EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61980CJ0250

Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 1981.
Anklagemyndigheden κατά Hans Ulrich Schumacher, Peter Hans Gerth, Johannes Heinrich Gothmann και Alfred C. Töpfer.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Københavns Byret - Δανία.
Εξισωτικά ποσά προσχωρήσεως.
Υπόθεση 250/80.

Συλλογή της Νομολογίας 1981 -02465

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:246

Στην υπόθεση 250/80,

πού 'έχει ὡς ἀντικείμενο αίτηση τοῦ Byret τῆς Κοπεγχάγης πρός τό Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, μέ τήν ὁποία ζητείται, στό πλαίσιο τῆς ποινικής διώξεως πού εκκρεμεί ενώπιον τοῦ δικαστηρίου αὐτοῦ, ἀσκηθείσης ἀπό

Anklagemyndigheden (εισαγγελική ἀρχή)

κατά

Hans Ulrich Schumacher,

Peter Hans Gerth,

Johannes Heinrich gothmann,

Alfred C. Töpfer, Ἀμβοῦργο,

ή έκδοση προδικαστικής ἀποφάσεως ὡς πρός τήν ερμηνεία τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 269/73 τῆς 'Επιτροπής, τῆς 31ης 'Ιανουαρίου 1973, περί τῶν λεπτομερειῶν εφαρμογής τοῦ συστήματος τῶν εξισωτικῶν ποσών «προσχωρήσεως» (EFT L 30, σ. 73), ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 1466/73 τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς 30ής Μαΐου 1973 (EFT L 146, σ. 13),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο ἀπό τους J. Mertens de Wilmars, πρόεδρο, G. Bosco, A. Touffait καί O. Due, προέδρους τμημάτων, Ρ. Pescatore, Mackenzie Stuart, Α. O'Keeffe, Τ. Koopmans, U. Everling, Α. Χλωρό καί F. Grévisse, δικαστές,

γενικός εἰσαγγελεύς: F. Capotorti

γραμματεύς: Α. Van Houtte

εκδίδει τήν ἀκόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Περιστατικά

I — Πραγματικά περιστατικά καί έγγραφη διαδικασία

Κατά τόν χρόνο τῆς πρώτης διευρύνσεως της Κοινότητος τό 1973, ὑφίσταντο ἀξιόλογες διαφορές μεταξύ τῶν τιμῶν πού 'ίσχυαν στά ἀρχικά Κράτη μέλη καί των τιμών πού ἐφηρμόζοντο στά νέα Κράτη μέλη. Ἐν τούτοις, ἡ εξάλειψη τῶν διαφορών αυτών επήλθε προοδευτικώς, κατά την διάρκεια μιᾶς πενταετούς μεταβατικῆς περιόδου πού προεβλέπετο ἀπό την πράξη προσχωρήσεως. 'Εν τῶ μεταξύ, ἐθεσπίσθηκαν τά λεγόμενα ἐξισωτικά ποσά «προσχωρήσεως» πρός τό σκοπό νά ἀποφευχθεί ἡ στρέβλωση τῶν ὅρών ὑπό τους ὁποίους ένα προϊόν προερχόμενο ἀπό ένα Κράτος μέλος ἠδύνατο νά διατεθεί στό εμπόριο στό έδαφος ενός άλλου Κράτους μέλους. Ή προοδευτική προσέγγιση μεταξύ τῶν τιμών πού είχαν καθορισθεί γιά κάθε νέο Κράτος μέλος καί τῶν κοινών τιμών εἶχε ὡς επακόλουθο μία παράλληλη μείωση τῶν τιμών αυτών μέχρι τῆς πλήρους εξαφανίσεως τους στό τέλος τῆς μεταβατικής περιόδου.

Κανόνες περί τῆς εφαρμογής τῶν ωνωτέρω εξισωτικών ποσών ετέθησαν μέ τήν πράξη προσχωρήσεως (άρθρα 55-58). Δυνάμει τῶν άρθρων 73, 51 καί 55 τῆς 'ίδιας πράξεως, οἱ κανόνες αυτοί είχαν εφαρμογή καί στά σιτηρά, προσδιωρίσθησαν δέ κατόπιν, στον τομέα τῶν σιτηρών, μέ τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 229/73 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 31ης 'Ιανουαρίου 1973 (EFT L 27, σ. 25), ὁ όποιος παρέμεινε ἐν ἰσχύι μέχρι τῆς 1ης Νοεμβρίου 1975, ὅταν ἀντεκατεστάθη ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 2757/75 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 29ης 'Οκτωβρίου 1975 (EFT L 281, σ. 104).

Στό πλαίσιο τοῦ συστήματος πού ἐθε-σπίσθη ἀπό τίς ἀνωτέρω διατάξεις, τά εξισωτικά ποσά πού είχαν εφαρμογή στίς συναλλαγές μεταξύ τῆς Κοινότητος ὑπό τήν ἀρχική τῆς σύνθεση καί τῶν νέων Κρατών μελών καί μεταξύ τῶν τελευταίων καί τρίτων χωρών, ήταν 'ίσα μέ τήν διαφορά μεταξύ τῶν τιμών πού εἶχαν καθορισθεί γιά τό οἰκεῖο νέο Κράτος μέλος καί τῶν κοινών τιμών.

Γιά τίς συναλλαγές μεταξύ δύο νέων Κρατών μελών, τά εξισωτικά ποσά ήταν 'ίσα μέ τή διαφορά τῶν ποσών πού είχαν εφαρμογή στίς συναλλαγές μεταξύ καθενός ἀπό τά νέα Κράτη μέλη καί τῆς Κοινότητος ἀπό τήν ἀρχική τῆς σύνθεση.

Προκειμένου νά ἐξασφαλισθεί ἡ κοινοτική προτίμηση, τά ἐν λόγω εξισωτικά ποσά ὑφίσταντο συνεχείς ἀναθεωρήσεις κατά τρόπον ώστε νά μή δύνανται νά εἶναι ἀνώτερα, έκτός ἄν άλλως ὥριζε τό Συμβούλιο, ἀπό τίς εισφορές κατά τήν εξαγωγή στίς συναλλαγές μέ τρίτες χώρες.

Τό άρθρο 6 τοῦ κανονισμοί) 229/73 επέτρεπε, ἐφ' ὅσον θά παρίστατο ἀνάγκη, τήν θέσπιση ενός συστήματος προκαθορισμοῦ τοῦ εξισωτικοῦ ποσοῦ. Οἱ ἀναγκαίες πρός τοῦτο διατάξεις ἐθεσπίσθησαν μέ τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 3280/73 τῆς 'Επιτροπής τῆς 4ης Δεκεμβρίου 1973 (EFT L 337, σ. 11). Ὁ κανονισμός αὐτός προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ὅτι, στην περίπτωση προκαθορισμού τοῦ ἐξισωτικοῦ ποσοῦ, έπρεπε νά συσταθεί εγγύηση τριών λογιστικών μονάδων (ΛΜ) ἀνά τόννο, ἐλευθερουμένη ὅταν προσήγοντο ἀποδείξεις περί τῆς τηρήσεως τῶν τελωνειακών διατυπώσεων καί, σέ περίπτωση εξαγωγής, συμπληρωματική ἀπόδειξη ὅτι τό προϊόν εἶχε εγκαταλείψει τό γεωγραφικό έδαφος τοῦ Κράτους μέλους στό όποιο είχαν εκπληρωθεί αυτές οἱ διατυπώσεις.

Κατά τίς συναλλαγές τῶν νέων Κρατῶν μελών μεταξύ τους ἡ μέ τά ἀρχικά Κράτη μέλη τά εξισωτικά ποσά προσχωρήσεως εισέπραττε ἡ ἐχορήγει εκείνο ἀπό τά δύο οικεία Κράτη μέλη, τοῦ ὁποίου τό επίπεδο των τιμών, πού είχε χρησιμεύσει γιά τόν προσδιορισμό τῶν εξισωτικῶν ποσών, ἦταν τό υψηλότερο.

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής τοῦ συστήματος τῶν εξισωτικῶν ποσών προσχωρήσεως ἐθεσπίθησαν μέ τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 269/73 τῆς 'Επιτροπής, τῆς 31ης 'Ιανουαρίου 1973.

Σύμφωνα μέ τό άρθρο 5 τοῦ κανονισμού αυτού, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό (ΕΟΚ) 1466/73 τῆς 'Επιτροπής, τῆς 30ής Μαίου 1973, προϋπόθεση τῆς καταβολής τοῦ ἐξισωτικοῦ ποσού προσχωρήσεως ήταν ἡ προσαγωγή ἀποδείξεως περί τοῦ ὅτι τό προϊόν γιά τό όποιο έχουν εκπληρωθεί οἱ τελωνειακές διατυπώσεις εξαγωγῆς εγκατέλειψε τό γεωγραφικό έδαφος τοῦ Κράτους μέλους στό όποιο ἐξεπληρώθησαν οἱ διατυπώσεις αυτές. Ἐν τούτοις, σέ ὡρισμένες περιπτώσεις καί, μεταξύ άλλων, ὅταν τό εξισωτικό ποσό ἐφηρμόζετο σέ προϊόν γιά τό όποιο δέν είχε προσδιορισθεί καμμία επιστροφή, ὅπως στην περίπτωση τοῦ ἐξαχθέντος προϊόντος στην παροῦσα υπόθεση, πρόσθετη προϋπόθεση τῆς καταβολής ήταν ή ἀπόδειξη τῆς τηρήσεως τῶν τελωνειακών διατυπώσεων εἰσαγωγῆς καί τῆς εισπράξεως τῶν δασμών καί τῶν επιβαρύνσεων Ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πού ἐπεβάλ-λοντο στό Κράτος μέλος τοῦ προορισμοῦ.

