EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61980CJ0125

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 29ης Οκτωβρίου 1981.
Günther Arning κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλος - Μεταβολή τοποθετήσεως και αναδιοργάνωση των υπηρεσιών.
Υπόθεση 125/80.

Συλλογή της Νομολογίας 1981 -02539

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:248

61980J0125

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 29ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1981. - GUENTHER ARNING ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ - ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 125/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 02539


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Υπάλληλοι — Ατομική απόφαση — Ανατοποθέτηση μετά από αναδιοργάνωση τών υπηρεσιών — Έγγραφη ανακοίνωση

( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , άρθρο 25 )

2 . Υπάλληλοι — Ατομική απόφαση — Εκπρόθεσμη ανακοίνωση — Αποτελέσματα

( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , άρθρο 25 )

3 . Υπάλληλοι — Απόφαση πού προκαλεί βλάβη — Ανατοποθέτηση μετά από αναδιοργάνωση τών υπηρεσιών — Υποχρέωση αιτιολογίας — Έκταση

( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , άρθρο 25 )

4 . Υπάλληλοι — Απόφαση τής διοικήσεως πού δέν βλάπτει σοβαρώς τόν ενδιαφερόμενο — Υποχρέωση προηγουμένης διαβουλεύσεως — Έλλειψη

5 . Υπάλληλοι — Καθήκον μερίμνης πού βαρύνει τήν διοίκηση — Λαμβάνονται υπ’ όψη τά συμφέροντα τού υπαλλήλου — Όρια — Ορθολογιστική οργάνωση τών υπηρεσιών

6 . Διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καταδίκη τού νικήσαντος διαδίκου

( Κανονισμός διαδικασίας , άρθρο 69 παράγραφος 3 εδάφιο 2 )

Περίληψη


1 . Η απόφαση περί ανατοποθετήσεως τού προσφεύγοντος , ακόμα καί άν λαμβάνεται μέσα στό πλαίσιο γενικής αναδιοργανώσεως , αποτελεί ατομική απόφαση , τής οποίας η γραπτή ανακοίνωση σύμφωνα μέ τό άρθρο 25 τού κανο νισμού , δέν δύναται νά αναπληρωθεί ούτε από τήν δημοσίευση τού νέου οργανογράμματος ούτε από οιαδήποτε συνομιλία τού προσφεύγοντος μέ τούς προϊσταμένους του .

2 . Δεδομένου οτι η ανακοίνωση μιάς ατομικής αποφάσεως στόν ενδιαφερόμενο ειναι πράξη μεταγενεστέρα τής αποφάσεως καί , συνεπώς , δέν ασκεί καμμία επίδραση επί τού περιεχομένου τής αποφάσεως , η καθυστέρηση τής ανακοινώσεως δέν συνεπάγεται τήν ακύρωση τής προσβαλλομένης αποφάσεως καί , εκτός άν ο προσφεύγων αποδείξει τήν υπαρξη βλάβης , τήν οποία νά προεκάλεσε τό μόνο γεγονός τής εκπροθέσμου ανακοινώσεως , η καθυστέρηση αυτή δέν αρκεί ούτε γιά νά υποχρεωθεί η Επιτροπή στήν καταβολή αποζημιώσεως .

