Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61980CJ0115

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Δεκεμβρίου 1981.
    René Demont κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Υπάλληλος : Πειθαρχική ποινή.
    Υπόθεση 115/80.

    Συλλογή της Νομολογίας 1981 -03147

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:308

    Στην ὑπόθεση 115/80,

    René Demont, υπάλληλος τῆς Ἐπιτροπῆς τόν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Woluwé Saint-Pierre (Βέλγιο), 113, rue des Palmiers, ἐκπροσωπούμενος ἀπό τους Jacques Putzeys καί Xavier Leurquin, δικηγόρους Βρυξελλῶν, μέ ἀντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν Nickts, δικαστικό επιμελητή, 17, boulevard Royal,

    προσφεύγων,

    κατά

    Επιτροπής τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπούμενης ἀπό την Denise Sorasio, μέλος τῆς νομικής τῆς ὑπηρεσίας, επικουρουμένης ἀπό τόν Daniel Jacob, δικηγόρο Βρυξελλῶν, μέ ἀντίκλητο στό Λουξεμβοῦργο τόν νομικό τῆς σύμβουλο Mario Cervino, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

    καθ' ἧς,

    πού έχει ὡς ἀντικείμενο προσφυγή μέ την ὁποία ζητείται ἡ ἀκύρωση τῆς ἀποφάσεως τῆς 15ης 'Ιουνίου 1979, μέ την ὁποία ἡ ἁρμοδία γιά τους διορισμούς ἀρχή επέβαλε στόν Démont τήν ποινή τῆς ἐπιπλήξεως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

    συγκείμενο ἀπό τους G. Bosco, πρόεδρο τμήματος, Α. O'Keeffe καί Τ. Koopmans, δικαστές,

    γενική εἰσαγγελεύς: S. Rozès

    γραμματεύς: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματεύς

    εκδίδει τήν ἀκόλουθη

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    Περιστατικά

    Ι — Πραγματικά περιστατικά καί διαδικασία

    Ό Démont, υπάλληλος τῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ἐτοποθετήθη, ἀπό 1ης Αυγούστου 1973, στην γενική διεύθυνση εξωτερικῶν σχέσεων, ἀντιπροσωπεία

    τῆς Ἐπιτροπῆς στην Λατινική Αμερική, της όποιας ἡ έδρα εὑρίσκετο, τότε, στό Σαντιάγκο τῆς Χιλής. Κατόπιν τοῦ ἀπό 19 'Ιουνίου 1978 υπηρεσιακού σημειώματος πού ἀπηύθυνε ὁ Ιεραρχικῶς προϊστάμενος τοῦ προσφεύγοντος L. στόν βοηθό τοῦ γενικού διευθυντοῦ

    εξωτερικών σχέσεων, μιά ἀνακριτική επιτροπή, ἡ ὁποία ἐδημιουργήθη ἀπό τήν Επιτροπή, μετέβη στό Σαντιάγκο τῆς Χιλής προκειμένου νά συλλέξει πληροφορίες ἐπί τῶν αιτιάσεων πού διετυπώθησαν κατά τοῦ προσφεύγοντος. Κατόπιν τῆς εκθέσεως πού υπέβαλε ἡ επιτροπή αυτή, ή ἁρμοδία γιά τους διορισμούς ἀρχή (ΑΔΑ) ἀπεφάσισε, τήν 25η Σεπτεμβρίου 1978, νά κινήσει τήν πειθαρχική διαδικασία.

    Κατά τήν διάρκεια τῆς διαδικασίας αυτής ὁ Demont ἀπελογήθη τήν 28η Σεπτεμβρίου 1978, καθώς καί τήν 19η Ἰανουαρίου καί τήν 3η Ἀπριλίου 1979.

    Μέ ἀπόφαση τῆς 15ης 'Ιουνίου 1979, ἡ ΑΔΑ επέβαλε στόν Demont τήν ποινή τῆς ἐπιπλήξεως.

    Κατά τῆς ἀποφάσεως αυτής ὁ Demont υπέβαλε, τήν 10η Αυγούστου 1979, διοικητική Ενσταση, ἡ ὁποία ἀπερρίφθη ρητῶς μέ ἐπιστολή, ὑπό ἡμερομηνία 4 Φεβρουαρίου 1980, πού ἐκοινοποιήθη στόν ενδιαφερόμενο τήν 7η Μαρτίου 1980.

    Μέ δικόγραφο τῆς 30ής 'Απριλίου 1980, πού ἐπρωτοκολλήθη στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου τήν 2α Μαΐου 1980, ὁ Demont ἤσκησε τήν ὑπό κρίση προσφυγή.

    Κατόπιν εκθέσεως τοῦ εισηγητού δικαστού καί μετ' ἀκρόαση τῆς γενικής εισαγγελέως, τό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) ἀπεφάσισε τήν έναρξη τῆς προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγουμένη διεξαγωγή ἀποδείξεων.

    ΙΙ — Αἰτήματα τῶν διαδίκων

    Ό Demont ζητεῖ ἀπό τό Δικαστήριο:

    1)

    νά ἀκυρώσει τήν ἀπόφαση τῆς 15ης 'Ιουνίου 1979 μέ τήν ὁποία ἡ ἀντίδικος επέβαλε στόν προσφεύγοντα τήν ποινή τῆς «ἐπιπλήξεως».

    2)

    νά ἀκυρώσει τήν ρητή ἀπόφαση τῆς 7ης Μαρτίου 1980 μέ τήν ὁποία ἀπερρίφθη ή διοικητική ένσταση τοῦ προσφεύγοντος·

    3)

    νά καταδικάσει τήν ἀντίδικο σέ ὅλα τά δικαστικά έξοδα.

    Ή 'Επιτροπή ζητεί ἀπό τό Δικαστήριο:

    νά ἀπορρίψει τήν προσφυγή ως ἀβάσιμη

    νά καταδικάσει τόν προσφεύγοντα στά δικαστικά έξοδα.

    ΙΙΙ — 'Ισχυρισμοί καί επιχειρήματα τῶν διαδίκων

    α) Ἐπί τῆς ἀνεπαρκείας καί τον αντιφατικοῦ χαρακτῆρος τῶν αιτιολογιών τῆς προσδαλλομένης ἀποφάσεως

    Ἡ προσβαλλομένη ἀπόφαση θεωρεί ὡς ἀποδεδειγμένες, σέ βάρος τοῦ Demont, τίς ἀκόλουθες παραλείψεις:

    1)

    πληρωμή προκαταβολής κατά 100 ο/ο ἐπί τοῦ κόστους τού ετησίου ταξιδιού του τό 1977 καί 1978 ἀντί τοῦ επιτρεπομένου 90 %·

    2)

    καταστρατήγηση τῆς διαδικασίας μέ χρησιμοποίηση ψευδών τιμολογήσεων ἀπό ἑταιρία, ἡ ὁποία ἀνῆκε σέ γνωστό τοῦ Demont, πού υπέγραφε τίς ἀποδείξεις, ἐνῶ τά γραφόμενα σέ αυτές ποσά εἶχαν καταβληθεί ἀπό τήν ἀντιπροσωπεία σέ μιά προσωρινή υπάλληλο μέ τήν ὁποία ποτέ δέν εἶχε συναφθεί σύμβαση, καί αυτό χωρίς κατάλληλη ενημέρωση τῆς έδρας, πράγμα πού εμπόδισε τόν έλεγχο ὡς πρός τόν πραγματικό προορισμό τῶν κοινοτικών χρημάτων·

    3)

    ἀνωμαλίες ὅσον άφορᾶ τά ποσά καί τόν τρόπο πληρωμής τῶν καθαριστριών πού ἀπασχολούσε ἡ ἀντιπροσωπεία τοῦ Σαντιάγκο τό 1977 καί 1978·

    4)

    ἀποδοχή τοῦ ὕψους δικηγορικῆς ἀμοιβής πού ἐζήτησαν δικηγόροι, χωρίς επαλήθευση τῆς δικαιολογίας τοῦ ἐν λόγω ποσοῦ καί χωρίς προηγουμένη άδεια τῆς έδρας.