Ή ἀπόδειξη αὐτή έπρεπε νά προσαχθεί διά τῆς προσκομίσεως τοῦ έντυπου έλεγχου

(Τ 5) πού προβλέπεται στό άρθρο 1 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2315/69, περί κοινοτικής διαμετακομίσεως. Ὅπως προέκυπτε ἀπό τό άρθρο 5 παράγραφος 2 τελευταίο εδάφιο τοῦ κανονισμού 269/73, ὅπως ἐτρο-ποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 1466/73, μεταξύ τῶν εἰδικῶν ἐνδείξειων τοῦ έντυπου αὐτοῦ, τό τετραγωνίδιο 104 έπρεπε νά συμπληρωθεί ἀπό τους ενδιαφερομένους μέ διαγραφή τῶν περιττών ἐνδείξεων καί προσθήκη μιᾶς ὡρισμένης ενδείξεως, τήν ὁποία περιεῖχε τό 'ίδιο άρθρο στίς γλῶσσες τῶν διαφόρων Κρατών μελών. Ἀλλά σέ ὡρισμένες μέν γλωσσικές ἀποδόσεις ἡ ἐν λόγω ένδειξη ἀνταπεκρίνετο στή γαλλική έκφραση «destiné à être mis à la consommation», προοριζόμενο γιά διάθεση στην κατανάλωση, ἐνῶ σέ άλλες ἀποδόσεις ἀνταπεκρίνετο στην έκφραση «destiné à être mis en libre pratique» προοριζόμενο νά τεθεί σέ ελεύθερη κυκλοφορία. Αυτή ἡ διαφορά διατυπώσεως ευρίσκεται στην βάση τῆς παρούσης υποθέσεως, τά πραγματικά περιστατικά τῆς ὁποίας έχουν ὡς ἑξῆς:

Τήν 29η 'Ιουλίου 1975 οἱ δανικές ἀρχές ἐχορήγησαν στην επιχείρηση Alfred C. Töpfer, Ἀμβοῦργο (στό ἑξῆς: Töpfer), ή ὁποία ἐπιδίδεται στό διεθνές εμπόριο σίτου, πιστοποιητικό προκαθορισμού ἑνός ἐξισωτικοῦ ποσού προσχωρήσεως, καταβλητέου γιά τήν εξαγωγή 5000 τόννων σίτου ἀπό τήν Δανία στό Ἡνωμένο Βασίλειο, μέ συντελεστή 24,05 ΛΜ ἀνά τόννο (ὁ όποιος κατόπιν ἐμειώθη στίς 20,62 ΛΜ ἀνά τόννο), ἀφοῦ συνεστήθη εγγύηση 3 ΛΜ ἀνά τόννο. Τό πιστοποιητικό ίσχυε μέχρι τῆς 26ης Σεπτεμβρίου 1975.

Τήν 27η Αυγούστου 1975, ἡ Töpfer επέτυχε τόν προκαθορισμό ἀπό τίς βελγικές ἀρχές ἐξισωτικῶν ποσών προσχωρήσεως γιά τήν εἰσαγωγή σίτου, προερχομένου ἀπό τήν Δανία καί τό Ἡνωμένο Βασίλειο ἀντιστοίχως, πρός ένα Κράτος μέλος τῆς Κοινότητος ὑπό τήν ἀρχική τῆς σύνθεση. Τό καταβλητέο ἀπό τόν εἰσαγωγέα εξισωτικό ποσό ἀνήρχετο σέ 2 ΛΜ ἀνά τόννο, συνεστήθη δέ εγγύηση 3 ΛΜ ἀνά τόννο. Τό πιστοποιητικό ίσχυε μέχρι τῆς 25ης Ὀκτωβρίου 1975 γιά τό σύνολο τῶν ἀρχικών Κρατών μελών.

Τήν 4η Σεπτεμβρίου 1975 ἡ Töpfer συνήψε σύμβαση γιά την πώληση 1800 τήννων δανικού σίτου στην εταιρία Bremer Rolandmühle, Βρέμη. Τήν 15η Σεπτεμβρίου, ἐπώλησε 1800 τόννους ἀγγλικοῦ σίτου πρός μία ἀγγλική ἑταιρία, τήν Dalgety Franklin Ltd., ἀπό τήν ὁποία τους ἀγόρασε ἐκ νέου τήν επομένη ήμερα.

Τ̥ν 17η, 23η καί 25η Σεπτεμβρίου 1975, τρία πλοία ναυλωμένα ἀπό τήν Töpfer ἀπέπλευσαν ἀπό τήν Δανία, μεταφέροντας συνολικώς 1800 τόννους σίτου, μέ τελικό προορισμό τήν Βρέμη. Ὅταν έφθασαν στό 'Ηνωμένο Βασίλειο, τά πλοία αυτά ἐξεφόρτωσαν τόν σίτο στίς σιταποθήκες μιᾶς ἀγγλικής ἑταιρίας, ἡ ὁποία άνῆκε ἀπό κοινοί) στην ἀγοράστρια ἀγγλική εταιρία καί στην Töpfer. 'Αμέσως μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν διατυπώσεων εισαγωγής, οἱ 1800 τόννοι σίτου ἐφορτώθησαν ἐκ νέου στά ἴδια πλοῖα καί ἐπανεξήχθησαν πρός Βρέμη, ὅπου τά διάφορα φορτία έφθασαν, ἀντιστοίχως, τήν 26η Σεπτεμβρίου, 1η καί 13η 'Οκτωβρίου 1975.

Δεδομένου ὅτι στην δήλωση Τ 5, ἡ ὁποία ἐθεωρήθη μεταγενεστέρως ἀπό τίς ἀγγλικές ἀρχές, ἡ Töpfer ἀνέφερε ὅτι τόπος προορισμού τοῦ εμπορεύματος ήταν ἡ «'Αγγλία» (τό 'Ηνωμένο Βασίλειο) καί ὅτι τό εμπόρευμα ήταν «bestemt til afsætning til forbrug» (προοριζόμενο γιά διάθεση στην κατανάλωση), ἡ επιχείρηση αύτη εισέπραξε στην Δανία ἕνα εξισωτικό ποσό προσχωρήσεως πού ἀνήρχετο σέ 287501,21 δανικές κορώνες (20,62 ΛΜ ἀνά τόννο), ἡ δέ εγγύηση τήν ὁποία εἶχε συστήσει στην χώρα αυτή ἐλευθερώθη.

Κατά τήν εισαγωγή στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, ἡ Töpfer ἐξώφλησε ένα εξισωτικό ποσό προσχωρήσεως ύψους 11611 γερμανικών μάρκων (2 ΛΜ ἀνά τόννο) βάσει τοῦ πιστοποιητικοί) πού είχε λάβει στό Βέλγιο τήν 27η Αυγούστου.

Μέ κατηγορητήριο τῆς 14ης Νοεμβρίου 1979, ὁ «statsadvocat for særlig økonomisk kriminalitet» (είσαγγελεύς αρμόδιος γιά τήν δίωξη ἐγκλημάτων ειδικής οικονομικής φύσεως) ἤσκησε, ενώπιον τοῦ Byret τῆς Κοπεγχάγης, ποινική δίωξη κατά τῆς Töpfer καί τριών υπαλλήλων τῆς επιχειρήσεως αυτής πού εἶχαν ἀσχοληθεί μέ τίς ἀνωτέρω ἐξαγωγές. Ό «statsadvocat» διετύπωσε κατά τῶν ἀνωτέρω τήν κατηγορία ὅτι παρεβίασαν ὡρισμένες διατάξεις τοῦ δανικοῦ νόμου 595 τῆς 22ας Δεκεμβρίου 1972, ὁ όποιος ἐθεσπίσθη γιά τήν θέση σέ εφαρμογή τῶν κοινοτικών κανονισμών περί κοινής ὀργανώσεως τῆς ἀγορών, ἐζήτησε δέ νά ὑποχρεωθοῦν σέ ἀπόδοση τῶν εξισωτικών ποσών προσχωρήσεως πού εἰσεπράχθησαν στην Δανία καί σέ ἐκ νέου κατάθεση τῆς εγγυήσεως, γιά τόν λόγο ὅτι είχαν σχεδιάσει, ήδη πρό τῆς εξαγωγής τοῦ ἀνωτέρω ἐμπορεύματος ἀπό τήν Δανία, νά τό επανεισαγάγουν στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας καί ὅτι ἐσκεμ-μένως, μέ σκοπό νά εισπράξουν ἐξισωτικά ποσά προσχωρήσεως στην Δανία γιά τίς εξαγωγές πρός τό 'Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς νά ἀπωλέσουν τήν εγγύηση, προέβησαν σέ ἀνακριβή καί παραπλανητική δήλωση προς τίς δανικές τελωνειακές ἀρχές, ἀναγράφοντας, στό σχετικό έντυπο Τ 5, ὅτι τό ἐν λόγω εμπόρευμα προωρίζετο γιά διάθεση στην κατανάλωση στό 'Ηνωμένο Βασίλειο.