3 . Η υποχρέωση αιτιολογίας μιάς αποφάσεως περί ανατοποθετήσεως πού λαμβάνεται στό πλαίσιο αναδιοργανώσεως τής υπηρεσίας πρέπει νά συσχετίζεται μέ τήν έκταση τής διακριτικής εξουσίας , τής οποίας απολαύει επί τού θέματος η αρμοδία γιά τούς διορισμούς αρχή , καθώς καί μέ τόν περιθωριακό χαρακτήρα τών μειονεκτημάτων πού δύναται νά παρουσιάσει γιά τόν υπάλληλο μιά αλλαγή τοποθετήσεως πού δέν θίγει ούτε τόν βαθμό του ούτε τήν οικονομική του κατάσταση ακόμα καί άν δέν θεωρείται επαρκής μιά αιτιολογία , η οποία περιορίζεται στό νά παραπέμπει στήν πραγματοποιηθείσα αναδιοργάνωση . Γιά νά κριθεί άν η απόφαση ανατοποθετήσεως ειναι σύμφωνη μέ τήν απαίτηση τού άρθρου 25 εδάφιο 2 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων πρέπει νά ληφθούν υπ’ όψη όχι μόνο τό έγγραφο μέ τό οποίο ανεκοινώθη η απόφαση , αλλά επίσης καί οι συνθήκες υπό τίς οποίες η απόφαση αυτή ελήφθη καί εγνωστοποιήθη στόν ενδιαφερόμενο , καί κυρίως νά εξετασθεί , άν ο ενδιαφερόμενος ετέλει ήδη εν γνώσει τών πληροφοριών επί τών οποίων , κατά τήν διοίκηση , εστηρίχθη η απόφαση .

4 . Ελλείψει ρητής διατάξεως τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , δέν ειναι δυνατό νά συναχθεί τό συμπέρασμα οτι υφίσταται υποχρέωση γιά τήν διοίκηση νά ζητεί τήν γνώμη τού υπαλλήλου επί τής αποφάσεως πού προτίθεται νά λάβει έναντί του , εφ’ οσον μία τέτοια απόφαση δέν δύναται νά χαρακτηρισθεί ως μέτρο πού βλάπτει σοβαρώς τόν ενδιαφερόμενο . Πάντως , θά ηταν σύμφωνο πρός τήν αμοιβαία καλή πίστη καί εμπιστοσύνη , πού πρέπει νά χαρακτηρίζουν τίς σχέσεις μεταξύ τών υπαλλήλων καί τής διοικήσεως , η διοίκηση , στό μέτρο τού δυνατού , νά διευκολύνει τόν υπάλληλο νά καταστήσει γνωστή τήν άποψή του επί τής μελετωμένης αποφάσεως .

5 . Άν πράγματι ειναι ακριβές οτι , οταν η αρμοδία γιά τούς διορισμούς αρχή αποφαίνεται επί τής υπηρεσιακής καταστάσεως ενός υπαλλήλου , οφείλει νά λαμβάνει υπ’ όψη όχι μόνο τό συμφέρον τής υπηρεσίας , αλλά επίσης καί τό συμφέρον τού ενδιαφερομένου υπαλλήλου , η σκέψη αυτή δέν δύναται νά εμποδίσει τήν αρχή νά προβεί στήν ορθολογιστική οργάνωση τών υπηρεσιών , άν τό θεωρεί αναγκαίο .

6 . Δέν θά πρέπει νά κριθεί αυστηρά υπάλληλος επειδή προσέφυγε στό Δικαστήριο γιά διαφορά , τήν γέννηση τής οποίας ευνόησε η διαδικασία πού ακολούθησε τό καθ’ ου όργανο κατά τήν λήψη τής αποφάσεως , η οποία τόν αφορούσε , καί από τήν έλλειψη αβρότητος πού μαρτυρεί η διαδικασία αυτή έναντί του . Πρέπει , επομένως , νά τύχει εφαρμογής τό άρθρο 69 παράγραφος 3 εδάφιο 2 τού κανονισμού διαδικασίας , κατά τό οποίο τό Δικαστήριο δύναται νά καταδικάσει ακόμα καί τόν νικήσαντα διάδικο , νά αποδώσει στόν αντίδικο τά έξοδα μιάς δίκης πού προεκλήθη λόγω τής ιδικής του συμπεριφοράς .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 125/80 ,

GUENTHER ARNING , υπάλληλος τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , κάτοικος Itzig , Μεγάλο Δουκάτο τού Λουξεμβούργου , 32 , rue de Sandweiler , επικουρούμενος καί εκπροσωπούμενος από τόν L . Schiltz , δικηγόρο Λουξεμβούργου , 83 , boulevard Grande-Duchesse-Charlotte , Λουξεμβούργο , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν δικηγόρο Schiltz ,

προσφεύγων ,

κατά

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένης από τήν D . Sorasio , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , επικουρουμένη από τόν R . Andersen , δικηγόρο Βρυξελλών , 214 , avenue Montjoie , Βρυξέλλες , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν νομικό της σύμβουλο M . Cervino , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

καθ’ ης ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


πού έχει ως αντικείμενο τήν ακύρωση τής αποφάσεως τής Επιτροπής τής 17ης Ιουλίου 1979 μέ τήν οποία απήλλαξε τόν προσφεύγοντα από τά καθήκοντά του ως διευθυντού τού τμήματος «Ασφάλεια εργασίας» , τής διευθύνσεως «Υγεία καί ασφάλεια» , η οποία υπάγεται στήν γενική διεύθυνση «Απασχόληση καί κοινωνικές υποθέσεις» , γιά νά τόν τοποθετήσει στήν θέση τού συμβούλου παρά τή εν λόγω διευθύνσει ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ δικόγραφο πού κατέθεσε στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου τήν 23η Μα ΐου 1980 , ο Guenther Arning , υπάλληλος βαθμού Α 3 μέ νομική κατάρτιση , υπηρετών στήν Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , ήσκησε προσφυγή μέ τήν οποία ζητείται , αφ’ ενός νά ακυρωθεί η από 17ης Ιουλίου 1979 απόφαση τής Επιτροπής , μέ τήν οποία η τελευταία απήλλαξε τόν προσφεύγοντα από τά καθήκοντά του ως προϊσταμένου τού τμήματος «Ασφάλεια εργασίας» τής διευθύνσεως «Υγεία καί ασφάλεια» , γιά νά τόν τοποθετήσει στήν θέση τού συμβούλου στήν ίδια διεύθυνση καί , αφ’ ετέρου , νά υποχρεωθεί η Επιτροπή νά τού καταβάλει μιά λογιστική μονάδα ως αποζημίωση πρός αποκατάσταση τής ηθικής βλάβης πού υπέστη λόγω αυτής τής μεταβολής τοποθετήσεως .

2 Από τόν φάκελλο προκύπτει οτι η αλλαγή τοποθετήσεως , μέ τήν οποία δέν εθίγη η αντιστοιχία μεταξύ τού βαθμού καί τής θέσεως τού προσφεύγοντος , επραγματοποιήθη μέσα στό πλαίσιο αναδιοργανώσεως τής γενικής διευθύνσεως V «Απασχόληση καί κοινωνικές υποθέσεις» . Δέν αμφισβητείται οτι , οσον αφορά τήν διεύθυνση «Υγεία καί ασφάλεια» , η αναδιοργάνωση αυτή ηταν επίσης μέτρο ορθολογιστικής οργανώσεως προκειμένου νά ανταποκριθεί στά νέα καθήκοντα , τά οποία προήλθαν από τήν εφαρμογή τού προγράμματος δράσεως στόν τομέα ασφαλείας καί υγείας στούς χώρους εργασίας , πού υπήρξε αντικείμενο τής αποφάσεως τού Συμβουλίου τής 29ης Ιουνίου 1978 ( JO C 165 , σ . 1 ) καί στό οποίο εδίδετο έμφαση στά προβλήματα τεχνικής καί επιστημονικής φύσεως στούς τομείς , ιδίως , τής τοξικολογίας καί τής βιολογίας .

3 Η αναδιοργάνωση ωδήγησε σέ πρώτο στάδιο στήν συγχώνευση τού τμήματος «Ασφάλεια εργασίας» , τό οποίο , κατά τήν Επιτροπή , ηταν πολύ μικρού μεγέθους καί η μόνη μονάδα τής διευθύνσεως , τής οποίας προ ΐστατο πρόσωπο χωρίς τεχνική ή θετική επιστημονική κατάρτιση , μέ τήν εξειδικευμένη υπηρεσία . «Προβλήματα ασφαλείας στόν τομέα άνθρακος καί χάλυβος» , καί , σέ μεταγενέστερο στάδιο , μέ τό «Μόνιμο όργανο γιά τήν ασφάλεια καί τήν υγιεινή στά ανθρακωρυχεία καί στίς άλλες εξορυκτικές βιομηχανίες» . Εφεξής , ο χειρισμός ολων τών σχετικών μέ τήν ασφάλεια προβλημάτων γίνεται από μία μόνο εξειδικευμένη υπηρεσία , διευθυνομένη από εναν μεταλλειολόγο , υπάλληλο βα- θμού Α 4 .