    Ό Demont υποστηρίζει, πρῶτον, ὅτι οἱ αιτιάσεις αυτές δέν ἀνταποκρίνονται στά πραγματικά περιστατικά καί ὅτι ὁ νομικός τους χαρακτηρισμός εἶναι ἐσφαλμένος.

    Όσον ἀφορᾶ τήν πρώτη κατηγορίαDemont ισχυρίζεται, κυρίως, ὅτι τό 1978 ἐτήρησε τό ὅριο τοῦ 90 %, καί ἐν πάση περιπτώσει, τόσο κατά τό 1977 ὅσο καί κατά τό 1978, ἡ 'Επιτροπή δέν ἐχορήγησε προκαταβολή, ἀλλα τήν επιστροφή τοῦ ποσού πού οἱ υπάλληλοι γιά τους ὁποίους πρόκειται εἶχαν ἤδη εκταμιεύσει καί ὅτι ή πρακτική τῆς Ἐπιτροπῆς εἶναι ἀντίθετη πρός τό άρθρο 8 εδάφιο 2, in fine, τοῦ παραρτήματος VΙΙ τοῦ κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τῶν υπαλλήλων, σύμφωνα μέ τό όποῖο, μεταξύ άλλων, τά ἔξοδα ἀεροπορικοί) ταξιδιού επιστρέφονται μέ τήν ἀπλή προσκόμιση τῶν εισιτηρίων.

    Ή 'Επιτροπή υποστηρίζει ὅτι ἀπό τά έγγραφα πού ἐπισυνάπτονται στην δικογραφία προκύπτει ὅτι ὁ Demont ἐχορήγησε στόν εαυτό του προκαταβολή 100 ο/ο ἐπί τοῦ κόστους τοῦ ετησίου ταξιδιού τόσο κατά τό 1977 ὅσο καί τό 1978, καί ὅτι πρόκειται πράγματι γιά προκαταβολές καί ὄχι επιστροφές. Καί προσθέτει ὄτι, οσον άφορᾶ τους ὑπαλλήλους, οἱ όποιοι κατάγονται καί/ἤ τοποθετοῦνται έκτός τῆς Εὐρώπης, ἡ καταβολή τῶν ἐξόδων τοῦ ετησίου ταξιδιού διενεργείται μέ τήν προσκόμιση τῶν «δικαιολογητικών έγγράφων» καί ὄχι ἁπλώς τῶν εισιτηρίων. Κατά τήν 'Επιτροπή, ὡς «δικαιολογητικά έγγραφα» πρέπει νά ἐννοηθοῦν ὄχι τά εισιτήρια πού έχουν ἀγορασθεί ἀλλά αυτά πού έχουν χρησιμοποιηθεί, τά όποια μόνα ἀποδεικνύουν ὅτι τό ταξίδι έγινε πράγματι.

    Όσον άφορα τήν δεύτερη κατηγορία,Demont παρατηρεί ὅτι κατά τό κρίσιμο χρονικό σημείο, δηλαδή τό 1976, ἡ διαχείριση τῶν παγίων προκαταβολών στό Σαντιάγκο ἐγίνετο ἀπό τόν L., καί ἐν πάση περιπτώσει, ἡ πραγματική καί άμεσος ἀνάγκη προσλήψεως προσωπικού, ἡ ὁποία τόν ανάγκασε να ἀναλάβει μιά τέτοια πρωτοβουλία, οὐδέποτε ἠμφισβητήθη.

    Ή 'Επιτροπή ἀντιτάσσει κατά πρώτον ὅτι ὁ Demont πάντοτε ἤσκει πράγματι τά καθήκοντα τοῦ διαχειριστοῦ παγίων προκαταβολών στό Σαντιάγκο, ὅπως αυτό προκύπτει ἀπό τήν ἀπόφαση τοῦ γενικού διευθυντού τοῦ προϋπολογισμού τῆς 12ης Αυγούστου 1977, μέ τήν όποια τόν διορίζει διαχειριστή παγίων προκαταβολών ἀναδρομικώς ἀπό 1ης Δεκεμβρίου 1973. Προσθέτει ὅτι ἡ ἀνάγκη προσλήψεως ἑνός προσωρινού υπαλλήλου στό Σαντιάγκο δέν ἀνεγνωρίσθη ἀπό τήν διοίκηση, καί ἡ ἀπόδειξη περί αὐτοῦ έγκειται στό ὅτι ή διοίκηση ἠρνήθη τήν πρόσληψη προσωρινού υπαλλήλου, ὁ δέ Demont παρέκαμψε τήν άρνηση αυτή διαθέτοντας γιά τόν σκοπό αυτό χρήματα πού ἐξησφάλισε μέ πρόταση ἀναλήψεως δαπανών γιά έξοδα συσκευασίας, τά όποια στην πραγματικότητα δέν ἀνελήφθησαν.

    'Εξ άλλου, ἀκόμη καί ἄν ἡ θέση τοῦ Demont ἠδύνατο νά γίνει ἀποδεκτή, ἡ διαδικασία θά ἐξηκολούθει νά εἶναι παράτυπη λόγω τοῦ ὅτι ὁ Demont ἐπλήρωνε κατ' ευθείαν τόν προσωρινό υπάλληλο καί ὄχι, ὁπως θά ήταν λογικό, τήν ἑταιρία διαθέσεως προσωρινοῦ εργατικοῦ δυναμικοί), ἀφοῦ καμμία έννομη σχέση δέν υφίσταται μεταξύ τοῦ προσωρινού υπαλλήλου καί τοῦ χρηστού τῶν υπηρεσιών του, ὅταν γίνεται προσφυγή σέ εταιρία διαθέσεως προσωρινού ἐργατικοῦ δυναμικού. Ή 'Επιτροπή συμπεραίνει, ἑπομένως, ὅτι ὁ προσφεύγων κατέφυγε σέ ψευδή τιμολόγηση, ἐξηπάτησε τήν διοίκηση καί ἠμπόδισε τόν έλεγχο τοῦ πραγματικοῦ προορισμού τῶν κοινοτικών χρημάτων.

