This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61979CJ0158(01)
Judgment of the Court (First Chamber) of 15 January 1985. # Monique Roumengous Carpentier v Commission of the European Communities. # Officials - Weighting - Compensation for pecuniary damage. # Case 158/79.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 15ης Ιανουαρίου 1985.
Monique Roumengous Carpentier κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλοι - Διορθωτικός συντελεστής - Καθυστερημένη προσαρμογή - Αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας.
Υπόθεση 158/79.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 15ης Ιανουαρίου 1985.
Monique Roumengous Carpentier κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλοι - Διορθωτικός συντελεστής - Καθυστερημένη προσαρμογή - Αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας.
Υπόθεση 158/79.
Συλλογή της Νομολογίας 1985 -00039
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1985:2
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 15ΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1985. - MONIQUE ROUMENGOUS CARPENTIER ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ - ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ - ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ - ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΖΗΜΙΑΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 158/79.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1985 σελίδα 00039
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Υπάλληλοι — Αποδοχές — Διορθωτικός συντελεστής — Καθυστερημένη προσαρμογή — Αποκατάσταση της χρηματικής ζημίας — Καταβολή τόκων υπερημερίας — Έναρξη — Ημερομηνία της διοικητικής ενστάσεως
( Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων , άρθρο 90 , παράγραφος 2 )
Στην υπόθεση 158/79
Monique Roumengous Carpentier , υπάλληλος της Επιτροπής στο Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ispra , Varese ( Ιταλία ), εκπροσωπούμενη και επικουρούμενη από τους Cesare Ribolzi και G . Marchesini , δικηγόρους Μιλάνου , με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον V . Biel , δικηγόρο , 18 A , rue des Glacis ,
προσφεύγουσα ,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , εκπροσωπούμενης από τον Oreste Montalto , μέλος της νομικής της υπηρεσίας , με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,
καθής ,
που έχει ως αντικείμενο τα αιτήματα που περιλαμβάνει η προσφυγή , κατά το μέρος που αφορούν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη , η προσφεύγουσα ,
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου , στις 11 Οκτωβρίου 1979 , η Roumengous , μόνιμη υπάλληλος της Επιτροπής , υπηρετούσα στο Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ispra Ιταλίας , άσκησε , δυνάμει του άρθρου 91 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων , προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία καθορίστηκαν οι αποδοχές της για τον Ιανουάριο 1979 και να υποχρεωθεί η Επιτροπή σε αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα από την εν λόγω απόφαση .
2 Στις 15 Δεκεμβρίου 1982 , το Δικαστήριο εξέδωσε παρεμπίπτουσα απόφαση ( Συλλογή σ . 4379 ) με την οποία , αφού δέχτηκε το βάσιμο του ισχυρισμού που προέβαλε η προσφεύγουσα , σύμφωνα με τον οποίο ο κανονισμός 3087/78 παραβίαζε τα άρθρα 64 και 65 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , ακύρωσε , αφενός , το εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών της προσφεύγουσας για το μήνα Ιανουάριο 1979 , κατά το μέτρο που το εν λόγω σημείωμα περιοριζόταν στην εφαρμογή του αναφερθέντος κανονισμού του Συμβουλίου , τόσον όσον αφορά το ύψος της προσαρμογής του διορθωτικού συντελεστή , όσο και την αναδρομική ισχύ του και , αφετέρου , έκρινε ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν εφαρμόζεται ως προς την προσφεύγουσα κατά το μέτρο που δεν λαμβάνει υπόψη το κόστος ζωής στη Varese και περιορίζει την έναρξη της αναδρομικής ισχύος της προσαρμογής του διορθωτικού συντελεστή στην 1η Ιανουαρίου 1978 . Με την ίδια απόφαση , το Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να του γνωστοποιήσει τα μέτρα που θα ελάμβανε για να συμμορφωθεί με την ανωτέρω απόφαση και αποφάσισε να αναβάλει την εξέταση του αιτήματος περί αποκαταστάσεως της οικονομικής ζημίας της προσφεύγουσας σε μεταγενέστερη ημερομηνία , αν παρίστατο ανάγκη , με την ίδια δε απόφαση επεφυλάχθη ως προς τα δικαστικά έξοδα .
