EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61980CC0203

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Capotorti της 7ης Ιουλίου 1981.
Ποινική διαδικασία κατά Guerrino Casati.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale di Bolzano - Ιταλία.
Ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων - Εθνικές διατάξεις ελέγχου.
Υπόθεση 203/80.

Συλλογή της Νομολογίας 1981 -02595

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:164

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟῦ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΩΣ

FRANCESCO CAPOTORTI

ΠΟΫ ΆΝΕΠΤΫΧΘΗΣΑΝ ΣΤΊΣ 7 'ΙΟΥΛΊΟΥ 1981 ( 1 )

Κύριε πρόεδρε,

κύριοι δικαστές,

1. 

Ἡ παρούσα αἴτηση περί εκδόσεως προδικαστικῆς ἀποφάσεως υπεβλήθη στό πλαίσιο μιᾶς υποθέσεως πού ἔχει ὡς ἀντικείμενο την ἐπανεξαγωγή συναλλάγματος, τό όποιο εἶχε προηγουμένως εισαχθεί σέ ένα Κράτος μέλος ἀπό έναν ὑπήκοό του, κάτοικο άλλου Κράτους μέλους, χωρίς ή εισαγωγή νά συνδέεται μέ συγκεκριμένες ἀντιπαροχές. Τό Δικαστήριο πρέπει κατ' ουσία νά κρίνει ἄν, καί σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως κατά ποῖο τρόπο, ρυθμίζεται ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο μία τέτοια περίπτωση, καί ἄν συμβιβάζονται μέ τό δίκαιο αυτό ὄχι μόνο οἱ περιορισμοί πού ἐθεσπίσθησαν σχετικώς ἀπό τήν νομοθεσία ενός Κράτους μέλους άλλά καί οἱ κυρώσεις πού προβλέπονται γιά τήν παραβίαση τους. Τοῦτο καθίστᾶ ἀναγκαία τήν ερμηνεία ὁρισμένων διατάξεων τῆς συνθήκης ΕΟΚ καί κανόνων τοῦ παραγώγου δικαίου περί τῶν διακινήσεων κεφαλαίων, ρύθμιση ἡ ὁποία θέτει προβλήματα πολύ σημαντικά λόγω καί τοῦ πρωτοτύπου χαρακτῆρος τους. Πράγματι, παρατηρώ ὅτι τό Δικαστήριο δέν είχε μέχρι τώρα τήν ευκαιρία νά ἀποφανθεί ἐπί τοῦ θέματος τῆς κυκλοφορίας τῶν κεφαλαίων, ἄν εξαιρεθούν ὁρισμένες γενικές ἀποφάσεις πού περιέχονται στήν ἀπόφαση τῆς 23ης Νοεμβρίου 1978, Regina κατά Thomson (Racc. 1978, σ. 2247).

Θά εκθέσω πρώτα συνοπτικῶς τά πραγματικά περιστατικά.

Ό Guerrino Casati, ιταλός υπήκοος, κάτοικος τῆς Όμοσπονδιακής Δημοκρατίας, διώκεται ενώπιον τοῦ Tribunale di Bolzano διότι ἀπεπειράθη νά εξαγάγει, χωρίς νά έχει λάβει τήν άδεια πού προβλέπεται ἀπό τήν ιταλική νομοθεσία περί συναλλάγματος, ποσό 650000 λιρετών καί 24000 γερμανικών μάρκων, τό όποιο ευρέθη στην κατοχή του κατά τήν έξοδό του ἀπό τό Ιταλικό έδαφος, στά σύνορα μέ τήν Αὐστρία. Ό ἀνωτέρω ἐδικαιολόγησε τήν πράξη του ισχυριζόμενος ὅτι είχε προηγουμένως εισαγάγει τό ποσό αυτό στην Ἰταλία προκειμένου νά προβεί στην ἀγορά μηχανικοῦ εξοπλισμού (μηχανημάτων γιά τήν παρασκευή ζυμαρικών καί παγωτών), τόν όποιο ἐχρειάζετο γιά τό εστιατόριό του στην Κολωνία καί ὅτι εὑρέθη ἀναγκασμένος νά ἐπανεξαγάγει τό συνάλλαγμα αυτό, διότι τό εργοστάσιο ἀπό τό όποιο ἐσκόπευε νά πραγματοποιήσει τήν ἀγορά του ήταν κλειστό λόγω διακοπών. Κατά τήν διάρκεια τῆς δίκης, τό Tribunale di Bolzano ἀπεφάσισε, μέ διάταξη τῆς 6ης Όκτωβρίου 1980, νά υποβάλει στό Δικαστήριο, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, ὀκτώ ερωτήματα, τό κείμενο τῶν ὁποίων επιφυλάσσομαι νά μνημονεύω καθώς θά προβαίνω στην εξέταση τους.

2. 

Γιά τήν ὀρθή κατανόηση τῶν προβλημάτων πού έθεσε ὁ δικαστής τῆς ουσίας, κρίνω σκόπιμο νά προβώ σέ ὁρισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις ὅσον άφορᾶ τήν ιταλική ρύθμιση περί τῆς εισαγωγής καί τῆς εξαγωγής ξένου συναλλάγματος ἀπό πρόσωπα πού δέν κατοικούν στην Ἰταλία. Ή ρύθμιση αυτή θεμελιώνεται στην αρχή, κατά τήν ὁποία ἡ εισαγωγή ξένου συναλλάγματος επιτρέπεται ελευθέρως ἐνῶ ἡ εξαγωγή του υπόκειται σέ αυστηρό διοικητικό έλεγχο. Τό άρθρο 14 τοῦ Decreto Ministeriale (υπουργικής ἀποφάσεως) τῆς 7ης Αυγούστου 1978 ὁρίζει ὅτι «ή εισαγωγή πιστωτικῶν τίτλων εκδοθέντων ἤ πληρωτέων στην ἀλλοδαπή, καθώς καί γραμματίων δημοσίου ἤ τραπεζογραμματίων ἀποτελούντων νόμιμα μέσα πληρωμής επιτρέπεται ελευθέρως καί καθ' οιονδήποτε τρόπο», δυνάμει δέ τοῦ ἄρθρου 13 στοιχείο β τοῦ ἴδιου διατάγματος, «ή εξαγωγή, ἀπό μή κατοίκους, πιστωτικῶν τίτλων εκδοθέντων ἡ πληρωτέων στην ἀλλοδαπή,... ἀλλοδαπών γραμματίων τοῦ Δημοσίου ἤ τραπεζογραμματίων... επιτρέπεται μέχρι τοῦ ποσοῦ πού ἔχει εισαχθεί προηγουμένως ... ἡ ἔχει κτηθεῖ νομίμως στην Ἰταλία, ἐφ' ὅσον έχουν τηρηθεί οἱ διατυπώσεις πού προσδιορίζονται ἀπό τόν 'Υπουργό Ἐξωτερικού Ἐμπορίου». Οἱ διατυπώσεις αυτές εἶχαν ήδη προσδιορισθεί μέ την εγκύκλιο Α/300, τῆς 3ης Μαΐου 1974, τοῦ Ufficio Italiano dei Cambi (ιταλικού γραφείου συναλλάγματος), τό ἄρθρο 11 της οποίας προβλέπει, ὅσον άφορᾶ τό συνάλλαγμα, ὅτι οἱ μή κάτοικοι δύνανται νά ἐπα-νεξάγουν προηγουμένως εισαχθέντα αλλοδαπά γραμμάτια δημοσίου καί τραπεζογραμμάτια, ὑπό τόν ὅρο ὅτι κατά τόν χρόνο τῆς εισαγωγής υπέβαλαν μία δήλωση κατοχής άξιῶν καί συναλλάγματος (συμπληρώνοντας τό έντυπο V 2) ἡ δήλωση αυτή πρέπει νά υποβληθεί πρός θεώρηση στίς τελωνειακές ἀρχές καί νά επιστραφεί στόν ταξιδιώτη κατά τήν εἴσοδό του στό ιταλικό έδαφος. Τοῦτο σημαίνει ὅτι, ἄν δέν προσάγεται τό έντυπο V 2 δεόντως θεωρημένο, ἀπαγορεύεται στόν μή κάτοικο νά ἐπανεξαγάγει τό εισαχθέν ξένο συνάλλαγμα, έκτος ἄν λάβει ειδική άδεια ἀπό τό ιταλικό γραφείο συναλλάγματος. Ή χωρίς άδεια εξαγωγή ποσοῦ ἡ ἀξία τοῦ ὁποίου υπερβαίνει τίς 500000 λιρέτες συνιστᾶ ἀξιόποινη πράξη δυνάμει τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ Decreto Legge (νομοθετικοῦ διατάγματος) 31, τῆς 4ης Μαρτίου 1976 (πού μετετράπη στον νόμο 159 τῆς 30ής Ἀπριλίου 1976 καί μεταγενεστέρως ἐτροποποιήθη ἀπό τόν νόμο 863 τῆς 23ης Δεκεμβρίου 1976). Ή πράξη τιμωρείται μέ φυλάκιση ενός μέχρις έξι ετών καί πρόστιμο ἀπό τοῦ διπλασίου μέχρι τοῦ τετραπλασίου τῆς ἀξίας τοῦ εξαγομένου συναλλάγματος. Ἡ ἀπόπειρα εξομοιώνεται πρός τήν τελεσθείσα πράξη. Ἡ ιταλική νομολογία εφαρμόζοντας τήν διάταξη αυτή, ἐχαρακτήρισε ὡς ποινικό ἀδίκημα τήν ἐπανεξαγωγή εισαχθέντος συναλλάγματος, ὅταν κατά τήν έξοδο ἀπό τό έδαφος τοῦ κράτους, ὁ ταξιδιώτης δέν έχει στην κατοχή του τό έντυπο V 2 πού ἀποδεικνύει τήν νόμιμη προέλευση τοῦ συναλλάγματος: Ὑπενθυμίζω σχετικώς τίς ἀποφάσεις τοῦ Corte di Cassazione (πρώτο ποινικό τμήμα) 1879, τῆς 17ης Δεκεμβρίου 1979, καί 4779, τῆς 12ης Ἀπριλίου 1980. Ή κατεύθυνση αυτή ἐπεκυρώθη προσφάτως ἀπό τό Decreto Ministeriale (υπουργική ἀπόφαση) τῆς 12ης Μαρτίου 1981 περί συναλλαγματικών κανονισμών καί χρηματοοικονομικών σχέσεων μέ ξένες χώρες (δημοσιευθέν στην Gazzetta ufficiale Italiana, φύλλο 82, τῆς 24ης Μαρτίου 1981, Supplemento Ordinario), τό άρθρο 49 παράγραφος 1 τῆς ὁποίας ὁρίζει ὅτι, γιά τήν νόμιμη ἐπανεξαγωγή ἀλλοδαπών γραμματίων τοῦ Δημοσίου καί τραπεζογραμματίων, «οἱ μή κάτοικοι ὀφείλουν, κατά τήν εισαγωγή τῶν γραμματίων αυτών στό έδαφος τῆς Δημοκρατίας, νά λαμβάνουν, ὡς ἀπόδειξη της εισαγωγής, τό πρός τοῦτο χορηγούμενο πιστοποιητικό τῆς τελωνειακής ἀρχής, τό όποιο δύναται νά χρησιμοποιηθεί για τόν ανωτέρω σκοπό εντός έξι μηνών ἀπό τῆς ημερομηνίας εκδόσεως».

3. 

Κατά τήν διάρκεια τῆς προφορικής διαδικασίας, ὁ εκπρόσωπος τῆς γαλλικής κυβερνήσεως παρετήρησε ὅτι ἡ παρούσα υπόθεση έχει ὡς ἀντικείμενο μία ἀπόπειρα εξαγωγής συναλλάγματος, ἡ ὁποία συνέβη στά σύνορα μεταξύ τῆς Ἰταλικής Δημοκρατίας καί τῆς Αυστριακής Δημοκρατίας. Κατά συνέπεια, βασίμως δύναται νά αμφισβητηθεί ἡ εφαρμογή τῶν κανόνων τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου περί τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν κεφαλαίων καί δύναται νά υποστηριχθεί ὅτι οἱ απαντήσεις στά ερωτήματα πού υπέβαλε τό Tribunale di Bolzano δέν δύνανται νά ἀσκήσουν επιρροή στην έκβαση τῆς υποθέσεως πού ἐκκρεμεί ενώπιον τοῦ δικαστηρίου αὐτοῦ. Κατά συνέπεια, τό Δικαστήριο, πρέπει νά μή ἀπαντήσει στά ερωτήματα αυτά. Πρός υποστήριξη τοῦ επιχειρήματος αὐτοῦ, ὁ εκπρόσωπος τῆς γαλλικής κυβερνήσεως ἐπεκαλέσθη τήν ἀπόφαση τοῦ παρόντος Δικαστηρίου, τῆς 11ης Μαρτίου 1980 στην υπόθεση 104/79 Foglia κατά Novello (Racc. 1980, σ. 745), ἀπό τήν ὁποία συνάγει ὅτι τό Δικαστήριο δέν ἔχει δικαιοδοσία νά εκδίδει προδικαστικές ἀποφάσεις ὅταν τά ερωτήματα πού τοῦ υπεβλήθησαν ἀπό τό εθνικό δικαστήριο κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 177 τῆς συνθήκης ΕΟΚ δέν συνδέονται πρός μία πραγματική διαφορά.

