἶναι ἀσυνήθιστη, έχει ἐν προκειμένω τό χαρακτηριστικό ὅτι αυτή τήν φορά ζητείται ρητῶς ἀπό τό Δικαστήριο νά κρίνει ἄν εἶναι νοητή καί στό κοινοτικό δίκαιο μία ἀγωγή ἀποζημιώσεως, πού στηρίζεται στην ευθύνη λόγω νομίμων πράξεων τῶν ὀργάνων τῆς Κοινότητος.

    2. Ή ὀργάνωση τῆς ἀγοράς στον τομέα τοῦ ἐλαιολάδου

    Μέ τόν κανονισμό 136/66/ΕΟΚ τοῦ Συμβουλίου, τῆς 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινῆς ὀργανώσεως ἀγοράς στόν τομέα τῶν λιπαρών ουσιῶν (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 03/002, σ. 33), τό ελαιόλαδο υπήχθη στην κοινή γεωργική πολιτική. Δύο ἀπό τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς ἀνωτέρω ὀργανώσεως ἀγορᾶς εἶναι ὁ ετήσιος καθορισμός ενιαίων τιμών (άρθρο 4) καί ὁ μηχανισμός ενισχύσεως στην παραγωγή (άρθρο 10). Ή ενίσχυση στην παραγωγή, ἡ ὁποία σπανίως εφαρμόζεται στό πλαίσιο τῆς κοινής γεωργικῆς πολιτικής, δικαιολογείται ἀπό τίς χαμηλές σχετικώς τιμές τῶν προϊόντων ὑποκαταστάσεως, γεγονός πού δέν ἐπιτρέπει τήν ἐξασφάλιση στους παραγωγούς ενός ἱκανοποιητικοῦ εἰσοδήματος, μόνο μέσω τῆς εγγυήσεως τῶν τιμών. Οἱ εισαγωγές καί οἱ ἐξαγωγές ελαιολάδου ἀποτελοῦν ἀντικείμενο εἰσφορῶν (ἄρθρο 13) καί επιστροφών (άρθρο 18), υπόκεινται δέ σέ ἕνα σύστημα πιστοποιητικών καί ἐγγυήσεων. Τό σύστημα επιστροφών ετέθη ἐν ἰσχύι, μεταξύ άλλων, μέ τόν κανονισμό 171/67/ΕΟΚ τοῦ Συμβουλίου, τῆς 27ης 'Ιουνίου 1967, περί τῶν επιστροφών καί εισφορών πού ἐφαρμόζονται κατά τήν εξαγωγή ἐλαιολάδου (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 03/002, σ. 108). Ή ἑβδόμη αιτιολογική σκέψη τοῦ κανονισμού αυτού έχει διατυπωθεί ὡς ἀκολούθως:

    «Ἐκτιμώντας ... ὅτι εἶναι σκόπιμο νά διατηρηθούν τά παραδοσιακά ρεύματα ἐξαγωγής ἐλαιολάδου' ὅτι, γιά νά ἐπιτευχθεί τό ἀποτέλεσμα αυτό, εἶναι ἀναγκαίο νά δύνανται οἱ ενδιαφερόμενοι νά ἐφοδιάζονται μονίμως μέ πρώτες ὕλες, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τους γιά τήν εξαγωγή, σέ τιμή πού νά μήν ὑπερβαίνει εκείνη τῆς διεθνοῦς ἀγορᾶς ὅτι γιά τόν λόγο αὐτόν, πρέπει νά προβλεφθεί ἡ δυνατότητα χορηγήσεως τῆς επιστροφής κατά τήν εξαγωγή ὑπό μορφή ἀδείας εισαγωγής άνευ εισφοράς ποσότητος ἐλαιολάδου, ἡ οποία ἀντιστοιχεί στην ἐξαγόμενη ποσότητα.»

    Ή ἀνωτέρω αιτιολογική σκέψη εκφράζει τήν ἐπιθυμία τῶν συντακτών τοῦ κανονισμοί) νά διατηρηθοῦν τά παραδοσιακά ρεύματα ἐξαγωγής τοῦ ἐν λόγω μεσογειακοῦ προϊόντος, καλύπτοντας ταυτόχρονα τό ὀφειλόμενο στίς εξαγωγές κοινοτικό έλλειμμα σέ ελαιόλαδο. Πρός τοῦτο, μέ τό άρθρο 9, παράγραφος 1, ἐθεσπίσθη μία νέα διαδικασία, πού καλείται διαδικασία «ΕΞ/ΕΙΣ»:

    «1.

    Κατόπιν αιτήσεως τοῦ ενδιαφερομένου, ἡ επιστροφή κατά τήν ἐξαγωγή ελαιολάδου χορηγείται ὑπό μορφή ἀδείας εἰσαγωγῆς ποσότητος ελαιολάδου, άνευ εισφορᾶς, ἡ ὁποία ἀντιστοιχεί στην ποσότητα τοῦ ἐξαχθέντος ελαιολάδου, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι θά προσκομισθεί ἡ ἀπόδειξη ὅτι ή εξαγωγή ἔλαβε χώρα πρίν ἀπό τήν εισαγωγή καί ὅτι ἡ εισαγωγή πραγματοποιήθηκε σέ προθεσμία πού θά καθορισθεί.»

    Τό 1978, ἡ ὀργάνωση τῆς ἀγοράς γιά τό ἐν λόγω προϊόν ἐτροποποιήθη, ὑπό τήν έννοια ὅτι στό έξῆς παράλληλα μέ τήν ενίσχυση στην παραγωγή, ἐχορηγεῖτο καί ενίσχυση στην κατανάλωση. Ή τροποποίηση αὐτή ἐθεσπίσθη μέ τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 1562/78 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 29ης Ἰουνίου 1978, ὁ όποιος ἐτροποποίησε τόν κανονισμό 136/66/ΕΟΚ (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 03/021, σ. 248). Ἐν τούτοις, ἡ ἐφαρμογή τοῦ νέου συστήματος ἐνισχύσεων στον τομέα αυτό συνήντησε πολλές δυσχέρειες μέ ἀποτέλεσμα τό ἀνωτέρω σύστημα νά μή εφαρμοσθεί τήν 1η Νοεμβρίου 1978, έναρξη της περιόδου 1979, καί νά μή εἶναι δυνατό νά εφαρμοσθεῖ πρό τῆς 1ης Μαρτίου 1979. Κατά συνέπεια, γιά τό έτος 1979, οἱ τιμές καθωρίσθησαν γιά τήν περίοδο ἀπό 1ης 'Ιανουαρίου έως 28 Φεβρουαρίου (ἀντιπροσωπευτική τιμή ἀγοράς: 148,43 ΛΜ/100 kg τιμή κατωφλίου: 145,43 ΛΜ/100 kg) καί γιά τήν περίοδο ἀπό 1ης Μαρτίου έως 31 'Οκτωβρίου (ἀντιπροσωπευτική τιμή ἀγορᾶς: 120, 78 ΛΜ/100 kg τιμή κατωφλίου: 119,44 ΛΜ/100 kg. Ό καθορισμός αυτός έγινε μέ τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 3088/78 τοῦ Συμβουλίου τῆς 19ης Δεκεμβρίου 1978. Ἐν τούτοις, κατά τήν διάρκεια τοῦ μηνός Φεβρουαρίου, κατέστη εμφανές ὅτι δέν ήταν δυνατόν νά τηρηθεί ἡ 1η Μαρτίου 1979 ὡς ἡμερομηνία ενάρξεως τῆς ισχύος, μέ ἀποτέλεσμα τό Συμβούλιο νά ἀναβάλει τήν ημερομηνία ἐφαρμογής των νέων τιμῶν ἀπό τήν 1η Μαρτίου 1979 έως τήν 1η Ἀπριλίου 1979. Ή ἀναβολή αύτη έγινε μέ τόν κανονισμό ΕΟΚ 360/79 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 20ής Φεβρουαρίου 1979, ὁ όποιος ἐτροποποίησε τόν κανονισμό 3088/78 (PB 1979, L 46, σ. 1, τῆς 20ής Φεβρουαρίου 1979). Κατά συνέπεια, ἀπό τήν 1η Ἀπριλίου 1979 ἡ τιμή κατωφλίου τοῦ ἐλαιολάδου ἐμειώθη κατά 25,99 ΛΜ/100 kg μείωση πού επέφερε επίσης τήν μείωση τῶν εισφορών πού ἐφηρμόζοντο κατά τήν εισαγωγή τοῦ ἐν λόγω προϊόντος. Γιά τίς περιπτώσεις, κατά τίς όποιες ή εἰσφορά είχε καθορισθεί βάσει τῶν τιμών πού ἐφηρμόζοντο πρό τῆς 1ης Ἀπριλίου 1979, γιά εἰσαγωγές ὅμως πού θά πραγματοποιούντο μετά τήν ημερομηνία αυτή, ἡ Ἐπιτροπή έλαβε μεταβατικά μέτρα μέ τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 884/79, τῆς 3ης Μαΐου 1979 (PB 1979, L 111, σ. 18, τῆς 5ης Μαΐου 1979). Τά ἐν λόγω μεταβατικά μέτρα προέβλεπαν μείωση κατά 24,18 ΛΜ/100 kg τῆς εἰσφορᾶς ἐπί τῶν εισαγωγών προελεύσεως τρίτων χωρών, δηλαδή μείωση λίγο κατώτερη ἀπό εκείνη της τιμής κατωφλίου. Παρόμοια μέτρα πάντως δέν ἐλήφθησαν γιά τους εισαγωγείς πού έκαναν χρήση τοῦ συστήματος «ΕΞ/ΕΙΣ» καί οἱ όποιοι, βάσει τῆς διαδικασίας αυτής εἶχαν εξαγάγει πρό τῆς 1ης Ἀπριλίου 1977 καί εἰσαγάγει μετά τήν ημερομηνία αυτή.

