Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61980CJ0072

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1981.
    Marco Airola κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Υπάλληλοι - Τιμή συναλλάγματος πρός υπολογισμό των αποδοχών.
    Υπόθεση 72/80.

    Συλλογή της Νομολογίας 1981 -02717

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:267

    61980J0072

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 12ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1981. - MARCO AIROLA ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ - ΤΙΜΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 72/80.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 02717


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Αντικείμενο της υπόθεσης
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Υπάλληλος — Αποδοχές — Εξισωτική αποζημίωση τής προϊσχυσάσης αποζημιώσεως αποστάσεως — Καταβολή σέ νόμισμα διαφορετικό τού βελγικού φράγκου — Εφαρμογή αναπροσαρμοσμένων τιμών συναλλάγματος — Μή δυνατότητα εφαρμογής συντελεστών αναπροσαρμογής

    ( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων άρθρα 63 , 64 καί 106 )

    Περίληψη


    Τό άρθρο 106 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως πρέπει νά εννοείται ως παρέχον τό δικαίωμα στόν υπάλληλο νά λαμβάνει αποζημίωση αποστάσεως , τής οποίας τό ποσό , εκφραζόμενο σέ βελγικά φράγκα , ειχε παγώσει στό επίπεδο τού 1961 . Τό ποσό αυτό πρέπει νά υπολογίζεται στό εθνικό νόμισμα τού τόπου υπηρεσίας στήν τιμή πού καθορίζεται στό άρθρο 63 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , οπως ισχύει τήν στιγμή κατά τήν οποία πρέπει νά καταβληθεί η αποζημίωση . Στήν αποζημίωση αυτή δέν εφαρμόζεται ο συντελεστής αναπροσαρμογής πού προβλέπεται στό άρθρο 64 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως .

    Διάδικοι


    Στήν υπόθεση 72/80

    MARCO AIROLA , διαμένων στήν Angera ( Varese ), Ιταλίας , υπάλληλος τής Επιτροπής τών ΕΚ στό Κοινό Κέντρο Ερευνών τής Ispra , εκπροσωπούμενος από τόν Cesare Ribolzi , δικηγόρο Μιλάνου , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν Victor Biel , δικηγόρο , 18a , rue des Glacis ,

    προσφεύγων ,

    κατά

    ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένης από τόν Oreste Montalto , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , μέ τόπο επιδόσεων στό Λουξεμβούργο , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

    καθ’ ης ,

    Αντικείμενο της υπόθεσης


    πού έχει ως αντικείμενο τά αιτήματα πού διαλαμβάνονται στό δικόγραφο τής προσφυγής ,

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Μέ προσφυγή πού κατέθεσε στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου στίς 7 Μαρτίου 1980 , δυνάμει τού άρθρου 91 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , στρεφομένη κατά τής Επιτροπής , τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , ο Airola , υπάλληλος τής Επιτροπής υπηρετών στό Κοινό Κέντρο Ερεύνης στήν Ispra τής Ιταλίας , ζητεί από τό Δικαστήριο :

    «1 ) νά ακυρώσει τήν απόφαση τής 21ης Νοεμβρίου 1979 , μέ τήν οποία η Επιτροπή απέρριψε τήν ένσταση τού προσφεύγοντος , κατά τό μέρος πού η απόφαση αυτή παραβιάζει τό άρθρο 106 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καί τίς γενικές αρχές τού κοινοτικού δικαίου ( τών αρχών τής μή διακρίσεως , τής προστασίας τών κεκτημένων δικαιωμάτων καί τής θεμιτής εμπιστοσύνης)·

    2)νά αναγνωρίσει ως μή νόμιμη , γιά τούς ανωτέρω λόγους , τήν επελθούσα από τής καταβολής τών αποδοχών τού μηνός Απριλίου 1979 , μείωση , κατά τό βασικό ποσό σέ βελγικά φράγκα , τής οφειλομένης στόν προσφεύγοντα αποζημιώσεως δυνάμει τού άρθρου 106 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως·

