EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61980CJ0178

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 1981.
Amedeo Bellardi-Ricci και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Οργανόγραμμα - Εξουσία εκτιμήσεως της εσωτερικής οργανώσεως.
Υπόθεση 178/80.

Συλλογή της Νομολογίας 1981 -03187

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:310

61980J0178

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 17ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1981. - AMEDEO BELLARDI-RICCI ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - "ΟΡΓΑΝΟΓΡΑΜΜΑ - ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ". - ΥΠΟΘΕΣΗ 178/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 03187


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αίτηση κατά τήν έννοια τού άρθρου 90 παράγραφος 1 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων — Έννοια

( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , άρθρο 90 παράγραφος 1 )

2 . Υπάλληλοι — Ίση μεταχείριση — Ίσες προϋποθέσεις προσλήψεως καί εξελίξεως τής σταδιοδρομίας — Όρια — Οργάνωση τών υπηρεσιών — Εξουσία εκτιμήσεως εκ μέρους τής διοικήσεως

( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , άρθρο 5 παράγραφος 3 )

3 . Υπάλληλοι — Υποχρέωση τής διοικήσεως γιά παροχή βοηθείας — Περιεχόμενο

( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , άρθρο 24 )

Περίληψη


1 . Γραπτή αίτηση δύναται , καίτοι δέν αναφέρεται ρητώς στό άρθρο 90 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καί δέν περιέχει καμμία σχετική έκφραση , νά αποτελεί αίτηση δυνάμει τής ανωτέρω διατάξεως , εφ’ οσον απευθύνεται στήν αρμοδία αρχή καί τήν καλεί νά λάβει απόφαση .

2 . Οι προϋποθέσεις προσλήψεως καί εξελίξεως τής σταδιοδρομίας πού προβλέπει τό άρθρο 5 παράγραφος 3 πού προανεφέρθη δέν δύνανται νά εκτιμηθούν εκτός τού πλαισίου πού καθορίζει η οργάνωση τών υπηρεσιών . Άν η ανωτέρω διάταξη επιβάλλει στήν κοινοτική διοίκηση τήν υποχρέωση σεβασμού τής ισότητος τών υπαλλήλων , στά πλαίσια τών διαφόρων κατηγοριών , οσον αφορά τίς προϋποθέσεις προσλήψεως καί προαγωγής , δέν περιορίζει πάντως τήν ελευθερία τών οργάνων νά οργανώνουν τίς διάφορες διοικητικές μονάδες , λαμβάνοντας υπ’ όψη ενα σύνολο παραγόντων , οπως τήν φύση καί τήν έκταση τών καθηκόντων πού τούς ανατίθενται , καθώς καί τίς δυνατότητες τού προϋπολογισμού . Από αυτό συνάγεται οτι η Επιτροπή δέν ειχε καμμία υποχρέωση έναντι τών προσφευγόντων νά διαρρυθμίσει τήν υπηρεσία στήν οποία αυτοί υπηρετούν κατά τρόπο πού νά τούς εγγυάται τήν δυνατότητα ασκήσεως ορισμένων καθηκόντων καί τίς συναφείς μέ αυτά προαγωγές .

3 . Τό καθήκον αρωγής , πού εξαγγέλλει τό άρθρο 24 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , αφορά τήν υπεράσπιση τών υπαλλήλων εκ μέρους τού οργάνου κατά πράξεων τρίτων καί όχι κατά πράξεων τού ιδίου οργάνου , ο έλεγχος τών οποίων διέπεται από άλλες διατάξεις τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 178/80 ,

AMEDEO BELLARDI-RICCI , DICK KLEYMANS , JACQUES GOETSCHALKX , STEFAN BAUER , EVA RITTWEGER , μεταφραστές τής υπηρεσίας μέσοπροθέσμων καί μακροπροθέσμων μεταφράσεων τής Επιτροπής στό Λουξεμβούργο , εκπροσωπούμενοι από τόν Victor Biel , δικηγόρο Λουξεμβούργου , καί έχοντες επιλέξει ως τόπο επιδόσεως τό γραφείο τού δικηγόρου τους , 18Α , rue des Glacis , Λουξεμβούργο ,

προσφεύγοντες ,

κατά

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένης από τόν Raymond Baeyens , κύριο νομικό της σύμβουλο , επικουρούμενο από τόν Robert Andersen , δικηγόρο Βρυξελλών , avenue Montjoie 214 , 1180 Βρυξέλλες , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν Oreste Montalto , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