    3. Τά πραγματικά περιστατικά

    Ὅπως προκύπτει καί ἀπό τήν έκθεση γιά τήν ἐπ' ἀκροατηρίου συζήτηση, τά πραγματικά περιστατικά τῆς ὑπό κρίση υποθέσεως ἀμφισβητοῦνται. Ή ιταλική επιχείρηση SA Oleifici Mediterranei (ἐφ' έξῆς Olmesa) έκανε χρήση τοῦ συστήματος «ΕΞ/ΕΙΣ» γιά ποσότητα 194,805 τόννων ελαιολάδου καί ισχυρίζεται ὅτι υπέστη, ὡς ἐκ τούτου, ζημία, τήν ἀποκατάσταση τῆς οποίας ζητεῖ στην παρούσα δίκη. Ὅσον άφορα τίς εξαγωγές, ἀπό τόν φάκελο τῆς δικογραφίας προκύπτει ὅτι στίς 27 'Ιανουαρίου 1979 ή ενάγουσα ἐπώλησε, εκδίδοντας σχετικό τιμολόγιο, στην National Supply Corporation τῆς Λιβύης, 268 τόννους ελαιόλαδο πρός 1230 λιρέτες τό κιλό, ἐνῶ ἡ μέση τιμή πωλήσεως πού ἐφηρμόζετο τότε στην Κοινότητα ἀνήρχετο σέ 1720 περίπου λιρέτες τό κιλό. Ή Ἐπιτροπή ἀμφισβητεί πάντως ὅτι ἡ συναλλαγή αυτή ἀποτελεί τμήμα των ὑπό τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ» διεξαχθεισῶν πράξεων, διότι ὄχι μόνον οἱ ποσότητες δέν ἀντιστοιχοῦν μέ ἐκείνες πού εισήχθησαν, ἀλλα καί διότι ἡ ἑταιρία Olmesa δέν ἠδυνήθη νά προσκομίσει πιστοποιητικό γιά ποσότητα 190 τόννων. Όσον άφορᾶ τίς εισαγωγές, ἡ εταιρία Olmesa προσεκόμισε δύο πιστοποιητικά εἰσαγωγῆς γιά 194,805 συνολικά τόννους, τό πρώτο γιά 33 περίπου τόννους πού ίσχυε μέχρι τίς 30 Μαΐου 1979 καί τό δεύτερο γιά 161 περίπου τόννους πού ίσχυε μέχρι τίς 30 'Ιουνίου. Ἐπί πλέον, προσεκόμισε επτά τιμολόγια σχετικά μέ την ἀγορά ἐλαιολάδου ἀπό ισπανικές επιχειρήσεις κατά τήν διάρκεια τοῦ χρονικοῦ διαστήματος ἀπό 12 Μαίου έως 13 'Ιουνίου 1979. Κατά τήν Ἐπιτροπή, τά τιμολόγια αυτά ἀντιπροσωπεύουν μόνον 104 συνολικά τόννους, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 57,4 τόννοι ἀφοροθν εξευγενισμένο ελαιόλαδο πού δέν υπάγεται στην διαδικασία «ΕΞ/ΕΙΣ». Ή τιμή κατά τήν εισαγωγή ἀνήρχετο σέ 1630 λιρέτες τό κιλό. Κατά τήν ἑταιρία Olmesa, ἡ ἐν λόγω εισαχθείσα ποσότητα ελαιολάδου ἐπωλήθη εντός τῆς Κοινότητος στην τιμή τῶν 1900 περίπου λιρετών τό κιλό. Ἡ Ἐπιτροπή καί τό Συμβούλιο ἀμφισβητούν ὅτι οἱ τιμές εἶχαν διαμορφωθεί σ' αυτό τό επίπεδο μετά τήν 1η Ἀπριλίου. Ή Ἐπιτροπή ισχυρίζεται ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς ἐν λόγω περιόδου, ή τιμή ἐκυμαίνετο μεταξύ 2507 καί 2580 λιρετών τό κιλό. Ἡ εταιρία Olmesa θεωρεί ὅτι ἐν πάση περιπτώσει υπέστη ζημία ἐπί τῆς εισαχθείσης ποσότητος, καθ ὅσον δέν κατέστη δυνατή ἡ πώληση τῆς ποσότητος αυτής στην τιμή πού ίσχυε ὑπό τό παλαιό σύστημα. Σύμφωνα μέ τά στοιχεία πού προσεκόμισε άλλά καί λόγω τῆς καταργήσεως τῶν επιστροφών, ὑπέστη ἐπί των εξαγωγών ζημία 100 περίπου ἑκατομμυρίων λιρετών, οἱ δέ εἰσαγωγές τῆς ἀπέφεραν κέρδος μόνο 42 εκατομμύρια περίπου λιρέτες. Θά επανέλθω ἀργότερα στό θέμα τῆς υπάρξεως τῆς προβαλλομενης ζημίας καί στόν τρόπο ὑπολογισμοῦ της.

