EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61980CJ0066

Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαΐου 1981.
SpA International Chemical Corporation κατά Amministrazione delle finanze dello Stato.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale civile e penale di Roma - Ιταλία.
Απόφαση περί αναγνωρίσεως ως ανισχύρου· αποτελέσματα· αναζήτηση αχρεωστήτου.
Υπόθεση 66/80.

Συλλογή της Νομολογίας 1981 -01191

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:102

61980J0066

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 13ΗΣ ΜΑΙΟΥ 1981. - SPA INTERNATIONAL CHEMICAL CORPORATION ΚΑΤΑ AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ TRIBUNALE CIVILE ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ). - ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΕΡΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΣ ΩΣ ΑΝΙΣΧΥΡΟΥ, ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ, ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 66/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 01191
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00097
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00099
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00265


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Προδικαστικά ερωτήματα — Εκτίμηση τού κύρους — Αναγνώριση κανονισμού ως ανισχύρου — Αποτελέσματα — Μή εφαρμογή τής πράξεως από ολα τά εθνικά δικαστήρια — Τό Δικαστήριο επιλαμβάνεται εκ νέου — Παραδεκτό

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 177 )

2 . Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Ίδιοι πόροι — Ποσά πού εισπράττονται από τά Κράτη μέλη — Διαφορές σχετικές μέ τήν αναζήτηση αχρεωστήτου — Αρμοδιότητα τών εθνικών δικαστηρίων — Εφαρμογή τού εθνικού δικαίου — Προϋποθέσεις

( Απόφαση τού Συμβουλίου τής 21ης Απριλίου 1970 άρθρο 6 )

3 . Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Ίδιοι πόροι — Ποσά πού εισπράττονται από τά Κράτη μέλη — Εγγυήσεις οι οποίες συστάθηκαν καί κατέπεσαν κατ’ εφαρμογή τού κανονισμού 563/76 — Επιτρεπομένη από τόν κοινοτικό κανονισμό επιβαρύνσεως — Αγωγή αναζητήσεως αχρεωστήτου — Έλλειψη ερείσματος

( Κανονισμός τού Συμβουλίου 563/76 άρθρο 5 )

4 . Γεωργία — Κοινή οργάνωση τών αγορών — Επιστροφές κατά τήν εξαγωγή — Σύνθετα προϊόντα — Προϋποθέσεις χορηγήσεως

( Κανονισμός τής Επιτροπής 192/75 άρθρο 8 παράγραφος 1 εδάφιο 1 καί 3 )

Περίληψη


1 . Μιά απόφαση τού Δικαστηρίου πού αναγνωρίζει , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης , τό ανίσχυρο πράξεως ενός οργάνου , ειδικότερα δέ ενός κανονισμού τού Συμβουλίου ή τής Επιτροπής , άν καί δέν απευθύνεται ευθέως παρά μόνο στό δικαστή πού προσέφυγε στό Δικαστήριο , αποτελεί επαρκή λόγο γιά κάθε άλλο δικαστή , ωστε νά θεωρήσει τήν εν λόγω πράξη ανίσχυρη , γιά τίς ανάγκες τής αποφάσεως , τήν οποία οφείλει νά εκδώσει . Δεδομένου πάντως οτι η αναγνώριση αυτή δέν έχει ως αποτέλεσμα νά αφαιρέσει από τά εθνικά δικαιοδοτικά όργανα τήν αρμοδιότητα πού τούς αναγνωρίζει τό άρθρο 177 τής συνθήκης , εναπόκειται στά όργανα αυτά νά εκτιμήσουν τήν υπαρξη συμφέροντος γιά τήν εκ νέου υποβολή ερωτήματος επί θέματος , τό οποίο έχει ήδη λυθεί από τό Δικαστήριο , στήν περίπτωση πού τό τελευταίο αναγνώρισε προηγουμένως τό ανίσχυρο πράξεως ενός οργάνου τής Κοινότητας . Τέτοιο συμφέρον μπορεί νά υπάρχει ιδίως στήν περίπτωση ερωτημάτων σχετικών μέ τήν αιτιολογία , τήν έκταση καί ενδεχομένως τίς συνέπειες τού ανισχύρου , τό οποίο διαπιστώθηκε προηγουμένως .

2 . Εφόσον τό κοινοτικό δίκαιο δέν έχει ορίσει διαφορετικά επ’ αυτού , οι διαφορές περί αποδόσεως τών ποσών πού εισπράχθηκαν γιά λογαριασμό τής Κοινότητας ανήκουν στήν αρμοδιότητα τών εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων , πρέπει δέ νά επιλύονται από τά όργανα αυτά κατ’ εφαρμογή τού εθνικού τους δικαίου , κατά τύπους καί κατ’ ουσία .

3 . Η υπαρξη , καθ’ ολη τή διάρκεια τής θέσεως σέ εφαρμογή τού εν λόγω κανονισμού , συστήματος πού έχει καταρτισθεί ειδικά γιά τήν κατανομή αποτελεσμάτων ενός μέτρου οικονομικής πολιτικής , στερεί βάσεως τήν αγωγή περί αποδόσεως τών ποσών τών εγγυήσεων πού ειχαν συσταθεί καί καταπέσει , ακόμα καί άν μιά τέτοια αγωγή θά ηταν δυνατό νά ασκηθεί μέ επιτυχία δυνάμει μόνου τού εθνικού δικαίου . Ως πρός τό σημείο αυτό ειναι άνευ σημασίας τό άν ο επιχειρηματίας έχει πράγματι επιρρίψει τήν επιβάρυνση αυτή ή άν παρέλειψε νά τό πράξει γιά λόγους πού αφορούν τήν οικονομική στρατηγική τής επιχειρήσεώς του : A fortiori αποκλείεται η απόδοση στόν επιχειρηματία στήν περίπτωση πού δέν ηταν ο ίδιος υποχρεωμένος νά εξοφλήσει τήν επίδικη επιβάρυνση καί , μέ τή θέλησή του , προκατέβαλε ή απέδωσε τό σχετικό ποσό στούς προμηθευτές του .

4 . Τό άρθρο 8 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο τού κανονισμού 192/75 αναφέρεται αποκλειστικά στήν περίπτωση σύνθετου προϊόντος , τό οποίο , υπό τήν ιδιότητά του αυτή , δέν μπορεί νά απολαύει επιστροφών κατά τήν εξαγωγή , ενώ ορισμένα συστατικά του δύνανται . Η διάταξη αυτή δέν αφορά συνεπώς τήν περίπτωση σύνθετου προϊόντος , τό οποίο απολαύει επιστροφής κατά τήν εξαγωγή λόγω τής ιδιότητάς του αυτής , δηλαδή ως σύνολο . Στήν περίπτωση αυτή , τό άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο ρυθμίζει τίς προϋποθέσεις χορηγήσεως τής επιστροφής . Από αυτό συνάγεται οτι ολα τά συστατικά τού προϊόντος πρέπει νά κατάγονται από τήν Κοινότητα ή νά έχουν τεθεί σέ ελεύθερη κυκλοφορία εντός αυτής .

Διάδικοι


Στή υπόθεση 66/80

πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού Tribunale civile τής Ρώμης , πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τής διαφοράς πού εκκρεμεί ενώπιον τού ανωτέρω δικαστηρίου μεταξύ

SPA INTERNATIONAL CHEMICAL CORPORATION , Ρώμη ,

καί

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως , αφενός , ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , ειδικότερα οσον αφορά τά αποτελέσματα τής αναγνωρίσεως τού ανισχύρου τού κανονισμού ( ΕΟΚ ) 563/76 τού Συμβουλίου τής 15ης Μαρτίου 1976 περί υποχρεώσεως αγοράς αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη , τό οποίο βρίσκεται στήν κατοχή τών οργανισμών παρεμβάσεως καί προορίζεται νά χρησιμοποιηθεί σέ ζωοτροφές ( GU L 67 , σ . 18 ), ιδίως οσον αφορά τά ποσά πού καταβλήθηκαν αχρεωστήτως δυνάμει τού παραπάνω κανονισμού καί , αφετέρου , ως πρός τήν ερμηνεία τών κανονισμών τού Συμβουλίου καί τής Επιτροπής , πού αφορούν τίς επιστροφές κατά τήν εξαγωγή γιά τίς σύνθετες ζωοτροφές ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ διάταξη τής 21ης Ιανουαρίου 1980 , πού περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 3 επομένου Μαρτίου , τό Tribunale civile τής Ρώμης , υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως πρός τήν ερμηνεία τού ανωτέρω άρθρου 177 , καθώς καί τήν ερμηνεία ή τό κύρος διαφόρων κανονισμών τού Συμβουλίου ή τής Επιτροπής πού αφορούν , ο μέν ενας τήν υποχρεωτική αγορά αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη , κατεχομένου από τούς οργανισμούς παρεμβάσεως , οι δέ άλλοι τίς επιστροφές κατά τήν εξαγωγή σύνθετων ζωοτροφών .

2 Τά ερωτήματα αυτά ανακύπτουν στά πλαίσια διαφοράς , η οποία φέρει αντιμέτωπους τήν ιταλική Amministrazione delle Finanze dello Stato καί τήν ενάγουσα στήν κύρια δίκη , παραγωγό σύνθετων ζωοτροφών , η οποία ζητά από τήν ανωτέρω αρχή , αφενός τήν απόδοση τών εγγυήσεων τίς οποίες ειχε συστήσει ή τουλάχιστον χρηματοδοτήσει γιά λογαριασμό τών προμηθευτών της καί τών οποίων η εν λόγω αρχή κήρυξε τήν κατάπτωση υπέρ αυτής καί , αφετέρου , τήν καταβολή επιστροφών κατά τήν εξαγωγή , τών οποίων τής αρνήθηκαν τή χορήγηση κατά τήν εξαγωγή ορισμένων σύνθετων ζωοτροφών .

3 Πρός τό σκοπό μειώσεως τών αποθεμάτων αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη , διά τής αυξημένης χρήσεως τού προϊόντος αυτού στίς ζωοτροφές , ο κανονισμός 563/76 τού Συμβουλίου τής 15ης Μαρτίου 1976 ( GU L 67 , σ . 18 ) συνέδεε τή χορήγηση στούς παρασκευαστές ζωοτροφών ορισμένων κοινοτικών ενισχύσεων γιά τή χρησιμοποίηση πρωτεϊνούχων προϊόντων , καθώς καί τήν παροχή άδειας γιά τήν ελεύθερη κυκλοφορία εντός τής Κοινότητας ορισμένων προϊόντων πού χρησιμοποιούνται στήν παρασκευή σύνθετων ζωοτροφών , μέ τήν υποχρέωση αγοράς ορισμένων ποσοτήτων αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη κατεχομένου από τούς οργανισμούς παρεμβάσεως . Γιά νά εξασφαλισθεί η τήρηση τής υποχρεώσεως αυτής , η χορήγηση τών ενισχύσεων καί η παροχή άδειας γιά τήν ελεύθερη κυκλοφορία εξαρτιόνταν είτε από τήν απόδειξη τής αγοράς αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη είτε από προηγούμενη σύσταση εγγυήσεως , η οποία κατέπιπτε σέ περίπτωση μή εκπληρώσεως τής υποχρεώσεως αγοράς .

4 Η ενάγουσα στήν κύρια δίκη συνέστησε , αρχικά εγγυήσεις καί , επιπλέον , χρηματοδότησε τίς εγγυήσεις πού ειχαν συστήσει ορισμένοι από τούς προμηθευτές της . Έτσι , έλαβε μέν τίς προβλεπόμενες ενισχύσεις , επειδή ομως δέν εκπλήρωσε τήν υποχρέωση αγοράς αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη , οι εν λόγω εγγυήσεις δέν ελευθερώθηκαν από τήν αρμόδια ιταλική διοικητική αρχή . Μεταγενεστέρως , γιά νά αποφύγει τήν υποχρέωση συστάσεως εγγυήσεως , εισήγαγε μάλλον κατά τό σύστημα προσωρινής εισαγωγής , παρά κατά τό σύστημα τής θέσεως σέ ελεύθερη κυκλοφορία , ορισμένα από τά προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών πού χρησιμοποιεί στήν παρασκευή τών σύνθετων τροφών . Αυτό ειχε ως συνέπεια , οταν κατά τήν εξαγωγή τών ανωτέρω προϊόντων πρός τρίτες χώρες ζήτησε νά τύχει τού ευεργετήματος τών επιστροφών κατά τήν εξαγωγή πού προβλέπει τό άρθρο 16 τού κανονισμού 2727 τού Συμβουλίου τής 29ης Οκτωβρίου 1975 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στόν τομέα τών σιτηρών ( GU L 281 , σ . 1 — ΕΕ , τόμ . 03/013 , σ . 158 ), οι επιστροφές αυτές νά μήν τής χορηγηθούν μέ τήν αιτιολογία οτι οι εν λόγω τροφές περιλάμβαναν προϊόντα πού δέν τέθηκαν ποτέ σέ ελεύθερη κυκλοφορία εντός τής Κοινότητας , ενώ η χορήγηση τών επιστροφών εξαρτάται από τήν προϋπόθεση οτι αυτές οι πρώτες υλες κατάγονται από τήν Κοινότητα ή , τουλάχιστον , βρίσκονται σέ ελεύθερη κυκλοφορία εντός αυτής .

5 Μέ διάφορες αποφάσεις τής 5ης Ιουλίου 1977 , πού εκδόθηκαν στίς υποθέσεις 114/76 , 116/76 καί 119-120/76 ( Racc . 1977 , σ . 1211 ), τό Δικαστήριο , κρίνοντας επί προδικαστικών ερωτημάτων πού τού ειχαν υποβληθεί από διάφορα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα , αποφάνθηκε οτι ο κανονισμός 563/76 τού Συμβουλίου ηταν ανίσχυρος , διότι η τιμή στήν οποία έπρεπε νά πληρωθεί η υποχρεωτικά αγοραζόμενη σκόνη γάλακτος ειχε καθορισθεί σέ υψος τόσο δυσανάλογο σέ σχέση μέ τίς συνθήκες τής αγοράς , ωστε αποτελούσε κατανομή τών βαρών κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις μεταξύ τών διάφορων γεωργικών τομέων , επιπλέον δέ διότι η υποχρέωση αυτή δέν ηταν αναγκαία γιά τήν επίτευξη τού επιδιωκόμενου σκοπού , δηλαδή τή διάθεση τών αποθεμάτων αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη .

6 Η ενάγουσα στήν κύρια δίκη — η οποία δέν ηταν διάδικος στίς διαφορές πού οδήγησαν στήν παραπομπή στό Δικαστήριο — συνήγαγε από τίς αποφάσεις αυτές οτι οι εγγυήσεις πού ειχε συστήσει ή τών οποίων ειχε χρηματοδοτήσει τή σύσταση , δέν έπρεπε ούτε νά απαιτηθούν , ούτε a fortiori νά κηρυχθεί η κατάπτωσή τους , αφού δέν απέβλεπαν παρά στή διασφάλιση τής εκπληρώσεως υποχρεώσεως , η οποία ειχε επιβληθεί παρανόμως . Επιπλέον θεωρεί οτι , αφού ο μόνος σκοπός γιά τόν οποίο εισήγαγε από τρίτες χώρες ορισμένα συστατικά τών σύνθετων τροφών πού παράγει , κατά τό σύστημα προσωρινής εισαγωγής μάλλον παρά κατά τό σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας , ηταν νά αποφύγει τή σύσταση τών εν λόγω εγγυήσεων , πρέπει νά δικαιούται τίς επιστροφές κατά τήν εξαγωγή γιά τίς εν λόγω σύνθετες τροφές , σάν τά παραπάνω συστατικά νά βρίσκονταν σέ ελεύθερη κυκλοφορία εντός τής Κοινότητας . Φρονεί τέλος , επικουρικώς , οτι δικαιούται , εν πάση περιπτώσει , επιστροφές γιά τά — κοινοτικής καταγωγής — σιτηρά συστατικά τών προϊόντων πού εξήγαγε . Ζητά δέ από τήν ιταλική διοικητική αρχή τήν απόδοση ή καταβολή τών ποσών πού αντιστοιχούν στίς απωλεσθείσες εγγυήσεις καί στίς μή χορηγηθείσες επιστροφές .

7 Γιά τήν επίλυση τής διαφοράς αυτής τό εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στό Δικαστήριο τά ακόλουθα ερωτήματα :

«1 ) Κατά τό άρθρο 177 τής συνθήκης , η αναγνώριση τού ανισχύρου ενός κοινοτικού κανονισμού παράγει αποτέλεσμα «erga omnes» ή μήπως δέ δεσμεύει παρά μόνο τό δικαστή a quo καί , στήν περίπτωση αυτή , επιτρέπεται νά επεκταθεί στήν αναγνώριση τού ανισχύρου η αρχή πού περιέχεται στήν απόφαση τής 27ης Μαρτίου 1963 επί τών συνεκδικασθεισών υποθέσεων 28-30/62 ;

2)Στή δεύτερη περίπτωση , ο κανονισμός 563/76 τής 15ης Μαρτίου 1976 ειναι ανίσχυρος γιά τούς ίδιους λόγους πού αναφέρονται στίς αποφάσεις τής 5ης Ιουλίου 1977 επί τών υποθέσεων 114 , 116 , 119 καί 120/76 ;

3)Στήν περίπτωση πού ο ανωτέρω κανονισμός ειναι ανίσχυρος , προκύπτει μήπως από τίς αρχές , από τίς οποίες εμπνέεται η κοινοτική έννομη τάξη , οτι πρέπει νά θεωρηθεί ως επιτρεπόμενη , απαγορευόμενη ή επιτρεπόμενη εντός ορισμένων ορίων ή ορισμένων προθεσμιών , η απόδοση τών ποσών πού καταβλήθηκαν αχρεωστήτως από τόν ιδιώτη καί , στήν περίπτωση καταφατικής απαντήσεως , η αναγνώριση τού ανισχύρου συνεπάγεται γιά τό άτομο τή δυνατότητα νά ζητήσει , σύμφωνα μέ τό εσωτερικό δίκαιο , τήν απόδοση τών προηγουμένως καταβληθέντων ποσών δυνάμει διατάξεων πού ανα γνωρίσθηκαν ανίσχυρες καί , άν ναί , η απόδοση αυτή πρέπει νά γίνει εντός ορισμένων ορίων , εντός ορισμένων προθεσμιών ή υπό ορισμένους ορους λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τήν περίπτωση κατά τήν οποία η αίτηση περί αποδόσεως αφορά ποσά , τά οποία ο αιτών έχει αποδώσει στούς προμηθευτές του ;

4)Λαμβάνοντας υπόψη τούς κοινοτικούς κανόνες καί , ιδιαίτερα , τούς κανονισμούς τής Επιτροπής 192/75 τής 17ης Ιανουαρίου 1975 ( GU L 25 , σ . 1 ), 2727/75 τού Συμβουλίου τής 29ης Οκτωβρίου 1975 ( GU L 281 , σ . 1 — ΕΕ , τόμ . 03/013 , σ . 158 ), 2743/75 τού Συμβουλίου τής 29ης Οκτωβρίου 1975 ( GU L 281 , σ . 60 — ΕΕ τόμ . 03/013 , σ . 200 ), 677/76 τής Επιτροπής τής 26ης Μαρτίου 1976 ( GU L 81 , σ . 23 ), 1871/76 τής Επιτροπής τής 30ής Ιουλίου 1976 ( GU L 206 , σ . 23 ), 2141/76 τής Επιτροπής τής 31ης Αυγούστου 1976 ( GU L 240 , σ . 17 ) καί 2372 τής Επιτροπής τής 30ής Σεπτεμβρίου 1976 ( GU L 268 , σ . 17 ), πρέπει νά θεωρηθεί οτι η επιστροφή κατά τήν εξαγωγή σύνθετων ζωοτροφών οφείλεται αποκλειστικώς γιά τά σιτηρά συστατικά καί αντίκειται μήπως πρός τίς γενικές αρχές , πού απορρέουν από τίς διατάξεις αυτές , η χορήγηση επιστροφής κατά τήν εξαγωγή γιά τά σύνθετα προϊόντα καί οσον αφορά ορισμένα μόνο συστατικά , στήν περίπτωση οπου τά άλλα συστατικά έχουν εισαχθεί υπό προσωρινό καθεστώς;»

8 Από τά ερωτήματα αυτά ανακύπτουν στήν ουσία τρία προβλήματα . Τό πρώτο ειναι εκείνο τής ισχύος τών προδικαστικών αποφάσεων πού εξέδωσε τό Δικαστήριο στίς 5 Ιουλίου 1977 έναντι τών τρίτων είτε πρόκειται γιά ιδιώτες είτε γιά όργανα ή γιά εθνικά δικαστήρια ( 1ο καί 2ο ερώτημα ). Τό δεύτερο αφορά τίς συνέπειες , τόσο εντός τής κοινοτικής έννομης τάξεως οσο καί εντός τής έννομης τάξεως τών Κρατών μελών , πού απορρέουν από απόφαση , η οποία αναγνωρίζει τήν ακυρότητα ενός κανονισμού , επί τής τύχης τών ποσών πού ειχαν επιβληθεί προγενεστέρως στούς επιχειρηματίες από τόν εν λόγω κανονισμό , υπό μορφή επιβαρύνσεων ( 3ο ερώτημα ). Τό τρίτο πρόβλημα , πού τίθεται επικουρικώς , έχει ειδικότερο χαρακτήρα καί αφορά ορισμένες ιδιομορφίες τού καθεστώτος τών επιστροφών κατά τήν εξαγωγή ορισμένων γεωργικών προϊόντων ( 4ο ερώτημα ).

Επί τού πρώτου καί δεύτερου ερωτήματος

9 Τό άρθρο 177 τής συνθήκης ορίζει οτι τό Δικαστήριο ειναι αρμόδιο νά αποφαίνεται προδικαστικώς επί τής ερμηνείας τής συνθήκης , καθώς καί επί τού κύρους καί τής ερμηνείας τών πράξεων τών οργάνων τής Κοινότητας , μεταξύ δέ άλλων , τών κανονισμών τόσο τού Συμβουλίου οσο καί τής Επιτροπής . Η ίδια διάταξη προσθέτει , στά εδάφιά της δεύτερο καί τρίτο , οτι τά εθνικά δικαστήρια δύνανται ή οφείλουν , ανάλογα μέ τήν περίπτωση , νά υποβάλλουν στό Δικαστήριο τέτοια ερωτήματα οταν μία απόφαση επί τού σημείου αυτού τούς ειναι αναγκαία γιά τήν έκδοση τής αποφάσεώς τους .

10 Η έκταση τών αποφάσεων πού εκδίδονται βάσει τών ανωτέρω πρέπει νά εκτιμάται υπό τό φώς τών στόχων τού άρθρου 177 καί τής θέσεώς του εντός τού συνόλου τού συστήματος δικαστικής προστασίας πού θεσπίζουν οι συνθήκες .

11 Οι αρμοδιότητες πού αναγνωρίζονται στό Δικαστήριο από τό άρθρο 177 έχουν κυρίως ως σκοπό τή διασφάλιση ενιαίας εφαρμογής τού κοινοτικού δικαίου από τά εθνικά δικαιοδοτικά όργανα . Αυτή η ομοιόμορφη εφαρμογή επιβάλλεται όχι μόνο οταν ο εθνικός δικαστής αντιμετωπίζει κανόνα κοινοτικού δικαίου , τού οποίου η έννοια καί η έκταση έχουν ανάγκη διευκρινίσεως , αλλά , ομοίως , καί οταν αντιμετωπίζει αμφισβήτηση ως πρός τό κύρος μιάς πράξεως τών οργάνων .

12 Όταν , μέσα στό πλαίσιο τού άρθρου 177 , τό Δικαστήριο καταλήγει στήν αναγνώριση τού ανισχύρου μιάς πράξεως τών οργάνων , ιδιαίτερα επιτακτικές ανάγκες νομικής ασφάλειας προστίθενται σέ εκείνες πού αφορούν τήν ομοιόμορφη εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου . Όπως πράγματι προκύπτει από τήν ίδια τή φύση μιάς τέτοιας διαπιστώσεως , ενα εθνικό δικαιοδοτικό όργανο δέν μπορεί νά εφαρμόσει τήν πράξη πού αναγνωρίσθηκε ανίσχυρη , χωρίς νά δημιουργήσει εκ νέου σοβαρή αβεβαιότητα ως πρός τό εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο .

13 Όπως προκύπτει από τ’ ανωτέρω , μιά απόφαση τού Δικαστηρίου πού διαπιστώνει , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης , τό ανίσχυρον πράξεως ενός οργάνου , ειδικότερα δέ κανονισμού τού Συμβουλίου ή τής Επιτροπής , άν καί δέν απευθύνεται ευθέως παρά μόνο στό δικαστή πού προσέφυγε στό Δικαστήριο , αποτελεί επαρκή λόγο γιά κάθε άλλο δικαστή , ωστε νά θεωρήσει τήν εν λόγω πράξη ανίσχυρη , γιά τίς ανάγκες τής αποφάσεως , τήν οποία πρόκειται νά εκδώσει .

14 Δεδομένου , πάντως , οτι η κρίση αυτή δέν έχει ως αποτέλεσμα νά αφαιρέσει από τά εθνικά δικαιοδοτικά όργανα τήν αρμοδιότητα πού τούς αναγνωρίζει τό άρθρο 177 τής συνθήκης , εναπόκειται στά όργανα αυτά νά εκτιμήσουν τήν υπαρξη συμφέροντος γιά τήν εκ νέου υποβολή ερωτήματος επί θέματος , τό οποίο έχει ήδη λυθεί από τό Δικαστήριο , στήν περίπτωση πού τό τελευταίο αναγνώρισε προηγουμένως τό ανίσχυρο πράξεως ενός οργάνου τής Κοινότητας . Τέτοιο συμφέρον δύναται νά υφίσταται ιδίως στήν περίπτωση ερωτημάτων σχετικών μέ τήν αιτιολογία , τήν έκταση καί ενδεχομένως τίς συνέπειες τού ανισχύρου , τό οποίο διαπιστώθηκε προηγουμένως .

15 Στήν αντίθετη περίπτωση , τά εθνικά δικαιοδοτικά όργανα δικαιούνται απολύτως νά συναγάγουν , στίς υποθέσεις τών οποίων έχουν επιληφθεί , τίς συνέπειες πού απορρέουν από μιά απόφαση αναγνωριστική τού ανισχύρου , τήν οποία εξέδωσε τό Δικαστήριο στά πλαίσια διαφοράς μεταξύ άλλων διαδίκων .

16 Πρέπει εξάλλου νά παρατηρηθεί , οπως δέχθηκε τό Δικαστήριο στίς αποφάσεις του τής 19ης Οκτωβρίου 1977 ( συνεκ . υποθ . 117/76 καί 16/77 , Ruckdeschel καί Diamalt καί συνεκ . υποθ . 124/76 καί 20/77 , Moulins de Pont-a-Mousson καί Providence Agricole , Racc . 1977 , σ . 1753 καί 1795 ), οτι τό Συμβούλιο ή η Επιτροπή , πού θέσπισαν τούς κανονισμούς οι οποίοι κρίθηκαν ανίσχυροι , υποχρεούνται νά συναγάγουν από τήν απόφαση τού Δικαστηρίου τίς συνέπειες πού συνεπάγεται η τελευταία .

17 Βάσει τών προηγούμενων σκέψεων καί λαμβάνοντας υπόψη οτι μέ τό δεύτερο ερώτημά του , τό εθνικό δικαστήριο ερωτά , οπως ειχε τήν ευχέρεια νά τό πράξει , άν ο κανονισμός 563/76 ειναι ανίσχυρος , πρέπει νά τού δοθεί η απάντηση , οτι πράγματι έτσι ειναι , γιά τούς λόγους πού εκτέθηκαν ήδη στίς αποφάσεις τής 5ης Ιουλίου 1977 .

18 Πρέπει , λοιπόν , νά δοθεί στό πρώτο καί δεύτερο ερώτημα η εξής απάντηση :

α ) Μία απόφαση τού Δικαστηρίου η οποία αναγνωρίζει , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης , τό ανίσχυρον πράξεως ενός οργάνου , ειδικότερα δέ ενός κανονισμού τού Συμβουλίου ή τής Επιτροπής , άν καί δέν απευθύνεται ευθέως παρά μόνο στό δικαστή πού προσέφυγε στό Δικαστήριο , αποτελεί επαρκή λόγο ωστε κάθε άλλος δικαστής νά θεωρήσει τήν εν λόγω πράξη ανίσχυρη γιά τίς ανάγκες τής αποφάσεως τήν οποία πρόκειται νά εκδώσει·

δεδομένου πάντως οτι η αναγνώριση αυτή δέν έχει ως αποτέλεσμα νά αφαιρέσει από τά εθνικά δικαιοδοτικά όργανα τήν αρμοδιότητα πού τούς αναγνωρίζει τό άρθρο 177 τής συνθήκης , εναπόκειται στά όργανα αυτά νά εκτιμήσουν τήν υπαρξη συμφέροντος γιά τήν εκ νέου υποβολή ερωτήματος , επί θέματος τό οποίο έχει ήδη λυθεί από τό Δικαστήριο , στήν περίπτωση πού τό τελευταίο αναγνώρισε προηγουμένως τό ανίσχυρο μιάς πράξεως ενός οργάνου τής Κοινότητας . Τέτοιο συμφέρον δύναται νά υφίσταται ιδίως στήν περίπτωση ερωτημάτων σχετικών μέ τήν αιτιολογία , τήν έκταση καί ενδεχομένως τίς συνέπειες τού ανισχύρου , τό οποίο διαπιστώθηκε προηγουμένως .

β)Ο κανονισμός 563/76 τού Συμβουλίου τής 15ης Μαρτίου 1976 ειναι ανίσχυρος γιά τούς λόγους πού εκτέθηκαν ήδη στίς αποφάσεις τής 5ης Ιουλίου 1977 , επί τών υποθέσεων 114 , 116 , 119-120/76 .

Επί τού τρίτου ερωτήματος

19 Μέ τό τρίτο ερώτημα , ερωτάται , κυρίως , άν οι αγωγές πού εγείρονται από επιχειρηματίες ενώπιον εθνικού δικαστηρίου , καί μέ τίς οποίες ζητείται η απόδοση κοινοτικών επιβαρύνσεων πού οφείλονταν καί έχουν εξοφληθεί , κατ’ εφαρμογή ενός κανονισμού τού Συμβουλίου ή τής Επιτροπής , διέπονται από κανόνες κοινοτικού δικαίου , οταν τό εν λόγω εθνικό δικαστήριο καταλήγει στό νά αποκλείσει τήν εφαρμογή τού εν λόγω κανονισμού , κατόπιν αποφάσεως τού Δικαστηρίου , η οποία αναγνώρισε τό ανίσχυρό του . Τό ερώτημα περιλαμβάνει επίσης , λόγω ορισμένων ιδιομορφιών τής διαφοράς στήν κύρια δίκη , τήν περίπτωση πού τά ποσά , τών οποίων ζητείται η απόδοση , δέν έχουν εξοφληθεί από τήν ενάγουσα στήν κύρια δίκη , αλλά από προμηθευτές της , στούς οποίους η τελευταία επέστρεψε τά ποσά αυτά .

20 Σύμφωνα μέ τό άρθρο 10 παράγραφος 2 τού κανονισμού 563/76 , οι εγγυήσεις πού καταπίπτουν χρησιμοποιούνται γιά τή μείωση τών εξόδων παρεμβάσεως , γιά τά οποία δέν καθορίζεται ποσό κατά μονάδα , στά πλαίσια τού κανονισμού 804/68 τού Συμβουλίου περί οργανώσεως τής αγοράς στόν τομέα τού γάλακτος καί τών γαλακτοκομικών προϊόντων ( GU L 148 , σ . 13 ). Από αυτό προκύπτει οτι τά αντίστοιχα ποσά αποτελούν κοινοτικούς πόρους , κατά τήν έννοια τού άρθρου 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τής αποφάσεως τού Συμβουλίου τής 21ης Απριλίου 1970 περί αντικαταστάσεως τών χρηματικών συνεισφορών τών Κρατών μελών από ιδίους πόρους τών Κοινοτήτων ( GU L 94 , σ . 19 ).

21 Κατά τό άρθρο 6 τής ίδιας αποφάσεως , οι αναφερόμενοι στά άρθρα 2 , 3 καί 4 κοινοτικοί πόροι εισπράττονται από τά Κράτη μέλη , τά οποία οφείλουν νά τούς θέσουν στή διάθεση τής Επιτροπής , σύμφωνα μέ τίς εθνικές νομοθετικές , κανονιστικές καί διοικητικές διατάξεις . Επομένως , οι διαφορές περί αποδόσεως τών ποσών πού εισπράχθηκαν γιά λογαριασμό τής Κοινότητας ανήκουν στήν αρμοδιότητα τών εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων , πρέπει δέ νά επιλύονται από τά όργανα αυτά κατ’ εφαρμογή τού εθνικού τους δικαίου , κατά τύπους καί κατ’ ουσία , εφόσον τό κοινοτικό δίκαιο δέ ρυθμίζει άλλως τό θέμα αυτό .

22 Πρέπει , επομένως , νά ερευνηθεί άν ο κανονισμός 563/76 , οπως εφαρμόσθηκε πρό τής διαπιστώσεως τού ανισχύρου του , περιείχε διατάξεις , οι οποίες ειχαν επίπτωση ως πρός τήν απόδοση ποσών πού ειχαν καταπέσει υπέρ τών κοινοτικών αρχών ή υπέρ τών εθνικών αρχών , οι οποίες ενεργούσαν γιά λογαριασμό τών κοινοτικών αρχών βάσει τού εν λόγω κανονισμού .

23 Στό σημείο αυτό πρέπει νά παρατηρηθεί οτι τό άρθρο 5 τού εν λόγω κανονισμού προέβλεψε ρητώς οτι «γιά τίς συμβάσεις πού έχουν συναφθεί πρίν από τήν ημερομηνία τής θέσεως σέ ισχύ τού παρόντος κανονισμού , οι διαδοχικοί αγοραστές τών προϊόντων πού αναφέρονται στά άρθρα 2 καί 3 ή τών πρωτεϊνούχων προϊόντων πού προκύπτουν από τή μεταποίησή τους , υφίστανται τήν επίπτωση τής επιβαρύνσεως , τήν οποία συνεπάγεται η καθοριζόμενη από τόν παρόντα κανονισμό ρύθμιση» . Από τή διάταξη αυτή εξυπακούεται , αναλόγως τής περιπτώσεως , η μονομερής τροποποίηση τών εμπορικών συμβάσεων πού ειχαν συναφθεί προγενέστερα , ενόψει τής , οπως αναφέρεται στήν πέμπτη αιτιολογική σκέψη τού κανονισμού , δίκαιης κατανομής τής επιβαρύνσεως τής υποχρεωτικής αγοράς γάλακτος σέ σκόνη , επί τού συνόλου τών επιχειρηματιών . Από αυτό επεται οτι οι επιχειρηματίες πού υπείχον τήν υποχρέωση αγοράς αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη καί πού γιά τό λόγο αυτό κινδύνευαν νά χάσουν τήν εγγύηση , δέ θά υφίσταντο καμία απώλεια από τήν επιβαλλόμενη επιβάρυνση , αφού γιά τίς συμβάσεις τίς προγενέστερες τής θέσεως σέ ισχύ τού κανονισμού , η επιβάρυνση αυτή επιρριπτόταν αυτομάτως στούς επόμενους αγοραστές . Τό σύστημα αυτό ειχε ως συνέπεια , ως πρός τίς συμβάσεις πού ειχαν συναφθεί μετά από τή θέση σέ ισχύ τού κανονισμού , νά επιτυγχάνεται τό ίδιο αποτέλεσμα , μέ τή λειτουργία τής αγοράς καί τής συμβατικής ελευθερίας . Δεδομένου οτι τό ποσό τών πρός σύσταση εγγυήσεων αντιστοιχούσε περίπου πρός τήν επιβάρυνση από τήν υποχρέωση αγοράς , οι οικονομικές συνέπειες τής απώλειάς τους αντιστοιχούσαν καί αυτές , γία τούς επιχειρηματίες πού ειχαν αποφασίσει νά θυσιάσουν τήν εγγύηση , πρός τίς συνέπειες πού θά υφίσταντο από τήν εκτέλεση τής υποχρεώσεως αγοράς .

24 Η υπαρξη , καθ’ ολη τή διάρκεια τής θέσεως σέ εφαρμογή τού εν λόγω κανονισμού , συστήματος πού έχει καταρτισθεί ειδικά γιά τήν κατανομή τών αποτελεσμάτων ενός μέτρου οικονομικής πολιτικής , στερεί βάσεως τήν αγωγή περί αποδόσεως τών ποσών τών εγγυήσεων πού ειχαν συσταθεί καί καταπέσει , ακόμα καί άν μιά τέτοια αγωγή ηταν δυνατό νά ασκηθεί μέ επιτυχία δυνάμει μόνου τού εθνικού δικαίου . Ως πρός τό σημείο αυτό ειναι άνευ σημασίας τό άν ο επιχειρηματίας έχει πράγματι επιρρίψει τήν επιβάρυνση αυτή ή άν παρέλειψε νά τό πράξει γιά λόγους πού αφορούν τήν οικονομική στρατηγική τής επιχειρήσεώς του . A fortiori , αποκλείεται η απόδοση στόν επιχειρηματία στήν περίπτωση πού δέν ηταν ο ίδιος υποχρεωμένος νά εξοφλήσει τήν επίδικη επιβάρυνση καί , μέ τή θέλησή του , προκατέβαλε ή απέδωσε τό σχετικό ποσό στούς προμηθευτές του , αποδεικνύοντας έτσι τή δυνατότητά τους νά επιρρίψουν τήν επιβάρυνση .

25 Αυτή η έννομη συνέπεια δέ δύναται νά αποφευχθεί μέ τή σκέψη οτι ο κανονισμός 563/76 δέν παρήγαγε έννομα αποτελέσματα επειδή κηρύχθηκε ανίσχυρος . Πρόκειται εν προκειμένω γιά τήν εξέταση τών οικονομικών αποτελεσμάτων πού συνδέονται μέ τήν εφαρμογή τού συστήματος τό οποίο προέβλεπε ο κανονισμός , οσο ρύθμιζε πράγματι τή συμπεριφορά τών οικείων επιχειρηματιών . Η διαπίστωση οτι τό σύστημα αυτό προέβλεπε νά έχουν οι επιχειρηματίες πράγματι τή δυνατότητα νά μεταθέσουν στά μεταγενέστερα στάδια τής οικονομικής διαδικασίας τήν επιβάρυνση πού τούς ειχε επιβληθεί , οδηγεί στό συμπέρασμα οτι σέ μιά περίπτωση , οπως αυτή πού αποτελεί τό αντικείμενο τής διαφοράς στήν κύρια δίκη , η αγωγή περί αποδόσεως αχρεωστήτου στερείται νομικής βάσεως .

26 Η απάντηση , λοιπόν , στό τρίτο ερώτημα πρέπει νά ειναι οτι , υπαρξη , κατά τή διάρκεια τής θέσεως σέ εφαρμογή τού κανονισμού τού Συμβουλίου 563/76 , συστήματος πού έχει καταρτισθεί ειδικά γιά τήν κατανομή τών οικονομικών αποτελεσμάτων τών υποχρεώσεων πού επέβαλε , στερεί βάσεως τήν αγωγή περί αποδόσεως τών ποσών τών εγγυήσεων πού ειχαν συσταθεί καί καταπέσει , ακόμα καί άν μιά τέτοια αγωγή ηταν δυνατό νά ασκηθεί μέ επιτυχία δυνάμει μόνου τού εθνικού δικαίου .

Επί τού τέταρτου ερωτήματος

27 Η απάντηση στό τέταρτο ερώτημα πρέπει νά επιτρέψει τήν επίλυση τού προβλήματος , άν η ενάγουσα στήν κύρια δίκη δικαιούται επιστροφών κατά τήν εξαγωγή γιά τίς σύνθετες ζωοτροφές , στή σύνθεση τών οποίων περιλαμβάνονται προϊόντα προελεύσεως τρίτων χωρών , στά οποία αναφέρεται τό άρθρο 3 παράγραφος 1 τού κανονισμού 563/76 καί τά οποία εισάχθηκαν καί μεταποιήθηκαν σέ σύνθετες τροφές υπό ενα σύστημα ελέγχου , δηλαδή χωρίς νά έχουν τεθεί σέ ελεύθερη κυκλοφορία εντός τής Κοινότητας .

28 Αυτός ο τρόπος ενέργειας , στόν οποίο κατέφυγε η ενάγουσα στήν κύρια δίκη , κατέστη δυνατός από τό άρθρο 10 παράγραφος 2 τού κανονισμού 677/76 τής Επιτροπής τής 26ης Μαρτίου 1976 περί κανόνων εφαρμογής τού συστήματος υποχρεωτικής αγοράς αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη , πού προβλέπει ο κανονισμός 563/76 ( GU L 81 , σ . 23 ). Σύμφωνα μέ τή διάταξη αυτή , «οι αρμόδιες αρχές τών Κρατών μελών δύνανται νά επιτρέψουν τήν εισαγωγή τών αναφερόμενων στό άρθρο 3 παράγραφος 1 τού κανονισμού 536/76 προϊόντων ( δηλαδή προϊόντων πού δέ γίνονται δεκτά σέ ελεύθερη κυκλοφορία , παρά έναντι εκπληρώσεως τής υποχρεώσεως αγοράς ορισμένης ποσότητας αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη ), ενόψει τής μεταποιήσεώς τους υπό ενα σύστημα τελωνειακού ελέγχου , οταν τά προϊόντα αυτά προορίζονται γιά εξαγωγή εκτός τού τελωνειακού εδάφους τής Κοινότητας , εν ολω ή εν μέρει υπό μορφή συμψηφιστικών προϊόντων» . Η διάταξη αυτή απέβλεπε στήν απαλλαγή από τήν υποχρέωση προσκομίσεως «πιστοποιητικού πρωτε ΐνης» , δηλαδή από τήν υποχρέωση αγοράς αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη , τών παραγωγών ζωοτροφών , πού εισήγαγαν ορισμένα συστατικά ζωοτροφών προελεύσεως τρίτων χωρών ( εκείνα πού απαριθμούνται στό άρθρο 3 τού κανονισμού 563/76 ), υπό τόν ορο οτι οι τροφές , στή σύνθεση τών οποίων περιλαμβάνονταν τά συστατικά αυτά , θά εξάγονταν πρός τρίτες χώρες .

29 Πάντως , κατά τό άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τού κανονισμού 192/75 τής Επιτροπής τής 17ης Ιανουαρίου 1975 περί τού τρόπου εφαρμογής τών επιστροφών κατά τήν εξαγωγή γιά τά γεωργικά προϊόντα ( GU L 25 , σ . 1 ), η επιστροφή κατά τήν εξαγωγή δέ χορηγείται , παρά γιά τά προϊόντα τά οποία βρίσκονταν σέ ελεύθερη κυκλοφορία εντός τής Κοινότητας , πρίν από τήν εξαγωγή τους .

30 Ο συνδυασμός τού άρθρου 10 παράγραφος 2 τού κανονισμού 677/76 καί τού άρθρου 8 παράγραφος 1 τού κανονισμού 192/75 επέτρεπε στούς παραγωγούς ζοωτροφών νά επιλέξουν ανάμεσα σέ δύο δυνατότητες : Είτε επιτύγχαναν τή θέση σέ ελεύθερη κυκλοφορία τών συστατικών πού εισήγαγαν , καταβάλλοντας τήν εγγύηση ή αγοράζοντας τήν προβλεπόμενη ποσότητα αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη , πράγμα πού τούς παρείχε τό ευεργέτημα επιστροφών κατά τήν εξαγωγή , άν στή συνέχεια εξήγαν τίς εν λόγω τροφές . Είτε εισήγαν τά ίδια προϊόντα υπό ενα σύστημα τελωνειακού ελέγχου , εν προκειμένω υπό τό σύστημα τής ενεργητικής τελειοποιήσεως , πράγμα πού τούς επέτρεπε νά αποφύγουν τήν υποχρέωση αγοράς αποκορυφωμένου γάλακτος σέ σκόνη ή συστάσεως εγγυήσεως , αλλά στήν περίπτωση αυτή , τό άρθρο 8 παράγραφος 1 τού κανονισμού 192/75 εμπόδιζε χορήγηση επιστροφών κατά τήν εξαγωγή στούς παραγωγούς αυτούς .

31 Τό τέταρτο ερώτημα αναφέρεται πρώτον στό άν , λαμβάνοντας υπόψη τό γεγονός οτι η ενάγουσα στήν κύρια δίκη δέν κατέφυγε στό σύστημα τής εισαγωγής υπό τελωνειακό έλεγχο , πού επέτρεψε τό ανωτέρω άρθρο 10 παράγραφος 2 , παρά μόνο πρός τό σκοπό νά αποφύγει τήν υποχρέωση αγοράς , η οποία αναγνωρίσθηκε ως παράνομη , πρέπει από τό γεγονός αυτό νά συναχθεί οτι δικαιούται επίσης επιστροφές κατά τήν εξαγωγή , σάν νά πληρούσε τήν προϋπόθεση πού απαιτεί τό άρθρο 8 παράγραφος 1 .

32 Στό μέρος αυτό τού τέταρτου ερωτήματος αρμόζει αρνητική απάντηση . Πράγματι , ούτε τό ανίσχυρο τού κανονισμού 563/76 ούτε ακόμα καί τό ενδεχόμενο ανίσχυρο τού κανονισμού 677/76 πού εκδόθηκε σέ εκτέλεση τού πρώτου , δύνανται νά θίξουν κατά οποιοδήποτε τρόπο τήν υποχρεωτική ισχύ τού άρθρου 8 παράγραφος 1 τού κανονισμού 192/75 , κατά τό οποίο δέ χορηγείται επιστροφή παρά γιά προϊόντα πού βρίσκονταν σέ ελεύθερη κυκλοφορία εντός τής Κοινότητας πρίν από τήν εξαγωγή τους .

33 Τό τέταρτο ερώτημα αναφέρεται , δεύτερον , στό άν πέρα από κάθε σκέψη σχετικά μέ τ’ αποτελέσματα τού ανισχύρου τού κανονισμού 563/76 , η ενάγουσα στήν κύρια δίκη δικαιούνταν επιστροφές κατά τήν εξαγωγή βάσει τού άρθρου 8 τού κανονισμού 192/75 , σύμφωνα μέ τό οποίο «κατά τήν εξαγωγή σύνθετων προϊόντων , τά οποία απολαύουν επιστροφής πού καθορίζεται βάσει ενός ή περισσοτέρων από τά συστατικά τους , η σχετική επιστροφή παρέχεται εφόσον τό ή τά συστατικά , γιά τά οποία ζητείται η επιστροφή , βρίσκονται σέ μία από τίς καταστάσεις πού αναφέρονται στό άρθρο 9 παράγραφος 2 τής συνθήκης» ( δηλαδή σέ ελεύθερη κυκλοφορία ).

34 Η ενάγουσα στήν κύρια δίκη πιστεύει οτι , βάσει τής διατάξεως αυτής , δικαιούται επιστροφή κατά τήν εξαγωγή τουλάχιστον γιά εκείνα από τά συστατικά τών σύνθετων τροφών πού εξήγαγε , τά οποία δέν ειχαν εισαχθεί από τρίτες χώρες , αλλά ηταν κοινοτικής καταγωγής , εν προκειμένω γιά τά σιτηρά συστατικά τών εν λόγω τροφών .

35 Η ερμηνεία αυτή τού άρθρου 8 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο πρέπει νά απορριφθεί . Η εν λόγω διάταξη αναφέρεται αποκλειστικώς στήν περίπτωση εξαγωγών σύνθετων προϊόντων , τά οποία , υπό τήν ιδιότητα αυτή δέν απολαύουν επιστροφών κατά τήν εξαγωγή , αλλά περιέχουν ορισμένα στοιχεία πού απολαύουν επιστροφής . Αυτό ακριβώς προκύπτει σαφώς από τήν ίδια τή διατύπωση τής εν λόγω διατάξεως , η οποία αναφέρεται ρητώς στίς επιστροφές πού καθορίζονται γιά ενα ή περισσότερα συστατικά τού σύνθετου προϊόντος .

36 Η διάταξη αυτή δέν αφορά συνεπώς τήν περίπτωση σύνθετου προϊόντος , τό οποίο απολαύει επιστροφής κατά τήν εξαγωγή λόγω τής ιδιότητας αυτής , δηλαδή ως σύνολο . Στήν περίπτωση αυτή , τό άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο ρυθμίζει τίς προϋποθέσεις χορηγήσεως τής επιστροφής . Από αυτό συνάγεται οτι ολα τά συστατικά τού προϊόντος πρέπει νά κατάγονται από τήν Κοινότητα ή νά έχουν τεθεί σέ ελεύθερη κυκλοφορία εντός αυτής .

37 Οι σύνθετες ζωοτροφές ανήκουν στή διάκριση 23.07 Β τού κοινού δασμολογίου . Η επιστροφή κατά τήν εξαγωγή , άν καί υπολογίζεται βάσει τής περιεκτικότητας σέ σιτηρά προϊόντα , καθορίζεται , οσον αφορά τά προϊόντα αυτά , γιά τό προϊόν στό σύνολό του , έτσι ωστε τό τελευταίο πρέπει νά πληροί τήν προϋπόθεση τού άρθρου 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο γιά νά απολαύει επιστροφής κατά τήν εξαγωγή .

38 Πρέπει επομένως , νά δοθεί στό τέταρτο ερώτημα η απάντηση :

α ) οτι η αναγνώριση τού κανονισμού 563/76 δέ δικαιολογεί παρέκκλιση , ούτε ατομική ούτε γενική , από τόν κανόνα πού θέτει τό άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τού κανονισμού 192/75·

β)οτι τό άρθρο 8 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο τού κανονισμού αυτού αναφέρεται αποκλειστικά στήν περίπτωση σύνθετου προϊόντος τό οποίο , υπό τήν ιδιότητα του αυτή , δέ δύναται νά απολαύει επιστροφών κατά τήν εξαγωγή , ενώ ορισμένα συστατικά του δύνανται . Δέν αναφέρεται στήν περίπτωση σύνθετου προϊόντος τό οποίο , υπό τήν ιδιότητα του αυτή , απολαύει επιστροφών καί στό οποίο εφαρμόζεται η προϋπόθεση πού αναφέρεται στό άρθρο 8 παραγράφος 1 πρώτο εδάφιο .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

39 Τά έξοδα στά οποία υποβλήθηκαν η ιταλική κυβέρνηση , τό Συμβούλιο τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καί η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , πού κατέθεσαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η διαδικασία έχει , έναντι τών διαδίκων στήν κύρια δίκη , τό χαρακτήρα παρεμπίπτοντος ζητήματος πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σέ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπέβαλε , μέ διαταξη τής 21ης Ιανουαρίου 1980 , τό Tribunale civile τής Ρώμης , αποφαίνεται :

1 ) Απόφαση τού Δικαστηρίου , η οποία αναγνωρίζει , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης , τό ανίσχυρο πράξεως ενός οργάνου , ειδικότερα δέ ενός κανονισμού τού Συμβουλίου ή τής Επιτροπής άν καί δέν απευθύνεται ευθέως παρά μόνο στό δικαστή πού προσέφυγε στό Δικαστήριο , αποτελεί επαρκή λόγο ωστε κάθε άλλος δικαστής νά θεωρήσει τήν εν λόγω πράξη ανίσχυρη , γιά τίς ανάγκες τής αποφάσεως τήν οποία πρόκειται νά εκδώσει· δεδομένου πάντως οτι η αναγνώριση αυτή δέν έχει ως αποτέλεσμα νά αφαιρέσει από τά εθνικά δικαιοδοτικά όργανα τήν αρμοδιότητα πού τούς αναγνωρίζει τό άρθρο 177 τής συνθήκης , εναπόκειται στά όργανα αυτά νά εκτιμήσουν τήν υπαρξη συμφέροντος γιά τήν εκ νέου υποβολή ερωτήματος επί θέματος , τό οποίο έχει ήδη λυθεί από τό Δικαστήριο , στήν περίπτωση πού τό τελευταίο αναγνώρισε προηγουμένως τό ανίσχυρο πράξεως ενός οργάνου τής Κοινότητας . Τέτοιο συμφέρον δύναται νά υφίσταται ιδίως στήν περίπτωση ερωτημάτων σχετικών μέ τήν αιτιολογία , τήν έκταση καί ενδεχομένως τίς συνέπειες τού ανισχύρου , τό οποίο διαπιστώθηκε προηγουμένως .

2)Ο κανονισμός 563/76 τού Συμβουλίου τής 15ης Μαρτίου 1976 ( GU L 67 , σ . 18 ) ειναι ανίσχυρος γιά τούς λόγους πού εκτέθηκαν ήδη στίς αποφάσεις τής 5ης Ιουλίου 1977 επί τών υποθέσεων 114 , 116 , 119 - 120/76 .

3)Η υπαρξη , κατά τή διάρκεια τής θέσεως σέ εφαρμογή τού κανονισμού τού Συμβουλίου 563/76 , συστήματος πού έχει καταρτισθεί ειδικά γιά τήν κατανομή τών οικονομικών αποτελεσμάτων τών υποχρεώσεων πού επέβαλε , στερεί βάσεως τήν αγωγή περί αποδόσεως τών ποσών τών εγγυήσεων πού ειχαν συσταθεί καί καταπέσει , ακόμα καί άν μία τέτοια αγωγή ηταν δυνατό νά ασκηθεί μέ επιτυχία δυνάμει μόνου τού εθνικού δικαίου . Ως πρός τό σημείο αυτό ειναι άνευ σημασίας τό άν ο επιχειρηματίας έχει πράγματι επιρρίψει τήν επιβάρυνση αυτή ή άν παρέλειψε νά τό πράξει γιά λόγους πού αφορούν τήν οικονομική στρατηγική τής επιχειρήσεώς του : A fortiori αποκλείεται η απόδοση στόν επιχειρηματία στήν περίπτωση πού δέν ηταν ο ίδιος υποχρεωμένος νά εξοφλήσει τήν επίδικη επιβάρυνση καί , μέ τή θέλησή του , προκατέβαλε ή απέδωσε τό σχετικό ποσό στούς προμηθευτές του .

4)Η αναγνώριση τού ανισχύρου τού κανονισμού 563/76 δέ δικαιολογεί παρέκκλιση , ούτε ατομική ούτε γενική , από τόν κανόνα πού θέτει τό άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τού κανονισμού 192/75 .

5)Τό άρθρο 8 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο τού κανονισμού 192/75 αναφέρεται αποκλειστικά στήν περίπτωση σύνθετου προϊόντος τό οποίον , υπό τήν ιδιότητά του αυτή , δέ δύναται νά απολαύει επιστροφών κατά τήν εξαγωγή , ενώ ορισμένα συστατικά του δύνανται . Δέν αναφέρεται στήν περίπτωση σύνθετου προϊόντος , τό οποίο , υπό τήν ιδιότητά του αυτή , απολαύει επιστροφών καί στό οποίον εφαρμόζεται η προϋπόθεση πού αναφέρεται στό άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο .

Top