καθ’ ης ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


πού έχει ως αντικείμενο τήν αμφισβήτηση τής ισχυούσης διαρθρώσεως τής υπηρεσίας μεσοπροθέσμων καί μακροπροθέσμων μεταφράσεων , προσβάλλοντας τήν σιωπηρή άρνηση τής Επιτροπής νά προβεί στήν αναδιάρθρωση τής εν λόγω υπηρεσίας μετατρέποντας τά υφιστάμενα γραφεία σέ τμήματα διά τής ανυψώσεως τών θέσεων ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ δικόγραφο πού κατέθεσαν στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου στίς 16 Αυγούστου 1980 , οι A . Bellardi-Ricci , D . Kleymans , J . Goetschalkx , S . Bauer καί E . Rittweger , μόνιμοι υπάλληλοι μέ βαθμό L/A 3 καί L/A 4 τής υπηρεσίας μεσοπροθέσμων καί μακροπροθέσμων μεταφράσεων τής Επιτροπής στό Λουξεμβούργο , ήσκησαν προσφυγή κατά τής σιωπηράς αρνήσεως τής Επιτροπής νά προβεί στήν αναδιάρθρωση τής εν λόγω υπηρεσίας μετατρέποντας τά υφιστάμενα γραφεία σέ τμήματα διά τής ανυψώσεως τών θέσεων προϊσταμένου γραφείου σέ θέσεις προϊσταμένου τμήματος L/A 3 .

2 Πρέπει ανά ληφθεί υπ’ όψη οτι μέ τήν προοπτική μιάς τέτοιας αναδιαρθρώσεως η Επιτροπή συνέστησε τρείς θέσεις βαθμού L/A 3 πού καθωρίσθησαν ως θέσεις «συμβούλου» καί τίς οποίες κατέλαβαν τρείς από τούς προσφεύγοντες . Επειδή οι ενδιαφερόμενοι δέν εθεώρησαν τό εν λόγω μέτρο επαρκές , απηύθηναν από κοινού στόν πρόεδρο τής Επιτροπής τήν από 12ης Ιουλίου 1978 επιστολή , πού ενεγράφη στό πρωτόκολλο τής γενικής γραμματείας τής Επιτροπής ως αίτηση κατά τήν έννοια τού άρθρου 90 παράγραφος 1 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων .

3 Εν συνεχεία οι προσφεύγοντες ενεργώντας ατομικώς υπέβαλαν δι’ επιστολής τής 21ης Ιουνίου 1979 , η οποία επρωτοκολλήθη στήν γενική γραμματεία τής Επιτροπής τήν 22α Ιουνίου 1979 , αιτήσεις κατά τήν έννοια τού άρθρου 90 παράγραφος 1 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , καλώντας τήν Επιτροπή νά λάβει ολα τά αναγκαία διοικητικά μέτρα , καθώς καί μέτρα αναφερόμενα στόν προϋπολογισμό γιά τήν μετατροπή τών θέσεων τών προϊσταμένων γραφείων σέ θέσεις προϊσταμένων τμήματος L/A 3 , ενώ δι’ επιστολής τής 17ης Ιανουαρίου 1980 , η οποία επρωτοκολλήθη τήν 21η Ιανουαρίου 1980 , υπέβαλαν στήν αρμοδία γιά τούς διορισμούς αρχή ένσταση δυνάμει τού άρθρου 90 παράγραφος 2 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως κατά τής σιωπηράς απορριπτικής αποφάσεως επί τής αιτήσεώς τους .

Επί τού παραδεκτού

4 Η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους απαραδέκτου τής προσφυγής .