    Ὡς πρός τήν τρίτη κατηγορία,Demont ισχυρίζεται ὅτι ἐπλήρωνε κανονικά, τοῖς μετρητοίς, τίς καθαρίστριες τῆς έδρας τοῦ Σαντιάγκο, καί ὅτι τό γεγονός ὅτι, μετά την διενέργεια τῶν πληρωμών, μέ τά χρήματα πού οἱ γυναίκες αυτές τοῦ ἐνεπιστεύοντο αυθορμήτως, καί πρός τό ἀποκλειστικό τους συμφέρον, ἐδημιούργησε ένα σύστημα ἀφιλοκερδοῦς αποταμιεύσεως, δέν δύναται νά χαρακτηρισθεί ὡς παρατυπία. Ό Demont προσθέτει ὅτι ἡ Ἐπιτροπή δέν δύναται νά τοῦ προσάπτει τώρα οὔτε ὅτι οἱ μισθοί τῶν γυναικῶν αυτών, ἀπό τό 1977 ήσαν σαφώς υψηλότεροι ἀπό τους καταβαλλομένους συνήθως στό Σαντιάγκο γιά τίς ἴδιες εργασίες, δεδομένου ὅτι ἡ κατηγορία αυτή δέν διετυπώθη κατά την πειθαρχική διαδικασία ούτε ἀνεφέρθη στην ἀπόφαση ἐπιπλήξεως.

    Ή 'Επιτροπή παρατηρεί ὅτι ἀπό την έκθεση τῆς ἀνακριτικής επιτροπῆς προκύπτει ὅτι ὁ «Demont αναγνωρίζει ὅτι δέν τους καταβάλλεται (στίς καθαρίστριες) παρά μόνο τό ήμισυ τοῦ μισθοῦ, τό δέ υπόλοιπο μετά ἀπό μερικούς μήνες». Τό σημείο αυτό επιβεβαιώνεται επίσης ἀπό τίς δηλώσεις τῶν καθαριστριών.

    Όσον άφορᾶ την κατηγορία ὡς πρός τό ὕψος τοῦ μισθού πού ελάμβαναν οἱ καθαρίστριες, ἡ 'Επιτροπή υπενθυμίζει ὅτι δέν έχει ὄψιμο χαρακτήρα, ἐφ' ὅσον ἡ ἀπόφαση της 15ης Ἰουνίου 1979 ἀναφέρει τίς ἀνωμαλίες ὡς πρός τά «ποσά ... τῶν πληρωμών πρός τίς καθαρίστριες».

    Κατά τήν 'Επιτροπή δέν ἐναπόκειτο στον Demont νά ἀναβάλει, μέ δική του πρωτοβουλία, τήν πληρωμή ενός μέρους τοῦ μισθού ὁρισμένων υπαλλήλων, ἐνῶ ἐξεδίδοντο ἀποδείξεις πού δέν ἀντεπεκρίνοντο στην πραγματικότητα, ούτε νά χορηγεί στους υπαλλήλους αυτούς μισθούς κατά πολύ υψηλότερους ἀπό τους καταβαλλομένους συνήθως στό Σαντιάγκο. Ἐνεργώντας κατά τόν τρόπο αυτό καί χωρίς νά εἰδοποιήσει τήν κεντρική διοίκηση, ὁ Demont δέν επέτρεψε τόν κατάλληλο έλεγχο τοῦ προορισμοί) τῶν κοινοτικών χρημάτων καί παρεβίασε τήν ἀρχή τῆς καλῆς διαχειρίσεως τῶν δημοσίων χρημάτων.

    Ὡς πρός τήν τέταρτη κατηγορία,Demont υποστηρίζει ὅτι ουδέποτε συνεφώνησε μέ τό δικηγορικό γραφείο Munòz Rios καί Cia τοῦ Σαντιάγκο τό ὕψος τῆς ἀμοιβῆς πού ἐζήτησαν οἱ δικηγόροι αυτοί κατόπιν της παρεμβάσεως τους υπέρ υπαλλήλου τῆς ἀντιπροσωπείας πού ἀνεκρίθη ἀπό τήν ἀστυνομία ἁπλώς κατεχώρισε τόν λογαριασμό αυτό, ἀπευθύνοντας ἐν συνεχεία ὅλη τήν ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀλληλογραφία στην έδρα τῶν Βρυξελλών, ἡ ὁποία ουδέποτε τοῦ ἀπήντησε καί ὅτι κατά κανένα τρόπο δέν ἠδυνήθη νά ἀποδεχθεί τόν λογαριασμό αυτό, ἐφ' ὅσον ἡ ἀπόφαση περί πληρωμῆς εξαρτᾶται ἀπό τήν κεντρική διοίκηση, αυτή δέ δέν τόν έχει ἀκόμη εξοφλήσει.

    Ή 'Επιτροπή ἀντιτάσσει ὅτι ἀπό τίς δηλώσεις τῶν δικηγόρων γιά τους ὁποίους πρόκειται καθώς καί ἀπό δύο επιστολές πού οἱ 'ίδιοι αυτοί δικηγόροι ἀπέστειλαν στόν Demont καί επισυνάπτονται στην δικογραφία προκύπτει, χωρίς καμμιά ἀμφιβολία, ὅτι αυτοί εἶχαν συμφωνήσει μέ τόν προσφεύγοντα τό ὕψος τῆς ἀμοιβής τους.

    Ό Demont Ισχυρίζεται, ἐπί πλέον, ὅτι ή προσβαλλομένη ἀπόφαση στηρίζεται ἐπί ἀντιφατικών αιτιολογιών καθ' ὅσον, ἄν καί ἀφ' ἑνός δέχεται τίς προαναφερθεῖσες κατηγορίες, ἀναγνωρίζει ἀφ' έτερου, ὅτι λόγω τῶν άλλων καθηκόντων πού ἀνετέθησαν ἀπό τήν διοίκηση στόν προσφεύγοντα, αυτός δέν διέθετε τόν ἀπαραίτητο χρόνο γιά νά ἀσχοληθεί ὀρθώς μέ τό έργο τῆς διαχειρίσεως τῶν παγίων προκαταβολών, ὅτι οἱ επικρατούσες στην έδρα τοῦ Σαντιάγκο συνθήκες ήσαν εντελώς ἰδιαίτερες λόγω τόσο τῆς πολιτικής καί κοινωνικής καταστάσεως ὅσο καί τῆς ἀποστάσεως ἀπό τήν κεντρική διοίκηση καί, τέλος, ὅτι ὁ προσφεύγων δέν ἐπωφελήθη προσωπικώς ἀπό τίς παράτυπες δραστηριότητες του.

    Κατά τόν Demont, οἱ περιστάσεις αυτές, τίς όποιες ἡ διοίκηση ρητώς ἀπεδέχθη καί ἀνεγνώρισε, εἶναι εξαιρετικές πού ἀναιροῦν τήν ευθύνη.