    3)νά αναγνωρίσει , κατά τήν άσκηση τής αρμοδιότητός του κρίσεως επί τής ουσίας τής υποθέσεως , τό δικαίωμα τού προσφεύγοντος νά διατηρήσει άθικτο τό προαναφερθέν ποσό καί νά εφαρμόσει επ’ αυτού τήν αναπροσαρμοσμένη τιμή συναλλάγματος γιά τήν μετατροπή ή , επικουρικώς , τήν τιμή συναλλάγματος πού προκύπτει από τόν συνδυασμό τών διατάξεων τών κανονισμών 3085/78 καί 3086/78 κατά τήν μετατροπή του·

    4)νά αναγνωρίσει , εξ άλλου , ως οφειλόμενες στόν προσφεύγοντα τίς ληξιπρόθεσμες οφειλές πού προκύπτουν από τήν εφαρμογή επί τής εν λόγω αποζημιώσεως τής αναπροσαρμοζομένης τιμής συναλλάγματος τουλάχιστον από 15ης Φεβρουαρίου 1976 , εις εκτέλεση τών διοικητικών διατάξεων τής Επιτροπής τής 21ης Ιανουαρίου 1976» .

    2 Τά άρθρα 63 καί 64 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων , οπως ίσχυαν μέχρι τέλους τού 1978 , ωριζαν : «οι αποδοχές τού υπαλλήλου εκφράζονται σέ βελγικά φράγκα· καταβάλλονται στό νόμισμα τής χώρας , στήν οποία ο υπάλληλος ασκεί τά καθήκοντά του· οι αποδοχές πού καταβάλλονται σέ νόμισμα διάφορο τών βελγικών φράγκων υπολογίζονται βάσει τών ισοτιμιών πού γίνονται δεκτές από τό Διεθνές Νομισματικό Ταμείο καί ίσχυαν τήν 1η Ιανουαρίου 1965· οι αποδοχές τού υπαλλήλου πού εκφράζονται σέ βελγικά φράγκα προσαρμόζονται βάσει ενός συντελεστού αναπροσαρμογής ανωτέρου , κατωτέρου ή ίσου πρός τό 100 % , ανάλογα μέ τίς συνθήκες ζωής στούς διαφόρους τόπους υπηρεσίας· ο συντελεστής αναπροσαρμογής πού εφαρμόζεται στίς αποδοχές τών υπαλλήλων πού υπηρετούν στίς προσωρινές εδρες τών Κοινοτήτων ειναι , τήν 1η Ιανουαρίου 1962 , ίσος πρός 100 %» .

    3 Τό Συμβούλιο εθέσπισε , τήν 21η Δεκεμβρίου 1978 , τόν κανονισμό ( Ευρατόμ , ΕΚΑΧ , ΕΟΚ ) 3085/78 ( JO L 369 σ . 6 ), ο οποίος στό πρώτο του άρθρο ορίζει οτι τό άρθρο 63 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως αντικαθίσταται ως εξής :

    «Οι αποδοχές τών υπαλλήλων εκφράζονται σέ βελγικά φράγκα . Καταβάλλονται στό νόμισμα τής χώρας , στήν οποία ο υπάλληλος ασκεί τά καθήκοντά του .

    Οι αποδοχές πού καταβάλλονται σέ νόμισμα διαφορετικό από τό βελγικό φράγκο υπολογίζονται βάσει τών τιμών συναλλάγματος πού εχρησιμοποιήθησαν γιά τήν εκτέλεση τού γενικού προϋπολογισμού τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά τήν 1η Ιουλίου 1978 .

    Η ημερομηνία αυτή τροποποιείται κατά τήν ετησία εξέταση τών αποδοχών πού προβλέπεται στό άρθρο 65 , από τό Συμβούλιο , τό οποίο αποφασίζει κατόπιν προτάσεως τής Επιτροπής μέ τήν ειδική πλειοψηφία πού προβλέπεται στήν πρώτη περίπτωση τού εδαφίου 2 τής παραγράφου 2 τού άρθρου 148 τής συνθήκης ΕΟΚ καί τού άρθρου 118 τής συνθήκης Ευρατόμ .

    Υπό τήν επιφύλαξη τής εφαρμογής τών άρθρων 64 καί 65 , οι συντελεστές αναπροσαρμογής πού καθορίζονται δυνάμει τών ως άνω άρθρων προσαρμόζονται , σέ περίπτωση τροποποιήσεως τής ανωτέρω ημερομηνίας , από τό Συμβούλιο , τό οποίο , αποφασίζοντας κατά τήν διαδικασία πού προβλέπεται στό τρίτο εδάφιο , διορθώνει τίς συνέπειες τής διακυμάνσεως τού βελγικού φράγκου σέ σχέση μέ τίς αναφερόμενες στό δεύτερο εδάφιο τιμές.»