4 Από τόν φάκελλο προκύπτει επίσης οτι η απόφαση τής 17ης Ιουλίου 1979 εγνωστοποιήθη στόν προσφεύγοντα , γιά πρώτη φορά , κατά τήν διάρκεια συνομιλίας μέ τόν διευθυντή του τήν 31η Ιουλίου . Τήν 2α Αυγούστου , τό νέο οργανόγραμμα , τό οποίο προέκυψε από τήν πρώτη φάση τής αναδιοργανώσεως , εδημοσιεύθη στίς «Διοικητικές Πληροφορίες» , δελτίο πού διανέμεται στό σύνολο τού προσωπικού , καί , τήν 26η Σεπτεμβρίου , ο προσφεύγων , ο οποίος ειχε αναλάβει τά νέα του καθήκοντα τήν 3η ιδίου μηνός , ειχε μιά συνέντευξη μέ τόν γενικό διευθυντή του . Πάντως , μόλις τήν 1η Οκτωβρίου ο προσφεύγων έλαβε από τόν γενικό διευθυντή προσωπικού καί διοικήσεως μία ανακοίνωση , υπό ημερομηνία 25 Σεπτεμβρίου , η οποία καθόριζε τήν νέα τοποθέτηση του , πού απεφασίσθη τήν 17η Ιουλίου , αλλά περιωρίζετο στό νά αναφέρει οτι η απόφαση αυτή ελήφθη «στό πλαίσιο τών μέτρων αναδιοργανώσεως τής γενικής διευθύνσεως V» .

5 Υπό τίς συνθήκες αυτές , ο προσφεύγων προβάλλει τέσσερις ισχυρισμούς , εκ τών οποίων τρείς αναφέρονται στήν παράβαση από τήν Επιτροπή ουσιωδών τύπων , ενώ ο τέταρτος αφορά τό περιεχόμενο τής αποφάσεως .

Εκπρόθεσμη ανακοίνωση τής αποφάσεως

6 Ο προσφεύγων υποστηρίζει , πρώτον , οτι η Επιτροπή παρέβη τό άρθρο 25 δεύτερο εδάφιο περίοδος πρώτη τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , πού ορίζει οτι κάθε ατομική απόφαση πού λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή τού κανονισμού πρέπει νά ανακοινούται εγγράφως , χωρίς καθυστέρηση , στόν ενδιαφερόμενο υπάλληλο .

7 Η Επιτροπή ισχυρίζεται , επ’ αυτού , οτι η απόφαση τής 17ης Ιουλίου 1979 ηταν μέτρο αναδιοργανώσεως , πού ενδιέφερε τό σύνολο τών υπαλλήλων τής γενικής διευθύνσεως . Ως εκ τούτου , η συλλογική ενημέρωση μέ τήν δημοσίευση τού νέου οργανογράμματος τήν 2α Αυγούστου 1979 ηταν ήδη επαρκής . Λαμβάνοντας υπ’ όψη τήν δημοσίευση αυτή , καθώς καί τίς άλλες πληροφορίες , τίς οποίες διέθετε ο προσφεύγων πρό τής λήψεως τής γραπτής ανακοινώσεως τής 25ης Σεπτεμβρίου 1979 , η ανακοίνωση αυτή δέν δύναται , κατά τήν Επιτροπή , νά θεωρηθεί εκπρόθεσμη .