    Ή 'Επιτροπή, αντιθέτως, θεωρεί ὅτι οἱ ἐν λόγω περιστάσεις, ἄν καί δύνανται νά θεωρηθούν καί πράγματι ἐθεωρήθησαν ὡς ἐλαφρυντικές, δέν δύνανται πάντως νά ἐξαλείψουν τίς παραλείψεις τοῦ προσφεύγοντος. Παρατηρεί ὅτι ὁ Démont ποτέ δέν ἐζήτησε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά καθήκοντα τοῦ διαχειριστοῦ παγίων προκαταβολῶν, ὅτι ἡ ιδιαίτερη κατάσταση πού ἐπικρατεί στην Χιλή δέν έχει άμεση σχέση μέ τίς παρατυπίες πού διέπραξε ὁ Démont κατά τήν διοικητική διαχείριση τῶν χρημάτων, τά ὁποία τοῦ ἐνεπιστεύθησαν, τό δέ γεγονός ὅτι ὁ Démont δέν ἐπωφελήθη προσωπικώς, καθόλου δέν ἀποκλείει ὅτι οἱ παρατυπίες αυτές έβλαψαν τήν καλή διοικητική διαχείριση τῶν Εὐρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    β) 'Επί τῆς παραβάσεως τον καθήκοντος σννδρομῆς, τό όποιο ἀπορρέει ἀπό τό άρθρο 24 τον κανονισμοῦ ὑπηρεσιακῆς καταστάσεως τῶν ὑπαλλήλων, της αρχής τῆς χρηστής διοικήσεως καί της αρχής τῆς θεμιτής ἐμπιστοσύνης

    Μέ τόν δεύτερο λόγο, ὁ Demont υποστηρίζει ὅτι, παραλείποντας νά διεξαγάγει ἀνακρίσεις ἐπί τῆς ἀνταλλαγείσης σέ ἔντονο ὕφος ἀλληλογραφίας μεταξύ προσφεύγοντος καί L. λίγο πρό τῆς καταγγελίας τῶν προσαπτομένων περιστατικών, ή Ἐπιτροπή ἠρνήθη νά λάβει ὑπ' ὄψη ένα ουσιώδες στοιχείο τῆς ἀλληλουχίας μέσα στην ὁποία έγινε ἡ ἐν λόγω καταγγελία, πού εἶναι ἡ αίτια τῆς πειθαρχικής ποινής, καί συνεπώς παρέβη τό καθήκον συνδρομής πού υπέχει έναντι τῶν υπαλλήλων της, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 24 τοῦ κανονισμοί) υπηρεσιακής καταστάσεως, καθώς καί τίς γενικές ἀρχές τῆς χρηστής διοικήσεως καί τῆς θεμιτής εμπιστοσύνης πού τρέφει ὁ ὑπάλληλος πρός τό όργανο τῆς Κοινότητος στό όποιο ανήκει.

    Ὁ Démont θεωρεί ὅτι ἄν ἡ 'Επιτροπή είχε σεβασθεί τό ἐπιβεβλημένο σέ αυτήν καθήκον συνδρομής καί στρέψει τήν έρευνα, καθώς καί τήν πειθαρχική διαδικασία, στην προηγηθείσα τῆς καταγγελίας ἀλληλουχία, ὁ συκοφαντικός χαρακτήρας τῆς καταγγελίας αυτής δέν θά τῆς διέφευγε.

    'Επιπροσθέτως ισχυρίζεται ὅτι, σύμφωνα μέ τήν γενική ἀρχή τῆς χρηστής διοικήσεως, ὅπως αυτή έγινε δεκτή ἀπό τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, ἡ διοικητική ἀρχή ὀφείλει νά λαμβάνει ὑπ' ὄψη τό σύνολο τῶν στοιχείων πού εἶναι ικανά νά καθορίσουν τήν ἀπόφαση της. Ἐν προκειμένω, ὅμως ἡ 'Επιτροπή δέν έλαβε ὑπ' ὄψη δύο ουσιαστικά στοιχεία ήτοι:

    τό ὅτι ἡ καταγγελία έγινε ὡς προφανής συνέπεια διαφοράς πού ἀνεφύη μεταξύ δύο υπαλλήλων·

    τό ὅτι ἡ καταγγελία, κατά τήν 'ίδια τήν ὁμολογία τῆς πειθαρχικής ἀρχής, περιελάμβανε πληθώρα συκοφαντικών στοιχείων.

    Ό Démont υποστηρίζει, τέλος, ὅτι βάσει τῆς ἀρχής τῆς θεμιτής εμπιστοσύνης, πού τό Δικαστήριο εδέχθη ὅτι περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη, ἡ Ἐπιτροπή ὤφειλε νά επιδείξει σχολαστικότητα καί ουδετερότητα ὡς πρός τό σύνολο τῶν στοιχείων πού έπρεπε νά ληφθοῦν ὑπ' ὄψη καί ὤφειλε νά εξετάσει ὅλα τά επισυναπτόμενα στην δικογραφία έγγραφα καί πού ὁ προσφεύγων προσεκόμισε πρός στήριξη τῶν υπερασπίσεων.

    Ή Επιτροπή παρατηρεί, κατ' ἀρχήν, ὅτι ή επίκληση τῆς ἀρχής τῆς «θεμιτής εμπιστοσύνης» δέν εἶναι βάσιμη ἐν προκειμένω. Ή ἀρχή αυτή καθιερώθη πράγματι ἀπό τό δικαστήριο, κυρίως ἐπ' ευκαιρία προσφυγών βασιζομενων στό άρθρο 215 τῆς συνθήκης ΕΟΚ εἶναι επομένως ἀναγκαίο νά διασαφηνισθεί ποιά εἶναι ἡ έκταση της ὡς πρός τίς προσφυγές υπαλλήλων. 'Αλλά ὁ προσφεύγων δέν έδωσε στην ἀρχή αὐτή κανένα περιεχόμενο πού νά διαφέρει έστω καί κατ' ελάχιστο ἀπό τό περιεχόμενο της ἀρχῆς τῆς χρήστης διοικήσεως καί τοῦ καθήκοντος συνδρομής.

    Γιά κάθε ενδεχόμενο, ἡ 'Επιτροπή τονίζει ὅτι ἡ προσβαλλομένη ἀπόφαση ἀναφέρεται ρητῶς στά υπηρεσιακά σημειώματα καί έγγραφα πού διεβιβάσθησαν ἀπό τόν Demont καί πρέπει ἑπομένως νά εξαχθεί τό συμπέρασμα ὅτι τά έγγραφα αυτά ελήφθησαν ὑπ' ὄψη. Ἀντιθέτως, ἡ 'Επιτροπή δέν υπέχει καμμία υποχρέωση νά λάβει θέση, στην ἀπόφαση της, ἐπί ὅλων τῶν επιχειρημάτων τά όποια δύνανται νά προβάλουν γιά τήν δική τους άμυνα τά πρόσωπα γιά τά όποια κινείται μία διαδικασία ενώπιόν της, καί ιδίως ἡ πειθαρχική διαδικασία.

    Όσον άφορα τό καθῆκον συνδρομῆς καί τήν ἀρχή τῆς χρήστης διοικήσεως, ἡ 'Επιτροπή υποστηρίζει ὅτι, στην πραγματικότητα ἡ ἀπόφαση, ἡ ὁποία επιβάλλει επίπληξη στον Demont, δέν βασίζεται καθόλου στην περιέχουσα τήν καταγγελία επιστολή τοῦ L., ἀλλά στην έκθεση τῆς ἀνακριτικῆς επιτροπής πού εστάλη στό Σαντιάγκο τῆς Χιλῆς, στην εξέταση τοῦ προσφεύγοντος καί πολλών μαρτύρων, καθώς καί σέ πολλά έγγραφα πού αυτοί προσεκόμισαν καί ἰδίως ὁ προσφεύγων.

    Ή επιβληθείσα στον Demont ποινή ἀποτελεί τήν κατάληξη διεξοδικῆς πειθαρχικῆς διαδικασίας στό πλαίσιο τῆς ὁποίας θά ήταν εντελώς ἀνώφελο νά ληφθεί ὑπ' ὄψη ένα ἀσήμαντο περιστατικό πού ἐπεσυνέβη μεταξύ τοῦ L. καί τοῦ Demont καί πού δέν έχει καμμία σχέση μέ τίς προσαπτόμενες στόν τελευταίο παραλείψεις.