    Τό άρθρο 4 τού κανονισμού ορίζει οτι η μέν τυπική ισχύς τού κανονισμού αρχίζει τήν 1η Ιανουαρίου 1979 , η δέ ουσιαστική του τήν 1η Απριλίου 1979 .

    4 Τήν 21η Δεκεμβρίου 1978 , τό Συμβούλιο εθέσπισε επίσης τόν κανονισμό ( Ευρατόμ , ΕΚΑΧ , ΕΟΚ ) 3086/78 περί προσαρμογής τών διορθωτικών συντελεστών αναπροσαρμογής , οι οποίοι εφαρμόζονται επί τών αποδοχών καί συντάξεων τών υπαλλήλων καί τού λοιπού προσωπικού τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , κατόπιν τής τροποποιήσεως τών διατάξεων τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών σχετικών μέ τίς χρησιμοποιητέες νομισματικές ισοτιμίες κατά τήν εφαρμογή τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως . Τό άρθρο 1 παράγραφος 1 τού κανονισμού καθορίζει , μεταξύ άλλων , τόν συντελεστή αναπροσαρμογής πού εφαρμόζεται επί τών αποδοχών τών υπαλλήλων καί τού λοιπού προσωπικού .

    5 Οι πρό τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως κανόνες πού ίσχυαν πρό τής 1ης Ιανουαρίου 1962 , προέβλεπαν τήν καταβολή μιάς αποζημιώσεως αποκαλουμένης αποζημιώσεως «αποστάσεως» , πού αντιστοιχούσε στό 20 % τού βασικού μισθού , στούς υπαλλήλους , οι οποίοι ηδύναντο νά αποδείξουν οτι ο τόπος υπηρεσίας τους ευρίσκετο πέραν τών 70 χλμ . ( 25 χλμ . κατά τόν κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως ΕΚΑΧ τού 1956 ) από τόν τόπο καταγωγής τους . Τό κριτήριο ιθαγενείας δέν ελαμβάνετο υπ’ όψη .

    6 Ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως , πού ετέθη εν ισχύι τήν 1η Ιανουαρίου 1962 , αντικατέστησε τήν αποζημίωση αυτή μέ τήν αποκαλουμένη αποζημίωση «αποδημίας» πού στηρίζεται στό γεγονός οτι ο υπάλληλος οφείλει νά εργάζεται σέ Κράτος μέλος διάφορο εκείνου τού οποίου έχει τήν ιθαγένεια . Τό άρθρο 106 , ως μεταβατική διάταξη , ωριζε :

    «Στόν υπάλληλο , ο οποίος , αφού έλαβε πρίν από τήν εφαρμογή τού παρόντος κανονισμού αποζημίωση αποστάσεως , δέν πληροί τίς προϋποθέσεις πού καθορίζονται από τό άρθρο 4 τού παραρτήματος VII γιά τή χορήγηση τής αποζημιώσεως αποδημίας , εγκρίνεται τό ποσό πού θά ελάμβανε ως αποζημίωση αποστάσεως κατ’ εφαρμογή τού καθεστώτος αποδοχών πού ίσχυε πρίν από τή θέση σέ ισχύ τού παρόντος κανονισμού . Τό ποσό αυτό δέν δύναται νά τροποποιηθεί στό μέλλον γιά οποιαδήποτε αιτία , εκτός άν ο υπάλληλος πληρώσει τίς προϋποθέσεις οι οποίες τού παρέχουν τό δικαίωμα νά λάβει τήν αποζημίωση αποδημίας.»

    7 Η εφαρμογή τού άρθρου 106 άρχισε από τόν Μάιο 1974 , καί αναδρομικώς από 1ης Φεβρουαρίου 1973 , επί υπαλλήλων οι οποίοι ειχαν προσληφθεί από τήν πρώην Επιτροπή Ευρατόμ μεταξύ τής 19ης Ιουνίου 1960 καί 31ης Δεκεμβρίου 1961 καί δέν ειχαν λάβει ποτέ τήν αποζημίωση αποστάσεως . Μέ επιστολή τής 14ης Μαρτίου 1974 , υπάλληλοι τής κατηγορίας αυτής πού ανήκαν στό Κοινό Κέντρο Ερευνών έλαβαν μιά εγκύκλιο , στήν οποία τό ποσό τής εν λόγω αποζημιώσεως εξεφράζετο σέ βελγικά φράγκα βάσει τού βασικού μισθού , πού εξεφράζετο επίσης σέ βελγικά φράγκα καί ανεφέρετο στήν επιστολή προσλήψεώς τους .

    8 Η εν λόγω αποζημίωση εξηκολούθησε νά καταβάλεται στούς δικαιούχους βάσει τής συναλλαγματικής σχέσεως 1 BFR = 12,50 ιταλικές λιρέτες . Κατά τόν προ- σφεύγοντα , μία διοικητική απόφαση , πού ελήφθη τόν Ιανουάριο 1976 , η οποία ομως δέν εγνωστοποιήθη ποτέ στό προσωπικό , προέβλεπε μεταξύ άλλων , οτι η αποζημίωση αυτή θά εκκαθαρίζετο βάσει αναπροσαρμοσμένων τιμών συναλλάγματος . Εν τούτοις , η απόφαση αυτή ουδέποτε εφηρμόσθη επί τής αποζημιώσεως αποστάσεως , διότι η Επιτροπή έκρινε , οπως η ίδια δέχεται , οτι , κατόπιν ελέγχου τών διαφόρων θέσεων τού προϋπολογισμού , η απόφαση δέν έπρεπε νά εφαρμοσθεί επί τής αποζημιώσεως αυτής επειδή , σύμφωνα μέ τό άρθρο 106 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , η ανωτέρω αποζημίωση δέν ηδύνατο νά ποικίλλει γιά οποιοδήποτε λόγο .

    9 Μετά τήν θέση εν ισχύι τών κανονισμών 3085/78 καί 3086/78 , ο προσφεύγων διεπίστωσε οτι στό εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών του τού Απριλίου 1979 , τό ποσό τής αποζημιώσεως , εκφραζόμενο σέ βελγικά φράγκα ειχε μειωθεί σημαντικά , ενώ τό καταβαλλόμενο σέ ιταλικές λιρέτες ειχε παραμείνει αμετάβλητο .

    10 Ακολούθως , μέ επιστολή τής 27ης Ιουνίου 1979 , υπέβαλε στήν Επιτροπή ένσταση κατά τήν έννοια τού άρθρου 90 , παράγραφος 2 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως κατά τής «ουσιαστικής μειώσεως» τής αποζημιώσεως . Παρεπονείτο , όχι μόνο γιά τήν μείωση τού σέ βελγικά φράγκα ποσού , η οποία προέκυπτε από τό εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών του γιά τόν Απρίλιο 1979 , αλλά καί γιά τήν μή εφαρμογή τής διοικητικής αποφάσεως τού 1976 . Επειδή η Επιτροπή απέρριψε τήν ένσταση αυτή , ο προσφεύγων ήσκησε τήν παρούσα προσφυγή .

    11 Κατ’ αρχήν πρέπει νά εξετασθεί τό κύριο αίτημα τού προσφεύγοντος , αυτό δηλαδή πού αφορά τήν περίοδο από 1ης Απριλίου 1979 . Ο προσφεύγων υποστηρίζει οτι τό ποσό τής αποζημιώσεως αποστάσεως έπρεπε νά καταβληθεί μέ τήν αναπροσαρμοσμένη τιμή συναλλάγματος από τόν Απρίλιο 1979 . Κατά τήν άποψή του , αυτό προκύπτει από τήν νέα διατύπωση τού άρθρου 63 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως . Η Επιτροπή αμφισβητεί αυτή τήν άποψη . Κατ’ αυτή , ο υπάλληλος δύναται νά λαμβάνει , δυνάμει τού άρθρου 106 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , μόνο τό ποσό πού θά ελάμβανε ως αποζημίωση αποστάσεως κατ’ εφαρμογή τού πρό τής ενάρξεως ισχύος τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καθεστώτος αμοιβών . Τό ποσό αυτό δέν δύναται νά ποικίλλει στό μέλλον γιά οποιοδήποτε λόγο . Εξ αυτού προκύπτει οτι τό ποσό τής αποζημιώσεως σέ εθνικό νόμισμα τού τόπου υπηρεσίας τού υπαλλήλου καθωρίσθη κατ’ εφαρμογή τών τιμών συναλλάγματος τού 1961 καί οτι τό ποσό αυτό δέν δύναται νά μεταβληθεί .