8 Τά επιχειρήματα αυτά τής Επιτροπής πρέπει νά απορριφθούν . Η απόφαση περί ανατοποθετήσεως τού προσφεύγοντος , μολονότι ελήφθη μέσα στό πλαίσιο γενικής αναδιοργανώσεως , αποτελεί ατομική απόφαση , τής οποίας η γραπτή ανακοίνωση σύμφωνα μέ τό άρθρο 25 τού κανονισμού , δέν δύναται νά αναπληρωθεί ούτε από τήν δημοσίευση τού νέου οργανογράμματος ούτε από οιαδήποτε συνομιλία τού προσφεύγοντος μέ τούς προϊσταμένους του . Τό γεγονός οτι η απόφαση τής 17ης Ιουλίου ανεκοινώθη μόλις τήν 25η Σεπτεμβρίου συνιστά παράβαση τού εν λόγω άρθρου .

9 Δεδομένου οτι η ανακοίνωση ειναι πράξη μεταγενέστερη τής αποφάσεως καί , συνεπώς , δέν ασκεί καμμία επίδραση επί τού περιεχομένου τής αποφάσεως , η παράβαση αυτή δέν συνεπάγεται τήν ακύρωση τής προσβαλλομένης αποφάσεως . Εφ’ οσον ο προσφεύγων δέν απέδειξε τήν υπαρξη βλάβης , τήν οποία νά προκάλεσε τό μόνο γεγονός τής εκπροθέσμου ανακοινώσεως , ούτε η παράβαση αυτή αρκεί γιά νά υποχρεωθεί η Επιτροπή στήν καταβολή αποζημιώσεως . Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει , επομένως , νά απορριφθεί .

Ανεπαρκής αιτιολογία

10 Ο προσφεύγων ισχυρίζεται , δεύτερον , οτι η απόφαση τού επροξένησε βλάβη καί οτι έπρεπε , επομένως , νά ειναι αιτιολογημένη σύμφωνα μέ τήν δεύτερη περίοδο τού άρθρου 25 εδάφιο 2 τού κανονισμού . Μόνη η παραπομπή , μέ τήν ανακοίνωση τής 25ης Σεπτεμβρίου , στήν γενική αναδιοργάνωση τών υπηρεσιών δέν επαρκεί , καθ’ οσον ο αναπροσανατολισμός τού προγράμματος δράσεως , πού αποτελεί τήν βάση τής αναδιοργανώσεως αυτής , δέν έθιξε τίς αρμοδιότητες τού τμήματος «Ασφάλεια εργασίας» καί , ο προσφεύγων δέν ηδύνατο , επομένως , νά προβλέψει οτι η αναδιοργάνωση θά επεξετείνετο στό τμήμα αυτό .

11 Αντιθέτως , η Επιτροπή υποστηρίζει , αναφερομένη στήν απόφαση τού Δικαστηρίου τής 28ης Μα ΐου 1980 ( Kuhner κατά Επιτροπής , 33 καί 75/79 , Rec . σ . 1677 ), οτι η αιτιολογία ειναι επαρκής , άν ιδίως ληφθούν υπ’ όψη η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως , τής οποίας απολαύει στόν τομέα οργανώσεως τής υπηρεσίας , καί τό γεγονός οτι η απόφαση αντικατοπτρίζει , στό επίπεδο τών οργάνων , τίς νέες κατευθύνσεις πού εχαράχθησαν από τό Συμβούλιο μέ τό πρόγραμμα δράσεως . Ο προσφεύγων συνειργάσθη τόσο στήν προπαρασκευή οσο καί στήν εφαρμογή τού προγράμματος αυτού καί τό νέο οργανόγραμμα δέν ηδύνατο , επομένως , νά τόν αιφνιδιάσει . Επιπροσθέτως , η Επιτροπή παραπέμπει στίς συνομιλίες πού ο προσφεύγων ειχε μέ τόν διευθυντή του καί τόν γενικό διευθυντή πρό τής λήψεως τής ανακοινώσεως .