    Ή 'Επιτροπή, ἐξ άλλου, ἀναφερομένη στά προαναφερθέντα στοιχεία, ἀπέρριψε μιά σειρά περιστατικών, τά όποια δέν ἀπεδείχθησαν καί, συνεπώς, ἐξεπλήρωσε τό επιβεβλημένο σέ αυτήν καθήκον συνδρομής καί χρηστής διοικήσεως.

    γ) 'Επί τῆς προσβολής τον δικαιώματος υπερασπίσεως

    Ό τρίτος λόγος πού προβάλλεται ἀπό τόν Demont ἀναφέρεται στην παράβαση τοῦ άρθρου 26 τοῦ κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, στήν προσβολή τοῦ δικαιώματος υπερασπίσεως καί στην παραβίαση τῶν γενικών άρχῶν τοῦ κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως πού διέπουν τό πειθαρχικό καθεστώς καί διαιρείται σέ τέσσερα σημεία πού ἀφορούν ἀντιστοίχως:

    τήν ἀνεπάρκεια τῆς ταχθείσης στον προσφεύγοντα προθεσμίας γιά νά προετοιμάσει τήν υπεράσπιση του ἐν ὄψει τῆς πρώτης ἀκροάσεως μετά τήν γνωστοποίηση τῶν κατηγοριών, δεδομένου ὅτι ἡ προθεσμία αυτή περιωρίσθη σέ τρεις ήμερες·

    τήν άρνηση τῆς Ἐπιτροπῆς νά επιτρέψει στόν προσφεύγοντα καί τόν δικηγόρο του νά λάβουν γνώση τοῦ πειθαρχικού φακέλου·

    τήν μή γνωστοποίηση στόν προσφεύγοντα τῶν καταθέσεων πού έγιναν ἀπό ὁρισμένους υπαλλήλους κατά τήν διάρκεια τῆς πειθαρχικής διαδικασίας·

    τήν μή ἐπισύναψη στον φάκελο ἑνός υπηρεσιακού σημειώματος πού συνετάγη, κατά τήν διάρκεια τῆς πειθαρχικής διαδικασίας, ἀπό τόν υπάλληλο πού ὡρίσθη πρός διεξαγωγή τῆς ἀνακρίσεως.

    Ὡς πρός τό πρώτο σημείο,Demont παρατηρεί ὅτι ἡ 'Επιτροπή δέν ἀρνείται ὅτι τόν ἐπληροφόρησε μόλις τήν 25η Σεπτεμβρίου 1978 ὅτι ἐκινήθη εναντίον του ἡ πειθαρχική διαδικασία, και ὅτι ἡ πρώτη ἀκρόαση του, στό πλαίσιο τῆς διαδικασίας αυτής, ὡρίσθη γιά τήν 28η Σεπτεμβρίου 1978. Ό Demont τονίζει ὅτι ὁ κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως ἀναγνωρίζει τήν ἀνάγκη νά χορηγείται στά πρόσωπα ἐναντίον τῶν ὁποίων κινείται ἡ πειθαρχική διαδικασία εύλογη προθεσμία γιά νά προετοιμάσουν τήν υπεράσπιση τους. Λαμβανομένης ὑπ' ὄψη τῆς θεμελιώδους σημασίας τῆς πρώτης ἀκροάσεως, ἡ ὁποία θά κατευθύνει κανονικά ὅλη τήν συνέχεια τῆς πειθαρχικής διαδικασίας, θεωρεῖ ὅτι ἡ τριήμερη προθεσμία πού τοῦ ἐχορηγήθη ήταν προφανώς ἀνεπαρκής καί ὅτι, συνεπώς, τό δικαίωμα υπερασπίσεώς του, προσεβλήθη σοβαρῶς.

    Ή 'Επιτροπή ἀντιτάσσει ὅτι στόν προσφεύγοντα παρεχωρήθησαν τρεις ἀκροάσεις, ἤτοι τήν 28η Σεπτεμβρίου 1978, τήν 19η Ἰανουαρίου καί τήν 3η 'Απριλίου 1979, ὅτι αυτός ἠδυνήθη νά ζητήσει τήν εξέταση πολλῶν μαρτύρων καί κατέθεσε στόν πειθαρχικό φάκελο ἀρκετά επεξηγηματικά υπομνήματα, συνοδευόμενα ἀπό πολυάριθμα παραρτήματα, ούτως ώστε ἀνεξαρτήτως τῆς προθεσμίας πού τοῦ ἐτάχθη πρό τῆς πρώτης ἀκροάσεως του ἠδυνήθη νά ἀσκήσει πλήρως τό δικαίωμα υπερασπίσεως του καθ' ὅλην τήν διάρκεια τῆς διαδικασίας πού ἐσυνεχίσθη ἐπί εννέα σχεδόν μήνες.

    Ὡς πρός τό δεύτερο σημεῖο,Demont ισχυρίζεται ὅτι τό δικαίωμα ὑπερασπίσεώς του επίσης προσεβλήθη ἐν προκειμένω ἀπό τήν άρνηση τῆς Ἐπιτροπῆς νά επιτρέψει στον προσφεύγοντα καί τόν δικηγόρο του νά λάβουν γνώση πειθαρχικού φακέλου. Ή άρνηση αυτή συνιστά συγχρόνως παράβαση τοῦ ἄρθρου 26 τοῦ κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, πού προβλέπει τήν δυνατότητα γιά τόν υπάλληλο νά λαμβάνει γνώση ὁποτεδήποτε τοῦ προσωπικού του φακέλου, τοῦ ὁποίου ὁ πειθαρχικός φάκελος ἀποτελεί ἀναπόσπαστο τμήμα.

    Κατά τόν Demont, ἡ συμπεριφορά τῆς Ἐπιτροπῆς εἶναι ἀντιφατική καί διφορούμενη.

    Πράγματι, ἡ 'Επιτροπή δέν δύναται νά ἀναγνωρίζει ὅτι τό δικαίωμα υπερασπίσεως πρέπει νά γίνεται πάντοτε σεβαστό καί συγχρόνως νά διατείνεται ὅτι μιά διάταξη τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως (ἐν προκειμένω τό άρθρο 87) τῆς επιτρέπει νά ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν υποχρέωση αυτή.

    'Επί πλέον, ἐφ' ὅσον ἡ 'Επιτροπή δέχεται, ὅπως τό πράττει, ὅτι οἱ κατηγορίες πού προσάπτονται σ' ένα υπάλληλο καθώς καί τά έγγραφα ἐπί τῶν ὁποίων στηρίζονται πρέπει νά κοινοποιοῦνται στόν ενδιαφερόμενο, εἶναι δύσκολο νά γίνει ἀντιληπτό γιατί τοῦ ἀρνείται συγχρόνως νά λάβει γνώση τοῦ πειθαρχικοῦ φακέλου, ὁ όποιος δέν περιέχει τίποτε περισσότερο ἀπό τίς 'ίδιες αυτές κατηγορίες καί τά ἴδια αυτά έγγραφα.