    4. Προβληθέντες ἰσχυρισμοί καί εξέταση αυτών

    Μέ τήν ἀγωγή, ἡ ὁποία στηρίζεται στά άρθρα 178 καί 215, εδάφιο 2, τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ζητείται ἡ καταβολή ἀπό τήν Κοινότητα, ὡς ἀποζημίωση, ποσοῦ 50629 λογιστικών μονάδων, εντόκως πρός 8 % ἀπό 4ης Μαΐου 1979, καθώς καί ἡ καταδίκη της Κοινότητος στά δικαστικά έξοδα. Ή ἀγωγή, κατά τό μέρος πού στρέφεται κατά τῆς Ἐπιτροπῆς άφορᾶ τήν ευθύνη γιά τήν επέλευση τῆς προβαλλομενης ζημίας κατόπιν τῆς ἐκδόσεως τοῦ κανονισμοῦ 884/79, ὁ ὁποίος, ὅπως ελέχθη, δέν ὥρισε μεταβατικά μέτρα ὡς πρός τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ». Κυρίως, ἡ ενάγουσα υποστηρίζει ὅτι δέν πρόκειται ἐν προκειμένω γιά νομοθετική πράξη ἐνέχουσα επιλογές οἰκονομικῆς πολιτικής. Ὡς ἐκ τούτου, δέν είναι ἀναγκαίο νά ἀποδειχθεί ὅτι πληροῦνται οἱ ἀπαιτούμενες, ὅταν υφίσταται μία τέτοια πολιτική επιλογή, περιοριστικές προϋποθέσεις γιά νά ευδοκιμήσει μία ἀγωγή στηριζομένη στό άρθρο 215, εδάφιο 2. Πρόκειται, ὅπως εἶναι γνωστό, γιά τήν προϋπόθεση πού άφορᾶ τήν ύπαρξη καταφωρου παραβάσεως υπέρτερου κανόνος δικαίου πού προστατεύει τά άτομα, ὅπως τό Δικαστήριο τήν διετύπωσε στίς ἀποφάσεις πού εξέδωσε στίς υποθέσεις 5/71 (Schöppenstedt, Jurispr. 1971, σ. 975) καί 9 καί 11/71 (Compagnie d'approvisionnement et Grands Moulins de Paris, Jurispr. 1972, σ. 391). Ἐπικουρικώς, ἄν ὁ κύριος ισχυρισμός δέν γίνει δεκτός, ἡ ἑταιρία Olmesa υποστηρίζει ὅτι υφίσταται ἐν προκειμένω τέτοια παράβαση, λόγω τῆς παραβιάσεως ἀπό τόν κανονισμό 884/79 τόν ἀρχῶν τῆς 'ίσης μεταχειρίσεως καί τῆς προστασίας τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ή ἀγωγή, κατά τό μέρος πού στρέφεται κατά τοῦ Συμβουλίου, έχει ἐπικουρικό χαρακτήρα σέ σχέση μέ τό μέρος τῆς ἀγωγής πού στρέφεται κατά τῆς Ἐπιτροπής. Μέ τήν ἀγωγή αὐτή ζητείται επίσης ἡ καταβολή ἀποζημιώσεως, βάσει τῆς ευθύνης πού στηρίζεται ὄχι σέ παράνομη πράξη, ἀλλά σέ νόμιμη πράξη τοῦ ἐν λόγω ὀργάνου. Πρός τοῦτο, ἡ ἑταιρία Olmesa υποστηρίζει ὅτι οἱ κανονισμοί 1562/78, 3088/78 καί 360/79 τοῦ Συμβουλίου, ἄν καί σύννομοι, τῆς προξένησαν ἐν τούτοις ζημία πού γέννὰ τήν ευθύνη τοῦ Συμβουλίου. Μέ τό αἴτημα αυτό, τό Δικαστήριο καλείται νά κρίνει τό ζήτημα ἄν τό κοινοτικό δίκαιο ἀναγνωρίζει τήν ύπαρξη ευθύνης λόγω ζημίας πού προξένησαν νόμιμες πράξεις τῶν κοινοτικών ὀργάνων. Στην συνέχεια τῶν προτάσεων θά εξετάσω τους ἰσχυρισμούς αυτούς μέ τήν ἀναφερθείσα σειρά. Όσον άφορᾶ τήν κυρία ἀξίωση πού στρέφεται κατά τῆς Ἐπιτροπής, θα εξετασθούν οἱ τρεις προϋποθέσεις, ἀπό τίς όποιες ἡ σχετική μέ τίς παράνομες πράξεις τῆς Κοινότητος νομολογία τοῦ Δικαστηρίου ἐξαρτᾶ τήν ἀναγνώριση τῆς ευθύνης πού στηρίζεται στό άρθρο 215, εδάφιο 2: παράνομες πράξεις, νομοθετικές ή μή, τῆς Ἐπιτροπής, ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ τῆς ζημίας πού υποστηρίζει ὅτι υπέστη ἡ εταιρία Olmesa καί των ἐν λόγω πράξεων, καθώς καί ύπαρξη καί τρόπος ὑπολογισμοῦ τῆς ζημίας αυτής. Ή εξέταση αὐτῶν τῶν θεμάτων θά μοῦ επιτρέψει νά ἀναφερθῶ συνοπτικῶς στίς προϋποθέσεις πού ἀφοροῦν τήν ύπαρξη αιτιώδους συναφειας καί ζημίας, σέ σχέση μέ τό μέρος τῆς ἀγωγής πού στρέφεται κατά τοῦ Συμβουλίου, τό ὁποῖο θα ἐξετασθεί ἀκολούθως. Στό πλαίσιο τοῦ μέρους αὐτοῦ τῆς ἀγωγής, θά ἀφιερώσω πάντως ὁρισμένες σκέψεις στό ἀναντίρρητα ἐνδιαφέρον ζήτημα πού άφορᾶ τήν ενδεχομένη ἀντικειμενική ευθύνη γιά νόμιμες πράξεις τῆς Κοινότητος.

    5. Ή ἀγωγή κατά τό μέρος πού στρέφεται κατά τῆς Ἐπιτροπής

    Πρίν εξετασθεί τό ζήτημα ἄν δύναται νά προσαφθεί κατά τῆς Ἐπιτροπῆς ἡ έκδοση παρανόμου πράξεως, θά πρέπει νά δοθεί ἀπάντηση στον ισχυρισμό τῆς εταιρίας Olmesa, κατά τόν όποιο δέν πρόκειται ἐν προκειμένω γιά νομοθετική πράξη ἐνέ-χουσα επιλογές οἰκονομικῆς πολιτικής. Συνεπώς, δέν εἶναι ἀναγκαίο νά ἀποδειχθεί ή ύπαρξη καταφωρου παραβάσεως υπέρτερου κανόνος δικαίου πού προστατεύει τά άτομα, γιά νά ἀποδειχθεί ὅτι ἡ Ἐπιτροπή υπερέβη τήν εξουσία εκτιμήσεως πού διαθέτει. Τό επιχείρημα τῆς εταιρίας Olmesa ισοδυναμεί, κατ' οὐσίαν, μέ τήν άποψη ὅτι ἐν προκειμένω ουδόλως ἀνετέθη στην Ἐπιτροπή ἡ εφαρμογή επιλογών οἰκονομικῆς πολιτικής καί ὅτι τό όργανο αυτό ὑπε-χρεοῦτο μόνον νά ἐκτελέσει τίς τροποποιήσεις πού επέφερε τό Συμβούλιο στην ὀργάνωση τῆς ἀγοράς στόν τομέα των λιπαρών ουσιών. Φρονώ ὅτι τό επιχείρημα αυτό δέν δύναται νά γίνει δεκτό, ἐφ' όσον ή εξουσιοδότηση, έστω καί ὑπό τήν μορφή ρητής εντολής, δέν συνεπάγεται άνευ έτερου ὅτι ἡ Ἐπιτροπή δέν διαθέτει κανένα περιθώριο εξουσίας. Αυτό εἶναι περισσότερο ἀληθές στην ὑπό κρίση ὑπόθεση, ὅπου ὁ κανονισμός 884/79 τῆς Ἐπιτροπῆς παραπέμπει στό άρθρο 16, παράγραφος 6, τοῦ βασικού κανονισμού 136/66, διάταξη δυνάμει τῆς ὁποίας ἡ Ἐπιτροπή λαμβάνει τίς εκτελεστικές διατάξεις σύμφωνα μέ τήν διαδικασία τῆς επιτροπής διαχειρίσεως πού ἱδρύθη μέ τό άρθρο 38 τοῦ ἐν λόγω κανονισμοῦ. Λαμβανομένης ὑπ' ὄψη τῆς φύσεως τῆς ἐν λόγω διαδικασίας καί τῆς νομολογίας τοῦ Δικαστηρίου στίς υποθέσεις 25/70 (Einfuhr- und Vorratsstelle für Getreide κατά Köster, Jurispr. 1970, σ. 1173), καί 30/70 (Scheer κατά Einfuhr- und Vorratsstelle für Getreide, Jurispr. 1970, σ. 1210), δέν είναι δυνατό νά υποστηριχθεί ὅτι ἡ Ἐπιτροπή δέν διαθέτει κανένα περιθώριο εξουσίας, όσον άφορα τήν διαχείριση τῶν κοινών ὀργανώσεων ἀγορᾶς. Τό επιχείρημα αυτό πού προβάλλει ἡ εταιρία Olmesa συνεπάγεται ἐπί πλέον ὅτι ἡ Ἐπιτροπή, μή λαμβάνοντας μεταβατικά μέτρα γιά την διαδικασία «ΕΞ/ΕΙΣ», παρεβίασε τους ἀντίστοιχους κανονισμούς τοῦ Συμβουλίου. Πράγματι, στην περίπτωση αύτη, ἡ Ἐπιτροπή δέν διαθέτει κανένα περιθώριο ἐκτιμήσεως ὅσον ἀφορᾶ τά μεταβατικά μέτρα. Ἐν τούτοις, ἡ ἑταιρία Olmesa ούτε προβάλλει οὔτε ἀποδεικνύει τήν ύπαρξη μιᾶς τέτοιας παραβάσεως.

    Κατά συνέπεια, τό μέρος τῆς ἀγωγής πού στρέφεται κατά τῆς Ἐπιτροπῆς στηρίζεται στην πραγματικότητα στόν επικουρικό ισχυρισμό κατά τόν όποῖο, ἐφ' ὅσον πρόκειται γιά νομοθετική πράξη ἐνέχουσα επιλογές οικονομικῆς πολιτικής, πληροῦται επίσης ἡ προϋπόθεση υπάρξεως καταφωρου παραβάσεως υπέρτερου κανόνος δικαίου πού προστατεύει τά άτομα. Συγκεκριμένα, ή εταιρία Olmesa υποστηρίζει ὅτι ἡ Ἐπιτροπή μή λαμβάνοντας μεταβατικά μέτρα γιά τήν διαδικασία «ΕΞ/ΕΙΣ», παρεβίασε τόσο τήν ἀρχή τῆς ἰσότητος ὅσο καί τήν ἀρχή τῆς προστασίας τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    Τό ἀνωτέρω πρῶτο μέρος τοῦ ἐπικουρικοῦ Ισχυρισμοῦ στηρίζεται στην υπόθεση ὅτι ή διαδικασία «ΕΞ/ΕΙΣ» καί οἱ σχετικοί μέ τίς εἰσαγωγές καί τίς εξαγωγές κανόνες, οἱ όποιοι ἀναφέρονται στους προκαθορισμούς καί στά πιστοποιητικά, συνιστούν ἀντικειμενικώς δεκτικά συγκρίσεως συστήματα. Είναι δυνατό νά παρατηρηθεί ἀμέσως ὅτι ή ἀκρίβεια τῆς υποθέσεως αυτής είναι ἀμφισβητήσιμη, λαμβανομένης ὑπ' ὄψη τῆς ἀρχής τῆς κοινοτικής προτιμήσεως πού ἀνεγνωρίσθη επανειλημμένως ἀπό τό Δικαστήριο ὡς μία ἀπό τίς κατευθυντήριες ἀρχές τῆς κοινής γεωργικής πολιτικής. Σύμφωνα μέ τήν ἀρχή αυτή, ἡ κοινοτική ἀγορά ἀπολαύει μιᾶς προτιμήσεως σέ σχέση μέ τήν ἀγορά τῶν τρίτων χωρών. Τό σύστημα τῶν εἰσφορῶν καί τῶν επιστροφών ἐπί τῶν εἰσαγωγῶν καί εξαγωγών, πού προέρχονται ἀπό ἡ προορίζονται γιά τρίτες χώρες, πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς συνέπεια τῆς ἀρχής αυτής, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν εξάρτηση τῶν ἐν λόγω εἰσαγωγῶν καί εξαγωγῶν κυρίως ἀπό τίς συνθήκες τῆς ἀγοράς εντός τῆς Κοινότητος. Σύμφωνα μέ τήν αἰτιολογική σκέψη τοῦ κανονισμού 171/67, ἡ ὁποία προανεφέρθη, ἡ διαδικασία «ΕΞ/ΕΙΣ» χρησιμεύει πάντως γιά τήν διατήρηση των παραδοσιακών ρευμάτων ἐξαγωγών καί πηγάζει ἀπό τήν επιθυμία νά μή διαταραχθεί τελείως ἡ παραδοσιακή μεσογειακή ἀγορά ελαιολάδου. Ὑπ' αὐτό τό πρίσμα, ή διαδικασία «ΕΞ/ΕΙΣ» δύναται δυσχερώς νά μή θεωρηθεί ὡς εξαίρεση τοῦ γενικοῦ συστήματος. Οἱ ἀνωτέρω γενικοῦ χαρα-κτῆρος σκέψεις επιβεβαιώνονται επίσης ἀπό τίς σχετικές ἐν προκειμένω νομοθετικές διατάξεις. Κατά πρώτο, τό σύστημα τῶν πιστοποιητικών εισαγωγής καί εξαγωγής μέ δυνατότητα προκαθορισμοῦ ἔχει γενική εφαρμογή στά κοινοτικά γεωργικά προϊόντα. Καθωρίσθη μέ τους κανονισμούς τῆς Ἐπιτροπής 192/75 καί 193/75 (ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 03/011, σ. 10). Ἀντιθέτως, ή διαδικασία «ΕΞ/ΕΙΣ» δέν προκύπτει ἀπό καμμία γενική κανονιστική ρύθμιση εφαρμόζεται κατά τομέα ἐφ' ὅσον παρίσταται ανάγκη. Κατά δεύτερο, τό γεγονός ὅτι ή διαδικασία «ΕΞ/ΕΙΣ» ἀποτελεί εξαίρεση τοῦ γενικού συστήματος εἰσαγωγῶν καί εξαγωγών προκύπτει ἐπίσης ἀπό τό κείμενο τοῦ ἄρθρου 9, παράγραφος 1, τοῦ κανονισμοῦ 171/67, τό όποιο ἀνεφέρθη προηγουμένως. Πρόκειται πράγματι γιά μία ειδική μορφή επιστροφής λόγω εξαγωγής ελαιολάδου. Ό ειδικός αυτός χαρακτήρας τῆς διαδικασίας «ΕΞ/ΕΙΣ» επιβεβαιώνεται ἐπίσης ἀπό τό άρθρο 9 τοῦ κανονισμοῦ 2041/75 τῆς Ἐπιτροπής, τῆς 25ης 'Ιουλίου 1975, περί τῶν εἰδικῶν διαδικασιών εφαρμογής τοῦ καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής καί προκαθορισμοῦ στόν τομέα τῶν λιπαρών ουσιών (ΕΕ εἰδ. ἔκο. 03/013, σ. 80). Τό ἴδιο συμπέρασμα δύναται νά συναχθεί ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου. Μετά τήν ἀπόφαση πού εξεδόθη στην υπόθεση 73/69 (Oehlmann, Jurispr. 1970, σ. 468), κατέστη εμφανές ὅτι οἱ κανόνες τοῦ γενικού συστήματος προκαθορισμοῦ δέν δύνανται νά εφαρμοσθούν κατ' ἀναλογία στίς περιπτώσεις, κατά τίς ὁποίες δέν τίθεται θέμα προκαθορισμού. Τό Δικαστήριο ἐθεώρησε ὡς καθοριστικό παράγοντα τόν σταθερό δεσμό, ὁ όποιος δημιουργείται μετά τόν προκαθορισμό μεταξύ τοῦ ἐπιχειρηματίου, ἀφ' ἑνός, καί τῶν ἀρχῶν πού εἶναι επιφορτισμένες μέ τή διαχείριση τῆς ὀργανώσεως τῶν ἀγορών, ἀφ' ἑτερου, καί ὁ όποιος συνίσταται στην συνοδευομένη ἀπό τήν καταβολή εγγυήσεως υποχρέωση εισαγωγής ἡ εξαγωγής. Στην ἀπόφαση πού εξεδόθη στην υπόθεση 68/77 (IFG κατά Ἐπιτροπής, Jurispr. 1978, σ. 353), στην ὁποία ἐξετάσθη ένα σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ», τό Δικαστήριο έδωσε τήν ερμηνεία αυτή. Στην σκέψη 8 τῆς ἀποφάσεως αυτής (πρβλ. σ. 369) τό Δικαστήριο έκρινε κατά τρόπο σαφή ὅτι λόγω τοῦ ἀνωτέρω δεσμοῦ, ὁ όποιος δημιουργείται μετά τόν προκαθορισμό μεταξύ τοῦ ἐπιχειρηματίου καί τῶν άρχων πού εἶναι επιφορτισμένες μέ τήν διαχείριση τῆς ὀργανώσεως των ἀγορών, τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ» δέν πρέπει νά εξομοιωθεί μέ μία γενική διαδικασία εἰσαγωγῶν καί εξαγωγών. Σχετικώς, παραπέμπω ἐπί πλέον στίς κατηργορηματικές ἐπ' αὐτοῦ τοῦ σημείου ἀπόψεις πού ἀνέπτυξε στίς προτάσεις του ὁ γενικός εἰσαγγελεύς Capotorti.