Κατά τήν διάρκεια συνεδριάσεως προπαρασκευαστικής τῆς ἐπ᾽ ἀκροατηρίου συζητήσεως, τήν 12η Αυγούστου 1980, οἱ κατηγορούμενοι παρεδέχθησαν ὅτι ἡ ἀρχική τους πρόθεση ήταν νά ἐξαγάγουν τό ἐμπόρευμα πρός τήν 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, ὑπεστήριξαν ὅμως ὅτι ἡ συμπεριφορά τους δέν παρεβίαζε τους κοινοτικούς κανόνες. Ἐπεκαλέσθησαν τό γεγονός ὅτι ἡ δήλωση τους έκανε λόγο γιά εκτελωνισμό τοῦ ἐμπορεύματος στό 'Ηνωμένο Βασίλειο, ὁ όποιος πράγματι ἐπραγ-ματοποιήθη, καί ὅτι μέ κανένα τρόπο οἱ ἀνωτέρω κανόνες δέν εμπόδιζαν τή ἐπανε-ξαγωγή τοῦ ἐκτελωνισθέντος αὐτοῦ εμπορεύματος πρός ένα άλλο κράτος.

Μέ Διάταξη τῆς 17ης 'Οκτωβρίου 1980, τό Byret τῆς Κοπεγχάγης ἀπεφάσισε νά υποβάλει στό Δικαστήριο τό ἀκόλουθο ἐρώτημα:

«Δικαιοῦται ἕνα Κράτος μέλος (Α), τό όποιο εξέδωσε ένα πιστοποιητικό προκαθο-μισμοῦ ενός εξισωτικοί) ποσοῦ προσχωρήσεως γιά την ἐξαγωγή σίτου πρός ένα άλλο Κράτος μέλος (Β), νά ἀρνηθεῖ τήν καταβολή τοῦ ποσοῦ στον δικαιούχο του κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 5 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοί) τῆς Ἐπιτροπῆς (ΕΟΚ) 269/73, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τό άρθρο 2 ( 1 ) τοῦ κανονισμοῦ ΕΟΚ 1466/73, ὅταν ἀπό τεχνικής τελωνειακής ἀπόψεως ὁ σίτος ετέθη σέ ἐλεύθερη κυκλοφορία στό κράτος Β, ὁ δέ δικαιούχος προσκομίζει τό εκδοθέν στό κράτος Β ἔντυπο ἐλεγχου κατά τήν έννοια τοῦ κανονισμοο τῆς 'Επιτροπής (ΕΟΚ) 2315/69, τό όποιο, μεταξύ άλλων, φέρει τήν ένδειξη «Bestemt til afsætning til forbrug» (προοριζόμενο γιά διάθεση στην κατανάλωση) ἡ «Für den freien Verkehr bestimmt» (προοριζόμενο νά τεθεί σέ ελεύθερη κυκλοφορία), πλην ὅμως ὁ σίτος ετέθη σέ ελεύθερη κυκλοφορία στό κράτος Β ἀποκλειστικώς καί μόνο γιά νά ἐπανε-ξαχθεῖ ἀμέσως μετά πρός ένα τρίτο Κράτος μέλος (Γ); Θεωρείται ὡς δεδομένο ἐν προκειμένω ὅτι κατά τήν εξαγωγή ἀπό τό κράτος Β πρός τό κράτος Γ ἐτηρήθησαν οἱ διατάξεις περί εξισωτικῶν ποσῶν προσχωρήσεως.»

Ή Διάταξη περί παραπομπής ἐπρωτο-κολλήθη στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου τήν 13η Νοεμβρίου 1980.

Σύμφωνα μέ τό άρθρο 20 τοῦ Πρωτοκόλλου περί τοῦ 'Οργανισμοῦ τοῦ Δικαστηρίου τῆς ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οἱ κατηγορούμενοι στην κυρία δίκη, εκπροσωπούμενοι ἀπό τόν Η. Viltoft, δικηγόρο Κοπεγχάγης, καί ἡ 'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμένη ἀπό τόν R. Wainwright καί τόν Η. Ρ. Hartvig, μέλη τῆς νομικής τῆς υπηρεσίας.

Κατόπιν εκθέσεως τοῦ εἰσηγητοῦ δικαστοῦ καί μετ' ἀκρόαση τοῦ γενικοῦ εισαγγελέως, τό Δικαστήριο ἀπεφάσισε τήν έναρξη τῆς προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγουμένη διεξαγωγή ἀποδείξεων.

II — Γραπτές παρατηρήσεις πού υπεβλήθησαν δυνάμει τοῦ άρθρου 20 τοῦ Πρωτοκόλλου περί τοῦ 'Οργανισμού τοῦ Δικαστηρίου ΕΟΚ

Οἱ κατηγορούμενοι στήν κυρία δίκη ἀρνοῦνται ὅτι ἔδωσαν στίς δανικές τελωνειακές ἀρχές ἀνακριβεῖς καί παραπλανητικές πληροφορίες.

'Ισχυρίζονται ὅτι κανένας ἀπό αυτούς δέν εἶχε συνείδηση τοῦ ὅτι ἦταν δυνατόν νά. υφίσταται διαφορά μεταξύ τῆς ενδείξεως «Für den freien Verkehr bestimmt » (προοριζόμενο νά τεθεῖ σέ ελεύθερη κυκλοφορία) πού χρησιμοποιείται στην χώρα τους, τήν Γερμανία, καί τῆς ἐνδείξεως «Bestemt til afsætning til forbrug » (προοριζόμενο γιά διάθεση στην κατανάλωση), ἡ ὁποία πρέπει νά περιέχεται στό έντυπο Τ 5 στην Δανία.

'Υπογραμμίζουν, ἐξ ἄλλου, ὅτι κατά κανένα χρονικό σημείο δέν ἀπεπειράθησαν νά ἀποκρύψουν αυτό πού συνέβη στην πραγματικότητα, ἀλλά ὅτι, ἀπεναντίας, έδωσαν πάντα στίς ἁρμόδιες ἀρχές ὅλες τίς πληροφορίες πού αυτές τους ἐζήτησαν. Υποστηρίζουν, ἀφ' ἑτερου, ὅτι ὁ τρόπος μέ τόν όποιο εξελίχθησαν τά γεγονότα στην προκειμένη περίπτωση δέν ἀντιβαίνουν κατά κανένα τρόπο πρός τίς διατάξεις τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου.

Ὡς πρός τό ερώτημα πού υπεβλήθη ἀπό τό παραπέμπον δικαστήριο, οἱ κατηγορούμενοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου πρέπει νά στηρίζεται σέ κριτήρια καθαρώς ἀντικειμενικά καί ὄχι σέ κριτήρια συνδεόμενα μέ τίς υποκειμενικές προθέσεις τῶν ἐξαγωγέων ἐπιχειρήσεων. Πρός υποστήριξη τῆς ἀπόψεως αυτής, επικαλούνται τήν ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 2ας 'Ιουνίου 1976 (υπόθεση 125/75 Milch-, Fett- und Eier-Kontor GmbH, Sml. 1976, σ. 771), ὅπου ἀναφέρεται ὅτι «στό πλαίσιο τῆς χορηγήσεως μιᾶς επιστροφής κατά τήν εξαγωγή, τό ζήτημα ἄν τό εμπόρευμα έφθασε στην ἀγορά τοῦ τόπου προο-ρισμοῦ δύναται νά επιλυθεί μόνο ἐπί τῆ βάσει ἀντικειμενικῶν κριτηρίων, κατά τρόπον ώστε νά στερείται σημασίας τό ἄν ὁ εξαγωγεύς πού υπέβαλε τήν αίτηση περί επιστροφής ἐγνώριζε ἡ ὄχι, κατά τό χρονικό αυτό σημεῖο, ὅτι τό εμπόρευμα θά μετεφέρετο τελικώς σέ μία άλλη χώρα».

Κατά τήν γνώμη τους, ἡ 'ίδια ἀρχή πρέπει νά εφαρμοσθεί καί στην προκειμένη περίπτωση.

Τό μόνο ἀποφασιστικό γεγονός θα πρέπει νά εἶναι τό ὅτι ὁ εξαγωγεύς προβαίνει στίς πραγματικές ενέργειες ἀπό τίς όποιες εξαρτᾶται ἡ χορήγηση τοῦ εξισωτικοί) ποσοῦ. Στην προκειμένη περίπτωση, οἱ προϋποθέσεις αυτές πληροῦνται, δεδομένου ὅτι τά επίδικα εμπορεύματα πράγματι ἐτέθησαν σέ ελεύθερη κυκλοφορία στό 'Ηνωμένο Βασίλειο.

Υφίσταται μέν, πράγματι, μία γλωσσική διαφορά μεταξύ τοῦ γερμανικού κειμένου τῆς δηλώσεως Τ 5, τήν ὁποία επικαλούνται οἱ κατηγορούμενοι, καί τοῦ ἀντιστοίχου δανικού κειμένου, εἶναι ὅμως ἀναμφισβήτητο ὅτι τό Δικαστήριο πρέπει νά δώσει μία ἑρμηνεία τῶν κριτηρίων χορηγήσεως τῶν εξισωτικών ποσών «προσχωρήσεως» ἡ ὁποία νά εἶναι ὁμοιόμορφη γιά ὅλα τά Κράτη μέλη, δεδομένου ὅτι μία διαφοροποιημένη ερμηνεία θά συνεπήγετο στρεβλώσεις ἀντιβαίνουσες πρός τούς σκοπούς τῆς συνθήκης τῆς Ρώμης.