5 Κατ’ αρχάς ισχυρίζεται οτι η επιστολή πού απηύθυναν στόν πρόεδρο τής Επιτροπής τήν 12η Ιουλίου 1978 οι προϊστάμενοι γραφείου τής υπηρεσίας μεσοπροθέσμων καί μακροπροθέσμων μεταφράσεων — στούς οποίους συγκαταλέγονται οι προσφεύγοντες — μέ σκοπό τήν ανακατάταξή τους στόν βαθμό L/A 3 συνιστά αίτηση κατά τό άρθρο 90 παράγραφος 1 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , τής οποίας η πρωτοκόλληση τήν 7η Σεπτεμβρίου 1978 αποτελεί τό χρονικό σημείο ενάρξεως τής προθεσμίας τών τεσσάρων μηνών πού προβλέπει τό άρθρο 90 παράγραφος 1 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων καί από τήν οποία εξαρτώνται οι μεταγενέστερες προθεσμίες πού τάσσει η παράγραφος 2 τού ιδίου άρθρου . Επειδή παρήλθαν οι ανωτέρω προθεσμίες , οι προσφεύγοντες εξέπεσαν τού δικαιώματος υποβολής ατομικής αιτήσεως , η οποία ειχε τό αυτό αντικείμενο μέ τήν κοινή αίτηση τής 12ης Ιουλίου 1978 .

6 Ο δεύτερος λόγος απαραδέκτου πού προέβαλε η Επιτροπή στηρίζεται στό γεγονός οτι η προσφυγή ενεγράφη στό πρωτόκολλο τού Δικαστηρίου τήν 18η Αυγούστου 1980 , ενώ θά έπρεπε νά ασκηθεί τό αργότερο στίς 17 Αυγούστου 1980 .

7 Επί τού πρώτου λόγου απαραδέκτου οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται οτι η επιστολή τής 12ης Ιουλίου 1978 , επειδή δέν ηκολούθησε τήν διαδικασία τών ειδικών διαβιβαστικών εντύπων πού προβλέπει πρός τούτο ο εσωτερικός κανονισμός τής Επιτροπής καί επειδή δέν χρησιμοποιεί ούτε τόν ορο αίτηση ούτε κανέναν άλλο ισοδύναμο ορο , δέν δύναται νά χαρακτηρισθεί ως αίτηση κατά τήν έννοια τού άρθρου 90 παράγραφος 1 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως . Πρόκειται περί απλής επιστολής στό πλαίσιο τής αλληλογραφίας πού αντήλλαξαν μέ τήν Επιτροπή . Κατά συνέπεια , ως χρονικό σημείο ενάρξεως τών προθεσμιών δέν πρέπει θεωρηθεί άλλο από τήν 22α Ιουνίου 1979 , ημερομηνία πρωτοκολλήσεως τών ατομικών αιτήσεων πού υπέβαλε κεχωρισμένως κάθε ενας από τούς προσφεύγοντες .

8 Όσον αφορά τόν δεύτερο λόγο απαραδέκτου , οι προσφεύγοντες παρατηρούν οτι η αίτηση πού κατετέθη πράγματι στίς 16 Αυγούστου 1980 καί ενεγράφη στό πρωτόκολλο στίς 18 Αυγούστου μέ τήν μνεία «περιήλθε στίς 16 Αυγούστου 1980» , γεγονός πού συνομολογείται από τήν Επιτροπή . Εκ τούτου συνάγεται οτι η προσφυγή τους ειναι παραδεκτή , εφ’ οσον ησκήθη εντός τής δικονομικής προθεσμίας , η λήξη τής οποίας συμπίπτει μέ τήν 17η Αυγούστου 1980 . Επί πλέον παρατηρούν οτι σύμφωνα μέ τό άρθρο 80 παράγραφος 2 τού κανονισμού διαδικασίας τού Δικαστηρίου ο προσφεύγων δύναται νά ασκήσει τήν προσφυγή του μέχρι τό τέλος τής επομένης ημέρας , άν η λήξη τής προθεσμίας συμπίπτει μέ Κυριακή ή μέ κατά νόμον εορτάσιμη ημέρα· επομένως , οι προσφυγές θά ηταν παραδεκτές ακόμη καί άν ησκούντο τήν Δευτέρα , 18 Αυγούστου 1980 .

9 Όσον αφορά τόν πρώτο λόγο απαραδέκτου , πρέπει νά λεχθεί οτι μία γραπτή αίτηση δύναται , καίτοι δέν αναφέρεται στό άρθρο 90 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καί δέν περιέχει καμμία σχετική έκφραση , νά αποτελεί αίτηση δυνάμει τής ανωτέρω διατάξεως , εφ’ οσον απευθύνεται στήν αρμοδία γιά τούς διορισμούς αρχή καί τήν καλεί νά λάβει απόφαση .