12 Όπως ήδη έκρινε τό Δικαστήριο μέ τήν προαναφερθείσα απόφασή του , ειναι ακριβές οτι η υποχρέωση αιτιολογίας ενός μέτρου οργανώσεως τής υπηρεσίας πρέπει νά συσχετίζεται μέ τήν έκταση τής διακριτικής εξουσίας , τής οποίας απολαύει επί τού θέματος η αρμοδία γιά τούς διορισμούς αρχή , καθώς καί μέ τόν περιθωριακό χαρακτήρα τών μειονεκτημάτων πού δύναται νά παρουσιάσει γιά τόν υπάλληλο μιά αλλαγή τοποθετήσεως πού δέν θίγει ούτε τόν βαθμό του ούτε τήν οικονομική του κατάσταση . Πάντως , οι σκέψεις αυτές δέν αρκούν γιά νά θεωρηθεί επαρκής μιά αιτιολογία , η οποία περιορίζεται στό νά παραπέμπει στήν αναδιοργάνωση τής εν λόγω γενικής διευθύνσεως .

13 Όπως επίσης ετόνισε τό Δικαστήριο στήν προαναφερθείσα απόφαση , γιά νά κριθεί άν ετηρήθη η επιταγή τού άρθρου 25 , πρέπει νά ληφθούν υπ’ όψη όχι μόνο τό έγγραφο μέ τό οποίο ανεκοινώθη η απόφαση , αλλά επίσης καί οι συνθήκες υπό τίς οποίες η απόφαση αυτή ελήφθη καί εγνωστοποιήθη στόν ενδιαφερόμενο . Επ’ αυτού , πρέπει κυρίως νά εξετασθεί , άν ο προσφεύγων ετέλει ήδη εν γνώσει τών πληροφοριών επί τών οποίων , κατά τήν Επιτροπή , εστηρίχθη η απόφαση .

14 Ο προσφεύγων δέν αμφισβητεί οτι συνειργάσθη στήν προπαρασκευή καί τήν εφαρμογή τού νέου προγράμματος δράσεως ούτε οτι τό πρόγραμμα αυτό αναθέτει στήν διεύθυνση «Υγεία καί ασφάλεια» , άν καί σέ τομείς πού δέν υπάγονται στό τμήμα τού προσφεύγοντος , νέα σημαντικά καθήκοντα τεχνικού καί επιστημονικού χαρακτήρος , τά οποία η διεύθυνση δέν ηδύνατο νά αντιμετωπίσει χωρίς εσωτερική ορθολογιστική αναδιοργάνωση . Ο προσφεύγων δέν ηδύνατο , επιπροσθέτως , νά αγνοεί τό γεγονός οτι τό τμήμα του ηταν πολύ μικρού μεγέθους , οτι ηταν η μόνη μονάδα , η οποία διηυθύνετο από υπάλληλο χωρίς τεχνική ή θετική επιστημονική κατάρτιση , καί οτι , συνεπώς , η κατάργηση τού τμήματος αυτού ηταν ικανή νά διευκολύνει τήν αναγκαία ορθολογιστική οργάνωση . Εξ άλλου , η δημοσίευση τού νέου οργανογράμματος έδωσε σέ ολους τούς υπαλλήλους μιά επισκόπηση τού συνόλου τών μέτρων αναδιοργανώσεως . Λαμβάνοντας υπ’ όψη τίς συνθήκες αυτές καί τό γεγονός οτι πρό τής λήψεως τής γραπτής ανακοινώσεως , ο προσφεύγων έλαβε συμπληρωματικές επεξηγήσεις κατά τίς συνομιλίες του μέ τόν διευθυντή καί τόν γενικό διευθυντή , πρέπει νά γίνει δεκτό οτι ο ενδιαφερόμενος ηταν σέ θέση νά εκτιμήσει τήν νομιμότητα καί τήν αιτιολογία τής αποφάσεως καί νά προκαλέσει τόν δικαστικό έλεγχο από τό Δικαστήριο . Από αυτό επεται οτι , εν προκειμένω , η πολύ συνοπτική αιτιολογία τής ανακοινώσεως τής 25ης Σεπτεμβρίου δέν ειναι ικανή νά επηρεάσει τό κύρος τής αποφάσεως τής 17ης Ιουλίου ή νά δικαιολογήσει ευθύνη τής Επιτροπής . Καί ο ισχυρισμός αυτός πρέπει , επομένως , νά απορριφθεί .

Έλλειψη προηγουμένης ενημερώσεως

15 Ο προσφεύγων , ισχυρίζεται , εξ άλλου , οτι προσεβλήθη τό δικαίωμα υπερασπίσεως διότι ούτε εζητήθη η γνώμη του ούτε ενημερώθη πρό τής λήψεως τής επιδίκου αποφάσεως .

16 Στόν ισχυρισμό αυτό , η Επιτροπή απαντά , αναφερομένη γιά μιά ακόμα φορά στήν προαναφερθείσα απόφαση τής 28ης Μα ΐου 1980 , οτι δέν δύναται , εν προκειμένω , νά γίνεται λόγος περί δικαιώματος υπερασπίσεως , αλλά μόνο περί τής γενικής αρχής τής χρηστής διοικήσεως , κατά τήν οποία , εκτός σπουδαίου λόγου , μιά διοίκηση πού ευρίσκεται στήν ανάγκη νά λάβει ακόμα καί κατά νόμιμο τρόπο μέτρα , τά οποία βλάπτουν σοβαρώς τούς ενδιαφερομένους , πρέπει νά τούς επιτρέπει νά κάνουν γνωστή τήν άποψή τους . Η Επιτροπή υποστηρίζει οτι η εν λόγω ανατοποθέτηση δέν δύναται νά εξομοιωθεί μέ παρόμοια μέτρα .

17 Άν πράγματι η ανατοποθέτηση τού προσφεύγοντος αποτελεί μέτρο ικανό νά προξενήσει βλάβη , ειναι εξ ίσου ακριβές οτι δέν έθιξε ούτε τόν βαθμό ούτε τήν οικονομική κατάσταση τού προσφεύγοντος καί δέν δύναται νά χαρακτηρισθεί ως μέτρο πού βλάπτει σοβαρώς τόν ενδιαφερόμενο υπάλληλο . Σέ μιά τέτοια περίπτωση δέν ειναι δυνατό , ελλείψει ρητής διατάξεως τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , νά συναχθεί τό συμπέρασμα οτι υφίσταται υποχρέωση γιά τήν διοίκηση νά ζητεί τήν γνώμη τού υπαλλήλου επί τής αποφάσεως πού προτίθεται νά λάβει έναντί του . Πρέπει , επομένως , νά απορριφθεί ο ισχυρισμός αυτός ως νόμω αβάσιμος . Πάντως , θά ηταν σύμφωνο πρός τήν αμοιβαία καλή πίστη καί εμπιστοσύνη , πού πρέπει νά χαρακτηρίζουν τίς σχέσεις μεταξύ τών υπαλλήλων καί τής διοικήσεως , η διοίκηση , στό μέτρο τού δυνατού , νά διευκολύνει τόν υπάλληλο νά καταστήσει γνωστή τήν άποψή του επί τής μελετωμένης αποφάσεως . Μιά τέτοια τακτική ειναι επίσης ικανή νά προλάβει δικαστικές διαφορές .

Παράβαση τού καθήκοντος μερίμνης

18 Τέλος , ο προσφεύγων υποστηρίζει οτι η Επιτροπή , μή λαμβάνοντας υπ’ όψη , οταν απεφάσισε νά τόν απαλλάξει από τά καθήκοντα τού προϊσταμένου τού τμήματος «Ασφάλεια εργασίας» ούτε τήν σημαντική του πείρα στήν ειδικότητά του ούτε τήν ικανότητά του επί τού θέματος αυτού , πού επιβεβαιώνεται από τίς εκθέσεις βαθμολογήσεώς του , παρέβη τό καθήκον της τής μερίμνης , κατά τέτοιο τρόπο ωστε η απόφαση έθιξε τήν επαγγελματική του τιμή καί υπόληψη .