Ἐν ὄψει τῆς ερμηνείας αυτής, οἱ κατηγορούμενοι θεωρούν χρήσιμο νά υπογραμμίσουν ὅτι οἱ επιχειρήσεις εἰσαγωγῶν-ἐξαγωγῶν, οἱ όποιες δροῦν στό πλαίσιο τῶν ευρωπαϊκῶν ὀργανώσεων τῶν ἀγορών, πρέπει νά λαμβάνουν ὑπ' ὄψη, κατά τρόπο ἀπολύτως ὁμοιόμορφο, τό εξισωτικό ποσό «προσχωρήσεως», τήν ἀπώλεια τῆς εγγυήσεως, ενδεχόμενες επιβαρύνσεις καί επιστροφές, καί ὅτι εἶναι συνεπῶς σημαντικό νά δύνανται νά βασίζονται στην διατύπωση τῶν διατάξεων. Κατά τή γνώμη τους, ἐξ άλλου, ἡ εφαρμογή σαφών καί βέβαιων κατευθυντηρίων γραμμῶν ὡς πρός τά κριτήρια χορηγήσεως τῶν εξισωτικών ποσών προσχωρήσεως εἶναι πολύ πιό σημαντική καί ἀναγκαία ἀπό τήν μέριμνα νά ἀποτραπεί, σέ εξαιρετικώς ιδιάζουσες περιστάσεις — ὀφειλόμενες σέ ἀπρόοπτες μεταβολές τῆς καταστάσεως τῆς ἀγορᾶς —, ή καταβολή ενός εξισωτικού προσχωρήσεως πού δέν εξυπηρετεί καθόλου ἡ εξυπηρετεί μόνον ἐν μέρει τους σκοπούς, τους ὁποίους επιδιώκουν κατά κανόνα οἱ κοινές ὀργανώσεις τῶν γεωργικών ἀγορών.

Γιά λόγους ἀσφαλείας τοῦ δικαίου, ή άποψη ἀποκτά ἀκόμη περισσότερο βάρος ὅταν ἡ ἀδικαιολόγητη καταβολή ἑνός εξισωτικού ποσού «προσχωρήσεως» συνεπάγεται ποινική ευθύνη γιά τόν εξαγωγέα πού έλαβε τό ποσό.

'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπιστώνει πρώτον ὅτι σέ μία περίπτωση ὅπως ἡ παρούσα, τόσο ἡ καταβολή εξισωτικών ποσών προσχωρήσεως ὅσο καί ἡ ελευθέρωση τῆς εγγυήσεως ἔχουν ὡς προϋπόθεση μεταξύ άλλων, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 5 παράγραφος 1 τοῦ κανονισμού 269/73 καί τοῦ ἄρθρου 8 τοῦ κανονισμού 3280/73 ἀντιστοίχως, τήν προσαγωγή μιας ἀποδείξεως πού συνίσταται στό έντυπο έλεγχου (Τ 5) τοῦ έγγράφου κοινοτικής διαμετακομίσεως θεωρημένο ἀπό τήν ἀρμοδία τελωνειακή ἀρχή τοῦ Κράτους μέλους προορισμού.

Ή 'Επιτροπή παρατηρεί ὅτι, ὅταν προσαχθεί αυτή ἡ ἀπόδειξη καθώς καί οἱ άλλες ἀποδείξεις πού ἀπαιτούνται ἀπό τους ἀνωτέρω κανονισμούς, θεωρείται ὅτι ὁ ενδιαφερόμενος πληροί τίς ἀναγκαίες τυπικές προϋποθέσεις γιά νά τοῦ καταβληθοῦν τά ἐξισωτικά ποσά καί νά ελευθερωθεί ή εγγύηση του.

Κατά τήν γνώμη τῆς 'Επιτροπής, τό γεγονός ὅτι ἡ ένδειξη πού πρέπει νά περιέχεται στό τετραγωνίδιο 104 τοῦ έγγράφου έλεγχου διαφέρει στίς διάφορες γλωσσικές ἀποδόσεις τοῦ κανονισμού 269/73, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 1466/73, στερείται σημασίας. Ή ἀνομοιότητα αὐτή ἀποτελεί ένα πρόβλημα καθαρά γλωσσικό ὀφειλόμενο στό γεγονός ὅτι κατά τήν εποχή εκείνη δέν υπήρχε, ἐπί κοινοτικού επιπέδου, κοινή ὁρολογία στον τελωνειακό τομέα. Ἦταν επομένως ἀνάγκη νά χρησιμοποιηθούν, ὡς ἐπί τό πλείστον, εθνικές εκφράσεις πού ἐχρησιμοποιοῦντο σέ κάθε Κράτος μέλος, γεγονός τό όποιο πάντως δέν ἐδημιούργησε δυσκολίες στην πράξη. Κατά την γνώμη της, στην ἀλληλουχία αύτη πρέπει νά υπογραμμισθεί ὅτι ἡ ἀνωτέρω ένδειξη ἔχει ὡς μοναδικό σκοπό νά παράσχει στην ἁρμοδία γιά την καταβολή, των ἐξισωτικών ποσών ἀρχή τήν ἀπόδειξη ὅτι πληρούται ἡ προϋπόθεση πού προβλέπεται στό άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο τοῦ κανονισμού 269/73. Ή ένδειξη αύτη δέν ἀποτελεῖ συνεπώς μία πρόσθετη προϋπόθεση ἐν σχέσει πρός τήν προϋπόθεση «τῆς εκπληρώσεως τῶν διατυπώσεων εισαγωγής καί τῆς εισπράξεως τῶν δασμών καί τῶν επιβαρύνσεων ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πού επιβάλλονται στό Κράτος μέλος τοῦ προορισμού», τήν ὁποία τάσσει ή ἀνωτέρω διάταξη.

Ή 'Επιτροπή υποστηρίζει πάντως ὅτι τό γεγονός ὅτι συντρέχουν τυπικές προϋποθέσεις πού εἶναι ἀναγκαῖες γιά τήν καταβολή τοῦ ἐξισωτικοῦ ποσοῦ καί τήν ελευθέρωση τῆς ἐγγυήσεως δέν εἶναι ἀποφασιστικό γιά τή διαπίστωση τοῦ ἄν μία εξαγωγή ἀπό ένα Κράτος μέλος πρός άλλο Κράτος μέλος δημιουργεί δικαίωμα πρός λήψη ἐξισωτικοῦ ποσού. Πρόκειται πράγματι γιά κανόνες ἀποδείξεως, οἱ όποιοι, κατά τό πνεύμα τοῦ κοινοτικού νομοθέτου, πρέπει ὑπό ὁμαλές συνθήκες νά παρέχουν ενδείξεις επαρκείς γιά νά θεωρηθεί ὅτι ὁ ἐνδιαφερόμενος ἀπέκτησε δικαίωμα πρός λήψη ἐξισωτικοῦ ποσοῦ, χωρίς ὅμως οἱ κανόνες αυτοί νά δημιουργοῦν ένα τέτοιο δικαίωμα.

Ή 'Επιτροπή θεωρεί, ἀντιθέτως, ὅτι οἱ προϋποθέσεις πού πρέπει νά συντρέχουν γιά νά ἀποκτηθεῖ δικαίωμα πρός λήψη ἐξισωτικού ποσοῦ πρέπει νά προσδιορισθοῦν βάσει τῆς διατυπώσεως τού συνόλου τῶν διατάξεων περί εξισωτικών ποσών, τοῦ πλαισίου στό όποιο εντάσσονται καί τοῦ οἰκονομικοῦ τους σκοποῦ. Ὑό τό πρίσμα αυτό, παρατηρεί ὅτι, δεδομένου ὅτι σκοπός τῶν εξισωτικών ποσών «προσχωρήσεως» εἶναι ἰδίως νά καταστεί δυνατή ἡ διακίνηση ὑπό ικανοποιητικές συνθήκες τῶν προϊόντων μεταξύ δύο Κρατών μελῶν, τά ὁποῖα έχουν διαφορετικά επίπεδα τιμών, μία εξαγωγή ἀπό ένα Κράτος μέλος πρός ένα άλλο Κράτος μέλος, στό όποιο τό επίπεδο τῶν τιμών εἶναι χαμηλότερο ἀπό ὅτι στό πρώτο, δέν ἀνταποκρίνεται στον σκοπό αυτό παρά μόνο ἄν τό οἰκείο εμπόρευμα διατεθεί στην ἀγορά τῆς χώρας εἰσαγωγῆς. Πράγματι, μόνο κατά τό στάδιο αυτό ἀρχίζει τό εισαχθέν προϊόν νά ἀνταγωνίζεται μέ άλλα προϊόντα ἐπί τῆ βάσει τοῦ χαμηλοτέρου επιπέδου τιμών τῆς χώρας εἰσαγωγῆς. 'Απεναντίας, δέν επιτυγχάνεται εξουδετέρωση τῶν διαφορών τῶν τιμών ἄν τό προϊόν εὑρίσκετο ἁπλῶς ὑπό διαμετακόμιση μέσω τῆς χώρας προορισμού ἡ ἄν ἐπανεξήχθη ἀμέσως μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν διατυπώσεων εἰσαγωγῆς. Επομένως, γιά τήν κτήση δικαιώματος πρός λήψη εξισωτικού ποσού εἶναι ἀναγκαῖο τό εἰσαχθέν προϊόν νά μετεποιήθη καί/ἤ νά ἐχρησιμοποιήθη στην χώρα προορισμού, μέ τήν ἐξαίρεση τῆς περιπτώσεως κατά τήν ὁποία ἡ μεταγενέστερη ἐπανεξαγωγή τοῦ εμπορεύματος στην 'ίδια κατάσταση δύναται νά δικαιολογηθεί ἀντικειμενικῶς ἀπό μία μεταβολή τῶν συνθηκών τῆς ἀγορᾶς.