10 Πάντως , πρέπει νά σημειωθεί οτι , υπό τίς περιστάσεις τής παρούσης υποθέσεως , η επιστολή τής 12ης Ιουλίου 1978 δέν δύναται νά εκτιμηθεί ανεξαρτήτως από τήν αλληλουχία πού προέκυψε εκ τής ανταλλαγής επιστολών επί μακρά σειρά ετών μεταξύ τών διαφόρων ενδιαφερομένων τής υπηρεσίας μεσοπροθέσμων καί μακροπροθέσμων μεταφράσεων καί τών διαδοχικών προέδρων τής Επιτροπής . Σύμφωνα μέ τό περιεχόμενό της η επιστολή τής 12ης Ιουλίου 1978 πρέπει νά θεωρηθεί οτι ανήκει στήν σειρά τών διαδοχικών γνωστοποιήσεων πού προορίζονται νά ωθήσουν τήν Επιτροπή νά προβεί στήν επιδιωκομένη από τούς προσφεύγοντες αναδιάρθρωση τής υπηρεσίας καί δέν συνιστά αίτηση δυνάμει τού άρθρου 90 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως .

11 Εξ άλλου πρέπει νά σημειωθεί οτι ενας από τούς υπογράφοντες τήν προκειμένη προσφυγή δέν ειχε υπογράψει τήν επιστολή τής 12ης Ιουλίου 1978 , ωστε ακόμη καί άν η εν λόγω επιστολή εθεωρείτο ως αίτηση κατά τήν έννοια τού άρθρου 90 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , η προσφυγή έναντι αυτού ειναι παραδεκτή καί εν πάση περιπτώσει πρέπει νά εξετασθεί κατ’ ουσίαν .

12 Εκ τούτου συνάγεται οτι η ένσταση απαραδέκτου πού προέβαλε η Επιτροπή πρέπει νά απορριφθεί οσον αφορά τόν πρώτο λόγο , ενώ , επειδή ο δεύτερος εκ τών λόγων απαραδέκτου ειναι ουσία αβάσιμος η προσφυγή πρέπει νά κριθεί παραδεκτή .

Επί τής ουσίας

13 Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται οτι η άρνηση τής Επιτροπής νά προβεί στήν αναδιάρθρωση τής υπηρεσίας αντιβαίνει στό άρθρο 5 παράγραφος 3 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως σύμφωνα μέ τό οποίο οι υπάλληλοι πού ανήκουν στήν ίδια κατηγορία ή στόν ίδιο κλάδο υπόκεινται στίς ίδιες προϋποθέσεις εξελίξεως τής σταδιοδρομίας .

14 Επίσης προσάπτουν στήν Επιτροπή τό γεγονός οτι παρεγνώρισε τίς αρχές περί απαγορεύσεως τών δυσμενών διακρίσεων καί περί ίσης μεταχειρίσεως τών υπαλλήλων , καθ’ οσον ο καθορισμός χαμηλοτέρου επιπέδου κριτηρίων επιλογής γιά τήν υπηρεσία τών Βρυξελλών εν σχέσει μέ τά κριτήρια προσλήψεως πού εφηρμόζοντο κατά τόν χρόνο τού διορισμού τους ως προϊσταμένων γραφείου , οδηγεί τελικά στήν διαφοροποίηση τών προϋποθέσεων προσλήψεως από εναν τόπο διορισμού σέ άλλον κατά τρόπο ωστε η διατήρηση τής παρούσης διαρθρώσεως τής υπηρεσίας στό Λουξεμβούργο καθιστά τίς θέσεις τους υποδεέστερες , πράγμα τό οποίο θά απέτρεπε η αιτουμένη αναδιάρθρωση .

15 Παρατηρούν οτι η ελευθερία πού διαθέτουν τά όργανα κατά τήν διοργάνωση τών υπηρεσιών τους δέν αναγνωρίζεται από τήν νομολογία τού Δικαστηρίου παρά μόνο υπό τήν επιφύλαξη τής προστασίας τών δικαιωμάτων τών υπαλλήλων πού απορρέουν από τόν κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως καί οτι η δυνατότης διαφορετικής οργανώσεως αντιστοίχων υπηρεσιών δέν αφορά σύμφωνα μέ τήν ίδια νομολογία παρά μόνο τίς υπηρεσίες πού ανήκουν σέ διαφορετικά όργανα καί όχι τίς υπηρεσίες πού υπάγονται στό αυτό όργανο .

