This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61980CJ0256(01)
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 13 November 1984. # Birra Wührer SpA and others v Council and Commission of the European Communities. # Maize gritz - Non-contractual liability. # Joined cases 256, 257, 265, 267/80, 5 and 51/81 and 282/82.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1984.
Birra Wührer SpA και λοιποί κατά Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Gritz - Εξωσυμβατική ευθύνη.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 256, 257, 265, 267/80, 5 και 51/81 και 282/82.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1984.
Birra Wührer SpA και λοιποί κατά Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Gritz - Εξωσυμβατική ευθύνη.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 256, 257, 265, 267/80, 5 και 51/81 και 282/82.
Συλλογή της Νομολογίας 1984 -03693
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1984:341
Στις συνεκδικαζομενες υποθέσεις 256, 257, 265, 267/80, 5 και 51/81 και 282/82,
Birra Wührer SpA, με έδρα την Brescia, Viale Bornata 62, διά του προέδρου και νομίμου αντιπροσώπου της Francesco Wührer,
Mangimi Niccolai SpA, με έδρα τη Νεάπολη, Corso Garibaldi 196, διά του νομίμου αντιπροσώπου της Giovanni Niccolai, διευθύνοντος συμβούλου,
De Franceschi Marino & Figli SpA, με έδρα το Pordenone, Viale Grigoletti 72 A, διά του νομίμου αντιπροσώπου της Dino De Franceschi, διευθύνοντος συμ6ούλου,
Riseria Modenese Srl, με έδρα το Carpi (επαρχία Modena), Via Milano 5, διά του νομίμου αντιπροσώπου Natalino Baetta,
Ditta Riserie Angelo e Giacomo Roncaia, με έδρα το Castelforte (Mantova), διά των κυρίων της Angelo και Giacomo Roncaia,
εκπροσωπούμενες και επικουρούμενες από το Nicola Catalano, δικηγόρο Ρώμης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, Centre Louvigny, 34 Β IV, rue Philippe-II,
De Franceschi SpA Monfalcone, με έδρα το Monfalcone, διά του προσωρινού νομίμου αντιπροσώπου της Coclite De Franceschi, εκπροσωπούμενη και επικουρούμενη από τους Giovanni Mario Ubertazzi και Fausto Capelli, δικηγόρους Μιλάνου, με αντίκλητο στο Λουξεμβρούργο το δικηγόρο Louis Schütz, 83, boulevard Grande-Duchesse-Charlotte,
Birra Peroni SpA, με έδρα τη Ρώμη, Via Guattani 6 Α, διά του προέδρου και νομίμου αντιπροσώπου της Giorgio Natali, εκπροσωπούμενη από το Raimondo Marini-Clarelli, δικηγόρο Ρώμης, με αντίκλητο το Λουξεμβρούργο το δικηγόρο Jean Hoss, 15, Côte d'Eich,
ενάγουσες,
κατά
Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένων, του μεν πρώτου από τον Daniel Vignes, διευθυντή της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, επικουρούμενο από τον Arthur Brautigam, υπάλληλο διοικήσεως στην ίδια υπηρεσία, και με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Η. J. Pabbruwe, διευθυντή της Διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad-Adenauer, της δε δεύτερης από το νομικό της σύμβουλο Richard Wainwright και το Guido Berardis, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Oreste Montako, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, υψίπεδο Kirchberg,
εναγομένων,
που έχει ως αντικείμενο διαδικασία βάσει των άρθρων 178 και 215, δεύτερη παράγραφος της Συνθήκης ΕΟΚ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)
συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο τμήματος, Κ. Κακούρη, U. Everling, Υ. Galmot και R. Joliét, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Ρ. VerLoren van Themaat
γραμματέας: Ρ. Heim
εκδίδει την ακόλουθη
ΑΠΟΦΑΣΗ
Περιστατικά
Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας, τα αιτήματα καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων συνοψίζονται ως εξής:
I — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία
1. |
Με τους κανονισμούς 665 και 668/74 της 4ης Μαρτίου 1975 (GU L 72, 1975, σ. 14 και 18), το Συμβούλιο κατήργησε, με ισχύ από την 1η Αυγούστου 1975 και την 1η Σεπτεμβρίου 1975 αντιστοίχως, τις επιστροφές που χορηγούντα υπέρ των παραγωγών gritz (πληγουριού και σιμιγδαλιού) αραβόσιτου και θραυσμάτων ορύζης που χρησιμοποιούνται στη ζυθοποιία. Με την προδικαστική του απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1977, στις συνεκδικα-σθείσες υποθέσεις 124/76 και 20/77, SA Moulins et Huileries de Pont-à-Mousson κατά Office national interprofessionnel des céréales και Société coopérative «Providence agricole de Champagne» κατά Office national interprofessionnel des céréales (Race. 1977, σ. 1795), το Δικαστήριο αναγνώρισε την ακυρότητα του κανονισμού 665/75 στο μέτρο που το Συμβούλιο, καταργώντας την επιστροφή για το gritz αραβόσιτου, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε τις επιστροφές για το ανταγωνιστικό προϊόν, το άμυλο αραβόσιτου, είχε ανατρέψει την ισότητα μεταχείρισης προς βλάβη των παραγωγών gritz αραβόσιτου. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, οι εν λόγω επιστροφές, τόσο για το gritz αραβόσιτου, όσο και για τα θραύσματα ορύζης, θεσπίστηκαν εκ νέου με τους κανονισμούς 1125, 1126, 1127/78 του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/021, σ. 89), με ισχύ από την ημερομηνία της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου, ήτοι από τις 19 Οκτωβρίου 1977. Έτσι, καμιά επιστροφή δεν χορηγήθηκε για τη χρονική περίοδο μεταξύ 1ης Αυγούστου 1975 και 1ης Σεπτεμβρίου 1975, ημερομηνίες της κατάργησης τους, και 19ης Οκτωβρίου 1977, ημερομηνία της επαναφοράς τους. Κατόπιν αγωγών που άσκησαν για την αποκατάσταση της ζημίας που είχαν υποστεί λόγω της μη καταβολής των επιστροφών αυτών πολλοί ενδιαφερόμενοι παραγωγοί, το Δικαστήριο, με τις αποφάσεις του της 4ης Οκτωβρίου 1979, τις οποίες εξέδωσε στην υπόθεση 238/78, Ireks-Arkady GmbH κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Race. 1979, σ. 2955), στις συ-νεκδικασθείσες υποθέσεις 241, 242, 245 έως 250/78, DGV και Rheinische Kraftfutterwerke GmbH και λοιποί κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Race. 1979, σ. 3017), στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 261 και 262/78, Interquell Stärke-Chemie GmbH και Diamalt AG κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Race. 1979, σ. 3045) και στις συ-νεκδικασθείσες υποθέσεις 64 και 113/76, 167 και 239/78, 28 και 45/79, Ρ. Dumortier Frères SA και λοιποί κατά Συμβουλίου (Race. 1979, σ. 3091), αναγνώρισε ότι εγεν-νάτο ευθύνη της Κοινότητας και υποχρέωσε την Κοινότητα να καταβάλει στις ενάγουσες, στις προαναφερθείσες υποθέσεις ποσά ισοδύναμα με τις επιστροφές λόγω παραγωγής που θα είχαν δικαίωμα να εισπράξουν αν, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 1ης Αυγούστου 1975 και 18ης Οκτωβρίου 1977, η παρασκευή gritz αραβοσίτου που χρησιμοποιείται στη ζυθοποιία είχε παράσχει το ίδιο δικαίωμα λήψεως επιστροφών με εκείνο το οποίο συνεπάγεται η παρασκευή αμύλου αραβοσίτου. |
2. |
Οι ενάγουσες εταιρείες, μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών, παρήγαγαν ή χρησιμοποίησαν gritz αραβοσίτου και/ή θραύσματα ορύζης προοριζόμενα για τη ζυθοποιία.