    Λαμβανομένων ὑπ' ὄψη τῶν προηγηθεισῶν σκέψεων καί κατά τό μέτρο πού τό ἐν λόγω κεφάλαιο τοῦ προβληθέντος ἰσχυρισμοῦ στηρίζεται στην άποψη ὅτι στην ὑπό κρίση υπόθεση πρόκειται γιά καταστάσεις ἀντικειμενικῶς δεκτές συγκρίσεως, φρονῶ ὅτι δέν δύναται νά γίνει δεκτό. Προσθέτω πάντως ὅτι, κυρίως κατά τήν διάρκεια τῆς προφορικής διαδικασίας, ἡ εταιρία Olmesa επεχείρησε νά ἑρμηνεύσει τήν ἀρχή τῆς ἰσότητος, στην παρούσα υπόθεση, ὑπό τήν ουσιαστική τῆς έννοια. Τό επιχείρημά της συνίσταται στό ὅτι δύναται νά γίνει λόγος γία διαφορά μεταξύ τοῦ προκαθορισμοῦ καί τοῦ συστήματος «ΕΞ/ΕΙΣ», κατά τό μέτρο πού ὁ επιχειρηματίας πού ἀπολαύει τοῦ προκαθορισμού δέν διατρέχει κατ' ἀρχήν κανέναν κίνδυνο σέ σχέση μέ τίς ἐν τῶ μεταξύ επερχόμενες μεταβολές τῶν τιμών, ἐν ἀντιθέσει πρός τόν ἐπιχειρηματία πού προσφεύγει εκουσίως στό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ». Ή έλλειψη μεταβατικών μέτρων γιά τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ» δύναται νά θεωρηθεῖ ὡς παραδεκτή, ἄν ὁ επιχειρηματίας πού προσφεύγει στό ἀνωτέρω σύστημα δέν εκτίθεται ἐξ αυτού τοῦ λόγου σέ δυσαναλόγους ἡ μή συνήθεις κινδύνους. Ἄν καί δέν θά ήθελα νά ἀπορρίψω άνευ ἑτερου τό επιχείρημα αὐτό, φρονώ πάντως ὅτι στην ὑπό κρίση υπόθεση δέν δύναται νά γίνει δεκτό, δεδομένου ὅτι ἡ ἑταιρία Olmesa δέν ἀπέδειξε ὅτι υφίσταται ἐν προκειμένω ένας τέτοιος δυσανάλογος κίνδυνος ούτε ὅτι συνοδεύεται αυτός ἀπό τήν ύπαρξη εξαιρετικής ζημίας.

    Τά επιχειρήματα τῆς ἑταιρίας Olmesa ἀναφέρονται ἐν τούτοις, ἐν μέρει, καί στό ζήτημα κατά πόσο ἡ εταιρία αυτή ἠδύνατο ή δέν ἠδύνατο νά προβλέψει τήν μεταβολή τῶν τιμών. Τό επιχείρημα αυτό συνδέεται, ἑπομένως, μέ τόν ισχυρισμό πού στηρίζεται στην παραβίαση τῆς δικαιολογημένης ἐμπιστοσύνης.

    Όσον άφορᾶ τό δεύτερο κεφάλαιο τοῦ επικουρικοῦ ισχυρισμού, ἡ εταιρία Olmesa υποστηρίζει ὅτι ναί μέν ήταν γνωστό ὅτι οἱ τιμές θά μετεβάλλοντο λόγω τῆς εισαγωγής τοῦ συστήματος τῶν ενισχύσεων στην κατανάλωση στόν τομέα τοῦ ελαιολάδου, ὁ χρόνος, ὅμως, κατά τόν όποιο θά ὑπήρ-χοντο οἱ μεταβολές αὐτές ήταν ἀβέβαιος λόγω τοῦ ὅτι τό Συμβούλιο εἶχε ήδη προβεί σέ δύο ἀναβολές. Σχετικώς, σημειώνω ὅτι ἀπεδείχθη ἀδύνατη ἡ τήρηση τῶν ημερομηνιών τῆς 1ης Νοεμβρίου 1978 καί τῆς 1ης Μαρτίου 1979. Συνεπώς, τό επιχείρημα αυτό ισοδυναμεί ουσιαστικώς μέ τήν άποψη ὅτι ἡ εταιρία Olmesa ἐδικαιοῦτο νά προβλέψει καί άλλες ἀναβολές. Προκειμένου νά προστατεύσει αυτή τήν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, ἡ Ἐπιτροπή ὤφειλε νά λάβει μεταβατικά μέτρα ἡ νά ἀναστείλει τήν εφαρμογή τοῦ συστήματος «ΕΞ/ΕΙΣ». Νομίζω ὅτι εἶναι προφανές ὅτι, κατά κανόνα, ó Ιδιώτης πού ἀντιμετωπίζει ἕva νομοθετικό μέτρο, ἡ έναρξη τῆς ισχύος τοῦ ὁποίου ἀναβάλλεται, δέν δικαιούται, μόνο λόγω τῆς ἀναβολῆς αυτής, νά προσδοκᾶ ὅτι θά επέλθουν καί ἄλλες ἀναβολές. Ἡ προσδοκία αύτη πρέπει τουλάχιστον νά στηρίζεται καί σέ ἄλλα περιστατικά, ἐκτος ἀπό την 'ίδια την ἀναβολή, ἡ δέ εταιρία Olmesa δέν προέβαλε τέτοια περιστατικά. Ἀντιθέτως, εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ εταιρία Olmesa ἐγνώριζε ἡ ἠδύνατο νά γνωρίζει, μετά την δημοσίευση τοῦ κανονισμού 3088/78 στίς 19 Δεκεμβρίου 1978, σέ ποιο βαθμό καί πότε θά μετεβάλλοντο οἱ τιμές. Ἐως τίς 23 Φεβρουαρίου 1979, δέν ὑφίστατο κανείς λόγος γιά νά υποθέσει ὅτι θά υπήρχε καί δεύτερη ἀναβολή, ὅπως αυτό συνέβη μέ τόν κανονισμό 260/79 πού ἐδημοσιεύθη τήν ἡμερομηνία αυτή. Ἐφ' ὅσον ἡ εταιρία Olmesa προσέφυγε στό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ»πρό τῆς 23ης Φεβρουαρίου 1979, ὤφειλε νά λάβει ὑπ' ὄψη ὅτι οἱ τιμές θά μετεβάλλοντο ἀπό τήν 1η Μαρτίου 1979 μέ τίς ἀντίστοιχες συνέπειες γιά τίς εισαγωγές πού θά ἐπραγματοποιοῦντο μετά τήν τελευταία ἡμερομηνία. Τό γεγονός ὅτι, στίς 23 Φεβρουαρίου 1979, ἡ 1η Μαρτίου ἔγινε 1η Ἀπριλίου, συνιστά τουλάχιστον γιά τήν ἑταιρία Olmesa μία εὐτυχή συγκυρία, τήν ὁποία δέν έπρεπε νά προσδοκά ένας επιμελής επιχειρηματίας. Ἐνεργώντας χωρίς νά λάβει ὑπ' ὄψη τῆς τήν επικείμενη μεταβολή καί προβαίνοντας σέ κερδοσκοπία στηριζόμενη σέ νέα ἀναβολή τῆς ενάρξεως τῆς Ισχύος τοῦ νέου συστήματος, ἡ εταιρία Olmesa δέν ενήργησε βεβαίως κατά τόν τρόπο πού δύναται κανείς νά ἀναμένει ἀπό έναν επιμελή ἐπιχειρηματία. Αυτή ἡ ἀδικαιολόγητη προσδοκία ουδόλως στηρίζεται στην έλλειψη μεταβατικῶν μέτρων. Σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις πού ἐξέδωσε τό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων στίς υποθέσεις 95-98/74 (CNTA κατά Ἐπιτροπῆς καί Συμβουλίου, Jurispr. 1975, σ. 1615, σκέψη 45) καί 169/75 (Compagnie continentale κατά Συμβουλίου, Jurispr. 1975, σ. 117, σκέψη 28), γιά νά γίνει δεκτός ó ισχυρισμός πού στηρίζεται στην ἀρχή τῆς προστασίας τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, θά πρέπει, ἐν πάση περιπτώσει, νά πληροῦται ἡ προϋπόθεση επιδείξεως επιμελείας καί συνέσεως, δηλαδή, θά πρέπει ὁ επιχειρηματίας νά ἔχει ενεργήσει σύμφωνα μέ τίς γνωστές ἡ δυνάμενες νά προβλεφθούν συνθήκες τῆς ἀγορᾶς (ἐν προκειμένω κατά τόν χρόνο διενεργείας τῶν εξαγωγῶν).