Βάσει τῶν σκέψεων αυτών, τίς όποιες ἀντλεῖ ἀπό μία σειρά ἀποφάσεων τοῦ Δικαστηρίου ἐπί υποθέσεων πού ἀφοροῦν επιστροφές κατά τήν εξαγωγή καί τίς όποιες εφαρμόζει κατ' ἀναλογία στά εξισωτικά ποσά, ἡ 'Επιτροπή συνάγει τό συμπέρασμα ὅτι, σέ μία περίπτωση ὅπως ἡ κρινομένη, δέν εἶναι δυνατό νά κτηθεῖ δικαίωμα πρός λήψη ἐξισωτικοῦ ποσοῦ οὔτε, κατά συνέπεια, δικαίωμα ελευθερώσεως τῆς εγγυήσεως.

'Επί πλέον, ἡ 'Επιτροπή εἶναι τῆς γνώμης ὅτι τό δικαίωμα πρός λήψη ἐξισωτικοῦ ποσού δέν υφίσταται ὅταν υπάρχει κατάχρηση ἡ καταστρατήγηση τοῦ κοινοτικού καθεστώτος τῶν εξισωτικών ποσών «προσχωρήσεως».

Παρατηρεί ὅτι, μεταξύ τῶν διαφόρων μορφών κερδοσκοπίας πού δύνανται νά ἀναφυοῦν ἀπό τό σύστημα τῶν εξισωτικών ποσών, εκείνη ἡ ὁποία συνίσταται στό γεγονός ὅτι μία ἐπιχείρηση επωφελείται ἀπό τίς διαφορές τῶν συντελεστών τῶν ποσών αυτών, μέσω συναλλαγών πού στε-ροῦνται οιουδήποτε οἰκονομικοῦ σκοποῦ, είναι ἀναμφισβητήτως πολύ σοβαρότερη ἀπό τίς άλλες. 'Εν τούτοις, ἡ 'Επιτροπή δέν εἶναι σέ θέση νά εμποδίσει ἡ νά δυσχεράνει τίς πράξεις αυτές χωρίς τόν κίνδυνο νά παρεμβάλει μή ἀναγκαῖα εμπόδια στην διεξαγωγή τῶν γνησίων εμπορικῶν πράξεων. 'Εξ άλλου, μία ἀναδρομική τροποποίηση των διατάξεων, στην περίπτωση κατά την ὁποία θά ἐπαρατηροῦντο καταχρήσεις, δύναται νά συνιστᾶ παραβίαση τῆς ἀρχῆς τῆς θεμιτής εμπιστοσύνης έναντι τῶν επιχειρήσεων πού δέν συμμετείχαν σέ κερδοσκοπικές συναλλαγές.

Ἐν ὄψει τῆς δυσχέρειας πού παρουσιάζει ή ἀποτροπή τῶν καταστρατηγήσεων τῶν κοινοτικῶν διατάξεων, ἡ 'Επιτροπή υποστηρίζει ὅτι πρέπει νά εἶναι δυνατή ἡ άρνηση τῆς καταβολής ἐξισωτικοῦ ποσοῦ ὅταν ἀποδεικνύεται ὅτι, μολονότι συντρέχουν οἱ τυπικές προϋποθέσεις γιά τήν κτήση τοῦ δικαιώματος πρός λήψη τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ, μία ὡρισμένη συναλλαγή στερείται οἱουδή-ποτε οἰκονομικοῦ σκοποῦ καί ἀποβλέπει ἀποκλειστικῶς καί μόνο στην πραγματοποίηση κέρδους χάρη στίς διαφορές μεταξύ τῶν συντελεστών τῶν εξισωτικών ποσών πού έχουν καθορισθεί ἀπό τήν Κοινότητα.

Πρός υποστήριξη τῆς ἀπόψεώς της, ἡ 'Επιτροπή επισυνάπτει στίς παρατηρήσεις της μία επισκόπηση τῶν διατάξεων, οἱ όποιες, στά περισσότερα Κράτη μέλη, ἐπιβάλλουν κυρώσεις γιά τήν κατάχρηση δικαιώματος καί τήν καταστρατήγηση τοῦ νόμου.

Υποστηρίζει ὅτι παρόμοιοι κανόνες πρέπει νά έχουν εφαρμογή ὅσον άφορα τό κοινοτικό δίκαιο καί ἀναφέρει σχετικώς μία ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου τῆς 11ης 'Οκτωβρίου 1977 (υπόθεση 125/76, Cremer, Sml. 1977, σ. 1593), ἀπό τήν ὁποία προκύπτει μεταξύ άλλων ὅτι ἡ εφαρμογή κοινοτικών κανονισμών «δέν δύναται σέ καμμία περίπτωση νά εκτείνεται μέχρι τοῦ σημείου νά καλύπτει καταχρήσεις ἐκ μέρους τῶν επιχειρηματιών».

'Αφού πρώτα παρατηρεί ὅτι, γιά λόγους ἀσφαλείας δικαίου, ἡ εφαρμογή ενός κανόνος πού επιτρέπει τήν άρνηση τῆς καταβολής εξισωτικού ποσοῦ σέ περίπτωση καταχρήσεως ἡ καταστρατηγήσεως τοῦ κοινοτικού δικαίου πρέπει βεβαίως νά περιορίζεται στίς περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἀποδεικνύεται ὁ καθαρά κερδοσκο-πικός χαρακτήρας μιᾶς ἐμπορικῆς πράξεως, ή 'Επιτροπή προτείνει νά δοθούν στά ἐρωτήματα πού έθεσε τό Byret τῆς Κοπεγχάγης οἱ ἀκόλουθες ἀπαντήσεις:

«1.

Οἱ διατάξεις περί εξισωτικών ποσών προσχωρήσεως, περιλαμβανομένου καί τοῦ κανονισμοί) 269/73, πρέπει νά ερμηνευθούν κατά τήν έννοια ὅτι τό δικαίωμα πρός λήψη ἐξισωτικοῦ ποσού προσχωρήσεως καί πρός ελευθέρωση τῆς ἐγγυήσεως σέ περίπτωση προκαθορισμοί) έχει ὡς προϋπόθεση ὅτι ή εξαγωγή ἀπό ἕνα Κράτος μέλος προς ένα άλλο Κράτος μέλος ἀνταποκρίνεται στόν σκοπό τοῦ καθιερωθέντος συστήματος, δηλαδή τήν εξίσωση διαφορών μεταξύ τῶν ἐπιπέδων τιμών τῶν ἐν λόγω Κρατών μελών. Συνεπώς, τό εἰσαχθέν ἐμπόρευμα πρέπει πράγματι νά διετέθη στην ἀγορά τῆς χώρας εἰσαγωγῆς.

2.

Ή εξαγωγή ἀπό ένα Κράτος μέλος πρός ένα άλλο Κράτος μέλος, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται ὅτι στερείται οἱουδήποτε οίκονομικοῦ σκοπού γιά τόν λόγο ὅτι ἀποβλέπει ἀποκλειστικῶς καί μόνο στην εκμετάλλευση τῶν διαφορών πού υφίστανται μεταξύ τῶν καθορισθέντων ἀπό τήν Κοινότητα εξισωτικών ποσών συνιστά κατάχρηση ἡ καταστρατήγηση τοῦ κοινοτικοῦ συστήματος καί δέν δημιουργεί δικαίωμα πρός λήψη ἐξισωτικοῦ ποσοῦ ἡ πρός ελευθέρωση ἐγγυήσεως συσταθείσης σέ περίπτωση προκαθορισμοῦ

III — Προφορική διαδικασία

Οἱ κατηγορούμενοι στην κυρία δίκη, εκπροσωπούμενοι ἀπό τόν Η. Viltoft, δικηγόρο Κοπεγχάγης, καί ἡ 'Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη ἀπό τόν Η. Ρ. Hartvig, μέλος τῆς νομικής της υπηρεσίας, ἀνέπτυξαν προφορικῶς τίς παρατηρήσεις τους κατά τήν συνεδρίαση τῆς 30ής'Ιουνίου 1981.

Ὁ γενικός εἰσαγγελεύς ἀνέπτυξε τίς προτάσεις του κατά τήν συνεδρίαση τῆς 29ης Σεπτεμβρίου 1981.