    Ή 'Επιτροπή τονίζει, κατ' ἀρχήν, ὅτι σύμφωνα μέ τό άρθρο 26 εδάφιο 6 τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως, ὁ Demont εἶχε τήν δυνατότητα ὁποτεδήποτε νά λάβει γνώση τοῦ ἀτομικού του φακέλου (τοῦ ὁποίου ἡ πειθαρχική δικογραφία ἀποτελούσε τμήμα παρ' ὅλον ὅτι εὑρίσκετο ταξινομημένη σέ διαφορετικό φάκελο λόγω τοῦ μεγάλου ἀριθμού έγγράφων πού περιελάμβανε) καί ὅτι, ἄν δέν ἠδυνήθη νά λάβει γνώση πρό τοῦ πέρατος τῆς πειθαρχικής διαδικασίας, αυτό ὀφείλεται ἁπλώς στό γεγονός ὅτι δέν τό ἐζήτησε προηγουμένως.

    Ὅσον ἀφορᾶ τήν άρνηση νά επιτραπεί στον δικηγόρο τοῦ προσφεύγοντος νά λάβει γνώση τοῦ φακέλου, ἡ 'Επιτροπή υποστηρίζει ὅτι ἡ θέση τοῦ δικηγόρου δέν είναι ἡ ἴδια μέ τήν θέση τοῦ ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Τό άρθρο 87 τοῦ κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως δέν προβλέπει καθόλου τήν παρέμβαση συνηγόρου ὅταν ἡ πειθαρχική διαδικασία δέν δύναται νά καταλήξει παρά μόνο στην ποινή τῆς έγγράφου προειδοποιήσεως ἡ τῆς ἐπιπλήξεως τό δικαίωμα υπερασπίσεως γίνεται σεβαστό ἐφ' ὅσον ὁ 'ίδιος ὁ υπάλληλος λαμβάνει γνώση τοῦ πειθαρχικοῦ φακέλου.

    Ή 'Επιτροπή προσθέτει ὅτι μόνο μέ τήν επιστολή τῆς 2ας Ἀπριλίου 1979, πού περιήλθε στίς ἁρμόδιες υπηρεσίες τήν 6η 'Απριλίου 1979, ὁ δικηγόρος τοῦ Demont ἐζήτησε νά λάβει γνώση τοῦ φακέλου, καί ὅτι κατά τήν ημερομηνία αύτη τά καθήκοντα πού προέκυπταν ἀπό τήν πειθαρχική διαδικασία εἶχαν ουσιαστικά τερματισθεί, ἀφοῦ ή τελευταία ἀκρόαση τοῦ προσφεύγοντος Εγινε τήν 3η 'Απριλίου 1979. Ὑπό τίς περιστάσεις αυτές, ἡ μή παρέμβαση τοῦ δικηγόρου δέν δύναται, ἑπομένως, νά θεωρηθεί ὡς προσβολή τοῦ δικαιώματος υπερασπίσεως.

    Ὡς πρός τό τρίτο σημεῖο,Demont υποστηρίζει ὅτι τό δικαίωμα υπερασπίσεως προσεβλήθη καθ' ὅσον ἡ 'Επιτροπή δέν ἐκοινοποίησε στόν προσφεύγοντα, πρό τοῦ πέρατος τῆς πειθαρχικῆς διαδικασίας, τό περιεχόμενο ὁρισμένων μαρτυρικών καταθέσεων πού τῆς ἐχρησίμευσαν ὡς στοιχεία εκτιμήσεως τῆς επιβληθείσης ποινῆς καί πού ρητῶς αναφέρονται στην απόφαση περί ἐπιπλήξεως.

    Καί κάθε διοικητική πράξη, λαμβανομένη κατά παράβαση τῆς βασικής ἀρχής σύμφωνα μέ τήν ὁποία δικαστική ἀπόφαση δέν δύναται να στηρίζεται ἐπί πράξεων, των ὁποίων οἱ διάδικοι δέν ἠδυνήθησαν νά λάβουν γνώση, κατά τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, εἶναι ἀπολύτως άκυρη.

    Ό Demont ἀμφισβητεί τό επιχείρημα τῆς 'Επιτροπής κατά τό όποιο ἡ μή κοινοποίηση τῶν προαναφερθέντων έγγραφων δέν τοῦ ἐπροξένησε βλάβη, ισχυριζόμενος ὅτι κανείς δέν δύναται νά γνωρίζει ποια θά ήταν ἡ ἀπόφαση τῆς ἁρμοδίας γιά τους διορισμούς ἀρχής ἄν ὁ προσφεύγων εἶχε δυνηθεί νά κάμει γνωστές τίς παρατηρήσεις καί τίς δικαιολογίες του κατόπιν τῶν μαρτυρικῶν καταθέσεων πού παρέμειναν μυστικές. Στην περίπτωση αύτη έγινε παράβαση κανόνος δημοσίας τάξεως ἡ ουσιώδους τύπου, πράγμα πού ἀναγκαίως συνεπάγεται τήν απόλυτη ἀκυρότητα τῆς ἀποφάσεως.

    Ή 'Επιτροπή, ἀφοῦ διευκρίνισε ὅτι ἕνα μέρος τῶν πρακτικών τῶν μαρτυρικών καταθέσεων πού ἀναφέρονται στην ἀπόφαση ἐκοινοποιήθησαν στον Demont πρό τοῦ πέρατος τῆς πειθαρχικής διαδικασίας, υποστηρίζει ὅτι ἡ μή γνωστοποίηση τῶν άλλων πρακτικών δέν ἐπροξένησε καμμιά βλάβη στόν ενδιαφερόμενο.

    'Ισχυρίζεται ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν παγία νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, ἡ ἀκυ-ρότης διαδικασίας, κατά τήν ὁποία ὁρισμένα έγγραφα δέν ἐκοινοποιήθησαν στόν ενδιαφερόμενο διάδικο,

    εξαρτάται ἀπό τήν ἀπόδειξη ὅτι τά έγγραφα αυτά διεδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην λήψη τῆς ἀποφάσεως στην οποία κατέληξε ἡ διαδικασία. 'Εν προκειμένω, ὁ Demont δέν ἀπέδειξε οὕτε κάν ἀπε-πειράθη νά προσκομίσει τήν ελάχιστη ἀπόδειξη ὅτι ἡ μή κοινοποίηση τῶν προαναφερθέντων πρακτικών τοῦ ἐπροξένησε οιανδήποτε βλάβη.

    Ή ἀνυπαρξία οιασδήποτε βλάβης ἀποδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι στην ἀπό 10ης Αυγούστου 1979 διοικητική του ένσταση, καί επομένως μεταγενέστερη τῆς ημέρας κατά τήν ὁποία ἠδυνήθη νά λάβει γνώση τοῦ φακέλου στό σύνολο του, ὁ Demont δέν διετύπωσε Ιδιαίτερες αιτιάσεις κατά τῶν έγγράφων αυτών.

    Ή εξέταση τῶν καταθέσεων τῶν ἐν λόγω μαρτύρων επιτρέπει ἐξ άλλου τόν Ισχυρισμό ὅτι δέν προσεκόμισαν νέα στοιχεία ὡς πρός τά περιστατικά, τά ὁποῖα τελικά έγιναν δεκτά ἀπό τήν πειθαρχική ἀρχή.

    Όσον άφορᾶ τό τέταρτο σημείο,Demont Ισχυρίζεται ὅτι ὁ πειθαρχικός φάκελος δέν περιέχει ένα υπηρεσιακό σημείωμα πού ἀπηύθυνε ὁ ὑποδειχθείς γιά τήν διεξαγωγή τῆς ἀνακρίσεως υπάλληλος Lannoy στόν Hay τήν 7η Μαΐου 1979 καί τοῦ ὁποίου τό περιεχόμενο ήταν ευνοϊκό γιά τόν προσφεύγοντα.