    12 Η άποψη τής Επιτροπής δέν δύναται νά γίνει δεκτή . Δέν αμφισβητείται οτι οι αποδοχές τών υπαλλήλων εξεφράζοντο σέ βελγικά φράγκα πρό τής εκδόσεως τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καί οτι από τής θεσπίσεώς του , τό ποσό τών αποδοχών κάθε υπαλλήλου καθορίζεται σέ βελγικά φράγκα , ακόμη καί άν οι αποδοχές καταβάλλονται σέ εθνικό νόμισμα . Τό άρθρο 106 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως πρέπει επομένως νά νοηθεί ως παρέχον τό δικαίωμα στόν υπάλληλο νά λαμβάνει αποζημίωση αποστάσεως , τής οποίας τό ποσό , εκφραζόμενο σέ βελγικά φράγκα , έχει παγώσει στό επίπεδο τού 1961 . Τό ποσό αυτό πρέπει νά υπολογίζεται στό εθνικό νόμισμα τού τόπου υπηρεσίας , στήν τιμή πού καθορίζεται στό άρθρο 63 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , οπως ισχύει τήν στιγμή κατά τήν οποία πρέπει νά καταβληθεί η αποζημίωση .

    13 Εκ τών ανωτέρω επεται οτι ο προσφεύγων δικαιούται τής διαφοράς μεταξύ τού καταβληθέντος σ’ αυτόν από τήν Επιτροπή ποσού από 1ης Απριλίου 1979 ως αποζημιώσεως αποστάσεως καί τού ποσού πού θά προέκυπτε από τήν εφαρμογή τών αναπροσαρμοσμένων τιμών συναλλάγματος , κατά τό σημείο δέ αυτό η απόφαση τής Επιτροπής ειναι ακυρωτέα .

    14 Δεδομένου οτι στήν αποζημίωση αποστάσεως ουδέποτε εφηρμόσθη ο συντελεστής αναπροσαρμογής τού άρθρου 64 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , η αποζημίωση αυτή δέν πρέπει νά προσαρμοσθεί ούτε μετά τήν θέσπιση τών αναπροσαρμοσμένων τιμών .

    15 Όσον αφορά τό αίτημα τού προσφεύγοντος περί αναγνωρίσεως τού οτι οι αναπροσαρμοσμένες τιμές συναλλάγματος έπρεπε νά εφαρμοσθούν επί τής εν λόγω αποζημιώσεως κατά τήν διάρκεια τής περιόδου από 1ης Ιανουαρίου 1976 μέχρι 31ης Μαρτίου 1979 , η εξέταση τού φακέλου τής υποθέσεως οδηγεί σέ διαφορετικό συμπέρασμα .

    16 Τήν 6η Νοεμβρίου 1974 , η Επιτροπή έλαβε τήν απόφαση νά εφαρμόσει από 1ης Νοεμβρίου 1974 τίς αναπροσαρμοσμένες τιμές συναλλάγματος στίς επιστροφές ορισμένων εξόδων στά οποία υπεβλήθησαν οι υπάλληλοι τής Επιτροπής . Η απόφαση αυτή δέν ανεφέρετο στήν αποζημίωση αποδημίας . Μέ εσωτερική οδηγία τού Διευθυντού Προσωπικού , η οποία ενεκρίθη τήν 21η Ιανουαρίου 1976 από τόν Γενικό Διευθυντή Προσωπικού καί Διοικήσεως , η απόφαση τής Επιτροπής επεξετάθη , από 1ης Ιανουαρίου 1976 , «εφ’ ολων τών απολαβών πού κατεβάλλοντο από τήν Επιτροπή ή ελαμβάνοντο υπ’ όψη γιά τήν καταβολή ενός ποσού βάσει τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως τών υπαλλήλων ή τού εφαρμοζομένου επί τού λοιπού προσωπικού τών Κοινοτήτων καθεστώτος , κατά τό μέτρο πού επί τών ποσών αυτών δέν εφαρμόζεται ο συντελεστής αναπροσαρμογής πού προβλέπεται στό άρθρο 64 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως» , μέ εξαίρεση ωρισμένα ποσά πού ανεφέροντο ρητώς στήν παράγραφο 2 τής οδηγίας .