16 Επί πλέον , οι προσφεύγοντες επικαλούνται τήν απόφαση τής καθ’ ης , πού ισχύει από τήν 4η Μα ΐου 1978 καί μέ τήν οποία ετροποποιήθη ο καθορισμός τών καθηκόντων καί τών αρμοδιοτήτων πού αντιστοιχούν στόν χαρακτηρισμό τών θέσεων τού μεταφραστικού κλάδου πού παρατίθενται στό παράρτημα Ι-Α τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , σύμφωνα μέ τό οποίο οι «σύμβουλοι» υπάγονται σέ γενικό διευθυντή ή διευθυντή . Η Επιτροπή ενήργησε αντιθέτως πρός τήν εν λόγω απόφαση , διότι μέ τήν άρνησή της νά προβεί στήν αναδιάρθρωση τής υπηρεσίας τους , εκείνοι εκ τών προσφευγόντων πού διωρίσθησαν ως «σύμβουλοι» δέν άλλαξαν ούτε καθήκοντα ούτε αρμοδιότητες καί εξακολουθούν νά εκτελούν τά καθήκοντα προϊσταμένου γραφείου οπως καί κατά τό παρελθόν . Πέραν αυτού εξακολουθούν νά υπάγονται ιεραρχικώς στόν προϊστάμενό τους τμήματος , πράγμα πού αντιβαίνει στίς σχετικές διατάξεις τής τροποποιητικής αποφάσεως τής 4ης Μα ΐου 1978 .

17 Τέλος οι προσφεύγοντες προσάπτουν στήν Επιτροπή τό γεγονός οτι δέν εξεπλήρωσε τό καθήκον αρωγής πού έχει έναντι τών υπαλλήλων της , κατά τό άρθρο 24 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων .

18 Υπό αυτά τά δεδομένα πρέπει νά τονισθεί οτι άν καί κατά τό άρθρο 5 παράγραφος 3 τού κανονισμού «οι υπάλληλοι πού ανήκουν στήν ίδια κατηγορία ή στόν ίδιο κλάδο υπόκεινται αντίστοιχα στίς ίδιες προϋποθέσεις προσλήψεως καί εξελίξεως τής σταδιοδρομίας» , εν τούτοις τό άρθρο 4 τού κανονισμού ορίζει οτι κανένας διορισμός ή προαγωγή δέν δύνανται νά πραγματοποιηθούν , εφ’ οσον δέν έχουν ως αντικείμενο «τήν πλήρωση κενής θέσεως σύμφωνα μέ τίς προϋποθέσεις πού προβλέπονται μέ τόν παρόντα κανονισμό» .

19 Οι προϋποθέσεις προσλήψεως καί εξελίξεως τής σταδιοδρομίας πού προβλέπει τό ανωτέρω άρθρο 5 παράγραφος 3 δέν δύνανται νά εκτιμηθούν εκτός τού πλαισίου πού καθορίζει η οργάνωση τών υπηρεσιών . Άν καί η ανωτέρω διάταξη επιβάλλει στήν κοινοτική διοίκηση τήν υποχρέωση σεβασμού τής ισότητος τών υπαλλήλων , στά πλαίσια τών διαφόρων κατηγοριών , οσον αφορά τίς προϋποθέσεις προσλήψεως καί προαγωγής , δέν περιορίζει πάντως τήν ελευθερία τών οργάνων νά διαρρυθμίζουν τίς διάφορες διοικητικές μονάδες , λαμβάνοντας υπ’ όψη ενα σύνολο παραγόντων , οπως τήν φύση καί τήν έκταση τών καθηκόντων πού τούς ανατίθενται , καθώς καί τίς δυνατότητες τού προϋπολογισμού . Από αυτό συνάγεται οτι η Επιτροπή δέν ειχε καμμία υποχρέωση έναντι τών προσφευγόντων νά διαρρυθμίσει τήν υπηρεσία στήν οποία υπηρετούν κατά τρόπο πού νά τούς εγγυάται τήν δυνατότητα ασκήσεως ορισμένων καθηκόντων καί τίς συναφείς μέ αυτά προαγωγές .