|
3. |
Κατόπιν αυτών των ρητών ή σιωπηρών απορρίψεων των αιτήσεων τους, οι έξι προαναφερθείσες ενάγουσες άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου αγωγές στηριζόμενες στο άρθρο 215 της Συνθήκης ΕΟΚ, ζητώντας να αναγνωριστεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Η εταιρεία Birra Wührer (υπόθ. 256/80) άσκησε την αγωγή της στις 24 Νοεμβρίου 1980, καθώς και η εταιρεία Mangimi Niccolai (απόθ. 257/80). Η εταιρεία De Franceschi Marino & Figli (υπόθ. 265/80) άσκησε την προσφυγή της στις 28 Νοεμβρίου 1980. Η εταιρεία Riseria Modenese (υπόθ. 267/80) άσκησε την προσφυγή της την 1η Δεκεμβρίου 1980. Η επιχείρηση Riserie Roncaia (υποθ. 5/81) άσκησε την αγωγή της στις 21 Φεβρουαρίου 1981, η δε εταιρεία De Franceschi Monfalcone (υπόθ. 51/81) στις 9 Μαρτίου 1981. Το Συμβούλιο, με παρεμπίπτοντα υπομνήματα της 29ης Δεκεμβρίου 1980 (υπόθ. 256, 257, 265, 267/80), της 16ης Φεβρουαρίου 1981 (υπόθ. 5/81) και της 15ης Απριλίου 1981 (υπόθ. 51/81), και η Επιτροπή, με παρεμπίπτοντα υπομνήματα της 30ής Ιανουαρίου 1981 (υπόθ. 256, 257, 265, 267/80), της 17ης Φεβρουαρίου 1981 (υπόθ. 5/81) και της 15ης Απριλίου 1981 (υπόθ. 51/81), ήγειραν, βάσει του άρθρου 91 του κανονισμού διαδικασίας ένσταση απαραδέκτου, προβάλλοντας την πενταετή παραγραφή του άρθρου 43 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου και ζήτησαν από το Δικαστήριο να κρίνει τις αγωγές απαράδεκτες χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Με την απόφαση του της 27ης Ιανουαρίου 1982, την οποία εξέδωσε επί των υποθέσεων 256, 257, 265, 267/80 και 5/81, των οποίων αποφάσισε την ένωση και συνεκδί-καση δυνάμει Διατάξεως της 11ης Ιανουαρίου 1981 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, και με την απόφαση του με την ίδια ημερομηνία, την οποία εξέδωσε επί της υποθέσεως 51/81, το Δικαστήριο απέρριψε τις προβληθείσες ενστάσεις. Αφού λοιπόν η έγγραφη διαδικασία προχώρησε επί της ουσίας, το Δικαστήριο, με Διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 1982, αποφάσισε να ενώσει και να συνεκδικάσει με τις συνεκδικαζόμες υποθέσεις 256, 257, 265, 267/80 και 5/81 την υπόθεση 51/81 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. |
4. |
Υπόθεση 282/82: η ενάγουσα, εταιρεία Birra Peroni, SpA, χρησιμοποίησε μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1976 και 18ης Οκτωβρίου 1977 θραύσματα ορύζης, τα οποία είχε αγοράσει απευθείας από παραγωγούς, που της εκχώρησαν το δικαίωμα εισπράξεως των επιστροφών, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερθείσες ενάγουσες, Riseria Modenese Sri (υπόθ. 267/80) και Riserie Roncaia (υπόθ. 5/81). Με τηλετύπημα της 19ης Φεβρουαρίου 1982, επέστησε την προσοχή της Επιτροπής να μην καταβάλει στις ενάγουσες αυτές κανένα ποσό ως αποζημίωση λόγω της μη καταβολής των επιδίκων επιστροφών στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως και κατέθεσε δικόγραφο παρεμβάσεως βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου. Η παρέμβαση αυτή απορρίφθηκε στις 18 Αυγούστου 1982 με την αιτιολογία ότι ασκήθηκε εκπροθέσμως, αφού η προθεσμία είχε λήξει στις 11 Ιουλίου 1981, διότι η ανακοίνωση που αναφέρεται στο άρθρο 16, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, η σχετική με την τελευταία από τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις (υπόθ. 51/81) είχε δημοσιευτεί στην ΕΕ C 71 της 1.4. 1981. Στις 23 Ιουνίου 1982, ζήτησε με τηλετύπημα από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την καταβολή των επιστροφών, ύψους 56921741 λιρετών, οι οποίες αλλιώς θα ήταν καταβλητέες στους προμηθευτές της, οι οποίοι της είχαν εκχωρήσει τα δικαιώματά τους. Η Επιτροπή δεν έδωσε ανάντηση στην αίτηση αυτή. Στις 25 Οκτωβρίου 1982, η εταιρεία Birra Peroni SpA άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αγωγή στηριζόμενη στο άρθρο 215 της Συνθήκης ΕΟΚ. Το Δικαστήριο αποφάσισε, με Διάταξη της 9ης Μαρτίου 1982, να ενώσει και να συνεκδικάσει την υπόθεση αυτή με τις προαναφερθείσες συνεκδικαζό-μενες υποθέσεις προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. |
5. |
Η έγγραφη διαδικασία εξελίχτηκε κανονικώς το Συμβούλιο παραιτήθηκε, πάντως, όπως δήλωσε με έγγραφό του από 25 Μαρτίου 1982, από την κατάθεση υπομνήματος ανταπαντήσεως στην υπόθεση 282/82. Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Κάλεσε, ωστόσο, τις ενάγουσες και την Επιτροπή να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις και να παράσχουν ορισμένες διευκρινίσεις, πράγμα που έγινε εντός των ταχθεισών προθεσμιών. |
II — Αιτήματα των διαδίκων
1. |
Οι ενάγονσες ζητούν από το Δικαστήριο:
|
2. |
|
III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων
Επί του παραδεκτού
1. |
Το Συμβούλιο δέχεται ότι, κατόπιν των αποφάσεων που εκδόθηκαν στις 27 Ιανουαρίου 1982 επί των έξι πρώτων υποθέσεων, οι αγωγές των εναγουσών είναι παραδεκτές, οι δε απαιτήσεις τους δεν έχουν παραγραφεί για τις περιόδους εκείνες κου έληξαν στις 18 Οκτωβρίου 1977 και άρχισαν για την καθεμιά από τις ενάγουσες στις ακόλουθες ημερομηνίες:
|
2. |
Και η Επιτροπή δέχεται ότι οι αγωγές είναι παραδεκτές για τις προαναφερθείσες περιόδους. Ωστόσο, σχετικά με την αγωγή της ενάγουσας Birra Peroni (υποθ. 282/82), επικαλείται παραγραφή ως προς τις ζημίες που προέκυψαν πριν από τις 23 Ιουνίου 1977, ήτοι πάνω από πέντε έτη πριν από την ημερομηνία της 23ης Ιουνίου 1982, κατά την οποία της απευθύνθηκε η «προηγούμενη αίτηση», και υποστηρίζει ότι πρέπει, ως εκ τούτου, να περιοριστεί η εξέταση της ουσίας της διαφοράς στα ποσά εκείνα που απαιτούνται βάσει τιμολογίων που εκδόθηκαν μετά τις 23 Ιουνίου 1977 και πριν από τις 19 Οκτωβρίου 1977, ενώ κατά τα λοιπά η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. |
3. |
Η ενάγουσα Birra Peroni (υποθ. 282/82) υποστηρίζει ότι ο χρόνος παραγραφής και, επομένως, η προθεσμία ασκήσεως της αγωγής της επί αποζημιώσεις σχετικά με την πριν από τις 23 Ιουνίου 1977 περίοδο έπρεπε να αρχίσει να τρέχει από την ημερομηνία της δημοσίευσης των κανονισμών του Συμβουλίου 1125 και 1127 της 23ης Μαΐου 1978, με τους οποίους επαναφέρθηκαν σε ισχύ οι επίδικες επιστροφές, οι οποίοι δημοσιεύτηκαν στη GU L 142 της 30ής Μαΐου 1978. |
Επί της ουσίας
1. |
Οι ενάγουσες, με τα δικόγραφα των αγωγών τους, προβάλλουν τους ακόλουθους ισχυρισμούς και επιχειρήματα.