    17 Ακολουθώντας τήν οδηγία αυτή , οι υπηρεσίες τής Επιτροπής συνέταξαν ενα πίνακα τών θέσεων τού προϋπολογισμού στίς οποίες έπρεπε νά εφαρμοσθεί η οδηγία . Μεταξύ τών θέσεων αυτών , ανεφέροντο ολες οι «αποζημιώσεις άρθρων 106 , 95 , 96 κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ΕΚΑΧ» . Λίγο μετά καί εν πάση περιπτώσει πρό τής πραγματικής καταβολής κατ’ εφαρμογή αυτής τής οδηγίας , διενεργήθη έλεγχος τών διαφόρων θέσεων πού ανεφέροντο στόν προαναφερθέντα πίνακα . Διεπιστώθη οτι η αποζημίωση αποστάσεως ερυθμίζετο από τό άρθρο 63 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , μέ συνέπεια νά μήν εφαρμοσθεί ποτέ η οδηγία οσον αφορά τήν εν λόγω αποζημίωση .

    18 Δέν αμφισβητείται οτι η οδηγία , οποιαδήποτε καί άν ειναι η νομική της ισχύς , ουδέποτε εγνωστοποιήθη στό προσωπικό , οπως δέχεται καί ο ίδιος ο προσφεύγων . Μόνο μέ τήν από 27 Ιουνίου 1979 ένστασή του εζήτησε γιά πρώτη φορά νά τύχει τών αναπροσαρμοσμένων τιμών συναλλάγματος γιά τήν πρό τής 1ης Απριλίου 1979 περίοδο .

    19 Από τίς προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει οτι η εν λόγω αποζημίωση πρέπει νά θεωρηθεί ως ποσό εκφραζόμενο σέ βελγικά φράγκα , τό οποίο ομως , δυνάμει τού άρθρου 63 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , έπρεπε νά καταβληθεί στό εθνικό νόμισμα τού τόπου απασχολήσεως στήν τιμή πού ίσχυε κατά τήν ημέρα πού η αποζημίωση έπρεπε νά καταβληθεί . Ορθώς επομένως η Επιτροπή απεφάσισε νά εφαρμόσει μέχρι τήν 1η Απριλίου 1979 τήν τιμή συναλλάγματος πού προβλέπεται στό άρθρο 63 τού κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως υπό τήν παλαιά του διατύπωση . Άρα τό αίτημα τού προσφεύγοντος , κατά τό μέτρο πού αφορά τήν πρό τής 1ης Απριλίου 1979 περίοδο , πρέπει νά απορριφθεί .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί τών δικαστικών εξόδων

    20 Σύμφωνα μέ τό άρθρο 69 παράγραφος 2 τού κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά δικαστικά έξοδα .

    Διατακτικό


    Διά ταύτα

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα )

    κρίνει καί αποφασίζει :

    1 ) Ακυρώνει τήν απόφαση τής Επιτροπής , τής 21ης Νοεμβρίου 1979 , περί απορρίψεως τής ενστάσεως τού προσφεύγοντος οσον αφορά τίς εφαρμοστέες επί τής καταβολής τής αποζημιώσεως αποστάσεως τιμές συναλλάγματος από 1ης Απριλίου 1979 .

    2)Υποχρεώνει τήν Επιτροπή νά καταβάλει στόν προσφεύγοντα τήν διαφορά μεταξύ τών ποσών πού κατεβλήθησαν από 1ης Απριλίου 1979 ως αποζημίωση αποστάσεως καί εκείνου πού θά προέκυπτε από τήν εφαρμογή τών αναπροσαρμοσμένων τιμών συναλλάγματος .

    3)Απορρίπτει τήν προσφυγή κατά τά λοιπά .

    4)Η Επιτροπή φέρει τά δικαστικά έξοδα .

    Top