19 Επ’ αυτού , πρέπει νά υπομνησθεί η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως πού διαθέτει η διοίκηση στόν τομέα οργανώσεως τής υπηρεσίας . Άν πράγματι ειναι ακριβές οτι , οταν η διοικητική αρχή αποφαίνεται επί τής υπηρεσιακής καταστάσεως ενός υπαλλήλου , οφείλει νά λαμβάνει υπ’ όψη όχι μόνο τό συμφέρον τής υπηρεσίας , αλλά επίσης καί τό συμφέρον τού ενδιαφερομένου υπαλλήλου , η σκέψη αυτή δέν δύναται νά εμποδίσει τήν αρχή νά προβεί στήν ορθολογιστική οργάνωση τών υπηρεσιών , άν τό θεωρεί αναγκαίο . Εξ άλλου , γιά εναν υπάλληλο μέ νομική κατάρτιση , τό μόνο γεγονός τής μετακινήσεώς του από τήν θέση προϊσταμένου τμήματος σέ θέση συμβούλου αρμοδίου γιά ολα τά νομικά προβλήματα πού υπάγονται στήν διεύθυνσή του , δέν δύναται νά χαρακτηρισθεί ως μέτρο πού θίγει τήν επαγγελματική τιμή καί υπόληψη τού ενδιαφερομένου . Καί ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός πρέπει επίσης νά απορριφθεί .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

20 Άν καί ο προσφεύγων ηττήθη καθ’ ολοκληρίαν πρέπει πάντως νά ληφθούν υπ’ όψη , γιά τόν διακανονισμό τών δικαστικών εξόδων , οι προηγούμενες σκέψεις πού αναφέρονται στήν καλή διοικητική πρακτική . Φαίνεται , πράγματι , οτι η δημιουργία τής διαφοράς ηυνοήθη από τήν διαδικασία , τήν οποία ηκολούθησε η Επιτροπή , καί τήν έλλειψη αβρότητος έναντι τού προσφεύγοντος , πού μαρτυρεί η διαδικασία αυτή . Πρέπει νά υπομνησθεί οτι ο προσφεύγων , μολονότι συνειργάσθη στίς προπαρασκευαστικές εργασίες τής αναδιοργανώσεως , δέν ειχε τήν ευκαιρία νά καταστήσει γνωστή τήν άποψή του επί τού μόνου μέτρου πού τόν έθιγε κατά άμεσο τρόπο , οτι η διοίκηση , κατά παράβαση τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , καθυστέρησε τήν γραπτή ανακοίνωση μέχρις οτου ο προσφεύγων ήσκει ήδη , από μηνός περίπου , τά νέα του καθήκοντα καί οτι η εν λόγω ανακοίνωση ανέφερε , ως μόνη αιτιολογία , τήν γενική αναδιοργάνωση τού συνόλου τών υπηρεσιών τής γενικής διευθύνσεως . Υπό τίς συνθήκες αυτές δέν πρέπει νά κριθεί αυστηρά ο προσφεύγων , πού ήσκησε τήν προσφυγή του πρό τής εκδόσεως τής αποφάσεως από τήν οποία η Επιτροπή αρύεται τά περισσότερα επιχειρήματά της , επειδή προσέφυγε στό Δικαστήριο προκειμένου νά ελεγχθεί τό αποτέλεσμα πού αυτή η έλλειψη αβρότητος ηδύνατο ενδεχομένως νά έχει επί τής νομιμότητος τής αποφάσεως .

21 Πρέπει , επομένως , νά τύχει εφαρμογής τό άρθρο 69 παράγραφος 3 εδάφιο 2 τού κανονισμού διαδικασίας , κατά τό οποίο τό Δικαστήριο δύναται νά καταδικάσει ακόμα καί τόν νικήσαντα διάδικο , νά αποδώσει στόν αντίδικο τά έξοδα μιάς δίκης πού προεκλήθη λόγω τής ιδικής του συμπεριφοράς .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( δεύτερο τμήμα )

κρίνει καί αποφασίζει :

1 ) Απορρίπτει τήν προσφυγή .

2 ) Η Επιτροπή φέρει τό σύνολο τών δικαστικών εξόδων , συμπεριλαμβανομένων καί τών τού προσφεύγοντος .

Top