    Ή ἀπαίτηση υπάρξεως αίτιώδους συνάφειας ενέχει ἐν προκειμένω τήν ύπαρξη αἰτιώδους συνδέσμου μεταξύ τῆς ζημίας πού υποστηρίζει ὅτι υπέστη ἡ ἑταιρία Olmesa καί τῆς μή λήψεως, μέ τόν κανονισμό 84/79, μεταβατικών μέτρων γιά τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ». Ἀπό τήν προηγουμένη ἐξέταση τοῦ δευτέρου κεφαλαίου τοῦ ἐπι-κουρικοῦ ισχυρισμού προκύπτει ήδη ὅτι τέτοιος σύνδεσμος δέν υφίσταται, ἐφ' ὅσον ή προβαλλόμενη ζημία δέν ὀφείλεται στην έλλειψη μεταβατικών μέτρων, ἀλλά στην ἀδικαιολόγητη προσδοκία άλλων ἀναβολών τῆς ενάρξεως ισχύος τοῦ νέου συστήματος. Σέ σχέση μέ τήν ἀπαίτηση τῆς αἰτιώδους συνάφειας, ἡ ἑταιρία Olmesa δέν ἐτήρησε τήν υποχρέωση επιδείξεως επιμελείας. Σχετικώς, παραπέμπω ιδίως στίς σκέψεις 11 καί 28 τῆς προαναφερθείσης ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου στην υπόθεση 169/75.

    Στό δικόγραφο τῆς ἀγωγής, ἡ εταιρία Olmesa υπολογίζει τήν ζημία τήν ὁποία υποστηρίζει ὅτι υπέστη, σέ 50629 ΛΜ, λαμβανομένης ύπ'οψη τῆς διαφοράς μεταξύ τῆς παλαιάς καί τῆς νέας τιμής κατωφλίου (145,43 ΛΜ/100 kg -119,44 ΛΜ/100 kg = 25,99 ΛΜ/100 kg ἡ σέ 47103 ΛΜ, ἄν ληφθεί ύπ' οψη ἡ διαφορά μεταξύ τῆς παλαιᾶς καί τῆς νέας εισφορᾶς. Ευνόητο εἶναι ὅτι ἡ ἑταιρία Olmesa προτίμα τό πρώτο ποσό. Μέ προσθήκη στό υπόμνημα ἀπαντήσεώς της, ἡ ενάγουσα επιχειρεί νά υπολογίσει τήν ζημία σέ ιταλικές λιρέτες.

    Όσον άφορᾶ τήν ἀπαίτηση υπάρξεως ζημίας πού τίθεται στό άρθρο 215, εδάφιο 2, εἶχα ήδη τήν ευκαιρία, στίς προτάσεις μου πού ἀνέπτυξα στίς συνεκδικασθεῖσες υποθέσεις 197-200, 243, 145 καί 247/80, νά ἀναφέρω τήν ἀπόφαση πού εξέδωσε τό Δικαστήριο στην υπόθεση 47/79 (Richard Pool κατά Συμβουλίου, Jurispr. 1980, σ. 569). Σύμφωνα μέ τίς σκέψεις 10 καί 11 τῆς ἐν λόγω ἀποφάσεως, θά πρέπει νά ἀποδειχθεί ὄχι μόνο ἡ ύπαρξη πραγματικής ζημίας, ἀλλα καί νά υπολογισθεῖ αύτη κατά τρόπο ἀρκετά συγκεκριμένο. Ὡς πρός τήν ύπαρξη τῆς ζημίας, φρονῶ, στηριζόμενος στίς παρατηρήσεις πού ἀνέπτυξα ἀνωτέρω σέ σχέση μέ τόν ἐν λόγω Ισχυρισμό, ὅτι ἡ ἑταιρία Olmesa δέν επέτυχε νά ἀποδείξει ὅτι υπέστη ζημία λόγω τῆς συμπεριφορᾶς τῆς Ἐπιτροπῆς καί τοῦ Συμβουλίου. Δύναται ἀναμφιβόλως νά παραπονείται γιά τήν ἀποθετική ζημία πού υπέστη λόγω τῆς πτώσεως τῶν τιμών μετά τήν 1η Ἀπριλίου, ἀλλά ἀπεδείχθη ὅτι αυτό ὠφεί-λετο στην ἀδικαιολόγητη προσδοκία πού ἔτρεφε ὡς πρός τήν εισαγωγή τοῦ νέου συστήματος στον τομέα τοῦ ελαιολάδου.