    Ή 'Επιτροπή άπαντα διευκρινίζοντας ὅτι τό ἐν λόγω σημείωμα ευρίσκεται πράγματι εντός τοῦ φακέλου.

    ΙV — Προφορική διαδικασία

    Ό Demont, εκπροσωπούμενος ἀπό τόν Xavier Leurquin, δικηγόρο Βρυξελλών καί ή 'Επιτροπή τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμένη ἀπό τήν Denise Sorasio, μέλος τῆς νομικής τῆς υπηρεσίας, επικουρουμενη ἀπό τόν Daniel Jacob, δικηγόρο Βρυξελλών, ἀγόρευσαν στην δημοσία συνεδρίαση τῆς 17ης Νοεμβρίου 1981.

    Ἡ γενική εἰσαγγελεύς ἀνέπτυξε τίς προτάσεις τῆς στην δημοσία συνεδρίαση τῆς 15ης 'Οκτωβρίου 1981.

    Σκεπτικό

    1

    Μέ δικόγραφο πού κατέθεσε στην γραμματεία τοῦ Δικαστηρίου την 2α Μαΐου 1980, ó René Demont, υπάλληλος τῆς Επιτροπῆς τῶν Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ἤσκησε προσφυγή μέ την ὁποία ζητείται ἡ ἀκύρωση τῆς ἀποφάσεως τῆς 'Επιτροπής τῆς 15ης 'Ιουνίου 1979, πού τοῦ επέβαλε την ποινή τῆς ἐπιπλήξεως, δυνάμει τῶν άρθρων 86 παράγραφος 2 στοιχείο β καί 87 παράγραφος 1 τού κανονισμοῦ υπηρεσιακής καταστάσεως τῶν υπαλλήλων τῶν Ευρωπαϊκῶν Κοινοτήτων (ἐφεξής: ὁ κανονισμός), καθώς καί τῆς ἀπό 7ης Μαρτίου 1980 ἀποφάσεως τῆς 'Επιτροπής, μέ την ὁποία ἀπερρίφθη ἡ υποβληθείσα κατά τῆς ἐπιβαλ-λούσης τήν ἀνωτέρω ποινή ἀποφάσεως διοικητική ένσταση.

    2

    Πρός στήριξη τῆς προσφυγής του ὁ προσφεύγων ισχυρίζεται ὅτι ἡ ἐν λόγω ἀπόφαση εἶναι ὄχι μόνον ουσία, ἀλλα καί νόμω ἀστήρικτη. 'Ισχυρίζεται ιδίως ὅτι ή 'Επιτροπή παρέβη ἐν προκειμένω τό καθήκον συνδρομής έναντι τοῦ υπαλλήλου, πού τῆς επιβάλλει τό άρθρο 24 τοῦ κανονισμοῦ, αιτιολόγησε κατά τρόπο ἀντιφατικό τό προσβαλλόμενο μέτρο, κατά παράβαση τοῦ ἄρθρου 25 τοῦ κανονισμοῦ, καί, τέλος, παρεβίασε τήν γενική ἀρχή τοῦ σεβασμοῦ τοῦ δικαιώματος υπερασπίσεως.

    3

    Πρέπει, κατά πρώτον, νά εξετασθεί ὁ τελευταίος αὐτός λόγος ἀκυρώσεως. Προς στήριξη τοῦ λόγου αὐτοῦ, ὁ προσφεύγων προβάλλει, κατ' ἀρχάς, ὅτι ἡ διαδικασία πού ἀκολούθησε ἐν προκειμένω ἡ ἁρμοδία γιά τους διορισμούς ἀρχή, γιά νά τοῦ επιβάλει πειθαρχική ποινή, εἶναι παράτυπη ἐν ὄψει τῆς ἀνωτέρω ἀρχής, λόγω τοῦ ὅτι δέν τοῦ ἐχορηγήθη επαρκής προθεσμία γιά νά προετοιμάσει τήν υπεράσπιση του. Διευκρινίζει ὅτι ἡ ἁρμοδία γιά τους διορισμούς ἀρχή άρχισε την ἀκρόαση του τήν 28η Σεπτεμβρίου 1978, δηλαδή τρεις μόνο ήμερες μετά τήν λήψη τῆς ἀπό 25ης Σεπτεμβρίου 1978 ἀποφάσεως τῆς περί κινήσεως εναντίον του τῆς πειθαρχικής διαδικασίας, κατά τήν έννοια τοῦ ἄρθρου 87 τοῦ κανονισμοῦ.

    4

    Τά σχετικά μέ τήν εξέλιξη τῆς διαδικασίας αυτής πραγματικά περιστατικά, ὅπως προκύπτουν ἀπό τήν δικογραφία καί τά όποῖα ὁ 'ίδιος ὁ προσφεύγων δέν ἀμφισβητεί, δέν ἀποδεικνύουν πάντως τό βάσιμο τῆς αιτιάσεως αυτής.

    5

    Εἶναι πράγματι βέβαιο ὅτι τήν ἀκρόαση τῆς 28ης Σεπτεμβρίου 1978 ἐπηκο-λούθησαν δύο άλλες ἀκροάσεις, τήν 19η 'Ιανουαρίου καί τήν 13η 'Απριλίου 1979, κατά τίς όποιες ὁ προσφεύγων ὄχι μόνο ἠκούσθη ἐκ νέου, ἀλλά ἠδυνήθη ἐπί πλέον νά υποβάλει επεξηγηματικά υπομνήματα καί νά εξετάσει μάρτυρες πού ὁ ἴδιος εἶχε κλητεύσει. Παρά την βραχύτητα τῆς προθεσμίας πού διέθετε πρό της πρώτης του ἀκροάσεως, ὁ προσφεύγων ἠδυνήθη, επομένως, πρό τῆς λήψεως της επιδίκου ἀποφάσεως περί επιβολής τῆς ποινής τῆς ἐπιπλήξεως, νά προετοιμάσει την ὑπεράσπιση του ὑπό συνθήκες σύμφωνες πρός τίς ἀπαιτήσεις τῆς προαναφερθείσης ἀρχῆς.

    6

    Ό προσφεύγων υποστηρίζει, ἐπί πλέον, ὅτι ἡ 'Επιτροπή προσέβαλε ἐν προκειμένω τό δικαίωμα υπερασπίσεως, ἀρνούμενη ἰδίως στόν δικηγόρο του νά λάβει γνώση τοῦ πειθαρχικοί) φακέλου πού τόν ἀφορούσε.