3 Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής , η Επιτροπή κατέθεσε δύο εκθέσεις , από τις οποίες η πιο πρόσφατη αναφέρεται στη θέσπιση , από το Συμβούλιο , του κανονισμού 3681/83 της 19ης Δεκεμβρίου 1983 ( EE L 368 , σ . 1 ), με τον οποίο τροποποιήθηκαν από 1ης Ιανουαρίου 1976 οι διορθωτικοί συντελεστές που εφαρμόζονται στις αποδοχές των μονίμων και μη μονίμων υπαλλήλων που υπηρετούν στην Ιταλία και , από την ίδια ημερομηνία , καθορίστηκαν ειδικοί διορθωτικοί συντελεστές για τη Varese . Βάσει του κανονισμού αυτού , η Επιτροπή προέβη στην εκκαθάριση και στην καταβολή των καθυστερούμενων τμημάτων των αποδοχών στην προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της περιόδου από τέλος Δεκεμβρίου 1983 μέχρι τον Ιανουάριο του 1984 .
4 Επειδή το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι , παρά την έκδοση του προαναφερθέντος κανονισμού και των μέτρων προς εκτέλεσή του που έλαβε η Επιτροπή , οι διάδικοι δεν κατέληξαν σε συμφωνία ώστε να ρυθμίσουν εξωδίκως τη διαφορά τους , αποφάσισε , εν συνεχεία της απόφασής του της 15ης Δεκεμβρίου 1982 , να προβεί στην εξέταση των θεμάτων που εκκρεμούσαν , τα οποία αφορούν αφενός το αίτημα περί αποκαταστάσεως της οικονομικής ζημίας της προσφεύγουσας και αφετέρου τα δικαστικά έξοδα .
Επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της οικονομικής ζημίας της προσφεύγουσας
5 Όσον αφορά την εξέταση του αιτήματος αποκαταστάσεως της οικονομικής ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα , υπενθυμίζεται ότι με το δικόγραφο της προσφυγής της η προσφεύγουσα ζήτησε από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι δικαιούται τα ποσά που προκύπτουν από την αύξηση του διορθωτικού συντελεστή , συνυπολογιζομένων και των αποδοχών των ετών 1976 και 1977 , εντόκως , καθώς και τη μεταγενέστερη εξομοίωση , ώστε να ληφθεί υπόψη το υψηλότερο επίπεδο τιμών στη Varese σε σχέση με εκείνο της Ρώμης .
Επί του κύριου αιτήματος ( καθυστερούμενες αποδοχές )
6 Με τις παρατηρήσεις της που κατέθεσε ως απάντηση στις εκθέσεις που κατέθεσε η Επιτροπή , η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε το ύψος των διορθωτικών συντελεστών που καθόρισε το Συμβούλιο με τον κανονισμό 3681/83 , ούτε το ύψος των ποσών που της καταβλήθηκαν από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού ως καθυστερούμενες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 1976 .
7 Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό , εφόσον θα παρίστατο ανάγκη , ότι το κύριο αίτημα , κατά το μέρος που αφορά την καταβολή καθυστερούμενων αποδοχών που οφείλονται από 1ης Ιανουαρίου 1976 , δεν έχει πλέον αντικείμενο , δεδομένου ότι η Επιτροπή κατέβαλε τα καθυστερούμενα ποσά κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 3681/83 .
Επί του παρεπόμενου αιτήματος ( τόκοι )
8 Όπως προαναφέρθηκε , η προσφεύγουσα ζήτησε ακόμη από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι δικαιούται να της καταβληθούν τόκοι επί των ποσών που της οφείλονταν ως καθυστερούμενες αποδοχές .
Τόκοι υπερημερίας
9 H προσφεύγουσα ζήτησε να της καταβληθούν τόκοι για την καθυστέρηση της εκκαθάρισης των ποσών που της οφείλονταν με επιτόκιο στο οποίο θα ελαμβάνετο υπόψη η υποτίμηση του νομίσματος , που ήταν ιδιαίτερα αισθητή στην Ιταλία . H Επιτροπή υποστήριξε κυρίως ότι δεν οφείλονται τόκοι υπερημερίας όταν πρόκειται για ποσά που καταβάλλονται στο προσωπικό χωρίς να υπάρχει πταίσμα εκ μέρους της διοίκησης , βάσει κανονιστικών πράξεων που θεσπίζονται στο πλαίσιο του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και , επικουρικά , ότι , αν αναγνωριστεί ότι υπάρχει απαίτηση για την καταβολή τόκων , οι τόκοι αυτοί έπρεπε να καταβληθούν με ετήσιο επιτόκιο ύψους 6 % από 15ης Δεκεμβρίου 1982 , ημέρας που εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου ή , εν πάση περιπτώσει , από 11ης Απριλίου 1979 , ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα υπέβαλε την ένστασή της ενώπιον της Επιτροπής βάσει του άρθρου 90 , παράγραφος 2 , του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως . Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή δήλωσε ότι , ακόμη και σε περίπτωση που το Δικαστήριο αναγνώριζε στην προσφεύγουσα το δικαίωμα των τόκων υπερημερίας από της ημερομηνίας της υποβολής της ενστάσεώς της ενώπιον της Επιτροπής , θα επέκτεινε το μέτρο αυτό σε όλους τους προσφεύγοντες .