|
2. |
Τα εναγόμενα όργανα, με τα υπομνήματα αντικρούσεως τους, προβάλλουν τους εξής ισχυρισμούς και επιχειρήματα:
|
3. |
Οι ενάγουσες, με τις απαντήσεις τους, αντιτείνουν τα εξής:
|
4. |
Τα εναγόμενα όργανα με τις ανταπαντήσεις τους αναπτύσσουν τους ακόλουθους ισχυρισμούς και επιχειρήματα:
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν είναι καθόλου ακριβές ότι, με τις προηγούμενες αποφάσεις του, το Δικαστήριο απέκλεισε τη δυνατότητα της εν λόγω αρχής να παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα αρκεί επ' αυτού μια ανάγνωση της σκέψης 18 της απόφασης την οποία εξέδωσε στην προαναφερθείσα υπόθεση Dumortier frères, για να γίνει αντιληπτό ότι συμβαίνει το αντίθετο και ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο αρνήθηκε πράγματι να δεχτεί το αίτημα αποζημιώσεως. Παραθέτει το χωρίο της εν λόγω αποφάσεως, όπου αναφέρεται ότι: «Από τα παραπάνω έπεται ότι η ζημία για την οποία πρέπει να αποζημιωθούν οι ενάγουσες πρέπει να υπολογιστεί ως το ισόποσο των επιστροφών που θα τους είχαν καταβληθεί αν, κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Αυγούστου 1975 μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1977, η χρησιμοποίηση αραβοσίτου για την παρασκευή gritz που χρησιμοποιείται από τη ζυθοποιία παρείχε δικαίωμα λήψεως των ίδιων επιστροφών όπως η χρησιμοποίηση αραβοσίτου για την παρασκευή αμύλου· εξαίρεση πρέπει να γίνει για τις ποσότητες αραβοσίτου που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή gritz, το οποίο πωλήθηκε σε τιμές προ-σαυξηθείσες κατά τα ποσά των επιστροφών που δεν καταβλήθηκαν δυνάμει συμβάσεων που εξασφαλίζουν υπέρ του αγοραστή το όφελος που προκύπτει από την ενδεχόμενη επαναφορά σε ισχύ των επιστροφών.» Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, επομένως, η αρχή της μετακυλίσεως ισχύει, εφαρμόστηκε και πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε ανάλογη κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, προκύπτει ότι η παρατήρηση των εναγουσών, ότι η εφαρμογή της εν λόγω αρχής έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία «νέας ανεπίτρεπτης διάκρισης» μεταξύ, αφενός, αυτών που επέτυχαν δυνάμει των κανονισμών 1125 και 1127/78 την αναδρομική από τις 19 Οκτωβρίου 1977 επαναφορά των επιστροφών δίχως άλλο περιορισμό ως προς τη μετακύλιση, και, αφετέρου, εκείνων που διεκδικούν το δικαίωμα λήψεως των επιστροφών αυτών (ως αποζημιώσεως) για την προ της ημερομηνίας αυτής περίοδο, αλλά προσκόπτουν στην αρχή της μετακυλίσεως, δεν αντέχει σε σοβαρή εξέταση. Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικά ότι οι προαναφερθέντες κανονισμοί επαναθέ-σπισαν αναδρομικά το δικαίωμα επιστροφής με τη νομοθετική οδό, ενώ οι αποφάσεις του Δικαστηρίου επεδίκασαν αποζημίωση (έστω και αν το ύψος της ήταν ίσο προς τις μη καταβληθείσες επιστροφές) με τη δικαστική οδό. Είναι, όμως, αναμφισβήτητο, κατά την Επιτροπή, ότι μια αγωγή αποζημιώσεως υπόκειται στα κατά περίπτωση πρόσφορα όρια και αρχές, και, κατά συνέπεια, και στην αρχή της μετακυλίσεως. Άλλωστε, προσθέτει η Επιτροπή, αν η άποψη των εναγουσών ήταν ακριβής, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι το ίδιο το Δικαστήριο, δεχόμενο την αρχή της μετακυλίσεως και εφαρμόζοντας την, εισήγαγε διάκριση. Ως προς το βάρος της αποδείξεως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι εν πάση περιπτώσει τα εναγόμενα όργανα φέρουν το βάρος να αποδείξουν ότι η μετακύλιση έλαβε χώρα ή ότι ήταν δυνατή, εφόσον πρόκειται για ένσταση. Η Επιτροπή φρονεί ότι η άποψη των εναγουσών είναι πεπλανημένη, διότι το πρόβλημα της μετακύλισης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένσταση με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, ανήκει στην ουσία της υποθέσεως, και ακριβέστερα συνδέεται άμεσα με την απόδειξη περί της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας, εφόσον η ίδια η ύπαρξη ζημίας αποκλείεται, εν όλω η εν μέρει, εάν αποδειχτεί ότι ο ισχυριζόμενος ότι ζημιώθηκε μπόρεσε να μετακυλίσει την απώλεια του στους πελάτες του. Η Επιτροπή υποστηρίζει, συνεπώς, ότι στον ζημιωθέντα εναπόκειται να προσκομίσει αποδείξεις περί της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας. Ως προς τις αποδείξεις περί της μη μετακυ-λίσεως που προσκομίζουν οι ενάγουσες, μολονότι αρνούνται ότι αυτές φέρουν το σχετικό βάρος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι συνίστανται κατ' ουσία σε δελτία τιμών που δημοσιεύτηκαν στο χρηματιστήριο κατά το χρόνο στον οποίο αναφέρονται οι ενάγουσες, για να υποστηρίξουν ότι, εφόσον οι τιμές που εφάρμοζαν αυτές δεν ήταν υψηλότερες από εκείνες, είναι προφανές ότι δεν υπήρξε μετακύλιση της ζημίας. Η Επιτροπή φρονεί ότι τα προσκομιζόμενα δελτία τιμών δεν αποδεικνύουν τίποτε. Παρατηρεί, καταρχάς, ότι τα εν λόγω δελτία τιμών αφορούν διαφορετικά προϊόντα (θραύσματα αραβοσίτου που δεν έχει αναπτύξει φύτρα, χύμα, προοριζόμενα για ζωοτεχνική χρήση, αφενός, και άλευρα αραβοσίτου, αφετέρου) και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να συγκριθούν με τα επίδικα προϊόντα (gritz και θραύσματα ορύζης). Κατά την Επιτροπή, και αν ακόμη παραμεριστούν οι λεπτομέρειες αυτές, η εν λόγω σύγκριση 8α προέκυπτε από πρόδηλο μεθοδολογικό σφάλμα, διότι δεν έχει νόημα να συγκρίνονται οι τιμές που εφάρμοζαν οι ενάγουσες με τις τιμές της αγοράς. Παρατηρεί ότι οι ενδεχόμενες τιμές της αγοράς αντανακλούν κατ' ανάγκη τις τιμές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί, που βρίσκονται όλοι στην ίδια κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από τη μη είσπραξη επιστροφών, και οι τιμές των οποίων πρέπει να βρίσκονται όλες λίγο-πολύ στο ίδιο επίπεδο. Με άλλα λόγια, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, και αν ακόμα υπήρχαν δημοσιευθείσες τιμές για το gritz και τα θραύσματα ορύζης, αυτές δεν θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες, διότι το μόνο που θα μπορούσε να διαπιστωθεί θα ήταν η ισοδυναμία τους με τις τιμές που εφάρμοζαν οι παραγωγοί. Κατά την Επιτροπή, εκείνο που θα ενδιέφερε να γίνει γνωστό είναι η καμπύλη των τιμών που εφάρμοσαν οι ενάγουσες, για παράδειγμα από το 1974 μέχρι το 1978, που θα έδινε μια πολύ πιο ακριβή εικόνα για την εξέλιξη τους και τη μετακύλιση των βαρών στα επόμενα στάδια της εμπορίας. Σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εξέταση των τιμολογίων που προσκόμισαν οι ενάγουσες επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, κατά την υπό κρίση περίοδο, οι τιμές που εμφαίνονται στα προσκομισθέντα τιμολόγια ακολούθησαν παράλληλη εξέλιξη με τα αντίστοιχα επίπεδα όλων των εναγουσών και ότι, όπως προκύπτει από τον ανακεφαλαιωτικό πίνακα που είναι συνημμένος στο υπόμνημα ανταπαντήσεως της, οι τιμές τις οποίες αναφέρουν οι ενάγουσες ήταν σχεδόν οι ίδιες για κάθε μήνα ή για κάθε τριμηνία. Όμως, κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι η ενάγουσα στην υπόθεση 256/80 (Birra Wührer) είναι ζυθοποιία που θεωρεί ότι νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, για το λόγο ότι οι παραγωγοί gritz Kat θραυσμάτων ορύζης της εκχώρησαν τα δικαιώματά τους, σημαίνει ότι οι τιμές που αναφέρονται στα τιμολόγια που προσκόμισε η επιχείρηση Birra Wührer περιλαμβάνουν τη μετακύλιση που πραγματοποίησαν οι προμηθευτές της προς αυτή' και τούτο για το λόγο ότι, σε ενάντια περίπτωση, η Birra Wührer δεν θα νομιμοποιούνταν καθόλου να ασκήσει την υπό κρίση αγωγή. Η Επιτροπή συνάγει λοιπόν ότι η ισοδυναμία των επιπέδων των τιμών που εφάρμοζαν οι άλλες ενάγουσες παραγωγοί gritz και θραυσμάτων ορύζης και η παράλληλη εξέλιξή τους με τις τιμές της επιχείρησης Birra Wührer αποδεικνύουν ότι η μετακύλιση έλαβε πράγματι χώρα και ότι, επομένως, οι αγωγές αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθούν. Κατά την Επιτροπή, οι διαπιστώσεις αυτές βρίσκουν χαρακτηριστική επιβεβαίωση στο γεγονός ότι δύο από τις ενάγουσες, η Riseria Modenese (υπόθ. 267/80) και η Riserie Roncaia (υπόθ. 5/81), που εκχώρησαν τα δικαιώματα τους στην ενάγουσα Birra Peroni (υποθ. 282/82), επιβεβαιώνουν τα δικαιώματα της τελευταίας και, επομένως, σιωπηρώς παραδέχονται τη μετακύλιση των ζημιών, τις οποίες υπέστησαν από την κατάργηση των επιστροφών, στην τελευταία αυτή ενάγουσα. Η Επιτροπή φρονεί, εξάλλου, ότι η επιβεβαίωση της υπάρξεως των μετακυλίσεων προκύπτει από την εξέταση των πραγματικών περιστατικών των σχετικών με την ενάγουσα Mangimi Niccolai, ως προς την οποία η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αφού πρώτα με το δικόγραφο της αγωγής της ισχυρίστηκε ότι έλαβε γνώση περί της υπάρξεως του δικαιώματός της προς λήψη επιστροφών μόνο αφού έμαθε καθυστερημένα για τις μεταγενέστερες αποφάσεις του Δικαστηρίου και ότι δεν ήταν καν ενήμερη για τη νέα ρύθμιση που είχε καταργήσει τις επιστροφές, στη συνέχεια υπαναχωρεί και ισχυρίζεται ότι βασίστηκε στη σημαντική πιθανότητα επαναφοράς των επιστροφών για να αρχίσει την παραγωγή της. Κατά την άποψη, όμως, της Επιτροπής, η ενάγουσα Mangimi Niccolai παρουσιάστηκε στην αγορά τελώντας εν πλήρει αγνοία της υπάρξεως των επιστροφών και άρχισε να εφαρμόζει τιμές λίγο-πολύ ανάλογες με τις τιμές των ανταγωνιστών της, ούτως, ώστε, αν οι τελευταίοι μετακύλιαν ήδη στους πελάτες τους το διαφυγόν κέρδος που προέκυπτε από την έλλειψη των επιστροφών — πράγμα που η Επιτροπή νομίζει ότι έπρατταν —, είναι προφανές ότι η επιχείρηση Mangimi Niccolai προσαρμόστηκε και αυτή, παρόλον ότι εξακολουθούσε να αγνοεί την ύπαρξη των επιστροφών. Όσο για την εγκύκλιο της Associazione Nazionale Cerealisti, στην οποία αναφέρεται η ενάγουσα Mangimi Niccolai και η ενάγουσα De Franceschi-Monfalcone, κατά την Επιτροπή, δεν αποδεικνύει τίποτε, διότι βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με τις προηγούμενες δηλώσεις της πρώτης και εν πάση περιπτώσει, κατά την άποψη της Επιτροπής, είναι μάλλον απίθανο ένα τόσο αόριστο και επιφυλακτικό κείμενο να μπόρεσε να παροτρύνει μια επιχείρηση που ειδικευόταν μέχρι τότε στην παραγωγή «σιμιγδαλιού αραβοσίτου που προοριζόταν αποκλειστικά για άλλες χρήσεις», σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, να εγκαταλείψει πλήρως την εν λόγω παραγωγή προς χάρη μιας άλλης, ενώ δεν είχε κρίνει σκόπιμο να το πράξει όταν η Κοινότητα πράγματι χορηγούσε επιστροφές, πριν δηλαδή την κατάργηση τους. Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι η εν λόγω εγκύκλιος διαλαμβάνει ότι «το υπουργείο οικονομικών αποφάσισε ότι ο αρμόδιες υπηρεσίες (τελωνεία και UTIF) θα εξακολουθήσουν, κατ' αίτηση των ενδιαφερομένων, να λαμβάνουν όλα τα ήδη προβλεπόμενα μέτρα για τη χορήγηση των εν λόγω επιστροφών ...», και παρατηρεί ότι η επιχείρηση Mangimi Niccolai δεν κάνει την παραμικρή νύξη σε αίτηση εκ μέρους της ούτε στις υποχρεώσεις τις οποίες αναφέρει η εγκύκλιος, επιβεβαιώνοντας έτσι και πάλι την άποψη των εναγομένων οργάνων περί της μετακυλίσεως των απωλειών που οφείλονταν στην έλειψη των επιστροφών. Η άποψη αυτή επιρρωνύεται, επιπλέον, κατά την Επιτροπή, από την εξέταση της περίπτωσης της Birra Wührer, ενάγουσα προς την οποία οι προμηθευτές της εκχώρησαν τα δικαιώματά τους προς λήψη της επιστροφής και η οποία δεν προσκόμισε την απόδειξη, παραπάνω από ό,τι οι άλλες ενάγουσες, της οποίας έφερε το βάρος, ότι δεν είχε τη δυνατότητα να μετα-κυλίσει την αύξηση των βαρών που προέκυπταν από τις υψηλότερες τιμές, τις οποίες κατέβαλλε στους προμηθευτές της. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι η τιμή των σιμιγδαλιών ή των θραυσμάτων ορύζης αντιπροσωπεύει έναντι της συνολικής τιμής ένα ποσοστό που δεν επιτρέπει από μόνο του την αισθητή τροποποίηση των τιμών πωλήσεως των διαφόρων μονάδων τελικού προϊόντος, είναι αόριστος και ανεπαρκής. Η Επιτροπή ερμηνεύει τον ισχυρισμό αυτόν υπό την έννοια ότι, σε σύγκριση με άλλους λόγους αυξήσεως των τιμών (φόροι παρασκευής, αυξήσεις μισθών και εργοδοτικών συνεισφορών στην κοινωνική ασφάλιση, αύξηση της τιμής των δοχείων, του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, κλπ.), η αύξηση της τιμής των πρώτων υλών ασκεί ελάχιστη μόνο επιρροή. Η κατάσταση αυτή, όμως, κατά την Επιτροπή, δεν συνεπάγεται αδυναμία μετακύλισης αλλά, απεναντίας, η μετακύλιση καθίσταται ευχερέστερη από τη στιγμή που περιλαμβάνεται στις συνολικές αυξήσεις των τιμών. Όσον αφορά την ενάγουσα Birra Peroni (υπόθ. 282/82), η Επιτροπή παρατηρεί ότι, στην απάντηση της, περιορίζεται στο να αμφισβητήσει την άποψη ότι ο ζημιωθείς οφείλει να αποδείξει ότι δεν μπόρεσε να μετακυλίσει στους αγοραστές του την αύξηση των βαρών που προκύπτει από τη μη είσπραξη των επιστροφών. Σχετικώς η Επιτροπή παρατηρεί ότι με τον τρόπο αυτόν η ενάγουσα εξετάζει τα πράγματα κυρίως υπό το πρίσμα του βάρους της αποδείξεως, αποδεχόμενη έτσι την αρχή ότι η αγωγή αποζημιώσεως χάνει κάθε έρεισμα αν υπήρξε μετακύλιση ή αν η μετακύλιση ήταν δυνατή, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα, κατά την Επιτροπή, το πρόβλημα να ανάγεται αποκλειστικά στο να προσδιοριστεί αν το βάρος της αποδείξεως φέρει ο ζημιωθείς ή ο αντίδικός του. Το πρόβλημα, όμως, της μετακύλισης, δεν μπορεί, κατά την Επιτροπή, να κριθεί ως ένσταση, διότι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της περί αποζημιώσεως αγωγής και εμπίπτει, για την ακρίβεια, στην απόδειξη περί της υπάρξεως και της εκτάσεως της ζημίας, εφόσον η ίδια η ύπαρξη ζημίας αποκλείεται, εν όλω ή εν μέρει, αν ο ζημιωθείς μπόρεσε να μετακυλίσει τη ζημία που υπέστη στους πελάτες του. Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικώς ότι η αναφορά που έκαναν οι ενάγουσες και ιδίως η Birra Peroni σε ορισμένα χωρία των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Capotorti στην υπόθεση 238/78, Ireks-Arkady, σχετικά με τη θεωρία της «compensatio lucri cum damno», δεν έχουν καμία σχέση με το πρόβλημα του βάρους της αποδείξεως και ότι κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να αντληθεί απ' αυτά επί του θέματος, εφόσον, αφού το Δικαστήριο έχει δεχτεί την αρχή της μετακυλίσεως και όλες τις συνέπειες τις οποίες αυτή συνεπάγεται, το μόνο επίμαχο σημείο παραμένει η κατανομή του βάρους της αποδείξεως, το οποίο, κατά την Επιτροπή, φέρουν οι ενάγουσες. Τέλος, σχετικά με το κύρος της εκχωρήσεως των δικαιωμάτων προς είσπραξη των επιστροφών από τους παραγωγούς-προμηθευτές της ενάγουσας Birra Wührer προς αυτή, η Επιτροπή αναπτύσσει κατ' ουσία τους ίδιους ισχυρισμούς και επιχειρήματα με εκείνα που προέβαλε στο υπόμνημα αντικρούσεως της έναντι της ενάγουσας Birra Peroni. Υποστηρίζει δηλαδή ότι πρόκειται, εν προκειμένω, όχι για κατά κυριολεξία σύμβαση εκχωρήσεως, αλλά για την εφαρμογή ενός ιδιαίτερου τρόπου εφαρμογής σχετικού με την καταβολή των επιστροφών που προέβλεπε η εγκύκλιος του ιταλικού υπουργείου οικονομικών του 1970, δυνάμει της οποίας οι ζυθοποιοί μπορούσαν να υποβάλλουν αίτηση καταβολής επιστροφών αντί του προμηθευτή της πρώτης ύλης και με τη συγκατάθεση του. Επίσης, η Επιτροπή, αφού επισημαίνει Kat πάλι τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν από την εγκύκλιο αυτή, και ιδίως το πρόβλημα συμβιβαστού της με τις κοινοτικές διατάξεις, παρατηρεί ότι από την εξέταση των τιμολογίων που είναι συνημμένα στο δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι, σε αντίθεση με τις διατάξεις της εν λόγω εγκυκλίου, η οποία προβλέπει στο άρθρο 4 ότι «η αίτηση καταβολής επιστροφής μπορεί να καταβληθεί εντός προθεσμίας δύο ετών από την ημερομηνία συντάξεως του πρακτικού κατεργασίας», η «εκχώρηση» φέρει ημερομηνία κατά πολύ μεταγενέστερη της λήξεως της εν λόγω προθεσμίας. Ως παράδειγμα αναφέρει τα τιμολόγια ενός παραγωγού προμηθευτή της εταιρείας Wührer, του Molino Lamerie, τα οποία φέρουν ημερομηνίες κείμενες μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου 1977, ενώ η εκχώρηση την οποία επικαλείται η ενάγουσα χρονολογείται στις 3 Νοεμβρίου 1980. Τέλος, η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι, και αν ακόμη θεωρηθεί ότι υπάρχει πραγματική εκχώρηση, πρέπει να τονισθεί ότι αντικείμενο της εκχωρήσεως ήταν το δικαίωμα αιτήσεως της καταβολής των επιστροφών από την αρμόδια εθνική αρχή και όχι το δικαίωμα αιτήσεως αποκαταστάσεως της ζημίας, που αποτελεί διαφορετικό δικαίωμα, έστω και αν το Δικαστήριο έκρινε τότε ότι το ύψος της αποζημιώσεως πρέπει να ισούται με το ύψος των επιστροφών που δεν καταβλήθηκαν. |
IV — Προφορική διαδικασία
Κατά τη συνεδρίαση της 29ης Μαΐου 1984, οι ενάγουσες Birra Wührer, Mangimi Niccolai, De Franceschi Marino & Figli, Riseria Modenese, Riserie Angelo e Giacomo Roncala, εκπροσωπούμενες από το δικηγόρο Ν. Catalano, η ενάγουσα SpA De Franceschi Monfalcone, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο F. Capelli, η ενάγουσα Birra Peroni, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο R. Marini-Clarelli, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Gallas, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G. Berardis, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.
Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Ιουλίου 1984.
Σκεπτικό
1 |
Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στις 24 και στις 28 Νοεμβρίου 1980, την 1η Δεκεμβρίου 1980, στις 12 Ιανουαρίου 1981, στις 9 Μαρτίου 1981 και στις 25 Οκτωβρίου 1982, αντιστοίχως, η Birra Wührer και άλλες έξι εταιρείες άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, αγωγή με την οποία ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν, λόγω της παράνομης κατάργησης των επιστροφών λόγω παραγωγής gritz (πληγουριών και σιμιγδαλιών) αραβοσίτου και θραυσμάτων ορύζης που προορίζονται για τη ζυθοποιία, από τους κανονισμούς του Συμβουλίου 665 και 668/75 της 4ης Μαρτίου 1975, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 120/67/ΕΟΚ περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών και του κανονισμού 359/67/ΕΟΚ περί κοινής οργανώσεως αγοράς της ορύζης (GU L 72, της 20. 3. 1975, σ. 14 και 18). |
2 |
Με Διατάξεις της 11ης Μαρτίου 1981 και της 17ης Φεβρουαρίου 1982, αποφασίστηκε η ένωση και συνεκδίκαση των έξι πρώτων υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Στη συνέχεια, με Διάταξη της 9ης Μαρτίου 1983, διατάχθηκε η ένωση και της έβδομης υπόθεσης με τις υποθέσεις αυτές. |
3 |
Πρέπει να υπομνηστεί ότι, με την απόφαση του της 19ης Οκτωβρίου 1977, την οποία εξέδωσε κατόπιν αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στις συ-νεκδικασθείσες υπο9έσεις 124/76 και 20/77, SA Moulins et Huileries de Pont-à-Mousson και Société coopérative «Providence agricole de la Champagne» κατά Office national interprofessionnel des céréales (Race. 1977, σ. 1795) το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις του κανονισμού 665/75 που προαναφέρθηκε ήταν παράνομες καθότι ασυμβίβαστες προς την αρχή της ισότητας, στο μέτρο που καταργούσαν τις επιστροφές λόγω παραγωγής πληγουριών και σιμιγδαλιών αραβοσίτου που προορίζονται για τη ζυθοποιία, ενώ τις διατηρούσαν για το άμυλο αραβοσίτου, που είναι ανταγωνιστικό προϊόν. |
4 |
Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, οι επιστροφές λόγω παραγωγής gritz αραβοσίτου που χρησιμοποιείται από τη ζυθοποιία θεσπίστηκαν εκ νέου με τον κανονισμό 1125/78 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/021, σ. 89), καθώς και οι επιστροφές λόγω παραγωγής θραυσμάτων ορύζης που προορίζονται για την ίδια χρήση, με τον κανονισμό 1127/78 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/021, σ. 92). Οι δύο κανονισμοί άρχισαν να ισχύουν την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευση τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ωστόσο, κατά το άρθρο 1, τελευταία παράγραφος, του κανονισμού 1125/78 και το άρθρο 6 του κανονισμού 1127/78, οι επιστροφές, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, έπρεπε να χορηγούνται από τις 19 Οκτωβρίου 1977, δηλαδή με αναδρομική ενέργεια από την ημερομηνία έκδοσης της αποφάσεως του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 124/76 και 20/77, που αναφέρθηκαν ανωτέρω, και όχι από την ημερομηνία που άρχισαν να ισχύουν οι προαναφερθέντες κανονισμοί 665 και 668/75. |
5 |
Με τις αγωγές των εναγουσών ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστησαν λόγω μη καταβολής επιστροφών κατά τις περιόδους από 1ης Αυγούστου 1975 ή 1ης Σεπτεμβρίου 1975, ημερομηνίες κατά τις οποίες άρχισαν να εφαρμόζονται οι κανονισμοί 665 και 668/75, αντιστοίχως, μέχρι 19ης Οκτωβρίου 1977. Η ζημία συνίσταται, για όλες τις ενάγουσες, στην απώλεια των εσόδων που αντιστοιχούν στο ύψος των επιστροφών που θα καταβάλλονταν σ' αυτές, ως παραγωγούς ή ως εκδοχείς των δικαιωμάτων των παραγωγών, αν το gritz αραβοσίτου και τα θραύσματα ορύζης είχαν τύχει των ίδιων επιστροφών με το άμυλο. |
Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των παραγωγών εναγουσών
6 |
Οι ενάγουσες στις υποθέσεις 257, 265, 267/80, 5 και 51/81, στηρίζουν την αξίωση τους επικαλούμενες την ιδιότητα τους του παραγωγού gritz αραβοσίτου και/ή θραυσμάτων ορύζης. Δικαιολογούν έτσι την ενεργητική νομιμοποίηση τους. |
7 |
Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα στην υπόθεση 267/80, Riseria Modenese, ενώ ζητεί να αποζημιωθεί για τις ζημίες που υπέστη λόγω της μη εισπράξεως των επιστροφών για τα θραύσματα ορόζης κατά την περίοδο από 25 Νοεμβρίου 1975 μέχρι 31 Αυγούστου 1977, οι οποίες, κατά τους υπολογισμούς της που περιέχονται στην απάντηση της σε ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο, ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 59954,5598 ECU, αναγνωρίζει ρητώς στο υπόμνημα απαντήσεως και στην προαναφερθείσα απάντηση της στο ερώτημα του Δικαστηρίου ότι εκχώρησε τα δικαιώματά της προς είσπραξη των εν λόγω επιστροφών στην εταιρεία Birra Peroni, ενάγουσα στην υπόθεση 282/82. Εφόσον, λοιπόν, με την εκχώρηση αυτή, αποξενώθηκε των δικαιωμάτων της προς είσπραξη των επιδίκων επιστροφών, έπαυσε, κατά συνέπεια, να είναι δικαιούχος αποζημιώσεως για τις ζημίες που οφείλονται από την άρνηση καταβολής των επιστροφών αυτών. Επομένως, η αγωγή αποζημιώσεως της πρέπει να απορριφθεί. |
Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των εκδοχέων
8 |
Η Επιτροπή εγείρει έναντι των δύο εναγουσών, της Birra Wührer και της Birra Peroni, οι οποίες φέρονται ως εκδοχείς των απαιτήσεων των παραγωγών που δικαιούνται να εισπράξουν τις επιστροφές που καταργήθηκαν παρανόμως, ζήτημα που αφορά το κύρος των εκχωρήσεων αυτών. |
9 |
Υποστηρίζει ότι οι εν λόγω εκχωρήσεις συνιστούν ιδιαίτερο όρο συμβάσεως, τον οποίο προβλέπει εγκύκλιος του ιταλικού υποργείου οικονομικών σχετική με την καταβολή των επιστροφών και ότι η αίτηση καταβολής των επιστροφών που στηρίζεται στις εκχωρήσεις αυτές υποβλήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις κατά παράβαση των διατάξεων της προαναφερθείσας εγκυκλίου, η οποία ορίζει προθεσμίες για την υποβολή της αίτησης αυτής. |
10 |
Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Δεδομένου ότι η δυνατότητα εκχωρήσεως δικαιωμάτων συνιστά κανόνα που γίνεται καταρχήν δεκτός στα δίκαια των κρατών μελών και πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός και στο κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιτάξει στις ενάγουσες το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία ήταν καταργημένες οι επιστροφές, δεν συμμορφώθηκαν με τους διοικητικούς κανόνες, που είχε ορίσει κράτος μέλος για την υποβολή αιτήσεως καταβολής των επιστροφών από τον εκδοχέα. |
11 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει εξάλλου ότι οι εν λόγω εκχωρήσεις αναφέρονταν στο δικαίωμα καταβολής των επιστροφών και όχι στο δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω αρνήσεως της καταβολής τους. |
12 |
Πρέπει σχετικώς να τονισθεί ότι ο εκδοχέας δικαιώματος υποκαθίσταται στην αξίωση παροχής έννομης προστασίας σε περίπτωση που το δικαίωμα αυτό προσβάλλεται. Το επιχείρημα αυτό της Επιτροπής πρέπει επομένως να απορριφθεί. |
13 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει, τέλος, ότι οι εν λόγω εκχωρήσεις δεν μπορούσαν να παραγάγουν αποτελέσματα, διότι κατά το χρόνο συνομολογήσεως τους, οι εκχωρητές, παραγωγοί gritz και/ή θραυσμάτων όρυζας, δεν είχαν δικαίωμα λήψεως των επιστροφών, οι οποίες είχαν καταργηθεί χωρίς ακόμη να έχουν θεσπιστεί εκ νέου. |
14 |
Επ' αυτού, αρκεί να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιτάξει την παράνομη κατάργηση των επιστροφών στις ενάγουσες, οι οποίες, με τις αγωγές τους, επιδιώκουν ακριβώς να επιτύχουν αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν λόγω της καταργήσεως αυτής. |
Επί της παραγραφής
15 |
Πρέπει να υπομνηστεί ότι, με τις αποφάσεις του της 27ης Ιανουαρίου 1982, τις οποίες εξέδωσε στις έξι πρώτες από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, το Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά την οποία ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου είχε αρχίσει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως των παρανόμων κανονιστικών πράξεων και έκρινε ότι ο χρόνος αυτός αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας, η οποία βαρύνει την Κοινότητα και ότι, προκειμένου περί περιπτώσεων κατά τις οποίες η ευθύνη της πηγάζει από κανονιστική πράξη, ο εν λόγω χρόνος παραγραφής αρχίζει από την επέλευση των ζημιογόνων αποτελεσμάτων της πράξεως αυτής με τη συγκεκριμενοποίηση της ζημίας και, κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, από το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι παραγωγοί, αφού συμπλήρωσαν τις πράξεις που τους παρέχουν δικαίωμα προς είσπραξη των επιστροφών, υπέστησαν βεβαία ζημία δεν μπορεί δε να τους αντιταχθεί ως σημείο αφετηρίας του χρόνου παραγραφής ημερομηνία προγενέστερη της εμφανίσεως των ζημιογόνων αποτελεσμάτων που οφείλονται στις παράνομες πράξεις της Κοινότητας. |
16 |
Ενόψει των προηγουμένων, πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι δεν επήλθε παραγραφή των δικαιωμάτων των εναγουσών προς λήψη της αποζημίωσης την οποία αξιώνουν για τις ζημίες που υπέστησαν κατά τα πέντε έτη που προηγήθηκαν του χρονικού σημείου, κατά το οποίο η καθεμιά από τις ενάγουσες διέκοψε την πενταετή παραγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. |
17 |
Κατά συνέπεια, αν ληφθούν υπόψη οι ημερομηνίες κατά τις οποίες η καθεμιά από τις πέντε πρώτες ενάγουσες υπέβαλε αίτηση στην Επιτροπή, καθώς και οι ημερομηνίες που άσκησαν αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει οι αγωγές τους να κριθούν παραδεκτές ως προς τα αιτήματα τους που αφορούν απαιτήσεις που στηρίζονται στη ζημία, την οποία η καθεμιά ισχυρίζεται ότι υπέστη κατά τις περιόδους που έληξαν στις 18 Οκτωβρίου 1977 και άρχισαν στις 18 Αυγούστου 1975 όσον αφορά την ενάγουσα Birra Wührer (υπόθ. 256/80), στις 24 Νοεμβρίου 1975 όσον αφορά την ενάγουσα Mangimi Niccolai (υπόθ. 257/80), στις 28 Νοεμβρίου 1975 όσον αφορά την ενάγουσα De Franceschi Marino & Figli (υπόθ. 265/80), στις 12 Φεβρουαρίου 1976 όσον αφορά την ενάγουσα Riserie Roncaia (υποθ. 5/81) και στις 9 Μαρτίου 1976 όσον αφορά την ενάγουσα De Franceschi του Monfalcone (υποθ. 51/81). |
18 |
Όπως προκύπτει από τα αιτήματα των αγωγών τους, όπως διευκρινίστηκαν με τις απαντήσεις τους στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, και από τα στοιχεία της δικογραφίας, τα αιτήματα των εναγουσών Birra Wührer, Mangimi Niccolai, Riserie Roncaia και De Franceschi του Monfalcone, αφορούν ζημίες, τις οποίες τοποθετούν χρονικά εντός των περιόδων που αναφέρονται πιο πάνω. Επομένως, η ένσταση περί παραγραφής της αξίωσης τους πρέπει να απορριφθεί. |
19 |
Η ενάγουσα De Franceschi Marino & Figli, όπως προκύπτει από την αίτηση την οποία απηύθυνε στην Επιτροπή στις 8 Μαΐου 1980 και από την απάντηση της σε ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο, διευκρινίζει ότι ζητεί να αποζημιωθεί για ζημίες που άρχισαν να εμφανίζονται την 1η Αυγούστου 1975, ήτοι πριν από την προαναφερθείσα ημερομηνία της 28ης Νοεμβρίου 1975. Κατά συνέπεια, η ένσταση παραγραφής της αξίωσης της πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, δηλαδή για τα αιτούμενα ποσά που αφορούν την αποκατάσταση των ζημιών που εμφανίστηκαν μεταξύ 1ης Αυγούστου και 28ης Νοεμβρίου 1975, και να απορριφθεί ως προς τα αιτούμενα ποσά που αφορούν τις ζημίες που εμφανίστηκαν κατά τη μεταγενέστερη της ημερομηνίας αυτής περίοδο. |
20 |
Ως προς την ενάγουσα Birra Peroni, τα εναγόμενα όργανα αντιτάσσουν επίσης ένσταση μερικής παραγραφής των δικαιωμάτων της, υποστηρίζοντας ότι διέκοψε την πενταετή παραγραφή του άρθρου 43 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, με την αίτηση την οποία απηύθυνε στην Επιτροπή στις 23 Ιουνίου 1982, ενώ το αίτημά της περί αποζημιώσεως, το οποίο διατυπώνει στο δικόγραφο της αγωγής της ενώπιον του Δικαστηρίου αφορά, εν μέρει, ζημίες που εμφανίστηκαν σε ημερομηνίες προγενέστερες κατά περισσότερο από πέντε έτη της εν λόγω ημερομηνίας της 23ης Ιουνίου 1982. |
21 |
Η ενάγουσα απαντά θέτοντας νέο ζήτημα: υποστηρίζει ότι μια από τις προϋποθέσεις, από τις οποίες εξαρτάται το ζημιογόνο αποτέλεσμα εν προκειμένω και από την επέλευση της οποίας άρχισε ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, ήταν η δημοσίευση των κανονισμών 1125 και 1127 της 28ης Μαίου 1978 του Συμβουλίου που επανέφεραν τις επιστροφές που είχαν καταργηθεί παρανόμως, η οποία έγινε μόλις στις 30 Μαίου 1978. |
22 |
Το επιχείρημα αυτό της ενάγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Οι εν λόγω κανονισμοί δεν μπορούν να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με τις ζημίες τις οποίες επικαλείται η ενάγουσα, η εμφάνιση των οποίων οφείλεται ακριβώς στην παράνομη κατάσταση που υφίστατο πριν από τη δημοσίευση και την έναρξη της ισχύος των κανονισμών αυτών, οι οποίοι θεσπίστηκαν για να θέσουν τέρμα στην κατάσταση αυτή. |
23 |
Από τα προηγηθέντα προκύπτει ότι έναντι της ενάγουσας Birra Peroni, η οποία ζητεί αποζημίωση για τις ζημίες τις οποίες υπέστη από την 1η Σεπτεμβρίου 1975, η προβληθείσα ένσταση παραγραφής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, δηλαδή για τις ζημίες που επήλθαν μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της 23ης Ιουνίου 1977, και να απορριφθεί για τις ζημίες που επήλθαν μετά την ημερομηνία αυτή. |
24 |
Κατόπιν των προηγουμένων, οι περίοδοι που λαμβάνονται υπόψη για την καθεμιά από τις ενάγουσες λήγουν στις 18 Οκτωβρίου 1977 και αρχίζουν:
|
Επί της ευθύνης της Κοινότητας
25 |
Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις του της 4ης Οκτωβρίου 1979 στις προαναφερθείσες υποθέσεις και με την απόφασή του της 18ης Μαΐου 1983 (Pauls Agriculture κατά Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 256/81, Συλλογή 1983, σ. 1707) και σε άλλες αποφάσεις που αφορούσαν παρόμοιες υποθέσεις, γεννάται ευθύνη της Κοινότητας λόγω της καταργήσεως των επιστροφών για το gritz αραβοσίτου, που προκύπτει από τον κανονισμό 665/75, και για τα θραύσματα ορύζης, που προκύπτει από τον κανονισμό 668/75, και της διατηρήσεως τους για το άμυλο του αραβοσίτου, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των διαφόρων οικείων κατηγοριών παραγωγών. |
Επί της ζημίας
26 |
Κατά των αιτημάτων περί αποζημιώσεως που υπολογίζεται βάσει των επιστροφών οι οποίες καταργήθηκαν κατά τις υπό κρίση περιόδους, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντιτείνουν ότι οι ενάγουσες παραγωγοί ή, στην περίπτωση που ενάγουσες είναι εκδοχείς, οι προμηθευτές τους εξάλειψαν ή μπορούσαν να είχαν εξαλείψει τη ζημία επιρρίπτοντας τη ζημία που προέκυψε από την κατάργηση των επιστροφών στις τιμές πωλήσεως τους. Υποστηρίζουν ότι οι ενάγουσες οφείλουν να επικαλεστούν και να αποδείξουν το εναντίο, για να μπορέσουν να κριθούν βάσιμες οι αγωγές τους. |
27 |
Οι ενάγουσες αμφισβητούν τη δυνατότητα πραγματοποίησης των εν λόγω επιρρί-ψεων. Επικουρικώς, υποστηρίζουν ότι εν πάση περιπτώσει το βάρος της αποδείξεως το φέρουν κανονικά τα εναγόμενα όργανα, εφόσον αυτά προβάλλουν ένσταση σχετική με το υπαρκτό της ζημίας. Προσκομίζουν ωστόσο ορισμένα στοιχεία και ορισμένα στατιστικά δεδομένα για να αποδείξουν ότι η εν λόγω επίρριψη δεν πραγματοποιήθηκε για εμπορικούς λόγους και ότι οι ενδεχόμενες αυξήσεις στην τιμή του ζύθου στην Ιταλία υπήρξαν αποτέλεσμα άλλων παραγόντων, ιδίως οικονομικών και φορολογικών. |
28 |
Επειδή τα εναγόμενα όργανα δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να θέτει σε αμφιβολία τα στοιχεία αυτά και τα συμπεράσματα τα οποία συνάγουν εξ αυτών οι ενάγουσες, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ένσταση τους. |
29 |
Είναι αλήθεια ότι τα εναγόμενα όργανα προβάλλουν το επιχείρημα ότι η επίρριψη των ζημιών επί των τιμών πωλήσεως από τους παραγωγούς πρέπει να συναχθεί από το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκαν εκχωρήσεις των δικαιωμάτων προς είσπραξη των επιστροφών, οι οποίες έγιναν βεβαίως έναντι αυξήσεως της τιμής. Υποστηρίζουν ακόμη ότι αυτή η τεκμαιρόμενη αύξηση των τιμών συνιστά ένδειξη περί του ότι, και στην περίπτωση ακόμη που δεν υπήρξε εκχώρηση των δικαιωμάτων σε ζυθοποιίες, υπήρξε γενικευμένη επίρριψη επί των τιμών πωλήσεως των παραγωγών, επειδή οι τιμές πωλήσεως των παραγωγών εναγουσών βρίσκονται όλες στο ίδιο επίπεδο. |
30 |
Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένο ότι οι εκχωρήσεις πραγματοποιήθηκαν έναντι αυξήσεως των τιμών πωλήσεως, και ακόμη περισσότερο ότι, ακόμη και χωρίς εκχώρηση, υπήρξε γενικευμένη αύξηση των τιμών. |
31 |
Ως προς τις ενάγουσες που εμφανίζονται ως εκδοχείς, τα εναγόμενα, κατ' αντίθεση προς το προηγούμενο επιχείρημα, υποστηρίζουν ότι οφείλουν, για να αποδείξουν ότι πράγματι υπέστησαν ζημία, να επικαλεστούν και να αποδείξουν ότι κατέβαλαν στους παραγωγούς που τους εκχώρησαν τα δικαιώματα αυτά συμπλήρωμα του τιμήματος το οποίο αντιστοιχεί με τις μη καταβληθείσες επιστροφές. |
32 |
Ούτε και αυτό το επιχείρημα των εναγομένων μπορεί να γίνει δεκτό. Οι ενάγουσες εκδοχείς δεν θεμελιώνουν τον ισχυρισμό τους επί του γεγονότος ότι οι εκχωρητές τους επέρριψαν ď αυτές ποσά που αντιστοιχούν στις επίδικες επιστροφές. Οι εν λόγω ενάγουσες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημία λόγω του γεγονότος ότι δεν έλαβαν επιστροφές βάσει των δικαιωμάτων που τους εκχωρήθηκαν. Κατά συνέπεια, το ζήτημα αν υπήρξε αντάλλαγμα και ποίο για να αποκτήσουν τα δικαιώματα που τους εκχωρήθηκαν δεν είναι κρίσιμο. |
33 |
Από τα προηγούμενα απορρέει ότι η ζημία, για την οποία πρέπει να αποζημιωθούν οι ενάγουσες, πρέπει να υπολογιστεί ως το ισόποσο των επιστροφών που θα τους είχαν καταβληθεί, αν η χρησιμοποίηση gritz αραβοσίτου και θραυσμάτων ορύζης από τη ζυθοποιία είχε παράσχει δικαίωμα προς λήψη των ίδιων επιστροφών με εκείνες που προβλέπονταν για το άμυλο αραβοσίτου, κατά τις περιόδους που ορίζονται πιο πάνω. |
34 |
Σχετικά με τη μετατροπή στο εθνικό νόμισμα του ποσού της αποζημίωσης που πρέπει να καταβάλουν τα εναγόμενα όργανα στις ενάγουσες, πρέπει, όπως έκρινε το Δικαστήριο με τις απαφάσεις του της 19ης Μαΐου 1982 (Dumortier frères και λοιποί, 64/76, Συλλογή, σ. 1733) και της 18ης Μαΐου 1983 (Pauls Agriculture Limited κατά Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων), να εφαρμοστεί η τιμή συναλλάγματος που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της αποφάσεως, με την οποία αναγνωρίζονται η υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας. |
35 |
Ως προς το ύψος της αποζημίωσης που ζητεί η καθεμιά απο τις ενάγουσες,αυτές υπέβαλαν στο Δικαστήριο διάφορα έγγραφα που δικαιολογούν τις ποσότητες gritz αραβοσίτου και θραυσμάτων ορύζης, για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση, καθώς και το ύψος των επιστροφών που δεν καταβλήθηκαν βάσει των ποσοτήτων αυτών, την ακρίβεια των οποίων δέχεται η Επιτροπή μόνο υπό την επιφύλαξη της πραγματοποίησης ελέγχου από τα αρμόδια όργανα. Το Δικαστήριο στην παρούσα φάση της διαδικασίας δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί της ακριβείας των στοιχείων αυτών. Πρέπει επομένως να προσδιοριστούν με παρεμπίπτουσα απόφαση τα κριτήρια τα οποία δέχεται το Δικαστήριο για την αποζημίωση της ενάγουσας, να επαφεθεί δε ο καθορισμός του ύψους της αποζημίωσης είτε στην κοινή συμφωνία των διαδίκων, είτε στο Δικαστήριο σε περίπτωση μη επιτεύξεως τέτοιας συμφωνίας. |
Επί του αιτήματος τόκων
36 |
Οι ενάγουσες ζήτησαν, εξάλλου, να καταδικαστεί η Κοινότητα στην καταβολή τόκων από την ημερομηνία κατά την οποία η κάθε επιστροφή, καθιστάμενη ληξιπρόθεσμη, έπρεπε να είχε καταβληθεί και με κατάλληλο επιτόκιο, έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που διέρρευσε μεταξύ των ημερομηνιών αυτών και της ημερομηνίας της πραγματικής τους αποζημίωσης. |
37 |
Επειδή πρόκειται για αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας δυνάμει του άρθρου 215, δεύτερη παράγραφος, πρέπει να κριθεί υπό το φώς των αρχών που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, στις οποίες παραπέμπει η διάταξη αυτή. Από τις αρχές αυτές προκύπτει ότι χωρεί εν γένει αίτημα περί τόκων. Λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που έχει ορίσει το Δικαστήριο σε παρόμοιες υποθέσεις, η υποχρέωση προς καταβολή τόκων γεννάται από την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας απόφασης, εφόσον αυτή αναγνωρίζει την υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας. Το επιτόκιο που πρέπει να εφαρμοστεί είναι 6 %. |
Για τους λόγους αυτούς ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα), κρίνοντας πριν αποφανθεί οριστικά, αποφασίζει: |
|
|
|
|
|
|
Due Κακούρης Everling Galmot Joliét Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Νοεμβρίου 1984. Κατ' εντολή του γραμματέα Η. Α. Rühl Κύριος υπάλληλος διοικήσεως Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος Ο. Due |