    Ἐπίσης, ἡ εταιρία Olmesa δέν επέτυχε νά συγκεκριμενοποιήσει ἀρκετά τήν ζημία πού ισχυρίζεται ὅτι υπέστη. Καθ' ὅσον πρόκειται γιά ζημία εκφραζομενη σέ λογιστικές μονάδες, ἡ ένδειξη αυτή στηρίζεται μόνο στίς μεταβολές πού ἐπήλθαν στίς κοινοτικές τιμές, οἱ όποιες, έκτος ἀντιθέτου ἀποδείξεως, δέν ἀντανακλοῦν ἀναγκαίος τίς πραγματικές συνθήκες τῆς ἀγοράς πού είναι καθοριστικές γιά τίς ἐν λόγω συναλλαγές. Σύμφωνα μέ τήν Ἐπιτροπή καί τό Συμβούλιο, ἡ τιμή πού 'ίσχυε στην ἀγορά εντός τῆς Κοινότητος γιά τό εισαγόμενο ελαιόλαδο, ήταν στην πραγματικότητα πολύ υψηλότερη ἀπό αυτή πού υποστηρίζει ή ἑταιρία Olmesa. Πρός υπολογισμό τῆς ζημίας, ενδιαφέρουν ἀκριβώς αυτές οἱ πραγματικές τιμές τῆς ἀγοράς καί ὄχι οἱ θεωρητικοί υπολογισμοί πού ἀφορούν τίς συνέπειες τῶν τροποποιήσεων τῆς ὀργανώσεως τῶν ἀγορών ἐπί τοῦ επιπέδου τῶν τιμών. Ὡς πρός τόν υπολογισμό σέ Ιταλικές λιρέτες σέ σχέση μέ τίς εξαγωγές καί τίς εἰσαγωγές, βάσιμες ἀντιρρήσεις προέβαλε ιδίως ἡ Ἐπιτροπή, ἀντιρρήσεις τίς όποιες δέν ἀντέκρουσε ἡ εταιρία Olmesa ούτε στό υπόμνημα ἀπαντήσεως οὔτε κατά τήν προφορική διαδικασία. 'Ιδίως, ἡ εταιρία Olmesa δέν επέτυχε νά ἀποδείξει τήν ἀπαραίτητη στό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ» ἀντιστοιχία μεταξύ εξαγομένων καί εἰσαγομένων ποσοτήτων.

    6. Ή ἀγωγή κατά τό μέρος πού στρέφεται κατά τοῦ Συμβουλίου Ἀνεξαρτήτως τοῦ ερωτήματος κατά πόσο τό άρθρο 215, εδάφιο 2, καλύπτει ἐπίσης τίς περιπτώσεις εὐθύνης, κατά τίς όποιες δέν υφίστανται παράνομες πράξεις τῶν κοινοτικών ὀργάνων, δύναται, ἐν πάση περιπτώσει, νά γίνει δεκτό ὅτι, ἀκόμη καί ἄν δοθεῖ καταφατική ἀπάντηση στό ἀνωτέρω ἐρώτημα, θά πρέπει νά πληρούνται καί οἱ προϋποθέσεις πού ἀφορούν τήν αἰτιώδη συνάφεια καί τήν ζημία.

    Ἀπό τήν εξέταση πάντως τῶν προβληθέντων κατά τῆς Ἐπιτροπῆς ισχυρισμών προκύπτει ὅτι πρέπει νά ἀπορριφθεί ἡ ἀγωγή τῆς ἑταιρίας Olmesa καί κατά τό μέρος πού στρέφεται κατά τοῦ Συμβουλίου, διότι δέν πληρούνται οἱ ἀνωτέρω δύο προϋποθέσεις. Προκειμένου νά μή υπάρξει καμμία παρανόηση, προσθέτω ὅτι δέν δύναται νά υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ τῶν κανονισμών τοῦ Συμβουλίου 1563/78, 3088/78 καί 360/79 καί τῆς προβαλλόμενης ζημίας, γιά τόν μόνο λόγο ὅτι ἡ έλλειψη μεταβατικών μέτρων γιά τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ» είναι ζήτημα πού εμπίπτει στην ἁρμοδιότητα τῆς Ἐπιτροπής. Ή Ἐπιτροπή εἶναι επιφορτισμένη μέ τήν λήψη, μέσω τῆς διαδικασίας τῆς επιτροπής διαχειρίσεως, τῶν μέτρων ἐκτελέσεως τοῦ κανονισμοῦ 1562/78 τοῦ Συμβουλίου, στο πλαίσιο τοῦ ὁποίου ἠδύ-ναντο, ἐνδεχομένως, νά ληφθούν μεταβατικά μέτρα γιά τό σύστημα «ΕΞ/ΕΙΣ».

    Λαμβανομένων ὑπ᾽ ὄψη τῶν προηγηθεισῶν σκέψεων παρέλκει ἡ έρευνα ἀπό τό Δικαστήριο τῆς θέσεως πού κατέχει στό κοινοτικό δίκαιο ἡ ἀντικειμενική ευθύνη. Δεδομένου ὅμως ὅτι τό ερώτημα αυτό, στό όποιο στηρίζεται ὁ ἰσχυρισμός, προεβλήθη ρητῶς ενώπιον τοῦ Δικαστηρίου, επιβάλλεται ἡ παράθεση ὁρισμένων παρατηρήσεων ἐπί τοῦ θέματος. Θά πρέπει ἀμέσως νά διαπιστωθεί ὅτι ἡ ενάγουσα, Ιδίως στό υπόμνημα ἀπαντήσεως, διευκρίνισε ὅτι πρόκειται γιά ευθύνη στηριζομένη σέ σοβαρά καί εξαιρετική ζημία, ἀναφερομένη ταυτοχρόνως στην ἀρχή τῆς «égalité devant les charges publiques» (ἴση συμμετοχή των πολιτών στά δημόσια βάρη), ἡ ὁποία δέν είναι δυνατόν νά διατυπωθεί ευχερώς σέ άλλη γλώσσα έκτος ἀπό την γαλλική. Αυτή ή έμμεση ἀναφορά στό γαλλικό διοικητικό δίκαιο δέν εἶναι καθόλου τυχαία, δεδομένου ὅτι ὁ κλάδος αυτός τοῦ δικαίου δέχεται πράγματι ὁρισμένο ἀριθμό άρχῶν βάσει τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζεται ἡ δυνα-τότης γενέσεως ἀντικειμενικής ευθύνης γιά νόμιμες διοικητικές πράξεις, ιδίως δέ γιά νομοθετικές πράξεις. Θά πρέπει πάντως ἀμέσως νά προστεθεί ὅτι οἱ προϋποθέσεις, ὑπό τίς όποιες γεννάται ἡ ευθύνη αυτή είναι εξαιρετικώς περιοριστικές καί ἐπί πλέον ὅτι ἡ ἀρχή αυτή εφαρμόζεται πολύ λίγο. Ἀν καί στην Γαλλία, αυτός καθαυτός ὁ νόμος δέν ελέγχεται ἀπό τόν δικαστή, ἐν τούτοις τό Conseil d'État ἀνεγνώρισε σέ μία ἀπόφαση του τῆς 14ης 'Ιανουαρίου 1938 (εταιρία La Fleurette) τήν ύπαρξη πραγματικής ευθύνης τῆς διοικήσεως, ή ὁποία στηρίζεται στην ήδη ἀναφερθείσα ἀρχή τῆς ἴσης συμμετοχής τῶν πολιτών στά δημόσια βάρη. Όπως φανερώνει ήδη αύτη ή διατύπωση, ἡ μία ἀπό τίς προϋποθέσεις πού ἀπαιτούνται γιά νά παραχθεί ἡ ἐν λόγω ευθύνη, εἶναι νά έχει υποστεί ένας πολίτης ἡ μία ὁμάδα πολιτών, σέ σύγκριση μέ άλλους πολίτες, σημαντική ζημία ἀπό τήν νομοθετική πράξη. Πάντως, έστω καί ἄν ἡ σχετική γαλλική νομολογία ἠδύνατο νά μεταφερθεί στό κοινοτικό δίκαιο, ή εταιρία Olmesa δέν δύναται νά τήν επικαλεσθεί βασίμως, διότι, ὅπως υπεστήριξε τό Συμβούλιο χωρίς νά ἀντικρουσθεῖ Ικανοποιητικώς ἀπό τήν ἐνάγουσα, δέν πληροῦνται στην περίπτωση τῆς οἱ περιοριστικές προϋποθέσεις πού ετέθησαν ἀπό τήν ἐν λόγω νομολογία. Ἐπί πλέον, δέν είναι δυνατόν νά γίνει ευκόλως νοητή ἡ μεταφορά αυτή γιά διαφόρους λόγους. Κατά πρώτο, τό συγκριτικό δίκαιο δεικνύει ὅτι τό γαλλικό δίκαιο κατέχει ἐν προκειμένω μία μάλλον Ιδιάζουσα θέση. Ή έννοια τῆς ἀντικειμενικῆς ευθύνης δέν εἶναι βεβαίως ἀπόλυτα άγνωστη στό δίκαιο άλλων κρατών μελών, ἡ ὑποχρέωση ὅμως ἀποκαταστάσεως ἀπορρέει ἀπό άλλες ἀρχές (τό δικαίωμα κυριότητος) ἡ προκύπτει ἀπό εἰδική νομοθεσία (παραδείγματος χάριν ή σχετική μέ τό περιβάλλον νομοθεσία). Πρέπει ἐπί πλέον νά ληφθεί ὑπ᾽ ὄψη ὅτι στό κοινοτικό δίκαιο οἱ νομοθετικές πράξεις γενικής ἰσχύος δύνανται νά ἐλεγχθοῦν σέ σχέση μέ τους υπέρτερους κανόνες δικαίου σέ πολύ μεγαλύτερο βαθμό ἀπό ὅ,τι στη Γαλλία. Στό κοινοτικό δίκαιο δέν ἀποκλείεται ἡ περίπτωση, στό πλαίσιο τοῦ είδους αὐτοῦ τῶν πράξεων, μία σοβαρά καί εξαιρετική ζημία νά συνιστά παράβαση υπερτέρου κανόνος δικαίου, πράγμα πού καθιστά αὐτη καθαυτή τήν πράξη παράνομη. Παράδειγμα ἡ ἀπόφαση CNTA, στην ὁποία θά επανέλθω. Ἄν καί δυσκόλως δύναται νά νοηθεί μεταφορά τοῦ γαλλικοῦ συστήματος, ὅπως ήδη ἐλέχθη, δέν φαίνεται ἐν τούτοις ἀπίθανο νά ἐμφανισθοῦν στό μέλλον καί στό κοινοτικό δίκαιο περιπτώσεις ὅπως αυτή τῆς ἀποφάσεως La Fleurette, καθώς καί άλλων ἀποφάσεων τῆς γαλλικής νομολογίας. Τό κείμενο τοῦ ἄρθρου 215, εδάφιο 2, δέν ἀποκλείει την δυνατότητα αύτη, ὅπως δέν ἀποκλείεται, στό πλαίσιο τῆς 'ίδιας διατάξεως, νά τύχει εφαρμογῆς στό κοινοτικό δίκαιο ἡ ὀλλανδική θεωρία περί «Bestuurscompensatie» ( 2 ). Σύμφωνα μέ την θεωρία αύτη, γιά νά είναι μία πράξη νόμιμη, δύναται τό ὄργανο νά υποχρεωθεί, βάσει τῶν γενικῶν άρχων τοῦ δικαίου ἡ τῶν άρχων τῆς χρήστης διοικήσεως, νά λάβει ὑπ' ὄψη τίς επιβλαβείς γιά τους πολίτες συνέπειες τῆς πράξεως αυτής. Αυτό συνεπάγεται ὅτι ἡ διοίκηση υποχρεούται νά ἐξετάζει κατά πόσο οἱ δυσμε-νεῖς συνέπειες δύνανται νά ἀντισταθμισθούν στό πλαίσιο τῆς ἐν λόγω πράξεως (παραδείγματος χάριν μέ λήψη μεταβατικῶν μέτρων) ή, ὅταν παρόμοια μεταβατικά μέτρα δέν εἶναι νοητά ἤ δυνατά στό πλαίσιο τῆς πράξεως γιά τήν ὁποία πρόκειται, ὅτι τό ὄργανο υποχρεούται νά χορηγήσει ἀποζημίωση (χρηματική ἀντιστάθμιση). Ή ἀπόφαση πού εξέδωσε τό Δικαστήριο στην υπόθεση 74/74 (CNTA, Jurispr. 1975, σ. 533), δύναται νά ερμηνευθεί ὑπ' αὐτή τήν ἔννοια. Τό Δικαστήριο εδέχθη στην ἐν λόγω ἀπόφαση (επρόκειτο γιά τήν κατάργηση νομισματικών εξισωτικών ποσών) ὅτι σέ περίπτωση ελλείψεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος καί ἀπροβλέπτου καταργήσεως τῶν νομισματικών ἐξισωτικών ποσών, ἡ Ἐπιτροπή υποχρεούται νά λάβει μεταβατικά μέτρα γιά νά μετριάσει (ὅσο εἶναι δυνατό) τίς προ-κληθεῖσες δυσμενεῖς συνέπειες ἡ νά χορηγήσει ἀποζημίωση, πρός ἀποφυγή παραβιάσεως τῆς δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ως υπέρτερου κανόνος δικαίου. Ἀναφέρομαι ἐδῶ κυρίως στίς σκέψεις 43 καί 44 τῆς προαναφερθείσης ἀποφάσεως. Ἐν πάση περιπτώσει, φρονώ ὅτι ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου δύναται νά συναχθεί τό συμπέρασμα ὅτι δέν ἀποκλείεται μία εξέλιξη ὑπό τήν ἔννοια ἀκριβέστερου ὁρισμού τῆς ευθύνης τῶν δημοσίων ἀρχων γιά νομοθετικές πράξεις. Ἀν καί ή ἀναφερθείσα τελευταίως ἀπόφαση περιέχει ἐπίσης ἐνδείξεις, οἱ όποιες επιτρέπουν τήν άποψη ὅτι δύναται νά ἀντιμετωπισθεί επιτυχώς ἡ εξέλιξη αυτή βάσει τῆς σχετικής μέ τίς παράνομες πράξεις νομολογίας τοῦ Δικαστηρίου, δέν θά προέτεινα νά ἀποκλεισθεί τελείως, στό στάδιο αυτό, τό ενδεχόμενο υπάρξεως ευθύνης λόγω εξαιρετικών καί δυναμένων νά ἀποφευχθούν επιβλαβών συνεπειών, πού ἀπορρέουν ἀπό καθαυτές νόμιμες κοινοτικές πράξεις. Γιά τους λόγους πού ήδη ἀνεφέρθησαν, ὁ επίδικος κανονισμός τοῦ Συμβουλίου δέν είναι ἱκανός νά γεννήσει μία τέτοια εὐθύνη.

    7. Προτάσεις

    Βάσει τῶν προηγηθεισῶν παρατηρήσεων, προτείνω:

    1)

    νά ἀπορριφθεί ἡ ἀγωγή ἀποζημιώσεως πού στρέφεται κατά τῆς Κοινότητος καί στηρίζεται στην ἐξωσυμβατική τῆς ευθύνη·

    2)

    νά καταδικασθεί ἡ ἐνάγουσα στά δικαστικά έξοδα.


    ( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ὀλλανδικά.

    ( 2 ) Σχετικά μέ τήν θεωρία αύτη (ἀντισταθμιστικά μέτρα πού πρέπει νά λαμβάνει ἡ διοίκηση) πρβλ. τό άρθρο τοῦ Β. Hessel, «Een belangrijke ontwikkeling op het gebied van de schadevergoeding bij rechtmatige over-heidsdaad» (σημαντική εξέλιξη στόν τομέα τῆς ἀποκαταστάσεως σέ περίπτωση συννόμου διοικητικής πράξεως), TVVS, σσ. 99-102, μέ σχετική βιβλιογραφία καί νομολογία.

    Top