Σκεπτικό

1

Μέ Διάταξη τῆς 17ης 'Οκτωβρίου 1980, πού περιήλθε στό Δικαστήριο τήν 13η Νοεμβρίου 1980, τό Byret τῆς Κοπεγχάγης υπέβαλε, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, ἕνα προδικαστικό ερώτημα ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 5 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοῦ 269/73 τῆς 'Επιτροπής, τῆς 31ης 'Ιανουαρίου 1973, περί τῶν λεπτομερειῶν εφαρμογής τοῦ συστήματος τῶν εξισωτικῶν ποσών προσχωρήσεως (EFT L 30, σ. 73), ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τό άρθρο 2 τοῦ κανονισμοῦ 1466/73 τῆς 'Επιτροπής, τῆς 30ής Μαΐου 1973 (EFT L 146, σ. 13).

2

Τό ερώτημα αυτό ἀνέκυψε στό πλαίσιο ποινικής διώξεως ἀσκηθείσης ἀπό τόν «statsadvokat for særlig økonomisk kriminalitet» (εισαγγελέα αρμόδιο γιά τήν δίωξη εγκλημάτων ειδικής οικονομικής φύσεως) κατά ἐπιχειρηματίου πού επιδίδεται στό διεθνές εμπόριο σίτου καί τριών υπαλλήλων του. Ή ἐν λόγω εισαγγελική ἀρχή κατηγορεί τους ἀνωτέρω ὅτι, κατά μία ἐξαγωγή σίτου ἀπό τήν Δανία πρός τήν Ὁμοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, παρέβησαν ὡρισμένες διατάξεις τοῦ δανικοῦ δικαίου, πού ἐθεσπίσθησαν γιά τήν θέση σέ εφαρμογή τῶν κοινοτικών διατάξεων περί τῆς κοινής ὀργανώσεως τῶν ἀγορῶν τῶν γεωργικών προϊόντων, καί ζητεί τήν ἀπόδοση τόσο τῶν εξισωτικών ποσών προσχωρήσεως πού κατεβλήθησαν γιά τήν εξαγωγή αυτή, ὅσο καί τοῦ ποσοῦ τῆς εγγυήσεως πού ἐλευθερώθη χωρίς νόμιμη αιτία.

3

Ό κανονισμός 269/73 τῆς 'Επιτροπής, τήν ἑρμηνεία τοῦ ὁποίου ζητεί τό εθνικό δικαστήριο, προβλέπει, στό άρθρο 5 παράγραφος 1, ὅτι ἡ καταβολή τοῦ ἐξισω-τικοῦ ποσοῦ προσχωρήσεως «εξαρτᾶται ἀπό τήν προσαγωγή ἀποδείξεως περί τοῦ ὅτι τό προϊόν, γιά τό όποιο ἐξεπληρώθησαν οἱ τελωνειακές διατυπώσεις εξαγωγής, εγκατέλειψε τήν γεωγραφική περιοχή τοῦ Κράτους μέλους στό όποιο ἐξεπληρώθησαν οἱ διατυπώσεις αυτές». Τό ἴδιο άρθρο προσθέτει, στην παράγραφο 2, δεύτερη περίπτωση ὅτι «ὅταν τό εξισωτικό ποσό εφαρμόζεται σέ προϊόν, γιά τό όποιο δέν έχει προσδιορισθεί καμμία επιστροφή, ἡ καταβολή του εξαρτᾶται ἐπί πλέον ἀπό τήν ἀπόδειξη τῆς εκπληρώσεως τῶν διατυπώσεων εισαγωγής καί τῆς εισπράξεως τῶν δασμῶν καί τῶν επιβαρύνσεων ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πού ἐπιβάλλονται στό Κράτος μέλος τοῦ προορισμοῦ».

4

Τό τελευταίο εδάφιο τῆς 'ίδιας παραγραφου 2, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 1466/73 τῆς Επιτροπής, ὁρίζει ἐξ άλλου ὅτι ἡ ἀνωτέρω ἀπόδειξη «παρέχεται διά τῆς προσκομίσεως τοῦ έντυπου έλεγχου πού προβλέπεται στό ἄρθρο 1 τοῦ κανονισμοῦ (ΕΟΚ) 2315/69», δηλαδή τοῦ έγγραφου ενδοκοινοτικής διαμετακομίσεως, πού φέρει τήν ὀνομασία Τ 5. Τό 'ίδιο αυτό εδάφιο ὁρίζει τέλος, ὑπό στοιχείο 6, ὅτι, μεταξύ τῶν ειδικών ἐνδείξεων τοῦ έντυπου έλεγχου, πρέπει νά συμπληρωθεί τό τετραγωνίδιο 104, μέ διαγραφή τῶν περιττών ενδείξεων καί προσθήκη μιᾶς ἀπό τίς ἀκόλουθες ενδείξεις:

«Destiné à être mis à la consommation»

«Bestemt til afsætning til forbrug»

«Für den freien Verkehr bestimmt»

«intended for entry for home use»

«destinato ad essere immesso in consumo»

«Bestemd om in het vrije verkeer te worden gebracht».

5

Όπως προκύπτει ἀπό τόν φάκελλο τῆς υποθέσεως καί τήν Διάταξη περί παραπομπής, ὁ κατηγορούμενος στην κυρία δίκη σιτέμπορος επέτυχε, δυνάμει τοῦ άρθρου 6 τοῦ κανονισμοῦ 229/73 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 31ης 'Ιανουαρίου 1983 (EFT L 27, σ. 25), τόν προκαθορισμό, μέ πιστοποιητικό πού εξεδόθη τήν 29η 'Ιουλίου 1975, ενός εξισωτικοῦ ποσοῦ προσχωρήσεως υπέρ αὐτοῦ γιά τήν εξαγωγή 5000 τόννων σίτου ἀπό τήν Δανία πρός τό Ἡνωμένο Βασίλειο, μέ συντελεστή 24,05 λογιστικές μονάδες (ΛΜ) ἀνά τόννο — ὁ όποιος κατόπιν ἐμειώθη σέ 20,62 ΛΜ ἀνά τόννο δυνάμει τοῦ ἄρθρου 4 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοῦ 3280/73 (EFT L 337, σ. 11) — καί παρέσχε πρός τοῦτο εγγύηση 3 ΛΜ ἀνά τόννο.

6

Ἐξ άλλου, τήν 27η Αὐγούστου 1975, ὁ ἀνωτέρω σιτέμπορος επέτυχε τόν προκαθορισμό ἀπό τίς βελγικές ἀρχές εξισωτικών ποσών προσχωρήσεως, τά όποια ἔπρεπε νά καταβάλει γιά τήν εισαγωγή σίτου, προερχομένου ἀπό τήν Δανία καί τό Ἡνωμένο Βασίλειο ἀντιστοίχως, πρός ένα Κράτος μέλος τῆς Κοινότητος ὑπό τήν ἀρχική τῆς σύνθεση. Τό καταβλητέο εξισωτικό ποσό ἀνήρχετο, στην περίπτωση τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου, σέ 2 ΛΜ ἀνά τόννο, ἡ δέ εγγύηση πού ἔπρεπε νά κατατεθεί σέ 3 ΛΜ ἀνά τόννο. Τό σχετικό πιστοποιητικό προκαθορισμοῦ ἴσχυε μέχρι τῆς 25ης 'Οκτωβρίου 1975.

7

Την 4η Σεπτεμβρίου 1975 ὁ ἐν λόγω έμπορος συνῆψε σύμβαση γιά την πώληση 1800 τόννων δανικοῦ σίτου πρός μία επιχείρηση εγκατεστημένη στην Βρέμη της Ὁμοσπονδιακῆς Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας. Την 15η Σεπτεμβρίου 1975 ἐπώλησε ἴση ποσότητα τοῦ ιδίου εμπορεύματος πρός μία ἀγγλική επιχείρηση καί την ἑπομένη ἀγόρασε ἐκ νέου ἀπό την επιχείρηση αύτη την 'ίδια αύτη ποσότητα μέ τίμημα ηὐξημένο κατά £ 3,35 ἀνά τόννο μικτοῦ βάρους. Ἐν τω μεταξύ, μέ τηλετύπημα τῆς 15ης καί τῆς 19ης Σεπτεμβρίου 1975, ὁ κατηγορούμενος στην κυρία δίκη ἐναύλωσε τρία πλοία ἀπό άγγλο εφοπλιστή, δίνοντας τίς ἀκόλουθες οδηγίες: «for destination Lowestoft» — «discharging and reloading into the same vessel» — «final destination: Bremen».

8

Τά πλοία αυτά ἀπέπλευσαν ἀπό τήν Δανία τήν 17η, 23η καί 25η Σεπτεμβρίου 1975 ἀντιστοίχως, μεταφέροντας τους ἀνωτέρω ἀναφερομένους 1800 τόννους σίτου, πού ἀνῆκαν στόν ἐν λόγω εξαγωγέα, στό Lowestoft τοῦ 'Ηνωμένου Βασιλείου, ὅπου τό εμπόρευμα ἐξεφορτώθη. Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν διατυπώσεων εισαγωγής, τό εμπόρευμα ἐφορτώθη ἐκ νέου στά πλοία καί ἐπανεξήχθη μέ προορισμό τήν Βρέμη, ὅπού ἔφθασε τήν 26η Σεπτεμβρίου, 1η καί 13η 'Οκτωβρίου 1975.

9

Δεδομένου ὅτι στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο γιά εξισωτικό ποσό προσχωρήσεως εφαρμοστέο ἐπί προϊόντος για τό όποιο δέν εἶχε προσδιορισθεί καμμία επιστροφή, ὁ εξαγωγεύς ὤφειλε — συμφώνως πρός τό άρθρο 5 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοῦ 269/73 — νά συμπληρώσει τό έντυπο έλεγχου Τ 5. Προς τόν σκοπό αυτό, ὁ εξαγωγεύς ἀνέγραψε στό ἐν λόγω έντυπο, ὡς προορισμό τοῦ ἀνωτέρω προϊόντος, τό 'Ηνωμένο Βασίλειο καί στον χῶρο 104 τοῦ έντυπου ἐσημείωσε ὡς πρός τό 'ίδιο προϊόν, τήν ένδειξη «Bestemt til afsætning til forbrug» (προοριζόμενο γιά διάθεση στην κατανάλωση). Βάσει τοῦ έντυπου αὐτοῦ, τό όποιο ἐθεωρήθη προσηκόντως ἀπό τις βρετανικές ἀρχές εισαγωγής, ὁ ἀνωτέρω εξαγωγεύς εισέπραξε στην Δανία εξισωτικό ποσό 20,62 ΛΜ ἀνά τόννο, ή δέ εγγύηση του ἐλευθερώθη. Κατά τήν εισαγωγή στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, ἀντιστρόφως, ὁ ἀνωτέρω, βάσει τοῦ πιστοποιητικοί) εισαγωγής πού τοῦ ἐχορηγήθη στό Βέλγιο, ἐξώφλησε ένα εξισωτικό ποσό προσχωρήσεως 2 ΛΜ ἀνά τόννο, ἡ δέ σχετική εγγύηση ἐλευθερώθη.

10

Ἐν ὄψει τῶν ιδιομορφιῶν τῆς εξαγωγής αὐτῆς καί τῶν δηλώσεων πού περιελήφθησαν στό ἔντυπο έλεγχου Τ 5 τό όποιο υπεβλήθη στίς δανικές ἀρχές, ὁ statsadvokat for særlig økonomisk kriminalitet, μέ κατηγορητήριο τῆς 14ης Νοεμβρίου 1979, διετύπωσε κατά τοῦ εξαγωγέως καί τριών υπαλλήλων του την κατηγορία ὅτι υπέβαλαν ἀνακριβή καί παραπλανητική δήλωση πρός τίς ἀρχές αυτές, ἀναγράφοντας στό έντυπο έλεγχου ὅτι επρόκειτο γιά εξαγωγή πρός τό Ἡνωμένο Βασίλειο, ἐνῶ τό προϊόν ἐπανεξήχθη ἀπό τό Κράτος αυτό ἀμέσως μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν τελωνειακῶν διατυπώσεων εισαγωγής.

11

Οἱ κατηγορούμενοι παρεδέχθησαν μέν ὅτι ήδη πρό τῆς εξαγωγής ἀπό τήν Δανία πρός τό 'Ηνωμένο Βασίλειο εἶχε σχεδιασθεί ἡ παράδοση τοῦ ἐν λόγω εμπορεύματος σέ πελάτη εγκατεστημένο στην 'Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, ἰσχυρίσθησαν ὅμως ὅτι μία τέτοια ενέργεια δέν ἀντιβαίνει πρός τήν κοινοτική ρύθμιση πρός υποστήριξη τοῦ ισχυρισμοί) αυτού ἐπεκαλέσθησαν τήν γερμανική ἀπόδοση τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο τοῦ κανονισμού 269/73, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 1466/73, καί ἰδίως τῆς ενδείξεως πού πρέπει να προστεθεί στό τετραγωνίδιο 104 τοῦ έντυπου έλεγχου Τ 5, ἀπό τό όποιο προκύπτει, κατά τήν γνώμη τους, ὅτι ἡ ἀπόδειξη πού ἀπαιτείται ἀπό τό δεύτερο εδάφιο τῆς παραγράφου αυτής εἶναι ἡ ἀπόδειξη «της εκπληρώσεως τῶν διατυπώσεων εισαγωγής καί τῆς εισπράξεως τῶν δασμῶν καί τῶν επιβαρύνσεων ισοδυνάμου ἀποτελέσματος πού επιβάλλονται στό Κράτος μέλος τοῦ προορισμοῦ», ὅρο τόν όποιο υποστηρίζουν ὅτι ἐτήρησαν μέ τόν εκτελωνισμό τοῦ εμπορεύματος στό 'Ηνωμένο Βασίλειο.

12

Ἐν ὄψει τῆς επιχειρηματολογίας αυτής καί τῆς διαφορᾶς πού υφίσταται, ὡς πρός τό σημείο αυτό, μεταξύ τῶν διαφόρων γλωσσικών ἀποδόσεων τοῦ ἄρθρου 5 παράγραφος 2 τελευταίο εδάφιο καί τῆς τετάρτης αιτιολογικής σκέψεως τοῦ κανονισμού 269/73, τό Byret τῆς Κοπεγχάγης, κρίνοντας ὅτι ἡ επίλυση τῆς διαφοράς εξαρτάται ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ εφαρμοστέου ἐν προκειμένω κοινοτικοῦ δικαίου, υπέβαλε στό Δικαστήριο τό ἀκόλουθο ἐρώτημα:

«Δικαιούται ένα Κράτος μέλος (Α), τό όποιο εξέδωσε ἕνα πιστοποιητικό προκαθορισμοῦ ενός εξισωτικού ποσοῦ προσχωρήσεως γιά τήν εξαγωγή σίτου προς ένα άλλο Κράτος μέλος (Β), νά ἀρνηθεί τήν καταβολή τοῦ ποσοῦ στόν δικαιούχο του κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 5, παράγραφος 2 τοῦ κανονισμού τῆς Ἐπιτροπής (ΕΟΚ) 269/73, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τό άρθρο 2 ( 2 ) τοῦ κανονισμού ΕΟΚ 1466/73 ὅταν ἀπό τεχνικής τελωνειακής ἀπόψεως ὁ σίτος ετέθη σέ ελεύθερη κυκλοφορία στό κράτος Β, ὁ δέ δικαιούχος προσκομίζει τό εκδοθέν στό κράτος Β έντυπο έλεγχου κατά τήν έννοια τοῦ κανονισμού τῆς 'Επιτροπής (ΕΟΚ) 2315/69, τό όποιο, μεταξύ άλλων, φέρει τήν ένδειξη «Bestemt til afsætning til forbrug» (προοριζόμενο γιά διάθεση στην κατανάλωση) ἡ «Für den freien Verkehr bestimmt» (προοριζόμενο νά τεθεί σέ ελεύθερη κυκλοφορία), πλην ὅμως ὁ σίτος ετέθη σέ ἐλεύθερη κυκλοφορία στό κράτος Β ἀποκλειστικώς καί μόνο γιά νά ἐπανεξαχθεῖ ἀμέσως μετά πρός ένα τρίτο Κράτος μέλος (Γ); Θεωρεῖται ὡς δεδομένο ἐν προκειμένω ὅτι κατά τήν εξαγωγή ἀπό τό κράτος Β πρός τό κράτος Γ ἐτηρήθησαν οἱ διατάξεις περί εξισωτικῶν ποσῶν προσχωρήσεως.»

13

Ἐν ὄψει τῆς διαφορᾶς πού υφίσταται μεταξύ τῶν διαφόρων γλωσσικών ἀποδόσεων τῶν ἀνωτέρω διατάξεων τοῦ κανονισμοί) 269/73, εἶναι ἀνάγκη, προκειμένου νά δοθεῖ ἀπάντηση στό εθνικό δικαστήριο, αυτές οἱ διατάξεις καί ὁ κανονισμός πού τίς περιέχει νά επανενταχθούν στό ενιαίο σύνολο τῆς κοινοτικῆς ρυθμίσεως περί τῶν εξισωτικών ποσών προσχωρήσεως καί νά ἑρμηνευθούν ιδίως ὑπό τό φῶς τῶν σκοπών τῆς ρυθμίσεως αυτής.

14

Νομική βάση τοῦ συστήματος τῶν εξισωτικών ποσών προσχωρήσεως εἶναι τά ἄρθρα 55-58 τῆς πράξεως περί τῶν ὅρών προσχωρήσεως καί τῶν προσαρμογών τῶν συνθηκών. Ἀπό τήν παράγραφο 1 τοῦ ἄρθρου 55 προκύπτει ὅτι τό σύστημα αυτό ἀποβλέπει στην εξίσωση τῶν διαφορών στά επίπεδα τιμών κατά τίς συναλλαγές τῶν νέων Κρατών μελών μεταξύ τους καί μέ τήν Κοινότητα ὑπό τήν ἀρχική τῆς σύνθεση, πρός τοῦτο δέ προβλέπει τήν καταβολή εξισωτικών ποσών πού εισπράττονται ἀπό τό κράτος εισαγωγής ἡ χορηγοῦνται ἀπό τό κράτος εξαγωγής. Συνάγεται, συνεπώς, ἀπό τό άρθρο 55 τῆς πράξεως προσχωρήσεως ὅτι τό σύστημα τῶν εξισωτικών ποσών προσχωρήσεως δέν έχει ἐφαρμογή παρά μόνο ἄν μεταξύ τοῦ κράτους εξαγωγής καί τοῦ κράτους εισαγωγής υπήρξε πράγματι συναλλαγή μέ ἀντικείμενο τά προϊόντα γιά τά όποια πρόκειται.

15

Ό κανονισμός 229/73 τοῦ Συμβουλίου, περί θεσπίσεως τῶν γενικών κανόνων εφαρμογής τοῦ ἀνωτέρω συστήματος στά σιτηρά καί άλλα προϊόντα, ἀναφέρει ἐξ άλλου, στην ένάτη αιτιολογική του σκέψη, ὅτι σκοπός τῶν εξισωτικών ποσών προσχωρήσεως στίς ενδοκοινοτικές συναλλαγές εἶναι «νά καταστεί δυνατή ή ὑπό ικανοποιητικές συνθήκες διακίνηση τῶν προϊόντων μεταξύ δύο Κρατών μελών πού ἔχουν διαφορετικά επίπεδα τιμών», επιβεβαιώνοντας μέ τόν τρόπο αυτό ὅτι τό ἐν λόγω σύστημα έχει εφαρμογή μόνο ὅταν τό οἰκεῖο εμπόρευμα πράγματι διακινεῖται μεταξύ τῶν δύο αυτών κρατών καί ὅταν, λόγω τῆς διαθέσεως του στην εσωτερική ἀγορά τοῦ κράτους, τό όποιο δηλώνεται ως τό κράτος εισαγωγής, ἡ διαφορά τῶν τιμών πού ενδεχομένως υφίσταται μεταξύ αὐτοῦ τοῦ Κράτους μέλους καί τοῦ Κράτους μέλους εξαγωγής παριστᾶ 'ένα οικονομικό παράγοντα πού επηρεάζει πράγματι τίς συναλλαγές μεταξύ τῶν δύο κρατών.

16

Ἀπό τήν ρύθμιση αυτή συνάγεται, ἑπομένως, ὅτι τό γεγονός καί μόνο ὅτι ἕνα προϊόν, προερχόμενο ἀπό ἕνα νέο Κράτος μέλος ἡ ἀπό τήν Κοινότητα ὑπό τήν ἀρχική τῆς σύνθεση, παραμένει στό έδαφος τοῦ Κράτους μέλους πού δηλώνεται ὡς τό κράτος εισαγωγῆς ἀποκλειστικῶς καί μόνο πρός τόν σκοπό καί κατά την διάρκεια τῆς εκπληρώσεως τῶν τελωνειακῶν διατυπώσεων καί τό όποιο, χωρίς νά διατεθεί στό εμπόριο στό κράτος αυτό, ἐπανεξάγεται ἀμέσως γιά νά διατεθεί στό εμπόριο σέ τρίτο Κράτος μέλος, δέν ἀρκεῖ γιά νά δικαιολογήσει την εφαρμογή μεταξύ τοῦ κράτους εξαγωγῆς καί τοῦ κράτους εισαγωγής ενός εξισωτικοί) ποσοῦ προσχωρήσεως. Δεδομένου ὅτι στην περίπτωση αυτή δέν επιτυγχάνεται ὁ σκοπός τῆς ἐξισώσεως τῆς διαφορᾶς τῶν τιμῶν, δέν πληρούται μία ουσιώδης προϋπόθεση γιά την εφαρμογή ενός εξισωτικού ποσοῦ προσχωρήσεως.

17

Ἐν όψει ὅλων τῶν ἀνωτέρω στοιχείων, ἡ διαφορά πού υφίσταται μεταξύ τῶν διαφόρων γλωσσικών ἀποδόσεων τοῦ έντυπου ελέγχου πού προβλέπεται στό άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο τοῦ κανονισμού 269/73 δέν δύναται νά θεωρηθεί ἀποφασιστική γιά νά γίνει δεκτό ὅτι εκείνο πού πρέπει νά ἀποδεικνύεται μέ τό ἐν λόγω ἔντυπο έλεγχου προκειμένου νά καταβληθεί τό εξισωτικό ποσό προσχωρήσεως περιορίζεται στην τήρηση τῶν τελωνειακών διατυπώσεων στό Κράτος μέλος τοῦ προορισμού, ἀνεξαρτήτως τῆς πραγματικής διαθέσεως τοῦ οικείου προϊόντος στην ἀγορά τοῦ κράτους αὐτοῦ. 'Απεναντίας, ἀπό τό γεγονός καί μόνο ὅτι ὁ κανονισμός 1466/73 τῆς Ἐπιτροπῆς συνεπλήρωσε τό ἀρχικό κείμενο τοῦ ἀνωτέρω ἄρθρου μέ διάταξη πού προβλέπει τήν προσκόμιση τοῦ έντυπου έλεγχου Τ 5, συμπληρωμένου μέ τίς προβλεπόμενες γιά τό τετραγω-νίδιο 104 ενδείξεις, συνάγεται ὅτι τό ἀντικείμενο τῆς ἀνωτέρω ἀποδείξεως βαίνει πέρα ἀπό τήν ἁπλή τήρηση τῶν τελωνειακών διατυπώσεων πού προβλέπονται στό μή τροποποιηθέν κείμενο τῆς διατάξεως αὐτης καί ὅτι, κατά τελολογική καί συστηματική ερμηνεία τῆς σχετικής ρυθμίσεως, πρέπει νά θεωρηθεί ὅτι περιλαμβάνει τήν διάθεση τοῦ ἐν λόγω προϊόντος στην ἀγορά τοῦ Κράτους μέλους πού δηλώνεται ὡς τό κράτος προορισμού.

18

Γιά τους λόγους αυτούς, πρέπει, συνεπώς, νά δοθεί στό εθνικό δικαστήριο ή ἀπάντηση ὅτι τό άρθρο 5 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμού 269/73 τῆς 'Επιτροπής, της 31ης 'Ιανουαρίου 1973, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 1466/73 τῆς Ἐπιτροπῆς, τῆς 30ης Μαΐου 1973, πρέπει νά ἑρμηνευθεί κατά τήν έννοια ὅτι ὁ εξαγωγεύς, 'πού ἀποστέλλει σέ ένα νέο Κράτος μέλος γεωργικά προϊόντα ἀπό ένα Κράτος μέλος πού εφαρμόζει υψηλότερες τιμές, δέν δύναται νά ἀξιώσει τήν καταβολή εξισωτικών ποσών προσχωρήσεως ἄν, τήν εκπλήρωση τῶν τελωνειακών διατυπώσεων στό Κράτος μέλος πού ἐδηλώθη στίς ἁρμόδεις ἀρχές τοῦ Κράτους μέλους τῆς εξαγωγής ὡς κράτος προορισμού, δέν ἀκολουθήσει ἡ πραγματική διάθεση τῶν προϊόντων αυτών στην ἀγορά τοῦ τελευταίου αὐτοῦ κράτους.

Ἐπί τῶν δικαστικών εξόδων

Τά έξοδα στά όποια υπεβλήθη ἡ Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκῶν Κοινοτήτων, ή ὁποία υπέβαλε παρατηρήσεις στό Δικαστήριο, δέν ἀποδίδονται. Δεδομένου ὅτι ή παρούσα διαδικασία έχει ὡς πρός τους διαδίκους τῆς κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος πού ἀνέκυψε ενώπιον τοῦ ἐθνικοῦ δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται νά ἀποφασίσει γιά τά δικαστικά έξοδα.

 

Διά ταῦτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας ἐπί τοῦ ερωτήματος πού τοῦ ὑπέβαλε τό Byret τῆς Κοπεγχάγης, μέ Διάταξη τῆς 17ης 'Οκτωβρίου 1980, αποφαίνεται:

 

Τό άρθρο 5, παράγραφος 2 τοῦ κανονισμού 269/73 τῆς Ἐπιτροπής, της 31ης Ἰανουαρίου 1973, ὅπως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν κανονισμό 1466/73 τῆς Ἐπιτροπής, τῆς 30ής Μαΐου 1973, πρέπει νά ερμηνευθεί κατά τήν έννοια ὅτι ὁ ἐξαγωγεύς, πού ἀποστέλλει σέ ἕνα νέο Κράτος μέλος γεωργικά προϊόντα ἀπό ένα Κράτος μέλος πού ἐφαρμόζει υψηλότερες τιμές, δέν δύναται νά ἀξιώσει τήν καταβολή ἐξισωτικῶν ποσῶν προσχωρήσεως ἄν, τήν εκπλήρωση των τελωνειακῶν διατυπώσεων στό Κράτος μέλος πού ἐδηλώθη στίς ἀρμόδιες ἀρχές τοῦ Κράτους μέλους τῆς εξαγωγής ὡς κράτος προορισμοῦ, δέν ἀκολουθήσει ἡ πραγματική διάθεση τῶν προϊόντων αυτών στην ἀγορά τοῦ τελευταίου αὐτοῦ κράτους.

 

Mertens de Wilmars

Bosco

Touffait

Due

Pescatore

Mackenzie Stuart

O'Keeffe

Koopmans

Everling

Χλωρός

Grévisse

Ἐδημοσιεύθη σέ δημοσία συνεδρίαση στό Λουξεμβοῦργο τήν 27η 'Οκτωβρίου 1981.

Ὁ γραμματεύς

Α. Van Houtte

Ό πρόεδρος

J. Mertens de Wilmars


( 1 ) Πρόκειται, στήν πραγματικότητα, γιά τό άρθρο 1.

( 2 ) Πρόκειται, στην πραγματικότητα, γιά τό ἄρθρο 1.

Top