20 Οι προσφεύγοντες δέν ηδυνήθησαν νά αποδείξουν οτι η Επιτροπή ενήργησε κατά τήν άσκηση τής εξουσίας οργανώσεως πού έχει οσον αφορά τήν διοικητική μονάδα στήν οποία υπηρετούν , κατά τρόπο πού αντίκειται πρός τό συμφέρον τής υπηρεσίας . Δέν ηδυνήθησαν νά αποδείξουν ειδικότερα οτι η εκτίμηση στήν οποία προέβη η Επιτροπή βάσει τών δεδομένων σέ σχέση μέ τόν όγκο εργασίας καί τίς διαθέσιμες θέσεις τών μεταφραστικών υπηρεσιών στό Λουξεμβούργο σέ σύγκριση μέ τίς θέσεις τών Βρυξελλών υπερβαίνει τά ορια τής διακριτικής ευχέρειας στήν οποία διαθέτει εν προκειμένω η Επιτροπή , καί τούτο διότι μέ τά μέτρα τά οποία η Επιτροπή έλαβε υπέρ τής υπηρεσίας τού Λουξεμβούργου εφάνη διατεθειμένη νά προβεί σταδιακώς σέ αναδιάρθρωση πρός τήν κατεύθυνση πού επιδιώκουν οι προσφεύγοντες , λαμβανομένων υπ’ όψη τών υφισταμένων αναγκαστικών περιορισμών εκ τού προϋπολογισμού .

21 Επ’ αυτού ούτε κανένα συγκεκριμένο δικαίωμα πού απορρέει από τό καταστατικό καί πού ειναι δυνατό νά επικαλεσθούν οι προσφεύγοντες ούτε οι ίδιες οι διαβεβαιώσεις τής Επιτροπής σχετικά μέ τήν πρόθεσή της νά προβεί στήν εν λόγω αναδιάρθρωση δύνανται νά θεωρηθούν οτι συνιστούν στοιχείο ικανό νά εξαναγκάσει νομίμως τήν Επιτροπή νά προβεί στήν ενέργεια αυτή εντός ωρισμένης προθεσμίας .

22 Όσον αφορά τήν προβαλλομένη παράβαση εκ μέρους τής Επιτροπής τής αποφάσεώς της τής 4ης Μα ΐου 1978 , πρέπει νά ληφθεί υπ’ όψη οτι , επειδή οι σχετικές θέσεις δέν εμφαίνονται στό οργανόγραμμα τής υπηρεσίας , η καθ’ ης δέν ηδυνήθη νά μετατρέψει τά μεταφραστικά γραφεία σέ τμήματα καί νά διορίσει επί κεφαλής τους προϊσταμένους τμήματος . Συνεπώς , δέν ειναι δυνατόν νά υποστηριχθεί οτι εκείνοι από τούς προσφεύγοντες πού διορίσθησαν σύμβουλοι μέ τόν βαθμό L/A 3 κατά τήν φάση εκείνη τής περιορισμένης καί μερικής αναδιοργανώσεως καί οι οποίοι εξακολουθούν νά πληρούν τά ίδια καθήκοντα οπως καί οι συνάδελφοί τους πού φέρουν τόν βαθμό L/A 4 υπεβιβάσθησαν διοικητικώς λόγω τής εφαρμογής καί επ’ αυτών τού ιεραρχικού καθεστώτος στό οποίο υπάγονται αναγκαστικώς οι εν λόγω συνάδελφοί τους .

23 Όσον αφορά τό καθήκον αρωγής τού άρθρου 24 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , αρκεί νά τονισθεί οτι η ανωτέρω διάταξη αφορά τήν υπεράσπιση τών υπαλλήλων εκ μέρους τού οργάνου κατά πράξεων τρίτων καί όχι κατά πράξεων τού ιδίου οργάνου , ο έλεγχος τών οποίων διέπεται από άλλες διατάξεις τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων .

24 Εκ τών ανωτέρω συνάγεται οτι η προσφυγή πρέπει νά απορριφθεί ως αβάσιμη .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Ως πρός τά δικαστικά έξοδα

25 Κατά τό άρθρο 69 παράγραφος 2 τού κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά έξοδα .

26 Τά αιτήματα τών προσφευγόντων απερρίφθησαν .

27 Πάντως κατά τό άρθρο 70 τού κανονισμού διαδικασίας προκειμένου περί προσφυγών τού προσωπικού τών Κοινοτήτων τά όργανα φέρουν τά έξοδά τους .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( δεύτερο τμήμα )

κρίνει καί αποφασίζει :

1 ) Απορρίπτει τήν προσφυγή .

2)Κάθε διάδικος φέρει τά δικαστικά του έξοδα .

Top