Δέν προτίθεμαι νά λάβω ἐν προκειμένω θέση ὡς πρός τήν έκταση τῶν ἀποτελεσμάτων καί τίς πιθανές συνέπειες τοῦ νομολογιακοῦ αὐτοῦ προηγουμένου. Περιορίζομαι νά παρατηρήσω, γιά τήν ὅποια ἀξία δύναται αυτό νά ἔχει, ὅτι δέν δύναται νά γίνει επίκληση τῆς ἀποφάσεως εκείνης γιά νά υποστηριχθεί ἡ ἔλλειψη δικαιοδοσίας τοῦ Δικαστηρίου ἐπί τῆς παρούσης υποθέσεως. Θεωρῶ ἀπολύτως ἀναμφισβήτητο, ὑπό τό φῶς τῶν όσων προέκυψαν κατά τήν διαδικασία, ὅτι ἡ διαφορά πού εκκρεμεί ενώπιον τοῦ Tribunale di Bolzano δέν ἐδημιουργήθη τεχνητῶς. Ἐπί πλέον, νομίζω ὅτι εἶναι αυθαίρετο νά επεκταθεί ἡ ratio τῆς ἀποφάσεως Foglia κατά Novello σέ μία εντελώς διαφορετική περίπτωση, κατά τήν ὁποία υφίσταται ὁ κίνδυνος, τό εθνικό δικαστήριο νά καταλήξει στό συμπέρασμα, μετά τήν παραπομπή τῆς υποθέσεως στό Δικαστήριο, ὅτι εἶναι δυνατόν νά κρίνει τήν υπόθεση ἐπί τῆς ουσίας, χωρίς νά λάβει ὑπ' όψη τους κανόνες κοινοτικού δικαίου, τήν ἑρμηνεία τῶν ὁποίων ἐζήτησε. Πράγματι, ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ὅτι μία ὁρισμένη υπόθεση εμπίπτει στό πεδίο εφαρμογής τῶν κανόνων τοῦ κοινοτικοί) δικαίου στους ὁποίους ἀναφέρονται τά υποβληθέντα στό Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, ισοδυναμεί πρός τήν ἀμφισβήτηση τοῦ ὅτι τά ερωτήματα αυτά ἀφοροῦν ζητήματα πού ἀσκοῦν επιρροή στην έκβαση τῆς κυρίας υποθέσεως. Τό Δικαστήριο ὅμως δέν έχει δικαιοδοσία, δυνάμει τοῦ ἄρθρου 177, νά επιλύσει τό ζήτημα αυτό. Ή εκτίμηση αυτή ἀπόκειται ἀποκλειστικώς στό εθνικό δικαστήριο. Τά νομολογιακά προηγούμενα ἐπί τοῦ ζητήματος αὐτοῦ ἀφθονούν μεταξύ τῶν πλέον προσφάτων ἀποφάσεων, υπενθυμίζω τίς ἀποφάσεις τῆς 5ης Όκτωβρίου 1977 στην υπόθεση 5/77 Tedeschi (Racc. 1977, σ. 1555), τῆς 16ης Νοεμβρίου 1977 στην υπόθεση Τ 3/77, GB-Inno (Racc. 1977, σ. 2115), τῆς 29ης Νοεμβρίου 1978 στην υπόθεση 83/78, Pigs Marketing Board (Racc. 1978, σ. 2347), τῆς 14ης Φεβρουαρίου 1980 στην υπόθεση 53/79, ONPTS κατά Damiani (Racc. 1980, σ. 273).

4. 

Μέ τό πρώτο ερώτημα, ὁ ιταλός δικαστής έρωτα ἄν «μετά τήν λήξη τῆς μεταβατικής περιόδου, οἱ περιορισμοί ἐπί τῶν διακινήσεων κεφαλαίων πού ἀναφέρονται στό άρθρο 67 τῆς συνθήκης ΕΟΚ. λογίζονται καταργηθέντες, ἀνεξαρτήτως τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 69 τῆς συνθήκης αυτής».

Όπως εἶναι γνωστό, ἡ ελεύθερη κυκλοφορία τῶν κεφαλαίων ρυθμίζεται στό κεφάλαιο 4 τοῦ τίτλου ΙΙΙ τῆς συνθήκης, τό όποιο περιλαμβάνει τά άρθρα 67-73. Τό άρθρο 67 παράγραφος 1 ὁρίζει: «Τά Κράτη μέλη καταργούν προοδευτικώς μεταξύ τους, κατά τήν διάρκεια τῆς μεταβατικής περιόδου καί κατά τό μέτρο πού εἶναι ἀναγκαίο γιά τήν καλή λειτουργία τῆς κοινής ἀγοράς, τους περιορισμούς στην κίνηση τῶν κεφαλαίων πού ἀνήκουν σέ πρόσωπα τά όποια έχουν κατοικία εντός τῶν Κρατών μελών, ὅπως καί τίς διακρίσεις μεταχειρίσεως πού βασίζονται στην ιθαγένεια ἡ στην κατοικία τῶν μερών ή στόν τόπο τῆς ἐπενδύσεως». Τό άρθρο 69 ὁρίζει: «Τό Συμβούλιο, προτάσει τῆς Ἐπιτροπής πού συμβουλεύεται γιά τόν σκοπό αυτό τήν Νομισματική Ἐπιτροπή τοῦ άρθρου 105, εκδίδει τίς ἀναγκαίες ὁδηγίες γιά τήν προοδευτική εφαρμογή τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 67, ομοφώνως μέν κατά τήν διάρκεια τῶν δύο πρώτων σταδίων, μέ ειδική δέ πλειοψηφία ἀκολούθως».

Κατά τήν διατύπωση τοῦ ἀνωτέρω ερωτήματος ελήφθη προφανώς ὑπ' ὄψη ἡ νομολογία τοῦ Δικαστηρίου περί τοῦ ἀμέσου ἀποτελέσματος ὁρισμένων διατάξεων τῆς συνθήκης. Πρόκειται ειδικότερα γιά τίς διατάξεις πού αφορούν τήν προοδευτική κατάργηση ὡρισμένων περιορισμών κατά τήν διάρκεια τῆς μεταβατικής περιόδου, ὅπως εἶναι τά άρθρα 13 καί 16 (κατάργηση τῶν δασμών καί τῶν φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος), τό άρθρο 52 καί τό άρθρο 59 (κατάργηση των περιορισμῶν τῆς ελευθερίας εγκαταστάσεως καί τῆς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών). Εἶναι γνωστό ὅτι σύμφωνα μέ τήν ερμηνεία πού έδωσε τό Δικαστήριο, οἱ ἐν λόγω περιορισμοί λογίζονται πλήρως κα-ταργηθέντες κατά τήν λήξη τῆς μεταβατικής περιόδου, ἀκόμη καί ὅταν ἡ συνθήκη προέβλεπε τήν θέσπιση ὁδηγιών πρός τόν σκοπό αυτό κατά τήν διάρκεια τῆς ἐν λόγω περιόδου. Ἀρκεί νά ἀναφερθούν οἱ ἀποφάσεις τῆς 19ης Ἰουνίου 1973 στην υπόθεση 77/72, Capolongo (Racc. 1973, σ. 611), ὅσον άφορᾶ τό άρθρο 13 τῆς 16ης Δεκεμβρίου 1976 στην υπόθεση 45/76, Comet (Racc. 1976, σ. 2043), ὡς πρός τό ἄρθρο 16 καί κυρίως τήν ἀπόφαση τῆς 21ης Ἰουνίου 1974 στην ὑπόθεση 2/74, Reyners (Racc. 1974, σ. 631) τῆς 3ης Δεκεμβρίου 1974, στην υπόθεση 33/74, Binsbergen (Racc. 1974, σ. 1299)' τῆς 12ης Δεκεμβρίου 1974 στήν υπόθεση 36/74, Walrave (Racc. 1974, σ. 1405) τῆς 8ης Ἀπριλίου 1976 στην υπόθεση 48/75, Royer (Racc. 1976, σ. 497) τῆς 15ης Ἰουλίου 1976 στην ὑπόθεση 13/76, Dona (Racc. 1976, σ. 1333) τῆς 28ης Ἰουνίου 1977 στην υπόθεση 11/77, Patrick (Racc. 1977, σ. 1199) τῆς 28ης Ἀπριλίου 1977 στην υπόθεση 71/76, Thieffry (Racc. 1977, σ. 765), ὅλες ἀφορῶσες τά ἀρθρα 52 καί 59. Είναι ἀναγκαίο, κατά συνέπεια, νά διαπιστωθεί ἄν τό άρθρο 67 παράγραφος 1 εμφανίζει καί αυτό χαρακτηριστικά πού δικαιολογοῦν τό επιχείρημα ὅτι έχει άμεσο ἀποτέλεσμα.

Τό κοινό σημείο μεταξύ τοῦ ἄρθρου 67 καί τῶν προαναφερθεισῶν διατάξεων εἶναι ὅτι προβλέπει καί αυτό τήν προοδευτική κατάργηση περιορισμών κατά τήν διάρκεια τῆς μεταβατικής περιόδου. Ὑφίσταται, ἐν τούτοις, μία σημαντική διαφορά. Τό άρθρο 67 περιέχει επίσης έναν πρόσθετο ὅρο, ὁ όποιος δέν άπαντᾶ στίς άλλες διατάξεις, δηλαδή τήν φράση «κατά τό μέτρο πού είναι ἀναγκαίο για τήν καλή λειτουργία τῆς κοινής ἀγοράς». Ή φράση αυτή έχει ὡς ἀποτέλεσμα νά εξαρτά τήν υποχρέωση τῶν Κρατών μελών, νά καταργήσουν τους περιορισμούς στην διακίνηση τῶν κεφαλαίων, ἀπό μία περιοριστική προϋπόθεση: ή ὑποχρέωση ὑφίσταται ἐφ' ὅσον καί καθ' ὅσον ἡ κατάργηση ἀποτελεί ἀναγκαιότητα γιά τήν καλή λειτουργία τῆς κοινής ἀγοράς. Ἀν ἡ εκτίμηση τῆς ἀναγκαιότητος αὐτής είχε ἀφεθεί στά κατ' ιδίαν Κράτη μέλη, τό ὁμοιόμορφο ἀποτέλεσμα τοῦ ἄρθρου 67 παράγραφος 1 καί ἡ υποχρεωτική ισχύς του θα ἐτίθεντο σέ κίνδυνο· γιά τόν λόγο αὐτό, εἶναι εύλογο νά συναχθεί ὅτι ή εκτίμηση αυτή ἀπόκειται στό Συμβούλιο, όργανο ἀρμόδιο νά θεσπίζει ὁδηγίες γιά τήν προοδεντική εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 67 (άρθρο 69, πού προανεφέρθη). Κατά τήν άσκηση τῶν πολιτικών του εκτιμήσεων, τό Συμβούλιο καλείται νά προσδιορίζει τόν χρόνο, τόν τρόπο καί τό περιεχόμενο τῆς καταργήσεως τῶν ἐν λόγω περιορισμών, ὄχι μόνο κατά τήν διάρκεια τῆς μεταβατικής περιόδου, άλλα καί μεταγενεστέρως, δεδομένου ὅτι ἡ καλή λειτουργία τῆς κοινής ἀγοράς δέν κατέστησε αναγκαία τήν πλήρη ελευθέρωση τῆς κεφαλαιαγοράς πρό τῆς λήξεως τῆς περιόδου αυτής.

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι μία έκφραση ἀνάλογη πρός εκείνη τοῦ ἄρθρου 67 παράγραφος 1 (δηλαδή πρός τήν φράση: «κατά τό μέτρο πού εἶναι ἀναγκαῖο γιά τήν καλή λειτουργία τῆς κοινής ἀγορᾶς») χρησιμοποιείται καί στό άρθρο 3 στοιχείο η τῆς συνθήκης ὅσον άφορᾶ τόν σκοπό τῆς προσεγγίσεως τῶν εθνικών νομοθεσιών. Τοῦτο κατά τήν γνώμη μου έχει σημασία, διότι καί σ' αυτόν τόν τομέα επίσης ἡ δράση τῶν Κρατών μελών εξαρτάται ἀπό τήν θέσπιση ὁδηγιών τοῦ Συμβουλίου (άρθρο 100), οἱ όποιες προϋποθέτουν μία διακριτική ἐκτίμηση τῶν συμφερόντων τῆς Κοινότητος καί μία στάθμιση μεταξύ τῶν συμφερόντων αυτῶν καί τοῦ συμφέροντος τῶν κατ' ιδίαν Κρατῶν μελών νά διατηρήσουν την ελευθερία δράσεως τους.

Ή ερμηνεία τοῦ ἄρθρου 67, παράγραφος 1, τήν ὁποία δέχομαι, συμπίπτει πρός εκείνη την ὁποία υπεστήριξε ὁ γενικός εἰσαγγε-λεύς Mayras στίς προτάσεις πού ἀνέπτυξε στην υπόθεση 7/78, Regina κατά Thompson (Race. 1978, σ. 2276). Ἀντικείμενο τῆς υποθέσεως αυτής ήταν νά προσδιορισθεί ἄν καί εντός ποίων ὁρίων τό εμπόριο χρυσών καί ἀργυρών νομισμάτων εμπίπτει στό πεδίο εφαρμογής τῶν άρθρων 30-37 της συνθήκης ΕΟΚ. Στην ἀπόφαση αύτη, της 23ης Νοεμβρίου 1978, τό Δικαστήριο δέν ἀπεφάνθη ἐπί τοῦ ζητήματος τοῦ ἀμεσου ἀποτελέσματος τοῦ ἄρθρου 67, παράγραφος 1 ὁ γενικός εἰσαγγελεύς ὅμως υπεστήριξε ὅτι «σύμφωνα μέ τό άρθρο 67, ἄν μετά τήν έναρξη τῆς ισχύος τῆς πράξεως προσχωρήσεως καί μετά τήν λήξη τῆς μεταβατικής περιόδου, τήν ὁποία αυτή προβλέπει, εξακολουθοῦν νά υφίστανται περιορισμοί στην διακίνηση τῶν κεφαλαίων, ή διατήρηση τους ἀντίκειται στην συνθήκη μόνο ἄν ἡ κατάργηση αυτή εἶναι ἀναγκαία γιά τήν καλή λειτουργία τῆς κοινής ἀγορᾶς». Αιτιολογώντας τήν άποψη του, παρετήρησε ὅτι ὁ ἐν λόγω κανόνας «υποβάλλει τήν προοδευτική κατάργηση τῶν περιορισμών ... σέ μία προϋπόθεση χρονικώς περιορισμένη» (τήν λήξη τῆς μεταβατικής περιόδου) «καί σέ μία μόνιμη προϋπόθεση», συνισταμένη στην ἀναγκαιότητα τῆς καταργήσεως γιά τήν καλή λειτουργία τῆς κοινής ἀγορᾶς. Ή προϋπόθεση αυτή «εξακολουθεί νά ισχύει καί μετά τήν λήξη τῆς μεταβατικής περιόδου».

Ή σημασία τῆς προϋποθέσεως αυτής γίνεται καλύτερα ἀντιληπτή ἄν ληφθεί ὑπ᾽ ὄψη ὅτι σύμφωνα μέ τήν νομολογία τοῦ Δικαστηρίου, ἡ δυνατότης νά ἀναγνωρισθεί άμεσο ἀποτέλεσμα σέ έναν κανόνα τῆς συνθήκης, ὅταν δέν έχουν ληφθεί τά κατάλληλα μέτρα εκτελέσεως ἀπό τά Κράτη μέλη ἡ ἀπό τά κοινοτικά ὄργανα, εξαρτάται σέ κάθε περίπτωση ἀπό τό περιεχόμενο αὐτοῦ τούτου τοῦ κανόνος, τό όποιο πρέπει νά εἶναι πλῆρες καί μή εξαρτώμενο ἀπό ὅρονς. Ἐπί τοῦ σημείου αὐτοῦ υφίστανται πολυάριθμες ἀποφάσεις μεταξύ τῶν ὁποίων οἱ ήδη ἀναφερθείσες στίς υποθέσεις 2/74, Revners καί 33/74 Binsbergen προσθέτω τίς ἀποφάσεις τῆς 14ης Ἰουλίου 1971 στην υπόθεση 10/71 Müller (Race. 1971, σ. 723) καί τῆς 22ας Μαρτίου 1977 στην υπόθεση 78/76, Steinike und Weinlig (Race. 1977, σ. 595). Ἀπό τήν άποψη τήν ὁποία εδέχθη τό Δικαστήριο στίς υποθέσεις αυτές ευχερώς συνάγεται ὅτι τό άρθρο 67 παράγραφος 1 δέν εμφανίζει χαρακτηριστικά τά όποια επιτρέπουν τήν ένταξη του μεταξύ τῶν διατάξεων πού ἔχουν ἀπ᾽ ευθείας εφαρμογή μετά τήν λήξη τῆς μεταβατικής περιόδου.

5. 

Ἀν ὁ κανόνας τοῦ ἄρθρου 67 παράγραφος 1 εξετασθεί σέ συνδυασμό προς άλλες συναφείς διατάξεις τῆς συνθήκης περί τῆς κυκλοφορίας τῶν κεφαλαίων καί τῆς οικονομικής πολιτικής, ἡ άποψη πού ἀνέπτυξα ευρίσκει ερείσματα πού τήν επιβεβαιώνουν κατά τρόπο πειστικό.

Ἀναφέρομαι κατά πρώτο, στό άρθρο 71 παράγραφος 1, σύμφωνα μέ τό όποιο: «Τά Κράτη μέλη καταβάλλουν προσπάθεια νά μή εισάγουν εντός τῆς Κοινότητος νέους συναλλαγματικούς περιορισμούς πού επηρεάζουν τίς κινήσεις κεφαλαίων καί τίς σχετικές μέ τίς κινήσεις αυτές τρέχουσες πληρωμές καί νά μήν καθιστοῦν περισσότερο περιοριστικές τίς υπάρχουσες ρυθμίσεις». Ἐκ πρώτης ὄψεως, ὁ κανόνας αυτός φαίνεται νά εμπίπτει στην κατηγορία τῶν ρητρών «standstill». Όπωσδήποτε, παρουσιάζει ὁμοιότητες μέ τίς ρήτρες τοῦ είδους αὐτοῦ πού περιέχονται στά άρθρα 12, 31, 32, 53 καί 62. 'Υφίσταται ἐν τούτοις μία ιδιομορφία, ἡ οποία συνιστᾶ τό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του: ἡ χρήση τῶν όρων «καταβάλλουν προσπάθεια νά μή εἰσάγουν» αντί τῶν ὅρων «δέν επιβάλλουν» ἤ «δέν εισάγουν» πού χρησιμοποιοῦνται στά άλλα άρθρα τά όποια ἀνέφερα. Ή χρησιμοποίηση διαφορετικής διατυπώσεως, περισσότερο ελαστικῆς καί λιγότερο επιτακτικής, μαρτυρεί ὅτι οἱ συντάκτες τῆς συνθήκης ἠθέλησαν ἁπλῶς νά χαράξουν μία γραμμή πολιτικής, γιά νά κατευθύνουν τίς επιλογές τῶν Κρατῶν μελών ὅσον άφορᾶ τήν ρύθμιση τῆς διακινήσεως τῶν κεφαλαίων καί ὅτι τά Κράτη μέλη ὑπεσχέθησαν μόνο νά πράξουν ὅ,τι τους ήταν δυνατό για νά μή χειροτερέψει ἡ υπάρχουσα στόν τομέα αυτό κατάσταση.

Ὅ,τι εἶναι γνωστό σχετικά μέ τίς προπαρασκευαστικές εργασίες ενισχύει τήν άποψη ὅτι δέν πρόκειται γιά μία γνήσια ρήτρα «standstill». Μία ἀντιπροσωπεία προέτεινε ἀρχικώς ἕνα σχέδιο άρθρου, τό όποιο προέβλεπε τήν υποχρέωση τῶν Κρατών μελών νά παγιοποιήσουν τό επίπεδο ελευθερώσεως πού εἶχε επιτευχθεί στον ἐν λόγω τομέα κατά τόν χρόνο τῆς ενάρξεως ισχύος τῆς συνθήκης. Όρισμένοι ὅμως εμπειρογνώμονες, μέλη τῆς λεγομένης «ὁμάδος της κοινής ἀγοράς», παρετήρησαν ὅτι ἡ επιβολή μιας υποχρεώσεως «standstill» στόν τομέα αυτό θά ήταν άδικη γιά τίς χώρες εκείνες πού εἶχαν ήδη φθάσει σέ ένα πολύ προχωρημένο επίπεδο ελευθερώσεως τῆς διακινήσεως τῶν κεφαλαίων, δεδομένου ὅτι δέν ήταν δυνατόν νά προβλεφθεί ἄν θά ήταν σέ θέση νά διατηρήσουν τό επίπεδο αυτό μετά τήν έναρξη τῆς ισχύος τῆς συνθήκης. Ἐπί πλέον, τά συναλλαγματικά μέτρα πού είχαν επιτρέψει τήν επίτευξη ενός βαθμοῦ ελευθερώσεως ήταν δυνατό νά ἀποδειχθούν ἀνεπιθύμητα ὑπό τό καθεστώς τῆς κοινής ἀγοράς. Ή επιτροπή ἐκ τῶν προέδρων τῶν ἀντιπροσωπειών ἀπεφάσισε νά δεχθεί τίς παρατηρήσεις αυτές καί νά υιοθετήσει κατά συνέπεια ἕνα σχέδιο ἀντίστοιχο πρός τό παρόν κείμενο τοῦ άρθρου 71, μέ γνώμονα τήν ἰδέα ὅτι δέν υφίσταται γνήσια υποχρέωση τῶν Κρατών μελών. Είναι σχεδόν περιττό νά προστεθεί ὅτι ὁ μή δεσμευτικός χαρακτήρας τοῦ άρθρου 71 εναρμονίζεται μέ τήν άποψη ὅτι τό άρθρο 67 παράγραφος 1 δέν εἶναι δυνατό νά ἔχει άμεσο ἀποτέλεσμα.

Πρέπει επίσης νά ληφθεί ὑπ' ὄψη τό άρθρο 104, πού περιέχεται στό κεφάλαιο 2 («τό ισοζύγιο πληρωμών») τοῦ τίτλου ΙΙ («ή οικονομική πολιτική»). Κατά τό άρθρο αυτό, «κάθε Κράτος μέλος ἀσκεῖ τήν ἀναγκαία οικονομική πολιτική γιά νά εξασφαλίσει τήν εξισορρόπηση τοῦ συνολικού ισοζυγίου πληρωμών του καί νά διατηρήσει τήν ἐμπιστοσύνη στό νόμισμά του, μεριμνώντας συγχρόνως νά εξασφαλίσει ὑψηλό βαθμό ἀπασχολήσεως καί σταθερότητα τοῦ επιπέδου τῶν τιμών». Κατά τήν διάρκεια τῆς παρούσης διαδικασίας, ὁ εκπρόσωπος τῆς ιταλικής κυβερνήσεως παρετήρησε ὅτι θά ήταν ἀσυνεπές ἀφ' ἑνός μέν νά ἀνατίθεται στά κατ' ιδίαν Κράτη μέλη ἡ ευθύνη γιά τήν ἀντίστοιχη οικονομική πολιτική, ἀφ' έτερου δέ νά τους ἐπιβάλλεται «μία άνευ ὅρών καί ἀπεριόριστη υποχρέωση νά ελευθερώσουν τίς μεταφορές συναλλάγματος πού διενεργοῦνται χωρίς... ἀντιπαροχή». Ή άποψη αυτή μοῦ φαίνεται ὀρθή. Ή ἀνάγκη νά συγκερασθεῖ ή ελευθέρωση τῶν διακινήσεων κεφαλαίων μέ τήν ἀποτελεσματικότητα τῶν εθνικών μέτρων γιά τήν εξασφάλιση τῆς σταθερότητος τῶν τιμών συναλλάγματος καί τῶν εσωτερικών τιμών, ἀφήνοντας στά Κράτη μέλη επαρκή ελευθερία κινήσεως, είναι σύμφωνη πρός τό σύστημα τῆς συνθήκης, κατά τό όποιο οἱ διατάξεις περί διακινήσεων τῶν κεφαλαίων δέν δύνανται νά ερμηνεύονται ἀνεξάρτητα ἀπό τίς διατάξεις περί τῆς οικονομικής πολιτικής (όπως ἀνεγνώρισε τό Δικαστήριο, δεχόμενο στην απόφαση του στην υπόθεση Regina κατά Thompson ὅτι οἱ διακινήσεις κεφαλαίων εμπίπτουν στην ευρύτερη κατηγορία τῶν μεταφορών χρήματος). Κατά την γνώμη μου, ἀκόμα καί μετά τήν δημιουργία τοῦ ευρωπαϊκοί) νομισματικοί) συστήματος, τά Κράτη μέλη πρέπει νά διατηροῦν τήν δυνατότητα νά επεμβαίνουν ὅσον άφορᾶ τίς διακινήσεις κεφαλαίων πού διενεργούνται χωρίς αντιπαροχή, προκειμένου νά διασφαλίζουν τήν σταθερότητα τῶν τιμῶν συναλλάγματος, βασικό στοιχείο τῆς ὀρθής λειτουργίας τοῦ συστήματος.

6. 

Ἑπομένως, δέν συμμερίζομαι τήν άποψη τῆς κυβερνήσεως τῆς Όμοσπονδιακής Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας, καί τοῦ G. Casati, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό άρθρο 67, παράγραφος 1, ὅταν προβλέπει ὅτι οἱ περιορισμοί στην διακίνηση τῶν κεφαλαίων πρέπει νά καταργηθούν μόνο «κατά τό μέτρο πού εἶναι ἀναγκαίο γιά τήν καλή λειτουργία τῆς κοινής ἀγορᾶς», δέν εξαρτά τό χρονοδιάγραμμα τῆς καταργήσεως ἀπό τήν διακριτική εκτίμηση τοῦ Συμβουλίου, άλλα απλώς περιορίζει τήν έκταση τῆς επιβαλλομένης στα Κράτη μέλη υποχρεώσεως ἀπό ποσοτικής ἀπόψεως. Τούτο θά εἶχε ὡς συνέπεια ὅτι, μετά τήν λήξη τῆς μεταβατικής περιόδου, τά άτομα δύνανται νά προβάλλουν ἕνα προσωπικό δικαίωμα νά προβαίνουν σέ μεταφορές συναλλάγματος (ή ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση διεσαφήνισε ὅτι οἱ παρατηρήσεις τῆς ἀφορούν ειδικώς τήν νομισματική άποψη τῶν διακινήσεων κεφαλαίων) καί ὅτι τό εθνικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία νά κρίνει, κατά περίπτωση, μέ βάση τό κριτήριο τῆς ἀναγκαι-ότητος ελευθερώσεως γιά τήν καλή λειτουργία τῆς κοινής ἀγορᾶς, ἄν μία ὁρισμένη διακίνηση κεφαλαίων πρέπει νά θεωρείται ὡς ἐλευθερωθείσα.

Πρός υποστήριξη τῶν ἀπόψεων αυτών προβάλλεται κατά πρώτο λόγο ἕνα επιχείρημα γενικού χαρακτῆρος. 'Υποστηρίζεται ὅτι ή ελεύθερη κυκλοφορία τῶν κεφαλαίων ὑπό τό σύστημα τῆς συνθήκης ΕΟΚ έχει τόση σπουδαιότητα ὅση καί οἱ άλλες ελευθερίες κυκλοφορίας (τῶν εμπορευμάτων, τῶν προσώπων, τῶν υπηρεσιών) καί, επομένως, θά πρέπει καί αὐτή νά θεωρείται ὡς πραγματοποιηθείσα, διά τῆς ἀπ' ευθείας εφαρμογής τῶν σχετικών διατάξεων, κατά τήν λήξη τῆς μεταβατικής περιόδου. Ή ἑνιαία ἀναφορά πού γίνεται ἀπό τό άρθρο 3 στοιχείο γ τῆς συνθήκης στόν σκοπό τῆς «εξαλείψεως τῶν εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία τῶν προσώπων, τῶν υπηρεσιών καί τῶν κεφαλαίων μεταξύ τῶν Κρατών μελών» προβάλλεται ὡς απόδειξη τοῦ ὅτι τά συμβαλλόμενα μέρη είχαν τήν πρόθεση νά δημιουργήσουν ἕνα θεμελιωδώς ὁμοιόμορφο σώμα κανόνων γιά τίς ἐν λόγω ἐλευθερίες. Κατά τήν γνώμη μου, ἐν τούτοις, ὁ ερμηνευτής δέν δύναται νά περιορίζεται στό γενικό πλαίσιο τῶν άρχων πού ἀποτελούν τίς βάσεις τῆς ὁλοκληρώσεως καί διατυπώνονται στά πρώτα άρθρα τῆς συνθήκης, άλλα πρέπει προεχόντως νά λαμβάνει ὑπ' ὄψη τους ειδικούς κανόνες πού διέπουν κάθε τομέα. Ἐπί πλέον, οἱ διατάξεις περί τῆς διακινήσεως τῶν κεφαλαίων εἶναι διατυπωμένες κατά τρόπο πού τίς διακρίνει σαφώς ἀπό τίς διατάξεις περί τῆς διακινήσεως τῶν εργαζομένων, τοῦ δικαιώματος εγκαταστάσεως καί τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν υπηρεσιών. Ή παραμέ-ριση ἡ ἡ θέση σέ δεύτερη μοίρα τῆς διαφοράς αυτής ἐν ὀνόματι τοῦ ἑνιαίου τῆς εμπνεύσεως τῶν ἀρχων πού εἶναι κοινές σέ ὅλες τίς κοινοτικές «ελευθερίες κυκλοφορίας» δέν έχει κατά τήν γνώμη μου δικαιολογία.

Ἐπί πλέον, ἡ θέση τῆς γερμανικής κυβερνήσεως εἶναι κάθε άλλο παρά σαφής, δεδομένου ὅτι δέχεται ὅτι ὁρισμένοι περιορισμοί εξακολουθούν νά επιτρέπονται μετά τήν λήξη τῆς μεταβατικής περιόδου, δηλαδή οἱ περιορισμοί στίς «βραχυπρόθεσμες» διακινήσεις κεφαλαίων, τους ὁποίους προσδιορίζει ἐπί τῆ βάσει ενός ἀπό τους καταλόγους πού προσαρτώνται στην ὁδηγία τῆς 11ης Μαΐου 1960 (κατάλογος Δ) (πρώτη ὁδηγία περί τῆς εφαρμογής τοῦ ἄρθρου 67 τῆς συνθήκης, ΕΕ εἰδ. ἔκδ. 10/001, σ. 4). Ἀν, προκειμένου νά προσδιορισθούν οἱ επιτρεπτοί περιορισμοί, υπάρχει ἀνάγκη ἀναφοράς στίς θεσπισθείσες ὁδηγίες, τούτο σημαίνει ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά ἀνατεθεί στόν ἑρμηνευτή ἡ εφαρμογή τοῦ κριτηρίου περί τοῦ ἄν εἶναι ἀναγκαία ἡ ὄχι ή κατάργηση τῶν περιορισμών γιά τήν καλή λειτουργία τῆς κοινής ἀγορᾶς, καί ὅτι τό κριτήριο αυτό συγκεκριμενοποιείται μόνο μέσω τῆς ἀσκήσεως τῆς διακριτικής εκτιμήσεως τοῦ Συμβουλίου. Ἀλλά τότε, εἶναι ἀναγκαίο νά ἐκδοθούν ὁδηγίες καί γιά τόν προσδιορισμό τῶν ἀπαγορευομένων περιορισμῶν. Τοῦτο ἐξ άλλου εἶναι σύμφωνο πρός τήν λειτουργία τῶν πράξεων αυτῶν, οἱ όποιες, κατά τό άρθρο 69, ἔχουν προορισμό τήν πραγμάτωση τῆς καταργήσεως τῶν περιορισμών καί ὄχι τόν προσδιορισμό τῶν επιτρεπομένων περιορισμών. Συνεπώς, σέ τελευταία ἀνάλυση, δέν δύναται ευλόγως νά υποστηριχθεί ὅτι μετά τήν λήξη της μεταβατικής περιόδου καταργοῦνται οἱ νομισματικοί περιορισμοί στίς διακινήσεις κεφαλαίων, ἀνεξάρτητα ἀπό τά ὁριζόμενα στό ἄρθρο 69.

Οὔτε δύναται νά ἀντιταχθεί ἐν προκειμένω ὅτι ἡ γερμανική κυβέρνηση δέν ἀμφισβητεί τό ἀποτέλεσμα τῶν ὁδηγιών πού έχουν ήδη θεσπισθεί άλλά ὅτι ἁπλώς θεωρεί ἀλυσιτελές νά εξαρτᾶται ἡ πρόοδος στην επίτευξη ελευθερώσεως ἀπό νέες ὁδηγίες, ἀφ' ἧς στιγμής ἔληξε ἡ μεταβατική περίοδος καί κατέστη ἀφ' ἑαυτής ἐνεργός ἡ ἀπαγόρευση τοῦ ἄρθρου 67. Στην πραγματικότητα, ὅταν τίθεται ζήτημα διακρίσεως μεταξύ νομισματικών καί μή νομισματικών περιορισμών, ἡ ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση καί πάλι ἀναφέρεται στίς ὁδηγίες, προσθέτοντας ὅτι τό Συμβούλιο «διετήρησε τό δικαίωμα νά προβαίνει σέ περαιτέρω ελευθέρωση». Πρός τό παρόν, συνεπώς, ἡ ἐν λόγω κυβέρνηση δέν ἀποδίδει άμεσο ἀποτέλεσμα στό άρθρο 67 ὅσον άφορᾶ τους μή νομισματικούς περιορισμούς, καίτοι ἡ διάταξη αὐτή άφορα τους περιορισμούς στίς διακινήσεις κεφαλαίων στό σύνολό τους.

Ή ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση παρατηρεί, καί πάλι πρός υποστήριξη τοῦ ισχυρισμοῦ της ὅτι τό άρθρο 67 ἔχει ἀπ' ευθείας εφαρμογή, ὅτι ἐν πάση περιπτώσει τά Κράτη μέλη δύνανται πάντοτε νά θεσπίζουν τά κατάλληλα μέτρα διασφαλίσεως ἄν οἱ διακινήσεις τῶν κεφαλαίων επιφέρουν «διαταραχές στην λειτουργία τῆς κεφαλαιαγορᾶς» (άρθρο 73 παράγραφος 1) ἡ δυσχέρειες στό ισοζύγιο πληρωμών (άρθρο 108). Ἀλλά ευχερώς δύναται νά δοθεί ἡ ἀπάντηση ὅτι άλλο εἶναι νά θεωρούνται τά Κράτη μέλη ὡς διατηροῦντα τήν ευχέρεια νά εισάγουν ή νά διατηρούν ἐν ἰσχύι ὁρισμένα περιοριστικά μέτρα, τά όποια συμβιβάζονται μέ τίς οδηγίες πού έχουν θεσπισθεί ἡ πρόκειται νά θεσπισθούν ἀπό τό Συμβούλιο δυνάμει τοῦ ἄρθρου 69, καί άλλο εἶναι νά ὑπενθυμίζεται ὅτι ὑπό ὁρισμένες περιστάσεις καί ἐφ' ὅσον τό επιτρέψει ἡ Ἐπιτροπή αυτά τά Κράτη μέλη έχουν τήν ευχέρεια νά υιοθετούν μέτρα διασφαλίσεως. Μέ άλλα λόγια, τό ζήτημα πού τίθεται δέν εἶναι ἄν ένα ἀπό τά κατ' ἰδίαν Κράτη μέλη εἶναι σέ θέση νά ἀποφύγει τίς ενδεχομένως ἀφόρητες γιά τήν οικονομία του συνέπειες μιᾶς ελευθερωμένης κεφαλαιαγοράς τό ζήτημα ἀνάγεται μᾶλλον στόν προσδιορισμό τῆς εκτάσεως τῶν περιορισμών πού εισήχθησαν ὡς τώρα έναντι ὅλων τῶν Κρατών μελών βάσει τοῦ ἀποτελέσματος τῶν άρθρων 67 ἑπ. καί τοῦ παραγώγου δικαίου. Κατόπιν αυτού, έχω τήν γνώμη ὅτι ή άποψη μου, κατά τήν ὁποία τό άρθρο 67 δέν έχει άμεσο ἀποτέλεσμα, δέν επηρεάζεται κατά κανένα τρόπο ἀπό τό γεγονός ὅτι τά άρθρα 73 παράγραφος 1 καί 108 της συνθήκης περιέχουν ρήτρες διαφυγής. Οἱ ρήτρες αυτές δύνανται φυσικά νά χρησιμοποιοῦνται στίς περιπτώσεις πού προσδιορίζονται ἀπό τά δύο άρθρα, ὡς προσωρινές παρεκκλίσεις ἀπό τό σύστημα ελευθερώσεως τῶν διακινήσεων κεφαλαίων, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἐπιτευχθέν επίπεδο ελευθερώσεως.

7. 

Πρέπει τώρα νά εξετασθεί τό τρίτο ερώτημα πού υπεβλήθη στό Δικαστήριο ἀπό τό εθνικό δικαστήριο καί τό όποιο έχει διατυπωθεί ὡς έξῆς: «Μήπως υφίσταται αρχή ἡ διάταξη τῆς συνθήκης, ή ὁποία εξασφαλίζει στόν μή κάτοικο τό δικαίωμα νά ἐπανεξάγει συνάλλαγμα πού ἔχει εισαχθεί προηγουμένως καί δέν έχει χρησιμοποιηθεί, έστω καί ἄν έχει μετατραπεί σέ ιταλικές λιρέτες;» Ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ, θά ήθελα ἐν πρώτοις νά παρατηρήσω ὅτι ἀφ' ἧς στιγμής ἀποκλείεται τό άμεσο ἀποτέλεσμα τοῦ άρθρου 67 παράγραφος 1, τό επίδικο δικαίωμα των μή κατοίκων νά ἐπανεξάγουν συνάλλαγμα δέν δύναται ἀσφαλῶς νά συναχθεί ἀπό τήν διάταξη αυτή, θά ἠδύνατο ὅμως νά ἀπορρέει ἀπό τίς ὁδηγίες τοῦ Συμβουλίου περί ελευθερώσεως. Κατά συνέπεια, ἡ έρευνα πρέπει νά επεκταθεί καί στίς διατάξεις των ὁδηγιῶν αυτών.

Στό μέρος τῆς συνθήκης πού ἔχει ὡς ἀντικείμενο τό ισοζύγιο πληρωμών, ἡ διάταξη, τῆς ὁποίας γίνεται επίκληση πρός θεμελίωση τοῦ δικαιώματος ἐπανεξαγωγῆς συναλλάγματος, περιέχεται στό άρθρο 106 παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, κατά τό όποιο: «Κάθε Κράτος μέλος ἀναλαμβάνει τήν υποχρέωση νά επιτρέπει τίς πληρωμές τίς σχετικές μέ τήν κυκλοφορία εμπορευμάτων, υπηρεσιών καί κεφαλαίων, καθώς καί τίς μεταφορές κεφαλαίων καί μισθών, στό νόμισμα τοῦ Κράτους μέλους ὅπού ἔχει τήν κατοικία του ὁ πιστωτής ἡ ὁ δικαιούχος, κατά τό μέτρο πού ἡ κυκλοφορία τῶν εμπορευμάτων, τῶν ὑπηρεσιών, τῶν κεφαλαίων καί τῶν προσώπων ἔχει ελευθερωθεί μεταξύ τῶν Κρατών μελών κατ' εφαρμογή τῆς παρούσης συνθήκης». Τό Δικαστήριο εἶχε ήδη τήν ευκαιρία νά δεχθεί ὅτι «σκοπός τῆς διατάξεως αυτής εἶναι νά διασφαλισθούν οἱ ἀναγκαίες μεταφορές χρήματος τόσο γιά τήν ελευθέρωση τῶν διακινήσεων κεφαλαίων, ὅσο καί γιά τήν ελεύθερη κυκλοφορία τῶν εμπορευμάτων, τῶν υπηρεσιών καί τῶν προσώπων» (προαναφερθείσα ἀπόφαση τῆς 23ης Νοεμβρίου 1978 στην υπόθεση Regina κατά Thompson, σκέψη 24) καί ὅτι ὁλόκληρο τό πλέγμα τῶν άρθρων 104-109, «τά όποια ἀφοροῦν τό συνολικό ισοζύγιο πληρωμών καί τά όποια, κατά συνέπεια, αναφέρονται σέ ὅλες τίς διακινήσεις χρήματος» πρέπει νά θεωρείται ὡς «ουσιώδες γιά τήν επίτευξη τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων, τῶν υπηρεσιών, καί τῶν κεφαλαίων, ἡ ὁποία εἶναι θεμελιώδης γιά την πραγμάτωση τῆς κοινής ἀγορᾶς»(ibidem, σκέψη 22).

Κατά τήν γνώμη μου, ἀπό τίς φράσεις αὐτές διαφαίνεται σαφώς ἡ ἀναγνώριση τῆς ὀργανικής λειτουργίας τοῦ ἄρθρου 106 παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ἐν σχέσει προς τήν ρύθμιση περί τῆς κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων, τῶν προσώπων, τῶν ὑπηρεσιών καί τῶν κεφαλαίων. Αυτή ἡ ρύθμιση εἶναι ἐκείνη πού προσδιορίζει τόν βαθμό καί τίς μεθόδους τῆς ελευθερώσεως. Τό άρθρο 106 περιορίζεται στην διασφάλιση τοῦ ὅτι, κατά τόν ἴδιο βαθμό, κάθε Κράτος μέλος επιτρέπει μεταφορές τοῦ νομίσματος του στό νόμισμα τῆς χώρας κατοικίας τοῦ πιστωτοῦ ἡ τοῦ δικαιούχου. Δεδομένου ὅτι ἡ υποχρέωση νά επιτρέπουν τέτοιες μεταφορές επιβάλλεται «κατά τό μέτρο πού ἡ κυκλοφορία τῶν εμπορευμάτων, τῶν υπηρεσιών, τῶν κεφαλαίων καί τῶν προσώπων ἔχει ελευθερωθεί ...», δέν χωρεί ἀμφιβολία ὅτι ἡ διάταξη ἔχει εφαρμογή ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ διαδικασία τῆς ελευθερώσεως ευρίσκεται ἐν ἐξελίξει. Ή διαδικασία αυτή δέν επιταχύνεται οὔτε επεκτείνεται ἀπό τό άρθρο 106, άλλά ἀπλώς συμπληρώνεται, κατά τρόπον ὥστε νά καθίσταται διαθέσιμο τό συνάλλαγμα πού ἀπαιτείται γιά πληρωμές σχετικές μέ εμπορικές συναλλαγές καθώς καί γιά μεταφορές κεφαλαίων καί ἀμοιβών εργασίας.

Ἐπανερχόμενος στό πρόβλημα πού έθεσε τό Tribunale di Bolzano, θέλω νά παρατηρήσω ὅτι ἡ προσεκτική εξέταση τῆς υποχρεώσεως τῶν Κρατών μελών νά επιτρέπουν τίς μεταφορές χρήματος πού είναι συνυφασμένες μέ τίς μεταφορές κεφαλαίων αποκαλύπτει ὅτι ἡ περιοριστική ρήτρα πού προβλέπεται στό τέλος τοῦ ἄρθρου 106 παράγραφος 1 περιέχει παραπομπή στό άρθρο 67 ἐπ. Ή άποψη τήν ὁποία δέχομαι ὅσον άφορᾶ τό άρθρο 67 ἀποκλείει τήν δυνατότητα νά συναχθεί ἀπό τήν διάταξη αὐτή μία αυτοδίκαια ελευθέρωση τῶν διακινήσεων κεφαλαίων ὅσο γιά τό παράγωγο δίκαιο, θά ἀσχοληθώ μέ αυτό ἐντός ὀλίγου. Ἀν ἐν συνεχεία στρέψουμε την προσοχή μας στίς πληρωμές τίς σχετικές μέ τήν διακίνηση εμπορευμάτων ἤ υπηρεσιῶν ἡ μέ τίς μεταφορές ἀμοιβών εργασίας, πρέπει νά λεχθεί ὅτι ἡ περίπτωση ἀπό τήν ὁποία εκκινεί τό Tribunale di Bolzanο άφορα τήν ἐπανεξαγωγή συναλλάγματος καί πάντως ὄχι μία πληρωμή εἰς εκτέλεση συμβάσεως συνεπαγομενης τήν έναντι ἀντιπαροχής μεταβίβαση εμπορευμάτων ή παροχή υπηρεσιών, αὔτε μία μεταφορά ἀμοιβῶν εργασίας. Είναι αληθές ὅτι ὁ πληρεξούσιος τοῦ Casati, επέμενε στό γεγονός ὅτι ὁ κατηγορούμενος εισήγαγε τό συνάλλαγμα μέ πρόθεση νά τό χρησιμοποιήσει γιά τήν αγορά ὁρισμένων προϊόντων ἡ ἔρευνα μας ὅμως δέν δύναται νά επεκταθεί πρός αυτήν τήν κατεύθυνση, δεδομένου ὅτι τά ερωτήματα πού υπέβαλε ὁ εθνικός δικαστής οὔτε τό σκεπτικό τῆς διατάξεως περί παραπομπής μνημονεύουν τό γεγονός αυτό, τό όποιο συνεπώς ἀποτελεί ἕνα ἰδιαίτερο σημείο τῆς ὑπό κρίση υποθέσεως, πού πρέπει νά διαπιστωθεί στην ἀπόφαση ἐπί τῆς ουσίας. Προσθέτω ὅτι, ἐν πάση περιπτώσει, ἄλλο εἶναι ἡ πληρωμή πού συνιστᾶ ἀντιπαροχή γιά μία πραγματοποιηθείσα αγορά — πληρωμή ἡ ὁποία θά ἀσκούσε επιρροή δυνάμει τοῦ ἄρθρου 106 παράγραφος 1 πού προανεφέρθη — καί άλλο εἶναι ἡ ἁπλή εισαγωγή συναλλάγματος μέ σκοπό μία ενδεχομένη ἀγορά.

Τέλος, ελέχθη ὅτι τό προβαλλόμενο δικαίωμα ἐπανεξαγωγῆς συναλλάγματος συνδέεται μέ τους κανόνες τῆς συνθήκης περί τῆς ελεύθερης κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων, τῶν προσώπων καί τῶν υπηρεσιών, κατά τήν έννοια ὅτι ἀποτελεί ἀπαραίτητο συμπλήρωμα τῶν ελευθεριών αυτών.

Ἐν προκειμένω θέλω νά παρατηρήσω ὅτι, ἐνῶ οἱ πληρωμές οἱ σχετικές μέ τήν κυκλοφορία τῶν εμπορευμάτων, τῶν υπηρεσιών καί τῶν κεφαλαίων, ρυθμίζονται ἀπό τό προαναφερθέν άρθρο 106, οἱ συμπληρωματικές μεταφορές κεφαλαίων πού συνδέονται μέ τίς ελευθερίες αυτές διέπονται ἀπό τίς ὁδηγίες πού θεσπίζει τό Συμβούλιο δυνάμει τοῦ ἄρθρου 69. Οἱ άπλες μεταφορές συναλλάγματος ἡ ἡ ἐπανεξαγωγή εισαχθέντος καί μή χρησιμοποιηθέντος ξένου συναλλάγματος δέν εμπίπτουν στίς ἐλευθερωθεῖσες διακινήσεις. Τούτο συνάγεται άλλωστε λογικώς, δεδομένου ὅτι πρόκειται γιά διακινήσεις συναλλάγματος οἱ όποιες δέν εἶναι μέ κανένα τρόπο συμπληρωματικές τῆς ασκήσεως τῆς ελευθερίας κυκλοφορίας τῶν εμπορευμάτων, τῶν προσώπων καί τῶν υπηρεσιών.

8. 

Πρίν προβώ σέ πιό ενδελεχή εξέταση τῶν σχετικών ὁδηγιών, πρέπει νά ἀναφέρω τό πρόβλημα τῶν προϋποθέσεων καί τῶν ορίων τοῦ ἀμεσου ἀποτελέσματός τους: τό τρίτο ερώτημα τοῦ Tribunale di Bolzano άφορᾶ ἀκόμα πράγματι, ἕνα δικαίωμα πού υποστηρίζεται ὅτι έχουν τά άτομα. Θά περιορισθώ νά υπενθυμίσω ὅτι ἡ νομολογία τοῦ Δικαστηρίου εδέχθη επανειλημμένως τό άμεσο ἀποτέλεσμα τῶν ὁδηγιών, ὅταν ένα Κράτος μέλος παρέλειψε νά θεσπίσει τά μέτρα εκτελέσεως εντός τῆς ταχθείσης προθεσμίας, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ μή ἐκπληρωθείσα υποχρέωση δέν τελεί ὑπό όρους καί προσδιορίζεται επαρκώς (βλ. τίς αποφάσεις τῆς 17ης Δεκεμβρίου 1970 στην υπόθεση 33/70, SACK Racc. 1970, σ. 1213 τῆς 4ης Δεκεμβρίου 1974 στην υπόθεση 41/74, Van Duyn, Racc. 1974, σ. 1337* τῆς 26ης Φεβρουαρίου 1976 στην υπόθεση 52/75, Ἐπιτροπή κατά Ἰταλικής Δημοκρατίας, Racc. 1976, σ. 277 τῆς 5ης Ἀπριλίου 1979 στην υπόθεση 148/78, Ratti, Racc. 1979, σ. 1629 τῆς 6ης Μαΐου 1980 στην υπόθεση 102/79 Ἐπιτροπή κατά Βελγίου, Racc. 1980, σ. 1473 τῆς 12ης Ἰουνίου 1980 στην υπόθεση 88/79, Grünen, Racc. 1980, σ. 1827). Ἀναμφιβόλως ή προσέγγιση αύτη ισχύει καί στην περίπτωση τῶν ὁδηγιών περί τῆς διακινήσεως κεφαλαίων.

Έρχομαι τώρα στό κεντρικό θέμα τῆς ἐρεύνης: οἱ οδηγίες εκτελέσεως τοῦ άρθρου 67, θεσπισθείσες ἀπό τό Συμβούλιο δυνάμει τοῦ ἄρθρου 69, προβλέπουν ἡ ὄχι ἕνα δικαίωμα τοῦ μή κατοίκου νά ἐπανεξάγει συνάλλαγμα πού έχει εισαχθεί προηγουμένως; Κατά την γνώμη μου, ἡ ἀπάντηση πρέπει νά εἶναι αρνητική. Ή ὁδηγία της 11ης Μαΐου 1960 καί ἡ ὁδηγία τῆς 18ης Δεκεμβρίου 1962, ἡ ὁποία την τροποποιεί καί τήν συμπληρώνει, υποχρεώνουν τά Κράτη μέλη νά χορηγοῦν τίς εγκρίσεις συναλλάγματος γιά τίς διακινήσεις κεφαλαίων πού ἀπαριθμούνται στους καταλόγους Α, Β καί Γ (μέ τήν ευχέρεια νά διατηρούν ἡ νά επαναφέρουν περιορισμούς στίς διακινήσεις πού ἀπαριθμούνται στόν κατάλογο Γ, ἄν ἡ ελευθέρωση παρεμποδίζει τήν πραγματοποίηση τῶν στόχων τῆς οικονομικής πολιτικής ενός Κράτους μέλους) άλλά, ἡ εισαγωγή καί ἡ εξαγωγή συναλλάγματος αυτές καθ' εαυτές δέν συγκαταλέγονται στίς ἀπαριθμούμενες διακινήσεις. Οἱ μεταφορές συναλλάγματος πού ἀναφέρονται στους τρεις αυτούς καταλόγους έχουν ὡς ἀντικείμενο ἐπενδύσεις, τήν χορήγηση πιστώσεων ἤ εγγυήσεων, ή τήν εξόφληση πιστώσεων συνδεομένων μέ εμπορικές συναλλαγές ἡ μέ τήν παροχή υπηρεσιών, πράξεις ἐπί τίτλων, τήν εκτέλεση ορισμένων συμβάσεων κλπ. Ἐν ὀλίγοις, κάθε μεταφορά έχει μία συγκεκριμένη αἰτία. Ή «υλική εισαγωγή καί εξαγωγή άξιων» συνιστᾶ ἀπεναντίας μία ἀπό τίς διακινήσεις πού περιέχονται στόν κατάλογο Δ, ὁ όποιος καλύπτει διακινήσεις κεφαλαίων πού δέν έχουν ελευθερωθεί καί, στην κατηγορία ΧΙΙΙ τῆς ὀνοματολογίας πού προσαρτᾶται στην ὁδηγία, διασαφηνίζεται ὅτι ἡ κατηγορία αυτή περιλαμβάνει τήν εισαγωγή καί τήν εξαγωγή «κάθε είδους μέσων πληρωμής». Κατά συνέπεια, τό εἶδος αυτό διακινήσεων εξακολουθεί νά υπόκειται στους περιορισμούς πού επιβάλλουν τά Κράτη μέλη, τά όποια δέν έχουν μέχρι στιγμής τήν υποχρέωση νά τους καταργήσουν ἡ ὁδηγία προβλέπει ἁπλῶς ὅτι πρέπει νά γνωστοποιούν στην Ἐπιτροπή «κάθε τροποποίηση πού επιφέρεται στίς διατάξεις οἱ όποιες διέπουν τίς κινήσεις κεφαλαίων, πού απαριθμοῦνται στόν κατάλογο Δ» (δεύτερη παράγραφος τοῦ άρθρου 7) καί ὅτι ἡ Νομισματική Ἐπιτροπή προβαίνει σέ εξέταση τῶν περιορισμῶν τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος (άρθρο 4). Οἱ δύο αυτές διατάξεις ἀποσκοπούν προφανώς στην δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών γιά τήν πιθανή μελλοντική κατάργηση τῶν περιορισμών στους τομείς πού καλύπτονται ἀπό τόν κατάλογο Δ.

Συνοψίζοντας τό ἀποτέλεσμα τῆς συντόμου αυτής εξετάσεως τῶν ὁδηγιών τῆς 11ης Μαΐου 1960 καί τῆς 18ης Δεκεμβρίου 1962, δύναται συνεπώς νά λεχθεί ὅτι οἱ ὁδηγίες αὐτές ὄχι μόνο δέν περιέχουν διάταξη ἀναγνωρίζουσα στους μή κατοίκους τό δικαίωμα, πού υποστηρίζεται ὅτι έχουν, νά ἐπανεξάγουν συνάλλαγμα πού εισήχθη σέ ένα Κράτος μέλος, άλλά ἀντιθέτως, περιλαμβάνουν μία διάταξη ἡ ὁποία είναι ἀσυμβίβαστη πρός τήν ύπαρξη ενός τέτοιου δικαιώματος. Ή εισαγωγή καί ἡ ἐπανεξαγωγή συναλλάγματος ἀποτελεί μία διακίνηση ἡ ὁποία δέν έχει ακόμη ελευθερωθεί. Ή διαπίστωση αυτή δέν διαψεύδεται οὔτε ἀπό τήν ὁδηγία 340 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 31ης Μαΐου 1963, ούτε ἀπό τήν ὁδηγία 474 τοῦ Συμβουλίου, τῆς 30ής Ἰουλίου 1963, οἱ όποιες ἐθεσπίσθησαν καί οἱ δύο κατ'εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 106· πράγματι, ἡ μέν πρώτη άφορᾶ τίς πληρωμές τίς σχετικές μέ τήν παροχή υπηρεσιών, ἡ δέ δεύτερη έχει ὡς ἀντικείμενο τίς μεταφορές τίς σχετιζόμενες μέ τίς άδηλες συναλλαγές πού δέν συνδέονται μέ τήν κυκλοφορία τῶν εμπορευμάτων, τῶν υπηρεσιών, τῶν κεφαλαίων καί τῶν προσώπων.

9. 

Τό κοινό χαρακτηριστικό τῶν ερωτημάτων 4 ὡς 8 εἶναι ὅτι ἀφοροῦν, ἀπό διάφορες ἀπόψεις, τό πρόβλημα τῶν ποινικών κυρώσεων πού ἀπειλοῦνται ἀπό τήν νομοθεσία ενός Κράτους μέλους γιά τήν παράβαση τῶν κανόνων περί συναλλάγματος. Κατά τήν γνώμη μου, ενδείκνυται νά εξετασθεί πρώτα τό έκτο ερώτημα, τό όποιο συνδέεται πρός ένα ζήτημα γιά τό όποιο ήδη εξέφρασα τίς ἀπόψεις μου στό πρώτο μέρος τῶν προτάσεων μου. Τό Tribunale di Bolzano έρωτᾶ: «Μετά τήν λήξη τῆς μεταβατικῆς περιόδου, πρέπει νά θεωρηθεῖ ὅτι συμβιβάζεται πρός τίς υποχρεώσεις τοῦ «standstill», τίς όποιες θεσπίζουν τά άρθρα 71 καί 106 παράγραφος 3, ένας εθνικός νόμος πού επιτείνει την βαρύτητα τῶν ἀπειλουμένων ἀπό προγενέστερο νόμο ποινών, ὅπως πχ. ὅταν παραβάσεις, πού προηγουμένως ἐτιμωροῦντο μέ διοικητικές ποινές, τιμωρούνται ήδη, χαρακτηριζόμενες ὡς εγκλήματα, μέ ποινή στερητική τῆς ελευθερίας καί πρόστιμο;»

Όσον άφορᾶ τό πεδίο εφαρμογής τοῦ άρθρου 71, θά περιορισθώ νά επαναλάβω ὅτι ἡ διάταξη αυτή δέν ἀποτελεί μία γνήσια ρήτρα «Standstill». Ή πρόθεση, τήν ὁποία εξέφρασαν τά Κράτη μέλη, νά κατα-βάλουν προσπάθεια, νά ἀποφύγουν τήν εισαγωγή νέων συναλλαγματικῶν περιορισμῶν, δέν εἶναι προφανώς δεσμευτικῆς φύσεως. Κατά συνέπεια, τό ζήτημα ἄν συμβιβάζεται μέ τό άρθρο 71 ἡ ἐπίταση τῶν ποινών πού ἀπειλούνται γιά ὁρισμένες παραβάσεις τῆς νομοθεσίας περί συναλλάγματος παύει νά έχει οιοδήποτε ενδιαφέρον: ἀντιθέτως πρός τήν άποψη τήν οποία φαίνεται ὅτι δέχεται τό Tribunale di Bolzano, τό τυχόν ἀσυμβίβαστο δέν συνιστά παράβαση μιᾶς υποχρεώσεως τοῦ Κράτους μέλους.

Ὅσον ἀφορᾶ τό άρθρο 106 παράγραφος 3, ενδείκνυται νά ὑπομνησθεῖ ὅτι τούτο ὁρίζει (στό πρώτο εδάφιο): «Τά Κράτη μέλη ἀναλαμβάνουν τήν υποχρέωση νά μήν εισάγουν μεταξύ τους νέους περιορισμούς στίς μεταφορές συναλλάγματος τίς σχετικές μέ τίς άδηλες συναλλαγές πού ἀπαριθμούνται στόν πίνακα τοῦ παραρτήματος ΙΙΙ τῆς παρούσης συνθήκης». Πρόκειται, ειδικότερα, γιά συναλλαγές σχετικές μέ ναύλους, μεταφορές, ἔξοδα τελωνείου, τραπεζικά ἔξοδα, επαγγελματικά ταξίδια, τουρισμό, εμβάσματα μεταναστών, τόκους ἀξιογράφων, κλπ. Όλα αὐτά εἶναι εμφανώς εντελώς διαφορετικά ἀπό τήν εισαγωγή καί τήν ἐπανεξαγωγή μέσων πληρωμής. Εἶναι ἀληθές ὅτι ὁ πίνακας περιλαμβάνει μία κατηγορία — «επιστροφές χρημάτων σέ περίπτωση ἀκυρώσεως συμβάσεων ἤ ἀχρεωστήτων πληρωμών» — ἡ ὁποία παρουσιάζει μία κάποια ὁμοιότητα μέ τήν περίπτωση εκείνου πού ἐπανεξάγει συνάλλαγμα, τό όποιο δέν ἐχρησιμοποιήθη γιά τήν σύναψη μιᾶς συμβάσεως ἀγοράς· άλλά ή ἀποφασιστική διαφορά έγκειται στό γεγονός ὅτι ἡ κατηγορία αυτή προϋποθέτει τήν ύπαρξη μιᾶς συμβάσεως ἡ μιᾶς υποχρεώσεως πληρωμής, ἡ ὁποία τελικώς ἠκυρώθη.

Κατά τήν γνώμη μου, επομένως, ἡ ρήτρα «standstill» πού περιέχεται στό άρθρο 106 παράγραφος 3 δέν έχει καμμία σχέση μέ τήν επίταση τῶν ποινών πού ἀπειλούνται κατά προσώπων τά όποια ἐπανεξάγουν χωρίς άδεια ξένο συνάλλαγμα τό όποιο εισήχθη καί δέν ἐχρησιμοποιήθη. Συνεπώς, παρέλκει ἡ διερεύνηση τοῦ ἄν ἡ τροποποίηση τῶν κυρώσεων πού προβλέπονται γιά τήν μή συμμόρφωση πρός προηγούμενους συναλλαγματικούς περιορισμούς δύναται νά εξομοιωθεί πρός τήν εισαγωγή νέων περιορισμών στίς μεταφορές συναλλάγματος σημειώνω πάντως ὅτι, κατά τήν γνώμη μου, στό ζήτημα αυτό προσήκει ἀρνητική λύση.

10. 

Τό τέταρτο ερώτημα υποβάλλεται ὑπό τήν προϋπόθεση καταφατικής ἀπαντήσεως στό τρίτο, ἄν δηλαδή γίνει δεκτό ὅτι ή έννομη τάξη τῆς Κοινότητος ἀναγνωρίζει τό δικαίωμα τοῦ μή κατοίκου νά ἐπανεξάγει συνάλλαγμα πού εισήχθη προηγουμένως καί δέν ἐχρησιμοποιήθη. Ἐπ᾽ αυτής τῆς βάσεως, τό Tribunale di Bolzano έρωτᾶ: «Σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως, ή ενδεχομένη παράλειψη τῶν διατυπώσεων πού προβλέπονται ἀπό τήν νομοθεσία περί συναλλάγματος τοῦ κράτους ἀπό τό όποιο ἐν συνεχεία ἐπανεξάγονται τά ποσά, ὑπό τίς ἀνωτέρω συνθήκες, επιτρέπεται νά τιμωρείται μέ ποινές συνιστάμενες στην δήμευση τοῦ συναλλάγματος, πρόστιμο μέχρι τοῦ πενταπλασίου τοῦ ποσοῦ τοῦ ἐν λόγω συναλλάγματος, καθώς καί στέρηση τῆς προσωπικής ελευθερίας μέχρι πέντε ετών (τῶν ποινών αυτών ἐπιβαρυνομένων σέ περίπτωση συμμετοχής περισσοτέρων προσώπων);»

Θά ἠδυνάμην, βεβαίως, νά περιορισθώ στήν παρατήρηση ὅτι ἔχοντας απαντήσει ἀρνητικῶς στό τρίτο ερώτημα, δέν συντρέχει ἀνάγκη νά ἀσχοληθώ μέ τό τέταρτο ερώτημα. Ἐν τούτοις, θεωρώ ενδεδειγμένο νά προβῶ σέ ὁρισμένες παρατηρήσεις ὡς πρός τό γενικό πρόβλημα τῆς σημασίας, ἀπό ἀπόψεως κοινοτικοῦ δικαίου, τῶν κυρώσεων πού προβλέπονται ἀπό τίς εθνικές νομοθεσίες περί συναλλάγματος. Κατά τήν γνώμη μου, τα κύρια σημεία πού ἔχουν ἀνάγκη διασαφήσεως εἶναι τά έξης: στην περίπτωση τῶν διακινήσεων κεφαλαίων πού δέν έχουν ελευθερωθεί, τά Κράτη μέλη διατηρούν πλήρη τήν εξουσία νά θεσπίζουν σχετικούς κανόνες, ἀκόμη καί στό πεδίο τῶν ποινικών καί διοικητικών κυρώσεων, οἱ δέ διατάξεις τοῦ κοινοτικοί) δικαίου δέν θέτουν κανένα όριο στην άσκηση τῆς εξουσίας αὐτής· ἀπεναντίας, στην περίπτωση τῶν ἐλευθερωθεισῶν διακινήσεων κεφαλαίων καί στό μέτρο πού εἶναι δυνατό νά γίνει λόγος γιά ένα προσωπικό δικαίωμα, ἀναγνωριζόμενο ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο στά άτομα, νά διενεργοῦν τίς σχετικές συναλλαγές, οἱ ποινικές κυρώσεις πού προβλέπονται ἀπό τό εθνικό δίκαιο γιά τήν μή συμμόρφωση μέ ορισμένες διατυπώσεις ἡ διαδικασίες ἀσκήσεως τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ δύνανται νά ἐκτιμηθοῦν μέ βάση τίς ἀρχές τῆς κοινοτικής έννόμου τάξεως.

Ὅσον άφορᾶ τό πρώτο σημείο, ἀρκεῖ νά ὑπομνησθεῖ ὅτι οἱ διακινήσεις κεφαλαίων πού δέν έχουν ελευθερωθεί δύνανται νά επηρεάζονται ἀπό διατάξεις τοῦ κοινοτικοί) δικαίου μόνο κατά τήν έννοια ὅτι ἀποκλείονται ρητώς, εἴτε μονίμως εἴτε προσωρινώς, ἀπό τήν ελευθέρωση πού προβλέπει τό άρθρο 67. Τοῦτο ισχύει ὡς πρός τήν εισαγωγή καί εξαγωγή μέσων πληρωμής, πού περιλαμβάνονται, ὁπως εἴδαμε, στόν κατάλογο Δ τῆς ὁδηγίας τοῦ Συμβουλίου τῆς 11ης Μαΐου 1960. Δέν χωρεί αμφιβολία, ὅμως, ὅτι σέ τέτοιες περιπτώσεις δέν υφίσταται προσωπικό δικαίωμα τῶν ἀτόμων δυνάμει τοῦ κοινοτικού δικαίου. Στην νομολογία του, τό Δικαστήριο έκρινε τόν προσήκοντα χαρακτήρα τῶν ποινικών κυρώσεων πού προβλέπονται γιά ὁρισμένες παραβάσεις ἀπό τίς εθνικές διατάξεις (εφαρμόζοντας ιδίως τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητος) μόνο ὅταν οἱ κανόνες αυτοί ήταν δυνατό νά παρεμποδίσουν τήν τήρηση τῶν άρχων τῆς συνθήκης ἀπό τίς όποιες πηγάζουν προσωπικά δικαιώματα τῶν ἀτόμων. Ὑπενθυμίζω, μεταξύ άλλων, τίς ἀποφάσεις τῆς 7ης Ἰουλίου 1976 στην υπόθεση 118/75, Watson (Racc. 1976, σ. 1185), τῆς 15ης Δεκεμβρίου 1976 στην υπόθεση 41/76, Donckerwolcke (Racc. 1976, σ. 1921), τῆς 14ης Ἰουλίου 1977 στην υπόθεση 8/77 Sagulo (Racc. 1977, σ. 1495), τῆς 30ης Νοεμβρίου 1977 στην υπόθεση 52/77, Cayrol (Racc. 1977, σ. 2261). Όταν όμως δέν πληροῦται ἡ προϋπόθεση πού ἀνέφερα, τό πρόβλημα τοῦ προσήκοντος χαρακτῆρος τῶν ποινών ἀπό ἀπόψεως κοινοτικοῦ δικαίου ουδόλως τίθεται.

Ὅσον άφορᾶ τό δεύτερο σημεῖο, έχω νά παρατηρήσω ὅτι εἶναι ἀναμφισβήτητη ή νομιμότης τῶν εθνικών ποινικών κυρώσεων γιά τήν μή τήρηση τῶν κανόνων περί συναλλάγματος ἀκόμη καί ὅσον άφορᾶ τίς ἐλευθερωθεῖσες διακινήσεις κεφαλαίων. Τοῦτο επιβεβαιώνεται ἀπό τό άρθρο 5 τῆς προαναφερθείσης ὁδηγίας τῆς 11ης Μαΐου 1960, τό ὁποῖο ἀφήνει ἀκέραιο «τό δικαίωμα τῶν Κρατών μελών νά εξακριβώνουν τήν φύση καί τήν αυθεντικότητα τῶν συναλλαγών ἡ τῶν μεταφορών συναλλάγματος» καί «νά λαμβάνουν τά ἀπαραίτητα μέτρα προκειμένου νά εμποδίσουν τίς παραβάσεις τῶν νόμων καί τῶν ἐν γένει ρυθμίσεων τους». Ἀπόκειται βεβαίως σέ κάθε Κράτος μέλος νά προσδιορίσει ποιες παραβάσεις πρέπει νά επισύρουν ποινικές κυρώσεις. Ἐν τούτοις, έχω τήν γνώμη ὅτι ή επιβολή τέτοιων κυρώσεων ἐπί προσώπων πού μεταφέρουν συνάλλαγμα χωρίς άδεια εἶναι βέβαιο ὅτι δέν ἀντιβαίνει πρός τήν λογική τῆς συνθήκης καί τῆς παραγώγου εκτελεστικής νομοθεσίας, ἐν ὄψει τοῦ γεγονότος ὅτι καί ἡ μέν καί ἡ δέ επιτρέπουν την ύπαρξη ενός συστήματος (γενικών καί ειδικών) εγκρίσεων γιά την πραγματοποίηση τῶν ἐλευθερωθεισῶν συναλλαγών, ἀναγνωρίζοντας κατά τόν τρόπο αυτό την ἀναγκαιότητα ἑνός μηχανισμοί) έλεγχου, ὁ όποιος ἐξ ἄλλου ἀνταποκρίνεται καί πρός τους σκοπούς τοῦ προαναφερθέντος άρθρου 104 τῆς συνθήκης.

11. 

Οἱ σκέψεις πού ἀνεπτύχθησαν ἀνωτέρω ὅσον άφορᾶ τό τέταρτο ερώτημα προσφέρουν επίσης ἀπάντηση στό πέμπτο καί στό έβδομο ερώτημα, τά όποια προϋποθέτουν, καί τά δύο, τήν ύπαρξη (τήν ὁποία δέν δέχομαι) ἑνός προσωπικού δικαιώματος δυνάμει τοῦ κοινοτικού δικαίου υπέρ των μή κατοίκων νά ἐπανεξάγουν προηγουμένως εισαχθέν συνάλλαγμα. Ειδικότερα μέ τό πέμπτο ερώτημα τό Tribunale di Bolzano έρωτᾶ: «Σέ περίπτωση καταφατικής ἀπαντήσεως στό προηγούμενο ερώτημα, ή ενδεχομένη παράλειψη τῶν διατυπώσεων πού περιγράφονται ἀνωτέρω επιτρέπεται νά επισύρει ποινές τῆς ἴδιας βαρύτητος μέ εκείνες πού ἀπειλοῦνται γιά τήν παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος;» Μέ τό έβδομο ερώτημα ζητείται νά προσδιορισθεί ἄν «ή ἀρχή κατά τήν ὁποία ἀνόμοιες καταστάσεις δέν δύνανται νά τυγχάνουν ὅμοιας μεταχειρίσεως (ή ὁποία συνάγεται επίσης άπό τήν ἀρχή τῆς ἀπαγορεύσεως τῶν διακρίσεων, πού διατυπώνεται, μεταξύ άλλων, στό ἄρθρο 7 τῆς συνθήκης) επιτρέπει, οἱ ἴδιες ποινές πού ἀπειλοῦνται ἀπό ἕνα Κράτος μέλος γιά τήν παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος ἡ για τήν μή τήρηση τῶν προβλεπομένων ἀπό τήν περί συναλλάγματος νομοθεσία διατυπώσεων, νά επιβάλλονται ἀδιακρίτως τόσο ἐπί τῶν κατοίκων, ὅσο καί ἐπί τῶν μή κατοίκων τοῦ κράτους αὐτοῦ».

Ή σύγκριση, ἀπό ἀπόψεως ποινικοῦ δικαίου, μεταξύ τῆς μή τηρήσεως τῶν διατυπώσεων πού προβλέπονται γιά τήν ἐπανε-ξαγωγή συναλλάγματος καί τῆς παρανόμου εξαγωγῆς συναλλάγματος δέν έχει έννοια ἀπό ἀπόψεως κοινοτικοῦ δικαίου, έκτός ἄν υποτεθεί ὅτι ἡ ἐπανεξαγωγή συναλλάγματος προβλέπεται ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο, ὅτι δηλαδή συγκαταλέγεται στίς «ἐλευθερωθεῖσες» διακινήσεις συναλλάγματος. Τοῦτο, ὅπως είδαμε, δέν συμβαίνει καί θεωρώ περιττό νά επανέλθω στό ζήτημα αυτό.

12. 

Τό ζήτημα πού τίθεται μέ τό ὄγδοο ερώτημα εἶναι: «Μετά τήν λήξη τῆς μεταβατικής περιόδου πρέπει νά θεωροῦνται ὡς ασυμβίβαστες πρός τά άρθρα 67, 71 καί 106 παράγραφος 3 τῆς συνθήκης, εθνικές διατάξεις πού προβλέπουν ὁρισμένες διατυπώσεις γιά τήν άσκηση τοῦ ἀναγνωριζομένου δικαιώματος τῆς ἐπανεξαγωγῆς κεφαλαίων πού έχουν εισαχθεί προηγουμένως, ἀνάγοντας τήν τήρηση τῶν διατυπώσεων αυτών σέ ἀποκλειστική ἀπόδειξη τῆς προηγουμένως εισαγωγῆς καί συνεπώς καταλήγοντας κατ' ουσία στην ποινική κύρωση τῆς παραλείψεως τους;»

Είδαμε ὅτι τό «δικαίωμα τῆς ἐπανεξαγωγῆς κεφαλαίων πού έχουν εισαχθεί προηγουμένως», στό όποιο ἀναφέρεται το παρα-πέμπον δικαστήριο στό ερώτημα αυτό, ἀναγνωρίζεται στό επίπεδο τῆς εθνικής έννόμου τάξεως (ἐν προκειμένω, τῆς ιταλικής), ἀλλά δέν ἀπορρέει ἀπό κοινοτικές διατάξεις. Ἑπομένως, τά Κράτη μέλη ἔχουν ἀπεριόριστη διακριτική εξουσία νά ρυθμίζουν ὅλες τίς ἀπόψεις τῆς ἐπανεξαγωγῆς ξένου συναλλάγματος, περιλαμβανομένων καί τῶν διατυπώσεων πού επιλέγονται καθώς καί τῆς ἀποδεικτικῆς δυνάμεως τους. Οἱ διατάξεις τῆς συνθήκης, βάσει τῶν ὁποίων τό Tribunale di Bolzano κρίνει τό νόμιμο τῶν σχετικών εθνικών διατάξεων, οὐδόλως περιορίζουν τήν ἀνωτέρω ευχέρεια τῶν Κρατών μελών. Ὡς πρός τό ζήτημα αυτό, παραπέμπω στην ἑρμηνεία τῶν άρθρων 67, 71 καί 106 παράγραφος 3 πού είχα τήν ευκαιρία νά εκθέσω κατά τήν ἀνάπτυξη τῶν προτάσεων μου.

Ό πληρεξούσιος τῆς Ἐπιτροπῆς επεχείρησε νά θεμελιώσει, ἀναφερόμενος στίς ὁδηγίες εκτελέσεως τοῦ ἄρθρου 67, την θέση κατά τήν ὁποία έχουν σημασία ἀπό κοινοτικής ἀπόψεως οι εθνικοί κανόνες αποδείξεως ὅσον άφορᾶ τίς διακινήσεις συναλλάγματος, περιλαμβανομένων καί εκείνων πού δέν έχουν ελευθερωθεί. Βάση τοῦ συλλογισμοί) εἶναι τό ὅτι στά πρόσωπα, περιλαμβανομένων τῶν μή κατοίκων, πού διενεργούν μεταφορές κεφαλαίου πού έχουν ελευθερωθεί δυνάμει τῶν ὁδηγιών τοῦ 1960 καί τοῦ 1962, πρέπει νά ἀναγνωρισθεί τό δικαίωμα νά ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ διενεργηθείσες συναλλαγές εμπίπτουν πράγματι στην κατηγορία τῶν ἐλευθερωθεισῶν διακινήσεων άλλως, θίγεται αυτό τούτο τό δικαίωμα τοῦ ωτόμου, πού ἀπορρέει ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο, νά διενεργεί ἐλευθερωθεῖσες συναλλαγές. Δεδομένου ὅτι ἡ μεταφορά υλικών μέσων πληρωμής δύναται, ἄν συντρέχουν ὁρισμένες άλλες περιστάσεις (ὅπως πχ. μία σύμβαση δανείου συνδεομενη πρός μία εμπορική πράξη ἡ μία σύμβαση ἀγοραπωλησίας ἀκινήτου), νά εμπίπτει στην κατηγορία τῶν ἐλευθερωθεισῶν μεταφορῶν, αντίκειται πρός τό κοινοτικό δίκαιο μία εθνική νομοθεσία πού δημιουργεί υπερβολικές δυσχέρειες γιά ὅσους έχουν έννομο συμφέρον νά προσαγάγουν ενώπιον τῶν διοικητικών καί δικαστικών ἀρχων τήν ἀπόδειξη ὅτι μία ὁρισμένη συναλλαγή εμπίπτει στην κατηγορία αυτή. Συνεπώς, ἀκόμη καί οἱ κανόνες πού διέπουν τήν ἀπόδειξη τῆς εισαγωγής ξένου συναλλάγματος, προκειμένου νά διαγνωσθεί ἄν επιτρέπεται ἡ ἐπανεξαγωγή, ενδιαφέρουν — εμμέσως — τήν κοινοτική έννομη τάξη καί, επομένως, ἡ νομιμότης τους δύναται νά κριθεί βάσει τῶν κοινοτικών ἀρχῶν τῆς ἀναλογικότητος καί της ἀπαγορεύσεως τῶν διακρίσεων.

Τό επιχείρημα φαίνεται πειστικό, ἀλλά δέν δύναται νά εὐσταθήσει. Δέν πρέπει νά λησμονείται ὅτι οἱ δύο τομείς, δηλαδή οἱ ἐλευθερωθεῖσες καί οἱ μή ἐλευθερωθεῖσες μεταφορές, καλύπτουν διαφορετικούς τύπους συναλλαγών τό μέγεθος τῆς διαφορᾶς εἶναι ιδιαιτέρως σημαντικό ἄν οἱ ἐλευθερωθεῖσες συναλλαγές συγκριθούν μέ τίς άπλες μεταφορές μέσων πληρωμής. Ἐννοώ ὅτι ὅλες οἱ ἐλευθερωθεῖσες διακινήσεις κεφαλαίων πού ἀπαριθμούνται στους καταλόγους Α καί Β (ὅπως καί οἱ υποκείμενες σέ ὁρισμένους περιορισμούς διακινήσεις τοῦ καταλόγου Γ) ἀφορούν συναλλαγές πού διενεργοῦνται εντός ὁρισμένου πλαισίου καί μέ τήν προηγουμένη παρέμβαση τῶν δημοσίων άρχων, πού επιτρέπουν τήν διενέργεια τους, δυνάμει τῶν άρθρων 1 καί 2 τῆς ὁδηγίας τῆς 11ης Μαΐου 1960. Ἀδυνατώ, συνεπώς, νά κατανοήσω πώς ένα πρόσωπο πού έχει προβεί σέ μία «ἐλευθερωθείσα» συναλλαγή εἶναι δυνατό νά ευρεθεί, ἀπό απόψεως ἀποδείξεως στην ἴδια θέση μέ κάποιον πού ἁπλώς ἐπανεξάγει συνάλλαγμα πού εισήγαγε λίγο ενωρίτερα: οιαδήποτε παραβολή τῶν δύο αυτών καταστάσεων εἶναι, κατά τήν γνώμη μου, εντελώς αυθαίρετη.

Ἀλλά, καί ἄν ἀκόμη παραμερισθεί ἡ σκέψη αυτή, ἡ άποψη τῆς Ἐπιτροπῆς δέν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Ή άποψη αύτη προϋποθέτει ὅτι ὁ ενδιαφερόμενος υποστηρίζει ὅτι προέβη σέ μία ἀπό τίς ἐλευθερωθεῖσες συναλλαγές καί ὅτι ζητεί νά τοῦ επιτραπεί νά αποδείξει τό είδος της, ἐνῶ τά ερωτήματα πού υπέβαλε τό εθνικό δικαστήριο συνεπάγονται τήν εντελώς διαφορετική ἰδέα ὅτι ἡ ἐπανεξαγωγή συναλλάγματος εμπίπτει στην κατηγορία τῶν ἐλευθερωθεισῶν διακινήσεων κεφαλαίων.

13. 

Θά ἀσχοληθώ τέλος μέ τό δεύτερο ερώτημα, τό όποιο μοῦ φαίνεται κατ' ουσία αυτόνομο ἐν σχέσει πρός τά άλλα. Ό εθνικός δικαστής έρωτᾶ τό Δικαστήριο ἄν «συνιστἀ παραβίαση τῆς συνθήκης ἡ παράλειψη, ἀπό τήν ιταλική κυβέρνηση, τῆς διαδικασίας διαβουλεύσεως πού προβλέπεται ἀπό τό άρθρο 73 τῆς συνθήκης, ὅσον άφορᾶ τό νομοθετικό διάταγμα 31 τῆς 4ης Μαρτίου 1976, τό όποιο μετετράπη στον νόμο 159 τῆς 30ής Ἀπριλίου 1976». Όπως ἔχει, τό ερώτημα δέν εμπίπτει στην προδικαστική ἁρμοδιότητα τοῦ Δικαστηρίου, δεδομένου ὅτι ζητεί ἀπό τό Δικαστήριο νά ἀποφανθεί ἐπί τῆς νομιμότητος μιᾶς διατάξεως ἐθνικοῦ δικαίου. Ἐν τούτοις, πιστεύω ὅτι, πίσω ἀπό την διατύπωση πού ἐχρησιμοποίησε ὁ εθνικός δικαστής, διακρίνεται μία αίτηση περί ερμηνείας τοῦ ἄρθρου 73, μέ την ὁποία ζητείται νά προσδιορισθεί κατά πόσο τό άρθρο αυτό τῆς συνθήκης επιβάλλει στά Κράτη μέλη τήν υποχρέωση νά διαβουλεύονται μέ τήν Ἐπιτροπή, ὅταν ἕνα ἀπό αυτά θεσπίζει, στόν τομέα των μεταφορῶν συναλλάγματος, εσωτερικά μέτρα τοῦ ἴδιου τύπου μέ τό ιταλικό Decreto Legge 31 τοῦ 1976.

Τό άρθρο 73, τό όποιο ήδη ἀνέφερα, περιέχει μία ρήτρα διαφυγής γιά περιπτώσεις κατά τίς όποιες «κινήσεις κεφαλαίων επιφέρουν διαταραχές στη λειτουργία της κεφαλαιαγορᾶς ενός Κράτους μέλους». Κατά τήν παράγραφο 1 τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, ή Ἐπιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεως μέ τήν Νομισματική Ἐπιτροπή, ἔχει τήν εξουσία νά επιτρέπει στό κράτος αυτό νά λάβει «στόν τομέα τῆς κινήσεως κεφαλαίων τά μέτρα προστασίας, τῶν ὁποίων καθορίζει τους ὁρους καί τίς λεπτομέρειες εφαρμογής». Ή δεύτερη παράγραφος ἀναγνωρίζει στό Κράτος μέλος πού εὑρίσκεται σέ δυσχέρεια τό δικαίωμα νά λάβει ἀπ' ευθείας τά μέτρα πού μνημονεύονται ἀνωτέρω, «λόγω τοῦ ἀπορρήτου ἡ τοῦ επείγοντος χαρακτῆρος τους, σέ περίπτωση πού αυτά θά ἦταν ἀναγκαία», πληροφορώντας πάντως ἀμελλητί τήν Ἐπιτροπή καί τά άλλα Κράτη μέλη γιά τά μέτρα αυτά.

Εἶναι πολύ πιθανό ότι ὁ εθνικός δικαστής, ὁμιλώντας γιά τήν υποχρέωση τῶν Κρατών μελών νά διαβουλεύονται μέ τήν Ἐπιτροπή, ηθέλησε νά ἀναφερθεί στην περίπτωση πού προβλέπεται ἀπό τήν παράγραφο 2: στην πραγματικότητα, ἡ παράγραφος αυτή επιβάλλει μία υποχρέωση πληροφορήσεως, ἐνῶ ἡ πρώτη παράγραφος προϋποθέτει αίτηση γιά τήν χορήγηση ἀδείας. Ἐν πάση περιπτώσει, μέτρα τοῦ τύπου τοῦ Decreto Legge 31 τῆς 4ης Μαρτίου 1976 δέν έχουν καμμία σχέση μέ τά μέτρα προστασίας πού προβλέπονται ἀπό τό προαναφερθέν άρθρο 73. Αυτό τό Decreto Legge εἶναι ἕνα σύνηθες μέτρο λαμβανόμενο ἀπό ἕνα Κράτος μέλος γιά τήν καταστολή παραβάσεων τῆς νομοθεσίας περί συναλλάγματος καί όχι γιά τήν ἀντιμετώπιση διαταραχών πού επιφέρει στην κεφαλαιαγορά ἡ κοινοτική πολιτική ελευθερώσεως. Είναι περιττό νά προστεθεί ότι ἡ πρόληψη καί ὁ κολασμός τῶν ἀδικοπραξιών πού ἀφοροῦν τό συνάλλαγμα εμπίπτει στην σφαίρα των εξουσιῶν τῶν Κρατῶν μελών, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν οἱ πράξεις αυτές τελοῦνται ἐν σχέσει πρός ἐλευθερωθεῖσες μεταφορές (καί ὑπό τήν επιφύλαξη τῆς ενδεχομένης εφαρμογής τῶν ὁρίων πού τίθενται ἀπό τό κοινοτικό δίκαιο, όταν πρόκειται γιά ποινές κατά παραβάσεων συνδεομένων μέ ἐλευθερωθεῖσες διακινήσεις κεφαλαίων).

14. 

Ὑπό τό φως ὅλων τῶν σκέψεων πού ἀνέπτυξα ὡς τώρα, προτείνω στό Δικαστήριο νά απαντήσει στά ερωτήματα πού τοῦ υπέβαλε τό Tribunale di Bolzano, μέ διάταξη τῆς 6ης Όκτωβρίου 1980, στό πλαίσιο τῆς ποινικής διαδικασίας κατά τοῦ Guerrino Casati, ὡς έξης:

Ἐπί τοῦ ερωτήματος 1: Σύμφωνα μέ τό άρθρο 67 παράγραφος 1 τῆς συνθήκης ΕΟΚ, οι περιορισμοί στην διακίνηση τῶν κεφαλαίων πού ἀνήκουν σέ πρόσωπα τά όποια ἔχουν κατοικία εντός τῶν Κρατῶν μελῶν, έπρεπε νά καταργηθοῦν πρό τοῦ τέλους τῆς μεταβατικής περιόδου μόνο κατά τό μέτρο πού εἶναι ἀναγκαίο γιά τήν καλή λειτουργία τῆς κοινής ἀγοράς. Δεδομένου ὅτι ἡ προϋπόθεση αύτη συνεπάγεται την ἄσκηση διακριτικής εκτιμήσεως ἐκ μέρους τῶν κοινοτικῶν ὀργάνων, ὁ κανόνας αυτός δέν δύναται νά νοηθεί ὡς ικανός νά παράγει άμεσα ἀποτελέσματα. Ἐναπόκειται στό Συμβούλιο, προτάσει τῆς Ἐπιτροπής, νά εκδώσει, ἀσκώντας τίς εξουσίες του ἐκ τοῦ ἄρθρου 69 τῆς συνθήκης, τις ἀναγκαίες οδηγίες γιά τήν εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 67 τῆς συνθήκης, ἀκόμη καί μετά τήν λήξη τῆς μεταβατικής περιόδου.

Ἐπί τον ερωτήματος 2: Τό άρθρο 73 τῆς συνθήκης πρέπει νά ἑρμηνευθεί κατά τήν έννοια ὅτι δέν έχει εφαρμογή ἐπί εθνικών μέτρων πού εισάγουν συνήθεις έλεγχους καί κυρώσεις στόν τομέα τῶν διακινήσεων συναλλάγματος, άλλα μόνο ἐπί μέτρων προστασίας πού θεσπίζονται μετά τήν ελευθέρωση ὁρισμένων διακινήσεων κεφαλαίων.

Ἐπί τον ερωτήματος 3: Ἡ κοινοτική έννομη τάξη δέν ἀπονέμει στους μή κατοίκους τό δικαίωμα νά ἐπανεξάγουν συνάλλαγμα πού εισήχθη προηγουμένως καί δέν ἐχρησιμοποιήθη.

Ἐπί τῶν ερωτημάτων 4, 5 καί 7: Ἡ εξουσία τῶν Κρατών μελών νά ἀπειλούν κυρώσεις, ποινικοῦ ἡ διοικητικοῦ χαρακτῆρος, γιά τήν μή τήρηση εθνικών διατάξεων περί μεταφορών συναλλάγματος, δέν υπόκειται σέ κανένα περιορισμό ἀπό ἀπόψεως κοινοτικής έννόμου τάξεως, ἐφ' ὅσον οἱ μεταφορές αυτές δέν έχουν ελευθερωθεί κατ' εφαρμογή τοῦ ἄρθρου 67 τῆς συνθήκης ΕΟΚ.

Ἐπί τον ερωτήματος 6: Τό άρθρο 71 τῆς συνθήκης ΕΟΚ πρέπει νά ερμηνευθεί κατά τήν έννοια ὅτι δέν επιβάλλει στά Κράτη μέλη τήν υποχρέωση νά παγιοποιήσουν τό επίπεδο ἐλευθερώσεως πού υφίσταται κατά τήν έναρξη τῆς ἰσχύος της συνθήκης γιά τίς διακινήσεις κεφαλαίων πού ἀναφέρονται στην παράγραφο 1 τοῦ ἄρθρου 67, ἀλλά ἁπλώς συνιστά μία γραμμή δράσεως πρός αυτή τήν κατεύθυνση. Τό άρθρο 106 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο τῆς συνθήκης ΕΟΚ δέν εφαρμόζεται έπί μεταφορών συναλλάγματος πού συνίστανται στην υλική εισαγωγή καί ἐπανεξαγωγή ξένου συναλλάγματος πού φέρει μαζί του ὁ ταξιδώτης.

Ἐπί τον ερωτήματος 8: Ἀπό τά άρθρα 67, 71 καί 106 τῆς συνθήκης ΕΟΚ δέν ἀπορρέει κανένας περιορισμός στην ευχέρεια τῶν Κρατών μελών νά ρυθμίζουν τίς διοικητικές διατυπώσεις ἐπανεξαγωγῆς, ἀπό μή κατοίκους, συναλλάγματος πού εισήχθη προηγουμένως καί νά προσδίδουν ενδεχομένως, στην τήρηση ὁρισμένων διατυπώσεων, τήν δύναμη τοῦ ἀποκλειστικοῦ μέσου ἀποδείξεως της προηγουμένης εισαγωγής.


( 1 ) Μετάφραση ἀπό τά ιταλικά.

Top