    7

    Ή 'Επιτροπή, χωρίς νά ἀρνείται τό γεγονός αυτό, ἰσχυρίζεται ὅτι ἀπό τήν ερμηνεία τῶν συνδεδυασμένων διατάξεων τοῦ ἄρθρου 87 παράγραφος 2 καί τοῦ παραρτήματος IX τοῦ κανονισμοί) προκύπτει ὅτι ἡ παρέμβαση συνηγόρου δέν προβλέπεται ἀπό τόν κανονισμό παρά μόνο στην περίπτωση κατά τήν ὁποία ὁ υπάλληλος καλείται νά εμφανισθεί ἐνώπιον τοῦ πειθαρχικοῦ συμβουλίου ἡ ὅταν ή ποινή πού δύναται νά τοῦ επιβληθεί εἶναι βαρύτερη ἀπό τήν έγγραφη προειδοποίηση ἡ τήν επίπληξη. Ή Ἐπιτροπή εἶναι τῆς γνώμης ὅτι στίς άλλες περιπτώσεις, ὅπως ἡ προκειμένη, τό δικαίωμα υπερασπίσεως τοῦ ενδιαφερομένου θά γίνει σεβαστό, σύμφωνα μέ τόν κανονισμό, ἐφ' ὅσον ὁ 'ίδιος ὁ υπάλληλος ἠδυνήθη νά λάβει γνώση τοῦ πειθαρχικοί) φακέλου.

    8

    Μιά τέτοια επιχειρηματολογία δέν λαμβάνει ὑπ' ὄψη τό γράμμα καί τό πνεῦμα των διατάξεων τοῦ κανονισμοί) πού ἀναφέρονται στην πειθαρχική διαδικασία.

    9

    Οὔτε τό άρθρο 87 ούτε τό παράρτημα IX τοῦ κανονισμοί) οὔτε οἱ δύο αυτές διατάξεις ἐν συνδυασμῶ εξεταζόμενες επιτρέπουν πράγματι νά γίνεται διάκριση μεταξύ τῶν μέσων υπερασπίσεως πού ὁ υπάλληλος δύναται νά διαθέτει κατά τήν διάρκεια τῆς πειθαρχικῆς διαδικασίας, ἀναλόγως τοῦ ἄν ἡ διαδικασία αυτή συνεπάγεται ἤ όχι τήν σύμπραξη τοῦ πειθαρχικοί) συμβουλίου ἡ ἀναλόγως της βαρύτητος τῆς ποινής, ἡ ὁποία δύναται νά επιβληθεί στον υπάλληλο.

    10

    Τό άρθρο 4 εδάφιο 2 τοῦ παραρτήματος IX τοῦ κανονισμοί), προβλέποντας ὅτι «ενώπιον τοῦ πειθαρχικοί) συμβουλίου, ὁ υπάλληλος δύναται νά υποβάλει γραπτές ἡ προφορικές παρατηρήσεις, νά προτείνει μάρτυρες καί νά παρασταθεί μέ συνήγορο τῆς εκλογῆς του», δέν δύναται νά ερμηνευθεί ὡς ἀποκλεῖον τήν δυνατότητα γιά τόν υπάλληλο νά ἐπικουρεῖται ἀπό συνήγορο σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, κατά τίς όποιες ἡ κινηθείσα εναντίον του πειθαρχική διαδικασία δέν εἶναι ή διεπομένη ἀπό τό παράρτημα IX τοῦ κανονισμοί). Μιά τέτοια ερμηνεία πού, σύμφωνα μέ τό γράμμα τῆς προαναφερθείσης διατάξεως, θά ἐφηρμόζετο επίσης στό δικαίωμα υποβολῆς γραπτῶν ἤ προφορικῶν παρατηρήσεων καί στό δικαίωμα κλητεύσεως μαρτύρων, θά κατέληγε στό ἀνεπίτρεπτο ἀποτέλεσμα ὅτι, σέ πειθαρχικές διαδικασίες έκτός τῶν προβλεπομένων στό παράρτημα ΙΧ τοῦ κανονισμοί), ὁ υπάλληλος δέν θά διέθετε τίς ουσιαστικές προνομίες, τίς ὁποίες περιέχει τό δικαίωμα υπερασπίσεως καί 'έτσι θά ἐστερεῖτο στην πράξη τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ.

    11

    Περιλαμβανομένη στό ειδικό πλαίσιο τοῦ παραρτήματος ΙΧ τοῦ κανονισμοί), ή ἐν λόγω διάταξη άφορᾶ ἀποκλειστικώς τά διεπόμενα ἀπό τό παράρτημα αυτό θέματα καί πηγάζει ἀπό την θεμελιώδη ἀξίωση κατά την ὁποία ὁ σεβασμός τοῦ δικαιώματος υπερασπίσεως, συμπεριλαμβανομένου τοῦ δικαιώματος τοῦ ενδιαφερομένου να ἐπικουρεῖται ἀπό δικηγόρο, επιβάλλεται κατά τρόπο ἀκόμη περισσότερο αυστηρό ἐφ' ὅσον ἡ κινηθείσα κατ' αὐτοῦ πειθαρχική κιαδικασία κινδυνεύει νά καταλήξει στην επιβολή ιδιαιτέρως βαρειών ποινών.

    12

    Γιά τους λόγους αυτούς, πρέπει νά ἀναγνωρισθεί ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς Επιτροπῆς νά επιτρέψει στόν δικηγόρο τοῦ προσφεύγοντος νά λάβει γνώση τοῦ πειθαρχικοί) φακέλου κατά τήν διάρκεια τῆς διαδικασίας πού κατέληξε στην επιβολή τῆς επιδίκου ποινής δέν ευρίσκει νομικό έρεισμα οὔτε στό γράμμα ούτε στό πνεῦμα τῶν διατάξεων τοῦ κανονισμοῦ πού ἀναφέρονται στό πειθαρχικό καθεστώς, άλλά συνιστά παραβίαση θεμελιώδους αρχής τοῦ δικαίου, τήν οποία τό Δικαστήριο εἶναι υποχρεωμένο νά διαφυλάξει στην κοινοτική έννομη τάξη.

    13

    Δοθέντος ὅτι ἡ άρνηση αυτή εἶναι ἱκανή νά επηρεάσει τό νομότυπο τῆς πειθαρχικής διαδικασίας πού ἀκολούθησε ἐν προκειμένω ἡ Ἐπιτροπή, πρέπει νά ἀκυρωθεί ἡ ἀπόφαση, ἡ ὁποία ελήφθη στό πέρας τῆς διαδικασίας αυτής καί πού επέβαλε στόν προσφεύγοντα τήν ποινή τῆς ἐπιπλήξεως, παρέλκει δέ ἡ εξέταση τῶν προβαλλομένων μέ τήν προσφυγή λοιπών λόγων ἀκυρώσεως.

    Ἐπί τῶν δικαστικών εξόδων

    14

    Κατά τό άρθρο 69 παράγραφος 2 τοῦ κανονισμοί) διαδικασίας, ὁ ηττηθείς καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

    15

    Ἐπειδή ἡ καθ' ἧς ἡττήθη, πρέπει νά καταδικασθεί στά δικαστικά έξοδα.

     

    Διά ταῦτα

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμῆμα)

    κρίνει καί ἀποφασίζει:

     

    1)

    Ἀκυρώνει τήν ἀπόφαση τῆς Επιτροπής τῆς 15ης Ιουνίου 1979 περί ἐπιβολής στόν προσφεύγοντα τῆς ποινής τῆς ἐπιπλήξεως.

     

    2)

    Καταδικάζει τήν καθ' ης στά δικαστικά έξοδα.

     

    Bosco

    O'Keeffe

    Koopmans

    Ἐδημοσιεύθη σέ δημοσία συνεδρίαση στό Λουξεμβοῦργο τήν 17η Δεκεμβρίου 1981.

    Ὁ γραμματεύς

    Α. Van Houtte

    Ό πρόεδρος τοῦ πρώτου τμήματος

    G. Bosco

    Top