10 H προσφεύγουσα αντικρούει το επιχείρημα της Επιτροπής υποστηρίζοντας , κυρίως , ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σοβαρό υπηρεσιακό πταίσμα , επειδή , ενώ είχε ενημερωθεί για την παράνομη κατάσταση που κατήγγειλαν οι ενδιαφερόμενοι , δεν ενήργησε για να επανορθώσει την κατάσταση αυτή .
11 Λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως και ιδίως την υπερβολική βραδύτητα με την οποία τα κοινοτικά όργανα εκτέλεσαν τα καθήκοντά τους , καθώς και τη νομολογία του Δικαστηρίου , ιδίως την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1984 ( Razzouk και Beydoun , 75 και 117/82 , Συλλογή 1984 , σ . 1509 ), στην οποία επρόκειτο , όπως και στην υπό κρίση υπόθεση , για ποσά που οφείλονταν βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , το Δικαστήριο καθορίζει τους τόκους για την καθυστέρηση που επήλθε στην εκκαθάριση των ποσών που οφείλονταν στην προσφεύγουσα σε 6 % ετησίως από 11ης Απριλίου 1979 , ημερομηνίας που η προσφεύ γουσα υπέβαλε ένσταση ενώπιον της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 90 , παράγραφος 2 , του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως , για τα καθυστερούμενα ποσά που οφείλονταν την ημερομηνία αυτή ή από τις ημερομηνίες κατά τις οποίες τα καθυστερούμενα ποσά έπρεπε να είχαν καταβληθεί , σε περίπτωση που οι εν λόγω ημερομηνίες είναι μεταγενέστερες της 11ης Απριλίου 1979 .
Τόκοι προς αποκατάσταση της ζημίας
12 Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε ως απάντηση στις εκθέσεις της Επιτροπής , η προσφεύγουσα ζητεί , επιπλέον , να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει τόκους προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της υποτίμησης της ιταλικής λιρέτας κατά τη διάρκεια της περιόδου που λήγει με την καταβολή των καθυστερούμενων αποδοχών .
13 H Επιτροπή αμφισβητεί όχι μόνο το βάσιμο του αιτήματος αυτού , αλλά και το παραδεκτό , τονίζοντας ότι υπερβαίνει προφανώς τις απαιτήσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής της .
14 H ένσταση περί απαραδέκτου του αιτήματος αυτού πρέπει να γίνει δεκτή . Πράγματι , το αίτημα αυτό αποτελεί νέο αίτημα το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ως όψιμο και συνεπώς απαράδεκτο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 του οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του άρθρου 38 του κανονισμού διαδικασίας , τα οποία αποκλείουν την προβολή νέων αιτημάτων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας .
Επί των δικαστικών εξόδων
15 Σύμφωνα με το άρθρο 69 , παράγραφος 2 , του κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα .
16 Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν , πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα .
Για τους λόγους αυτούς
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα ),
κρίνοντας εν συνεχεία της απόφασής του της 15ης Δεκεμβρίου 1982 , αποφασίζει :
1 ) Το αίτημα της προσφεύγουσας περί καταβολής καθυστερούμενων αποδοχών κατέστη χωρίς αντικείμενο , κατά το μέρος που αφορά την καταβολή καθυστερούμενων αποδοχών που οφείλονται από 1ης Ιανουαρίου 1976 .
2 ) Υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει τόκους υπερημερίας , προς 6 % ετησίως , επί του ποσού των καθυστερούμενων αποδοχών που κατέβαλε σε εκτέλεση του κανονισμού 3681/83· οι τόκοι αυτοί πρέπει να υπολογιστούν από 11ης Απριλίου 1979 , ημερομηνίας υποβολής της ένστασης της προσφεύγουσας , για τα καθυστερούμενα ποσά που οφείλονταν κατά την ημερομηνία αυτή ή από τις ημερομηνίες κατά τις οποίες τα καθυστερούμενα ποσά έπρεπε να είχαν καταβληθεί , σε περίπτωση που οι εν λόγω ημερομηνίες είναι μεταγενέστερες της 11ης Απριλίου 1979 .
3 ) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά .
4 ) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα .